Skip to main content

Full text of "Euchologion tes henmens Ekklsias Anglias"

See other formats


ΗΑΝΟΒΟυΝΟ 
ΑΤ  ΤΗΕ 


υΝΙΥΕΚΧΙΤΥ  ΟΡ 
ΤΟΚΟΝΤΟ  ΡΚΕ55 


Οί9ίΙίζΘθΙ  όγ  ΙΙιβ  ΙηΐΘΓηβΙ  ΑΓοήίνβ 

ίη  2010  ννίΐή  ίυηοΙίη9  ίωηι 

ΙΙηίνθΓΒίΙν  οί  ΤοΓοηΙο 


ήΙΙρ://νννννν.3ΓθήίνΘ.θΓ9/οΐΘΐ3ίΐ3/θυοήοΙθ9ίοηΐΘ3ήθΟΟοήυΓ 


^■$^6/ 


ΕΥΧΟΛΟΓΙΟΝ 


'ΑΓΓΛΙΚΑΝΗΣ     ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. 


ΕΤΧΟΛΟΓΙΟΝ 


ΤΗΣ  'ΗΜΙΜΕΝΗΣ  "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 

ΑΓΓΛΙΑΣ    ΤΕ    ΚΑΙ    ΊΡΛΑΝΔΙΑ2 


ΤΑΣ  'ΑΚΟΑΟΓΘΙΑΣ  ΤΟΥ  "ΟΑΟΥ  'ΕΝΙΑΤΤΟΥ,  ΤΗΝ  'ΙΕΓΟΥΡΓΙΑΝ 

ΤΩΝ  ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ,  ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΛΟΙΠΩΝ  ΘΕΣΜΩΝ  ΚΑΙ 

ΤΕΑΕΤΩΝ  ΤΗΣ  ΈΚΚΑΗΣΙΑΣ" 


ΤΗΝ  ΤΑΗΙΝ 

ΤΗΣ 

ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΕΩΣ,  ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ,  ΚΑΙ   ΚΑΘΙΕΡΩΣΕΩΣ 

ΕΠΙΣΚΟΠΏΝ,    ΊΕΡΕί2Ν,    ΚΑΙ    ΔΙΑΚ0Νί2Ν 

ΕΙΣ  ΤΟ  ΌΠΟΙΟΝ  ΠΡΟΣΕΤΕΘΗ   ΚΑΙ 

ΤΟ    ΦΑΛΤΗΡΙΟΝ    ΤΟΤ    ΔΑΒΙΔ. 


'ΕΚ    ΤΟΥ    ΑΓΓΛΙΚΟΥ 


ΚΟΙΝΗΝ  'ΕΑΛΗΝΙΚΗΝ  ΔΙΑΛΕΚΤΟΝ 

ΜΕΤΑΦΡΛΣΘΕΝΤΑ. 


'ΕΝ    ΛΟΝΔΙΝΩ• 

Έτνπώθη  πάρα  ΟΥΑΛΤΗΡΟΥ    ΜΑΚΔΟΥΑΛΛ, 

Ααπάν^  της  προς  Έπαίιξησιν  της  Χριστιανικής  Γνώσεως  Εταιρείας. 

'ΕΤΕΙ  ,ρωλθ'. 


ι  ^^   Λ  ιλ 
ι   ^  ν>  Ι 


ΠΡΟΣ 


ΤΟΥΣ   ΆΝΑΓ1ΝΩ2Κ0ΝΤΑΣ. 


Το  Εύχολόγίον  της  \^<^/\ίκανη<ί  ^ΕκκΧησίας  μβτε- 
φράσθη  δις  ιτροΧαβόντως  €69  την  ηΧώσσαν  των 
Ύ.\\ήνων. 

Ή  μξ,ν  ττρώτη  μβτάφρασις  έγ^νεν  βίς  την  άρ- 
■χ^αίαν  ΈΧληνίκην,  καϊ  ^ξ^Βόθη  το  ττρώτον  εν 
Κανταβρί'γία  το  1665*  μ€  έττί^γραφην,  "  ΒίβΧος  της 
Αημοσίας  Εύ-χ^]ς  και  Τελεσβωϊ  Μυστηρίων,  καϊ 
των  αΧΚων  Θβσμών  καΐ  Τελετών  της  Εκκλησίας, 
κατά  το  βθος  της  \\.'^'^\ί κάνης  Έ.κκΧησίας•  κ.  λ,." 

Ή  δε  Ββντέρα,  <γ£νομ€νη  βίς  την  κοινην  Βίά- 
Χβκτον,  ζτνττώθη  εν  Λονδ/νω  το  1826*  μ€  βττι- 
Ύραφην,  "  ΒίβΧίον  των  Αημοσίων  Προσ-βυχ^ών  καϊ 
της  ύττηρβσίας  των  Μυστηρίων,  καϊ  αΧλων  Εκ- 
κλησιαστικών Θεσμών  καϊ  Τελετών,  κατά  το  'έθος 
της  ηνωμένης  ^Εκκλησίας  ^'^ηΚίας  καϊ  Ίββρνίας  • 
«.τ.λ." 

Έττειδ^  δε  η  μβν  ττρώτη,  βξ  αιτίας  της  <γ\ώσσης, 
ζίναι   ΒυσκατάΧητΓΤος   €ΐς  το  ττλεΓστον  μέρος   του 

ι 


ΠΡΟΣ   ΤΟΥΣ   ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΑΣ. 

Χαοΰ,  ή  δε  δβντερα,  δίά  το  άκατάΧληΧον  του  ύφου<;, 
καΐ  δίά  την  κατά  μ^ρη  άτ€\ή  μβθβρμήνβυσίν,  δέκ 
βττέτνχ^βν,  ώ<?  ητον  έττίθυμητον,  του  σκοττοΰ'  Βιά 
τούτο  εκρίθη  άναηκαΐον  να  ηίντ)  τρίτη  αύτη  με- 
τάφρασ^ς  €ΐ<;  την  νύν  όμιΧουμένην  των  'ΈιΧλήνων 
γλωσσαν,  μβ  έττιμέλβιαν  ττζρισσοτέραν,  καΐ  έττί- 
στασίαν  άκριββστέραν  χωρί'ζ  νά  ύττάρ^χη  κανβΐ^ 
σκοπο'ϊ  του  νά  ξΐσα'χθη  η  χρήσις  τη<;  ίΒι,κή<;  μαζ 
Αβΰτουρ'γίας  €ίς  καμμίαν  ξίνην  ^ΕκκΧησίαν,  άΧΧά 
μόνον  δίά  νά  'γνωστο'ττοίηθτ}  βίς  οΧουζ,  ττοΐαι  ει,ναι 
αϊ  Τβλβταί,  τά  "Εθιμα,  καΐ  τα  ί^όηματα,  τη^ϊ  Άγγλί- 
κανής  ^ΕκκΧησία<ί. 


ΠΙΝΑΞ 

ΤΟΝ    ΕΛίΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ  ΕΙΣ  ΤΟΥΤΟ  ΤΟ  ΒΙΒΛΙΟΝ. 


1.  Πρόλογος ν 

2.  ΙΙίρί  της  Εκκλησιαστικής  Ακολουθίας  ....  ίχ 
.'}.   ΏίρΙ  Των  Ύί\(τϊϋ)''  ίιά  τι  α'ι  μίν  άκνρουνται,  αϊ  06  ψυλάτ- 

τονται      .........     χϋ 

4.  Τάξις  Γ/)ς  ίϊΐ'αγί'ώσίο^ς  του  "Ψαλτηρίου  .  .  .  .  χν 

5.  Τάξις  της  αναγνώσεως  των  λοιιτών  Άγιων  Τραφων     .         .    χν 

6.  Πίΐ'αξ  Των  ϊίιαιτίρων  Αναγνωσμάτων  και  Ψαλμών         .       χνιϊ 

7.  Το  Καλανίόριον,  μίτά  τοϋ  Ώίνακος  των  Αναγνωσμάτων  .    χχί 

8.  ΙΙίνακίς  και  κανόνες  περί  των  'Έορτών  και  των  '^ηστειων, 

καθ'  'όΧον  το  ίιάστημα  τον  ίνιαντον       .         .         .    χχχϋί 


9.  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  Έωθίΐ'»/ 1 

10.  Ακολουθία  Εσπερινή     .  .  .         .         .  .  .  16 

11.  Το  Σνμβολον  τον  Άγιου  Αθανασίου   .         .  .  .         .27 

12.  Ή  λιτανεία 30 

13.  ΈΰχαΙ  και  Έϋχαριστίαι  εις  ΐιαψόρους  περιστάσεις       .         .     38 

14.  Σνναπταϊ,Έπιστολαι,  καΙ  Ευαγγελία,  ηναγινωσκόμενα  εις 

την  τελετην  της  άγιας  Κοινωνίας,  £ι'  'όλου  τοϋ  ενιαν- 
τοϋ       .........         47 

Ιδ.  Ύάίις  της  τελετής  της  άγιας  Κοινωνίας     ....  22δ 

16-.  Ακολουθία  τοϋ  Βαπτίσματος,  τοϋ  τι  ίημοσίον,  και  τοϋ  κατ 

ίοίαν    .........       254 

17.  Ακολουθία  τοϋ  Βαπτίσματος  των  εις  ήλικίαν  όντων  .  .271 

18.  Κατήχησις 282 

19.  Ακολουθία  της  Επιβεβαιώσεως 290 

20.  Ακολουθία  τοϋ  Γάμου    .......       293 

21.  Ακολουθία   της  Έπισκίφεως  των  Ασθενών,  και  της  Μετα- 

λήψίως  τών  Ασθενών        ......  305 

22.  Ακολουθία  '!\εκρώσιμος  ......       320 

23.  Έι'βχαριστία  Γυναικών  μετά  την  Αοχείαν   .         ,  .         .329 

24.  Άττειλ»),  ήτοι  Καταγγελία  της  οργής  και  τών  κριμάτων  τοϋ 

Θίοϋ  κα-ά  τών  αμαρτωλών    .....       332 

25.  Τό  Ψαλτίφιον 341 

26.  ΤύτΓΟί  Προσευχών  γινομένων  ίν  θαλασσί^      .         .         .       523 

27.  Ή  ΤΙροχείρισις  τών  Διακόνων    .....  .  540 

28.  Ή  Χειροτονία  τών  Ιερέων     .....  .        555 

29.  Ή  Καθιέρωσις  τών  Επισκόπων  .  .  .  .571 

30.  Άρθρα  της  Πίστεως       .......       583 

/7     2 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 


Η  ΧΓΓΛΙΚΑΝΗ  Εκκλησία,  απο  την  ττρώτην  άκύμη  σνντα- 
ξιιι  των  Αημοσίων  ΆκοΚονθίών  αΰτης,  ηθίΚησΐ  φρονιμωί  να  φν- 
\άξτ)  τον  μίσον  ορον  μΐταξν  των  δυο  άκρων  δηΧα8η,  και  τηί 
άμετρου  8υσκο\ίας  6ΐί  το  άποβάΚΚΐΐν,  κα\  της  άμίτρου  €ύκο\ίας 
ίίί  το  δίχΐσθαι  07Τθΐαν8ηποτ€  μ€ταβο\ην  αυτί]!.  Λιότι  καθώς, 
ίξ  ίΐ/όί  μίρονς,  η  κοινή  πΐϊρα  ί^ικνύίΐ,  οτι  οσάκις  €γιν{  μΐτα- 
βο\η  είί  πράγματα  μι  φρόνησιν  συστηθίντα,  \χωρ\ς  να  το 
άπαιτη  καμμία  φανερά  ανάγκη,)  συνίβησαν  (Κ  τούτου  πολλά 
άτοπα,  και  ταΰτα  πολλάκΐί  μιγαΧητίρα  καΐ  χειρότερα  άπο  τα 
κακά  τά  όποια  επρόκειτο  νά  3εραπευσωσι  δίά  τοιαύτης  μετα- 
βοΧης•  ούτω,  εκ  τυΰ  άλλον  μέρους,  επειδή  οι  Ιδιαίτεροι  τνποι 
της  θείας  ΧατρεΙας,  κα\  οΊ  διατεταγμένοι  εΙς  αντην  ΒεσμοΙ  καΐ 
τεΧετα\,  είναι  όμοΧογουμενως  πράγματα  εις  την  φυσιν  των 
αδιάφορα  κα\  αΚΧοιωτά,  είναι  εϋΧογον,  δια  βαρέα  καΐ  κατεπεί- 
γοντα αΧτια,  κατά  τάς  άνάγκας  των  καιρών  κα\  των  διαφόρων 
περιστάσεων,  νά  Χαμβάνωσι  τοιαύτας  τινάς  μεταβοΧας  καΐ  άΧ- 
Χοιά)σεις,  όσας  άπο  καιρόν  εΙς  καιρόν  η  Εξουσία  ήθεΧε  στοχα- 
σθη  αναγκαίας  η  επωφεΧεΙς.  Όθεν  βΧεπομεν  οτι  επΙ  διαφόρων 
βασιΧεων,  ευσεβώς  κεκοιμημενων,  από  τόν  καιρόν  της  Μεταρρυθ- 
μησεως,  βασιΧενσάντων,  η  ^Εκκλησία,  άπό  δικαίας  κα\  ενΧογο- 
φανε'ις  αιτίας  παρακινούμενη,  σνγκατενενσεν  εις  τό  νά  γίνωσι 
τοιανταί  τίνες  μεταβοΧαι,  όποΊ,αι  εις  τους  καιρούς  των  εφάνησαν 
ώφεΧιμοι  •  εΙς  τρόπον  όμως,  ώστε  τό  κα&  όλου  σώμα  και  τά 
ουσιώδη  μέρη  αντης  (εϊτβ  την  κυριωτεραν  ΰλην  αύτης,  εκ  της 
όποιας  συνίσταται,  Βεωρησωμεν ,  είτε  την  κατασκευήν  και  τάξιν,^ 
διεμειναν  μέχρι  της  σήμερον  τά  αυτά,  κα\  μένουν  εΙσετι  στερεά, 
και  άπαρασάΧευτα  με  ολαί  τάς  ματαίας  επιχειρήσεις  κα\  όρμη- 
τικάς  προσβοΧάς,  τάς  γενομενας  κατ   αυτής  από  τοιούτους  τινάε 

V 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 

ανθρώπους,  οίτι,ν€ς,  άγαιτώντίς  τους  νΐωτίρκτμούί,  ΐ8€ίξαν  ττάν- 
τοτ(  πιρισσοτίραν  προσκ6ΧΧη(ηι/  ΐΐς  τάί  ΪΒίας  αυτών  φαντα- 
σίας κα\  ΐΐς  τα  Ϊ8ίαίτ(ρά  των  συμφέροντα,  παρά  (Ις  το  όφίΐλό- 
μΐνον  χρΐος  των  προς  το  κοινόν. 

Μ€  ποία  αθίμιτα  μέσα,  κα\  δια  ποίους  τινάς  μοχθηρούς  σκο- 
πούς, ή  χρησις  των  Δημοσίων  τούτων  Ακολουθιών  (αν  και  προσ- 
ταγμίνη  άπο  τους  επιτόπιους  νόμους,  οιτινες  κα\  δεν  άκυρω- 
θησαν  ποΓ€,)  διεκόπη  καΐ  εγκατελείφθη  εις  τάς  τελευταίας  Χυπηρας 
ακαταστασίας,  ως  ττολλά  γνωστόν  εις  οΚους,  δεν  3έΚομεν  να  το 
αναφέρωμεν  ενταύθα.  Άλλ'  οτε,  μετά  την  αίσιον  άποκατάστασιν 
της  βασιΧικης  Μεγαλειότητας,  ητον  επόμενον,  ότι  μεταξύ  των 
αλΧων  πραγμάτων  εμεΧΧε  κα\  ή  χρησις  των  Αημοσίων  Ακολου- 
θιών να  επανελθη  (ώί  μηδέποτε  νομίμως  καταλυθείσα) ,  αν  δεν 
ήθελαν  μεταχειρισθτ]  εν  καιρώ  μέσα  τινά  διά  νά  το  εμποδίσωσιν 
οί  άνθρωποι  εκείνοι,  οιτινες  επϊ  των  εσχάτως  τυραννησάντων 
είχαν  κάμει  μέγα  άντικείμενον  τών  ασχολιών  των  το  νά  κατα- 
στήσωσι  τον  λαον  άλλότριον  προς  αυτήν,  έβλεπαν  υτι  <α\  η 
νπόληψις  κα\  το  συμφέρον  των  {εζω  αν  ήθελαν  φανερά  νά 
όμολογήσωσιν  οτι  ήσαν  ηπατημένοι,  πράγμα  δυσκατόρθωτον  εΙς 
τοιούτους  ανθρώπους,)  απαιτούσαν  ώστε  νά  προσπαθησωσιν 
ολαις  δυνάμεσι  νά  εμποδίσωσι  την  άποκατάστασιν  αυτής.  Διά 
τούτο,  διάφορα  βιβλιάρια  ε ξεδόθησαν  κατά  της  βίβλου  τών  Αη- 
μοσίων Ακολουθιών,  κα\  αί  άρχαΐαι  ενστάσεις  συμπαρετάχθη- 
σαν,  εις  τάς  όποιας  επροστέθησαν  κα\  άλλαι  νεαι  κα\  πλειό- 
τεραι  παρά  τάς  πρότερον,  διά  νά  μεγαλύνωσι  τον  αριθμόν 
αυτών.  Τελοί  πάντων,  μεγάλαι  παρακλήσεις  εγειναν  εις  την 
Σεβαστην  αυτού  Μεγαλειότητα,  διά  νά  άναθεωρηθή  ή  είρημένη 
Βίβλος•  και  νά  γίνωσιν  εις  αϋτην  προσθαφαιρέσεις  τοιαύται, 
όποΐαι  ήθελαν  νομισθή  άναγκαΐαι  προς  ήσυχίαν  τών  ασθενών 
συνειδήσεων  εΙς  το  οποίον  ή  αυτού  Μεγαλειότης,  έχων  ευσεβή 
προθυμίαν  νά  ευχαρίστηση  (^καθ'  όσον  δικαίως  έμπορούσε  νά 
ελπίζεται,)  όλους  του  τους  υπηκόους  οποιασδήποτε  δοξασίας, 
συγκατένευσεν  ευμενώς. 

Είί  ταύτην  δε  την  άναθεώρησιν,  ήμεΙς  έπεμεληθημεν  νά  φυ• 
Χάξωμεν  την  αυτήν  μετριότητα,  οποίαν  βλέπομεν  οτι  έμεταχει- 
ρισθησαν  οΊ  προγενέστεροι  εις  παρόμοιας  περιστάσεις.  Και 
διά  τούτο,  από  τάς  πολυάριθμους  μεταβολάς  τάς  όποιας  μας 
(πρότειναν,  άπερρίψαμεν  όλας  εκείνος,    οσαι  είχαν  επικίνδυνοι• 

νϊ 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 

νννίπααν,  (ώί  πμοσκρονονσαι  κρνφ'ιως  ίί'τε  ίίί  διδασκαλι'αν 
τίνα  Κίκνρωμίνην,  (ΐτΐ  ίΐί  (τταινΐτην  τίνα  πράξιν  τηί  ΆγγΧι- 
κανη!  Εκκλησίας,  η,  μαΚΚον  (Ιττΐ'ιν,  ο\ης  της  Καθολικής  του 
Χριστοί  Εκκλησίας,)  η  οσαι,  αν  κα\  8(ν  (ίχαν  κανίνα  κίν8ννον, 
ήσαν  όμως  8ιόλον  φΧναροι  και  μάταιαι.  Οσαι  όμως  (κ  των 
ττροτΐΐνομίνων  (ΐς  ημάς  μετα/ϋολώι/  [άπύ  ΰποιαδηττοτί  ίιποκΐί- 
μΐνα,  δι'  07ϊΌΐασ8ήποτΐ  ττροφάσας,  η  μ(  07Γοιον8ηποτ(  σκοπυν 
κα\  αν  (ττροτΐίνοντο,)  μας  (φάνησαν  όπωσοϊν  (πιτη8(ΐαι  και 
σνμφίρονσαι,  ταύτας  ευχαρίστως  ί8ΐχθημ(ν,  κα\  οίκοθεν  συγ- 
κατ(Τ(θημ(ν  (Ις  αντας,  αλλ  οχι  βιαζόμενοι  άπο  8ύναμιν  (ττιχΐΐ- 
ρήματος  τίνος  πείθοντος  ημάς  οτι  ητον  άναγκαΐον  να  κάμωμεν 
τοιαύτας  μεταβολάς•  διότι  είμεθα  εντελώς  πεπεισμένοι  κατά 
την  ι8ίαν  ήμων  γνώμην,  (το  όποΊον  κα\  ενταύθα  όμολογουμεν 
ενώπιον  όλον  τοΰ  κόσμυν.)  οτι  η  Βίβλος  αυτή.  ώς  πρότερον 
κεκνρωμενη  νπο  τον  νόμον,  8εν  εμπεριέχει  τίποτε  αντίβαιναν 
εις  την  Αόγον  τον  θεον  η  εΙς  την  ύγιαίνονσαν  Δι8ασκη\ίαν,  η 
τι)  ήποίην  ευσεβής  άνθρωπος  8εν  ήθελε  μεταχειρίζεσθαι  ευσνν- 
ει8ήτως,  κα\  ύποτάσσεσθαι  εΙς  αίιτο,  η  το  όποιον  8εν  ήθελεν 
εισθαι  εναπολόγητον  κατά  παντός  αντιλέγοντας  εις  αυτό  •  εάν 
λάβη  8ικαίαν  κα\  απαθή  έρμηνειαν,  ήτις  κατά  την  κοινην  έττιεί- 
κειαν  πρέπει  να  8ί8εται  εΙς  ολα  τα  ανθρώπινα  σνγγράμματα, 
μάλιστα  8έ  εις  τά  εκ8ηθεντα  με  (Ί8ειαν  τής  ^Εξουσίας,  και  εις 
τάς  κάλητέρας  ακόμη  μεταφράσεις  αυτής  τής  Άγιας  Γραφής. 

Ό  γενικός  μας  λοιπόν  σκοπός  εΙς  την  επιχείρησιν  ταύτην 
ητον,  οχι  να  ενχαριστησωμεν  τοντονς  η  εκείνους  εις  τάς  άλύ- 
γονς  αιτήσεις  των  αλλά  να  καμωμεν  εκείνο,  το  όποΊον  (όσον 
ητον  8ννατον  νά  νοήσωμεν)  έστοχάσθημεν  οτι  τά  μάλιστα 
τείνει  εις  το  νά  Βιατηρή  την  είρηνην  και  ενότητα  εν  τη  ^Εκκλη- 
σία, εις  το  νά  έμπνέη  το  σέβας,  καΐ  νά  8ιεγείρη  εύσέβειαν  και  ευ- 
λάβειαν  εΙς  την  8ημόσιον  λατρείαν  τοΐι  θίον  •  κηΧ  εις  το  νά  άπό- 
κόπττ]  πάσαν  άφορμήν,  άπο  τους  ζητονντας  άφορμήν  νά  σκώ- 
πτωσιν,  ή  νά  μέμφωνται  τας  λκολονθίας  τής  Εκκλησίας. 
"Οσοί/  δε  περ\  των  8ιαφορών  τής  Βίβλου  ταύτης  ώς  προς  την 
πρητέραν,  ε'ιτε  δια  μεταβολής  γενομένων,  είτε  δια  ττροσθέσεως, 
εϊτε  «λλωί  πωί,  άρκε'ι  να  Βώσωμεν  τον  γενικον  τούτον  λο'νοι/• 
ότι  το  πλε'ιστον  μέρος  των  μεταβολών  εγινεν,  ή,  πρώτον,  8ιά 
νά    ό8ηγώσι    καλήτερα    τους    Ίερονργοΐντας    καθ'   οποιονδήποτε 

νϋ 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 

μίρος  της  ^ημοσίαί  τον  θ(ον  \ατρΐίας  {^τ6  οποίον  γίνεται,  ίξ- 
αιρίτως  είί  τα  Κά\αν8άρία,  καΧ  ΐΐί  τα  Τυπικά)  •  η,  8€ντ(ρον,  διβ 
να  (κφρασθωσι  καταΧληΧότΐρα  λε^Εΐί  τινΐί  ή  φράσΐΐί  άπηρ- 
χαιωμεναι  δίά  Χεζ^ων  σνμφωνοτΐρων  μβ  την  γΧωσσαν  τον  πα- 
ρόντος καιρόν,  κα\  δίά  να  €ξη•γηθωσι  σαφίστΐρα  αΧΧαι  τινε: 
λε^ίΐί  η  φράσεις,  αιτινες  η  ειχον  άμφίβοΧον  σημασίαν,  η  αΧΧως 
ήσαν  υποκείμενοι  εΙς  παρερμηνείαν  η,  τρίτον,  8ι  άκριβεστεραν 
ερμηνείαν  αποσπασμάτων  τίνων  της  Άγιας  Γραφής,  παρεμβΧη- 
θεντων  εΙς  τάς  ΆκοΧονθίας,  τα.  όποΙα  (^μάΧιστα  εϊς  τάς  ΈτΓίστολάί 
και  τα  Ευαγγελία,  καΐ  εΙς  ποΧΧά  αΧΧα  μέρη)  8ιετάχθη  τώρα  να  άνα- 
γινώσκωνται  κατά  την  τεΧευταίαν  Μετάφρασιν  και  8ιότι  εφάνη 
ώφεΧιμον  ενχαΐ  τίνες  καΐ  ευχαριστίαι  προσφυείς  εις  Ιδιαιτέρας 
περιστάσεις  να.  προστεθώσιν  εις  τους  αρμοδίους  τόπους  των 
εξαιρετως  δε  αί  ΈνθαΧάσσιοι  ΈυχαΙ,  όμον  με  την  ΆκοΧονθίαν 
τον  Έαπτίσματος  των  εν  ηΧικία  όντων  ήτις  αν  καΐ  8εν  ήτον 
τόσον  αναγκαία  δτε  σννετάχβη  η  πρώτη  ΒίβΧος,  μ  οΧον  τοΐιτο 
δίά  την  προχώρησιν  τον  Αναβαπτισμοΰ,  όστις  νεωστί  παρεισ- 
8υσε  μεταξύ  ημών  δίά  της  διαφθοράς  των  τεΧευταίων  χρόνων, 
γίνεται  τώρα  αναγκαία,  καΐ  εμπορεϊ  πάντοτε  νά  ήναι  ώφεΧιμος 
δίά  το  βάπτισμα  των  εις  τάς  αποικίας  ημών  επιχωρίων,  και  άΧ- 
Χων  προσερχόμενων  εΙς  την  Τΐίστιν.  'Έαν  δε  τις,  επιθυμών  Χε- 
πτομερεστερον  Χόγον  τών  διαφόρων  μεταβοΧών  τών  εΙς  οποιον- 
δήποτε μέρος  τών  άκοΧονθιών  γενομένων,  Χάβη  τον  κόπον  νά 
παραβάΧΧη  την  παροΰσαν  ΒίβΧον  με  την  προτεραν,  δεν  αμφι- 
βάΚΧομεν  ότι  ευκόΧως  θε'λεί  γίνει  εις  αυτόν  φανερός  6  Χόγος 
της  μεταβοΧης. 

Και  οντω  σπονδάσαντες  νά  εκπΧηρώσωμεν  τό  χρέος  μας  εΙς 
τοΰτο  τό  βαρύ  έργον,  ώς  ενώπιον  τοΰ  θεοΰ,  και  νά  παραστη- 
σωμεν  την  εΙς  τοΰτο  εΙΧικρίνειάν  μας  {^οσον  εξαρτάται  από  ημάς,) 
προς  πάσαν  σννείδησιν  ανθρώπων  αν  καΐ  εξευρωμεν  οτι  είναι 
αδύνατον,  εις  τοσαΰτην  διαφοράν  άντιΧηψεων,  διαθέσεων,  κα) 
συμφερόντων,  οσα  είναι  εις  τόν  κόσμον,  νά  αρεσωμεν  όΧονς• 
ονδε  εμπορονμεν  νά  εΧπίσωμεν,  οτι  άνθρωποι  στασιαστικοί, 
αυθάδεις,  κα\  σκοΧίοι  9εΧονν  ευχαριστηθη  εις  κανεν  πράγμα  δυ- 
νάμενον  να  γινί]  εις  τό  είδος  τοΰτο  από  κανένα  άΧΧον,  εΙμη  από 
αυτούς•  μ  οΧον  τοΰτο,  εχομεν  χρηστός  ελπιδαί  οτι  τά  όσα 
παριστάνονται   ενταύθα,,   καΐ  τά  όποια  εξετάσθησαν  με   μεγάΧην 

νϋϊ 


ΠΕΡΙ    ΤΗΣ   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ   ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ. 

ηκρίβΐίαν,  και  (ΤΤΐκνρωθησαν  από  τάί  Συνόδου!  των  8ύο  Επαρ- 
χιών, $ίλουν  Χάβΐΐ  ΰποδοχην,  και  (γκριθη  άπο  ο\α  τα  σώφρονα, 
(ΐρηνικά,  και  αληθώς  (νσυν(ί8ητα  τίκνα  της  'λγγΚικανηί  ^Εκκλη- 
σίας. 

— ♦ — 

ΠΕΡΙ   ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ  !ΑΚ0Λ0ΥΘΙΑΣ. 

ΓΤΟΤΕ  δίν  (στάθη  κανϊν  πράγμα  τόσον  καλώ  γ  ΐώ(νρημ€νον 
απο  την  άνθρώπινον  ίπίνοιαν,  οϋδβ  τόσον  ασφαλώς  στ(ρ€ωμ(νον, 
ωΟΎΐ,  προϊόντος  τοΰ  χρόνου,  να  μη  Βιαφθΐίρΐται•  καθώς,  μίταζύ 
αλΧων,  ΐμπορύ  τις  να  ϊδτ;  τοντο  φανΐρά  καΐ  (Ις  τας  Αημοσιους 
Ακολουθίας  της  'ΈκκΧησίας,  τίις  οποίας  κοινώς  όνομάζομΐν  θ(ίαν 
Αατρΐίαν.  Της  οποίας  την  πρώτην  αρχήν  κα\  βάσιν  ΐαν  Βΐληση 
τις  να  €ρ(υνηστ]  (κ  τών  αρχαίων  ΐΐατΐρων,  3ίλΐΐ  βνρεΐ  οτι  δίΐ/ 
^ΐΐτάχθη  πάρα  μι  αγαθόν  σκοπόν,  καΐ  ^ια  την  μΐγάλην  της  $ΐο- 
σ(βΐίας  προκοπην.  Αιότι  ούτω  8ΐ€ταζαν  €Κ(ίνοι  τα  πράγματα, 
ώστ€  οΧη  η  Βίβλος,  η  το  πΧΐϊστον  μίρος  αυτής,  να  άναγινώσκε• 
ται  άπαξ  κατ  (νιαυτόν  μ€  σκοπόν  ωστΐ  οι  ΚΧηρικοΙ,  καΐ  μάλι- 
στα οΊ  ^Ιΐρονργονντ€ς  ΐΐς  την  ^Εκκλησίαν,  (δίά  της  συνεχούς 
άναγνώσίως  καΐ  μΐΧίτης  τον  λόγου  τοΐι  θεοί,)  και  αυτοί  να  διε- 
γΐίρωνται  ειί  (νσίβΐίαν,  κα\  τους  αΧλους  να  γινωνται  Ίκανώτΐροι 
€ΐς  τό  να  προτρίπωσι  δία  ΰγιαινονσης  δώασκαΧιας,  και  τους  ΐναν- 
τιουμίνους  €ΐς  την  άΧηθΐίαν  να  (Χΐγχωσι-  και  π€ριπΧ(ον  να 
ΐμπορΐι  ό  λαοί,  άκοΰων  καθημερινώς  τάς  Αγίας  Γραφάς  άναγι- 
νωσκομίνας  (ΐς  την  ΈκκΧησίαν,  να  προκύπτη  πάντοτε  μάλλον 
και  μάλλον  (Ις  την  γνώσιν  τοΰ  θεοΟ,  κα\  να  αναφλέγεται  σφο- 
δρότερα με  τόν  έρωτα  της  αληθινής  αυτοΟ  θρησκείας. 

Άλλ'  ίΐΓ  τα  πολλά  ταΰτα  παρελθόντα  ετη,  ή  ευσεβής  αυτή 
κα\  ευπρεπής  8ιάταζις  τών  αρχαίων  ϋατερων  τόσον  ηλλοιώθη, 
Βιεσπάσθη,  και  παρημελήθη,  Βιά  της  γενομένης  εις  αυτήν  παρενθέ- 
σεως άδηλων  Ιστοριών,  και  Συναξαρίων,  και  πολυαρίθμων  Αντι- 
φώνων, Στιχηρών,  βαττολογιών,' δίπτυχων,  και  συνοδικών,  ώστε, 
ως  ε'ττΐ  τό  πλείστον,  όταν  ηρχίζετο  κανεν  βιβλίον  της  Αγιας  Τραφης 
νίι  άναγινώσκεται,  άφοϋ  ήθελαν  άναγνωσθή  τρία  η  τέσσαρα  Κε- 
φάλαια, ολα  τα  επίλοιπα  παρελείποντο.  Και  κατά  τούτον  τόν 
τρόπον,  ήρχίζε  τό  βιβλίον  τοΰ  Ήσαΐου  εΙς  την  ΤΙαρουσίαν,  καΐ 
τό  βιβλίον  της   Τενε'σεως  εΙς   την  Έβδομηκοστην    πλην   αυτά 

δ  3 


ΠΕΡΙ   ΤΗ2   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ    ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ. 

ηρχιζοντο  μόνον,  και  ποτί  8ίν  άν€γινώσκοντο  μίχρι  τ(λον5.  Ύά 
αντά  ΐτταθαν  κάϊ  τα  ΙίΧλα  βιβλία  της  Άγιας  Γραφής.  Ιίρος 
τούτοις,  ει/ώ  ό  Αγιος  ΙΙανλος  τταραγγίΧλει  να  Χάληται  (Ις  τον 
λαον  ΐν  τΐι  Εκκλησία  τοιαύτη  γλώσσα,  ωστ€  να  καταλαμβά- 
νωσιν  αυτήν,  κα\  να  ωφίλώνται  άκοΰοντα  αυτήν,  ή  Ακολουθία 
(ΐς  την  Αγγλικανην  Έκκλησίαν,  κατά  το  διάστημα  των  πολλών 
τούτων  χρόνων,  ανίγινώσκίτο  προς  τον  λαον  €ΐς  την  Χατινικην 
Γλώσσαν,  την  οποίαν  8ίν  ΐνοοΰσαν  ωστΐ  ηκονον  μόνον  μΐ  τα 
ώτα  αυτών,  αλλ  η  κάρδια,  το  πνεύμα,  κα\  6  νους  δεν  ώκοδο- 
μοΰντη.  ΐΐρος  τούτοις,  μ  όλον  οτι  οί  ΤΙατίρες  διηρεσαν  τους 
Ψαλμούς  εις  επτά  μέρη,  εκαστον  των  όποιων  ώνομάζετο  Νυ- 
κτερινον,  τώρα  όμως  εσχάτως  ολίγα  άπυ  αυτά  άνεγινώσκοντο 
καθ  ημεραν,  τά  δε  αΚΚα  δι  όλον  παρελείποντο.  Τίλοί  πάντων, 
το  πλήθος  κα\  η  δυσκολία  των  Κανόνων,  κοινώς  ονομαζόμενων 
της  Ιΐίκης,  κα\  α'ι  πολυάριθμοι  μεταβολαΐ  της  Ακολουθίας,  ήσαν 
αίτια,  ώστε  καΐ  το  νά  φνλλομετρί}  τις  μόνον  το  Βιβλίον  ητον 
τόσον  δυσκολον  και  απορον,  ώστε  πολλάκις  εγίνετο  δυσχερε- 
στερον  να  ευρί)  τις  το  αναγνωσθησόμενον,  παρά  νά  άναγνώστ] 
το  εΰρεθεν. 

Τούτων  λοιπόν  τών  άτοπων  ακριβώς  Βεωρηθίντων,  εκδίδεται 
ενταύθα  τοιαύτη  τις  Αιάταξις,  δια  τί}ί  όποιας  αυτά  εμποροΰν  νά 
επανορθωθώσι.  Και  δια  νά  ηναι  πρόχειρα  τά  διατεταγμένα,  κατε- 
στρώθη  ενταύθα  δια  τούτον  τον  σκοπον  Καλανδάριον,  το  όποιον 
(ίναι  σαφές  και  εύκατάληπτον  όπου,  όσον  ήτα  δυνατόν,  η  άνά- 
γνωσις  της  Αγίας  Τραφης  εκθέτεται  ούτω,  ώστε  τά  πάντα  νά 
γινωνται  εν  τάξει,  κα\  νά  συνεχωνται  άδιασπάστως.  Αιά  ταυτην 
την  αιτίαν  άφηρεβησαν  το  διάφορα  Αντίφωνα,  τά  ΤΙροσκλητικά, 
και  τά  παρόμοια,  όσα  διακόπτουν  την  σννεχειαν  της  αναγνώ- 
σεως τών  Ιερών  Γραφών, 

Αλλ'  επειδή  εξ  ανάγκης  πρέπει  νά  εχωμεν  κανόνας  τινάς, 
δια  τούτο  εκθέτονται  ενταύθα  Κανόνες  τίνες,  ολίγοι  τον  αριθμόν, 
και  αμα  σαφείς  και  εύκατάληπτοι.  Εχετε  λοιπόν  ενταύθα 
τύπον  της  προσευχής  και  της  αναγνώσεως  τών  Ιερών  Γραφών, 
συμφωνότατον  με  τήν  διάνοιαν  κα\  τον  σκοπον  τών  αρχαίων 
Πατέρων,  και  πολύ  ώφελιμώτερον  κα\  εύχερεστερον  παρά  τον 
σννειθιζόμενον  πρότερον.  Ώφελιμώτερος  μεν  είναι,  διότι  εν- 
ταύθα παρελείφθησαν  πολλά  πράγματα,  εκ  τών  όποιων  άλλα 
μεν  ήσαν  ψ^ευδή,  ά'λλα  δε  άδηλα,  και  άλλα  μάταια  κα\  δεισιδαι- 
X 


ΠΕΡΙ   ΤΗΣ   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ   ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ. 

μονίκά•  καΙ  τι'τΓΟΓί  άλλο  δίΐ»  8ΐ(τάχ^θη  να  άναγινώσκίται,  ττηρα 
ό  καθ'  αύτο  άδολοι  Λόγοί  τον  θίοΰ,  αί  ΐ€ρα).  ΓραφαΊ,  η  ό,τι 
ηνηι  σίμφωνον  μι  αίταί,  και  (Ις  τοιαντην  Γλώσο'αΐ'  και  Τα^ιΐ', 
ι'ίτίς  (ίναι  (νκολωτάτη  και  σαφΐστάτη,  και  ΐΐς  τους  αναγιϊΧΛ)- 
σκοντας  κα\  (Ις  του:  άκονοντας.  Ένχΐρίστΐροί  δί  6Ϊΐ'αί,  δια 
την  σνντομ'ιαν  τον,  κα\  δίά  την  ΐνκρινίίαν  τη'!  Αιαταξ(ως,  και 
διότι  ο!  κανόνα  αναι  ολί-',οι   κα\   ενκοΧοι. 

Και  (νώ  'πρήτΐρον  ητο  μΐ^άΚη  Βιαφορά  (ΐί  το  λΐγΐΐ,ν  και 
ψάΧλαν  (ΐί  τα!  ^Εκκλησίας  τοϋ  Βασιλβίου  τούτον  8ιότι  οι  μ(.ν 
ΐ;ΚοΚονθοϊσαν  το  (θος  τηί  ΣαΧισβονρίας,  οι  δε  το  της  Ερί- 
φόρ8ηί,  και  άλλοι  μΐν  το  τη!  Βαγγόραί,  άλλοι  δε  το  τοΰ 
Είηράκον,  κα\  αΚλοι  τη!  ΑιγκοΧνία!•  τώρα  ομω!  είί  το  (ζη! 
μια  3(Χ{ΐ  (ΐσβαι  η  σννηθΐΐα  ο\ον  τον  Βασίλειου. 

Επηθΐ7  δε  τίποτ(  δεν  δυΐ'αται  να.  (κΒυθη  οντω  σαφώς,  ώστε 
να  μην  (•γΐίρωνται  άμφιβο\Ιαι  εΐί  την  χρησιν  και  πράξιν  αντοϋ- 
ττρο!  Κίΐτάπανσιν  πάση!  τοιαύτης  διάφορα!,  (εΥιμ  ίγρθτι  καμ- 
μία,)  και  ττρο!  Χΰσιν  ολαν  των  άμφισβητησ€ων  ττερι  τοΰ  πω! 
ττρΐΤΤΐΐ  να  ΐννοώμΐν,  να  πράττωμιν,  και  να  (κτ(\ώμ(ν  τα  (μττΐ- 
ρΐίχόμ€να  είί  τοϋτο  το  Βιβλίο;/ •  οί  αμφισβητούντα,  η  Βιαφό- 
ρως  (κΚαμβάνοντα  κανΐν  πράγμα,  πρε'πει  να  προστρίχωσι  πάν- 
τοτε (ΐ!  τόι»  Έπΐσκοπον  τη!  Επαρχία!,  οστί!,  κατά  την  φρύνησιν 
τον,  5ε'λει  διατάζει  ττερι  τη!  διαλυσεωί  και  καταπανσίω!  τη! 
τοιαύτη!  διαφοράς-  ούτω  ομω!,  ώστε  η  διάταξις  €Κ(ίνη  να  μην 
αντιβαίνη  είί  κανϊν  τι  των  ίμπίρκχομίνων  είί  το  Βιβλίο»/  τοϋτο. 
Καν  δε  ό  ΕττισκοττοΓ  της  Επαρχίας  ηναι  είί  αποριαν,  τ6τ(  (μ- 
πόρα, νά  ζηττ)  την  \νσιν  ίίττύ  τΐιν  Αρχκπισκοπον. 


Αν  κα'ι  δκτάχθη,  οτι  όλα  ■'}ίΚονν  άνα-γινώσκίσθαι  κα\  -ψάλ- 
\(σ^αι  €ν  τ/;  Εκκλησία  εί?  την  Ά-γγΧικην  ΓΧώσσαν,  διά  νά  ο<- 
κοδομηται  ε'κ  τούτον  ό  λαοί,  δέ»/  ΐννοίΐται  όμως  οτι  κάμνοντα 
οί  άνθρωποι  ϊδιαιτίρω!  την  ΤΙρωϊνην  η  Εσπ(ρινην  Έίροσΐνχιιν, 
δξν  δύνανται  να.  μΐταχίΐρίζωνται  οποιανδήποτε  -γΧώσσαν,  κατά- 
Χηπτην  είί  αυτούς.  "Ολοι  δε  οί  Ίερεΐϊ  κα\  Διάκονοι  πρίπΐΐ  νά 
άνα^γινώσκωσι  καβημερινω!  την  ΤΙρωϊνην  και  Εσπιρινην  Προσ- 
(νχην,  «ιτε  ϊδιαιτίρω!,  είτε  δημοσία•  (κτο!  (άν  (μποδισθωσιν 
άπο  άσθίνΐίαν,  η  αΧΧην  κατίπΐίγονσαν  αΐτίαν. 

ΚαΙ  ό  Εφημίριο!  όΧΐΐτονργών  (Ιί πάσαν  Έ-κκΧησιαν  Έ,νορια!, 
η  (ί!  ΤίαρακΧησιον,  (άν  ηναι  πάρων,  και  δ(ν  (μποδισβη  άπυ  (ΰ- 

XI 


ΠΕΡΙ  ΤΩΝ  ΤΕΛΕΤΩΝ, 

λογοι/  τίνα  αΐτίαν,  ^ίλΐί  λεγίΐ  την  αντην  ΐΐς  την  ΈκκΚησίαν  της 
'Ένορίας,  η  (Ις  το  Ώ.αρακΧησι.ον,  οιτον  Χΐΐτονργίΐ•  και  ^ελει 
κάμει  να  κρονεται  ό  Κώδωΐ'  εγκαίρως  ττρΧν  άρχίση,  δια  να  έρ- 
χεται 6  λαοί  να  άκοΰτ]  τον  Αόγον  τοΰ  θεοΰ,  καΙ  να  προσεύχεται 
με  αυτόν. 


ΠΕΡΙ    ΤΩΝ    ΤΕΛΕΤΩΝ•    ΔΙΑ    ΤΙ   ΑΙ    ΜΕΝ   ΆΚΥΡΟΥΝΤΑΙ, 
ΑΙ  ΔΕ   ΦΥΛΑΤτΟΝΤΑΙ. 

ΑΠΟ  όσας  ΎεΧετάς  σννειθίζονται  εις  την  'Έκκλησίαν,  και 
έλαβαν  την  αρχήν  των  άττο  άνθρωπίνην  8ιάταξιν,  τίνες  μεν  επε- 
ναηθησαν  καταρχάς  με  ευσεβή  σκοπον  και  ττροαίρεσιν,  τεΧεν- 
τα'ίον  όμως  ετράττησαν  εΙς  ματαιότητα  καΐ  8εισι8αίμονίαν.  Ύινες 
§6  εΙσηχθησαν  εις  την  Έκκλησίαν  8ιά  άκριτου  τίνος  ευΧαβείας, 
και  αΧόγον  ζηΧου  •  καΐ  επειδή  παρεβΧεφθησαν  εις  την  αρχήν, 
εττροχώρησαν  καθ"  ήμεραν  μαΧΧον  καΐ  μαΧΧον  εις  καταχρήσεις, 
αιτινες,  οχι  μόνον  8ια  το  άνωφεΧες,  αλλ'  ακόμη  και  8ιότι  ετύ- 
φΧθ3σαν  ποΧυ  τον  Χαόν,  καΐ  ημαύρωσαν  την  8όξαν  τοΰ  θεοΰ, 
είναι  8ικαίως  ΐίξιαι  να  άποκοπώσι,  κα\  να  άπορριφθωσι  παντε- 
Χώς,  Αλλαι  δε,  αν  και  επενοηθησαν  από  ανθρώπους,  μ  δΧον 
τοΰτο  ενομ'ισβη  καΧον  να  8ιατηρώνται  εισέτι  •  καΐ  δια  τήν  εις  τήν 
ΕκκΧησίαν  είιταξίαν,  8ιά  τήν  οποίαν  επενοηθησαν  καταρχάς,  και 
διοη  ανήκουν  προς  τήν  οΙκο8ομήν,  εις  τήν  οποίαν  (ως  διδάσκει  6 
λπόστοΧος)  πρέπει  να  άποβΧεπωσι  πάντα  τα  εν  τβ  Εκκλησία 
γινόμενα. 

Μ  οΧον  δε  ΟΤΙ  τό  φυλάττειν  η  παραλείπειν  Ύελετήν  τίνα 
είναι  μικρόν  πράγμα  καθ  εαυτό  Βεωροΰμενον,  μ  όλον  τοΰτο  ή 
εκούσιος  κα\  καταφρονητική  παράβασις  κα\  κατάλνσις  δημοσίας 
τινός  τάξεως  καΐ  πολιτείας  δεν  είναι  μικρόν  αμάρτημα  ενώ- 
πιον τοΰ  θεοΰ•  "  Αί  γινωνται  ολα  μεταξύ  σας,  λέγει  ό 
"Αγιος  ΐΐαΰλος,  "  ευσχημόνως,  και  κατά  τάξιν. '  Ο  διορισμός  8ε 
της  τάξεως  ταύτης  δεν  ανήκει  εις  ιδιωτενοντας  ανθρώπους  • 
όθεν  δεν  πρέπει  κάνεις  νά  επιχειρισθί]  ούδε  να  τολμήσγι  να 
διορίστ),  ή  νά  αΚΧοιώστ}  οποιανδήποτε  δημόσιον  ή  κοινήν  τάξιν 
εις  τήν  Έκκλησίαν  τοΰ  Χρίστου,  αν  δεν  προσκληθί}  εΙς  τοΰτο 
νομίμως,  κα\  λάβΐ]  τήν  εξουσίαν. 

Και  επειδή,  εΙς  τόν  παρόντα  καιρόν  μας,  τά  πνεύματα  των 
ανθρώπων    διαφέρουν   τοσοΰτον,    ώστε    τίνες   μεν    στοχάζονται 

χϋ 


ΠΕΡΐ    ΤΩΝ    ΤΕΛΕΤΩΝ. 

μί-γα  κακόν  ίίί  την  σννΐΙΒησΙν  των  το  να  παραιτησωσι  καν  το 
(λάχιστον  μίρος  των  ΎίΚίτών  των  (τόσοι/  (ΐναι  προσκοΧΚημί- 
νοι  ίίί  τάί  πάλαιάί  των  (τυνηβΐίας)  •  (ξ  (ναντίαί  δε,  άλλοι  τόσον 
αγαπούν  τον  νίωτΐρισμυν,  ωστβ  3(\ονν  τα  πάντα  να  νΐωτιρι- 
ζωσι,  κα\  τόσον  καταφρονούν  τα  πάλαια,  ωστΐ  τίποτε  8ΐν  αρΐ- 
σκίΐ  ίίί  αυτούς,  πάρα  ο,τι  (ίναι  νίον  €φάνη  (ΰλογον,  οχι  τόσον 
να  προσπαθησωμΐν  πως  να  άρίσωμίν  και  να  (ύχαριστησωμεν 
άμφότΐρα  τα  μΐρη,  όσον,  πώί  να  άρίσωμΐν  ίίί  τον  θίόν,  κα\  να 
ώφ(λησωμ€ν  άμφότΐρα  τα  μ(ρη.  Αλλά  δίά  να  μη  σκαν8αΧισθη 
κανείς,  τον  όποΊον  ίμπορεϊ  να  πΐΐθτ)  ό  όρθίις  Χόγος,  δίδονται  εν- 
ταύθα τίνες  \ό•γοι,  δίά  τΊ  εκ  των  συνειθισμενων  Ύε\ετων  αλλαι 
μεν  άφηρίθησαν,  αλλαι  δί  εφνλάχθησαν  κα\  διετηρηθησαν. 

Άφηρέθησαν  τίνες,  διότι  η  με-γάλη  αυτών  υπερβολή  κα\  το 
πλήθος  τόσον  υπερηνξηνθησαν  εις  τάς  τελευταίας  ταύτας  ημέ- 
ρας, ώστε  το  βάρος  αυτών  ητον  άφόρητον  δια  το  όποΊον  επαρα- 
πονειτο  κα\  ό  Αγιος  Αυγουστίνος  εις  τον  καιρόν  του,  οτι  είχαν 
φθάσει  εις  τόσον  μεγαν  αριθμόν,  ώστε  κατά  τοΰτο  οΊ  Χριστιανοί 
εΰρίσκοντο  εις  χεφοτεραν  κατάστασιν,  παρά  οΊ  Ιουδαίοι.  Και 
εσυμβούλενε  νά  σηκωθΐ)  ό  τοιούτος  ζυγός  καΐ  το  φορτίον,  καθώς 
ήθελε  συγχωρήσει  ό  καιρός  με  ησυχίαν  νά  εκτελεσθβ  τοΰτο. 
Αλλά  τι  ήθελεν  εΙπεΐ  ό  Αγιος  Αυγουστίνος,  εάν  έβλεπε  τάς 
Τίλίτάί  τάς  συνειθιζομενας  μεταξύ  ημών  ίίί  τάί  τελευταίας 
ταύτας  ημέρας,  προς  τας  όποιας  αί  τότε  συνειθιζόμεναι  δεν 
έχουν  καμμίαν  σύγκρισιν  κατά  τον  αριθμόν;  Τοΰτο  το  ύπερ- 
βολικον  πλήθος  τών  Τελετών  μας  ητο  τόσον  μεγάλον,  καϊ  πολ- 
λαι  εξ  αυτών  τόσον  σκοτειναί,  ώστε  μάλλον  συνεχεαν  και 
εσκότιζαν,  πάρα  εφανεροναν  καϊ  επαράσταιναν  τάς  εις  ημάς  του 
Χριστού  ευεργεσίας.  Προς  τούτοις  δε,  το  Εύαγγελιον  τοΰ 
Χριστού  δεν  είναι  Νό/ΛΟί  Τελετών,  ως  ητον  κατά  πολύ  μέρος  ό 
Μωσαϊκός  'ί^όμος•  αλλ'  είναι  θρησκεία  διδάσκουσα  νά  λατρεύω- 
μεν  τον  θεον,  οχι  εν  δουλεία  τύπου  κα\  σκιάς,  αλλ'  εν  ελευ- 
θερία τού  ΤΙνεΰματος-  καΙ  αρκείται  εις  εκείνας  μόνον  τάς  Τίλίτάί, 
οσαι  συντείνουν  εις  εύταξίαν  καΐ  ευσεβή  πολιτείαν,  και  εϊναι 
επιτηδειαι  νά  διεγείρωσι  τον  βραδύν  νουν  τού  ανθρώπου  εΙς  εν- 
θύμησιν  τού  προς  θεύν  χρέους  του,  διά  τίνος  επίσημου  κα\  ιδιαι- 
τέρας σημασίας,  διά  της  όποιας  νά  οίκοδομηται.  Και  προς  τού- 
τοις, το  μεγαλητερον  αϊτιον  της  καταργήσεως  τινών  Τελετών 
εστάθη   τούτο-     Οτι  ανταΐ  είχαν  φθάσει  εΙς  τόσην  κατάχρησιν, 

χίϋ 


ΠΕΡΙ   ΤΩΝ   ΤΕΛΕΤΏΝ. 

μίρος  μεν  δια  τηί  τνψληί  δΐίσώαιμονίας  τά/ΐι  άγροίκων  και  άπαι- 
ΐ^υτων,  μίροί  δί  δίά  τηί  άπληστου  πλΐονεζίαί  των  ζητονντων 
το  Ιδιοι/  των  σνμφίρον  μάΧΚον  πάρα  την  Βόξαν  τον  θίοΰ,  ωστί 
πί  καταχρησίΐί  8€ν  ημποροΐσαν  πΧίον  να  άφαιρ(βώσι,  8ιαμ(νον- 
τοί  ετι  τοΰ  πράγματος, 

Πίρί  δ€  τά>ν  δσοι  ήθΐΧαν  'ίσως  σκαν^αΧισθη,  8ιότι  δίί- 
φυλάχθησαν  ίτι  τινίί  των  παλαιών  Ύΐλΐτών  ΐάν  ούτοι 
παρατηρησωσιν  (σκΐμμίνως,  οτι  ανΐν  τινών  Ύιλίτών  αΒννατον 
ειΐΌΐ  να  ^ιατηρηθτ]  Τά|ΐί,  τ;  ήσυχος  Ιίολιτΐία,  (Ις  την  Έκκλη- 
σιαν,  ^ίλουν  αίσθανθη  ίνκολως  οτι  δικαίω  τώ  λόγω  πρίπίΐ  να 
διορθώσωσι  την  κρίσιν  των.  Και  εαν  δνσχΐραίνωσι,  8ιότι  τινΐς 
τών  παΚαιών  (φυλάχθησαν,  και  ι'ίθΐλαν  μάλλον  ολαι  να  καινο- 
τομηθώσιν  τότί  ο'ι  τοίοϊτοι,  (ΤΤΐώη  όμολο-γονν  οτι  σνμφίρα  νίι 
νπαρχωσι  τινΐς  Τελίταί,  βέβαια,  (νώ  ΐΐναι  δυνατόν  να  μ(ταχ€ΐ- 
ρισθώμιν  καλώς  τάς  παλαιάς,  δεν  εμπορονν  νά  άποδοκιμάζωσιν 
αντάς  δικαίως,  μόνον  διότι  είναι  πάλαια).,  χωρ'ις  νά  δείξωσιν  οτι 
παραλογΐζονται.  Αιότι  εις  τοιαυτην  περ'ιστασιν  πρέπει  μάλιστα 
να  σεβωνται  αυτάς  δίά  την  αρχαιότητα  των  εάν  ΰίλωσι  ^α  δεί- 
ζωσιν  εαυτούς  οτι  αγαποΐν  μάλλον  την  ενότητα  και  την  όμό- 
νοιαν,  παρά  την  καινοτομίαν  κα\  τον  νεωτερισμον,  τά  όποια 
{όσον  εμπορεί  νά  γίνεται  με  την  άΧηθη  εξαγγελίαν  της  Χριστι- 
ανικής θρησκείας)  πρέπει  πάντοτε  νά  άποφεΰγωμεν.  "Έτι  δε, 
καμμίαν  δικαίαν  αΐτίαν  δεν  Άίλονν  εχειν  οι  τοιούτοι  νά  σκανδα- 
λίζωνται  δίά  τάί  φυλαττομενας  Ύελετάς.  Αιότι  καθώς  άφιψί- 
θησαν  εκε'ιναι,  οσαι  κατηντησαν  εις  μεγάλην  κατάχρησιν,  κα\ 
χωρΊς  λόγον  άπε βάρυναν  τάς  συνειδήσεις  τών  ανθρώπων  ούτω 
εφυλάχθησαν  καϊ  επίλοιποι  διά  Τίολιτείαν  τινά  κα\  Ύάξιν  της 
Εκκλησίας•  αιτινες,  δι  εύλογους  αιτίας,  εμπορονν  να  μεταβάλ- 
Χωνται  κα\  νά  άλλοιόνωνται,  κα\  επομένως  δεν  πρέπει  νά  λογί- 
ζωνται  Ίσαι  με  τον  Νό/χοι/  τοΰ  θεοΰ.  Και  προς  τούτοις,  α'ι  Ύε- 
λεταΐ  αύται  δεν  είναι  οντε  σκοτεινά),  οντε  κωφά),  αλλ  είναι 
ούτω  εκτεθειμέναι,  ώστε  πάς  τις  δύναται  νά  καταλαμβάνη  τι  εν- 
νοοΐν,  κα)  εις  τι  χρησιμεύουν  ώστε  δεν  είναι  πιθανόν  ότι  εις  το 
μέλλον  εμποροιν  νά  νποπεσωσιν  εις  κατάχρησιν,  ώς  συνέβη  εις 
τάς  αλλάς.  Κάμνοντες  δε  ταΰτα,  ημείς  δεν  κατακρινομεν  τά 
άλλα  έθνη,  οι  δε  έπιτάττομέν  τι,  ειμή  μόνον  εις  τον  'ιδίκόν  μας 
Χαόν.  Αιότι  κρινομεν  πρέπον  έκαστος  τόπος  νά  μεταχειρίζεται 
μεν  τοιαύτας  τινας  Τίλίτοί,    όποιας  ήθελαν  κρίνει   καταλΧηλοτε' - 

χϊν 


ΤΑΪΙ2    ΤΗΣ  αναγνώσεως    ΤΟΥ    «ΡΑΑΤΗΡΙΟΥ. 

μαα  (Ις  την  €κΒηΧωσιν  τ?)ί  τιμη£  και  τηί  Βόζης  τοϋ  θίοΟ,  και  (Ις 
τυ  ι/ά  φίρωσι  τον  \αον  «ίί  τιΧΐΐότίρον  όσον  δυνατόν  κα\  {υσ(βή 
βίον,  χωρΐ!  πΚάνην  η  8(ΐσώαιμον'ίαν•  να  άποβάλλωσι  δε  (Κΐΐνα, 
όσα,  προϊόντος  τον  χρόνου,  ηθ€\αν  αισθανθώ]  οτι  παρΐφθάρησαν, 
καθώς  συμβαίνΐΐ  συν€χώς  (Ις  τας  ανθρωπίνους  διατάξίΐς,  κατ 
άλλο>>  και  άΧλον  τρόπον  ίίί  διαφόρους  τόπους. 


ΤΑΠΣ  ΤΗΣ  Αναγνώσεως  του  ^αατηριου. 

Το  Ψαλτηριον  Βίλίΐ  άναγινώσκίσθαι  υΚον  άπαξ  τοϋ  μηνός, 
κατά  την  (Κ(7  Βίωρισμ€νην  ταξιν,  και  ας  η]ν  Ώρωϊνην  κα\  ας  την 
'Έσπΐρινην  ΑκοΧουθιαν,  Αλλα  τον  Φιβρουάριον  θέλει  άνα-^ίνώ- 
σκΐσθαι  μόνον  μίχρι  της  28,    η  29,  τοΰ  μηνός. 

Και  ε'πειδί)  ό  Ιανουάριος,  Μάρτιος,  Μάιος,  Ιούλιος,  Αύγουστος, 
'Οκτώβριος,  και  Α(Κ€μβριος,  ίχουν  (καστος  ημέρας  τριανταμίαν, 
διετάχθη  να  άναγνωσθώσι  κατά  την  τιΧΐνταιαν  ημΐραν  των  αρη- 
μίνων  μηνών  ο'ι  αύτοΊ  λ^αΧμοΙ,  οίτινις  άνιγνώσθησαν  και  την 
προΧαβονσαν  ωστ€  το  '^'αΧτηριον  να  άρχίζΐ]  πάΧιν  την  πρώ- 
την  τοϋ  (ρχομίνου  μηνός. 

Και  (πΐΐδη  ό  ριΒ  .  '^αΧμυς  διαιρείται  ευ  (ΐκοσιδυο  τμήματα, 
και  (ίναι  παρά  ποΧϋ  εκτίταμίνος  ώστε  να  άναγνωσθη  ολοί  δια 
μιας,  δια  τοϋτο  διετάχθη  να  μην  άναγινώσκωνται,  εις  τον  αίιτϋν 
καιρόν,  παρά  τέσσαρα  η  πέντε  άπο  τα  ειρημενα  τμήματα. 

Και  εις  το  τέΧος  εκάστου  ψαΧμοϋ.  και  εκάστου  τμήματος 
τοϋ  ριΒ' .  ψαΧμοϋ,  πρέπει  νά  επαναλαμβάνεται  ούτος  6  "Υ/^ι^οϊ  ■ 

Αόξα  €ΐς  τον  Ώατβρα,  καΐ  €ΐ<;  τον  Ύΐον,  καΐ  βίς 
το  ΥΙνβνμα  το  Άγ/.οΐ'• 

Καθώς  ητον  €69  την  άργ^ην,  βϊναί  και  τώρα,  καϊ 
■^ελβί  ίΐσθαι  ττάντοτβ,  6ΐ9  αιώνας  αιώνων.      Αμήν. 


ΤΑΞΙΣ   ΤΗΣ   !.\ΝΑ γνώσεως   ΤΩΝ   ΑΟΙΠΩΝ 
'ΑΓΙΩΝ    ΓΡΑΦΩΝ. 

Η  ΠΑΑΑΙΑ  Αιαθηκη  διετάχθη  δια  τα   πρώτα  'λνα-γνώσματα 
της  Ώρωΐΐ'ης  καϊ  Εσπερινής  ακολουθίας-  ώστε  το  πλείστον  μέρος 


ΤΑΗΙΣ   ΤΗΣ   αναγνώσεως  ΤΩΝ   ΑΓΙΩΝ   ΓΡΑΦΩΝ. 

αυτηί  ΒΐΧΐί  άναγίνωσκΐσθαι  άπαξ  τον  (νιαντον,    καθώς  8ι.ατάτ- 
ηταί  εΐί  το  Κα\αν8άριον. 

Η  Νία  Αιαθηκη  8ΐ€τάχθη  8ία  τα  δ€ντ(ρα  Αναγνώσματα  της 
Τίρωϊνης  καΐ  Έσπΐρινηί  ΤΙροσ€νχηί,  καΙ,  πΐρίπΧίον  των  Ιδιαι- 
τέρως 8ιωρισμ€νων  Επιστολών  καΐ  Ευαγγ€\ίων,  ΒίΧίΐ  άναγι- 
νωσκΐσθαι  οΚη  κατά  τάξιν  τρ\ς  τον  ΐνιαντον  •  τιΧην  της  Άποκα- 
Χν^ΐως,  εκ  της  όποιας  μόνον  μΐρικα  Αναγνώσματα  8ΐίταχθησαν 
€Ϊς  Βιαφόρονς  Έορτάς. 

Δια  να  (ξίνρης  δε  ποία  Αναγνώσματα  ΆίΧονν  άναγινώσκΐσθαι 
κα&  ΐκάστην,  ζητΐΐ  την  ήμιραν  τοΐι  μηνός  εΙς  το  άκόΧονθον  Κα- 
Χαν^άριον  καΐ  εκεΐ  θελεΐί  ευρίσκει  τα  ΚεψάΧαια  τα  Βιωρισμίνα 
να  άναγινώσκωνται,  κα\  είί  την  ΤΙρω'ίνήν  κα\  εΐί  την  'Έσπερινην 
Ί1ροσ€ν)(ην  •  ΐκτος  μόνον  των  κινητών  Εορτών,  αιτινΐς  8ίν  ίίναι 
είί  το  ΚαΧαν^άριον,  και  των  ακινήτων,  οπού  ό  τόπος  αφέθη  κενός 
είί  την  στήΧην  τών  Αναγνωσμάτων  •  τών  οποίων  ημΐρών  οΧων  τα 
ιδιαίτερα  ^Αναγνώσματα  ΒίΧονν  ΐΰρισκΐσθαι  εϊί  τυν  ΐΐίνακα  τών 
ιδιαιτέρων  Αναγνωσμάτων. 

Έιημίίωσΐ  δε  οτι,  οσάκις  Βιαταττωνται  ιδιαίτεροι  Ψαλμοί  η 
Αναγνώσματα,  τότε  οΐ  '^αΧμοΙ  καΐ  τα  Αναγνώσματα  τα  διωρι- 
σμενα  κατά  την  σννηθη  τάξιν  εΐί  το  ΨαΧτηριον  και  Καλαι^δόριοι/ 
(άί/  δεν  ηναι  τα  αντα)  ΒέΧονν  παραλΐίπίσθαι. 

Σημΐίωσί  προς  τούτοις,  οτι  η  Σνναπτή,  ή  Έττιστολι),  και  το 
Εύαγγελιοι/  της  Κυριακής  ΒέΧουν  άναγινώσκίσθαι  και  (ϊς  οΧον 
το  επίλοιποι/  τής  ΈβΒομά8ος,  αν  δει/  ηναι  Λ'λλωί  8ιατ€ταγμίνα 
είί  την  ΒΐβΧον  ταίτην. 


XVI 


ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ     ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ 

ΤΩΝ    ΚΥΡΙΑΚΩΝ    ΚΑΙ   ΤΩΝ    ΑΛΛΩΝ    ΈΟΡΤΩΝ 

Καθ'  'όλον  τοΈτος  άναγνωστία,  εις  την  Έωθινήν  και  Έσιηρινήν 
Ιΐροσενχήν. 


ΤΑ  ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  ΤΩΝ  ΚΥΡΙΑΚΩΝ. 


Κνριακαι  της  Τίαρονσίας. 

α.... 

β-.... 

Κνριακαι  μετά  τα  Χρίστου•/ εννα. 
α' 

β' 
Κνριακαι    μετά    τά   Έττιφάνια. 


Κνριακή  Εβδομηκοστή 

Έζηκοστη  .  .  . . 

Ώεντηκοστή  . . 


'Έωθινά. 


Ησαΐας 


Τένεσις 


Τεσσαρακοστή. 


Κνριακή  α'. 

-β'- 
-  Χ- 


(μέχρι  στίχ.  20 


— •  ....    ίθ' 

(μίχρι  στίχ.  30 

λθ 
Ύ 


Έζοίος . , 


Α'.  Ανάγνωσμα- 


Β'.  Άνάγρωσμα'ΜατΆαΐος 
Κυριακή  τ.ον  Πάσχα.  ! 

Α'.  Άνά•/νωσμα'Έ•ίοζος. . 

Β'.  'λνάγνωσμα'^Ρωμ 

Κνριακαι  μετά  τύ  Πάσχα 

Άοιθμο 
β' 


κγ  .  κο 

Αευτερονόμ.      ϋ 

<Γ 

V 


"Εσπερινά. 


Ησαΐας 


Γί^ίσις 


ΈζοΙος . 


β' 
κί' 
κς-' 
λβ' 

Χη' 

μγ' 

μτ' 
νγ' 
ντ' 
νη' 

ξδ' 

??' 

^; 

"Γ 

ιβ' 


Φ' 

μβ' 


'Έβρ.  ε'.  μέχρι  1\ 

Έζοΰος ....     ίδ' 
Πράξ.β'.στίχ.22 


Αριθμοί 


κβ 


Αίντερονόμ.      έ 

: ζ 


XVII 


ΤΑ  ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ  "ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  ΤΩΝ  ΚΥΡΙΑΚΩΝ. 


Κυριοκ?;  μετά  την  'Χνά'\η•φιν  . 
Κυριακή  της  ΐΐίρτηκηστης 

Α'    Αί'άγνωσμα 


Έωθινά. 


'Έσττερινά. 


Λίντίοονόμ.     ιβ'ΆίυτίροΐΊ'μ.     ιγ' 

-ΐ'ΐ' .  μ'^χρι  18  Ήσαιας . .  . .    ια' 

ώ' 

•21 


Β'.  Ανάγνωσμα  Πράξ  ι    στίχ.Ζ4  Πράξ 


[μίχιη 


Κυριακή  της  Τριάίος. 

Α'.  Άνά-γνωσμαΤίνεσις  ....      α'  Γίνεσις  .  .  .  . 

Β'   ΆνάγνωσμαΜατΘαΤος  .  .      }' 1  'ϊωάννον 
Κνριακηι   μετά   την   Τριάδα. 


ιη 


Ιησονς'ϋαν.).    ι" Ιησούς^ αν). 
ΚριταΙ  ....      ί'  Κριται    .... 
1  Σαμουήλ        β'  1  ΣαμουηΧ 

,,3' 


η 


2  Σαμουήλ      ιβ'  2  ΣαμοηΑ      ι3•' 


1  Βασιλειών     ιγ' \  Βασιλειών 
ιη' 


2  Βασίλειώί'       ί'  2  Βασιλειών 


ιθ' 


Ιερεμίας 
Ιεζεκιήλ 


ε    Ιερεμίας 


β' ^Ιεζεκιήλ   . . 

ι5'\ . . . . 


ιθ' 
κβ' 

'••/ 

κγ' 
κβ' 
λ^' 

ιη 

κδ' 


Αανιήλ . .  . 
Ιωήλ  . . . 
Άββακούμ 
ΐίαροιμίαι 


γ  Αανιήλ  .... 
β  ΜιχαΙας  . . 
β'  ΤΙαροιμίαι. . 

β: •• 


ΤΑ   ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ   ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ    ΤΩΝ    ΈΟΡΤΩΝ. 


Τον  Αγίου  'λνζρ'ον , 

Τον  "Αγ.  Θωμά  τοϋ  Άττοστόλου 
Τα  Γενέθλια  τον  Χρίστου. 

Α'.  Ανάγνωσμα 


Έωθινά. 


Παροιμίαι. .       κ 


Ήσαίηςθ'.  )«έχ.  8 


Β'.  Ανάγνωσμα  Αουκάζβ'.μεχ.15 
Το{)  Άγιου  Στεφάνου. 

Α'.  "Ανάγνωσμα  Παροιμίαι. .    κη' 
Β' .  Ανάγνωσμα  ΪΙράΚ.   τ'.  8.    και 


Εσπερινά 


Παροιμίαι  . .    κα' 


"Ησα'ί.ζ'  ση'χ'.  10 

(μέχρι  17 

Τί'τ.  γ'.  4  μέχρι  9 

'ΈιΚκλησιασ.      δ' 

Πράξ ζ'.  30 

{μ'χρι  55 


χνπι 


ΤΑ    ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  ΤΩΝ  "ΕΟΡΤΩΝ. 


τον -Αγίου  Ιωάννου.      ^  [ Έωθ'νά.^         ^Εσπερα-ά^ 

Α'.  ΆνάγνωσμαΈκκλησιασ.  ί' 'ΈκκΧησιασ.  τ' 
Β'.  Ανάγνωσμα  Άποκάλνφις     α  ΆττοκάΧνφις  κβ' 

Ύήν  ήμίραν  της  Βρίψοκτονίας  .  Ιίριμ  λα  μίχ  18  Σοψ.  ΣοΧομ      α 

της  ϊ\εριτοαής.         \ 

Α'.  Ανάγνωσμα  Γίνεσις  ....  ιζ'  Αίντερυν  ι'.  ΐ!.' 
Β'.  Άΐ'ήγΐ'ωσ^α  'Ρωμ β'  Κολοσσ  ....     β' 

Γώί'  ΈτΓίφανίων. 

Α'.  Ανάγνωσμα  Άσαιας  ....  ξ'  Ησαΐας  ....  ^θ' 
Β'.  Άνάγνοισμα  Λουκ.  γ'.  μίχ.  23  Ίωάν.  β'.  μίχ- 12 

Επιστροφή  τον  Αγίον  Ώαί'λον. 

Α'.  ΆνάγνωσμαΣοφ.  ΣοΧομ.  ε  Σοφ.  ΣοΧομ  τ' 
Β'.  Άνάγνωσμα^νΐράξ κβ'  Πράξ κ^' 

Ι  (μ^χρι•  22 

Υπαπαντή   'Σοφ.  ΣοΧομ.     θ' Σο0   Σολο/χ.    ιβ' 

Τον  Αγίον  Ματθία ιθ'  Σοφ  Σειράχ.     α' 

Τον  ΕϋαγγεΧισμοϊι ίΣοφ.  Σειράχ    β' γ' 

Ύε-ύρτη  προ  του  Πάσχα. 

Α'.  Ανάγνωσμα'Ωσ  ιμ ιγ'  'Ω:7ηε. .  . 

Β'.  Ανάγνωσμα  Ιωάννης  ια'.  45 
ΪΙεμπτη  προ  τον  Πάσχα  ]  Ι 

Α'.  Ανάγνωσμα  ■^ανιήΧ  ....     Β  , Ιερεμίας 

Β'.  Ανάγνωσμα  Ιωάννης   . .    ιγ' 
ΜεγάΧη  ΤΙαρασκευή. 

Α'.  Ανάγνωσμα 

Β'.  Ανάγνωσμα  Ίωάινης    . .    ιη'  Ι  Πέτρου 
Παραμονή  τοϊι  Γ'άσχα. 

Α'.  Ανάγνωσμα'ίαχαρίας  ..     θ  "Εξοίος 

Β  .  Ανάγνωσμα 
Λευτ'ρα  του  Πάσχα. 

Α'.  Ανάγνωσμα 

Β'.  Ανάγνωσμα 
Τρίτη  τοϋ  Πάσχα. 

Α'.  Ανάγνωσμα 

Β'.  Ανάγνωσμα 

Τον  Αγίου  Μάρκου 

Τών'.4γ.  ΦιλίτΓΤΓου  και  Ιακώβου 

Α'.  Ανάγνωσμα 

Β'.  Ανάγνωσμα  Ιωάννης    α'.  43 
Τ^ς  Άναλήψίως. 

Α'.  Ανάγνωσμα  Αευτερονόμ.       ι  2  ΒασίΧειών     β' 

Β'.  Ανάγνωσμα  Αουκάς. .  κδ'.  44  Έφεσ.  δ'.  μέχ.  17 
^ίντέρα  της  Πεντηκοστής 

Α'.  Ανάγνωσμα 


<£- 


Χα 


Β  .  Ανάγνωσμα 
Τρίτη  της  Πεντηκοστής. 

Α'.  Ανάγνωσμα 
Β'.  Ανάγνωσμα 


Γένεσις  κβ'.  μ.  20  Ήσαίας ....  νγ 


Αουκάς. .  κγ'.  50ΓΕ/3ρ ί' 

"Εξοίος  ....    ιτ'ί'Εξοίος ....  ιζ' 

Ματθαίος  . .  κη'  Πρά'ί, γ' 

Ι 

'Εξοίος•  ....     κ'  "Έ,ζ,οΰος ....  λ/3' 

Αονκ.  κδ' .  μίχ.ν^Λ  Κορινθ.  ιε' 

Σοφ.Σειράχ.     δ  Σοφ.  Σειράχ.  ε' 


θ' 


Γενεσις  ....    ια' 
(βίχρι  10 


Αριθμοί.  .  ια'.  10 
(μέχρι  30 


^  Κορινθ...    (/3]]Κορ.  ιδ./χίχ.  20 

ΙΣσμονήΧιΆ'.1?>'Αευτερονόμ       Χ' 

1  Θεσσ...     ε'.  \2ιΙ  'Ιωάνινυ. .     ο 

(μέχρι  24[  {μ.}:ρι  14 

.χϊχ 


ΤΑ  ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  ΤΩΝ  "ΕΟΡΤΩΝ. 


Τοϋ  "Αγ/ου  Βεφνάβα. 

Α'.  Ανάγνωσμα 
Β'.  Ανάγνωσμα 

Τοϋ  Αγ.  'Ιωάν.  του  Βαπτιστον. 
Α'.  Ανάγνωσμα 
Β'.  Ανάγνωσμα 

Τοϋ  Αγίοιι  ΙΙίτρου. 

Α'.  Ανάγνωσμα 
Β'.  Ανάγνωσμα 

Τον  Αγίου  Ιακώβου     

Τοϋ  Αγίου  Βαρθολομαίου    

Τοϋ  Αγιου  Ματθαίου 

Τοϋ  Αγίου  Μιχαήλ. 

Α'.  Ανάγνωσμα 
Β'.  Ανάγνωσμα 


Τοϋ  Αγίου  Αουκίϊ 

Ύών  Αγίων  Σίμωνος  και  Ίοΰ^α. 
Ύών  Αγίων  ΪΙάντων. 

Α'.  Ανάγνωσμα 

Β'.  Ανάγνωσμα 


Έωθινά. 


Σο^.  Σίΐράχ. 
Πράζ 

Μαλαχίας . . 
Ματθαίος  . . 


Έοφ.  Έίΐράχ.     ί£ 

ΐΐράξ γ 

Σο^.  Σεφάχ.   κα 


\ί 


Τ'ίνίσις  ....  λ/3' 
Πράξ.  φ'.  μέχ.  20 

Σοψ.  Σεφάχ.  να! 
Ίώβ.     . .  κ5'.  κε' 

Σοφ.  Σολ.  . .     γ 

(μέχρι  10 

Έβρ.  ια'.  33,  και 

(ιβ'.  μέχρι  7 


Εσπερινά. 


Σοφ.  Σεφάχ.    ιβ' 
ΐΐράξ.  ιε'.  /ίίχ.36 

Μαλαχίας..      ί' 
Ματθ.ιδ.μίχ.13 

Σοφ.  Σειράχ.  ιΒ' 

Πράξ ί' 

Σοφ.  Σειράχ.  κβ' 

κθ^ 

λί^' 


Αανιήλ  ....  ί'.  5 

Ιούδας  στίχος  6 

(μέχρι  16 

Ίώβ    α' 

Ηβ' 

Σοφ.  Σολ.  . .      ε 

(μ^χρι  17 

Αττοκάλυφ.      ιθ' 

(μ^χρ•- 17 


ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ   ΨΑΛΜΟΙ   ΔΙΑ   ΤΙΝΑΣ  ΉΜΕΡΑΣ. 


Τώι^  Χριστουγέννων 
Καθαρά  Τετάρτη. .  . . 
Μίγάλ»;  ΤΙαρασκευη  . 


Έωθιΐ'ά 


Ψαλ|[χός 


Ψαλμός 


Ψαλμός 


Ύό  Πάσχα Ψαλμός 


Της  Αναλή-άιεως Ψαλμός 


Ίής  "Πεντηκοστής    Ιψαλμός 


'ΈστΓΕρινά. 


Ψαλμός 


λβ'\ 
λη'\- 


Ψαλμός 


κβ'^Ψαλμός 


νδ\ 
β'  Ψαλμός 

νζ\ 

ρια\ 

η  Ψαλμός 


μη'ίΨαλμός 
Κη'\ 


πθ' 

ρι 

ρλβ' 

ρβ- 

ρλ' 

ρμ-ί 

ξθ' 

ττη 

ριο' 

ριη' 
κδ' 

μζ' 

ρδ• 

ρμε' 

το    ΚΑΛΑΝΔΑΡ10Ν• 

ΜΕΤΑ   ΤΟΥ    ΠΙΝΑΚ02   ΤΩΝ   ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΩΝ. 


'ΙΑΝΟΤΛΡΙΟΣ,   ?χων   ημέρας  λα. 


1- 

2 

3 

4 

5 

6 

7 

8 

9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

18 

19 

20 

|21 

22 

1 23 

!24 

,25 

126 

:27 

:28 

^29 
130 
ί31 


ΐΐΐριτομη 


Ετιιφάνια 


Ι  ΕωΒινη  ΤΙροσίνχη. 


'Έσπΐρ.  Ιίροσΐυχη. 


Μαρτυριον  του  Βα- 
(σίλίοΰΓ  Καρόλου 


Α'.  Ανάγ.' 

Β'.  Ανάγ. 

Α'.  Ανάγ. 

Γί'ϊ/ίσ.  α' 

Ματθ.   α' 

Τίνΐσ:  β' 

Ύ 

β! 

δ' 

€ 

Ί 

Γ 

Γ 

δ' 

η 

Β' 

ί 

Φ' 

*?' 

^' 

ίδ' 

1€ 

ζ' 

ίΓ 

< 

V 

ΐη' 

ώ' 

$' 

Κ 

κα 

ι 

κβ 

κγ' 

ια 

κ8' 

κε 

^β 

κς- 

-ζ' 

*7 

κη 

κΒ' 

ίδ' 

λ' 

λα' 

1€' 

\β 

λγ' 

ΐζ-' 

λδ' 

λβ' 

^ζ' 

Μ' 

\η 

ιη 

λ^' 

μ- 

ι$' 

μα 

μβ 

κ 

μγ' 

μ^ 

κα 

μ€ 

μς- 

Φ 

μζ' 

μη 

κγ' 

μ^' 

ν 

κΒ' 

"Εξο8.  α 

"Είοδ.  β 

Κ€ 

7 

α 

κς-' 

ί' 

*Γ 

< 

Γ 

1 

κη 

5' 

Β'.  Ανάγ. 


Ρωμ. 


ΙΚορ. 


;  Σημείωσε  οτί  τό  "Ε^οόοί  *  ι    ιτρέττα  να  άνα'/ινώσκεΎαι  μόνον  μβχρι  τον  14στίχοι/, 


XXI 


ΦΕΒΡΟΤΑΡΙΟΣ,    ί'χων   ήμίραα   κη' . 


1 

2 
3 
4 
5 
6 
7 
8 
9 

10 
11 
12 
13 
]4 
15 
16 
17 

18 
19 
20 
21 
22 
23 
24 
25 
26 
27 
28 
29 


ΙΑ'.  Άνά-γ. 
"Εξοδ.  ι 
Υπαπαντή    τηί    ΤΙαρθίνον  — 


'Έωθινη  Τ1ροσ€νχη. 
Β'.  Άνάγ. 


Εσπβ/ί.  ΤΙροσενχή. 


ιδ' 

ιγ' 

ιη' 

κ 

κβ 
κδ' 

ΛευΊν.  ιη 

\ριθ. 


Μάρκ.   α 
Ύ 


Τοϋ    Άγιου    Ματθία 


κ8' 

λα 

λί' 

Δβι/τ.     α' 


Λουκ.    α' 
μ.ση';(.39 
α'.  39 

V 
δ' 


Ματθ.  ζ' 


Α'.  ^Ανάγ. 
Ε|οδ.  ια' 


κα' 
κγ' 
λβ 
λδ' 

Λ6ΐ;ϊτ.  ι5' 
κς-' 

Αριθ.  ιβ 
ώ' 

'Γ 
κα 
κγ' 


Β'.  Ανάγ. 

1  Κορ .  ιγ' 
ιδ' 


ίΓ 

2  Κο/3.  α' 

β' 


λ' 

λβ' 
λ 


Δβυτ. 


ιβ' 
ιγ' 


Γαλάτ.  α 

β' 
7 


Έφεσ.  α' 
β' 
7 


ιβ' 
ιδΊ'Ρω/1.  ιβ' 


*,*  Ό  Μϊ;ι/  ουτοΓ,  εΊ?  έκαστοι/  Βισεκτοι»  χρόι/οκ,  ?χ€ΐ  ήμ^ρι^ϊ  "^"^  • 


XXII 


ΜΑΡΤΙΟΣ,   ?χωί/  ήμίρας  λα'. 


Ιδ. 

2   ^• 
3!  ^ '. 

4  ζ 

5  Α. 

7  γ'. 

8  δ 

9  € 
10  Γ 

η'ζ 

12  Α'• 
13/3 

14  7 
ΙδΙ  δ 

16  β' 

17  .- 

18  ζ 

19  Α 

20  /3, 

21|7 

22'  δ: 

23  € 

24  ς-ί 
-^5  ζ\ 
26  Α' 
27/9^ 
28  7 
29,  δ 
30'  β 
3ι'λΙ 


\Έωθι.νηΐΙροσ€υχή.\Έσπ(ρ. Προσευχή 


Α'.  'Λι 


Δίυτ.   ί€ 

«Γ 

κα 
κδ' 
κγ' 
κη' 
λ' 
λβ' 
λδ' 


Β'.  Άλτίγ.  Α'.  Άνάγ 


Αονκ.  ιβ'\Αΐντ.  ΐΓ 

ιγ  ίη' 

κ 


Β'.  Άνάγ. 


λα 
λγ' 
κα'Ίί/σ.Ν.α' 

κ^' 

κγ 


Κριταί  ίβ 
δ' 


ΤοΟΕυαγγί.  τηχΤΙαρθ. Μαρίας 
^1 


'?οΙΘ    ά 

V 

1  Σαμ.  α' 

■;        V 


Ίωάνν.  α 

β! 


ζ 

Β' 

Κριταί  α' 

€ 

ζ' 

Β' 

ια 

*7 
(ε 


Έφίο-.  γ' 
Φίλιπ.  α' 

7 
δ' 
Κολοσ.  α 

7 

δ' 

1  θ€σ.  α 

7 


α' 


2θ6σ.  α' 

'^ 

7 

1  Τι/ϋ.  α' 

β'.  ν' 


Γ 

2  Τί^χ.  α' 

β' 


Τί'τ. 


ιβ','Ρου^    &        βΐ .  ύ' 
^\φιΚημων 
Έβρ 


«Γι  Σαμ.  β' 


β' 


***  ?'  "Ρ'^Μ"•  "'  ίΐταϊ'βα  ΤΓροστεβίκτίί  ίϊι  τίναί  ίιμίραί,  ίμΐΓ£ρ<6χομίΐ/αΓ  μ£ 
'  ιίν  τήί  21  τοΰ  Μαρτίου  και  Ύης  18  τΐ>ΰ  Απριλίου,  οεικί'ΰονί'  ταν  >ιμέραί\  €ίί  τ(γ 
'τοιοΓ  πιπτίΐ  ή  ΙΧαιισέΧηνοί  ίκίίνη,  ητιί  σνμβαίνίΐ  την  21  τοΰ  Μαρτίου,  η  €φ((ΐις 

Ι     ιΓ  ΐΚίίνουί  τουί  χρόιουΐ  των  ύποίων  ίίναι  ο»   Χρυσοί  ' Αριθμοί"    Κϋ<  τό'  Κυριακόκ 
Ι  Γράμμα  τό  όποΤον  άκολοι/ίίβΐ  άμίσωί  τοιαΓ'τηΐ'  τιμά   Πα1ΊΤ^λη^οκ  έίικι/ΰίι  τό  Πά- 
Ισχα  τοΰ  ίτους  βκίίνου.     "Ολοι/  τοΰτο  έίακολουβεϊ  μβχρι  τοΓ<  1899  ΣωτηριΌ"  ίτοι 
ι^ΐτάϋ:  τοΰτο  τό  ϊτοΓ,  ό  τόποί  τούτωκ  τ»•/ Χρυαώ»  ΆριΟμων  πρεπ*•  ι^ά  άΧΧαχθί;, 
ώρ  &^λ6ΐ  σα^ηι^σ^Π  ακολοΐ'^ω^.  ' 

χ.χίϋ 


ΑΠΡΙΛΙΟΣ,    ί'χων   ημίραί   λ'. 


Έωθιιηι  Ώροσΐνχη. 


Έσπίρ.  Ίΐροσΐυχη. 


13 

2 

10 

18 
7 

15 

4 

12 
1 


17 

6 


1 

2 
3 
4 
5 
6 
7 
8 
9 
10 
11 
12 
13 
14 
15 
16 
17 
18 
19 
20 
21 
22 
23 
24 
25 
26 
27 
28 
29 
30 


Α'.  Άνάγ. 


1  Σαμ. 


2Σαμ 


ζ' 

ιά 
ιγ' 

ώ' 
κα' 
κγ' 

λα 

.β 
δ' 


Β'.  Άνάγ, 


Α'.  Αι/άγ,  Β'.  Άνά-γ 


^Ιωάν,  ι5' 


Ώραξ.  α 

β' 

7 
δ' 


1  2αμ.  ς-'  'Έβρ.    γ 


Τον  Άγ.Άποσ.  καΪΈναγ.Μάρκ. 
κβ' 
κδ' 
1  Βασ.  β^ 
δ' 


κβ: 

κγ' 
κδ' 


κς- 


ίδ' 

ΙΓ 

ιη' 

κ 

κβί 

κδ' 


2  Σαμ.  α' 
V 

€ 

ζ' 
&' 

ια' 
ιγ' 


Φ' 


κγ^ 
1  Βασ.  α 

ζ' 


'7 
Ίάκωβ.α 

ύ' 


1  Πετ.  α' 
7 


2  Πε'τ.  α 

7 
1  Ιοίάι».  α 

7 


2,3Ίωάΐ'. 


XXIV 


λΙΑΙΟΣ,    (χων   ήμίρας  \α  . 


ΈωΒινη  Ώροσ(νχη. 


1 

2 

3 

4 

5 

6 

7 

8 

9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

18 

19 

20 

21 

22 

23 

1 24 

!25 

126 

27 

28 

29 

30 

31 


Ά'.  Ανάγ. 


Β'.  Ανάγ. 


Έσπΐρ,  ΙΙροσΐνχη. 


Α'.  Ανάγ. 


Ύών  Αγ•  Άποσ.  Φιλι'τττιον  και  Ιακώβου 
Ώράξ.  κη' 
Ματθ.    α' 

β' 


1  Βασ.  η 
ι 

ιδ' 
ΐί-' 

κ 

κβ 

2  Βασ.  β! 

γ' 

ν 

ι 

ίδ' 
ιγ' 


Έσδρ.  α 


.ΐΝί£/ΐί.  β' 


ΑτΓοκατασΓοσίί  ( 

(Καρόλου  'Ά' ΔΈ,σβηρ  α 

•,         V 


ιτ;" 
ι5' 


κβ' 
κγ' 
κ8' 


κς- 

«Γ 

κ»7 


1  Βασ.  $' 
ια 

Ιί' 

ώ' 
κα' 

2  Βασ.  α' 


5' 
ία 
ιγ'^ 

ι5' 
κα' 
κγ' 


'ΐούθα 
'Ρω/χ. 


Β'.  Ανάγ, 


'7 


Μιίρκ. 


Εσδρ. 


Νεε/ίί. 


ΙΚορ. 


17 
'Εσ(9;7Ρ  β' 


ίβ' 


ΙΟΤΝΙΟΣί    ΐχων   ημ^ρα!   λ.  . 


ΈωβίνηΙΙροσ^νχη. 


ΕστΓβρ.  Ιίροσίνχη. 


1 

2 

3 

4 

5 

6 

7 

8 

9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

18 

19 

20 

21 

22 

23 

24 

25 

26 

27 

28 

29 

30 


Ύοΰ  Αγ.Άπ.Βηρι/ά/3α 


Α'.  Άνάγ. 


Έσθηρ  € 
ζ' 

Ίωβ     /3' 
δ' 


»/3' 


κά 

χγ',  κζ' 
κ$' 
λα 


μα 

Ύοΰ  Αγ.  Ιωάννου  τον  Βατττισ. 
ΤΙαροι,  α 


ΎονΆγ.Άπ.  Τίίτρον 


Β'.  Άνά-^. 


Α'.  Άνάγ. 


Μάρκ.  β 

7 
δ' 


Αουκ,    α• 

β! 

V 
δ' 

ί' 

Γ 

Γ 


Έσθηρ  γ' 
'ΐώβ       α' 

€ 

Γ 

^' 

ια 
ιγ' 


Β'.  Αϊ'άγ, 


1  Κορ.ίε' 

ιγ' 

2  Κορ.  α 


ί^' 


ίΓ> "?' 


«δ',  κβ' 

Κ7?' 
λ' 

λδ' 

Χγ' 

μ 

μβ 


Τίαροι.  β 
δ' 


Γαλ. 


'Εφί 


XXVI 


^ 

Α 

β- 
7 


ΙΟΤΛΙΟΣ,    ίχων    ήμίρας    \α  . 


Ι  Εωθιντ]  ΐ1ροσ<'νχη• 


Α'.  Ανάγ.  Β'.  Ανάγ. 


1 
2 
3 

4 
5 
6 
7 
8 
9 
ίΟ 

ι 

2 
ί3 

14 

15 

ίβ 

ί7 

18 

[9 
20 
21 
22 
23 
241/8!  .     . 

25    7Τοί  Άγ 
26|δ:    .       . 

27 
28 
29 
30 
31 


Παρ. 


κα' 


ΈκκΚ. 


Λουκ.  ι•γ 
ώ' 

ιη 


.Ι'ίβρε/χ.  α' 
7 


ζ' 


Ιωαν. 


ΕστΓΐρ.  Ώροσίνχή.^ 


Α'.Άνάγ.  Β'.  Άνάγ 


Παρ.    ίβ 
ώ' 


κ 

κβί 


ΦιλιΤΓ.  α' 
/3' 

7 

δ' 

Κολοσ.  α' 


κτ^'  1  θίσ.  α' 
λα' 


Έκκλ.  β' 
δ' 


/3; 

7 
δ' 


2  θεσ.  α' 

β 

ύ' 

1  Τι/ιι.  α' 

β,γ' 
δ' 


/ 
ιγ 

ία 

κ 

^β 

υΰ  Αποσ. 

'7 

'Γ 

ίδ' 

ιΥ 

ίΐ 

χα 

ις-' 

κγ 

*Γ 

Κ€ 

ιη 

<ζ' 

ώ' 

0  2  Ύψ.  α' 


ίη'.Ύΐτ.       α' 

ΐ('\      β'.  γ 

φ'φίλήμωρ 
κ^'Εβρ.     α' 

(ίΓΐ  βί 

κη\  γ' 


Ο  2 


ΑΤΓΟΤΣΤΟΣ,    (χων   ήμίρας   λα  • 


ι 

7 

2 

δ 

3 

ε 

4 

«Γ 

5 

ζ 

6 

Α 

7 

β 

8 

7 

9 

^ 

10 

€ 

11 

ς^ 

1ΐ2 

ζ 

!13 

Α 

14 

β 

15 

Ί 

!16 

δ 

117 

€ 

18 

<Γ 

19 

ζ 

20 

Α 

21 

β 

22 

7 

23 

δ 

24 

6 

^25 

<Γ 

26 

ζ 

27 

Α 

28 

/3 

29 

7 

30 

δ 

31 

Η 

Έ.ω6ινη  ΤΙροσΐνχη. 


'  Ε  σπ€ρ .  Προσβυ;^)^ . 


Α'-Άράγ 


Ί.ρ. 


λα' 
λγ' 
λβ' 

λΓ 

μα 
μγ' 
μς-' 
μη 


νβ' 
θρήνοι  β! 

δ' 
Ίφ<.  β' 

γ' 
ιγ' 
ιη' 
λδ' 
Ααι/ίηΧ  β! 
δ' 
γ' 

1 


Τοί  Αγ.  ΑτΓ.  Βαρθολομαίου 


Ώσ.β',γ' 


'β' 


Β'.  Άνάγ. 


Ιωήν. 


Πράξ. 


κα 

κβί 
κγ' 
κ8' 

Κ(' 

κγ' 

κη' 


Α'.Άνάγ. 


Ματ5. 


Ίβρ.     λ' 

λδ' 

Χγ' 

^\ 

μβί 
μ8' 

μζ' 

μΒ' 

να 

θρήνοι  α 

6 

ζ' 
ώ' 

Δ,ανιηλ  α 

€ 
θ' 


Ωσ>;€    α' 
δ' 

Γ 

5' 


Β'.  Άνάγ. 


Έβρ.    δ' 

ε 

γ' 
ζ' 
V 


'7 
^Ιάκωβ.α' 

β'\ 

^\ 

δ'! 
(' 

1  Πετ.  α' 

β' 
7' 
δ' 
ί' 

2  Πετ.  α' 

β' 

V 

ι  Ιωαί'.  α' 


2,3Ίωάζ'. 
Ιούδα Γ 
'Ρωμ.     α 


χχνηι 


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ,  ίχων  Ι,μίραί  λ'. 

[ΈωθινηΙΙροσίυχη.ΥΕσπίρ.ΤΙροσίυχη. 


1 
2 
3 

4 

5 

6 

7 

8 

9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

1 

19 
20 
21 
22 

1 23 

1 24 
25 
26 
27 
28 

•-!':» 


Α'.  Άνάγ. 

■Ιωηλ    β' 
Άμωί     ά 


8βΙ 

Ί 

δ 


δ' 

γ' 

Ναού/4  α' 

V 
'\ββακ.β' 
Σοφοί/,  ά 

Άγγαί.  β 
Ζαχ.β'.γ 


Τον   λγ.   ΆτΓοσ.  Ματβαίου 


Μαλ. 


Β'.  Άΐ/άγ.  Α'.  'Αι/«γ.|Β'.  Ανάγ. 


■χ' 

δ' 


Ίωΐ7λ    α'ι'Ρω/Α.    /3' 

•χΊ         τ' 

Άμως    βί\  δ' 


»7 

Άβδιου. 
Ιων. β  ,  γ 
Μίχαί.  α' 

ν 

Γ 

Ναοΰ/χ  β' 
ιΑββακ.ά 

Ύ 

Σοφον.β 

Αγγαί.  α 

Ζαχαρ.  α 

δ',  6 

ζ 


\ιΤοΰ  'λγ.    ΜιχαηΧ 


ξΐ 


ΎωβΙτ  Ι^'Μάρκ.    α 

:         β' 

\  δ',  γ' 


'^Ιαλαχ.α 

7 
ΎωβΙτ   α' 

7 


ιγ 


1  Κορ.  α' 

[^ 

7 
δ' 


XXIX 


ΟΚΤίΙΒΡΙΟΣ,    €χων   ημίρας   λα  . 


1 

2 

3 

■  4 

5 

6 

7 

8 

9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 
16 
17 

18 
|19 

1 20 
21 

1 22 
123 

1 24 

1 25 
126 

27 
28 
29 
30 
31 


Έωθινη  Τίροσευχη. 


Εσπβρ.  Τίροσίνχη. 


Α'.  Άΐ'άγ.ΐΒ'.  Άνάγ. 


ΤοβΙτ    ζ' 
3' 


'7 
Ίουδί^  α 


ζ' 
ια 


Μάρκ.   8' 

€ 

γ' 

Γ 

5' 


Α'.  Άνάγ. 


Σ.  Σολ. α 
V 


Τον  Άγ.  ΆτΓ.  και  Ε  ν.  Αονκά 


"Σ.Ί,ΐΐρ.β 


Λοί'Κ. 

(/χβχρι  39 

α'.  39 


Τώι/'Αγ.  Άπ.  Έίμων.  /««Ι 'ΐουδ. 

.    .    .    .  ! 
;        'β' 


Τωβίτ-  ??' 


ΊονΒΙΘβ^ 

δ' 


Β'.  Άνάγ. 


Σ.Σολ./3' 


Σ.Σίΐρ.  α' 


ιγ 


ΙΚορ.ις-' 
2Κορ,  α' 

β; 

7 

δ' 

γ' 

ε- 
ν 
5' 


Γαλο 


*7 


Γ 

Έφεσ.  α' 

7 

δ'! 


Φίλιπ.  α'Ι 

7  Ι 
δ' 
Κολοσ.α' 

II 


XXX 


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ,    ^χων    ημίραί    λ'. 


1 
2 
3 

4 
5 
6 
'  7 
8 
9 

10 
11 
12 
13 
14 
15 
16 
17 
18 
19 
20 
21 
22 
23 

24 
25 
26 

27 
ί28 
29 
30 


ΈωθινηΙΙροσΐνχη.Έσιηρ.ΐΙροσΐυχη, 


δΤώι/  Άγ.  ΤΙάντων 
€ 

ς- 

Γ;    ;      .      -^     .      ._ 
Α  Λυτρωσίί  ίκ  της  των 
β\        [ΤΙατΓίσ.  σννωμ 

Ύ 

δ 


Α'.  Άνάγ 


ΑΙ 

β• 

Ί 
δ. 


Σ.  "2(1. ΐίτ 

ιη' 

κ 

κβ! 

<ζ' 

λη' 
λν 
λβ' 

λΓ 

μα 

μ^ 

ναι 
Βαρού.  β 
δ' 
γ' 

Β?7λ    και 

(^Αράκ. 

Ησαι'.  βί 


Β'.  Άνάγ. 


Αονκ,  ιη 
ι$' 
κ 
κά 

κβ! 

κ-γ 
κδ' 
\ωανν.  α 


Α'.  Άνάγ. 


Σ.  Σίΐ.  ιζ' 
ώ' 
κα' 

*  Κΐ' 
κη' 
+  λ' 
λβ' 
λδ' 
λΓ 

λ7' 


Β'.  Άνάγ, 


Κολοσ.β' 

Ί 

δ' 

1θ6σ.  α' 


2θ6σ.  α' 

/3' 


/ί'ιΐ  Ύιμ.  α' 

ΜβΊ  β',  7 

μ^\  δ' 

;|χγ' 


ν 
Βαρον.  α' 
ιβί  V 

ίγ' 

ιδΊ'Ιί•.  Σωσ. 
ΐί'ΓΗσαι.  α' 


2  Ύιμ.  α 


Ύίτ. 


ί5' 


'/3'! 


6|ΤοΟ  Άγ.  Άποσ.  Άνδ/ιβα  ■ 


!Πρά|. 


γ  'Φιλημων• 
ε'Εβρ.     α 

ια'  δ' 

ιγ'  ί' 


Σημε<ωσε,  ίίτι  το  Σοφι'α  Σείραχ,  *  κε'.  ττρβττει  νά  άι/αγινώσκ^ταί  μόνοι*  μ4χρι 
Ύοϋ  13  στίχου*  και  το  "Σοφ.  Σίίράχ,  +  λ',  μύΐΌΐ/  μβχρ<  του  18  στίχου*  ίίαϊ  το 
Σο^.  ΣέιρΐΊχ,  Ι  μϊ',  μ4χρι  τοΰ  20  στίχου  μόνον* 


XXXI 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ,   ΐχων  ήμίρας  λα. 


Εωθινη  Ώροσίνχη. 


Έσπβρ.  ΤΙροσίυχη. 


9 
10 
11 
12 
13 
14 
15 
16 
17 
18 
19 
20 
21 
22 
23 
24 
25 
26 
27 
28 
29 
30 
31 


Τοΰ  Άγ.  Άποσ.  Θωμά 


Α'.  Άνάγ, 


Β'.  Άνάγ, 


Α'.  Άνάγ. 


Β'.  Άνάγ. 


Ήσαί.ίδ' 
ιγ' 

"?' 
κα' 
κ/ 

«Γ 

λα 
Χγ 
λβ' 
λέ" 
λ^' 
μα 
μγ' 
μΐ' 

μζ' 

μί^' 

να' 
ργ' 


Ώράξ.  β 


^.μ^x.3ο 

ζ'.  30 

V 
Β' 


ίγ 


νζ' 
νΒ' 

Ύων  Χριστουγΐννων    

Τοΰ  Άγ.  ΤΙρωτομ.  Έτΐφάνου 
ΤοΰΆγ.ΆτΓοσ.  καιΕύαγ.  Ιωάν, 

6Ττ)ί  Βρίφοκτονίας        

? ξα 

ζ ^7 

Α ξ€ 


'ϊΐσαί.  ΐ€ 

^ζ' 
ώ' 
κβ 
κ^' 
κς-' 
κη 
λ' 
\β 
λδ' 
λί-' 

^ί 
Η-' 
μβ^ 
μ8' 
μς-' 
μη 


Φ' 
κγ' 


κη 


νβ 


Ίάκωβ.α 

β[ 
Ί 


1  Πίτ.  α' 

β' 
Ί 

δ' 

€ 

2  Πετ.  α' 

β' 

1  \ί£,αν.α 


2  Ιωάνν. 

3  Ίωάνν. 
'ΐον8α:. 


ΧΧΧ11 


ΠΙΝΑΚΕΣ  «αι  ΚΑΝΟΝΕΣ 

Των    ΚΙΝΗΤΩΝ    και    των   "ΑΚΙΝΗΤΩΝ   "ΕΟΡΤΩΝ,    μ(τα    των 

Ήμερων  νηστείας  καΐ  Ασιτίας  κα&  6λον  τό  διάστημα 

τοΰ  Ένιαντον, 


'ΟΔΗΓΙΑΙ  Γΐίϊ  να  γνωρίζτ^  τις  πότε  άρχιζουΐ'  αι  Κινηταί'Έορτα'ι. 

Τ^Ο  Πάσχα,  άττό  τό  οττοΊον  Ιζαρτώνται  'όΧαι  αϊ  λοιτταί,  είναι 
ιτάντοτε  ή  πρώτη  Κυμιακή  μετά  την  ΤΙανσεΚηνον,  ήτις  σνμ- 
βαίνιι  την  21  γο"  Μαμηου  ί;  Ιψε^ης'  και  ϊάν  η  Πανσέλ/)νος  Γί'χξ/ 
την  Κυριακην,  την  άκύΧηυ'^ον  Κνριακήν  είναι  τύ  Πάσχα. 

Ή  Κυριακή  της  ΪΙαρονσιας  είναι  ιτάντοτε  ή  πΚησιεστίρα  Κυ- 
ριακή  εις  την  Έορτήν  τοΰ  Άγιου  Ανάριου,  ϊ)  ττρ'ιν,  η  ύστερον. 

Ή  'ΐ,βδομηκοστή  "Ί  ΓΈΐ'νία  Ί 

Εξηκοστή  \  ,^  .     .  Ι  Όκτώ     Ι  Εβδομάδας  ιτρο 

_,    '  '   ,       >Κνοιακη  γινεται<  ,„       ,     >     "^   ^       ,  ^     ^ 

Τίεντηκοστιι       |  1    Ι^τα     (       τον  Πάσχα. 


Τ£σσαμακ•οσΓ/)^ 
Η  Κ.υριακή  των  Λιταΐ'ειων 
"Η  Ήμίρα  της  ΆναΧίιφεως 
Ή  Κυριακή  τής  Ώειτηκοστ^ις 
Ή  Κυριακή  τής  Τριάδος 


Ήίντί  (βδομάδας 
'Ι'εσσαυάκοντα  ήμερας 
ΈτΓτ-α  εβδομάδας 
Όκτώ  εβδομάδας 


{Ι 


ΠΙΝΑΞ    όλων    των    ΈΟΡΤΩΝ,    όσας    (ορτάζΐΐ    η    'Αγγλικ.Ί 
Εκκλησία  καθ"  όλον  τον  Ένιαντόν, 


"Ολα»  άί  ΚυριακαΙ  του  Ένιαντοϋ. 

Ύής  ΤΙεριτομής  τοΰ  Κυρίου  ημών 
Ίησοϊ'  Χρίστου. 

Των  Επιφανίων. 

Της'ΕίΓίστροφής τοϋ'Αγίου  Παύ- 
λου. 

ΎηςΎιτατΓαντής  (ή  τοϊ'  Καθα- 
ρισμού τής  ΤΙαρθίνου) . 

Ύοϋ  'Αγι'ου  Άττοστυλου  Ματθία. 

Τοΰ  Εΐ)αγγ£λίσ/ιοΰ  τής  αγίας 
Παρθένου  Μαρίας. 

Τοΰ  Άγιου  Άττοστυλου  και  Εϋαγ- 
γίλισΓοΓ)  Μάρκου. 

Των  Άγιων  Αποστόλων  Φίλίττ- 
ΤΓου  και  Ιακώβου. 

Ύής  Άναλί'/ψίως  τον  Κυρίου 
ημών  Ίησοϋ  ΧμίΤΓοΰ. 

Τοΰ  Αγίου  Βαρνάβα. 

Ύών  Γενεθλίο)ν  τοΰ  Άγιου  Ιω- 
άννου τον  ΒαπτητοΤι. 

Ύοϋ  Άγιου  ΆνοστόΧον  ΐίετρου. 

Τοΰ  Άγιου  Αποστόλου  Ιακώβου. 


Ύοϋ   Άγιου  Αποστόλου   Βαρθο- 
λομαίου. 
Ύοϋ  Άγιου  Αποστόλου  καΐ   Εΰ- 

αγγελιτΓοΰ  Ματθαίου. 
Τοΰ  Άγιου   ΜιχαΓ;λ  και  πάντων 

τών  ΆγγίΧων. 
Τοΰ  Άγιου  ΕναγγεΧιστον  Λουκά. 
Ύών  Άγιων  Αποστόλων  Σίμωνος 

καΐ   Ιούδα. 
Ύών  Άγιων  Πάι^των. 
Τοΰ  Άγιου  Αποστόλου  Άνδρίου. 
Ύοϋ  Άγιου  Αποστόλου  Θωμά. 
Ύών  Χι,ητουγίννων. 
Ύοϋ  Άγιου  Στεφάνου  τοϋ  ΤΙρωτο- 

μάρτυρος. 
Τοΰ  Άγιου  Αποστόλου  και  Εύαγ  • 

γελιστοΰ  'ίωάννου. 
Ύών  Άγιων  Ήηπίων. 
Ή    Αευτ'ίρα    και    ή    Ύρίτη    τοϋ 

Πάσχα. 
Ή     Λευτίρα    και    ή    Ύρίτη   τής 

Τΐίντηκυστής. 

χχχίϋ 


ΠΙΝΑΗ 

Ύων  ΤΙαραμονων,  "Νηστειών,  καί  των  Ήμΐρών  της  'λ.σιτίας,  οΚον 
τον  ίτονς. 


ΠΑΡΑΜΟΝΑΙ 


Των  \ριστονγεννο^ν. 
Ύής  Ύτταπαΐ'της. 
Ύοΐι  Εναγγΐλισμοϋ. 
Ύοϋ  Πήσγα. 
Ύής  ΆναΧη-φεως. 
Της  ΤΙΐΊ'Γηκοστής. 
Τον  Άγιου  Ματθία. 
Ύοϋ  Άγιου  Ιωάννου  τοϋ  Βατττι- 
στοϋ. 


Ύοϋ  Άγιου  ΤΙετρον. 

Ύοϋ  Άγιου  Ιακώβου. 

Ύοϋ  Άγιου  Βαρθολομαίου. 

Ύοϋ  Άγιου  Ματθαίου. 

Ύών  Αγίων  Έίμωνος  και  Ίονία. 

Ύοϋ  Άγιου  Άνορίυν. 

Ύοϋ  Άγιου  Θωμά. 

Ύων  Αγίων  ΐΐάντων. 


Σημείωσε  οτι  εάν  καμμία  άττύ  τάς  Έορτάς  ταύτας  τίιχιι  την  Δευ- 
τίραν,  τότε  ή  ΪΙαραμονή,  η  Ύίηιτήσιμος  ημίρα,  θίλει  είσθαι  το 
ττροΧαβον  Έάββατον,  και  οχι  την  Κυριακην. 


'ΗΜΕΡΑΙ   νηστείας,    η   'ΑΣΙΤΙΑΣ 

Α'.  Α'ι  Ύεσσαράκοντα  'Ή.μ';ραι  τί/ς  Ύεσσαρακοστης 

Β'.  Α'ι  Ήμίραι  των  Χειροτοηωι 
ΰηΧαδι)  η  Ύετάρτη,   ?)  ΐΐα- 


Ύήν  ΤΙρώτην  Κνριακήν  της  Ύεσ- 

σαρακοστης. 
Ύήν  'Εορ-ήΐ'  τϊΊς  Πεντηκοστής. 
Ύήν  ι5  .  Σεπτεμβρίου. 
Ύήΐ'  ιγ' .  Αεκεμβρίον. 
Α\  Ύρείς'ΐίμϊραι   των   Αιτανεν^ν'   οηΧα^η   ή  Αεντίρα,  Ύρίτη, 
καί  Ύετάρτη  πριν  της  Ώίμπτης  της  ΆναΧη-φεως  τον  Κυρίου. 

ΌΧαι  α'ι  ΤΙαρασκευαι  τοϋ  Ένιαυτοϋ,  εκτός  των  Κριστουγΐννων. 


ρασκενη,  καί  το  Σάββατον, 
μετά 


ΕΠΙΣΗΜΟΙ  τιν(ς    ΐΐμβραι,  θιά  τα?  όποιας  (^ιωρίσθησαν  18ιαί- 
τ€ραι  ΑκοΧονθίαι. 

Α'.  Ή  ΐΐίμπτη  Ήμίρα    τον  "Νοεμβρίου"   εις  Άνάμνησιν   τϊ]ς  των 
ΐίαπιττών  συνωμοσίας. 

Β'.  Ή  Ύριακοστή  τον  Ιανουαρίου"  εις  Άνάμνησιν  τοϋ  Μαρτυρίου 
τον  Βησίλίίιίς  Καρόλου  τοϋ  ΐΐρώτου. 

Γ'.  Ή  Ει'κοστ;)  ί-ννάτη  τοϋ  Μαίου '    εΙς  Άνάμνησιν  των  ΤενεθΧί- 
ων  καί  της  Επανόδου  τον  ΒασιΧίως  Καρόλου  γοΓ'  Αεντίρου. 

α'.  ή  Εικοστή  τοϋ  Ίου)'ΐο?ι•  εις  Άνάμνησιν  της  ί/μψας  καθ'  ην  ή 
Αυτής  ΜεγαΧειότης  -ηρχισε  την  ευτυχή  ΒασιΧείαν  της. 

χχχίν 


ΚΑΝΟΝΙΟΝ 

Δια  τα  ενρίσιη/  τις  τΰ  ΠΑΣΧΑ,  άπο  το  τταρον  ίτος  μίχρι  τοϋ  1899, 
κατά  το  προλαβόΐ'  Καλανοάριορ. 


Χρυσοί 
Αριθμοί. 


Ήμίραι  τον  Ι  Κνριακά 
Μ;;νός.       ΐΓράμματα 


ΧρνσοΊ    Έμέραι  τοϋ 
Αριθμοί.       Μηνός. 


Κνριακά 
Γράμματα- 


14 
3 


11 
19 


16 
5 


13 
2 


10 


18 

7 


^Ιηοη'οΐ'  21 
'■ 22 

23 

24 

25 

26 

2/ 

28 

29 

30 

31 


ΆττριΧίου  1  Ι 

2  Ι 

3  ' 

4 


12 
1 


17 
6 


Άττρίλιοί'  9 

10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

18 

19 

20 

21 

22 

23 

24 

25 


Τό  Κανόνιον  τοϋτο  περάχει  τόσον  μίρος  τον  Κ.α\αν5αρίον,  όσον 
ίίναι  άναγκαΐον  ίιά  τον  ττροσ^ιορισμον  τοϋ  ΤΙάσχα '  το  οττοΐον  ίιά 
νά  ('ί'ρ^ς,  ζήτησε  τον  Χρνσονν  "Αριθμόν  τοϋ  ίτονς  εις  την  ττηώτην 
στηΚην  τον  ττίνακος,  ό  όποΧος  άντικρνζει  με  την  ΤΙανσεΧη'.'ον  τοϋ 
Πάσχα•  εττειτα  ενρί  ε!ς  την  τρΊτην  στηΚην  τό  Κνριακόν  Τράμμα, 
τό  αμέσως  μετά  την  ήμίραν  της  ΐΙανσεΧήνον  και  ή  ήμερα  τον 
μηνός  ή  άντικρνζονσα  εκείνο  τό  Κνριακόν  Γράμμα,  είναι  ήμερα  τοϋ 
Πάσχα.  Έάν  £ε  ή  ΤΙανσεΚηνος  τνχ^  την  Κνριακήν,  τότε,  κατά  τόν 
προηγονμενον  Κανόνα,  την  άκόΧονθον  Κνριακήν  είναι  τό  Πάσχα. 

Δια  νά  ενρ^ς  τον  Χρνσοϋν  Αριθμόν,  ττρόσθες  μίαν  μονάδα  εις 
το  Έ,ωτήριον  έτος,  και  διαίρεσε  το  £ιά  τοϋ  19"  τότε  τό  νπόΧοιπον, 
έάν  νπάρχτ^,  είναι  ό  Χρνσονς  Αριθμός"  έάν  όμως  ίίεν  μενψ  ΰττόλοι- 
πον,  ό  Χρνσοϋς  Αριθμός  είναι  19. 

Δ(ά  νά  ε'ί'ρτ^ς  τό  Κνριακόν  Γράμμα,  κατά  τό  ΚαΧανδάριον, 
μέχρι  τοϋ  1899  ετονς,  πρόσθες  εΙς  τό  Σωτήριον  ίτος  τό  τέ- 
ταρτον αντον  {τταραΧείττων  κΧάσματα)  και  μίαν  μονάία, 
και  τόκεψάΧαιον  διαίρεσε  ίιά  τοϋ  7  '  τότε,έάν  (εν μείνη  νττό- 
ΧοιτΓον,  τό  Κνριακόν  Γράμμα  είναι  Α  *  έάν  όμως  μείντ^  αριθ- 
μός τις,  τότε  τό  γράμμα  τό  άντικρΰζον  εις  τοϋτον,  εις  τό 
παρόν  τοϋτο  μικρόν  ττινάκιον,  είναι  τό  Κνριακόν  Γράμμα. 

Δια  την  άκόλουθον  εκατονταετηρίδα,  δηΧαδή  άττό  τό  1800  μέχρι 
τον  1899,  -πρόσθες  εις  τό  τρέχον  έτος  μόνον  τό  τέταρτον  αντοϋ  •  και 
εττειτα,  οιαιρών  διάτοϋ  7,  έ'ζακοΧονθει  όις  εις  τόν  ττροΧαβόντα  κανόνα. 

Σημείωσε  Οτι,  εις  τους  Βισέκτονς  ή  ΈμβοΧίμονς  Ένιαντονς,  τό 
Γράμμα  τό  ώς  ανωτέρω  εΐφεθεν  ΆέΧει  εϊσθαι  τό  Καριακόν  Γράμμα, 
από  την  έμβόΧιμον  ήμέραν  μέχρι  τοϋ  τέΧονς  τοϋ  χρόνον. 

XXXV 


0 

Α 

1 

Ζ 

2 

Τ 

3 

Έ 

4 

Δ 

5 

Γ 

6 

Β 

Δια 

"ΕΤΕΡΟΝ   ΚΑΝΟΝΙΟΝ, 
νά  εύρίσκ^  τις  το  ΠΑΣΧΑ  μ'εχρι  του  1899  Έτους. 

Χρυσοί 
!  Αριθμοί. 

ΚΥΡΙΑΚΑ    ΓΡΑΜΜΑΤΑ. 

Α 

Β 

Γ 

Δ 

Ε 

Τ 

Ζ 

1 

2 
3 
4 
5 
6 
7 
8 
9 
10 
11 
12 
13 
14 
15 
16 
17 
18 
19 

Αττρ.  16 
Αττρ.    9 
Μαρ.  26 
Απρ.  16 
Απρ.    2 
Απρ.  23 
Απρ.    9 
Απρ.    2 
Απρ.  16 
Απρ.    9 
Μαρ.  26 
Απρ.  16 
Απρ.    2 
Μαρ.  26 
Απρ.  16 
Απρ.    2 
Απρ.  23 
Απρ.    9 
Απρ.    2 

17 

3 

?: 

3 

24 
10 

3 
17 

10 

27 

17 

3 

27 

10 

3 

24 

10 

Μαρ.  27 

18 

-  4 
28 

11 

4 

25 

11 

Μαρ.  28 

18 

11 

28 

18 

4 

28 

11 

4 

18 

11 

■  28 

—  19 

—  5 

—  29 

—  12 

—  5 

—  19 

—  12 

—  29 

—  19 

—  5 

—  29 

—  19 

—  5 

—  22 

—  12 

—  5 

—  19 

—  12 

—  29 

20 
6 

23 

13 

6 

20 

13 

30 

20 

0 
30 
13 

6 

23 

13 

Μαρ.  30 

20 
13 

30 

14 

7 

24 

14 

Μαρ.  31 

21 

14 

31 

21 

■     7 

-  31 
14 

7 

24 

14 

31 

21 

7 

31 

15 

8 

25 

15 

Απρ.    1 

22 

8 
Απρ.     1 
22 

8 

-  25 

15 

8 

25 

15 

Απρ.     1 
22 

: —  ^ 

Απρ.     1 

Ι 

Διά  να  κάμ-^ς  χρήσιν  τον  Κανονίου  τούτον,  ενρί  το  Κ,νριακόν 
Τράμμα  τον  ίτονς  ΐίς  την  νπεράνω  οριζόντων  κλίμακα,   και  τον 
Χρνσοϋν  Αριθμόν  εις  τ  β)ν  στηλην  των  ΧρυσώνΆριθμων'  και  αντικρύ 
τον  Χρνσον  Αριθμοί)  ίίς  την  αυτήν  -γραμμήν,  ύποκάτω  τοΰ  Κυριακού 
Γράμματος,  ευρίσκεις  την  Ήμΐραν  του  Μηνός  ε'ις  την  οποίαν  γίνεται 
το  Πάσχα  εκείνον  τον  χρόνον.     Έ,ημείωσε  όμως,  'ότι  το  "Ονομα  τον 
Μηνός  ευρίσκεται  άριστερόθεν  τοϋΆριθμοϋ•  και  οεν  ακολουθεί,  ώς  εις 
τα  λοιπά  Κανόνια,  καθίτως,  άλλ'  οριζοντίως. 

ΠΙΝΑΞ   ΤΩΝ    ΚΙΝΗΤΏΝ   ΈΟΡΤβΝ 
Δία  (τη  πίνηνταΒύο,  κατά  το  ττροαρημίνον  ΚάΧαν8άρίον. 


α  α 

3 

5  ί 

§•1 

15 

4 

7. 

16 

15 

ϊ 

17 

26 

ΕΛ 

1» 

Γ 

19 

Ι!•; 

11 

1 

0 

Α 

2 

II 

Ζ•; 

3 

2£ 

Ε 

^ 

Δ 

5 

Η 

Γ 

6 

2δ 

ΒΑ 

7 

ε 

Ζ 

8 

17 

ϊ 

9 

2^ 

Ε 

10 

!ί 

ΛΓ 

11 

21/ 

Β 

12 

Ι 

Α 

13 

Ιί 

7. 

14 
1.5 

23 

ΐΕ 
Δ 

Ιϋ 

15 

Γ 

17 

26 

.  Β 

18 

7 

ΛΖ 

,    Ιί> 

18 

ΐ 

ί      1 

υ 

Ε 

2 

11 

Α 

3 

2ϊ 

ΓΒ 

4 

3 

Α 

5 

Μ 

Ζ 

6 

25 

? 

7 

6 

ΕΔ 

8 

17 

Γ 

9 

28 

Β 

10 

θ 

Λ 

11 

20 

/λ 

12 

1 

Ε 

13 

12 

Δ 

14 

23 

Γ 

15 

4 

ΒΛ 

16 

13 

Ζ 

17 

26 

5 

18 

7 

Ε 

19 

18 

ΔΓ 

1 

0 

Κ 

2 

Μ 

Α 

3 

22 

Ζ 

4 

3 

ϊΕ 

5 

14 

Δ 

6 

25 

Γ 

7 

6 

Β 

8 

17 

ΛΖ 

9 

28 

ϊ 

XXXVII 


ΠΙΝΑ3   Τί2Ν    ΚΙΝΗΤΩΝ   ΈΟΡΤΩΝ, 

Κατά  τάς  διαφόρους  'ϋμψας  (ίς  της  όποιας  ίμπορέΐ  νά  τνχ^ 
το  ΠΑΣΧΑ. 


Σημείυισε  'ότι,  (Ίς  τον  ΒίσεκΓον  η  'Έ.μβ6\ιμον  'Ένιαντόν,  ϋ  Αριθμός 
των  μετά  τα  Έττιψάνια  Κυριακών  3ίλ£ΐ  ΐΐσθαι  ό  αυτός,  ώς  άν  ήθε- 
\εν  ε'ίσθαι  το  Πάσχα  μίαν  ήμέραν  αργότερα  άπό  το  βννφες.  Καϊ 
οιά  τον  αυτόν  λόγον,  εις  'ίκαστον  Βίσίκτοΐ'  'Ένιαυτόν  πρέττει  νά  προσ- 
Τίθι)  μία  ήμερα  εις  την  Έμέραν  τοϊ'  Μί/νός,  την  Οοθεΐσαν  άπό  το 
Κανόνων  ίιά  Εβδομηκοστών  Κυριακήν.  Καϊ  τό  αυτό  -π-ρεττει  νη  γί- 
νεται δια  την  ΤΙρώτην  Ήμέραν  της  Τεσσαρακοστής  {κοινώς  καλού- 
μενης Καθαρά  Ύετάρτη),  ίκτός  αν  τό  Κανόνων  δείχνι^  ήμεραν  τινά 
τοϋ  Μαρτίου  δι  αυτήν  διότι  ή  άπό  τό  Κανόνων  δοθείσα  είναι  ή 
καθ'  αυτό  Ήμερα. 

χχχνΐϋ 


ΚΑΝΟΝΙΟΝ 

ΔΐίΙ  ί'ά  ίχ'ρΊσκ•^  τις  τυ  ΠΑΣΧΑ  άπο   το  1900,  μϊχρι 
τον  2199  Έτους. 


ΧρνσοΊ 
Αριθμοί. 


Ήμίραι  τ6ΰ 
Μηνός. 


Κνριακά 
Τράμματα. 


Χρυσοί 
Αριθμοί- 


Ήμ&ραι  του 
Μΐ]ΐ'ός. 


Κνριακά 
Γράμματα, 


14 
3 


11 


19 
8 


16 


13 


10 


18 


Μαρτίου  22 

23 

24 

2δ 

20 

27 

28 

29 

30 

31 


ΆττριΧίου  1 

2 

3 

4 


15 

4 


12 


9 

17 

Ο 


ΆκριΧίον  8 

9 

— 10 

11 

12 

13 

14 

15 

16 

17 

18 

19 

20 

21 

22 

23 

24 

25 


Οι  Χρυσοί  Αριθμοί  ίΐς  το  άνωτίρω  Κάλανί^άριον  ΆίΧουν  ίιίζΐΐ  τάς 
'ΰμερας  της  Πανσελήνου  του  Πάσχα  μίχρι  του  1900  Σωτηρίου 
'Έτους '  ίίς  τον  οττοων  καιρόν,  ίιά  νά  σνμττίσωσιν  α'ι  ΈκκΧησιαστικαί 
ΙΙανσίΧηνοι  ώς  ϊγγιστα  ίίς  τας  αϋτάς  Ήμίρας  μϊ  τάς  καθ'  αυτό  ΥΙαν- 
σίΧηνους,  οΊ  Χρυσοί  Αριθμοί  ττρίττίΐ  νά  μίτακινώνται  εις  (Ίαφύρους 
ήμίρας  του  ΚαΧανίαρίου,  ώς  γίνεται  εις  το  άνωτίρω  Κανόνων"  το 
οποίον  περιέχει  τόσον  μ'ψος  του  ΚαΧανίαρίον,  όσον  είναι  άναγκαΐον 
νά  μεταχειρισθι^  τότε  πρίς  εϊρεσιι•  της  ΏανσεΧήνου  του  Πάσχα,  και 
της  Εορτής  του  Πάσχα,  άπό  τι)  1900  μέχρι  2199.  Πρέπει  νά  μετα- 
χειρισθώ τις  τοϋτο  το  Κανόνιον  καθ'  υΧα  καθώς  και  εκείνο,  τι)  προ- 
Τίταγμέΐ'ον  προς  εΐρεσιν  τοϋ  Πάσχα  μέχρι  τοϋ  1899. 


...--■-■         — -■  -  -'- — ■■ — -—^ 

ΓΕΝΙΚΑ   ΚΑΝΟΝΙΑ 

'ΐοϋ  ευρίσκειν  το  Κνριακόν  Γράμμα  και  τονς  Τόττους  των  Χρυσών 
Αριθμών  ε'ις  το  ΚαΧανϋάριον. 

ΚΑΝΟΝΙΟΝ  Α'.                                              ! 

6              5 

4 

3 

2 

1 

0 

Β 

Γ 

Δ 

Ε 

ς-           ζ 

Α         ί 

1600.        1700 

ι 

1800 

1900 
2000 

2100 

2200 

2300          „.„. 
2400          2ο00 

2600 

2700      ί 
2800 

2900 

3000 

3100 
3200 

3300 

3400 

3500 
3600 

3700 

3800 

1 

3900 
4000 

4100 

4200 

4300 
4400 

4500 

4600      Ι 

4700 
4800 

4900 

5000 

5100 
5200 

5300 

5400 

5500 
5600 

5700 

5800 

5900 
6000 

6100 

6200 

6300 
6400 

6500 

6600 

6700 
6800 

6900 

7000 

7100 
7200 

7300 

7400 

7500 
7600 

7700 

7800 

7900 
8000 

8100 

8200 

8300      Ι 
8400 

8500        κ.  λ. 

Δΐίϊ  ν 
ριον  Έτ 
κλάσματ 
την  κορι 
τά^ων  τ 
τοϋ  7'  κ 
Γράμμα 
ρισκόμεν 
Γράμμα 

ΐ  ε'ίψ7^ς  τ 
ος,    πρό( 
α),  και  τ 
φήν  της 
ου  ίοθέντ 
αϊ  ϊάν  δε 
ίην  οΐία 
ον  Γραμι 

ό  Κνριακϋν  Γράμμα  δι  οποιονδήποτε  δοθίν  Σωτη- 
τθες  εις  το  "Ετος  το  τέταρτον  τον  (παραβλεπων 
ον  Αριθμόν  όστις  εΙς  το  Κανόνων  Α'.  ειψ'ισκεται  ε'ις 
Στήλης,  εις  την  οποίαν  ό  αριθμός  τών  'Έκατον- 
ος  "Ετους  ευρίσκεται.   "Έπειτα  διαίρεσε  τό  'οΚον  δια 
ν  μείν^  κατάλοιπον,  τότε  τό  Α  είναι  τό  Κνριακόν 
)ς  μείνι^  Αριθμός  τις,  τότε  τό  νπό  τόν  αριθμόν  εύ- 
χα  εις  την  κορνφήν  τοΰ  ΤΙίνακος  είναι  τό  Κνριακόν 

χ1 


ΚΑΝΟΝΙΟΝ   Β'. 

1 

2 

3 

1 

2 

3 

1 

2 

3 

1 

2 

3 

Σωτήρων 

Σωτήρων 

Σωτήρων 

Σωτήρων 

'Έτος. 

'Έτος. 

Έτος. 

Έτος. 

Β 

1600 

0 

Β 

3600 

8 

Β 

5600 

17 

Β 

7600 

26 

Ι 

1700 

1 

3700 

9 

5700 

18 

7700 

26 

1800 

1 

3800 

10 

5800 

18 

7800 

27 

1900 

2 

3900 

10 

5900 

19 

7900 

28 

!  Β 

2000 

2 

Β 

4000 

10 

Β 

6000 

19 

Β 

8000 

27 

2100 

2 

4100 

11 

6100 

19 

8100 

28 

2200 

3 

4200 

12 

6200 

20 

8200 

29 

2300 

4 

4300 

12 

6300 

21 

8300 

29 

Β 

2400 

3 

Β 

4400 

12 

Β 

6400 

20 

Β 

8400 

29 

2500 

4 

4500 

13 

6500 

21 

8500 

0 

2600 

5 

4000 

13 

6600 

22 

/Γ.  λ. 

2700 

5 

4700 

14 

6700 

23 

Β 

2800        5 

Β 

4800 

14 

Β 

6800 

22 

2900 

6 

4900 

14 

6900 

23 

1 

3000 

6 

5000 

15 

7000 

24 

1 

3100 

7 

5100 

16 

7100 

24 

Β 

3200 

7 

Β 

5200 

15 

Β 

7200 

24 

3300 

7 

5300 

16 

7300 

25 

3400 

8 

5400 

17 

7400 

25 

3500 

9 

5500 

17 

7500 

26 

Δι«  νά  ε'ύρ•^ς  τον  Μήνα  καΐ  της'Ημίρας  του  Μηνός  εις  τάς  όττοί- 
ας  πρίττει  νά  ττροτεθωσιν  εις  το  }ίαλανΜριον  ο'ι  Χρυσοί  Αριθμοί  εις 
ονοιονόηποτε  ίηθεν  Σωτηριον  "Έ,τος  συνιστάμενον  άπο  όΧοκΧήρους 

εκατονταετηρίδας,  και  εις  όλους  τους  μετα'ζν  ταύτης  και  της  ακο- 
λούθου ίκατονταετηρίίος  χρόνους,  ζήτησε  εις  την  ΰευτψαν  Στι'ιλην 
τον   Κανονίου   Β'.   το  Οοθεν  "Έτος  συνιστάμενον  άπό   ολόκληρους 
εκατοντάδας,     και    σημείωσε   τον    άντικρύ'ζοντα    ηριθμυν    εις   την 
τρΊτην  Έ,τηλην.     "Εττειτα  εύρε   τον  αυτόν  αριθμόν    εις  το    Κανό- 
νων Γ'.  εΙς  την  Στηλην  την  ύττοκάτω   του  ΰοθεντος  Χρυσού  Αριθ- 

μού• και  άφον  ενρτ^ς  τούτον,  ίλθε   ττρός  τά  αριστερά,    και  εις  την 
ιτρωτην  Στήλην  ^ίλεις  εΙφεΊ  τόν  Μήνα  και   την  Ήμίραν  εΙς  την 
οποίαν  ττρίττει  νά  ττροτεθ^  ο  Χρυσούς  Αριθμός  εΙς  τό  Καλανίάριον, 

εις  εκείνην  την  περίοίον  μιας  ίκατονταετηρί£ος. 

Τύ  Β'.  τό  νροσ•/ραμμίνον  ε'ις  τινας  Έκατοντάοας  χρόνων  εις  τό 

Κανόνιον  Β'.  σημειύνει   τονς  χρόνους  εκείνους,  ο'ίτινες  εΙς  τύ  νέον 
Καλανεάριον  ττρίπει  νά  λο-γίΐωνται  δίσεκτοι  η  Εμβόλιμοι,  ίνψ  όλαι 

Ι  αι  άλλαι  ίκατοντάίες  πρεττ^  νά  λογίζωνται  κοιναί. 

ΚΑΝΟΝΙΟΝ  Γ'. 

Παΐ'σέ- 

-«^ 

ΟΙ  ΧΡΥΣΟΙ  ΑΡΙΘΜΟΙ. 

ληνος 

του 
Πάσχα. 

5  ^ 

1 

2 

3 

4 
ϊϊ 

5 

22 

6 

7 
Ϊ4 

8 
25 

9 
~6 

10 
Ϊ7 

11 

28 

12 

13 

Ι4Ί5 

16 

17 

18 

19 

Μαρ.21 

Γ 

8 

19 

0 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

Μαρ.22 

Δ 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

Μαρ.23 

Ε 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

Μα|υ.24 

<Γ 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

Μαρ.25 

Ζ 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

Μαρ.26 

Α 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

Μαρ.27 

Β 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

Μαρ.28 

Γ 

15 

26 

7 

18 

29 

10|21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

!Μαρ.29 

Δ 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

Μαρ.30 

Ε 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

Μαρ.31 

ς' 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

Ιί 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6; 

Ά.7Γρ.     1 

ζ 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

Άττρ.  2 

Α 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

Άπρ,   3 

Β 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

Π 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

Άττρ.  4 

Γ 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 
10 

20 
2Ϊ 

1 

~2 

12 
13 

23 
24 

4 
5 

15 
Ϊ6 

26 
27 

7 
~8 

18 
Ϊ9 

29 
0 

10 
11 

Άττρ.  5 

Δ 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

Άττρ.  6 

Ε 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

Άττρ.  7 

ς 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

Άττρ.  8 

ζ 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

Άττρ.  9 

Α 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 
18 

28 
29 

9 
10 

20 
2Ϊ 

1 
2 

12 
Ϊ3 

23 
24 

4 
~5 

15 
16 

Άττρ. 10 

Β 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

Άττρ.  11 

Γ 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

Άττρ.  12 

Δ 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

Ά7Γρ.13 

Ε 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

Άττρ.  14 

<τ 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 
9 

19 
20 

0 
1 

11 
Ϊ2 

22 
23 

3 

4 

14 
Ϊ5 

25 

26 

6 

7 

17 

18 

28 
29 

9 
ΪΟ 

20 
21 

Άττρ.  15 

ζ 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

!Α.πρ.16 

Α 

4 

15 

26 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

Άττρ.  17 

Β 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

14 

25 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

Άττρ.  17 

Β 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

Άττρ.  18 

Γ 

6 

17 

28 

9 

20 

1 

12 

23 

4 

15 

26 

14 

25 

Άττρ.  18 

Γ 

7 

18 

29 

10 

21 

2 

13 

24 

5 

16 

27 

8 

19 

0 

11 

22 

3 

Ή  ΤΑΚΙΣ  της  'Έωθινής  και  Εσπερινής  ΤΙροσευχής  εκάστ7]ς 
-ίΐμίρας  5ι'  'όΧου  τοϋ  ενιαυτον. 
Ή  'Έωθινι)  και  Εσπερινή  ΤΙροσευχή  ττρίπει  νά  γίνεται  εις  τον 
σννηθη  τόπον  της  Εκκλησίας,  ΤΙαρεκκΧησίυυ,  η  Ίερατείον  έκτος 
άΐ'  διορισθί^  άλλως  πως  άπο  την  ΈκκΧησιαστικήν  Αρχήν  του  τόπον. 
Και  τά  Ιερατεία  πρέπει  νά  (ιατηρώνται,  ώς  υπήρχαν  εις  τους  παρ- 
εΧθόντας  καιρούς. 

Και  ενταύθα  σημειωτέον,  οτι  τοιαύτα  Κοσμήματα  της  ΈκκΧησίας 
και  των  Αειτονργών  αυτής,  καθ'  όλους  τους  καιρούς  της  Αειτονρ•/ίας 
των,  θέλουν  διατηρείσθαι,  και  θίλουΐ'  είσθαι  εΙς  χρήσιν,  οποία  υπήρ- 
ξαν εις  ταντην  την  ΆγγΧικανήν  'ΈκκΧησίαν,  ίιά  της  επικυρώσεως 
τής  ΒονΧής,  εις  το  δεύτερον  έτος  της  Βασιλείας  τοϋ  Βασιλέως 
Εδουάρδου  "Έκτον. 

χΐϋ 


ΆΚΟΛΟϊΘΙΑ    ΈΩΘΙΝΗ 

ΚΑΘ'  ΈΚΑ2ΤΗΝ   'ΗΜΕΡΛΝ   ΤΟΥ  ΈΝΙΑΥΤΟΥϊ 


Εΐί  τηρ  (ψχην  της  Έωθινης  ΥΙροσΐνχης,  6  Αειτονργυς  άναγι- 
νώσκίί  μΐγαΚοφώναις  ΐν  η  "πλαότΐρα  ΐΚ  των  ακολουθών  ρητών 
της  Τραφης•  και  'ίττΐΐτα  λ(γ€ΐ  οσα  (ίναι  γΐγραμμΐνα  μετά  τά 
ρητά  ταντα. 

'^ΟΤΑΝ  6  άνομος  έττιστραφ^  αττο  την  άνομίαν  του 

την   οτΓοίαν   βττραξβ,    καΐ  ττράτττ}  το   νόμιμον 

καΐ  Βίκαων,  ^ελβί.  φυΧάξβί  ζωσαν  την  ψνχ^τ')ν  τον. 

Ιεζεκιήλ  ιη  .    27. 

Τα  ανομηματά  μου  εγώ  ηνωρίζω,  καΐ  ή  αμαρτία 
μου  βίναο  βνώττίον  μου  Βιατταντος.     Ψαλμ.  να  .  3. 

^Αττόστρεψβ  το  ττρόσωττόν  σου  άττο  τάς  αμαρτίας 
μου,  καΐ  ολα.9  τάς  ανομίας  μου  ίξαλαψβ.  Ψαλμ. 
να'.  9. 

θυσία  βίς  τον  Θεον  είναι,  πνεύμα  συντετριμμε- 
νον  καρΒίαν  συντετριμμένην  καΐ  τεταττεινωμενην 
συ,  Θεέ,  δέρ"  .θέλεις  καταφρονήσει.     Ψάλμ.  να'.  17. 

Δίασχ/σετε  τάς  καρΒίας  σας  καϊ  οχί  τα  Ιμάτίά 
σας,  καΐ  εττιστρε^^ετε  ττρος  Κύρων  τον  Θεόν  σας' 
Βίότί  είναι  εΧεημων  και  οίκτίρμων,  μακρόθνμυς 
και  τΓοΧυεΧεος,  και  μεταμε\ον μένος  Βια  το  κακόν. 
Ίωηλ  β'.  ΐ;5. 

Έ,Ις  Κύριον  τον  θεον  ημίιΐν  ανήκουν  οι  οΙκτιρμοΧ 

καϊ  αϊ  αφέσεις,   όιότι  άττεστατησαμεν  άττο  αντον, 

καϊ  Ζεν  υττηκούσαμεν  εις  την  φωνην  Κυρίου  του 

θεον   ημών,    να    ττεριττατώμεν    εις    τους     νόμους 

Β 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΩΘΙΝΗ. 

αυτόν,  τού<;  όττοΐους  ξθβσβν  βμ,ττροσθίν  μας.    Δαν.  Ά'. 
9,  10. 

Κύριε,  τταίΒζνσέ  μβ,  ττλην  μβ  κρίσιν  μη  εΙς  τον 
Βυμόν  σου,  Βια  να  μή  μβ  συντβΧέστ^ς.     'ϊ^ρψ.  ι.  24. 

"ίτάλμ.  ς-'.  1. 

Μετανοείτε•  Βι,ότί  ζττΧησίασεν  η  βασιλεία  των 
Ουρανών.     Ματθ.  γ'.  2. 

Σηκωθείς  3^έ\ω  ύττάγεί.  ττρος  τον  Πατέρα  μου, 
καΐ  ^ελω  είττεί  εΙς  αύτον,  ΥΙάτερ,  ημαρτον  εις  τον 
ούρανον  καΐ  ενώττιόν  σου,  καΐ  Βεν  είμαι  ττλεον 
άζίος  να  ονομασθώ  υιός  σου.     Αουκ.  κ  .  18,  19. 

Μ^  είσελ,θης  εις  κρίσιν  μετά  του  8ούΧου  σον, 
κύριε•  8ιότι  Βεν  !^έ\ει  Βικαιωθτ]  εμττροσθεν  σου 
κανείς  άνθρωττος   ζών.     Ψαλ/χ.  ρμ^  .  2. 

Έαν  εΐττωμεν  ότι  Βεν  ε'χομεν  άμαρτίαν,  ττΧανώ- 
μεν  τον  εαυτόν  μας,  και  ή  αλήθεια  Ββν  είναι  εις 
ημάς'  άλλ'  ^άν  όμοΧο'^/ώμεν  τάς  αμαρτίας  ημών, 
είναι  ΤΓίστος  καΐ  Βίκαιος,  ώστε  να  σνηγωρήση  εις 
ημάς  τάς  αμαρτίας,  και  νά  μας  κοΜαρίση  άττό 
ητάσαν  άΒικίαν.     1  ^Ιωάν.  α  .  8,  9. 

'ΛΔΕΛΦΟΙ'  μου  άηαττητοΧ,  η  'Κηία  Γραφή  μας 
τΓαρα•:ινεΐ  εΙς  ττοΧλά  μέρη,  νά  άνα'^νωρίζωμεν 
καΐ  νά  ίξομο\ο'^ονμεθα  τάς  ΤΓθ\υαρίθμους  αμαρ- 
τίας καΐ  ανομίας  μας'  καΐ  ναι  μην  νττοκρύτΓτωμεν 
μηΒε  νά  σκεπάζωμεν  αύτάς  ενώττιόν  του  ΐΙαντοΒυ- 
νάμου  ΘεοΟ,  του  ουρανίου  μας  ΐΐατρος,  άΧλά  νά 
εξομοΧοΎούμεθα  αύτάς  με  ταττεινην,  ύττοκΧινή,  με- 
τανοούσαν, και  εύττειθη  καρΒίαν  Βιά  νά  \ά- 
βωμεν  την  αφεσιν  αυτών  τταρά  της  άττείρου  αυτού 
ά'^αθότητος  καΐ  εύσττΧα'γ'χνίας.  ΚαΙ  πάντοτε  μεν 
'χ^ρεωστούμεν  νά  εξομοΧυ^ούμεθα  ταττεινώς  τάς 
αμαρτίας  μας  ενώπιον  τού  Θεού'  μάΧιστα  Βέ  %ρεω- 
στούμεν  νά  κάμωμεν  τούτο,  όταν  σννερ'χώμεθα 
ομού,  Βιά  νά  άττοΒώσωμεν  εΙς  αύτον  εύγαριστίας 
Βιά  τάς  τταρ  αυτού  Βοθείσας  εΙς  ημάς  με'^/άΧας 
εύερ'^εσίας,  νά  ττροσφέρωμεν  τάς  προσήκουσας  εις 
αύτον    αΐνέσεις,     νά    άκούωμεν    τον    ά'^ιον    αυτού 

9 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

Λόγον,  καΐ  νά  ζητωμζν  ιταρ"  αυτόν  οσα  είναι  αναγ- 
καΐα,  <:Γ9  τε  το  σώμα  και  6ΐ9  την  ψνχ^ήν.  "Οθβν 
ένθβρμως  σας  τταρακαΧώ  οΧους,  όσοι  είσθβ  τταρ- 
όντβς  βνταυθα,  νά  με  σννοΒβύσβτβ,  μβ  καθαράν 
καρΒίαν  καΐ  ταττεινην  φωνην,  ττρος  τον  ^ρόνον  της 
ουρανίου  γ^άριτος,  Χβ^οντες  μβτ   €μ€, 

ΓΐΐΊκη     Έξομολόγησις,    7/η?  τιρεπίί    να    λίγεται    κατόπιν    τον 
Αΐίτονργον  άπΐ)  όλον  τον  Ααον  γονυκλιτί. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  οίκτίρμων  ΥΙάτβρ,  εττΧανή- 
θημεν  καϊ  βξβτράττημβν  άττο  τάς  οΒούς  σου,  ών 
ττροβατα  άττοΧωΧοτα'  Ι-ίκοΧουθήσαμεν  τταρά  πηΧυ 
τάς  Β^βΧήσβις  καϊ  τάς  επιθυμίας  των  καρ8ιών  ημών 
ΐίαρέβημβν  τάς  ά'^ίας  σου  βντοΧάς  •  \φήσαμεν 
άπρακτα  τα  οσα  κατά  χρέος  βιτρεττε  νά  ττράξωμεν, 
καϊ  εττράξαμεν  τά  οσα  Βεν  έπρεπε  νά  πράξω  μεν 
Υ^αΙ  Βεν  είναι  τίποτε  καθαρον  εΙς  ημάς.  Άλλα  σν, 
Κύ/3ί6,  ελεησον  ημάς  τους  άθΧίους  παραβάτα<^' 
Αυπήσον,  θεε,  τους  εξομο\θ'^ου μένους  τάς  αμαρ- 
τίας των  Αέξαι  τους  μετανοοΰντας'  κατά  τάς 
επα^^εΧιας  σου  τάς  κηρυχθείσας  εΙς  το  >γένος  των 
ανθρώπων  8ιά  Ιησοΰ  \ριστού  του  Κυρίου  ημών. 
Και  χάρισε  εις  ημάς,  οίκτίρμων  ΤΙάτερ,  Βιά  την 
ά'γάπην  αύτοϋ,  νά  ζήσωμεν  εις  το  εξής  με  ευσρ- 
βειαν,  Βικαιοσύνην,  καϊ  σωφροσύνην,  εις  Βόξαν  του 
άηίου  σου  "Ονόματος.     "Αμήν. 

Η  λφίσις  των  αμαρτιών,  την  οποίαν  προφερ€ΐ  ύ   Ιΐρίνς  μόνος 
Ιστάμενος,  γονυκλιτοΰντος  ('τι  του  Ααον. 

'0  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Θεός,  ό  Πατί^ρ  τοί)  Κυρίου 
ημών  Ιησοΰ  Κριστοΰ,  όστις  Βέν  Β^ελει  τον  θά- 
νατον του  άμαρτωΧοΰ,  άΧλά  μάΧλ,ον  νά  επι- 
στρεψη  άπο  την  άνομίαν  του  καϊ  νά  ζήση'  και 
όστις  'έΒωκεν  εξουσίαν  και  εντοΧήν  εις  τους  Χει- 
τουρ'^ούς  του,  νά  άναγ/εΧΧωσι  και  νά  κηρνττωσιν 
εις  τον  μετανοοΰντα  Χαόν  του  άφεσιν  καϊ  σνγχω- 
ρησιν  των  αμαρτιών  αυτών  Αυτός•  άποΧνει  καϊ 
συγχωρεί  οΧους  τους  άΧηθώς  μετανοονντας,  και 
Β   2 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘ1ΝΗ. 

ττιστενονταζ  άνυττοκρίτως  €ίς  το  α'γίόν  τον  Έύ- 
α'γ'γέΧίον.  '  Οθβν  ας  ^βηθώμβν  αύτον,  νά  'χαρίστι 
€ΐς  ημάς  μβτάνοιαν  αληθινην,  καΐ  το  ΐΐνενμά  του  το 
"Α^ίον  ωστ€  η  μεν  τταροΰσα  Ικεσία  ημών  νά  'γίντ} 
εύττρόσΒεκτος  εΙς  αύτον,  το  δε  εττίΧοιττον  της  ζωής 
μας  νά  ηναι  καθαρον  καΐ  ά<γίον,  καΐ  οΰτω  εττΐ 
τέΧονς  νά  εΙσεΚθωμεν  εΙς  την  αίώνιόν  του  'χ^αράν, 
Βίά  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών. 

Ό  Ααϋ?  -3ελει  άττοκρ'ινεσθαι,  κα\  εδώ  και  είί  το  τ(Κοζ  όλων  των 
άλλων  ττροσΐνχών,  το   Αμήν. 

Τότε  'γονατίζων  ό  Αατονργοί  5ε'λει  λεγεί.  την  Κνριακην  Προσευ- 
^ην  μΐγαΧοψώνοίί  •  και  6  Ααος  "γονυκλιτων  ομοίως  θέλει  λέγει 
αντην  όμον  με  αντον,  και  εΰώ  και  ειρ  υποιον  άλλο  μΐρος  τηί 
θΐίαε  ΤελεΓ?)?  άνα^γινώσκΐται. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εΙς  τους  ουρανούς,  'Χς 
α'^ιασθτι  το'Όνομά  σου'  'Ά?  ε\θη  ή  ΒασιΧεία 
σου'  'Ας '^ίεντ}  το ^ελημά  σου,  καθώς  εΙς  τον  ούρανον, 
οΰτω  καΐ  εττάνω  εις  την  ^ήν.  Τον  άρτον  ημών  τον 
εττίοϋσιύν  δό«>  0ί9  ημάς  σήμερον.  ΚαΙ  συ'^'χωρησβ 
εις  -^αάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καΐ  ημείς 
σνγ'χ^ωροΰμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  εΙς  ημάς. 
Και  μη  μας  φερης  εΙς  ττειρασμον,  Άλλα  ελευθέρωσε 
μας  άττο  του  ττονηροΰ.  Αιότι  ιΒική  σου  είναι  η 
βασίλεια,  ή  Βύναμις,  καΐ  η  Βόξα,  Εις  τους  αιώνας 
τών  αιώνων.     "Αμήν. 

'  Εττειτα  θέλει  ειττεΤ, 

Κίφιε,  άνοιξε  τά  χείλη  μας' 
Άπόκρισίί.  ΚαΙ  ΤΟ   στόμα  μας  ^ελει   άνα^^εΧλεΐ, 

την  αϊνεσίν  σου. 
Ιερεύί.    ©66,  τάγυνε  εις  το  νά  μας  σώσης. 
Άττόκοισίί.  κύριε,  σττεΰσε  νά  μας  βοηθήστ]ς. 

Έδώ,  (νώ  στέκονται  ολοί  όρθιοι,  ό    Ιερεύί  5ελει  ειπεί, 

Αόξα  εΙς  τον  ΙΙατέρα,  καΐ  εις  τον  Ύίον,  καΐ  εΙς 
το  ΥΙνεϋμα  το  "Α'γιον 
4 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

\\τ70κρ.  Καθώς  ητον  €ΐς  την  άρχΐ)ν,  ζΐναι  καΐ 
τώρα,  καί  ^έΧ^ί  βΊσθαο  ττάντοτβ,  εις  αΙώνας  αΙώνων. 

Ί^ριύς.  Αοξάσ€Τ€  τον  Κύρίον. 
\πόκρ.  'Ας    ηναι    οβΒοξασμένον    το    όνομα    τον 
Κυρίου. 

"Επατα  άναγινώσκΐται  η  -ψ-άλλίΓαί  ό  άκό\ονθος  'ζ'α\μή$'  ΐκτοί 
ίίί  την  ημΐραν  του  ΐΐάσχα,  ^ια  την  οποίαν  (ίναι  διω- 
ρισμίνον  «λλο  Αντίφωνον '  κηΐ  ία  την  δίαάτην  ίννάτην  ημίραν 
(κάστον  μηνός,  ίΐς  την  όττοίαν  ύίν  ττρίττα  να  άνα•γινώσκ€τα 
ίδώ,  ίίλλ    ίίί  την  συνήθη  άκοΧονθΐαν  των  ΨαΧμων, 

ΔίΟτί,  άγαλΧιασώμίβα  τω  Κνρίο).      ΨαΤ^,μ,  ^ε'. 

Λ  ΕΎΓΕ,  ά9  ά'γαΧλιασθώμβν  €ίς  τον  Κύριον  άς 
ά\α\ά^ωμ€ν  βίς  τον  θβον  τον  Σωτήρα  ημών. 

*Α<;  ττροφθάσωμβν  (ίμττροσθβν  του  μ£  ΒοξοΧο^ίαν 
μβ  Λ^ταΧμούς  άς  άΧαΧάξωμβν  βίς  αύτον. 

Αίότί  Θ60?  μέ^ας  βίναι  υ  Κύριος,  καΐ  Βασιλβύς 
μ^'^ας  νττερ  ττάντας  τους  3^€ούς. . 

Δίότί  €49  αυτού  την  χ^ΐρα  βίναι  τά  βάθη  της 
γ]ς•  καΐ  τά  νψη  των  ορέων  βιναι  ΙΒίκά  του. 

'Ιοική  του  (Ιναι  -η  ^)ά\ασσα,  καΐ  αύτος  βκαμβν 
αυτήν   καΐ  την  ξηράν  αϊ  -χ^βΐρβς  αυτού  βττΧασαν. 

Αβύτβ,  άς  ττροσ κννήσω μ.ζν  καΐ  ας  ττροσττέσωμβν' 
ας  '^/ονατίσωμβν  ςμιτροσθ^ν  του  Κυρίου,  του  Πλα- 
στοί» ημών. 

Αώτί  αύτος  ζΐναι  ό  θεός  μας•  κα\  ημβΐς  ζίμβθα 
6  Χάος  της  βοσκής  του,  καΐ  τά  ττρόβατα  της  'χ^ειρός 
του.      Σήμβρον  βάν  άκούσ€Τ€  την  φωνήν  αυτού, 

Μ?)  σκΧηρύν€Τ€  τάς  καρύίας  σας,  καθώς  ^Ις  τον 
'τταρορ^ισμον,  καθώς  βίς  την  ημίραν  τού  τγ£ι- 
ρασμού  εις  την  'έρημον 

"ΟτΓου  οι  πατέρες  σας  μέ  ετΓβίρασαν,  μέ  ίΖοκί- 
μασαν,  καΐ  ΐ8αν  άκομη  τά  ερ^α  μου. 

Ύεσσαράκοντα  ετη  εδυσαρεστήθην  με  την  <γ€' 
νεάν  εκείνην,  καΐ  είττα,  Ούτος  είναι  Χάος  ττεττΧανη- 

5 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ    ΕΩΘΙΝΗ. 

μένος  την  καρζίαν,  καΐ  αυτοί  δέν  β'γνώρισαν  τάς 
υόούς  μον 

Αίά  τούτο  ώμοσα  εΙς  την  ορ^ήν  μου,  οτί  δέτ 
θέλουν  βίσζΧθβί  β/ς•  την  ανάτταυσίν  μου. 

Δόξα  βίς  τον  ΐΐατ^ρα,  και  βίς  τον  Τίόν,  και  εις  το 
ΤΙνβΰμα  το"Α<γίον' 

Καθώς  ητον  βίς  την  άρ-χ^ην,  ^Ιναί  καΐ  τώρα, 
καΐ  3^έΧ€ί  ζϊσθαι  ττάντοτβ,  εΙς  αιώνας  αιώνων. 
"Άμην. 

ΕτΓίΐτα  ακ.ο\ονσουν  οί  ΨαΚμο\,  κατά  την  Βιωρισμΐνην  τά^ιν 
αυτών.  ΚηΙ  ίΐ9  το  τίλοϊ  εκάστου  ψα\μοΰ  καθ'  ο\ον  τον 
(νιαυτον,  και  εΐί  τυ  τ(\θ!  ομοίως  του  "  Ευλογείτε,"  "  Εύλο- 
γητοί,'  "  Μεγαλίινίί,"  και  "  Νυν  αττολυευ,"  ^ελει  (πανα- 
λαμβάν€σθαί  το 

Αό'ξα  εις  τον  ΐΐατερα,  καΐ  βίς  τον  Τίόν,  καΐ  εΙς 
το  ΥΙνβΰμα  το  'Ά^ιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ'χτ)ν,  είναι  καΐ  τώρα, 
καΐ  ^ελε6  είσθαί  πάντοτε,  εΙς  αΙώνας  αΙώνων. 
1\μην. 

Έττειτα  αναγινόχτκίται  ίίκρινως  μι  ακουστην  ψωνην  το  Τίρω- 
τον  Ανάγνωσμα  ί'κ  της  Παλίΐιάϊ  Αιαθηκης,  καθώς  ΐΐναι  ση~ 
μίίωμίνον  ίίϊ  τύ  Καλαζ/διίριοί/•  «κτοί  αν  ηναι  Βιωρισμενα 
ι8ίαίτ(ρα  αναγνώσματα  δ/ά  την  ημεραν  (κείνην.  Ό  άναγι~ 
νώσκων  στίκεται  όρθιος,  και  στρέφεται  προς  τους  τταρευρι- 
σκομενους,  ώστε  να  ακούεται  καλά  απο  οΧονς.  Και  μετά 
ταΰτα  άναγινώσκεται  η  ψάΧλεται  ό  Υμνος,  "  Σε  θίόι/  νμνοϋ- 
μεν,     κατά  ττάσαν  ημεραν  τοΰ  ενιαυτοΰ. 

Σημείωσε,  οτι  ττρο  εκάστου  Αναγνώσματος  6  Αειτουργος  \εγει, 

Εδώ    αρχ^ίζει    τυ    τά8ε   Τ\εφά\αιον,    η    εδάφιον    τον    τάδε 

Κεφαλαίου,   τοΰ   τάδε   Βιβλίου•     και   είί   το  τέλος   έκαστου 

Αναγνώσματος,    "  Έδώ    τελειύνει  το   πρώτον  η  το  δεύτερον 

\νάγνωσμα" 

2ε  θεον  ΰμνουμεν. 

νΕ  &εον  νμνούμεν,  σε  Κύρων  υμοΧο^ονμεν 

Σε  τον  αΐώνιον  ΐΐατέρα  ττροσκυνεΐ  ττάσα  η  γ], 
6 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

Εί'ς  σέ  ττάντβς  οι  "Α''/'γ€Χοΰ  κράζουσιν,  βίς  σ€  οι 
Ουρανοί,  καΐ  ό'λαι  αϊ  δυνάμ€ΐ<;  αυτών. 

Ε 19  σέ  τα  \βρουβΙμ  καΐ  τά  Σ^ραψΙμ  μβ  άκα- 
τάττανστον  φωνην  κρανγάζουν, 

"Α^ιος,  "Α^ίος,  Άγ609,  Κύρίος  6  Θε09  Σαβαώθ' 

ΥΙΧήρβα  βίναί  οι  Ουρανοί  καΐ  η  γή  άττο  την 
μβ'γαΧβιότητα  τή<;  Αόξης  σου. 

Σβ  ύμν€ί  6  βνΒοξος  %ορϋ9  των  ΑττοστόΧων 

Σ€  ύμνβΐ  το  Βαυμαστον  τά^μα  των  Προφητών 

Σε  υμνεί  η  νικηφόρος  φάΧα<γξ  τών  Μαρτύρων. 

Ή  Ά^ία  ^ΕκκΧησία  καθ'  οΧην  την  οίκουμένην  σε 
υμοXο^€ΐ, 

Τον  ΐΐατύρα  της  άττείρου  με^αΧειότητος, 

Ύον  ττροσκυνητόν,  άΧηθή,  καΐ  μονο'^/ενή  Ύίόν  σου, 

ΚαΙ  το  ΥΙνενμα  το  "Α'γί,ον,  τον  ΐΙαράκΧητον. 

Συ,  Χρίστε,  είσαι  6  ΒασιΧεύς  της  όόξης' 

Συ  6  αί'ύιος  Ύίος  του  ΥΙατρός. 

Ανα^εχ^θεΙς  νά  Χυτρώσης  τον  άνθρωττον,  Ζεν 
άττεστράφης  την  μήτραν  της  Ώαρθένου. 

Καταττατήσας  το  κέντρον  του  Β^ανάτου,  ηνοιξες 
την  ΒασιΧείαν  τών  Ουρανών  εΙς  οΧους  τους  ττι- 
στεύοντας. 

Συ  κάθησαι  εκ  Βεξιών  του  θεού,  εΙς  την  Βόζαν 
του  Πατρός. 

Πιστεύομεν  οτι  συ  μέΧΧεις  νά  εΧθης  κριτής 
ημών. 

Σε  ΧοιτΓον  ηταρακαΧοΰμεν,  βοήθει  τους  ΒούΧους 
σου,  τους  όττοίους  με  το  τίμιον  αΙμά  σου  εΧυ- 
τρωσες. 

Αζίωσε  αυτούς  νά  συναριθμηθώσι  με  τους 
Α'ΊΪους  σου  εις  την  άιώνιον  Βό'ξαν. 

Σώσε,  Κύριε,  τον  Χαόν  σου,  καΐ  εύΧόψ)σε  την 
κΧηρονομίαν  σου' 

Κυβέρνα  αυτούς,  καΐ  ϋψονε  αυτούς  Βιά  τταντός. 

Καθ^  εκάστην  ήμεραν  σε  με'^/αΧύνομεν 

Και  ύμνούμεν  το  "Ονομα  σου  εΙς  τον  αιώνα,  και 
εις  τον  αιώνα  του  αιώνος. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

Καταξίωσε  ημάς,  Κύριε,  να  μας  φυΚάξτρς  αν- 
αμαρτήτους  σήμερον. 

Έλετ/σο)/  ημάς,  Κύριε,  έΧεησον  ημάς. 

Άς•  εΧθη  εττάνω  εις  ημάς  το  €λ€09  σου.  Κύριε, 
καθώς  ηΧττίσαμεν  εΙς  σε, 

Έις  σε.  Κύριε,  ηΧττισα'  άς  μη  καταισχυνθώ  ιτοτε. 

Η  τοντο  το  Άσμα — ΕύλογεΖτί,  πάντα  τα  ('ργα. 

Ί^ΤΛΟΓΕΙΤΕ,  ττάντα  τα  ερ'γα  Κυρίου,  τον  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αύτον  εΙς  τους  αιώνας, 

Έ,ύΧο<^εΐτε,  Άγγβλοί  Κυρίου,  τον  Κύριον  υμνείτε 
και  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

Εύλογεΐτβ,  Ουρανοί,  τον  Κύριον  υμνείτε  καΐ 
ύττερυψοΰτε  αυτόν  εΙς  τους  αιώνας. 

Εύλογβίτε,  ΰ8ατα  τά  ύττεράνω  τον  ουρανού,  τον 
Κύριον  υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους 
αιώνας. 

Εύλογεΐτί,  ττάσαί  αϊ  Βυνάμεις  Κυρίου,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας, 

ΕύλογεΓτβ,  'Ήλ^ε  καΐ  ΣεΧοίνΐ],  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας, 

Έ,ύΧοΎεΐτε,  άστρα  τοΰ  ουρανού,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  κα\  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

ΕύΧο'^/εΐτε,  ττάς  ομβρος  και  Βρόσος,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας, 

ΈύΧογεΐτε,  ττάντες  άνεμοι  Ο)εοΰ,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας, 

ΈύΧο-γεΐτε,  ττΰρ  και  καΰμ^α,  τόν  Κύριον  υμνείτε 
και  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

Έ,ύ\ο^εΐτε,  γ^ειμών  καΐ  3^έρος,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

Έ,ύ\ο^εΐτε,  8ρόσος  καΐ  ττάγνη,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ττάγνη  και  ψύγος,  τόν  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ττά<γος  καΐ  χιών,  τόν  Κύριον  υμνείτε 
καΐ  ύττερυψοΰτε  αυτόν  εις  τους  αιώνας. 
8 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΉ. 

ΕύλογβΓτβ,  ννκτ€ς  καΐ  ημ&ραι,  τον  Κύρνον 
νμν€ίτβ  καΐ  υττερν^ούτβ  αύτον  €ί<ζ  τους  αΙώνας. 

ΕϋλογεΓτβ,  φως  καΐ  σκότος,  τον  Κύρίον  ύμνβΐτβ 
καΐ  ύττερυ^Ιτοΰτβ  αύτον  €ΐς  τους  αΙώνας. 

Ευλογείτε,  άστρατταΐ  καΐ  νβφβΧαί,  τον  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοντε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

^9  εύΧογτ}  ή  ηη  τον  Κύριον  ας  εύ\οητι  και  ας 
νττερυψόνΐ]  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Εύ\ο^εΐτε,  ορη  καΐ  Χόφοι,  τον  Κύριον  υμνείτε 
καΐ  ύττερυγούτε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ττάντα  τα  φυύμενα  εκ  της  ^ης,  τον 
Κύριον  υμνείτε  κάϊ  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους 
αιώνας. 

ΕύλογεΓτε,  Β^άΧασσαι  και  ττοταμοί,  τον  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ττη^αΐ,  τον  Κύριον  υμνείτε  καΐ 
νττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  κήτη,  καΐ  ττάντα  τά  κινούμενα  εΙς  τα 
νΒατα,  τον  Κύριον  υμνείτε  καΐ  ύττερυψοϋτε  αύ- 
τον εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ττάντα  τά  ττετεινά  του  ουρανού,  τον 
Κύριον  υμνείτε  καΐ  ύττερυψούτε  αύτον  εις  τους 
αίθ)νας. 

Ευλογείτε,  ττάντα  τά  Βηρία  καΐ  τά  κτήνη,  τον 
Κύριον  υμνείτε  και  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους 
αιώνας. 

Ευλογείτε,  νιοΙ  τών  άνθρώττων,  τό^  Κύριον 
υμνείτε  και  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  ^ΙσραήΧ,  τον  Κύριον  υμνείτε  καΐ 
νττερυψοΰτβ  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

ΕύΧο^εΐτε,  Ιερείς  του  Κυρίου,  τον  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους  αιώνας. 

Ευλογείτε,  Βοΰλοι  του  Κυρίου,  τον  Κύριον 
υμνείτε  καΐ  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις  τους  αιίονας. 

Ευλογείτε,  ττνεύματα  και  ψυχ^αΐ  των  Αικαίων, 
τον  Κύριον  υμνείτε  και  ύττερυψοΰτε  αύτον  εις 
τους  αίο)νας. 

Ευλογείτε,  όσιοι  καΐ  ταττεινοί  την  καρΖίαν,  τον 
Β  3 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΩΘΙΝΗ. 

Κνρίον  νμν€ίΤ€  καΐ  ύττβρυψοΰτε  αυτόν  εΙς  τους 
αιώνας. 

Εύλογβΐτβ,  ^Ανανία,  \ζαρία,  καΐ  ΜισαηΧ,  τον 
Κύρων  νμν£ίτ€  καΐ  ύττερυψοΰτβ  αυτόν  ζΐς  τους 
αιώνας. 

Αόξα  εΙς  τον  ΐΐατβρα,  καϊ  βίς  τον  Ύΐον,  καΐ  εις  το 
ΐΐνβΰμα  το  "Αηίον 

Καθώ$  ητον  βίς  την  αρχ^ην,  είναι  καΐ  τώρα,  και 
^έΧει  ύσθαι  ττάντοτβ,  βίς  αιώνας  αιώνων.    Άμην. 

ΕτΓίίτα  άνα•γινώσκ.€ταί  κατά  τον  αυτόν  τρόττον  τυ  Δ^ντΐρον 
Ανάγνωσμα  «κ  της  Νεα5  Αιαθηκης.  Και  μ€τα  τοΰτο  6  ακο- 
λου^οϊ  "Υ/χνυί'  έκτος  όταν  σνμπίστ}  να.  άναγίνωσκεται  ούτος 
€ίί  το  Κεφάλαιον  της  ήμίρας,  η  (Ις  το  Εύαγγελιοι/  τ^ί  ημιρας 
τοΐι  Αγίου  ^Ιωάννου  του  "βαπτιστοΰ. 

ΈυΚογητός.      Αουκ.  α  .  68. 

^^ΤΛΟΓΗΤΟΣ    Κύριος   6   Θεός   του  Ίσρα^^Χ,   οτι 
έττεσκέφθη  καΐ   €καμ€  Χύτρωσιν  βις  τον  Χαόν 
τον 

Και  η'^αρβν  εΙς  ημάς  κβρας  σωτηρίας,  μέσα  εις 
τον  οίκον  του  8ούΧου  του  ΑαβίΒ' 

Καθώς  έΧά\ησ€  8ια  στόματος  των  αττ'  αιώνος 
αηίων  του  "προφητών, 

"Οτι  Β^έΧβι  μας  σώσει  άττο  τους  ε'χθρους  ημών, 
καΐ  άτΓΟ  την  χείρα  6\ων  τών  μισούντων  7]μάς' 

Αια  να  εκτέλεση  το  εΧεος  το  όττοΐον  ύττεσχέθη 
εις  τους  ττατέρας  ημών,  και  νιϊ  ενθυμηθη  την  άηίαν 
του  "Βιαθηκην, 

Τον  ορκον,  τον  όιτοΐον  ώμοσεν  εις  τον  Αβραάμ 
τον  ττατερα  ημών  οτι  3^έ\ει  8ώσει  εις  ημάς, 

Αφόβως  νά  τον  Χατρεύωμεν,  εΧευθερωθ^ντες 
άτΓΟ  την  χείρα  τών  εχθρών  ημών, 

Μβ  υσιότητα  καΐ  Βικαιοσύνην  ενώττιόν  του,  οΧας 
τας  ημέρας  της  ζωής  ημών. 

ΚαΙ  συ,  τταιΒίον,  προφήτης  του  'Τψίστου  3-έΧεις 
ονομασθή•  8ιότι  3^έΧεις  ττροτΓορευθή  εμίτροσθεν  τοΰ 
ττροσώτΓου  τον  Κυρίου,  Βιά  νά  ετοίμασες  τους  δρό- 
μους αυτοί)• 
10 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

Να  δώστ^ς•  ιγνώσιν  σωτηρίας  βίς  τον  \αον  αυτού, 
δια  τΡ]ς  άφβσβως  των  αμαρτιών  αυτών, 

Αία  τα  σπλάγχνα  του  έΧεους  του  Θβού  ημών 
μ€  τα  ότΓοΐα  βίΓβσκέφθη  ημάς  άνατοΧη  έξ  ύψους, 

Αια  να  δώση  φώς  €ίς  τους  καθήμενους  μέσα  €ΐς 
το  σκότος  καΐ  την  σκιάν  του  θανάτου,  ώστε  να 
κατευθύνη  τους  ττόδας  ημών  βίς  την  όδον  της  €ΐ- 
ρήνης. 

Αόξα  βίς  τον  Πατέρα,  και  βίς  τον  Τίον,  καΐ  €ΐς 
το  ΐΐνβΰμα  το  "λ^γιον 

Καθώς  ήτον  εις  την  αργιών,  είναι  και  τώρα,  και 
^έΧβι  ύσθαι  ττάντοτε,  βίς  αιώνας  αιώνων.     Αμήν» 

*Η  ό  Φαλ^όϊ  ουτοί  •   ^ΑΧαΚά^ατΐ  τω  Κυρίω,      ^αλμ.  ρ  . 

*  Α  ΛΑΛΑΞΕΤΕ  εις  τον  Κύριον,  οΧη  η  γή'  Χατρβύ- 
σ€Τ€  τον  Κύριον  μβ  'χαράν  εΧθετε  εμττροσθεν 
τον  με  άσμα  'χαρμόσυνον. 

Γνωρίσετε,  δτι  6  Κύριος  είναι  6  0609*  αύτος  μας 
έκαμε,  καΐ  ογ^ι  ημείς '  ημείς  είμεθα  6  Χάος  του,  και 
τά  17 ρό βάτα  της  βοσκής  του. 

ΕίσέΧθετε  εις  τάς  3-ύρας  του  με  δοζοΧο<^ίαν,  εις 
τάς  αύΧάς  του  με  ετταινον  δοζοΧο'^εΐτε  αύτον  ευ- 
Χο^εΙτε  το  όνομα  αύτοΰ. 

Αιότι  6  Κύριος  είναι  ά^αθός'  εις  τον  αΙώνα  δια- 
μένει το  εΧεός  του,  καΐ  άττο  ηενεάν  εΙς  ηενεάν  η 
άΧήθειά  του. 

Αόξα  εις  τον  ΥΙατερα,  και  εις  τόν  Τΐόν,  καΐ  εις 
Το  ΥΙνεΰμα  το  "Α'^ιον 

Καθώς  ήτον  εις  την  άρχί]ν,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
^εΧει  εισθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     \μήν. 

Επειτα  γάΧΚΐται  η  άναγίνώσκίται '  το  ΙνμβοΚον  των  'Λ,πο- 
στυΚων  ίιπυ  τον  λατουργοΰ  καϊτον  Ααον  ίσταμίνωι/•  £Κτυ5 
ΐΚ(ίνων  των  ημερών,  εΐί  τάί  όποιας  (Ιναι  8ιατΐταγμίνον  να 
άνα•^/ίνώσκ(ται  το  Συμβο\ον  τον  ΆγΙον  ^Αθανασίου. 

Υ^ΙΣΎΕΤίΙ   εις  τόν  Θεόν,  τόν  ΐΐαντοκράτορα  Πα- 
τέρα, τόν  Ποιητήν  του  ουρανού  καΐ  της  <γής. 
ΚαΙ  εις  τόν  Κύριον  ημών    Ιησονν  Χριστόν,  τόν 

11 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΩΘΙΝΗ. 

μονο^γξνή  τονΤίόν  Ύον σνΧληφθάντα  ΒίάτουΥΙνβν• 
ματο<ί  τον  Ά^ίου,  Τον  'γεννηθέντα  έκ  τη<ζ  Τίαρθβνου 
Μαρίας,  Τον  τταθόντα  βττΐ  ΥΙοντίον  Πιλάτου,  Τον 
στανρωθέντα,  άττοθανόντα,  καΐταφέντα'  Τον  κατα- 
βάντα  6Ζ?  τον  α8ην,  Και  την  τρίτην  ήμ^ραν  άνα- 
στάντα  βκ  των  ν€κρων•  Τον  αναληφθέντα  βίς  τους 
Ουρανούς,  καΐ  καθήμενον  €ΐς  τα  ζεξιά  του  Θβον, 
του  Παντοκράτορος  ΐΐατρός•  "Οθβν μέΧλει  να  βΚθη 
Βίά  νά  κρίνη  ζώντας  καΐ  νεκρούς. 

ΥΙιστεύω  βίς  το  ΙΙνβΰμα  το  "Α^ιον  Έ•1ς  την  Άγ/αν 
ΚαθοΧικην  ^Εκκλησίαν  Εις  την  Κοινωνίαν  των 
Άγιων  Ε 19  την  "Αφβσιν  των  αμαρτιών  Είς  την 
Ανάστασιν  του  σώματος,  Και  εις•  την  ζωην  την 
αίώνιον.     \μην. 

Κοί  μίτα  τηυτο  Ύΐνονται  αϊ  ακΰ\ον6οι  Βίησεΐί,  ολωι/  ίϋλα/3ώί 
■γοννκλιτονντωρ•  άψοΰ  ττρωτον  ό  ι\.(ΐτουρνΙ>ί  ΐκφωνηατ}  μΐ- 
Ύαλοψώνω!, 

Κύριος  μεθ^  υμών. 
"λτι-όκρ.  ΚαΙ  μετά  του  'ττνεύματός  (Τον. 
Χΐΐτονρ^όί,  Άς  Βεηθώμεν. 

Κύριε,  εΧεησον. 
Χριστέ,  εΚεησον. 

Κύριε,  εΧεησον. 

Τοτβ    ο    Λίίτονργοί,    οί    Κ'Κηρίκο).,    Κα\    ό    Λαύί  Χίγονν    τηι/ 
Κνριακην  ΐΙροσ(νχην  μίγαΧοφώνωε. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εΙς  τους  ουρανούς,  *Ας 
ά'^ιασθη  το  "Ονο/,ια  σου'  Άς  εΧθη  η  Βασιλεία 
σον  Άς  <γέντ}  το  ^ελημά  σου,  καθώς  εις  τον  ον- 
ρανον,  οντω  καΐ  εττάνω  εις  την  ^γήν.  Τον  άρτον 
ημών  τον  έτΓΐούσιον  86ς  εις  ημάς  σήμερον.  ΚαΙ 
συ'^γωρησε  εΙς  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών, 
καθώς  και  ημείς  σνγ'χ^ωροΰμεν  εις  τους  άμαρτά- 
νοντας  εις  ημάς.  ΚαΙ  μη  μάς  φίρης  εις  ιτειρα- 
σμον,    Άλλα   ελευθέρωσε   μας   άττο  τον  πονηρον, 

12 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

ΕτΓίΐτη  (5   Ιίρεΰί  άΐΊστάμΐνος  λ«γί£, 

Αβίξβ,  Κύρΐ€,  το  έ'λ€09  σου  βίς  ημας' 
"Απόκρ.  Και  χάρισβ  εις  τ^/^άς  Τί)ν  σωτηρίαν  σου. 
'ΐ€ρ(ύς.  Κύριβ,  σώσε  την  Βασίλισσα  ν 
Άποκρ.  Και  εττάκουσε  ημών   €ύμ€νώ<;,  οίτινε'ί  σε 
(ΤΓίκαλούμεθα. 

Ί(ρ({ς.  "Ενδυσε  τους  Αείτουρ^/ούς  σου  μβ  Βικαί- 
οσύνην 

Άποκρ.  Και  εύφρανε  τον  \αόν  σου  τον  εκλεκτόν. 
Ίΐρΐύς.  Κύριε,  σώσε  τον  \αόν  σου' 
Άπόκρ.  Και  εύΧόγησε  την  κληρονομίαν  σου. 
'ΐίρΐύς.  Δό?  είρήνην,  Κύριε,  6ΐ9  τάς  ημβρα'ζ  ημών 
Άπόκρ.  Αιότι    8εν     είναι    άΧλος    όστις    μάγεταί 
υττερ  τιμών,  τταρα  συ  μόνος,  ω  θεε. 

Ίΐριύς.  Καθάρισε  μέσα  εις  ημάς,  Θεέ,   τάς   καρ- 
Βίας  ημών 

Άπόκρ.  Και  το  Τίνεΰμά  σου  το  ' Χ<^/ιον  μην  αφαί- 
ρεσης άτΓΟ  ημάς. 

ΕτΓίιτα  ακολούθου;*  τρξ'Ίς  ^νναπται  •  η  πρωτΐ),  τηΐ  Ηρεραί,  ητΐί 
(ΐναι  η  αντη  μΐ  την  ^ιωρισμίνην  (Ιζ  την  Μΐτάληψιν  η 
Βίυτΐρα,  νπψ  ΙΐΙρήνηΐ'  η  τρίτη,  ΰπψ  τηί  Χάριτος  του  να 
ζωμιν  κάΚως,  Αί  δυο  8ε  ΤΐΧίυταίαι  ΈυναπταΙ  πάτε  δεν  μΐτα- 
βαΧΚονται,  άλλα  καθ  ίκάστην  ημεραν  του  ίνιαυτον  ίίϊ  την 
ΤΙρωίνην  Ακολον!)ίαν  άναγινώσκονται  ώς  ακοΧοΰθωί,  ϋ\<ύν 
'γοννκλίτούντων, 

'ϊΐ  διντίρα  Ινναπτί],  νττερ  Έίρηνηί. 

£^ΕΕ,  όστις  είσαι  6  ΥΙοιητης  της  ειρήνης  καΐ 
Φί\ος  της  ομονοίας,  του  οττοίου  η  ^νώσις  είναι 
εΙς  ημάς  αιώνιος  ζοοη,  του  οττοίου  η  δουΧεία  είναι 
εντεΧης  εΧευθερία'  Ιίεριφρούρει  ημάς  τους  ταττει- 
νούς  οούΧους  σου  εΙς  δΧας  τάς  εφόΒους  των  ττοΧε- 
μίων  μας'  ώστε,  ϋΧως  ττεποιθότες  εις  την  ττροστα- 
σίαν  σου,  νά  μη  φοβούμεθα  την  Βύναμιν  τινός  εκ 
των  εναντίων  μας,  Βιά  της  ίσ-χύος  του  Κυρίου 
ημών  Ίησον  Χ/3ίστον.     ^Αμήν, 

13 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

Η  τρίτη  Συναπτή,  νπ^ρ  Χάρι,τος, 

ΤΓ  ΤΡΙΕ,  έτΓουράνίβ  ημών  ΐΐάτβρ,  τταντο^ύναμβ  καΐ 
αίώνιβ  θβ€,  όστις  μας  βφβρες  άβΧαβεΐς  βίς  την 
άργΊΐν  της  ημέρας  ταύτης '  'ΎτΓβρασττίσου  ημάς  βίς 
αύτην  μβ  την  κραταιαν  Βύναμίν  σον  καΐ  κατά- 
ξίωσβ  ημάς  να  μην  νττοττέσωμβν  βν  τη  ημέρα 
ταύτη  669  καμμίαν  άμαρτίαν,  μη8β  βίς  κίνΒυνον 
τονά'  άλλα  δλα  τά  ερ<γα  ημών  να  Βιβυθύνωνταυ 
ύτΓο  της  κυββρν'ήσεώς  σου,  ώστε  να  ττράττωμεν 
πάντοτε  ο,τί  εΙναί  εύθες  ενώττών  σου,  Βυά  ^Ιησοΰ 
Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     \\μήν. 

Εδώ  άκοΧουθα.  το  Αρτίφωνον,  ΐϊ:  τονί'  Χορονί,  και  εν  'γένα  ε'? 
τάί   Εκκλησίας  όπου  '^αΚΚουν, 

Έ,πειτα  αναγίνώσκονται,  αΐ  άκόΧουβοί  π€ντ€  ΈνχαΙ•  ^κτυς  υταν 
■γίνεται  άνάγνωσιε  τ?]5  Α,ιτανείαί•  κα\  τότ€  μόνον  α'ι  δύο  τ(- 
ΧΐυταΊαι  άναγινώ(ΓΚονται,  καθώς  εκεί  ευρίσκονται, 

ΐ^νχη  υττερ  τ/)ί  Βασιλισσ);?. 

ΐΤ  ΤΡΙΕ,  ετΓουράνιε  ημών  ΤΙάτερ,  ύψιστε  καΐ  κρα- 
ταιέ,  ΒασίλεΟ  τών  βασι\έων,  Κύριε  τών 
κυρίων,  6  μόνος  Κυβερνήτης  τών  ηγεμόνων,  όστις 
άττο  τον  ^ρόνον  σου  βΧέττεις  οΧους  τους  κατοι- 
κούντας  έττΐ  της  <γής'  Έλ;  βάθους  καρΖίας  Βεόμεθά 
σου  νά  εττιβΧεψης  εύνοϊκώς  εΙς  την  ευμενή  ημών 
^Άνασσαν  Βικτωρίαν  και  ούτω  νά  έμ'7Γ\ήστ]ς  αύτην 
με  την  χάριν  του  Ά<γίου  σου  ΤΙνεύματος,  ώστε  νά 
άκοΧουθη  ττάντοτε  εις  το  ^εΧημά  σου,  και  νά 
Ίτεριττατη  εΙς  τον  Βρόμον  σου.  Έττ/χεβ  εττ  αύτην 
Βαψιλώς  τά  ουράνια  σου  χαρίσματα•  χάρισε  εΙς 
αυτήν  νά  μακροημέρευση  εν  ύ^ιεία  καΐ  εύημερία' 
κραταίονε  αυτήν,  ώστε  νά  νικά  και  νά  καταβάΧλη 
οΧους  τους  ττοΧεμίους  της'  και  τεΧος,  Βος  εις 
αυτήν  μετά  τον  τταροντα  βίυν,  νά  άττοΧαύση  τήν 
αΐώνιον  χαράν  καΐ  μακαριότητα,  Βιά  ^Ιησοΰ 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.  Ά//?/(/. 
14 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΩΘΙΝΗ. 

^νχ'Ι  δια  τηι>  Βασιλίκι))/  Οίκογίιχιαί'. 
ΟΕΕ  τταντοΒύναμβ,  η  ττη^η  'πάση'ζ  αγαθότητας, 
τατΓβινως  Ββόμβθά  σον,  να  εύλογη}"»  την  γτιρζ,ύ- 
ονσαν  ΒασίΧισσαν  \\8€\αίΒαν,  καΐ  'όΧην  την  Βα- 
σιλίκην  Οίκυ^έν^ίαν  Έττιχβε  εττ'  αυτούς  το  "Α'γιόν 
σου  ΥΙνβυμα'  ΊτΧούτυζζ  αυτούς  μβ  την  ονράνιόν  σου 
"χ^άριν  δος  εις  αυτούς  νά  ^ύημβρώσί  μβ  ττάσαν  βύ- 
Βαιμονίαν  και  εί'σάγαγε  αυτούς  βίς  την  αΐώνιον 
βασΐΧείαν  σου,  δ^ά  Ί?;σοΟ  Χριστού  τρύ  Κυρίου 
ημών.      ^Αμήν. 

Έ,ύχη  υπέρ  του  ΚΧηρου  και  του  Ααοΰ. 

Ρ|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καϊ  αιώνιβ  Θεε,  6  μόνος  ποιών 
θαυμάσια,  κατάττβμψε  εττΐ  τους  ^Εττισκόττους 
ημών  καϊ  Ιερείς,  καϊ  ττάντα  τα  εις  αυτούς  εμττι- 
στευθέντα  ποίμνια  τών  ττιστών,  το  ζωοττοιον  ΥΙνεύ- 
μα  της  'χάριτός  σου'  καϊ  δια  να  εύαρεστήσωσιν 
αΧηθώς  εις  σε,  εκ-χ^εε  εττ  αυτούς  την  άκατάτταυστον 
Βρόσον  της  εύΧο'γίας  σου.  Χάρισε  ταύτα.  Κύριε, 
εις  Βόξαν  του  Ώροστάτου  καϊ  Μεσίτου  ημών  Ιησοϋ 
Χριστού.     ^Αμην. 

Εΐ'χη  του  Αγιου  Κρυσοστόμον. 

υΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  εχάρισες  εις  ημάς 
νά  κάμωμεν  ττρός  σε  τάς  κοινάς  ταύτας  καϊ 
ομόφωνους  Βεησεις'  και  νττεσ'χεθης,  οττου  8ύο  ή 
τρεις  είναι  ομού  συνη'^/μβνοι  εις  το  "Ονομα  σου,  οτι 
Β^έΧεις  δίδει  εις  αυτούς  τα  αιτήματα  των  Έ^κττΧη- 
ρωσε  τώρα,  Κύριε,  τάς  αιτήσεις  τών  δού\ων  σου 
ττρός  το  συμφέρον  αυτών  'χ^αρίζων  εις  ημάς,  εις 
τον  παρόντα  αιώνα,  την  επί^νωσιν  της  αΧηθείας 
σου,  και,  εις  τον  μέΧΧοντα,  ζωήν  αίώνιον.     ^Αμήν. 

2  Κορίρθ.  ίγ'.  14, 

*Χ-Τ  ΧΑΡΙΣ  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησού  Χριστού,   και 
ή  ά^γάττη  του  θεού,  και  ή  κοινωνία  του  Αγιοι» 
Τίνεύματος,  ε'ίη  μετά  πάντων  ημών  εΙς  τους  αιώνας. 
Αμήν. 

Τίλοί  τη5   Εωθινηί  \κο\ουθία5,  καβ'  ΰ\ον  Τυ  διάστημα  τοί) 
ΐνιαντον, 

15 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ     ΕΣΠΕΡΙΝΗ 

ΚΑΘ'  ΈΚΑΣΤΗΝ  'ΗΜΕΡΑΝ  ΤΟΥ  'ΕΝΙΑΥΤΟΪ". 


Κΐί  την  αρχήν  της  Έσττερίνηί  ΐΐροσίνχης,  6  Αίιτονργυς  ανο' 
γινώσκα  μίγαΧοψώνως  'ΐν  η  ττλειότερα  (κ  των  ακολουθών 
ρητών  τηί  Τραφηί•  και  ΐττατα  λίγει  όσα  (ίναι.  ■γίγραμμ€να 
μ€τά  τα  ρητά  ταΰτα. 

'^ίΥΤΑΝ  6  άνοιχο'ζ  βΤΓίστραφτ)  άττο  την  άνομίαν  τον 

την   ότΓοίαν   €7Γραξ€,    καΐ   ττράττΐ)  το  νόμιμον 

καΐ  δίκαιον,  Γ&ελβί  φυΧάξβί  ζώσαν  την  ψνχ^ίν  του. 

ΐ€ζ€ΚΐηΧ  ιη  ,  27. 

Τα.  ανομήματά  μου  εγ^  γνωρίζω,  καΐ  ή  αμαρτία 
μου  α,ναι  βνώττίόν  μου  διατταντός,     Ψαλμ.  να  .  3. 

^Αττόστρβψε  το  τρόσωττόν  σου  άττο  τάς  άμαρτίαζ 
μου,  καΐ  οΧας  τά'ζ  ανομίας  μου  έξαλειψβ.  Ψαλμ. 
να\  9. 

Θυσία  εΙς  τον  Θβον  ύναι  ττνζΰμα  συντετριμμέ- 
νον  καρΒίαν  συντετριμμβνην  καΐ  τβταττβινωμενην 
συ,  Θεέ,  δεν  θ^ελείς  καταφρονήσει.     Ψαλ/χ.  να  .  17. 

Δίασχί'σετε  τά^  καρΒία<ί  σα<ί  καΐ  ό'χί  τα  ιμάτια 
σας,  καΐ  εττιστρβψετβ  ττρος  Κύριον  τον  θβόν  σα^' 
δίότ6  εΙναί  εΧεημων  καΐ  οίκτίρμων,  μακρόθυμος 
καΐ  7Γθλι;ελεο9,  καΐ  μεταμεΧούμενος  Βιά  το  κακόν. 
Ίωηλ  β'.  13. 

Εκ  Κύρίον  τον  θεον  ημών  ανήκουν  οΐ  οίκτίρμοί 
καΐ  αϊ  αφέσεις,  8ιότι  άττεστατήσαμεν  άττο  αύτον, 
καΐ  δεν  ύττηκούσαμεν  εΙς  την  φωνην  Κυρίου  του 
θεού  ημών,  νά  ττεριττατώμεν  εις  τους  νόμους  αυ- 
τού, τους  ότΓοίονς  '4θεσεν  εμττροσθεν  μας,  Δαν.  &'. 
9,10. 

16 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Κύρΐ€,  τταίΒβνσέ  μ€,  ττΧην  μβ  κρίσιν  μη  βίς  τον 
^υμόν  σον,  δίά  να  μή  μβ  συντ€\€στ]ς.     Ί(ρ(μ.  ι,  24. 

'Ραλ/χ.  τ'.   1. 

'Μβτανοβΐτβ'  ζίύτί  ^'πΧησίασβν  η  ΒασίΧβία  των 
Ουρανών.     'Ματθ.  γ.  2. 

Σΐ]κωθ€ΐς  ,^ελω  ύττά'γει  ττρυς  τον  Πάτερα  μου, 
καΐ  ^έλω  εΙτΓβΐ  βίς  αυτόν,  ΥΙάτερ,  ημαρτον  εΙς  τον 
ονρανον  και  ενώτηόν  σου,  καΐ  Βεν  είμαι,  ττΧεον 
άξιο<;  νά  ονομασθώ  υίος  σου.     Αονκ.  ι/.  18,  19. 

Μ?)  εΙσέ\θτ[}<;  βί'^  κρίσιν  μετά  του  ΒούΧου  σου, 
Κύριε'  Βίότί  Βεν  3^έ\€ί  Βικαιωθή  εμττροσθεν  σου 
κανείς  άνθρωττος  ζών.     Ψαλμ.  (>μ•^ .  2. 

Έαν  είττωμεν  οτί  Βεν  ε-χομεν  άμαρτίαν,  ττΚανώ' 
μεν  τον  εαυτόν  μας,  καΐ  ή  αλήθεια  Βεν  είναι  εις 
ήμάς'  άλλ'  εάν  όμοΧο'γώμεν  τάς  αμαρτίας  ημών, 
είναι  ΊΓίστος  και  Βίκαιος,  ώστε  νά  σνγγ^ωρήστ]  εις 
ημάς  τάς  αμαρτίας,  καΐ  νά  μας  καθαριστεί  άττό 
ττάσαν  άΒικίαν.     1  'ΐωάν.  α.  8,  9. 

Δ  ΔΕΛΦΟΙ '  μου  αΎαιτητοΙ,  ή  Ά<γία  Τ  ραφή  μάς 
Ίταρακινεϊ  εΙς  ττοΧΧά  μέρη,  νά  άνα^νωρίζωμεν 
καΐ  νά  εζομοΧο'^/ούμεθα  τάς  ττοΧυαρίθμονς  αμαρ- 
τίας και  ανομίας  μας  •  και  νά  μην  ντΓΟκρντττωμεν 
μ7]Βε  νά  σκεττάζωμεν  αυτάς  ένώττιον  του  ΥΙαντοΒυ- 
νάμου  θεοΰ,  του  ουρανίου  μας  ΐΐατρος,  άΧΧά  νά 
εξομοΧο'^/ούμεθα  αύτάς  με  ταττεινην,  ύττοκΧινή,  με- 
τανοούσαν, και  εύττειθΡ)  καρΒίαν  Βιά  νά  Χά- 
βωμεν  την  άφεσιν  αυτο)ν  τταρά  της  άττείρου  αυτού 
ά'^αθότητος  και  εύσττΧαηγνίας.  ΚαΙ  ττάντοτε  μεν 
"χρεωστοΰμεν  νά  εξομοΧο^ούμεθα  ταττεινώς  τάς 
αμαρτίας  μας  ένώττιον  του  θεού•  μάΧιστα  Βε  χρεω- 
στονμεν  νά  κάμωμεν  τούτο,  όταν  συνεργώμεθα 
ομού,  Βιά  νά  άττοΒώσωμεν  εΙς  αύτον  ευχαριστίας, 
Βιά  τάς  Ίταρ  αυτού  Βοθείσας  εΙς  ημάς  με^άΧας 
ευεργεσίας,  νά  ττροσφερωμεν  τάς  ττροσηκούσας  εις 
αύτον  αίνεσεις,  νά  άκούωμεν  τον  ά^ιον  αυτού 
Αο^ον,  και  νά  ί^ητώμεν  τταρ  αυτού  οσα  είναι  άναη- 

17 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   Ε2ΠΕΡΙΝΗ. 

καΐα,  βίς  τβ  το  σώμα  καΐ  βίς  την  'ΐ/^ΐ'χί/ν.  "Οθβν 
βνθβρμω'ί  σας  τταρακαΧώ  οΧους,  οσοί  βίσθβ  τταρ- 
όντ69  βντανθα,  να  με  σννοΒεύσετβ,  με  καθαράν 
καρΒίαν  καΐ  ταττεινην  φωνην,  'ττρος  τον  ^ρόνον  τή<ί 
ουρανίου  'χ^άρίτος,  λ€γο)/τ69  μετ  εμε, 

Τίνίκί]    Έξομολόγ]σΐί,    ηης    πρΐπ€ί    να    Χίγΐται    κατόπιν    τον 
Α€ίτονργοΰ  άττυ  οΧον  τυν  Ααον  γοί/υκλιτί. 

Ρ2ΑΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  καΐ  οίκτίρμων  ΥΙάτερ,  έττΚανη- 
θημεν  καΐ  εξετράττημεν  άττο  τά9  οΒούς  σου,  ώς 
•πρόβατα  άττοΧωΧότα'  ^ΐΙκοΧουθήσαμεν  ηταρα  ΊτόΧύ 
τάς  3^ε\ησει<ί  καΐ  τά<;  ε'7Γΐθυμία<;  των  καρΒίών  ημών 
Τίαρέβημεν  τάς  α<^ία<ζ  σου  εντοΧάς'  ^Αφησαμεν 
αττρακτα  τα  οσα  κατά,  χρέος  εττρεττε  να  ττράξωμεν, 
καΐ  εττράξαμεν  τα  οσα  Βεν  εττρεττε  νά  ττράξωμβν 
ΚαΙ  Βεν  είναι  τίττοτε  καθαρον  εΙς  ημάς.  Άλλα  συ, 
Κύριε,  εΧέησον  ημάς  τους  άθΧίους  τταραβάτας' 
Αυττήσου,  &εε,  τους  έ'ξομόΧο'^ου μένους  τάς  αμαρ- 
τίας των  Αέξαι  τους  μετανοοϋντας•  κατά  τάς 
εττα^ΎεΧίας  σον  τάς  κηρυχθείσας  εις  το  ^ένος  των 
άνθρώττων  Βιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών. 
Και  χάρισε  εις  ημάς,  οίκτίρμων  ΐΐάτερ,  Βιά  την 
άηάττην  αυτού,  νά  ζήσωμεν  εΙς  το  εξής  με  εύσέ- 
βειαν,  Βικαιοσύνην,  και  σωφροσννην,  εις  Βόξαν  του 
ά<γίου  σου  ^Ονόματος.     Αμήν. 

Η  Αφ€σις  των  αμαρτιών,  την  οποίαν  προφερΐΐ  6    1(ρ€ν5  μονοί 
Ίσταμ€νοί,  γοννκλιτονντος  «τι  τον  Ααον, 

'0  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Θ£09,  6  Πατήρ  του  Κυρίου 
ημών  ^Ιησού  Χριστού,  όστις  Βεν  3-έΧει  τον  3^ά- 
νατον  τού  άμαρτωΧού,  άΧΧά  μάΧΧον  νά  εττι- 
στρέ-ψη  άττο  την  άνομίαν  του  καΐ  νά  ζήση•  καΐ 
όστις  εΒωκεν  εξουσίαν  και  εντοΧήν  εις  τους  Αει- 
τουρ<γούς  του,  νά  αναγγβλλωσί  καΐ  νά  κηρύττωσιν 
εις  τον  μετανοούντα  Χαόν  του  άφεσιν  και  σνγχώ- 
ρησιν  τών  αμαρτιών  αυτών  Αύτος  άττοΧύει  καΐ 
συ/γχωρεΐ  οΧους  τους  αληθώς  μετανοούντας,  και 
18 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΤΓίστεύοντας  άνυττοκρίτως  βίς  το  αηών  του  Εύ- 
αγγε'λίον.  "Οθβν  ας  δβηθώμβν  αυτού,  να  γαρίστι 
€49  ημ.α<ί  μ,ξτάνοιαν  άΧηθινην,  καΐ  το  ΥΙνβΰμά  του 
το'Ά^ων  ωστ€  ή  μεν  τταροΰσα  ικεσία  ημών  να  ^ίντ] 
εύττρόσζεκτος  εις  αύτον,  το  δε  εττίΧοίττον  της  ζωής 
μας  νά  ηναι  καθαρον  καΐ  α'^ι,ον,  καΐ  οΰτω  εττΐ 
τέΧους  νά  εΙσεΚθωμεν  εΙς  την  αίώνιόν  του  'χαράν, 
δία  ^Ιησού  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 

Ο  Λαύί  ^ίλίΐ  άτΓοκρίνίσθαι,  καΐ  ίδώ  και  €ΐ5•  τύ  τίΧο!  υΧωρ  των 
άΧΧων  ττροσΐνχων,  το    Αμήν. 

ΤοΓί  γονατίζων  ό  Αατονργος  Βίλα  \ΐ•^(ί  την  Κυριακην  Προσίν• 
χην  μζγαΧοφωνωί •  και  ό  Ααόί  -γοννκΧιτών  ομοίως  3(Χΐΐ  Χ(γ€ΐ 
αντην  όμοΰ  με  αυτόν,  κα\  ίδω  κα\  (Ιί  οποίον  άλλο  μίρο!  τι]: 
θείας  ΎΐΧΐτης  άναγινώσκξΐ•αι, 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαί  εΙς  τους  ουρανούς,  Ά? 
ά'^/ίασθΐ]  το  "Ονομα  σου•  'Ας  εΧθη  η  βασιλεία 
σου'  *Ας  'γεντ]  το  Β^έΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ούρανον, 
ούτω  καΐ  εττάνω  εις  την  Ύην.  Ύον  άρτον  ημών  τον 
(•ΤΓΐούσίον  86ς  είς  ημάς  σήμερον.  ΚαΙ  συγχ^ώρησε 
εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καΐ  ημείς 
συ^χ^ωροϋμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας  εΙς  ημάς.  Και 
μή  μάς  φερης  είς  ττειρασμον.  Άλλα.  εΧευθέρωσέ  μας 
άτΓΟ  του  ΊΓονηροΰ.  Αίότί  ίΒίκή  σου  είναι  ή  βασι- 
Χεία,  ή  Βύναμις,  και  ή  δόξα,  Είς  τους  αιώνας  των 
αιώνων.     ^Αμήν. 

"Εττειτα  ΒίΧίΐ  είττεί, 

Κύριε,  άνοιξε  τά  χείλη  μας• 
\πόκρισίς.  ΚαΙ  το   στόμα  μας  ^εΧει  άνα^ιγελΧεί 

την  αϊνεσίν  σου. 
Ιερεύς.  Θβε,  ταχυνε  εις  το  νά  μάς  σώσης. 
\\πόκρισίς.  Κυριε,  σττεύσε  νά  μάς  βοηθήσης. 

Εδώ,  ενω  στέκονται  οΧοι  όρθιοι,  υ  Ίερευς  3εΧει  εϊπεΊ, 

Αόξα  είς  τον  Πατέρα,  καΐ  είς  τον  Τίον,  και  είς 
το  ΐΐνενμα  το  "Α^ιον 

19 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΑτΓο'κρ.  Καθώς  ητον  βίς  την  αρχ^ν,  βϊναί  και  τώρα, 
καΐ  Γ^6λ6ί  ύσθαι  ττάντοτβ,  εις  αιώνας  αιώνων, 
^λμήν. 

'Ιίρίν!.  Αο^άσετε  τον  Κνριον. 

Άπόκρ.  'Άϋ  ηναί  ύε^οξασμένον  το  όνομα  τον 
Κυρίου. 

Επΐΐτα  αναγινωσκονται  η  ψάΧλονται  οΊ  Ψαλμο\,  κατά  την  θίω- 
ρισμΐνην  τάξιν,  'Έπΐΐτα  Ανάγνωσμα  (κ  της  ΤΙάλαιας  Δία- 
θήκης,  ως  (ίναι  Βίωρισμενον.  Και  μιτα  ταϋτα  το  "  Μίγαλυνεί 
V  ψ^Χη  μ'>ν"  [ητοί  η  ω8η  της  Ύπΐριυλογημίνης  Ώαρθίνου 
Μαρίας,)  ως  εττΐταί. 

Μ(γα\ΰν(ΐ  η  ψνχη  μον,      Αονκ.  α .  46. 

"\/|"ΕΓΑΛΤΝΕΙ  η  ψυ'χ^τ']  μου  τον  Κύριον,  καΐ  η<^α\' 
\ίασ€  το  ττνβΰμά  μου  εΙς  τον  θεον  τον  Σωτηρά 
μου' 

Αίότί  β'ΤΓββΧεψεν  εττί,  την  ταττβίνωσίν  της  Βού- 
\ης  τον. 

Αίότί,  ΙΒον,  άτΓΟ  του  νυν  3^£\ουν  μ^  μακαρίζει 
δΧαι  αϊ  ^^/ενβαί. 

Αιότι  βκαμβν  εΙς  εμβ  μβ'γαΧβΐα  6  Αυνατος,  καΐ 
α^ιον  είναι  το  όνομα  αυτού. 

Κα\  το  εΧεος  αυτού  είναι  εις  <γεν€ας  ηενεών 
εττάνω  εις  τους  φοβούμενους  αυτόν. 

^Έκαμεν  ερ^γα  κραταιά  με  τον  βραχ^ίονά  τον' 
ΖιεσκόρτΓίσε  τονς  ύττερηφάνονς  εις  τα,  διανοήματα 
των  καρδιών  αυτών. 

^Εκαθαίρεσε  τους  Βυνάστας  άττο  τους  Βρόνονς 
των,  και  ύ•ψωσε  τους  ταττεινούς. 

Ύούς  πεινώντας  ενεττΧησεν  άττό  ά^αθά,  καΐ  τους 
ττΧουτούντας  άττεττεμψε  κενούς. 

^ΑνέΧαβεν  ύττο  την  ττροστασίαν  τον  τον  ^ΙσραηΚ 
τον  ΒούΧόν  του,  ενθυμηθείς  το  ελεός  του'  καθώς 
εΧαλησε  ττρος  τους  ττατέρας  ημών,  εΙς  τον 
Αβραάμ,  καΐ  εις  το  σττερμα  αυτού  εΙς  τον  αι- 
ώνα. 

20 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 

Αόξα  εΙς  τον  ΤΙατβρα,  καΐ  €ΐ<ς  τον  Τίον,  καΐ  6ΐ9 
το  ΥΙνενμα  το  Άγ^ον 

Καθώ'ί  ητον  €ΐς  την  άρχ^ην,  βίναι  καΐ  τώρα,  καΐ 
^6λβί  ξΐσθαι  ΤΓίίντοτβ,  βΐς  αΙώνας  αιώνων.     \\μήν. 

Η  οντοί  ό  ΨαΧμόί'  ΐκτοί  (αν  ηναί  ή  8ΐκάτη  ϊννήτη  ήμίρα  του 
μηνυί,  καθ'  ην  άρα•γινώσκ(ται  (ΐί  την  τακτικην  σΐΐραν  των 
'ίΤαλμών. 

"λσατί  τω  Κνρίω.      'ί'αλ/χ.  γ/, 

ΛΑΛΑΕΤΕ  €19  τον  Κύριον  άσμα  νβον  Βωτι  έκαμε 
^ανμάσια' 

Με  την  δζξιάν  του,  καΐ  μβ  τον  βρα-χ^ίονα  τον 
α'^ίόν  του,  αύτ6<;  ενήργησε  την  σωτηρίαν. 

Ό  Κύριος  έκαμε  'γνωστην  την  σωτηρίαν  τον 
εμττροσθεν  των  εθνών  άττεκαλυψε  την  Βικαιοσύνην 
του. 

^Ενθυμήθη  τη  εΧεός  του  καΐ  την  αΧηθειάν  του 
ττρος  τον  οίκον  του  \σραή\'  όλα•  τα  ττέρατα  της 
Ύης  ϊζαν  την  σωτηρίαν  του  θεού  ημών. 

^ΑΧαΧάξατε  εις  τον  Κύριον,  6\η  ή  <γή'  εύφραί- 
νεσθε,  και  ά^άΧλεσθε,  και  ψάΧμωΒεΐτε. 

Ψαλ/^ωδβίτε  €ΐ9  τον  Κύριον  με  κιθάραν  με 
κιθάραν,  καΐ  με  φωνην  ψαΧμωΒίας. 

Με  σάΧΊΤΐ'^/'^/ας  γαΧκίνας,  και  με  φωνην  σάΧ~ 
ΤΓΐ'γ'^/ος  κεράτινης,  άΧαΧάξετε  εμττροσθεν  του  Βα- 
σιΧέως  Κυρίου. 

'Άς  άντηχΐ]ση  η  ^άΧασσα,  και  το  ττεριεγόμενον 
εις  αυτήν  ή  οικουμένη,  καΐ  οι  κατοικούντες  εις 
αυτήν. 

Οι  ΤΓΟταμοΙ  ας  κροτο^σι  με  τάς  γ^εΐράς  των  τα 
ορη   ας  ά'γάΧΧωνται  όμοΰ 

^Εμττροσθεν  του  Κυρίου'  Βιότι  εργεται  να  κρίντ] 
την  ηήν  ^εΧει  κρίνει  την  οικουμένην  με  Βικαι- 
οσύνην,  καΐ  τους  Χαούς  με  ευθύτητα. 

Αόξα  εις  τον  Υίατέρα,  και  εις  τον  Ύίον,  και  εις 
το  ΐΐνεΰμα  το  "Α'^ιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρχ^)]ν,  είναι  καΐ  τώρα,  καΐ 
^έΧει  εισθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

21 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Εττατα  Ανάγνωσμα  Ικ  της  Ν^αί  Αιαθηκηί,  ως  €ίναι  ^ιωρισμ€νον. 
Και  μΐτα  τοΐιτο  το  "  Ήνν  οπολνευ,"  (?/'τοι  η  ωδι)  τον  2νμΐ(ύν,) 
ως  ί'πίταί  • 

Ί>ίνν  άττοΧίκις  τον  δοιίλον  σον.       Αονκ.  β! .  29. 

Τ^ΧΙΡΑ,  ¥^ΰρί£,  άτΓοΧύβίς  τον  ΒονΧόν  σον  μβ  €ΐ- 
ρήνην,  κατά  τον  λόγον  σον 

Αίότί  ϊΒαν  οι  οφθαλμοί  μου  την  σωτηρίαν  σον, 

Ύην  οττοίαν  ητοίμασ^'ζ  κατά  ττρόσωττον  6\ων 
των  \αών• 

Φως,  Βίά  νά  φωτίστ)  τά  βθνη,  καΐ  Βόζαν  του 
\αοΰ  σου  Ίσρα?;λ. 

Αόξα  €19  τον  Πάτερα,  καΐ  εις  τον  Τίον,  καΐ  €ΐς 
το  Ώνβΰμα  το'Ά'γίον' 

Καθώς  ητον  βίς  την  άρ'χτ]ν,  είναι,  καΐ  τώρα,  καΐ 
^βλβί  είσθαί  ττάντοτβ,  βίς  αιώνας  αιώνων.     \μήν. 

Η  οΐιτος  6  Ψαλμός  •  €κτ6ς  εάν  ι'ιναί  η  δωδεκαττ;  ημίρα  τον  μηνός, 
Ό  θεοί  οίκταρησαι  ημάς.       ΨαΧμ.  ξζ  , 

'Ο   ΘΕΟΣ  νά  μας  σττΧα'^-χνίσθΐι,  καΐ  νά  μας  €ν\ο- 
Ύηση !  νά  \άμ•\^Ύ)  το  ττρόσωττον  του  ας  ημά,ς ! 

Αίά  νά  <γνωρισθη  βίς  την  <^ην  η  68ός  σου,  βίς  ο\α 
τα  βθνη  η  σωτηρία  σον. 

'ν\?  σε  βτταινώσιν  οι  'Χ.αοΙ,  Θεέ*  «?  σε  Ιτταινώσιν 
'όΧοί  οΐ  \αοί, 

*Α?  ευφρανθώσί  καΐ  ας  γ^αρώσί  τά  βθνη'  Βώτο 
^ε'λεί.9  κρίνα  τους  \αονς  μβ  ευθύτητα,  καΐ  τά  έθνη 
εΙς  την  ιγήν  θ•ελεί9  οζηγήσει. 

'^Ας  σε  έτται,νώσίν  οί\αοΙ,  Θεέ*  ας  σε  ετταινώσίν 
όλο  6  ο  ι  \αοί. 

Ή  7»)  3-β\εί  8ί8εί  τον  καρττόν  της,  καΐ  .^ελεί.  μας 
εύΧογήσεί  ο  θεός,  6  θεός  ημών. 

θελ,ει  μας  ευλο<^ησεί  6  Θεό?,  καΐ  6\α  τά  ττερατα 
της  ηης  3έ\ουν  φοβηθή  αύτον. 

Αόξα  εις  τον  ΐΐατύρα,  καΐ  εις  τον  Τίον,  καΐ  εις  το 
ΐΐνεΰμα  το  "Α'γων 

Καθώς  ητον  εΙς  την  άρ-χ^ην,   είναι  καΐ  τώρα,  καΐ 
^ελβί  εϊσθαί  πάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 
22 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΕτΓΐΐτα  άναγινωσκΐται    η    ψάλλΐται  τύ  ΣνμβοΧον  των  Άττοστο- 
\ωρ,  υίΓο  τον  \€ΐτουργον  και  τοΰ  \αοΰ  ίσταμίνων. 

ΤΤΙΣΤΕΤΩ  βί'ς  τον  Θβον,  τον  Παντοκράτορα  Πα- 
Τ€ρα,  τον  Ποιητην  τον  ουρανού  καΐ  της  /γης. 

ΚαΙ  βίς  τον  Κύριον  τιμών  'ίησονν  Χριστον,  τον 
μονο'γενή  τον  Ύίόν  Τον  συΧληφθβντα  δια  τον  ΐΐνεν- 
ματος  τον  Ά^γίον,  Ύον  ^βννηθβντα  €κ  τής  ΐίαρθένον 
Μαρίας,  Ύον  τταθόντα  βττΐ  ΙΙοντίον  ΥίιΧάτον,  Ύον 
στανρωθεντα,  άττοθανόντα,  καΐ  ταφβντα'  Ύον  κατα- 
βάντα  βίς  τον  α8ην,  ΚαΙ  την  τρίτην  ημβραν  άνα- 
στάντα  έκ  των  νεκρών  Ύον  άναΧηφθβντα  €ΐς  τους 
Ουρανούς,  καΐ  καθήμενον  βίς  τά  δεξιά  τοΰ  θβον, 
τον  ΐΐαντοκράτορος  ΥΙατρός'  "Οθεν  μέΧΧβι  νά  εΧθτ) 
Βιά  νά  κρίντ)  ζώντας  καΐ  νεκρούς. 

Πιστεύω  εΙς  το  Πνεύμα  το'Ά^ίον  Έ^Ις  τηνΆ^ίαν 
Καθο\ίκην  Έκκ\ησίαν'  Είς  την  Κοινωνίαν  των 
Ά^ίων  Είς  την  "Αφεσιν  των  αμαρτιών  Είς  την 
^Ανάστασιν  τοΰ  σώματος,  ΚαΙ  είς  την  ζωην  την 
αίώνιον.     \\μήν. 

Και  μΐτα  τοντο  -γίνονται  α'ι  άκόΧονθοι  δΐήσΐΐς,  οΧων  (υΚαβώς 
γοννκΧιτονντων  •  αφοΰ  πρώτον  6  Αειτονρ-γος  ΐκψωνήστ]  /χε•να- 
"Κοφώνως, 

Κύριος  μεθ^  νμών. 
Άττόκρ.  ΚαΙ  μετά  τού  ττνεύματός  σον. 
Αΐΐτονργός.  'Ας  δεηθώμεν. 

Κύριε,  εΚεησον. 
\ριστβ,  εΧεησον. 

Κύριε,  ελεησον. 

Τότί  ό  λατονργος,  οΊ  Κ\ηρικο\,    καΐ  ό  Λαοί  Χΐγουν  την  Κνρια- 
κην  Ώροσίνχην  μίγάληφωνως. 

■ΓτΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  είς  τους  ουρανούς,  "Άς 
^^^  ά'^/ιασθη  το  "Ονομα  σον  *Ας•  έ'λ^^;  ή  ΒασιΧεία 
σον  \\ς  '^/ενη  το  ^εΚημά  σον,  καθώς  είς  τον  ούρανον, 
ούτω  και  εττάνω  είς  την  ηην.  Ύον  άρτον  ημ6)ν  τον 
ετΓΐούσιον  δος  είς  ημάς  σήμερον.     Και  σν^-χώρησε 

23 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

βίς  ημάς  τα  αμαρτήματα  ήμων,  καθώς  καΐ  ημείς 
σν^γωροΰμεν  βίς  τους  άμαρτάνοντας  βίς  ημάς.  ΚαΙ 
μη  μας  φ^ργς  ^Ις  ττζίρασμον,  Άλλα  €\€υθέρωσ€  μας 
άτΓΟ  του  τΓονηροΰ.     Αμήν. 

"Έπΐίτα  ό  Ίίρινί  άνιστάμενος  Χίγΐΐ, 

Αβΐξβ,  Κύριβ,  το  έ'λε09  σου  βίς  ήμάς' 
Άπόκρ.  ΚαΙ  'χάρίσε  εΙς  ημάς  την  σωτηρίαν  σου, 
Ίΐρείις.  κύριε,  σώσε  την  βασίΧίσσαν 
Άπόκρ.  ΚαΙ  εττάκουσ^  ημών  ευμενώς,  ο'ίτινες  σε 
ετΓίκαΧούμεθα. 

Ίΐρΐνί.  "Ενδι^σε  τους  Αειτουρ^ούς  σου  με  Βίκαι- 
οσύνην 

Άττόκρ.  ΚαΙ  εύφρανε  τον  \αόν  σου  τον  εκΧεκτόν. 
Ίερευί.  Κύρίε,  σώσε  τον  Χαόν  σου' 
\7ΓΟκρ.  ΚαΙ  ευλόγησε  την  κΧηρονομίαν  σου. 
Ιερεύς.   Αος  είρήνην,  Κύριε,  εις  τάς  ημέρας  ημών 
Άπόκρ.  Αιότι  Βεν  είναι  άΧλος  όστις  μά-χ^εται  ύττερ 
ημών,  τταρα  συ  μόνος,  ω  Θεέ. 

Ιερεύς.  Καθάρισε  μέσα  εΙς  ημάς,  Θεε,  τάς  καρ- 
Βίας  ημών 

Άπόκρ.  Κα\  το  ΥΙνεΰμά  σου  το  "λ<^ιον  μην  αφαί- 
ρεσης άτΓο  ημάς, 

Έττειτα  άκολονθονν  τρεΙς  Ί,νναττταί•  η  πρώτη,  της  Ίίμερας•  η 
δευτέρα,  νπερ  Ειρήνης•  η  τρίτη,  νπερ  Άντιλη^Ι/εως  εις  πάντα 
Κίνδννον,  ώί  έπεται  κατωτέρω•  εκ  των  όποιων  α'ι  8υο  τε\εν- 
ταΊαι  Ένναπται  3εΧονν  άναγινώσκεσθαι  καθ  εκαστην  ημεραν 
εις  η)ν  Έσπερινην  Άκολονθίαν  χωρίς  εναΧλαγην. 

Ή  8εντερα  Σννηπτη  εΙς  την   Έσπερινην  ΤΙροσευχην. 

^ΕΕ,  εκ  του  όττοίου  ττροεργ^εται  ττάσα  άηία  εττι- 
θυμία,  ττάσα  ά'^αθή  βουΧή,  καΐ  ττάσα  Βικαία 
ττράζις'  Αος  εΙς  τους  ΒούΧους  σου  την  εΙρήνην  εκεί- 
νην,  την  οττοίαν  6  κόσμος  Βεν  Βύναται  νά  Βώση' 
ώστε  αϊ  καρΒίαι  ημών  νά  ήναι  ΒεΒομεναι  εις  το  νά 
ΰττακούωσι  τάς  εντοΧάς  σου,  και,  ύττό  σου  προστα- 
τευόμενοι εναντίον  του  φόβου  τών  ε-χ^θρών  ημών, 
νά  Βιά'^ωμεν  τον  βίον  εις  άνάπανσιν  καϊ  ήσυχ^ίαν 
24 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Βιά    της    ά^ίομισθίας    του    ΣωτΡιρος    ημών  ^ΙησοΟ 
Χριστού.     Αμήν. 

Ή  τρίτη  Συναπτή,   νπψ  !ί\ι/τιλ?)\|/•€ωί  «ίί  πάντα  Κίνδυνον. 

'Τ^ΠΙΛΑΜΦΕ  το  φως•  σου  €19  το  σκότος  ημών, 
Βζόμβ^ά  σου,  Κύρΐ€•  και,  Ζια  το  μζ^α  €λε09  σου, 
ύττερασττίσου  ημάς  βις  ττάντα  κίνδυνον  καΐ  συμ- 
φοράν  της  νυκτός  ταύτης"  δια  την  άηά'πην  του 
μονο^βνοϋς  σου  Ύΐοΰ,  του  Σωτήρος  ημών,  Ίτ/σον 
Χριστού.     ^Αμήν. 

Εδώ  άκόλονθΐΐ  το  ΆντΙφωνον,  6ΐ?  τούί  Χορον:,  κα\  (ν  γίνΐΐ  (ΐί 
ταί  Εκκλησίας  οπον  ψάΧλουν, 

Έυχη  νπ(ρ  της  Βασιλίσσης. 

ΙΓ  ΤΡΙΕ,  €7Γουράνΐ€  ημών  ΐΐάτβρ,  νψιστβ  και  κρα- 
ταιέ, Βασιλεύ  τών  βασιλέων,  Κύριε  τών 
κυρίων,  ό  μόνος  Κυβερνήτης  τών  ψ/εμόνων,  όστις 
άτΓο  τον  ^ρόνον  σου  βΧέττεις  6\ους  τους  κατοι- 
κούντας  εττι  της  ^ης'  Έ/ί  βάθους  καρδίας  δεόμεθά 
σου,  νά  εττιβΧεψης  εύνοϊκώς  εις  την  ευμενή  ημών 
^'λνασσαν  Βικτωρίαν  και  ούτω  νά  εμττΧησης  αυτήν 
με  την  χάριν  του  Ά'γίου  σου  Πνεύματος,  ώστε  νά 
άκοΧουθη  πάντοτε  εις  το  ^έΧημά  σου,  και  νά 
ττεριττατη  εις  τον  δρόμον  σου.  ^Εττίχεε  εττ'  αύτην 
δαψιΧώς  τά  ουράνια  σου  ■χ^αρίσματα'  χάρισε  εις 
αυτήν  νά  μακροημέρευση  εν  ύ^ιεία  και  εύημερία' 
κραταίονε  αυτήν,  ώστε  νά  νίκα  και  νά  καταβάΧλ,η 
οΧους  τους  ττοΧεμίους  της'  και  τέΧος,  δος  εις 
αυτήν,  μετά  τον  τταρόντα  βίον,  νά  άττοΧαύση 
την  αιώνιον  χαράν  και  μακαριότητα,  διά  Ίτ/σου 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \\μήν. 

Έ,νχτ]  διά  την  Βασιλίκην  Οίκη-γίνααν, 

^ΕΕ  παντοδύναμε,  ή  ττηγ]  πάσης  ά'^αθότητος, 
ταπεινώς  δεόμεθά  σου,  νά  εύΧο^τ/ς  την  χηρεύ- 
ουσαν  ΒασίΧισσαν  ^ΑδεΧαίδαν,  και  'όΧην  τήν  Βασι- 
Χικήν  Οίκο'γενειαν'  ^Επίχεε  εττ'  αυτούς  το  Ά'γιόν 
σου   Πνεύμα'    πΧούτιζε  αυτούς  με   τήν  ούράνιόν 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

σου  ■χάριν  δον  βί9  αυτούς  να  βύημβρωσι  μβ  ττάσαν 
εύΒαιμονίαν  καΐ  εΖσάγαγε  αυτούς  βίς  την  αΐώνυον 
βασίΚβίαν  σου,  δίά  ^Ιησου  \ριστον  του  Κυρίου 
ημών.     ^Αμήν. 

Ένχη  ίττίρ  τοΐι  ΚΧηρου  και  τον  Ααον. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αΐώνοβ  Θεέ,  ό  μόνος  ττοιών 
θαυμάσια,  κατάττβμ-^ε  εττΐ  τους  ^Ετησκόττους 
ημών  καΐ  'ΐζρβΐς,  καΐ  ττάντα  τα  εΙς  αυτούς  βμίΓΐ- 
στβυθίντα  ΐΓοίμνια  τών  ττιστών,  το  ζωοττοών  ΤΙνβΰ- 
μα  της  χάριτος  σου'  καΐ,  Βιά  να  ^ύαρξ,στησωσιν 
αΧηθώς  €ΐς  σε.,  βκχββ  ε'ττ'  αυτούς  την  άκατάτταυστον 
Βρόσον  της  €ύ\ο^ίας  σου.  Χάρισβ  ταύτα,  Κύριε, 
εις  δό^αν  του  ΐΐροστάτου  καΐ  Μεσίτου  ημών  ^Ιησού 
"Κρ  ιστού.     "Αμήν. 

Ιίυχη  τού  Άγιου  Χρνπ-οστόμου. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  εχάρισες  εις  ημά^ 
νά  κάμωμεν  ττρος  σε  τάς  κοινάς  ταύτας  καΐ 
ομόφωνους  δεήσεις"  και  ύττεσχέθης,  οττου  8ύο  ή 
τρεις  είναι  ομού  συνηΎμενοι  εις  το  "Ονομα  σου,  οτι 
-^έλεί.9  δίδεί  εΙς  αυτούς  τα  αΙτήματά  των  Έ/ίττλτ;- 
ρωσε  τώρα,  Κύριε,  τάς  αιτήσεις  τών  8ού\ων  σου 
ττρος  το  συμφέρον  αυτών  χαρίζων  εΙς  ήμ,άς,  εις 
νον  τταρόντα  αιώνα,  την  εττί^νωσιν  της  άΧηθείας 
σου,  καΐ,  εις  τον  μέΧλοντα,  ζωήν  αΐώνιον.     \μήν. 

2  Κορινθ.    ιγ'.  14. 

'ΧΙ  ΧΑΡΙΣ  του  Κυρίου  7]μών  ^Ιησού  Χριστού,  καΐ 
ή  ά<γά7Γη  του  Θεού,   καΐ  ή  κοινωνία  τού  Ά^ίου 
Πνεύματος,  εϊη  μετά  ττάντων  ημών  εις  τους  αιώνας. 
^Αμήν. 

Τίλοί  τη5  Έσπΐρινηί  ΆκοΧονθίαί,  καθ'  οΧον  το  διάστημα  τοϋ 
ίνιαντον. 


26 


ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΈίΙΘΙΝΗΝ  ΆΚΟΑΟΤΘΙΑΝ, 

ΕΐΓ  τάί  ΐορτα!  των  Χριστονγίννων,  των  θίοφανίίων,  τοΰ  Αγίου 
Ματβία,  τον  Ίΐάσχα,  τη!  'Ανάλ7]ψΐω5,  της  ΐίεντηκοστης, 
τον  Αγίου  Ιωάννον  τον  Έαπτιστον,  τοΰ  Αγιου  Ιακώβον, 
τον  Αγίου  Βαρθολομαίου,  τοΰ  Αγίου  Ματθαίου,  τοΰ  Αγίου 
Σίμωνος  και  τοΰ  Αγίου  'ΐοίι^α,  τοΰ  Αγίου  Αι/δρεου,  και  τί]ν 
•■  Κνρίακην  της  Άγιας  'ΓριάΒος,  άντΙ  τοΰ  ΣνμβοΚον  των  Άπο- 
ατυΚων  3(Κονν  ψάΧΚει  η  άναγινώσκει  ό  Αειτονργος  και  ό 
Λαοί,  Ίστάμΐνοί  όρθιοι,  την  ΌμοΧογίαν  ταντην  της  Χριστι- 
ανικής ημών  Τΐίστΐως,  την  κοινώς  ονομαζομίνην  "  ΣνμβοΧον 
τοΰ  Αγίου  Αθανασίου," 

Οστις  βουΧΐται  σωθήναι, 

'^ΓΛΣΎΙΣ  3^€\ει  νά  σωθΐ],  ττρο  πάντων  είναι  άνάι^/κη 
να  κρατήστ}  την  ΚαθοΧικην  Ώίστιν 

Την  ότΓοίαν  έάν  δεν  φύλάξτ)  τίς  σώαν  καΐ  αμω- 
μον,  άναμφιβόΧως  τ^ελβί  άττοΧβσθή  αΙωνίως. 

Πί'στί9  δε  Καθο\ίκη  είναι  αύτη•  Νά  σββώμβθα 
€να  Θεόν  εν  Τριάρι,  καΐ  Τριάδα  εν  ΜονάΒι, 

^Ιήτε  σν^/γ^έοντες  τάς  'Ύττοστάσεις,  μήτε  8ιαι- 
ρονντες  την  Ούσίαν. 

Διότι  άλλη  είναι  ή  'Τττόστασίς  τον  Τίατρος,  άΧλη 
τον  Ύΐον,  καΐ  άΧλη  τον  Ώνεύματος  Άγιοϊ^• 

Μία  όμως  είναι  ή  θεότης  τον  Πατρός,  τον  Ύίον, 
και  τον  Ά^ίον  ΥΙνενματος'  ϊση  ή  Αόξα,  σνναιΒιος 
η  Με^α\ειότης. 

ΟτΓοΐος  6  Ώατήρ,  τοιούτος  και  ό  Ύίος,  τοιούτον 
καί  το  ΙΙνενμα  το  "Α'^/ιον 

Άκτιστος  ό  Πατήρ,  άκτιστος  ό  Ύίος,  άκτιστον 
καΐ  το  "λ'γιον  ΥΙνεύμα• 

λκαταλητΓτος  ό  Τίατήρ,  ακατάληπτος  ό  Ύίος, 
άκατάλητΓτον  καΐ  το  "Κηιον  ΤΙνενμ,α• 

Αιώνιος  ό  ΥΙατήρ,  αιώνιος  ό  Ύίος,  αίώνιον  καΐ  το 
"Α^ιον  Πνεύμα. 

Πλην  δεν  είναι  τρεις  αιώνιοι,  άλλ,'  εΙς  αιώνιος• 

Καθώς,     ούΒε    τρεις    ακατάληπτοι,     ονδε    τρεις 
άκτιστοι,  αλλ   είς  άκτιστος,  και  εις  ακατάληπτος. 
Ο  2 


ΣΥΜΒΟΛΟΝ 

Ώ.σαντω<;  Ίταντοκράτωρ  6  Τίατηρ,  παντοκράτωρ 
6  Τ/09,  Ίταντοκράτωρ  καί  το  "Αγίον  ΥΙνβύμα' 

ΤΥΚην  δεν  ύναί  τρ€Ϊ<;  τταντοκράτορζς,  άλλ'  €69 
τταντοκράτωρ. 

Οντω,  Θβος  ό  Πατήρ,  Θε09  ό  Τί09,  Θεός  καΐ  το 
ΥΙνβΰμα  το  "Αγίον 

ΐϊ\ην  δεν  βϊναί  τρβΐς  Θεοί,  αλλ-   βΐς  Θε09. 

'ί1σαι;τω?,  Κύρ409  ό  Τίατηρ,  Κύριος  6  Τίό?, 
Κυ/)ί09  καΐ  το  ΐΐνενμα  το  'Άγίον 

ΐΐλην  Ββν  είναι  τρεις  Κύριοι,  αλλ'  εΐ9  Κύριος. 

Αιότι,  καθώς  άνα'γκαζόμβθα  άττο  την  'Κ.ριστιανι- 
κην  αλ,ήθβιαν  να  6μο\υ<^/ώμ€ν  βκάστην  'Τττόστασιν 
μοναΒικώς,  Θεον  καΐ  Κύριον, 

Οντω  μας  είναι  άτΓη<^ορενμενον  άττο  την  Καθο- 
\ικην  ενσέβειαν  να  'Χεηωμεν  τρεις  Θεούς,  ή  τρεις 
Κνρίους. 

Ό  Πατήρ  άττο  κανένα  οεν  είναι  /Καμωμένος,  ούτε 
δημιουργημένος,  ούτε  γεννημένος. 

Ό  Ύίος  είναι  άττο  μόνον  τον  Πατέρα,  6•χ^ι  καμω- 
μένος, ούτε  Βημιονρ<γημένος,  αλλά  γεννημένος. 

Το  Πνεύμα  το  "Α<^/ιυν  είναι  άττο  τον  Πατέρα  και 
τον  Τίον,  ο-χ^ι  καμωμένον,  ούτε  8ημιονρ<γημένον, 
ούτε  ηεννημένον,  αλλά  ττροερ'χόμενον. 

ΈιΙς  ΧοιτΓον  Πατήρ  είναι,  ογ^ι  τρεις  Πατέρες•  εϊς 
Ύίος,  ογι  τρεις  ΎίοΙ'  εν  Πνενμ^α  "Αηιον,  οχ^ι  τρία 
Πνεύματα  "Α^ια. 

Και  εις  ταύτην  την  ΎριάΒα  κανεν  δεν  βίναι  ττρώ- 
τον  η  ύστερον,  κανέν  δεν  είναι  με<γα\ήτερον  η  μι- 
κρότερον 

Άλλ'  6\αι  αι  τρεις  'Ύττοστάσεις  είναι  σννΒιαιω- 
νίζουσαι  εις  έαυτάς,  καΐ  ίσαι. 

"Ωστε  κατά  ττάντα,  ώς  ττροεΧέ'χθη,  ττρέττει  νά 
λατρεύεται  Μονά9  εν  Ύριάδι,  καΐ  Ύριάς  εν  Μονάδί. 

"Οστις  "λοιττον  ^έΧει  νά  σωθη,  ούτω  ττρέττει  νά 
φροντ)  ττερϊ  της  Τριάδος. 

Ακόμη  είναι  άνα<^καΐον  ττρός  αιώνιον  σωτηρίαν, 
νά  ττιστεύγι  ορθώς  και  την  ενανθρώττησιν  του 
Κυρίου  ημών  ^Ιησού  Χριστού» 


ΤΟΥ  Άγιου  Αθανάσιου. 

Έΐναι  ΧοίΤΓον  Πίστις  ορθή,  να  Ίηστξύωμ,ξν  καΐ 
νά  όμοΧοηωμβν  οη  6  Κύριος  ημών  ^Ιησούς  Χρίστος, 
ύ  Ύίος  του  Θεοΰ,  βίναι  θβος  καΐ^'λνθρωττος' 

Θ60?,  €κ  της  Ουσίας  του  ΥΙατρος,  'γβννημένος 
•προ  των  αιώνων  καΐ  "Ανθρωττος,  €Κ  της  Ουσίας 
της  'Μητρός  του,  ηεννημίνος  εν  -χ^ρόνω' 

ΎέΧβιος  Θβος,  καΐ  τέΧβιος  "Ανθρωττος,  άττο  ψνχτ^ν 
Χο^ικην  και  άνθρωττίνην  σάρκα  συνιστάμενος• 

"Ισος  μΙ  τον  Πατέρα  κατά  την  θβότητα,  κατώ- 
τερος δε  τοΐ)  ΥΙατρος  κατά  την  Άνθρωττότητα. 

"Οστις,  αν  καΐ  ηναι  Θεός•  και  "Ανθρωπος,  Ζεν  ύναι 
όμως  Βύο,  άλλ'  εΓς  Χριστός• 

Εις  δε,  οχ^ι  μβ  τροττην  της  θεότητας  €ΐς  σάρκα, 
άΧλά  με  ττρόσΧη-^^ιν  ^Ανθρωττότητος  εις  Θεότητα• 

Είς  όΧοκΧηρως,  ογ^ι  με  σΰ'^γυσιν  φύσεων,  άλλα 
με  'ένωσιν  'Ύττοστάσεων. 

Αιότι,  καθώς  ψνγ^η  Χολική  καΐ  σαρξ  είναι  είς 
άνθρωτΓος,  ούτω  Θεός  καΐ  "Άνθρωττος  είναι  εΙς 
Χριστός• 

Οστις  ετταθε  Βιά  την  σωτηρίαν  ημών  και 
κατέβη  είς  τον  αΖην  καΐ  ανέστη  την  τρίτην 
ημέραν  εκ  των  νεκρών 

Και  άνέβη  είς  τους  Ουρανούς•  και  κάθηται  εκ 
δεξιών  του  θεού  και  ΥΙατρός  του  ΥΙαντοκράτορος• 
όθεν  μέΧΧει  νά  εΧθτ)  Βιά  νά  κρίνη  ζώντας  και 
νεκρούς. 

Έ,ίς  την  Ίταρονσίαν  του  όττοίου,  οΧοι  οι  άνθρω- 
ΊΓΟι  .^έΧουν  άνασταθή  με  τά  σώματα  των,  Βιά  νά 
άτΓοΒώσωσι  λόγον  ττερί  τών  ιΒίων  των  ιτράξεων 

ΚαΙ  οι  μεν  ττράξαντες  τά  άηαθά  3έΧουν  νττά^ει 
είς  ζωην  αίώνιον  οι  δε  τά  κακά,  είς  το  ττΰρ  το 
αίώνιον. 

Αύτη  είναι  η  ΚαθοΧικη  Πίστις•  την  όττοίαν  εάν 
τις  δεν  ττιστεύση  άΖιστάκτως  καΐ  βεβαίως,  δεν 
^έΧει  ουνηθϊ]  νά  σωθη. 

Αόξα  είς  τον  ΐΐάτερα,  και  είς  τον  Ύίόν,  και  είς 
το  ΥΙνεΰμα  το  Άγιο  ν 

Καθώς  ητον  είς  την  άργ^ην,  είναι  και  τώρα,  και 
^ελε*  είσθαι  ττάντοτε,  είς  αιώνας  αιώνων.    Αμήν. 

29 


Ή  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

Έδώ  άκολονθΐΐ  η  Αιτανεία,  η  ^αηκη  'ΐκΐσία,  ήτις  πρίττΐΐ  να 
■βάλλεται  7/  να  άναγινώσκ€ται  μ6τα  την  Έωθινην  ΤΙροσεν- 
χην,  βίί  τάί  Κνριακας,  Τετράδαί,  καί  Τ1αρασκΐνά5'  κα\  ίϊί 
αΧΚονί  καιρονζ,  οπόταν  το  ^ιορίσΐ]  ό  Προεστώί. 

^ΕΕ   ΤΙάτβρ  ούράνί€,  έΧέησον  ήμά<ί  τού<;  άθΧίους 
άμαρτωΧούς. 

Θεέ    ΐΙάτ€ρ    ουράνια,    έΧεησον     ημάς    τους 
άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Θεέ  Τίέ,   Αυτρωτά   του  κόσμου,   ίΧέησον   ημά<ί 
τους  άθΧίους  άμαρτωΧους. 

Θεέ    Τίέ,    Αυτρωτα    του    κόσμου,    ίΧίησον 
ημάς  τους  άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Θεέ     Υίνβϋμα    Ά'^ι,ον,     ττροβρ'χόμζνον    αϊτό     τον 
Πατέρα  καϊ  τον  Τίόν,   εΧέησον  ημάς  τους  άθΧίους 
άμαρτωΧούς. 

Θεέ  Πνζΰμα  "Α^ίον,  ττροζργόμ^νον  άττό  τον 
Πατέρα  καΐ  τον  Τιόν,   έΧέησον  ημάς  τους 
άθΧίους  άμαρτωΧους. 
Ά'γία,  €ύΧο<γημένη,  καϊ  €νδοξ€  Ύρίάς,   Θεέ  Ύρισ- 
νττόστατβ,  έΧίησον  ημάς  τους  άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Ά^ία,    εύΧο^ημένη,   καϊ  έ^δο^ε  Τρίας•,   Θεέ 
Ύροσυττόστατε,     εΧέησον    ημάς     τους    ά- 
θΧίους άμαρτωΧούς. 
Μην  βνθυμηθης,  Κύρι,ε,  τάς  ανομίας  ημών,   μηΒβ 
τάς  ανομίας  των  ττατερων  ημών  καϊ  μη  τιμωρή- 
σης  ημάς  Ζίά  τάς  αμαρτίας  ημ,ών.     ΣττΧα'γ'χνίσου 
ημάς,    ΐΐανά^αθε  Κύριε,    σττΧα^γνίσου    τον   Χαόν 
σου,  τον  όποιον  εξ7ρ/όρασ€ς   Βιά  του ,  τιμίου    σου 
αίματος•  καϊ  μην  οργίζεσαι  καθ^  ημών  δια  τταντός. 
ΣττΧα'γ'χνίσου  ημάς,  ΥΙανά'^/αθε  Κύριε. 
Αττό  πάν  κακόν  καϊ  ττάσαν  εττήρειαν,  άττό  άμαρ- 
τίαν,   άττό   τάς  εττιβουΧάς  καϊ   εφόΒους  του   Αια- 
βόΧου,  άττό  την  6ργ']ν  σου,  καϊ  άττό   την  αίώνιον 
κόΧασιν, 

Τίανάιγαθβ  Κύριε,  εΧευθέρωσβ  ημάς. 
Αττό  ττάσαν  τύφΧωσιν  καρΒίας'  άττό  ύττερηφα' 
30 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

νίαν,  κενο8οζίαν,  καΐ  ύττόκρισιν  αττό  φθόνον, 
μίσος,  καΐ  μνησικακίαν  καΐ  άττο  ττάν  εναντίον 
της  Χριστιανικής  α'^άττης, 

Πανάγαθε  Κύρίβ,  εΚζνθερωσβ  ημάς. 
Άττό    ΤΓορνβίαν,    καΐ    ττάσαν    άΧλην    ^ανάσιμον 
άμαρτίαν   και  άττό  όλας•  τάς  άττάτας  του  κόσμου, 
της  σαρκός,  καΐ  του  ΑιαβόΧου, 

Τ1ανά<γαθ€  Κύριε,  βΧβυθερωσε  ημάς. 
Άττό  κεραυνον  καΐ  3^ύε\\αν'  άττο  Χοιμον  καϊ  ττεΐ- 
ναν   αττό   μάγας  καϊ  φόνους '   και  άττο   αίφνίδιον 
θάνατον. 

Πανάγαθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Άττό   "ττάσαν  στάσιν,  συνομοσίαν,   καϊ  άττοστα- 
σίαν  αττό  ττάσαν  '^ευδή  δι8ασκα\ίαν,  αϊρεσιν,  καϊ 
σγ^ίσμα'  άττο  ττώρωσιν  καρδίας,  καϊ  καταφρόνησιν 
του  ά'^ίου  σου  Λόγου,  καϊ  των  ΈντοΧων, 
υανά^αθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Δίά  του  μυστηρίου  τής  ά<γίας  σου  ^Ενανθρωττή- 
σεως'   οιά  τής  ά<^ίας  σου  Υεννησεως  καϊ  ΥΙεριτο- 
μής'  δια  του  Βατττίσματός  σου,  τής  ληστείας,  και 
τής  Τίειράσεως, 

Πανάγαθε  Κύριε,  εΧευθέρωσε  ημάς. 
Δια  τής  Ά^/ωνίας  σου  καϊ  του  αίμα,τώδους  'ΐδρω- 
τος'  δια  του  Σταυρού  σου  καϊ  του  Πάθους '  δια 
του  τιμίου  σου  Θανάτου  καϊ  τής  Ταφής '  δια  τή<! 
ενδόξου  Αναστάσεως  σου  καϊ  \\ναΧ7)ψεως'  καϊ  δια 
της  καταβάσεως  του  Άγιου  ΥΙνεύματος, 

ΐΐανά^αθε  Κύριε,  εΧευθέρωσε  ημάς. 
Εις  πάντα  καιρόν  ^Χίψεως'   εις  ττάντα  καιρόν 
ευημερίας"   εις   την  ωραν  του  θανάτου,  καϊ  εΙς  την 
ημέραν  τής  κρίσεως, 

Πανά'γαθε  Κύριε,  εΧευθέρωσε  ημάς. 
Ήμεΐς  οι  άμαρτωΧοϊ  δεόμεθά  σου  νά  μάς  εισα- 
κούσης,  Κύριε  Θεέ'  καϊ  ευδόκησε  νά  διοικτ]ς  καϊ  νά 
διευθύνης   την  'λ<^ίαν   σου   ΚαθοΧικην  ^ΕκκΧησίαν 
εις  την  ευθείαν  όδόν. 

Δεόμεθά  σου  νά  μάς  είσακούστ)ς,  ΥΙανά'^αθε 
Κύριε. 

31 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

ΈυΒόκησε  να  φνλάττ'ρς  και  να  στ€ρ€6ντ}'ζ  €ΐς  την 
αληθή  Χατρβίαν  σου,  6Ϊ9  βύθύτητα  καΐ  οσιότητα 
ζωής,  την  8ον\ην  σου  Βίκτωρίαν,  την  βύμβνίστά- 
την  ημών  "Ανασσαν  και  Ή^εμονί8α. 

Αεόμεθά  σον  να  μας  είσακούσης,  ΐΙανά<γαΘ€ 

Κύρί€. 

ΈύΒόκησ€  να  οΒη'γής  την  καρΒίαν  αυτής  εΙς  την 

ττίστίν,    εις   τον  φόβον,  καΐ  εις  την  ά'γάττην  σον 

καΐ  να  εγτι  ττάντοτε  βίς   σε  την  εΚιτίΒα  της,  καΐ 

ττάντοτε  να  ζητή  την  τιμήν  καΐ  την  8όξαν  σον. 

Αεόμεθά  σον  να  μας  είσακούσης,  ΐϊανά<γαθε 
Κύριε. 
ΈνΒόκησε  να  υττερασιτίζεσαί  καΐ  να  ΒιαφυΧάττ'ης 
αυτήν,   δίδων   €ΐ9  αυτήν  νίκην  κατά   πάντων  των 
ε-χθρών  της. 

Αεόμεθά  σου  να  μας  είσακονσ'ρς,  ΐΙανά<γαθ€ 
Κύριε. 
ΈύΒόκησε  νά  εύΧο/γής  καΐ  να  ΒιαφυΧάττης  την 
'χιίρεύουσαν  ΒασίΧισσαν   "ΆΒεΧαίΒαν,    καΐ    ττάσαν 
τήν  ΒασιΧικήν  Οίκο'^ένειαν. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  ΥΙανά'^αθε 
Κύριε. 
ΈύΒόκησε  νά  φωτίζης  οΧους  τους  ^Εττισκόττους, 
τους  Ιερείς,  καΐ  Αιακόνους,  ώστε  άΧηθώς  νά  ^γνω- 
ρίσωσι  και  νά  εννοώσι  τον  3εΐόν  σου  Αο'γον  και, 
νά  Βυνηθώσι,  8ιά  της  ΒιδασκαΧίας  αυτών  καΐ  τοΰ 
ΤΓοΧιτεύματος,  άξίως  νά  εξα'γ'γεΧΧωσι  και  νά  τταρ- 
ιστάνωσιν  αύτον. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  βισακούσ'ρς,  ΐΐανάγαθε 
Κύριε. 
ΈύΒόκησε  νά  ττερίκοσμής  τους  Προκρίτους  τής 
Βασιλικής  ΒουΧής,  καΐ  ττάντας  τους  Ευγενείς,  με 
'χ^άριν,  σοφίαν,  καΐ  σύνεσιν. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  εισακούσ-ρς,  ΐΙανά<γαΘ€ 
Κύριε. 
ΈυΒόκησε    νά    εύΧογής    καΐ   νά   φνΧάττ7)ς   τους 
εν    εξουσία    οντάς,    δίδων    £19    αυτούς    χάριν    νά 
'ό2 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ, 

ίκτελωσι  την  Ζίκαιοσύνην,  καΐ  να  Βιατηρωσι  την 
αΧ,ήθααν. 

Αβόμβθά  σου  να  μας  βίσακούστ}ς,  \1ανάηαΘ& 
Κύρίβ. 
Ευδό/ί7;σε  να  βύλογ*)•»  ^"ί•  ^^  φνλάτΤΎ}^  όλον  τον 
\αόν  σον. 

Αβόμεθά  σον  να  μας  εΙσακούστ}ς,  Ώανά'γαθβ 
Κνρί€. 
ΐ,νδόκησε  να  γαρίζΐ]ς  εις  ό'λα  τα  έθνη  ενότητα, 
ειρήνην,  καΐ  ομονυιαν. 

Αεόμεθά  σου  να  μας  εισακουστείς,  Πανάγαθε 
Κύριε. 
ΈύΒόκησε  να  Βιενθύντ)ς   την  καρΒίαν  ημών  εις 
την  ά'^άττην  και  εις  τον  φόβον  σον,  ώστε  ττροθυ- 
μως  να  ζώμεν  κατά  τάς  εντοΧάς  σου. 

Αεόμεθά  σον  να  μας  είσακούσης,  Πανάγαθε 
Κύριε. 
ΈύΒόκησε  να  χαρίζτ)ς  εις  οΚον  τον  \αον  σον 
αΰΡησιν  γάριτος,  Βιά  νά  άκούωσιν  εύττειθώς  τον 
Αοηον  σου,  και  να  οεγωνται  αυτόν  με  κασαραν 
ψυ-χην,  και  νά  ηεννωσι  τους  καρπούς  του  Πνεύ- 
ματος. 

Αεόμεθά  σον  νά  μας  εισακούσ'ρς,  Ώανα<γαθ€ 
Κύριε. 
Έ,νΒόκησε  νά  ετταναφερης  εις  την  όΒόν  της  α\η- 
θείας  ττάντας  τονς  άττοΊτλανηθεντας  άττο  αντην  καΐ 
τταρεκτραττέντας. 

Αεόμεθά  σον  νά  μας  εΙσακούσΎ^ς,  ΥΙανάηαθε 

Κύριε. 

Έ,ύΒόκησε  νά  ύττοστηρίζης  τους  Ίσταμενονς,  να 

'τταρη'γορης  και  νά  βοηθης  τους  άκάρδονς,  νά  άνορ- 

θόντ)ς  τους    ττετττωκότας,    και,   τεΧος  ττάντων,   να 

σνντρίψης  τον  Σατανάν  νττο  τους  ττόΒας  ημών. 

Αεόμεθά  σον  νά  μας  είσακούσης,  Ώανά<γαθ€ 
Κύριε. 
ΕύΒόκησ€  νά  νροστατεύ^ς,  νά  βοηθάς,  καΐ  νά 
ο  3* 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

τταρη^ορ^'ζ  6\ους  τους  βύρισκομένους  €ΐς  κίν^υνον, 
6ΐ<;  άνάι^κην,  καΐ  €49  Β^ίψιν. 

Αβόμβθά  σου  να  μο.ς  €ΐσακο.νσ'Τ)<ί,  ΐΐανά'^αθζ 
Κνρίβ. 
Έ,ύΒόκησβ  νά  Βιαφν\άττρ<ί  6Χον<;  τους  όδοίττο- 
ροΰντας  Βία  ^γής  καΐ  τ^ά\άσση<ζ,  6\ας  τάς  βυρι- 
σκομένας  €49  τους  ττόνους  της  γέννας,  οΧους  τους 
άσθβνβΐς,  καΐ  δλα  τά  μικρά  τταώία'  καΐ  νά  Ββίγν'ρς 
το  €λ€09  σου  €49  οΧους  τους  φυΧακωμένους  καΐ 
αΙγ^μαΧώτους. 

Α€ΟμβΘά  σου  νά  μας  ζΐσακούστις,  Τίανά<γαθ6 
Κύρί€. 
ΈύΒόκησβ  νά  ύτΓβρασττίζζσαί  καΐ  νά  ιτρονοχις  τά 
ορφανά  ιταώία,  τάς  χήρας,  καΐ  όλους  τους  ερημω- 
μένους καΐ  καταθΧίβομίνους. 

Αβόμ^βθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  ΐΐανά^αθε 
Κύριβ. 
Έ.ύ8όκησ€  νά  €λ€^^9  ττάντας  τους  άνθρώττους. 

Αβόμεθά  σου  νά  μας  βίσακούσης,  ΤΙανά'γαθ^ 
Κύρί€. 
ΈύΒόκησ€   νά    συ^χωρης    τους    όσοι    εγβρεύον- 
ται,  κατατρέγ^ουν,  και  συκοφαντούν  ημάς,  καΐ  νά 
στρέψης  τάς  καρΒίας  αυτών. 

Αβόμβθά  σου  νά  μας  βίσακυύσης,  ΐϊανά<γαθ6 
Κύριβ. 
ΕύΒόκησβ  νά  ΒίΒης  καΐ  νά  Βιατηρης  ττρος  'χ^ρησιν 
ημών   τους    αγαθούς    καρττούς   της    γης,   ωστβ   νά 
άτΓοΧαμβάνωμβν  αυτούς  βν  καιρώ. 

Αβόμβθά  σου  νά  μας  βίσακούσης,  ΤΙανάγαθε 
Κύριβ. 
ΈιύΒόκησβ  νά  Βώσης  βίς  ημάς  άΧηθίνην  μβτά- 
νοιαν  νά  συγ-χ^ωρήσης  ττάσας  τάς  αμαρτίας  ημών, 
τάς  άμβΧβίας,  και  τάς  αγνοίας•  και  νά  μας  ττερι- 
κοσμης  μβ  την  χάριν  του  Αγίου  σου  ΐΐνβύματος, 
Βιά  νά  Βιορθώσωμβν  την  ζωήν  μας  κατά  τον  άγιόν 
σου  Αόγον. 

Δεο/Αβ^ά  σου  νά  ^ίΐάς  βίσακούσης,  Πανάγαθε 
Κύριβ. 
34 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

Τίέ  του  Θβον,  Βεόμ^θά  σον  νά  μας  βίσακούστίς. 
Ύιε  του  θβοΰ,  δβόμεθά  σου  νά  μας  βίσα- 
κούσ-ης. 
^Αμν€  του  Θβοΰ,  6  αϊρων  τάς  αμαρτίας  του  κό- 
σμου, 

\άρίσβ  €ΐς  ημάς  την  βίρηνην  σου. 
λμνε  του  θεού,  6  αϊρων  τάς  αμαρτίας  του  κ6  ■ 
σμον, 

Έλετ/σον  ημάς. 
Χρίστβ,  εισάκουσα  μας. 

\ρίστ€,  εισάκουσε  μας. 
Κύριε,  εΧέησον. 

Κύριε,  εΧεησον. 
\ρίστε,  εΧεησον. 

\ρίστέ,  εΧέησον. 
Κύριε,  εΧέησον. 

Κύριε,  εΧβησον. 

Επείτα   ό    \(ΐτονρ•γ6ί,    και   6    Ααύ?   μετ     αυτόν,     λΐγουν    την 
Κνριακην  ΙΙροσευχην. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  'Χ<? 
άΎΐασθτ}  το  "Ονομα  σου'  'Ας  εΧΘη  η  βασιΧεία 
σου'  'Ας  '^/ενη  το  Β^έΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ούρα- 
νον,  ούτω  καΐ  εττάνω  εις  την  ηην.  Ύον  άρτον  ημών 
τον  ετΓίούσιον  Βος  εις  ημάς  σήμερον.  ΚαΙ  συ<^•χω- 
ρησε  εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  και 
ημείς  συ^γ^ωρούμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας^  εις 
ημάς.  ΚαΙ  μ.ή  μάς  φέρης  εις  ττειρασμον,  Άλλα. 
εΧευθερωσέ  μας  άττο  του  ττονηροΰ.  Αίότι  ίΒίκη 
σου  είναι  ή  βασιΧεία,  ή  Βύναμις,  και  ή  δόξα,  Έ•ις 
τους  αιώνας  τών  αιώνων.     ^Αμήν. 

Ίίρεΰς.  Κύριε,  μή  φερθης  ττρος  ημάς  κατά  τάς 
.αμαρτίας  ημών 

'Αίΐόκρ.  Μτ/δέ  νά  άντα'7ΓθΒώσ7)ς  εις  ημάς  κατά  τάς 
ανομίας  ημών. 

Άς  Βεηθώμεν. 
^ΕΕ,  οίκτίρμων  Πάτερ,   όστις   Βεν   άττορρίτττεις 
τον  στενα'γμον  της    συντετριμμένης    καρδίας, 

35 


Η   ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

ουδέ  τάς  βτηθυμίας  των  Β^Χιβομένων,  βττίβΧβψε 
εύσττΧάΎγνως  €69  τας  Ζβήσει^  ημών,  τά<;  όττοία^; 
κάμνομβν  ένώττιον  σου,  βίς  6\α^  τά?  στ€νο'χωρία<ζ 
καΧ  συμφοράς  ημών  οττόταν  μας  καταθΧίβωσί'  καΐ 
ΐττάκουσέ  μας  ευμενώς,  ώστε  τά  κακά,  οσα  η  δο- 
\ίότης  καΐ  ττανουριγία  του  ΑιαβόΧου  η  καΐ  άνθρώ- 
των  μη-χανεύεται  καθ"  ημών,  νά  ματαιωθώσι,  καΐ, 
δίά  της  ττρονοίας  της  αγαθότητας  σου,  νά  8ία\υθώ- 
σιν  ώστε  ημείς  οι  8οΰ\οί  σου,  μένοντες  άβΧαββΐς 
άτΓο  ττάσαν  εττιβουΧην,  νά  άττοΒίδωμεν  εις  σε  ττάν- 
τοτε  εύ-χ^αριστίας  εΙς  την  Ά^ίαν  σου  ^Εκκ'λησίαν, 
Βίά   ϊησοΰ  Χ.ρίστου  του  Κυρίου  ημών. 

^Ανάστα,  Κύριε,  βοήθησε  ημάς,  καΐ  "λύτρωσε 
ημάς,  δίά  το  "Ονομα  σου  το  "Α'^ίον. 

^ΕΕ,  με  τά  ώτά  μας  ηκούσαμεν,  καΐ  οί  ττατέρες 
ημών  άνή'γ'γείΧαν  εις  ημάς,  τά  θαυμαστά  ερ<γα 
τά  ότΓοΐα   έκαμες   εΙς   τάς  ημέρας  αυτών,   καΐ  εις 
τους  άργαίους  'χρόνους  ττρο  αυτών. 

^Ανάστα,  Κύριε,  βοήθησε  ημάς,  καΐ  Χύτρωσε 
ημάς,  δίά  την  8όξαν  σου. 

Αόξα  εΙς  τον  Πατέρα,  καΐ  εις  τον  Τίον,  καΐ  εΙς 
τό  Πνεύμα  το  "Α<^ίον 

Καθώς  ητον  εΙς  την  άρ'χήν,  είναι  καΐ  τώρα,  καΐ 
Β^έΧει  είσθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

ΑτΓο  τους  ε'χθρούς  ημών  φύΧαττε  ημάς,  Κριστέ. 
Ευμενώς  εττίβΧεψε  εις  τάς  Β^Χίψεις  ήμέον. 
ΕύσττΧά^χνως    18ε    τους    ττόνους    τών    καρΒιόον 
ήμο)ν. 

Συ^γ^ωρησε  οικτιρμόνως  τάς  αμαρτίας  του 
Χαοϋ  σου. 
Μέ    εΰνοιαν   καΐ   εΧεος  εισάκουσε  τάς  Βεήσεις 
ημών. 

Ύίε  του  ΑαβίΒ,  εΧέησον  ημάς. 
Και  τώρα  καΐ  ττάντοτε  ευδόκησε  νά  μάς  εισα- 
Κθύτ)ς,  Χριστέ. 

Ευμενώς  εισάκουσε  ημάς,  Χριστέ'  ^ύμξνΜ<} 
εισάκουσα  ήμη^,  Κνριε  Χριστές 
36 


Η  ΛΙΤΑΝΕΙΑ. 

'ΐ(ρ(νς.  Κύρί€,  ^ττίφανε  το  (ΙΧβός  σου  βίς  ημάς, 
Άπόκρ.  Καθώς  ήμ€Ϊς  ηΚπίσαμξν  ζΐς  σέ. 

"Ας  Βξηθώμεν. 
^ΑΠΕΙΝίΙΣ  σ€  τταρακαΧοΰμεν,  Πάτ€ρ,  βττίβΧβψί 
εύμβνώς  εΙς  τάς  ασθενείας  ημών  καΐ,  δίά  την 
Βοζαν  του  ^Ονόματος  σου,  άττόστρεψε  αττο  ημάς 
υ\α  τα  Βεινά,  των  όττοίων  ττολλά  Βίκαίως  είμεθα 
αζιοί'  καΐ  γκάρισε  μας,  ώστε  εΙς  οΧας  ημών  τάς 
στενο-χωρίας  νά  εγωμεν  τεΧείαν  ελττ/δα  καΐ  ττε- 
ΤΓοίθησιν  εις  το  εΧεός  σου,  καΐ  νά  σε  Χατρεύωμεν 
ττάντοτε  με  άηιότητα  καϊ  καθαρότητα  βίου,  εΙς 
τιμήν  καϊ  Βόξαν  σου•  Βιά  του  μόνου  Μεσίτου  ημών 
καϊ  /\ίκαιωτού,  ^Ιησοΰ  "άριστου  του  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

Τί^Ιχι)  του  Αγιοι/  Χρυσοστόμου. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  εγ^άρισες  εις  ημά^ 
νά  κάμωμεν  ττρος  σε  τάς  κοινάς  ταύτας  καϊ 
νμοφώνους  Βεήσεις•  και  ϋττεσ'χεθης,'ότΓου  είναι  Βύο 
ί)  τρεις  ομού  συνημμένοι  εις  το  "Ονομα  σου,  δτι 
^έΧεις  ΒίΒει  εις  αυτούς  τά  αιτήματα  των  ^ΕκττΧή- 
ρωσε  τώρα,  Κύριε,  τάς  αιτήσεις  τών  ΒούΧων  σον 
τρος  το  συμφέρον  αυτών  •  -χ^αρίζων  εις  ημάς,  εις  τον 
τταρόντα  αιώνα,  την  εττίηνωσιν  της  αληθείας  σον, 
κα\,  εΙς  τον  μεΧΧοντα,  ζωην  αΐώνιον.     ^Αμήν. 

2  Κορινθ.  ιγ  .  14. 

Ή  ΧΑΡΙΣ  '''ού  Κυρίου  ημών  ^Ιησου  Χριστον,  καϊ 
η  άηάτΐη  του  Θεού,  κα\  η  κοινωνία  του  Ά'^ίον 
ΧΙνεύματος,  εϊη  μετά  πάντων  ημών,  εις  τους  αιώνας. 
Αμήν. 

Έδω  7(Κ(ΐόμ(ΐ  η  Χιταΐκία, 


37 


^ 


ΕΥΧΑΙ  ΚΑΙ  ΕΥΧΑΡΙ2ΤΙΑΙ, 

Είί  Βιαφόρονί  π€ριστάσΐΐί•  αίτινΐ5  ττρίπΐΐ  να  ττροη-γωνται  ΐΐί  ταί 
δυο  τΐΚΐυταίας  ίνχάί  τή5  Αιτανβίας,  η  της  Εωθίνηί  κα\  Εσπε- 
ρινής Ακολουθίας. 


ΕΤΧΑΙ. 

Ύπΐρ  Βροχής. 

£!^ΕΕ,  ΐΐάτβρ  ουράνια,  όστις  Βίά  τον  Τίον  σου 
^ϊησοΰ  \ρίστοΰ  ύττβσγ^βθης  βίς  τους•  ζητοΰντας 
την  Βασίλβίαν  σου  καΐ  την  Βικαωσύνην  αυτής,  νά 
Βίδης  όλα  τά  αναγκαία  €49  την  σωματικην  αυτών 
Βίατήρησιν  ΐΐεμψβ  εις  ημάς,  Ββόμεθά  σου,  εις  την 
τταροϋσαν  ημών  ανά<^/κην,  την  Ικανην  βρογ^ιν  καΐ 
νετόν  8ίά  νά  άττοΧαύσωμεν  τους  καρττούς  της  <γής 
'ττρος  7Γαρη<γορίαν  ημών,  καΐ  εΙς  τιμήν  ΙΒικην  σου, 
Βιά  Ίησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Ύπψ    Ευκρασίας. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Κύριε  Θεε,  όστις  δια  την  άμαρ- 
τίαν  του  άνθρώττου  κατέττνιξες  ττοτε  τον  κο- 
σμον  οΧον  ητΧήν  οκτώ  άνθρώττων  καΐ  μετά  ταΰτα 
ίητεσγ^εθης,  8ιά  το  μέ^α  σου  εΧεος,  ττοτε  ούτω  να 
μην  εξο\οθρεύσ7)ς  αυτόν  Αεόμεθά  σου  ταττεινώς, 
ην  και  Βιά  τάς  ανομίας  ημών  είμεθα  δικαίως 
αζιοι  της  μάστιγος  τών  βροχών  και  των  υδάτων, 
μ"  6\ον  τούτο  εΙς  την  αΧηθινήν  μας  μετάνοιαν,  ευ- 
δόκησε νά  ττεμψης  εις  ημάς  τοιαύτην  εύκρασιαν, 
ώστε  νά  άττοΧαύσωμεν  τους  καρττούς  της  γης  εις 
τον  ττροσήκοντα  αυτών  καιρόν  καΐ  νά  μάθωμεν, 
δια  μεν  της  τιμωρίας  σου  νά  διορθώσωμβν  την 
ζωήν  μας,  νά  σε  ύμνώμεν  δε  καΐ  νά  σε  δοξάζωμεν 
διά  την  ετΓίείκειάν  σου,  διά  ^Ιησού  Χριστού  τού 
Κυρίου  ημών.  Αμήν. 
?3 


ΕΥΧΑΙ. 

'Εΐ'  Καιρώ  Σίτοδβί'αί  και  Ώΐίνα!. 

^ΕΕ,  ΐΐάτξρ  ούράνιβ,  του  όττοίου  8ώρον  (Ιναι  η 
βρο-χΐ]  να  Ίτίιτττ],  η  η?ι  να  καριτοφοργι,  τα  ζώα 
να  αύξάνωνταί,  καΐ  τα  οψάρια  να  •π\ΐ]θΰν(ύνταΐ' 
'ΐδί,  σβ  τταρακαΧοΰμεν,  τα<?  5λί,'•\/Γ€ί9  τοί)  \αοϋ  σον 
και,  Βιά  την  αγαθότητα  σου,  τρβψβ  φιΧανθρώττως 
€ΐ<ί  €ύθηνίαν  καΐ  άφθονίαν  την  εΧΧβιψιν  καΐ  σιτο- 
δβίαν,  την  οττοίαν  ττοΧλά  Βίκαίως  ττάσ'χ^ομβν  τώρα 
δίά  την  άνομίαν  ημών  Αιά  την  ά'^άττην  του  ^Ιησοΰ 
\ριστοΰ  τον  Κυρίου  ημών  €ΐς  τον  όττοΐον,  μετά  σου 
καϊ  του  Ά^ίου  ΥΙνβύματος,  €Ϊη  "πάσα  τιμή  καΐ  8όξα, 
νυν,  και  άει,  καϊ  βί*;  τους  αιώνας.     ^Αμήν. 

♦τ  τ        " 

Η  αντη. 

ίΙ^ΕΕ,  εΧβήμον  πάτερ,  όστις,  βίς  τον  καιρόν  του 
'Έ,Χισσαιβ  του  Ώροφητου,  μετέβαΧβς  βίς  την 
Σαμάρειαν  αιφνιδίως  την  μ€'γάλην  βΧλειψιν  καϊ 
σιτοδβίαν  βίς  ^ύθηνίαν  και  ΒαψίΧβιαν  Έλετ^σον 
ημάς,  ώστε  ήμβΐς  οι  σήμβρον  τιμωρούμενοι  δια  τάς 
αμαρτίας  ημών  με  τοιαύτην  συμφοράν,  νά  εΰρωμβν 
παρομοίως  β'γκαιρον  άνακουφισμόν.  Αύξησε  τους 
καρτΓούς  της  ^ής  με  την  ούράνιόν  σου  εύ\ο<γίαν ' 
και  γκάρισε  εις  ημάς,  ώστε,  άττοΧαύσαντες  την 
ττΧουσίοτΓάρο-χον  με^αΧοδωρίαν  σου,  νά  μβτα'χ^ει- 
ρισθώμεν  αύτην  εις  δόξαν  Ιδικην  σου,  εις  άνακου- 
φισμόν των  ενδεών,  και  εις  ιδικην  μας  άνάτταυσιν, 
δια  Ιησού  \ριστού  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Ει>  Καιρώ  ΐίολίμον  και  Ύαραχωρ. 

Ρ^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  ΒασίλεΟ  πάντων  τών  βα- 
σιΚεων,  καϊ  Κυβερνήτα  πάντων  τών  όντων,  εις 
του  ότΓοίου  την  δύναμιν  κανεν  κτίσμα  δεν  δύναται 
νά  άντισταθϊ},  εις  τον  όττοΐον  ανήκει  δικαίως  νά 
τιμωρΎ]ς  τους  άμαρτώΧούς,  καϊ  νά  εΧεης  τους  άΧη- 
θώς  μετανοούντας•  Σώσε  καϊ  εΧευθερωσέ  μας,  δεό- 
μεθά  σου  ταπεινούς,  άιτο  τάς  γ^εΐρας  τών  εγ^θρών 

39 


ΕΥΧΑΙ. 

ημών  κατάβαΧε  την  υττερφανίαν  αυτών,  κατά- 
τταυσζ  την  κακίαν  αντων,  κσΧ  άνάτρβψβ  τα<;  μη^ 
^ανάς  αυτών  ώστβημίΐς,  ώττΧισμένοι  μβ  τηνυττερ- 
άσιτίσίν  σου,  να  ΒιαφνΧαττώμβθα  ττάντοτβ  αττο 
οΧους  τους  κινδύνους,  Βιά  να  Βοξάζωμβν  σε  τον 
μόνον  Αοτήρα  ττάσης  νίκης '  Αια  την  άξιομισθιαν 
του  Μονο'^βνοΰς  σου  Ύΐοΰ,  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ 
Χριστού.     ^Αμήν. 

Έι/  καιρώ  Αοιμον,  η  *ΕΐΓώημιΚη5  Νόσου. 

^]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις,  ορκισθείς  κατά  του 
\αοΰ  σου  εις  την  ερημον,  εττεμψες  κατ  αυτών 
Χοιμον  Βιά  την  σκ\ηροκάρΒιον  άττοστασίαν  των 
εναντίον  του  Ι^Ιωνσεως  καΐ  Ααρών '  καΐ  άκομη,  εττι 
του  βασιλέως  ΑαβΙΒ,  εθανάτωσες  Βιά  της  μάστι- 
709  του  Χοιμού  έβΒομήκοντα  -χ^ιλιάΒας,  αλλ'  όμως 
ενθυμούμενος  το  ελεός  σου  έσωσες  τους  Χοιττούς' 
Σττλαγχνι-'σοι;  6ΐ?  ημάς  τους  Βυστυ'χ^εΐς  άμαρτωΧους, 
τους  όποιους  εττεσκέφθης  τώρα  με  βαρεΐαν  νοσον 
καϊ  3ανατικόν•  ώστε,  καθώς  τότε  ηυΒόκησες  να 
Βεγθης  εξιλασμόν,  καΐ  ειτρόσταξες  τον  εζόΧοθρευ- 
την  'Άγγελον  νά  τταύση  αττο  την  τιμωρίαν,  ούτω  νά 
εύΒοκήσης  καϊ  τώρα  νά  σήκωσης  άττό  ημάς  την 
μάστιγα  ταύτην  και  βαρεΐαν  νόσον,  Βιά  Ίησοΰ 
Χριστού  τού  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Ένχη  νπ^ρ  των  ■χαροτονονμίνων,  άναγινωσκομΐνη  καβ  ίκαστην 
7]μίραν  των  τίσσάρων  (β8ομά8ων  τοΰ  (νιαντου,  «ιγ  τα: 
όποιας  αναι  αΐ  νηστησιμοι  ημίραι,  καθ  οί  '/ίνονται  χίΐρο- 
τονίαι.  \_ΑΙ  ημίραι  δί  των  χειροτονιών,  κατά  τάρ  (βδομάδα! 
ταύτας,  ίΊναι  Ύίτάρτη,  Ώαρασκ€νη,  και  Σάββατον,  μΐτα  την 
ττρώτην  Κνριακην  της  Ύίσσαρακοστης,  μ(τα  την  Έορτην  της 
Ώίντηκοστης,  μΐτά  την  ιδ'.  τοΰ  2(πτ€μβρίον,  καϊ  μΐτα  την 
ΐγ'.  τοΰ  ΑίΚίμβρΙον."] 

^|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,    Πάτερ  ημών  επουράνιε, 
όστις  η<^όρασες  εις  τον  εαυτόν  σον  την  Καθο- 
"Κικην  ^Υ^κκλησίαν   Βιά   τον   τιμιον  αίματος   τού 
40 


ΕΥΧΑΤ. 

ά'^αττητου  σου  Ύΐοΰ,  Έύμβνως  βττίβΧεψε  €ΐς  αυτήν 
καΐ  βίς  τον  τταρόντα  καιρόν  οΒή^γησί  και  κυβέρνησε 
τάς  8ιανοίας  των  ΒούΧων  σου,  των  ^Εττισκόττων 
καΙ  Ποιμένων  του  ττοιμνίου  σου,  ωστ€  να  μην  βττι• 
θέσωσιν  €ύθύς  γ^εΐρας  66<?  τινά,  άλλα  μβτά  ττί- 
στ€ω'ζ  καΐ  συΐ'έσβως  να  εκΧέξωσιν  άνΒρας  άξίου<ϊ 
νά  νττηρβτωσιν  €ίς  την  Ιβράν  ύττηρβσίαν  της  Έκ- 
κΧησίας  σου.  Και  εις  τους  όσοι  μέΧΧουν  νά  καθιβ- 
ρωθωσιν  6ΐ?  ιβράν  τινά  υττουρ>^ίαν,  δ09  την  χάριν 
σου  και  την  ούράνιον  βύΧοηίαν  ώστε  με  την  Βια- 
Ύω^ην  και  διΒασκαΧίαν  των  νά  β^αγγελλωσί  την 
Βόξαν  σου,  καΐ  νά  ιτροβιβάζωσι  την  σωτηρίαν 
οΧων  των  άνθρώττων,  Βιά  'Ιησοϋ  άριστον  του 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Η  αντη. 

Χ][ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  6  Αοτηρ  τταντος  ά'^αθοΰ 
Βωρήματος,  όστις  με  την  ^είαν  σου  ττρόνοιαν 
^Βιόρισες  Βιαφόρους  Τάξεις  εις  την  ^ΕκκΧησίαν 
σου•  Δός  την  χάριν  σου,  Βεόμεθά  σου  ταττεινως, 
εΙς  ττάντας  τους  μέΧΧοντας  νά  κΧηθωσιν  εις  ύττη- 
ρεσίαν  τινά  καΐ  Βιακονίαν  εν  αύτη'  Και  εμττΧησε 
αυτούς  ούτω  με  την  άΧήθειαν  της  ΒιΒασκαΧίας 
σου,  και  ττερικόσμησε  αυτούς  με  όσιότητα  βίου, 
ώστε  μετά  πίστεως  νά  ύττηρετωσιν  ενώττιόν  σου, 
εις  Βοξαν  του  με^άΧου  σου  ^Ονόματος,  και  ώφέ- 
Χειαν  της  ά^ίας  σου^ΕκκΧησίας,  Βιά  ^ Ιησού ϋρίστοΟ 
του  Κυρίου  ημών.     ^λμην. 

^^χη  άναγινωσκομίρη  μ(τα  όττοιανΒηττοτΐ  των  ττροηγουμΐνων. 

^ΕΕ,  του  οτΓοίου  η  φύσις  και  ιΒιότης  είναι  ιτάν- 
τοτε  νά  εΧεης  και  νά  συ^χωρης,  ττρόσΒεζε  τάς 
ταττεινάς  Ί^μών  αιτήσεις•  Και  μ  οΧον  οτι  είμεθα 
ΒεΒεμένοι  και  συνεσφιημενοι  με  τάς  άΧύσους  των 
αμαρτιών  ημών,  ας  μας  Χύση  όμως  το  εΧεος  της 
με'γάΧης  σου  εύσττΧα'^χνίας•  Εις  τιμήν  του  ^Ιησοΰ 
Χριστού,  του  ^Ιεσίτου  και  Αικαιωτοΰ  ημών. 
Αμήν, 

41 


ΕΥΧΑΙ. 

Ενχη  νττΐρ  ττ^ί  Ύ^^ηΚης  Α,υΚης  της  ΈνγκΚητον  άναγινωσκομίνη 
(V  καιρώ  συΐ'ίδριάσεωί  αυτής. 

^^ΤΜΕΝΕΣΤΑΤΕ  Θββ,  ταττβινώς  ίκβτβύομέν  σε,  καΐ 
ΰττβρ  τούτου  του  Βασιλβίου  βν  <γ€ν€ί,  καΐ  υττερ 
της  ύψηΧής  Αύ\ής  τή<ζ  'Σ,υ<^κΚήτου  ΙΒίαιτερως,  ■ητΐ<; 
συνβ^ριάζα  τώρα  ύττο  την  εύσβββστάτην  καΐ  γ^αριε- 
στάτην  ημών'Άνασσαν'  Εύδόκησβ  να  8ί€υθύνη<;  καΐ 
να  βύοΒόνης  6\α<;  τάς  σκεψβις  αυτής,  βίς  ΤΓροόδβυσιν 
της  Βόξης  σου,  βίς  το  συμφέρον  της  ^Εκκλησίας 
σον,  €ίς  άσφαλ€ίαν,  τίμην,  καΐ  βύημβρίαν  της  Βα- 
σιΧίσσης  ημών,  καΐ  του  Κράτους  αυτής•  ώστβ  τα 
Ίτάντα,  Ζίά  τής  βττιμζΧβίας  αυτών,  να  Βιατα'χθώσυ 
καΐ  να  στβρβωθώσιν  οϋτω  βττάνω  €ίς  τάς  ττΧέον 
καΧάς  καΐ  άσφαΧβΐς  βάσβις,  ώστε  η  βίρηνη  καΐ 
€ύ8αιμονία,  άΧήθβια  καΐ  Βι,καιοσύνη,  ττίστις  καΐ 
εύσέββία,  να  Βιαμενωσι  μεταξύ  ημών  εΙς  'όΧας  τάς 
Ύβνεάς.  Ταύτα  καΐ  πάν  άΧΧο  άνα<γκαίον  εις  αυ- 
τούς, εΐ9  ημάς,  καΐ  βίς  οΧην  την  "ΕκκΧησίαν  σου, 
αΐτοΰμβν  τταρά  σου  ταττεινώς,  διά  του  ^Ονόματος 
καΐ  τής  Μεσιτείας  του  ύττερευΧο^ημένου  Κυρίου 
καΐ  Σωτήρος  ημών,  ^Ιησού  Χριστού.      Αμήν. 

ΈννατΓτη  η  Έύχη  νττΐρ  πάσης  Ύάξίως  Ανθρώπων  άι/αγινωσκο- 
μίνη  όσάκί,ς  Βίν  αναί  διωρισμίνον  να  άναγινώσκΐται  η  Λι- 
τανεία. 

^ΕΕ,  ΤΙοιητά  καΐ  Αίατηρητά  οΧου  του  ανθρωπί- 
νου '^ενους,  Ικετεύομέν  σε  ταττεινώς  ύττερ  τταν- 
τος  εϊΒους  καΐ  τάξεως  άνθρώττων  Έ-ύΒόκησε  νά  γε- 
νωσι  ΎνωσταΙ  εις  αυτούς  αΐ  ό8οί  σου,  και  νά  φανε- 
ρωθή  η  σωτηρία  σου  ττρος  ττάντα  τά  έθνη.  'ΐδίαί- 
τέρως  δε  ικετεύομέν  σε  ύττερ  της  εύσταθίας  της 
ΚαθοΧικής  ^Έ,κκΧησίας'  Βιά  νά  οΒη^ήται  ούτω  καΐ 
νά  κυβερνάται  ύττο  του  άβαθου  Πνεύματος  σου, 
ώστε  ττάντες  οι  έττα'^'^εΧΧόμενοι  και  καΧούμενοι 
Χριστιανοί  νά  φερωνται  εις  την  όδον  τής  άΧηθείας, 
καΐ  νά  κρατώσι  την  ττίστιν  εις  ενότητα  'πνενματ^ς, 
42 


ΕΥΧΑΡΙ2Τ1ΑΙ. 

ει?  τον  σύνΒβσμον  της  €ΐρηνη<;,  καΐ  βίς  βύθύτητα 
βίου.  ΎβΧβυταΐον,  συνιστώμεν  βίς  την  ττατρι- 
κην  σου  ά'^αθότητα,  ττάντας  τους  καθ"  οτταον^ψ 
7Γ0Τ€  τρότΓον  τ€θ\ίμμ€νους  ή  στβνο'χωρη μένους,  βίς 
το  ττν^υμα,  βίς  το  σώμα,  η  βίς  την  κατάστασιν 
[*€^ίΖί.ρ€τως  δβ  €κβίνους,  ο'ίτίνβς  βζή-  ... 
τησαν  τα<;  όβησβος  ημων^.  Ευόοκησβ  ^^^^^^  ^.^^  ^,^. 
νά  Ίταρη'^ο ρήσης  καΐ  να  άνακουφί-  τήσι^  τις  τάς 
σης  αυτούς  κατά  τάς  Βίαφόρους  των    ^^ή'^^'-ζ  '■'/£   ^'^- 

> '    '  /ι,  5         >        \      ?  κλιισίας. 

ίΐναηκας'  'χαριζων  βις  αυτούς  υττομ,ο- 
γην    υτΓοκάτω    ΐΐς    τά    δβίνα.    αυτών,     καΐ    €ύτυχη 
άτταΧλα'γήν    άττο    ο\ας   τάς  3\ίψ€ίς  αυτών.     Καν 
ταύτα   αΐτούμ^ν  τταρά   σου,    Βίά  την  ά^άτην    του 
Ιησού  Χρίστου.     ^Αμήν. 


ΕΤΧΑΡΙΣΤΙΑΙ. 


Τΐνικη   Ευχαριστία. 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  Πάτερ  ττανοίκτίρμων, 
ημείς  Οί  άνάζίοι  ΒούΧοί  σου  ταττεονώς  καΐ  εκ 
βάθους  καρΒίας  εύχ^αρ  ιστού  μεν  σε,  Βι  οΧας  σου 
τάς  αγαθότητας  καΐ  άττείρους  ευεργεσίας,  τάς  ^ενο- 
μενας  ττρος  ημάς  καΐ  ττρος  ττάντας  άνθρώττους 
[_* καΐ  ΙΒιαιτερως  ττρος  εκείνους,  ο'ί- 
τινες   ετΐίθυμούν  τώρα   νά   ττροσφέ-    ,,  Του-ο  λίγίΓαί, 

,  V    ί  \       ■)  /  όταν     τις,    υπιρ 

ρωσί  τας  αονεσεις  καυ  ευγαριστίας  τοΰ  οποίου  ί'γει- 
των,  Βίά  τά  εΧεη  τά  όττοΐα  εσ-χ^άτως  "«  προλαβόντως 
ηύΒόκησες  νά  Βείξης  εΙς  αύτούςΐ.  ^'^'?<^"ν  ^^'9^Α/»/- 
Σβ  ευΧο'γουμεν  οτι  εττΧασες  ημάς,  ενχαρισ-ίας. 
ΒίεφύΧαξες  7] μας,  καΐ  εχάρισες  εις 
7] μας  'όΧα  τά  άηαθά  της  ζωής  ταύτης"  ύττερ 
ττάντα  Βε,  'ότυ  εΒειξες  τοσαύτην  ά^άττην,  ώστε 
εΧύτρωσες  τον  κόσμον  Βιά  τού  Κυρίου  ημών 
^Ιησοΰ   Χρίστου•   καΐ  οτι  εχ^ορή^ησες  εις  ημάς  τά 

43 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΙ. 

μβσα  τη<;  χαρίτο9,  καΐ  την  βΧττίΒα  της  Βόξης. 
Καο  Βεόμβθά  σον,  δό?  €19  ημάς  βκζίνην  την  βα- 
θβίαν  συναίσθησιν  όλων  των  οίκτίρμών  σου,  ώστε 
αν  καρΒίαί  ημών  άννττοκρίτως  νά  σβ  βν'χαρι- 
στώσΐ'  και  να  σε  δο^ολογω/ίβν,  ό'χ^  μόνον  με 
τα  χβίΧη  άΧλά  καΐ  μβ  τον  βίον  μας,  άφιερόνον- 
τβς  ίαυτούς  εΙς  την  Χατρείαν  σον,  και  ττερινα- 
τοΰντες  ενώττων  σον  με  οσιότητα  καΐ  Βικαιοσννην 
όΧας  τάς  ημέρας  ημών,  Βιά  ^Ιησον  Χρίστου  του 
Κνρίου  ημών  εΙς  τον  υττοΐον,  μετά  σου  καΐ  τοΰ 
Α'γίον  Πνεύματος,  εϊη  ττάσα  τιμή  καΐ  8όξα,  εις  τους 
αιώνας  τών  αιώνων.     Άμην. 

Αιά  την  Βι^^χηι>, 

^ΕΕ,  Πάτερ  ημών  εττουράνιε,  όστις  Ζια  της  αγΛ- 
θης  ττρονοίας  σου  καταττεμττεις  την  ττρώϊμον 
καΐ  οψΊμον  βρο'χτ}ν  εις  την  ^ήν,  Βιά  νά  8ί8η  τους 
καρτΓούς  της  ττρός  γ^ρησιν  τοΰ  άνθρώττου'  Σε  εύ- 
'χαριστοΰμεν  ταιτεινώς  ότι  ηύδόκησες,  εις  την  με- 
^άΧην  μας  άνά<^κη\/,  νά  ττέμ^^^-ρς  τεΧευταΐον  χαρο- 
ΤΓΟιάν  βροχην  εττάνω  εις  την  κΧηρονομίαν  σου,  καϊ 
νά  Βροσίσης  αύτην  εις  την  ζηρασίαν  της,  ττρος 
ηταραμυθίαν  με'γάΧην  ημών  τών  αναξίων  ΒούΧων 
σου,  καϊ  ττρός  δόξαν  του  ά'γίου  σου  'Ονόματος' 
Αιά  τών  οίκτίρμών  σου  εν  Χριστώ  Ίτ^σοΰ  τω 
Κυρίω  ημών.     "Αμήν. 

Δια  την  ΈνκρασΙαν. 

Τ^ΤΡΙΕ  Θεε,  όστις  Βικαίως  εταττείνωσες  ημάς,  μα- 
στί'^ώσας  με  την  εσχάτως  <γενομένην  ύττέρμε- 
τρον  βροχην  και  ττΧημμύραν  νΒάτων  και  τώρα, 
Βιά  το  εΧεός  σον,  άνεκούφισες  και  τταρη^όρησες 
τάς  ψυχάς  ημών,  με  την  ε^καιρον  ταύτην  καϊ  ώ- 
φέΧιμον  μεταβοΧην  τοΰ  καιρού '  Αίνοΰμεν  και  Βοξά- 
ζομεν  το  ά'^ιόν  σου  "Ονομα  Βιά  τοΰτο  σου  το  εΧεος, 
και  3^βΧομεν  άνα<γ^έΧΧει  ττάντοτε  την  ά'^αθωσύνην 
σου,  ά-ΤΓο  ηενεάς  εΙς  ^^ενεάν,  Βιά  Ίησον  Χρίστου 
του  Κυρίου  ημών.  Αμήν. 
44 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΙ. 

Δια  την  Ευθηνίαν, 

ΤΤΑΝ0ΙΚΤίΡΜί2Ν  Πάτερ,  όστις,  Βιά  το  με^γα  σον 
έ'λ609,  βίσήκονσες  τας  εκτενβΐς  Ββησεα  της  Έλ;- 
κΧησίας  σον,  καΐ  μετέβαλες  την  με^άΧην  εΧλειψιν 
καί  σιτοΒείαν  ημών  εΙς  ενθηνίαν  καΐ  δα-ν^/λε^αν 
Αιά  την  νττερβάΧλουσαν  ταύτην  σον  αγαθότητα, 
άτΓοΒιΒομεν  εις  σε  ταττεινάς  ευχαριστήσεις '  Ικετεν- 
οντές  σε,  να  εξακοΧονθί}  αντη  ι)  ττρος  ήμας  φίΚαν- 
θρωττία  σον,  ώστε  ή  <γή  ημών  να  χορη<^η  εΙς  ήμας 
άφθόνονς  τονς  καρττούς  της,  προς  8όξαν  ΙΖικήν 
σον,  καΐ  τταραμνθίαν  ημών,  Βιά  Ίτ/σοΟ  Κριστού 
τον  Κνρίον  ημών.     \μήν. 

Δίά  την  Έίρηνην,  και  ΈΧίνθίρωσιν  άπο  τον!   Εχθρούς  ημών. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΣ  Θεέ,  όστις  είσαι  άιτροσμάχι^τον 
φρούριον  εις  τονς  ΒούΧονς  σον  κατά  τών  ττο- 
Χεμίων  αυτών  Αίνονμέν  σε  και  εν'χαριστοΰμέν  σε, 
ΟΤΙ  ήΧενθέρωσες  ημάς  άττο  εκείνονς  τονς  με<γάΧονς 
κινΒννονς,  οϊτινες  εκ  του  ττροφανονς  ττεριεκύκΧω 
σαν  ημάς.  "Ερ^ον  της  ά<γαθωσύνης  σον  όμοΧο'/ον- 
μεν  τοντο,  οτ6  δεν  ε<^κατεΧείφθημεν  εις  αυτούς  ώς 
θήραμα"  και  Βεόμεθά  σον,  νά  εξακοΧονθής  τάττρος 
ημάς  τοιαύτα  εΧεη  σον,  ώστε  νά  <γνωρίση  ττάσα  ή 
οίκονμένη  ότι  σν  είσαι  6  Σωτήρ  και  Ισ'χνρος  Έλει»- 
θερωτής  ημών,  Βιά  Ιησού  Χρίστου  τον  Κνρίου 
ημών.     Αμήν. 

Αιά  την  'λποκατάστασιν  τψ  κοινής  Εσωτερικής  Ειρήνης. 

Α  Ιί2ΝΙΕ  Θεέ,  εττουράνιε  ημών  Πάτερ,  όστις  μόνος 
συνοικίζεις  τους  άνθρώ-πους  εν  ομόνοια,  καΐ 
καταττραννεις  Χαον  εις  βίαν  και  άταξίαν  τταρεκ- 
τραττεντα  •  Έ,ύΧο<γονμεν  το  άγίόν  σον  "Ονομα,  οτι 
ηνΒόκησες  νά  καθησνχάσης  τονς  στασιαστικονς 
Βορύβονς,  ο'ίτινες  εσ-χάτως  ή^ερθησαν  μεταζν 
ήμο)ν•  καΐ  τΓροσττίτΓτοντες  ταττεινώς  Βεόμεθά  σον, 
νά  Βώσης  εις  όλους  την  χάριν  σου,  ώστε  νά  ττερι- 
Ίτατώμεν  εις  το  εξής  ευπειθώς  εις  τάς  ^είας  σον 

45 


ΕΥΧΑΡΙ2ΤΙΑΙ. 

€ντο\άς,  και,  διάγοντες  βίον  ησυγ^ον  καΐ  βίρηνίκον 
μ€  ττασαν  βύσέββιαν  καΐ  Βίκαοοσύνην,  να  ιτροσφέ- 
ρωμβν  €ίς  σε  άκατατταύστωζ  ^υσίαν  αΐνέσβως  καΐ 
βύχ^αρίστίας,  διά  ταύτα  τα  •προ<ί  ημα<ζ  έΧέη  σον 
Αιά  Ίησον  Χρίστου  του  Κυρίου  "ημών.     Αμήν. 

Αια  την  \πα\λαγην  (Κ  της  ΐΐανωληί,  η  αΧληί  κοίνης  Νόσου. 

Τ^ΤΡΙΕ  Θεέ,  οστά  ε/^αστ/γωσε^  ημάς  οια  τάς 
αμαρτίας  ημών,  καΐ  άναλωσβς  ημάς  8ίά  τάς 
τταραβάσβις  ημών  με  την  βσχάτως  ιγενομένην  βα- 
ρβίαν  καΐ  τρομβράν  σου  βττίσκβψίν  καΐ  τώρα  εν 
τω  μ&σω  της  κρίσεως  ενθυμηθείς  το  ελε09  σου, 
ελύτρωσες  τάς  'ψ^υ'χ^άς  ημών  άττο  το  στόμα  του 
θανάτου•  Εις  την  ττατρι,κήν  σου  αγαθότητα  ττροσ- 
φέρομεν  εαυτούς,  τάς  ^^υ-χας  ημών  και  τα  σώματα, 
τά  όιτοΐα  συ  ηΧευθερωσες,  8ίά  νά  ηναι  ζώσα  Β^υσία 
εις  σε,  αΐνούντες  ττάντοτε  και  με^αΧύνοντες  τά 
ε\έη  σου  έν  τω  μέσω  της  ^ΕκκΧησίας  σου,  Βίά 
Ίτ/σον  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

*Η  αΰτη. 

ΎΆΠΕΙΝΩΣ  όμοΧο^οΰμεν  ενώττίόν  σου,  ΙΙανοί- 
κτίρμων  Πάτερ,  οτί  ο\αι  αϊ  ετταττείΧούμεναι  εν 
τω  νόμίο  σου  τιμωρίαι,  Βίκαίως  εττρεττε  νά  ε'ττέλ- 
θωσιν  εττάνω  μας,  δίά  το  ττΧήθος  των  τταραβάσεων 
καΐ  την  σκΧηροκαρ^ίαν  ημών.  Εττείδτ)  όμως,  δίά 
την  με<γά\ην  σου  εύσττΧα^'χνίαν  εττίβλ,εψας  εις 
την  εύτεΧή  καΐ  άνάξίον  ταττείνωσίν  μας,  ηύΒόκησες 
νά  κατατταύσης  την  εττιΒημίκην  νόσον,  την  εσχάτως 
καταθΧίψασαν  ημάς  βαρέως,  καΐ  νά  ετταναφέρης 
την  φωνήν  της  -χαράς,  και  την  ύ^γίείαν,  εις  τάς 
κατοικίας  ημών,  ττροσφέρομεν  εις  την  3^είαν  σου 
Με^αΧειότητα  Βυσίαν  αΐνέσεως  καΐ  ευχαριστίας, 
αΐνούντες  καΐ  μεηαΧύνοντες  το  ενοοξον  "Ονομα 
σου,  Βιά  την  προς  ΐ]μάς  τοιαύτην  σου  σωτηριαν 
καΐ  ττρόνοιαν,  έν  Χριστώ  'Ιησοϋ  τω  Κυρίω  ημών. 
\μήν. 

46 


2ΥΝΑΠΤΑΙ,  ΈΠΙΣΤ0ΛΑ1,   ΚΑΙ 
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, 

'ΛΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΛ   ΔΓ  ΌαΟΥ   ΤΟΥ  'ΕΝΙΑΥΤΟΥ. 

— ♦ — 

ΣημΐΙωσΐ,  οτι  ή  Συναπτή  η  ^ιωρισμίνη  δια  ττΐκταν  Κνριακην, 
ΐ]  δι'  όπηιανδηποτΐ  'Κομτηΐ'  (χονσαν  Αγρνπνίαν  η  Πσρα- 
μονην,  άραγινώσκΐται  και  (ΐί  την  προλαβοΰσαν  Έσπ^ρινην 
ΆκοΧονθίαν, 


ΠΡΩΤΗ    ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗ2   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

Σνναπτί]. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θββ,  δ09  €Ϊ9  ημάς  την  χάριν  να 
άτΓορρίψωμβν  τά  €ρ<γα  τοϋ  σκότους,  καΐ  να  €ν- 
Βυθώμβν  τά  'όττΧα  του  φωτός,  τώρα  βίς  την  ττρόσ- 
καιρον  ταύτην  ζωην,  εΙς  την  όττοίαν  ό  Ύίός  σου 
Ιησούς  'Κριστος  ήΧθβ  να  μας  βτησκεφθη  μ€  μς.'^ά- 
\ην  ταττείνωσιν  ώστε  ε^9  την  βσχάτην  ημέραν,  'ότ€ 
ΒέΧίί  €\θ€ί  "ττάλιν  μ€  την  βνΒοξον  Μεγαλείόττ/τά 
του  Βιά  να  κρίνη  ζώντας  καΐ  νβκρονς,  να  άναστα- 
Θώμ^ν  €ΐς  την  αιώνων  ζωην  δί-'  αυτού '  Όστις  ζη  κα\ 
βασιΧβυβι,  μβτά  σού  καΐ  τού  Άγιοι»  ΐΐνβύματος,  νυν 
καΐ  €ίς  τους  αΐ6)νας.     \μην. 

Η  Συνατϊτη  αυτή  πρίτΐΐΐ  να  ΐ7τανα\αμβάν€ταί  καβ"  ίκάστην 
ημίραν,  όμοΰ  μι  τας  αλΧας  Συναπτός  τηί  ΙΙπρουιτίας,  μίχρι 
της  παραμονή:  των  Χριστου•γίννων. 

Επιστολή.      'Ρωμ,  ιγ' .  8. 

Ρ^ΙΣ  κανένα  μη  χρ€ωστ€Ϊτ€  τίττοτβ,  βΐμη  το  νά 
ά'^αιτάτβ  άΧΧήΧους'  Βίότο  όστις  ά'γαττά  τον 
αλ\ον,  έκττΧήρωσε  τον  νόμον.  Αιότι  το.  Μη  μοι- 
γζύσης'  Μϊ;  φυνεύσης'  Μη  κΧέψης-  Μη  ψβυδο- 
μαρτυρήσης'  Μην  βττιθυμησης'  και  ττάσα  άΧλη 
εντοΧη,  εις  τούτον  τον  Χό^γον  συμττεριΧαμβάνεται, 
εις  τον,  Α'^/άττα  τον  ττΧησίον  σου  ώς  τον  εαυτόν 
σου.  Ή  ά'γάττη  κακόν  δεν  κάμνει  εις  τον  ττΧησίον; 
€ΐναυ  Χοιττόν   εκττΧήρωσις   νόμου  ή  ά'^άττη.     ΚαΙ 

47 


ΠΡΩΤΗ   ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

μάΚίστα,  έξενροντα  τον  καιρόν,  οτί  είναι  ττΧέον 
ωρα  να  σηκωθώ  μεν  αττο  τον  νττνον  δίότ^  τώρα 
είναυ  ΤΓΧησίβστερα  €ΐ9  ημάς  η  σωτηρία,  τταρά  οτε 
βΤΓίστενσαμεν.  Ή  νύξ  βττβρασεν,  ή  Ββ  ημέρα. 
εττΧησίασεν'  ας  άττορρίψωμεν  λοιττόν  τα  ερ/γα  τοϋ 
σκότους,  καΐ  ας  ενΖυθώμεν  τα  οττλα  του  φωτός. 
*Ας  ττεριττατήσωμεν  ευσ'χτιμόνως,  ώς  εις  ημέραν 
οχ^ι  εις  συμττόσία  καΐ  μεθάς,  ογ^ι  εις  συνουσίας  καϊ 
άσεΧ'γείας,  ο-χ^ι  εΙς  ερι8α  καΐ  φθόνον.  Άλλ'  ενΒυ- 
θήτε  τον  Κύριον  Ιησοΰν  άριστον  •  καΐ  μη  κάμετε 
Ίτρόνοιαν  της  σαρκός,  Βιά  να  εκτβλήτε  τάς  επιθυ- 
μίας της. 

ΈναγγίΚιον.      Ματθ.  κα',  Τ. 

Τζ  ΑΙ  οτε  εττΧησίασαν  εις  τα  'ίεροσόΧυμα,  καϊ 
ηΧθαν  εις  Βηθφα<γή  ττρός  το  ορός  των  ΈΧαιών, 
τότε  άττεστειΧεν  ό  ^Ιησούς  Βύο  μαθητάς,  Χέ/γων  εις 
αυτούς,  'Ύττά'γετε  εις  την  κώμην  ήτις  είναι  απέ- 
ναντι σας'  καϊ  ευθύς  3^έΧετε  εύρεί  ονον  ΒεΒεμένην, 
καϊ  πωΧάριον  με  αυτήν  Χύσετε  καϊ  φέρετε  αυτά 
εις  εμέ.  Καϊ  εάν  τις  σας  εϊπη  τίποτε,  ^έΧετε 
ειπεί,  "Οτι  ό  Κύριος  έχει  χρείαν  αυτών  καϊ  παρ- 
ευθύς  Ι^έΧει  στείλει  αυτά.  "Ε^ινε  Βέ  οΧον  τούτο, 
Βιά  να  πΧηρωθΐ]  το  ρηθέν  Βιά  του  ΙΙροφήτου,  όστις 
Χέ'γει,  Ειττετε  669  την  3^υ<γατέρα  Σιών,  Ιδού,  ό 
βασιλεύς  σου  έρχεται  εις  σε,  πράος,  καϊ  καθήμε- 
νος επάνω  εις  ονον,  καϊ  πωΧάριον  τεκνον  υπο- 
ζυγίου. Καϊ  οΐ μαθηταΐ  ύπή<γαν,  και  έκαμαν  καθώς 
επρόσταξεν  αυτούς  ό  ^Ιησούς.  Καϊ  έφεραν  την 
ονον  καϊ  το  πωΧάριον,  και  έβαλαν  επάνω  εις  αυτά 
τα  ιμάτια  των,  καϊ  εκάθισαν  αυτόν  επάνω  εις 
αυτά.  Καί.  το  πλείστον  μέρος  του  όχλου  έστρω- 
σαν τα  ιμάτια  των  εΙς  τον  Βρόμον  άλλοι  Βέ  έκο- 
πταν κΧάΒους  από  τά  ΒένΒρα,  και  έστρωναν  εις 
τον  Βρόμον.  Οι  Βέ  όχλοι,  ο'ι  προπορευόμενοι  και 
οι  άκολουθούντες,  έφώναζαν,  λέγοντες,  'ίΐσαννά 
€19  τον  Ύίόν  του  ΑαβίΒ'  Έ^ύλογι μένος  ό  ερχόμενος 
€19  το  "Ονομα  του  Κυρίου-  Ώ,σαννά  εν  τοις  ύψί' 
48 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗΣ   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

<ττοίς.  ΚαΙ  οτ€  ξΙσηΚθεν  €69  τα  Ίεροσολ,υμα, 
έσζίσθη  οΧη  η  ττόΧίς,  Χέιγονσα,  Ύίς  ζΐναί  ουτο<ζ ; 
Οι  δε  ογΚοι  έλεγαν,  Οίτος  βίναι  ^Ιησοΰ<ζ  6  ττρο- 
φήτης,  6  άτΓΟ  "Ναζαρβτ  τ^<?  Γάλ,ιΧαίας.  ΚαΙ  βίσ- 
έΧθων  ό  Ίτ/σοΟί  εις  το  Ιβρον  του  ΘεοΟ,  'έκβαΧβν 
οΧου^  τους  ττωλοΟντας•  καΐ  αΎοράζοντας  εΐ9  το 
Ιερόν  καΙ  τα';  τραττέζας  των  τραττβζιτών  ανέτρεψε, 
καΐ  τα  καθίσματα  των  ττωΧούντων  τάς  περιστερά^;, 
Καί.  λέγε/,  ε/9  αυτούς,  ΈιΙναι  'γε'γραμμενον,  Ό  οΐκόζ 
μου,  οίκος  ττροσευ-χτΐς  3^έΧει  ονομάζεσθαί'  σεις  Βε 
€κάμετε  αύτον  σττήΧαιον  ΧΎ^στών. 


ΔΕΥΤΕΡΑ    ΚΥΡΙΑΚΗ    ΤΗΣ    ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

Ί,νναπτή. 

ΤΤΑΝΑΓΑΘΕ  Κύριε,  όστις  ηύΒόκησες  να  >γραφθώ- 
σιν  οΧαι  αϊ  ά^ιαι  ΤραφαΙ  Ή-ρός  ΒιΒασκαΧίαν 
ημών  Χ-άρισε  εις  ημάς  ούτω  να  ακούω  μεν  αύτάς, 
να  άνα'^ινώσκωμεν,  να  μεΧετώμεν,  να  μανθάνωμεν, 
καΐ  να  εη'χαράττωμεν  εΙς  τας  καρΒίας  ημών,  ώστε, 
Βι'  υπομονής  καϊ  ενισγύσεως  του  άγιου  σου  Αό^ου, 
να  ενα<γκαΧίζώμεθα  καϊ  να  κρατώμεν  άσάΧευτον 
την  μακαρίαν  εΧττίΒα  της  αίοίνίου  ζωής,  την  οττοίαν 
σύ  εΒωκες  εΙς  ημάς,  Βια  ^Ιησού  Χ.ρίστοΰ  τού  Σω- 
τηρος  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.      'Ρωμ.  ιε'.  4. 

^^Γ\ΣΑ  ττροεΎράφησαν,  Βιά  την  ΙΒικήν  μας  ΒιΒα- 
σκαΧίαν  προει^ράφησαν,  Βια  να  ε'χωμεν  την 
εΧτΓίΒα  Βιά  τής  ύττομονής  καϊ  της  τταρη^ορίας  τών 
Τραφών.  Ό  δε  Θεός  τής  ύττομονής  και  τής  τταρη- 
^ορίας  είθε  να  σάς  Βώση  νά  φρονήτε  το  αύτο 
μεταξύ  σας,  κατά  Χριστον  Ίησοΰν  Βιά  νά  Βοξά- 
ζετε  όμοθυμαΒον  με  εν  στόμα  τόγ  Θεόν  καΐ  Πατέρα 
τού  Κυρίου  ημών  ^Ιησού  Χ,ριστού.  Αιά  τούτο 
ττροσΒέ'χεσθε  άΧΧήΧους,  καθώς  καϊ  6  \ριστ6ς 
•προσεΒέγθη  ημάς,  εΙς  Βόξαν  τού  ΘεοΟ.  Λέγω  δε, 
Ο 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗΣ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

δτι  6  ^Ιησονς  'Κριστος  €<γιν€  Βίάκονο<{  τή<ί  ττβριτο- 
μης  ύττβρ  της  άΧηθβίας  τον  θβοΰ,  δίά  να  βββαιώστ) 
τά<ζ  Ύ^νομένας  βίς  τους  ττατβρας  ημών  ύ7Γθσχ£σ€ί9. 
ΚαΙ  να  Βοξάσωσι  τα  έθνη  τον  Θεόν  δίά  το  έ'λβοί 
αυτοί) '  καθώς  είναι,  '^β'^ραμμενον,  Δία.  τοΰτο  -^ελω 
σε  ομοΧο'γήσβι  μεταξύ  εθνών,  καΐ  εΙς  το  ονομά 
σου  -^ελω  ψάΧλεί.  ΚαΙ  ττάλιν  λε'γε^,,  Έιύφρανθήτε, 
βθνη,  ομοΰ  με  τον  Χαον  αύτοϋ.  ΚαΙ  ττάΧον,  Αΐνεΐτβ 
τον  Κύρίον,  ττάντα  τα  έθνη•  καΐ  επαινέσετε  αύτον, 
πάντες  οι  \αοί.  ΚαΙ  τταλιν  6  Ησαΐας  Χέ^ει,  θέΧεο 
εϊσθαο  η  ρίζα  του  ΊεσσαΙ,  καΐ  6  άν ιστάμενος  δίά 
νά  εξουσιάζη  εττάνω  εΙς  τα  εθνη'  εΙς  αύτον  τα 
ΐθνη  3-έ\ουν  εΧττίσει.  Ό  δε  Θε09  της  εΧττίΒος 
εϊθε  νά  σας  εμττΧήστ)  αττό  ττασαν  'χαράν  καΐ  είρή- 
νην  δίά  της  πίστεως,  ώστε  νά  έχετε  άφθονίαν  εις 
την  εΧπιΒα,  δίά  της  δυνάμεως  του  ΥΙνεύματος  του 

Ά<^ίου. 

ΈναγγίΚιον.      Αονκ.  κα  .  25. 

Τ^ΑΙ  3^έΧουν  είσθαι  σημεία  εΙς  τον  ηΧίον,  καΐ  την 
σεΧήνην,  καΐ  τά  άστρα'  καϊ  επάνω  εις  την 
'^ην  στενογωρία  εθνών  με  άπορίαν,  όταν  ηγτι  η 
^άΧασσα  καϊ  τά  κύματα,  καϊ  οι  άνθρωποι  άπο- 
θνήσκωσιν  άπο  τον  φόβον,  καϊ  την  προσΒοκίαν 
των  επεργομενων  εΙς  την  οίκονμενην  8ιότι  αϊ  δι»- 
νάμεις  τών  ουρανών  Β^εΧουν  σαΧευθή.  Καϊ  τότε 
3-εΧουν  ί8εΐ  τον  Ύΐον  του  άνθρωπου  ερ'χρμενον  μέσα 
669  νεφεΧην,  με  Βύναμιν  καϊ  8όξαν  ποΧΧην.  "Οταν 
δε  ταϋτα  άρ'χ^ίσωσι  νά  ^ίνωνται,  ανακύψετε  καϊ 
σηκώσετε  τάς  κεφαΧάς  σας•  Βιότι  πΧησιάζει  ή 
άποΧύτρωσίς  σας.  Καϊ  είπεν  εΙς  αυτούς  παρα- 
βοΧην  Ίδετε  την  συκην  καϊ  οΧα  τά  8έν8ρα•  όταν 
άνοίζωσι  πΧεον,  βΧεπυντες  γνωρίζετε  άψ  εαυτού 
σας  'ότι  η8η  το  Β^έρος  είναι  πΧησίον.  Ούτω  καϊ 
σεις,  όταν  ί8ήτε  ταύτα  γινόμενα,  εξεύρετε  δτι  είναυ 
πΧησίον  η  βασιλεία  τού  θεού.  Βέβαια  σας  λέγω, 
δτι  δεν  ^ελεί.  περάσει  ή  <γενεά  αύτη,  εως  νά  >γί- 
νωσιν  δΧα  ταύτα,  Ό  ουρανός  καϊ  η  γη  3^έΧουν 
ΊταρέΧθει  •  οι  Χόγοι  μου  όμως  δεν  Β^εΧουν  παρέλθει. 
50 


ΤΡΙΤΗ   ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗΣ   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 
ΣννατΓτη. 

1ΓΤΡΙΕ  ^ϊησον  Χρίστε,  οστι<^,  €ΐ9  την  ττρώτην  σον 
βΧβνσιν,  ΐττεμψες  τον  ά'^'^βΧόν  σου  δια  νά 
€Τ0ΐμάσΊ)  την  68όν  σου  βμττροσθβν  σου '  Ευδόκησε 
νά  ττροδιαθέσωσιν  ωσαύτως  και  νά  ετοιμάσωσι 
την  όδόν  σου  οι  ύττηρέται  καΐ  οικονόμοι  των  μυ- 
στηρίων σου,  έτΓίστρέφοντες  τάς  καρδίας  των  άττβι- 
θών  εις  την  σύνεσιν  των  δικαίων,  ώστε,  όταν  <γίνΐ] 
η  δευτέρα  σου  εΧευσις  διά  νά  κρίνης  τον  κόσμον, 
νά  εΰρεθώμεν  \α6ς  ευπρόσδεκτος  ενώττιόν  σου' 
όστις  ζ[]ς  και  βασιΧεύεις,  μετά  του  Ώατρος  καϊ 
του  'Χηίου  Υίνεύματος,  ττάντοτε  εις  Θεός,  εις  τους 
αιώνας  των  αιώνων.     ^Αμήν. 

ΈττιστοΚη.     1  Κορινθ,  δ*.  1. 

ΟΤΤίΙ  α9  μας  ^εωρη  ττάς  άνθρωττος,  ως  υττηρέτας 
του  Χρίστου,  και  οικονόμους  των  μυστηρίων 
του  θεοΰ.  ΐίερί  δε  του  Χοιττον,  ζητείται  εις  τους 
οικονόμους,  νά  εύρεθτ)  ττιστός  έκαστος.  Εις  εμε 
δε  ελάχίστον  ττρά'^/μα  είναι  νά  κριθώ  αϊτό  σας,  ή 
άτΓΟ  κρίσιν  άνθρωττίνης  ημέρας  •  άλλ'  ούδ'  εγώ 
κρίνω  εμαυτόν.  Αιότί  δεν  'γνωρίζω  τίττοτε  εις  τον 
εαυτόν  μου'  ττΧην  με  τούτο  δεν  είμαι  δικαιωμένος* 
άλλ'  εκείνος  όστις  με  κρίνει,  είναι  6  Κύριος. 
"Ω,στε  μη  κρίνετε  τίττοτε  ττρό  καιρού,  εως  νά  ε\θη 
ο  Κύριος•  όστις  καΐ  3^έ\ει  φέρει  εις  το  φώς  τά 
κρυτττά  του  σκότους,  καϊ  Β^έΧει  φανερώσει  τάς 
βουΧάς  τών  καρδιών  καϊ  τότε  ό  ετταινος  .^ελεί. 
>γίνει  εις  εκαστον  άττό  τον  θεόν. 

Έυαγγ€λίον,      "Ματθ.  ια'.  2. 

*ΓΛ  ΔΕ  ^Ιωάννης,  άκουσας  μέσα  εις  το  δεσμωτή- 
ριον  τά  ερ^α  τού  Χριστού,  εττεμψε  δύο  άττό 
τους  μαθητάς  του,  και  είττεν  εις  αυτόν.  Συ  είσαι 
6  εργό μένος,  η  άΧλον  ττροσμένομεν ;  Καϊ  άττο κρι- 
θείς ό  ^Ιησούς  εΙττεν  εις  αυτούς,  'Τττάγετε  κα\ 
άττα^'γείΧετε  εις  τον  ^Ιωάννην  οσα  άκούετε  καϊ 
β2 


ΤΕΤΑΡΤΗ   ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗΣ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ, 

/3λ€7Γ€Τ6•  τυφλοί  άναβΧύτΓουν,  καΐ  "χ^ωλοί  7Γβ/3ί7Γα- 
τοΰν,  \€7Γροϊ  καθαρίζονται,  καϊ  κωφοί  άκούονν, 
νεκροί  ανασταίνονται,  καϊ  ιττωγοΧ  βύαΎ^ελίζονται. 
ΚαΙ  μακάριος  είναι,,  όστις  8εν  σκανδαλισθεί  εις  εμέ. 
Ένω  δε  ούτοι  άνε-χ^ωροΰσαν,  ηργ^ισεν  6  ^ϊησον<ζ  να 
Χέ^τ)  εις  τους  ογΧους  ττερί  του  ^Ιωάννου,  Ύί  εξ- 
ηΧθετε  εις  την  ερημον  να  ιΒήτε;  κάΧαμον  σαΧευό• 
μενον  άτΓΟ  τον  άνεμον;  Άλλα  τι  εξηΧθετε  να 
ί8ήτε;  άνθρωτΓον  ενΒεδυμενον  μαλακά  Ιμάτια; 
Ιδού,  οι  τα  μαλακά  φοροϋντες,  εις  τους  οίκους  των 
βασιλέων  είναι.  Άλλα.  τι  εξήλθετε  νά  ι8ήτε;  ττρο- 
φήτην;  Ναι,  σας  λέγω,  και  ττερισσότερον  τταρά 
ΤΓροφήτην.  Δίότι  ούτος  είναι,  ττερί  του  όττοίου 
είναι  '^εηραμμένον.  Ιδού,  εγώ  άττοστελλω  τον  αγ- 
^έλόν  μου  πτρο  ττροσώττου  σου,  όστις  Β^έλει  έτοιμα" 
σει  τον  Βρόμον  σου  έμπροσθεν  σου. 

ΤΕΤΑΡΤΗ   ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΗΣ   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. 

Έννατττη. 

^'Χ^ΓΕΐΡΕ,  Κύριε,  Βεόμεθα,  την  Βύναμίν  σου,  καϊ 
ελθέ  μεταξύ  ημών,  καϊ  βοήθησε  ημάς  με 
Ισ'χυν  με^άλην  ώστε,  εττειΒή  δια  τάς  αμαρτίας 
και  ανομίας  ημών  Ββινώς  άνακοτττόμεθα  καϊ  εμ- 
ΤΓοΒιζομεθα,  Βιατρέγοντες  το  ττροκείμενον  εις  ημάς 
στάΒιον,  ή  8αΛΐτιλής  χάρις  σου  και  το  έλεος 
ταχέως  νά  μάς  βοηθγι  καϊ  νά  μας  ελευθερόνχι' 
Δια  τ9ις  άξιομισθίας  του  Ύΐοΰ  σου,  του  Κυρίου 
■ημών  εις  τον  οττοΐον,  μετά  σου  και  του  Άγιοι» 
ΤΙνεύματος,  εϊη  τιμή  και  Βόξα  εις  τους  αιώνας  τών 
αιώνων.     \μήν. 

'ΈτιιστοΚη.      ΦιλίΤΓΤΓ.  δ'.  4. 

ΥΑΙΡΕΤΕ  €19  τον  Κύριον  ττάντοτε'  -πάλιν  λέγω. 
Χαίρετε.  Ή  επιείκεια  σας  ας  '^ίνη  γνωστή 
εις  όλους  τους  ανθρώπους"  6  Κύριος  είναι  πλησίον. 
Μη  μεριμνάτε  δια  κανεν  πρά^γμα•  άλλ' εις•  πάντα 
ας  ιγνωρίζωνται  τα  ζητήματα  σας  προς  τον  θεόν, 
52 


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

μξτα  ζυγαριστία^,  ^ια  ττροσβνχής  καΐ  Ββήσίως. 
ΚαΙ  η  βίρήνη  του  θβοΰ,  ή  υττβρε'χουσα  ττάσαν  νόη- 
σιν,  ΒβΧζί  Βιαφύλάξβί  τάς  καρΒίας  σα<;  καΐ  τά  8ια- 
νοήματά  σα<;,  Βια  του  ^Ιησοΰ  Χρίστου, 

Έ,ύαγγίλιον.      Ίωάνν,  α  .  19. 

ΤΓΑΙ  αΰτη  α,ναι  η  μαρτυρία  του  ^Ιωάννου,  οτ€ 
'έστβιΚαν  οι  Ίου8αΐον  άττο  τα  'ΙβροσόΧυμα  Ίε- 
ρ€Ϊζ  καΐ  Αζυιτας,  8ιά  νά  ^ρωτήσωσιν  αυτόν.  Συ 
7Γ0?09  είσαι,;  Και  ώμο\ό<γησ€,  καϊ  δεν  ήρνήθη'  καϊ 
ώμοΧό'γησεν,  "Οτί.  δεν  βΐμαι  εγώ  6  Χ.ρίστό<ί.  Καϊ 
ηρώτησαν  αυτόν.  Τι  λοιττόν;  'Ηλ/α^  ςίσαι,  σύ ; 
ΚαΙ  λε'γεί.  Δεν  βΐμαι.  Ό  ττροφήτ'η'ί  ^Ισαυ  σύ; 
ΚαΙ  άτΓζκρίθη,  "Οχί.  Είτταν  Χοίττον  ει?  αύτον, 
Ποΐθ9  εΙσαί;  8ιά  νά  Βώσωμεν  άττό κρίσιν  εΐ9  ε/ίει- 
νου<ζ  οίτίνες  μα<;  εττεμψαν  τι  λέγεις  ττερι  σεαν- 
τοϋ;  ΑτΓβκρίθη,  Έγώ  βίμαι  ή  φωνή  του  βοωντοζ 
ίΐς  την  €ρημον,  Κάμετβ  βύθβΐαν  την  686ν  του  Κυρίου* 
καθώς  είττεν  Ησαΐας  6  ττροφήτης.  Καϊ  οι  άττε- 
στάλμένοί  ήσαν  άπο  τους  Φαρισαίους.  ΚαΙ  ήρώ- 
τησαν  αύτον,  καΐ  εΖτταν  εΐ9  αύτον.  Δια  τι  Χοίττον 
βαπτίζεις,  εάν  σύ  δεν  ησαύ  6  Χρίστος,  ούτε  6 
Ηλίας,  ούτε  6  ττροφήτης ;  ^ττεκρίθη  εις  αυτούς  6 
^Ιωάννης,  λέγων,  'Εγώ  βατττίζω  με  ΰΒωρ'  εις  το 
μέσον  σας  όμως  στέκεται  εκείνος,  τον  όττοΐον  σεΐζ 
δεν  εξεύρετε '  αύτος  είναι  6  οττίσω  μου  έρ-χόμενος, 
όστις  εστάθη  ττρο  εμοΰ'  του  οττοίου  εγώ  δεν  είμαι 
άξιος  νά  λύσω  τον  Ιμάντα  του  ύττο8ήματός  του. 
Ταύτα  έγιναν  εις  την  Βηθαβαράν,  ττέραν  του  Ιορ- 
δανοί/, οττου  ητον  6  ^Ιωάννης  και  έβάιττιζε. 


Ή   ΓΕΝΝΗΣΙΣ    ΤΟΥ   ΚΥΡΙΟΥ    'ΗΜΩΝ'    η    ΤΑ   ΓΕΝΕΘΛΙΑ 
ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ,   κοίΐ/ώί  κάΚούμΐνα  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

Συναπτή, 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  δστις  εΒωκες  εις  ημάς  τον 
μονογενή  σου  Ύίόν,  Βιά  νά  άναΧάβη  την  φύσιν 

53 


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

ημών,  καΧ  να  ^βννηθγι,  ώς  βίς  τον  καιρόν  τούτον, 
ατΓΟ  α'^/νην  τταρθβνον  Χάρισβ  €ΐ<ί  ημάς,  ωστ€,  άνα- 
'γβννηθέντβς  και  ^βνόμβνοι  τέκνα  ίΒικά  σον  8ίά  τή<ζ 
υιοθεσία^;  καΐ  •χάριτο'ζ,  να  άνανεονμβθα  καθ"  €κά- 
στην  Βίά  τοΰ'Α^ίου  σου  Υΐνεύματος'  δίά  του  αυτού 
Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού,  όστις  ζη  καΐ  βασι- 
λευβί,  μβτα  σού  καΐ  τού  αυτού  ΤΙνβύματος,  ττάντοτε 
€ί9  Θεός,  εις  τους  αιώνας  των  αιώνων.     \μην. 

'ΈπιστοΧη.      Έβρ.  α.  1. 

*0  ®^0Σ,  αφού  εΧαλησε  τταλαι  εΙς  τους  ττατέρας 
ημών  8ιά  τών  ττροφητών  ΊΤοΧυεώώς  και  ττοΧν- 
τροΊτως,  εις  τας  εσ'χ^άτας  ημέρας  εΚάΧησεν  εις 
ημάς  δίά  τού  Ύίού'  τον  όττοϊον  έθεσε  κΧηρονόμον 
ητάντων  Ζια  τού  οττοίου  έκαμε  και  τους  αΐώνας' 
όστις  ών  εκΧαμψις  της  8όξης,  και  'χ^αρακτηρ  της 
ντΓοστάσεως  αυτού,  καΐ  κρατών  τα  ττάντα  με  τον 
Χο^ον  της  δυνάμεως  τον,  αφού  εκαθάρισε  δί,α  μέσου 
τού  εαυτού  του  τάς  αμαρτίας  ημών,  εκάθησεν  εν 
Βεξια  της  Με^αΧειότητος  εις  τα  ύψηΧά.  ΚαΙ  ε^ινε 
τοσούτον  ανώτερος  τών  αγγέλων,  όσον  εξαιρετώ- 
τερον  ύττέρ  αυτούς  όνομα  εκΧηρονόμησε.  Αιότι  εις 
ΤΓοΐον  άτΓο  τους  αΎγέΧους  είττε  ττοτε,  Τίός  μου  είσαι 
συ,  εγώ  σήμερον  σε  ε^έννησα;  και  ττάΧιν,  Έγώ 
.^ελω  είσθαι  εις  αύτον  ΐΐατηρ,  καΐ  αύτος  Β^εΧει 
εισθαι  εις  εμε  Ύΐός;  "Οταν  8ε  ττάΧιν  είσάηη  τον 
Τίρωτοτοκον  εις  τον  κόσμον,  λεγεί-,  ΚαΙ  ας  ττροσ- 
κυνήσωσιν  εις  αύτον  οΧοι  οι  ά'^'^εΧοι  τού  Θεον. 
Και  ττερί  μεν  τών  αγγέλων  λεγεί,  "Οστις  κάμνει 
τους  ά^^έΧονς  του  ττνεύματα,  και  τους  Χειτουρ<γούς 
του  ττυρος  φΧό'^α•  ττρος  δε  τον  Ύΐον,  Ό  θρόνος 
σου,  ώ  Θεέ,  είναι  εις  τον  αιώνα  τού  αιώνος•  σκήττ- 
τρον  ευθύτητας  είναι,  το  σκήτττρον  της  βασίΧεία<$ 
σον.  ΐί^γαττησες  την  Βικαιοσύνην,  και  εμίσησες 
την  ανομίαν  δια  τούτο  σε  εχ^ρισεν  6  Θε09,  ό  Θεός 
σον,  με  εΧαιον  ά^γαΧΧιάσεως  ύττέρ  τονς  μετό'χονς 
σου.  Και,  Σύ  κατ  άρ-χας  εθεμεΧίωσες  την  γήν. 
Κύριε,  καΐ  ερ'γα  τών  χειρών  σον  είναι  οι  ούρανοί' 
54 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΣΤΕΦΑΝΟΥ. 

αντοί  ^βΚ,ονν  χαθή,  συ  όμως  Βιαμένας'  καΐ  ό'λοί 
ώς•  ίμάτίον  3^έ\ουν  τταλαιωθη,  καΐ  ώς  εττένΒνμα 
5•€λβί9  τυΧίξβί  αυτούς,  καΐ  3^έ\ουν  άΧλαχθή'  συ 
όμως  (Ισαι  6  αύτος,  και  τα  €τη  σου  δέμ  Β^έΧουν  €Κ• 
Χβίψβί. 

Έ,ναγγιΚιοι/.       Ιωανν.  α.  1. 

'ρΝ  άρχτ]  ητον  6  Αό^ος,  καΐ  6  Λόγο9  ητον  με  τον 
Θβον,  καΐ  θεός  ητον  6  Αό^ος.  Ούτος  ητον  εν 
άρχτ}  με  τον  θεόν.  "0\α  ε^/ιναν  8ί  αύτοΰ'  καΐ 
χωρίς  αυτού  Βεν  εγινεν  ούδε  εν  άττο  'όσα  'έ'^ιναν. 
Εί9  αύτον  ητον  ζωη,  καΐ  ή  ζωη  ^ητον  το  φως  των 
άνθρώττων.  ΚαΙ  το  φως  εΙς  το  σκότος  φέγγβί,  καΐ 
το  σκότος  8εν  κατεΚαβεν  αυτό.  ^Εστάθη  άνθρω- 
ττός  Τις  άττεσταΧμενος  άττο  τον  θεόν,  του  όττοίου 
το  όνομα  ητον  ^Ιωάννης.  Ούτος  ηΚθεν  εΙς  μαρτυ- 
ρίαν,  Βία  να  μαρτυρήση  ττερί  του  φωτός,  Βίά  να 
τηστεύσωσίν  οΧοι  Βί  αύτοΰ.  Αεν  ητον  εκείνος  το 
φως,  αλλά  Βίά  να  μαρτυρήση  ττερΙ  του  φωτός. 
Ύοΰτο  ητον  το  φως  το  αληθινόν,  το  όποιον  φωτίζεΰ 
τάντα  άνθρωτΓον  ερχόμενον  εις  τον  κόσμον.  'Ητον 
€ΐ?  τον  κόσμον,  καΐ  ό  κόσμος  ε^ινε  Βι  αύτοΰ'  καΐ 
ό  κόσμος  Βεν  τον  ε^νώρισβ.  ^Ηλθεν  εΙς  τα  ΙΒικά 
του,  καΐ  οι  ΙΒικοί  του  Βεν  εΒεχθησαν  αυτόν.  "Οσού 
Βέ  εΒεχθησαν  αυτόν,  εις  αυτούς  εΒωκεν  εξουσίαν 
νά  '^ίνωσι  τέκνα  του  θεοΰ,  εις  τους  όσοι  πιστεύουν 
εις  το  όνομα  αύτοΰ'  οίτινες  ε'^εννήθησαν,  οχι  άττό 
α'ίματα,  ούΒε  αττό  την  ^εΧησιν  της  σαρκός,  ούΒε 
άτΓΟ  την  ^εΧησιν  τοΰ  άνΒρός,  άλλ'  άττό  τον  Θεόν. 
Και  ό  Λόγος  'έ'^μνε  σαρξ,  καϊ  εκατοίκησε  μεταξύ 
ημών  {καϊ  ϊΒαμεν  την  Βόξαν  αύτοΰ,  Βόξαν  ώς  μο- 
νο'^/ενοΰς  Ύίοΰ  τοΰ  ΥΙατρός)  ττΧήρης  χάριτος  καϊ 
άΧηθείας. 

— ♦— 

ΤΟΥ  Άγιου  στέφανου. 

"Συναπτή, 

Λ  ΟΣ    εις    ημάς.  Κύριε,  ώστε  εις  οΧας  ημών  τάς 
Β^Χίψεις,  τάς  οποίας  ύττομενομεν  ενταύθα  εττϊ 

55 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΣΤΕΦΑΝΟΥ. 

'της  (γης  ττρος  μαρτυρίαν  της  αληθβίας  σον,  να  €ν- 
ατβνίζωμβν  βίς  τους  ουρανούς,  καΐ  να  ^βωρώμ^ν,  δίά 
της  ττίστβως,  την  Βόζαν  ητίς  μέ\\€ΐ  να  άττοκα- 
\υφθτ]•  καΐ,  ττΧησθέντβς  Ώνβύματος  Ά<γίου,  να  μά- 
θωμβν  να  άγαττω/λεν  και  να  ^υΚοηωμβν  τους  διώ- 
κοντας ημάς,  κατά  μίμησιν  του  αηίου  σου  Ώρωτο- 
μάρτυρος  Στβφάνου,  τον  ζύχ^ομενου  υττβρ  των 
φονέων  του  προς  σβ,  εύΧο^ημένε  ^Ιησου'  όστις 
στέκεσαι  εις  τά  Βεξια  του  Θεού,  8ιά  να  βοηθάς 
ττάντας  τους  3\ιβομένους  8ιά  σε,  τον  μόνον  Μεσί- 
την  και  ΐΐροστάτην  ημών.     Ά/Λί^'ν. 

'Έπΐίτα  άκολονθΐΐ  η  Συναπτή  της  Τεννησεως  τοΰ  Χρίστου•  ήτις 
3€Κ(ΐ  άναγινώσκΐσθαι  κα&  ίκάστην  μ^χρί•  της  ΤΙαραμονης  τοΰ 
Ν/ου   Ετονί. 

Άι/τι  Επιστολή:.      ΙΙράξ.  ζ'.  55. 

*ΓΛ  ΣΤΕΦΑΝΟΣ,  ττΧήρης  ων  του  ΐΐνεύματος  τοΰ 
Άγιου,  ενατενίσας  εις  τον  ουρανον,  Ι'δε  την 
Βόζαν  τοΰ  Θεού,  καΐ  τον  ^Ιησονν  Ιστάμενον  εις  τα 
Ζεξια  τοΰ  Θεοΰ.  ΚαΙ  ειττεν,  Ίδου,  βΧεττω  τους 
ουρανούς  άνεω^μένους,  και  τον  Ύίον  τοΰ  άνθρώττον 
ιστάμενον  εις  τά  Βεξιά  τοΰ  Θεοΰ.  Τότε  φωνάξαν- 
τες  με  φωνην  με^άλην,  έφραξαν  τά  ώτία  των,  καΐ 
ωρμησαν  δΧοι  ομοΰ  εναντίον  του'  και  εκβαΧόντεζ 
αύτον  εξω  άττο  την  ττόΧιν,  τον  εΧιθοβοΧοΰσαν  καΐ 
οι  μάρτυρες  έθεσαν  κάτω  τά  ιμάτια  των  ττΧησίον 
των  τΓοδων  τίνος  νέου,  ονομαζόμενου  ΣαύΧον.  Καϊ 
εΧιθοβοΧοΰσαν  τον  Στέφανον,  εττικαΧούμενον  τον 
θεον,  και  Χέ'^οντα,  Κύριε  ^Ιησοΰ,  Βέξαι  το  ττνεΰμά 
μου.  Καϊ  ηονατίσας,  εφώναξε  με  φωνην  με<γάΧην, 
Κύριε,  μη  Χο'γαριάσης  εις  αυτούς  την  άμαρτίαν 
ταύτην.     Και  άφοΰ  είττε  τοΰτο,  εκοιμήθη. 

ΈναγγίΚίον.      Ματ^.  κγ'.  34. 

'ΤΔΟΤ,  εγώ  άττοστέΧΧω   εις  εσάς  ττροφήτας,  καϊ 

σοφούς,  και  /γραμματείς"  καϊ  άττο  αυτούς  3^εΧετ£ 

θανατώσει  και  σταυρώσει,  και  άττο  αυτούς  -θέλετε 

μαστί'γώσει  εΙς  τάς  σννα'γω'γάς   σας,    καϊ  Ζιώξεί 

56 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΤΟΥ  ΕΥΑΓΓΕΑΙΣΤΟΥ. 

ατΓο  "ΤτοΧίν  €19  ττόλίν*  ^ια  να  βΧθη  βττάνω  σας  τταρ 
αϊμα  Βίκαιον,  €κχυν6μ€νον  βττάνω  βίς  την  'γήν,  άττο 
το  αίμα  του  "Αβέλ  τού  δικαίου,  €ως  του  αίματος 
του  Ζα^αρίου,  υΐοΐι  του  Βαρα'χ^ίον,  τον  υττοΐον  βφο- 
νεύσβτε  μεταξύ  του  ναού  καΐ  τού  θυσιαστηρίου. 
Έέβαια  σας  Χέ'γω,  "Ολα.  ταύτα  3^βΧουν  βλθεΐ  έττάνω 
€ίς  την  η€ν€άν  ταύτην.  ΎβρουσαΧημ,  ΊβρουσαΧημ, 
η  φονεύουσα  τους  ττροφήτας,  καΐ  ΧιθοβοΧούσα 
τους  άττεσταΧμένους  ττρος  σβ,  ττοσάκίς  7)θβΧησα  να 
συνάξω  τα  τέκνα  σου,  καθώς  ή  όρνις  συνά<γ€ΐ  τα 
ττουΧία  της  υττοκάτω  €ΐς  τάς  τττβρυ'^άς  της,  καΧ 
δεν  ηθ^Χησξτβ!  Ίδοι),  άφίνβται  βίς  €σάς  6  οΙκός 
σας  βρημος.  Αιότι  σας  λέγω,  Αεν  -θέλετε  μβ  ιΒβΐ 
€ίς  το  ζξής,  €ως  νά  βίττητβ,  ΕύΧοΎημένος  6  αρχό- 
μενος €ν  ονόματι  Κυρίου. 

ΤΟΥ  Άγιου  Ιωάννου  του  ευαγγελιςτου. 

Συναπτή. 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ  Κύριβ,  δεόμβθά  σου  να  ττέμττης  τάς 
Χαμττράς  ακτίνας  τού  φωτός  σου  έττάνω  €ΐς 
την  ^ΕκκΧησίαν  σου'  ώστε,  φωτιζόμενη  8ιά  της 
Βι8ασκαΧίας  τού  Ιερού  σου  \τΓοστόΧου  καΐ  Εύαγ- 
'γεΧιστού  ^Ιωάννου,  νά  ττεριττατη  οΰτω  εις  το  φως 
της  άΧηθείας  σου,  ώστε  νά  φθάση  τεΧος  -πάντων 
εις  το  φως  της  αιωνίου  ζωής,  Βιά  ^Ιησού  Χριστού 
τού  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

ΈπιστόΚη.      1  'ΐωάνν.  α.   Ι." 

'"Ε^ΚΕΙΝΟ  το  ότΓοΐον  ητον  άττ  αρχής,  το  οττοΐον- 
ηκούσαμεν,  το  όττοΐον  ϊΒαμεν  με  τους  όφθαΧ- 
μούς  μας,  το  όττοΐον  εθεωρήσαμεν,  και  αϊ  χείρες 
μας  εψηΧάφησαν,  ττερί  τού  Αό<γου  τής  ζωής'  (δίότί- 
ή  ζωή  εφανερώθη,  καΐ  ϊΒαμεν,  και  μαρτυρούμεν 
και  άττα^/'γέΧΧομεν  εις  εσάς  την  ζωήν  την  αιώνιον, 
Ύΐτις  ήτον  με  τον  Πατέρα,  καΐ  εφανερώθη  εις  ήμας') 
^Έ,κεΐνο  το  όττοΐον  ϊΒαμεν  και  ηκούσαμεν,  τούτο 
άτταηηέΧΧομεν  εΙς  εσάς,  Βιά  νά  έχετε  καΧ  σ€?5 
Ο  3 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΙΩΑΝΝΟΥ  ΤΟΥ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ. 

κοινωνίαν  μβ  ημάς•  καΐ  ή  κοινωνία  ή  ί^ίκή  μαζ 
ζΐναι  μβ  τον  ΥΙατέρα,  καΐ  μβ  τον  Των  αντοΰ,  τον 

Ιησοΰν  Κριστόν.  ΚαΙ  <γράφομ€ν  ταύτα  βί<ί  €σά<;, 
8ιά  να  ηναο  7Γ\ήρη<ί  η  χαρά  σα<;.  Αΰτη  ύναι,  \οι- 
ΊΓον  η  άττα'γ'γέλία,  την  όττοίαν  ηκούσαμβν  άττο  αυ- 
τόν, καΐ  άνα'γ^έΧλομβν  6^9  €σα<;'  'Ότί  6  &€ος  βίναι, 
φως,  καΐ  σκότος  βίς  αντον  δεν  είναι  ττοσώς.  Έάν 
εϊττωμεν  δτί  βγομβν  κοινωνίαν  μβ  αύτον,  καΐ  βττείτα 
ΐΓβρι,'πατωμβν  βίς  το  σκότος,  ΛίτβυΒόμβθα,  καΐ  Ββν 
"ττράττομβν  την  αΚηθβιαν.  Έαν  'όμως  ττβρίττατώμβν 
βίς  το  φως,  καθώς  αυτός  βυναι  βίς  το  φως,  βγομβν 
κοινωνίαν  ό   βίς  μ€  τον  αΧλον    και   το   αίμα   του 

Ιησού  Χριστού,  τού  Ύΐού  αυτού,  μας  καθαρίζει, 
αϊτό  ττασαν  άμαρτίαν.  Έαν  βϊττωμεν  ότι  δέν  βγομεν 
άμαρτίαν,  ττλανώμβν  εαυτούς,  και  ή  αλήθεια  δεν 
είναι  εις  ημάς.  Έάν  όμοΧο'^ώμεν  τάς  αμαρτίας 
ημών,  είναι  ττιστός  και  δίκαιος,  ώστε  να  μας  συγ- 
χώρηση τάς  αμαρτίας,  και  νά  μας  καθαρίση  άττό 
ττασαν  άΒικίαν.  Έαν  εϊττωμεν  Οτι  δεν  ήμαρτήσα- 
μεν,  ψεύστην  κάμνομεν  αυτόν,  και  6  \ό^ος  αυτού 
δεν  είναι  εις  ημάς. 

ΈναγγΆιον.     ^Ιωάνν.  κα  ,  19. 

'Ο  'ΙΗΣΟΤΣ  είττεν  εις  τον  ϊϊέτρον,  \κο\ούθει  με. 
Στραφείς  δε  ό  ΥΙέτρος  βΧεττει  άκοΧυυθούντα 
τον  μαθητην,  τον  όττοΐον  ή'^αττούσεν  ό  ^Ιησούς" 
όστις  και  είχε  ττέσει  εν  τω  καιρώ  τού  Βείττνου 
εττάνω  εις  το  στήθος  αυτού,  καϊ  ειττεΐ.  Κύριε,  ττοΐος 
είναι  εκείνος  όστις  σε  τταραΒίΒεΐ;  Τούτον  ι8ών  ό 
ΤΙετρος,  \ε<γει  εις  τον  ^Ιησούν,  Κύριε,  αλλ'  ούτος  τι 
^ελει  κάμει;  Λεγεί  ε/9  αυτόν  ό  ^Ιησούς,  Έαν  -9ελ&) 
αυτόν  νά  μΛνιτ)  εως  νά  ε\θω,  τί  ττρός  σε;  συ  ακο- 
λουθεί με.  ^Εξεδόθη  λοιττόν  ό  λόγο9  ούτος  εις 
τους  άΒεΧφούς,  δτι  6  μαθητής  εκείνος  δεν  άνοθνή- 
σκει.  Ο  'ϊησούς  όμως  δεν  είττεν  ε69  αυτόν,  ότι  δεν 
άτΓοθνήσκεΐ'  αλλ',  Έαν  Γ^ελω  αυτόν  νά  μένη  εως 
νά  ε\θω,  τί  ττρός  σε;  Ούτος  είναι  6  μαθητής 
όστις  μαρτυρεί  ττερί  τούτων,  και  ε^ρα^^ε  ταύτα* 
58 


ΤΗΣ   ΒΡΕΦΟΚΤΟΝΙΑΣ. 

καΐ  έξίύρομζν  οτι  βΊναι  αΧηθης  η  μαρτυρία  αυτοΰ. 
Έίΐ,ναι  δέ  καϊ  ά'λλ,α  ττοΧλά,  όσα  βκαμβν  6  Ιησούς ' 
τα  ότΓοϊα  εάν  <^/ραφθώσί  καθ'  βν,  ούδ'  αντο^  ό  κό- 
σμος στο'χ^άζομαι  δτι  δεν  ^έΧει,  χωρέσει  τά  <γρα- 

φόμενα  βιβλία. 

— ♦ 

ΤΗΣ   ΒΡΕΦΟΚΤΟΝΙΑΣ. 

ΣυνατΓτη. 

ργΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  άττο  τά  στόματα 
των  νηττίων  καϊ  των  3-ηΧαζόντων  άνεδβιξβς  δύ- 
ναμιν,  καϊ  βκαμβς  τά  νήττια  νά  σε  Βοξάσωσι  Βιά 
τοΐ)  θανάτου  των  'Νέκρωσβ  και  κατάρ^ησβ  βίς  ημάς 
ττάσαν  κακίαν  καϊ  οΰτω  βνίσγ^υσβ  ημάς  μ€  την 
χάριν  σου,  ώστε,  Βιά  της  αθωότητας  του  βίου  ημών, 
καϊ  της  μέχρι  Β^ανάτου  σταθβρότητος  της  ττίστεως 
ημών,  νά  Βοζάζωμβν  το  ά'γιόν  σου  "Ονομα'  Βιά 
^Ιησοϋ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

\ντ\  ΈτΓίστολήί.  \ττοκαΚν<\τ.  ιδ'.  1. 
^'ΤΔΑ,  καϊ  ιΒου,  ^Αρνίον  εστβκβτο  εττάνω  εις  το  ορός 
της  Σιών  καϊ  όμοΰ  με  αυτό  εκατόν  σαράντα- 
τέσσαρες  χιΧιάΒες,  εχουσαι  το  Ονομα  του  ΥΙατρος 
του  ηεηραμμένον  εττάνω  εις  τά  μέτωττά  των.  Και 
■ηκουσα  φωνην  άττό  τον  ούρανόν,  ωσάν  φωνην  ττολ- 
λών  ύΒάτων,  καϊ  ωσάν  φωνην  βροντής  με'γάΧης' 
καϊ  ηκουσα  φωνην  κιθαρωΒών,  οίτινες  εκιθάριζαν 
με  τάς  κιθάρας  των.  Καϊ  εψαΧλαν  ωσάν  ωδην 
νεαν,  ενώττιον  του  θρόνου,  καϊ  ενώττιον  των  τεσσά- 
ρων ζώων  καϊ  των  "πρεσβυτέρων  καϊ  δεν  ηΒύνατο 
κάνεις  νά  μάθη  την  ψΒην,  ει  μη  αϊ  εκατόν  σαράντα- 
τέσσαρες  χιΚιάΒες,  οι  ή^ορασμένοι  άττό  την  'γήν. 
Ούτοι  είναι  οι  μη  μοΧυνθεντ^ς  με  γυναίκας"  Βιότι 
τταρθενοι  είναι.  Ούτοι  είναι  οι  άκοΧουθοΰντες  το 
Αρνίον  ότΓου  καϊ  άν  ύττάγτ;.  Ούτοι  η^οράσθησαν 
άττό  μεταξύ  των  άνθρώττων,  6ντες  άτταρχη  εις  τόν 
Θεόν  καϊ  εις  το  ^Αρνίον.  Καϊ  εις  τό  στόμα  αυτών 
δεν  ευρέθη  ΒόΧος'  Βιότι  είναι  άμωμοι  ενώττιον  τοΰ 
θρόνου  του  θεού. 

59 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

Έναγγίλιον.  Ματθ.  β.  13. 
*Γ)  Άγγελος  του  Κνρίυυ  φαίνεται  Βι  ονείρου  €ΐζ 
τον  ^Ιωσηφ,  λέγων,  ΣηκωθβΙς  παράλαβε  το 
παιΖίον  καΐ  την  μητέρα  αντον,  καΐ  φβΰγε  €19  την 
ΑϊηυτΓτον,  καΐ  έ'σο  έκεΙ  έ'ω?  να,  σε  εϊττω'  Βιότύ 
μέΧΚεί  6  'ϊίρώ8η<;  να  ζηττ}  το  τταιΒίον,  Βιά  να  άττο- 
\έση  αυτό.  Και  εκείνος  σηκωθείς  παρέλαβε  το 
•παιΒίον  καΐ  την  μητέρα  αντοϋ  Βιά  νυκτός,  καΐ  άνε- 
'χωρησεν  εΙς  την  Αϊ'^υτττον  καΐ  ητον  εκεΐ  μέ'χρί  Τϊ)•» 
τεΧεντής  του  'ϊΙρώΒου'  Βιά  νά  πληρωθτι  το  ρηθέν 
ατΓο  τον  Κύριον  Βιά  του  προφήτου,  όστις  λεγεί, 
ΆτΓο  την  Αϊ'γυπτον  εκάλεσα  τον  Ύίόν  μου.  Τότε  6 
ΉρώΒης,  ΙΒών  οτί  επεριπαίγθη  άπο  τους  μά<γους, 
€θυμώθη  εις  άκρον  και  πέμψας  εθανάτωσεν  ολα- 
τά  παιΒία  τά  εις  την  ΒηθΧεεμ,  καΐ  καθ  ολα  τά  όρια 
αυτής,  άπο  Βύο  ετών  ηλικίας  και  κατωτέρω,  κατά 
τον  καιρόν  τον  οποίον  ήρεύνησεν  άπο  τους  μά<γους. 
τότε  επ\ηρώθη  το  ρηθέν  άπο  τον  Ίερεμίαν  τον 
προφήτην,  όστις  λεγεί.  Φωνή  ήκούσθη  εΙς  την 
'ναμά,  θρήνος,  καΐ  κλαυθμος,  καΐ  οΒυρμος  ποΧύς. 
Ή  'Ραχί)λ  εκΧαιε  τά  τέκνα  της•  και  Βέν  ήθελε  νά 
παρη<γορηθ7],  Βιότι  Βέν  υπάρ'χουν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

"Συναπτή, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  εΒωκες  εΙς  ήμα<ξ 
τον  μονοηενή  σου  Ύ'ιον,  Βιά  νά  άναΧάβη  την 
ψύσιν  ημών,  και  νά  <γεννηθή,  ως  εις  τον  καιρόν 
τούτον,  άπο  ά^νήν  παρθένον  χάρισε  εις  ημάς, 
ίόστε,  άνα'γεννηθέντες  και  ηενόμενοι  τέκνα  ιΒικα 
σου  Βιά  της  υιοθεσίας  και  γάριτος,  νά  άνανεου- 
μεθα  καθ*  έκάστην  Βιά  του  Ά^ίου  σου  ΤΙνεύματος* 
Βιά  του  αυτού  Κυρίου  ημών  Ιησού  Χ,ριστού,  οστίζ 
ζτ]  καΐ  βασιλεύει,  μετά  σού  και  τού  αυτού  ΤΙνευ- 
ματος,  πάντοτε  εις  ©€09»  εις  τους  αιώνας  των 
αιώνων»  ^Αμήν. 
60 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΜΕΤΑ   ΤΑ   ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 
Έπίστολ;;.      Γαλάτ.  δ*.  1. 

Α  ΕΓίΙ  δε,  εφ'  όσον  καιρόν  6  κληρονόμος  είναι 
νήτηος,  δεν  Βιαφέρβι,  άττο  ΒοΰΧον,  μ"  όλον  ό'τί 
€ίναι  κύριος  όλων  αλλ  βιναι  νττο  βττιτρότΓονς  καΐ 
οικονόμους,  μ^χρι  του  Βιωρισμένου  καιρού  άττο  τον 
Ίτατίρα  του.  Ούτω  και  ήμ€Ϊς,  οτβ  ημβθα  νήττιοι, 
ντΓΟκάτω  €ΐς  τά  στοιχ^εΐα  του  κόσμου  ημβθα  δεδοι;- 
\ωμίνοι.  ^Αφού  όμως  βττΧηρώθη  6  καιρός,  Ιξαττά- 
στ€ΐλ€ν  6  Θεός  τον  Των  του,  όστις  έ'γεννήθη  άττο 
*γυναΐκα,  όστις  εστάθη  ύττοκάτω  βίς  τον  νόμον  8ίά 
νά  ζξα'^οράσΎ]  τους  οντάς  ύττοκάτω  €ΐς  τον  νόμον, 
δίά  νά  Χάβωμβν  την  υΐοθβσίαν.  ΚαΙ  έττεώη  βίσθε 
νΙοΙ  αυτού,  εξαττέστειλεν  6  0>βός  το  Ώνβύμα  τον 
Ύίού  του  βις  τάς  καρΒίας  σας,  το  όττοΐον  φωνάζει, 
Ά/3/3ά,  ώ  Πάτερ.  "Οθεν  δεν  είσαι  ττΧεον  ΖούΧος, 
ίίλλ'  υΐός'  και  αν  ησαι  υιός,  είσαι  και  κΧηρονόμος 
του  θεού,  δια  μέσου  τού  Χριστού. 

ΈυαγγΐΚιον.      Ματθ.  α  .  18. 

'Τ'ΟΤ  Ιησού  Χριστού  η  ^εννησις  ητον  ούτω•  ^Αφον 
η  μήτηρ  αυτού  Μαρία  άρραβωνιάσθη  με  τον 
^Ιωσηφ,  ττρίν  συνεΧθωσιν  αύτοΙ,  ευρέθη  έγκυος  εκ 
ΤΙνεύματος  Ά^ίου.  Ό  δε  ^Ιωσηφ  ό  άνηρ  αυτής, 
δίκαιος  ων,  καΐ  μη  3^έΧων  νά  ^εατρίση  αύτην  εΐζ 
Ίταράδει^μα,  έβουΧεύθη  νά  την  άττοΧύση  κρυφίως» 
Ένώ  δε  αυτός  εσυ'ΚΚο'^μσθη  ταύτα,  Ιδού,  ά'γ<γεΧος 
Κυρίου  εφάνη  εις  αυτόν  δι  ονείρου,  λε'γων,  Ίωσηφ, 
νιε  τού  ΑαβΙδ,  μη  φοβηθης  νά  τταραΧάβης  Μα- 
ριάμ την  γυναικά  σου•  διότι  το  συΧΧηφθέν  μέσα 
εις  αύτην  είναι  εκ  Πνεύματος  Ά^ίου.  Και  3^έΧεί 
γεννήσει  υ'ιόν,  και  ΒέΧεις  καΧέσει  το  όνομα  αυτού 
Ιηςουν*  διότι  αυτός  ^ελε^  σώσει  τον  Χαόν  τον 
άττο  τάς  αμαρτίας  των.  {Τούτο  δε  οΧον  έγ^νε,  δια 
να  [ττΧηρωθτ}  το  ρηθέν  αττό  τον  Κύριον  διά  τον 
ττροφητου,  όστις  λε'γεί,  Ίδον,  η  -παρθένος  ^έΧεύ 
συΧΧάβει  εις  την  γαστέρα  της,  καΐ  ^έΧει  '^εννήσεο 
υ'ιόν,  καΐ  ^έΧουν  καΧέσει  το  όνομα  αυτού  ^Εμμα~ 
νουήΧ'   το  όττοΐον  εξνγούμενον  είναι,  Μεθ'  ημών  ά 

61 


ΠΕΡΙΤΟΜΗ   ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ, 


Θβ09.)  Έ,ηκωθβΙς  δβ  6  ^Ιωσηφ  άττο  τον  ΰττνον, 
€καμ€  καθώς  τον  βΤΓρόσταζβν  ό  αΎ^έΧος  τοΰ  Κυρίου, 
καΐ  τταρέΧαβε  την  γυναικά  του.  Και  δεν  εηνώ- 
ρίσ€ν  αύτην,  ίωσοΰ  β'^εννησε  τον  ττρωτότοκόν  τη<ί 
νΐόν  και  βκαλ€σ€  το  όνομα  αντοΰ  Λησουν, 


ΠΕΡΙΤΟΜΗ   ΤΟΥ   ΧΡΙΣΤΟΥ. 

Έ,υνατττη. 

πΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  βκαμες  τον  νττβρ^ 
ευΧο'γημένον  σου  Ύίον  να  'πβριτμηθτ}  καΐ 
να  υττοταγΟτι  βίς  τον  νόμον  δια.  τον  άνθρωττον, 
'χάρίσβ  649  ημάς  την  αΚηθίνην  ιτβριτομην  τοΰ 
ΥΙνεύματος'  ωστβ,  των  καρδιών  ημών  και  όλων  των 
μελών  νβκρωθέντων  άττο  ττάσαν  κοσμικην  και  σαρ- 
κικην  έτΓίθυμίαν,  να  ύττακονωμβν  κατά  ττάντα  €ί<ζ 
το  α^ιόν  σου  3^έ\ημα'  8ιά  τοΰ  αντοΰ  Ύίοΰ  σου,  τοΰ 
Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  άριστου.     ^Κμήν. 

Επιστολή.      Ρωμ,  δ  .  8. 

ΐγΤΑΚΑΡΙΟΣ  6  άνθρωτΓος  €ΐς  τον  οττοΐον  6  Θβό? 
δεν  ,&ελεί.  \ο<γαριάσ€ΐ  άμαρτίαν.  Οΰτος  Χοιττον 
6  μακαρισμος  βΐναι  δια.  τους  ττεριτβτμημένους,  η 
και  δια.  τους  άττβριτμήτονς ;  Αιότι  λεγο/ζ-εν  οτι  η 
Ίτίστις  έΧο'^ίσθη  βίς  τον  ^Αβραάμ  δια  8ικαιοσύνην• 
•ττώς  ΧοιτΓον  εΚο'^ίσθη;  οτ€  ητον  βίς  ττεριτομην,  -η 
€19  άκροβυστίαν ;  "Οχι  6ΐ9  "ττεριτομην,  άλλ'  εΪ9 
άκροβνστίαν.  Και  εΚαβε  το  σημεΐον  της  ιτεριτο- 
μής,  σφρα<γίΒα  της  δικαιοσύνης  της  ττίστεως  την 
οτΓοίαν  είγεν  οτε  ητον  εις  την  άκροβυστίαν  8ιά  νά 
ηναι  αΰτος  ττατηρ  6\ων  τών  ττιστευόντων,  αν  καΐ 
δεν  εΧαβαν  ττεριτομην,  διά  νά  Χο^ισθη  και  εις  αυ- 
τούς ή  δικαιοσύνη"  και  ττατηρ  της  ττεριτομης  εις 
τους  μη  ε'χοντας  μόνον  την  ττεριτομην,  αλλά  κα\ 
ττεριττατοΰντας  εις  τά  βήματα  της  ητίστεως  τοΰ 
ττατρος  ημών  Αβραάμ,  την  όττοίαν  ειχεν  ενω  ητον 
εις   την   άκροβυστίαν.       Αιότι   ή    εττα'γ^εΧία    οτί 


ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

€/Α6λλ6  να  ηναι  κληρονόμος  του  κόσμου,  δεν  €<γίν€ν 
€19  τον  Αβραάμ,  -η  εις  το  σπέρμα  αυτού,  δίά  του 
νόμου,  αλλά  δίά  τ^9  ^ίκαιοσύνη'ζ  της  ττιστεως. 
Δ^ότι  ε'άν  ηναι  κληρονόμοι  οι  ό'ντες  εΆ:  του  νόμου, 
ή  "ττίστίς  ματαωνεται,  και  ή  ζττα^^ζΧία  καταρ^βΐ- 
ται. 

Έναγ^ΐΚιον.    Αονκ.  β  .  15. 

"]^Αΐ  καθώς  οΐ  ά'^'^έλοι  άνεγωρησαν  αϊτό  αύτούζ 
βίς  τον  ούρανόν,  οι  άνθρω-ποι  οι  ττοιμβνβς  ΐίτταν 
ττρός  άΧλ^'ιλους,  'Άς  ύττάγω/χεν  Χοιττόν  βως  βις  την 
Βηθ\€€μ,  και  ας  ϊδωμ€ν  το  ιτραιγμα  τοϋτο  το  γε- 
γονός, το  ότΓΟίον  ό  Κύριος  ^φανέρωσβν  βίς  ημάς. 
Και  ηΚθαν  μβτά  σττουδής,  καΐ  βύρήκαν  την  Μαριάμ 
καΐ  τον  ^Ιωσηφ,  και  το  βρέφος  κοιτόμβνον  βίς  την 
φάτνην.  Και  άφοΰ  ϊδαν,  διβφήμισαν  τον  λόγον 
τον  ΧαΧηθέντα  βίς  αυτούς  ητβρΧ  του  τταώίου  τούτου* 
και  6\οι  οι  άκούσαντβς  βθαύμασαν  ττβρί  των  λα- 
λ77^ε'ντων  εΖς  αυτούς  άττο  τους  ττοιμβνας.  Ή  δε 
Μαριάμ  βφύΧαττβν  δΧους  τους  Χόλους  τούτους, 
διαΧο•^ιζομένη  βίς  την  καρδίαν  της.  Και  εττε- 
στρβψαν  οι  ττοιμένβς,  Βοξάζοντβς  και  ύμνοΰντβς 
τον  θβόν  δι  οΧα  οσα  ηκουσαν  και  ϊδαν,  καθώς 
βΧαΧήθη  βίς  αυτούς.  Και  ό'τε  βσυμητΧηρώθησαν 
οκτώ  ημέραι  διά  νά  ττβριτβμωσι  το  τταιδίον,  βκΧή- 
θη  το  όνομα  αυτού  ^Ιησούς'  το  ονομασθβν  άττό  τον 
ά'γ'γβΧον,  ττριν  συΧΧηφθη  βίς  την  κοιΧίαν. 

Ή  αντη  Συναπτή,  ^Επιστολή,  και  ΕυαγγίΧιον,  Βίλονν  χρησψΐυη 
δίά  πάσαν  ημίραν  μίχρι  των  Επιφανίων. 


ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ• 

η  Ή   ΦΑΝΕΡΏΣΙ2  ΤΟΥ   ΧΡΙΣΤΟΥ  ΕΙΣ   ΤΟΥΣ   ΈθΝΙΚΟΥΣ. 

Συναπτή. 

^ΕΕ,  Ο  φανβρώσας  βίς  τά  βθνη  τον  μονο'γβνή  σου 

Ύΐόν  διά  της  όδη'γίας  του  αστέρος,  Κύδόκ7]σε 

διά   το   μέ^α   σου   βΧβος,   ώστβ   ήμβΐς,   οϊτινες   σε 

βηνωρίσαμβν  ηδη  βκ  ττίστβως,  μβτά  την  τταροΰσαν 

63 


ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

ξωην  νά  άττολαύσωμβν  την  Β^ίαν  της  Β^βίας  σον 
Βόξης'  Βιά  Ίτ/σοΰ  'ΚριστοΟ  του  Κυρίου  ημών* 
^Αμήν, 

^Επιστολή.     Έφεσ.  γ'.  1. 

Λ  ΙΑ  τούτο  εγώ  ό  ΐΙαυΧος,  6  Ββσμίος  του  ^Ιησου 
'Κρίστοΰ  Βίά  σά<ί  τα  'έθνη,  έάν  ήκούσετβ  την 
οίκονομίαν  της  'χ^άρίτος  του  Θβοΰ  ήτις  με  εδόθη 
δίά  σας,  οτί  δι  άττοκαΧύψεως  εφανέρωσεν  εΙς 
έμε  το  μυστήριον,  (καθώς  ΐΓροέ^ραψα  συντόμως, 
άτνό  το  ΟΊΓοΙον  εμτΓορεΐτε  άνα^ινώσκοντες  νά  νοή- 
σετε την  εις  το  μυστήριον  του  'Κριστοΰ  '^νώσίν 
μου')  το  ότΓοΙον  εις  άΧλας  <γενεάς  δεν  ε^νωρίσθη 
€ΐς  τους  υιούς  των  άνθρώττων,  καθώς  τώρα  άπεκα- 
Χύφθη  δίά  ΐΐνεύματος  εις  τους  άβιους  αυτού  άττΟ' 
στόΧους  καΐ  ττροφήτας'  Να.  ήναι  τά  έθνη  συ'•^κ\η- 
ρονόμα,  καΐ  σύσσωμα,  καΐ  συμμετο-χα  της  ε'τταγγε- 
\ίας  αυτού  εΙς  Χρίστον,  Βιά  τού  εύα'γ'γεΧίου'  του 
οποίου  ε<^ίνα  ύττηρέτης,  κατά  την  Βωρεάν  της  γά- 
ριτος  τού  Θεοί)  την  ΒοθεΙσαν  εΙς  εμε  κατά  την 
ενερι^ειαν  της  Βυνάμεώς  του.  Εις  εμε  τον  εΧαγ^ι- 
στότερον  ττάντων  των  άγιων  εΒοθη  ή  χάρις  αύτη,, 
νά  εύα<γ^εΧίσω  μεταξύ  των  εθνών  τον  άνεξιγνί- 
αστον  ττΧούτον  τού  Χριστού '  και  νά  φωτίσω  οΧους, 
ποία  είναι  ή  κοινωνία  τού  μυστηρίου  τού  άττοκε- 
κρυμμένου  εκ  των  αιώνων  εις  τον  Θεόν,  όστις 
€κτισε  τά  ττάντα  Βιά  τού  Ιησού  Χριστού•  Βιά  νά 
^γνωρισθη  τώρα  εις  τάς  αρχάς  και  εξουσίας  τάς  εν 
ούρανοΐς,  Βιά  μέσου  της  Έ.κκ\ησίας,  ή  ττοΧυττοίκι- 
\ος  σοφία  τού  Θεού'  κατά  τον  αίώνιον  σκοττον, 
τον  οποίον  έκαμε  Βιά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
ημών,  εις  τον  όποιον  εχομεν  την  παρρησίαν  καΐ 
την  εϊσοΒον  με  πεποίθησιν,  Βιά  της  εις  αυτόν  πί- 
στεως, 

Έυαγ'^ΐΧιον.   Ματθ.  β'.  1. 

Α  ΦΟΤ  δε  ε<^εννήθη  ό   ^Ιησούς   εις    την    ΒηθΧεεμ 

της  ^ΙουΒαίας,    εις    τάς    ημέρας    ΉρώΒου    του 

βασιΧέως,  ιΒού,  μάηοι  από   τάς  άνατοΧάς  ήΧθαν 

€ίς  τά  'ΙεροσόΧυμα,  λέγοντες.  Πού  είναι  υ  'γεννη- 

64 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

θβΐς  βασιλεύς  των  Ιουδαίων;  Βωτι  ϊΒαμεν  τον 
αστέρα  αυτοί)  €49  τ^ν  ανατο\ην,  και  ηΧθαμ^ν  να, 
ιτροσκυνήσωμεν  αύτον.  ^Ακουσας  δέ  ταύτα  ό  Ηρώ- 
δης 6  βασιΧβύς,  εταράχ^θη,  και  6\α  τα  'Ιεροσό- 
\νμα  ομού  με  αυτόν.  Και  συνάξας  οΧους  τους 
Αρχιερείς  και  Γραμματείς  τού  Χαού,  ηρωτούσε  να. 
μάθτ]  άτΓΟ  αυτούς  ττού  6  Χρίστος  γεννάται.  Έ/ίβι- 
νοι  Βε  εΐΊταν  εις  αύτον,  Έ^ις  την  ΒηθΧεεμ  της  'Ιοι/- 
Βαίας•  Βιότι  οΰτω  είναι  ηε•^ραμμενον  Βια  τού  ττρο- 
φήτου'  Και  σύ  ΒηθΧεεμ,  ην}  τού  ^ΙοΰΒα,  ττοσώς 
Βεν  είσαι  εΧαχίστη  μεταξύ  των  ή'^εμόνων  τού 
^ΙούΒα•  Βιότι  άττό  σε  ΒέΧει  εξεΧθει  Ηγούμενος, 
όστις  3^έΧει  ττοιμάνει  τον  Χαόν  μου  τον  ^ΙσραήΧ. 
Ύότε  6  ΉρώΒης,  καΧέσας  κρυψίως  τους  μάγους, 
ΐζηκρίβωσεν  άττό  αυτούς  τον  καιρόν  τού  φαινομέ- 
νου αστέρος.  Και  ττέμψας  αυτούς  εις  την  ΈηθΧεέμ, 
είττεν,  'ΤτΓίίγετε  και  εξετάσετε  ακριβώς  ττερί  τον 
•παιΒίου'  καΐ  αφού  εΰρετε  αυτό,  Βότε  εις  εμέ  εϊΒη- 
σιν,  Βια  να  εΧθω  και  εηω  να  προσκυνι^σω  αυτό. 
^Εκείνοι  δε  άκονσαντες  τον  βασιλέα  άνεγωρησαν 
και  ιΒού,  ό  άστηρ,  τον  όποιον  είχαν  ΙΒεΐ  εις  την 
άνατοΧην,  εττροτΓορεύετο  αυτών,  εωσού  ηΧθε  καϊ 
έστάθη  εττάνω  εις  τον  τόττον  'όττου  ητον  το  τταιΒίον. 
Και  οτε  ϊΒαν  τόν  αστέρα,  εχάρησαν  χαράν  με<γά- 
Χην  σφόΒρα.  Και  εΧθόντες  εις  την  οΐκίαν,  εύρήκαν 
το  τταιΒίον  ομού  με  την  ^Ιαρίαν  την  μητέρα  αύτού' 
καϊ  ττεσόντες  εττροσκύνησαν  αυτό•  καΐ  ανοίξαντες 
τους  3^σαυρούς  των,  εττρόσφεραν  εις  αυτό  Βώρα, 
χρυσόν,  και  Χιβάνον,  και  σμύρναν.  "Εττειτα,  ττροσ- 
ταχθέντες  ^εόθεν  Βι  ονείρου  να  μην  εττιστρέψωσιν 
€ΐς  τόν  ΉρώΒην,  άνεχώρησαν  Βι  άΧΧης  οΒού  εις 
τόν  τόττον  των. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΑ  ΈΠΙΦΑΝΙΑ. 

ΣνρατΓτη. 

ΪΓΎΡΙΕ,    Βεόμεθά    σου,     ττρόσΒεξαι    ευμενώς   τάς 
Βεήσεις  τού  Χαού  σου  τού  εττικαΧουμένου  σ€• 

65 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ    ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

καΐ  γάρι,σβ  βίς  αυτούς,  ώστβ,  βννοοΰντβς  καΙ>γνωρί- 
ξοντ€<ί  οσα  γ^ρβωστοΰν  να  ττράττωσί,  να  βγωσιν 
ένταυτω  την  χάριν  καΐ  Βνναμίν  βίς  το  νά  έκ- 
τεΧωσιν  αυτά  ττιστω^;•  δία  ^Ιησοΰ  άριστου  του 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.     'Ρωμ,  ιβ' .   1, 

^ΑΣ  τταρακαλώ  Χοίττον,  άζβΧφοΙ,  Βίά  των  οίκτιρ- 
μών  του  Θεοί),  νά  7Γαραστ7']σ€τε  τά  σώματα 
σας  Βυσίαν  ζώσαν,  άηίαν,  βυάρεστον  βίς  τον  Θβον, 
■ητα  εΙναί  ή  \ο<γίκη  Χατρεία  σας.  ΚαΙ  μη  συμ- 
μορφόνβσθβ  μβ  τον  αιώνα  τούτον  αλλά  μβταμορ- 
φόνβσθε  8ιά  της  άνακαινίσβως  του  νοός  σας,  ώστε 
νά  δοκιμάζετε  ττοΐον  είναι  το  ^εΧημα  του  ΘβοΟ,  το 
ά<^αθον  και  εύάρεστον  καΐ  τεΧειον.  Αιότι  λέγω, 
Βιά  της  χάριτος  της  εις  εμε  Βοθείσης,  ττρος  ττάντα 
άνθρωτΓον  όστις  είναι  μεταξύ  σας,  νά  μη  φροντ} 
ττερί  εαυτού  ύψηΧότερα  τταρ  ο,τι  ττρέττει  νά  φρον^• 
αλλά  νά  φρονη  διά  νά  σωφρονη,  οττως  6  Θεός• 
εμοίρασεν  εις  εκαστον  το  μετρον  της  πίστεως, 
Αιότι,  καθώς  εχομεν  εις  εν  σώμα  μέΧη  ττολλά, 
οΧα  8ε  τά  μεΧη  δεν  έχουν  το  αύτο  ερΎον  ούτω 
και  ημείς,  οι  οντες  ττοΧΧοΙ,  εν  σώμα  είμεθα  εί'ζ 
Χριστον,  καΐ  6  καθείς  είμεθα  μεΧη  άΧΧήΧων. 

Έυα•γγ{Χίοι>.      Αουκ.  β ,  41• 

* ]Ρ^ ΠΗΓΑΙΝΑΝ   δε   οι  <γονεΐς  αύτοΰ  κατ  έτος   εΙς 
την  'ΙερουσαΧημ,   8ιά  την  εορτην  του  Πάσχα. 
Και  δτε  ειγινεν  ετών  8ώΒεκα,   αφού  άνέβησαν  αύτοΙ 
€49  τά  ΊεροσόΧυμα  κατά  το   εθος  της  εορτής,   καΐ 
ετεΧείωσαν  τάς  ημέρας,  ενώ  αύτοι  εττεστρεφαν,   το 
^"τταώίον  6  ^Ιησούς  άττέμεινεν  εις  την  'ΙερουσαΧημ* 
και    Βεν    το    εκατάΧαβεν  6  ^Ιωσηφ    και  ή    μητηρ 
αυτού.     Νομίσαντες    δε    αύτον    οτι   ητον   εις    την 
συνοΒίαν,  έκαμαν  μιας  ημέρας  Βρόμον  και  άνεζη- 
τούσαν  αύτον  μεταξύ  τών  συγγενών  και  των  γνω- 
ρίμων   και  μη   εύρόντες   αύτον,   ύττέστρεψαν   εΪ9 
την  'ΙερουσαΧημ  ζητοΰντες  αυτόν.     ΚαΙ  μετά  τρεις 
66 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ   ΜΕΤΑ   ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

ημέρας  βυρηκαν  αυτόν  μβσα  βίς  τον  ναον,  καθή- 
μ€νον  619  το  μέσον  των  ΒίΒασκάΧων,  και  ακονοντα 
αυτούς,  καΐ  €ρωτώντα  αυτούς.  "ΟΧοι  δε  οι  άκού- 
οντ€ς  αύτον  έξίσταντο  Βια  την  σύνβσιν  καΐ  τάς 
άτΓοκρίσβίς  αυτού.  Και.  6τ€  ϊΒαν  αύτον,  έθαύμα- 
σαν.  ΚαΙ  είττε  ιτρος  αύτον  ή  μητηρ  του,  Ύέκνον, 
Βίά  τι  έκαμες  εΙς  ημάς  οΰτω ;  Ιδού,  6  ττατηρ  σου 
κα\  εγώ  καταΧυττούμενοι  σε  έζητούσαμεν.  ΚαΙ 
είττεν  εις  αυτούς,  Αίά  τι  με  εζητούσετε ;  Βέν  ηζ- 
εύρετε  ότι  ΤΓρέττει  να  ημαι  εις  τα  τιρά^ματα  του 
ΐΐατρός  μου;  Και  αύτοΙ  Βέν  ένόησαν  τον  λόγον, 
τον  ότΓοΐον  εΧάλησεν  εις  αυτούς.  Καϊ  κατέβη 
ομού  με  αυτούς,  και  η\θεν  εις  την  Ναζαρέτ"  καϊ 
ητον  ύτΓοτασσό μένος  εις  αυτούς.  Ή  δε  μήτηρ 
αυτού  εφύΧαττεν  οΧους  τους  Χόλους  τούτους  μέσα 
εΙς  την  καρΒίαν  της.  Και  ό  ^Ιησούς  έττρο'χωρούσεν 
εις  σοφίαν  και  εις  ήΧικίαν,  και  εις  χάριν  ττΧησίον 
θεον  και  άνθρωττων. 

— ♦ — 

ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ   ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

2υναΐΓΓη.' 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καϊ  αιώνιε  Θεέ,  6  τα  ττάντα 
κυβερνών  καϊ  εις  τον  ούρανον  καϊ  εις  την  <γήν 
Εττάκουσε  ευμενώς  τάς  Βεησεις  τού  Χαού  σου, 
καϊ  ■χάρισε  εις  ημάς  την  είρηνην  σου  κα&  οΧας 
τάς  ημέρας  της  ζωής  ημών  Βια  Ιησού  Χριστού 
τού  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.      'Ρωμ,  ιβ! .  6. 

*'17Χ0ΝΤΕΣ    δε    χαρίσματα    Βιάφορα    κατά    την 

χάριν  την  Βοθεΐσαν  εις  ημάς,  εάντε  ττροφη-^ 
τείαν,  ας  "προφητεύω μεν  κατά  την  άναΧοηίαν  της 
ττίστεως•  εάντε  ύττηρεσίαν,  ας  κατα'γινώμεθα  εις 
την  ύττηρεσίαν  μας•  εάντε  ΒιΒάσκη  τις,  ας  κατα- 
γίνεται εις  την  ΒιΒασκαΧίαν  εάντε  ττροτρετττι, 
€ίς  την  Ίτροτροττην  εάντε  μεταΒίΒη,  ας  κάμη  τούτο 
με  άττΧότητα'    εάντε  ττροεστεύη,  με  εττιμέΧειαν* 

67 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ  ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

εάντε  βλε^,  με  ιλαρότητα.  Ή  ά'γάττη  ας  ^ναι 
άνντΓΟκριτος.  ^ττοστρεφεσθε  το  κακόν,  ττροσκοΧ- 
Χάσθε  €69  το  αηαθόν.  Νά  Ύ)σθε  ττρος  άλλτ^λουϊ 
φίλόστορ'γοί  με  την  φίλαΒεΧφίαν.  ΐΙροΧαμβάνετε 
ει?  το  νά  Τιμάτε  άΧλήΧους.  Μην  ησθε  οκνηροί 
εις  την  ερ^ασίαν  σας.  "Εχβτε  ζεσιν  εις  το  πνεύμα. 
Δουλεύετε  τον  Κύριον.  'Καίρετε  εις  την  ελττίΒα. 
^ΤτΓομείνετε  εις  την  3\ίψίν.  ^Εμμένετε  εΙς  την 
πτροσευγγιν.  Μεταδ/δετε  εΙς  τάς  γ^ρείας  των 
ίυ^ίων.  ΧητεΙτε  την  φιλοξενίαν.  Ευλογείτε  εκεί- 
νους ο'ίτινες  σας  κατατρε'χουν  ευλογείτε  καΐ  μη 
καταρασθε.  Χαίρετε  με  τους  'χαίροντας,  καΐ 
κλαίετε  με  τους  κλαίοντας.  "Εχετε  ιτρος  άλλί;- 
λοι»9  το  αύτο  φρόνημα.  Μην  ύψηλοφρονήτε,  άλλα 
συγκαταβαίνετε  με  τους  ταττεινούς. 

ΈυαγγεΚιον.  Ίωάνν.  β^.  1. 
ΧΓ  ΑΙ  την  τρίτην  ημεραν  ε^ινε  ιγάμος  εις  την  Κανά 
της  Ταλίλαίας'  και  ητον  η  μήτηρ  τοϋ  Ιησον 
εκεί.  ^ΕττροσκαΧέσθη  δε  εΖς  τον  ιγάμον  καΐ  6 
Ιησούς,  και  οι  μαθηταΐ  αυτού.  ΚαΙ  οτε  ελει^Ιτεν 
6  οίνος,  λεγεί  η  μήτηρ  του  ^Ιησού  ττρος  αυτόν,  Αεν 
€χουν  οίνον.  Αε<γεί  εις  αυτήν  ό  ^Ιησούς,  Ύί  εγω 
νά  κάμω  με  σε,  ω  ηύναι;  ακόμη  δεν  ήλθεν  η  ωρα 
μου.  Λεγεί.  ή  μήτηρ  αυτού  εις  τους  ύττηρέτας, 
"Ο,τι  και  αν  λεγί;  εί?  εσάς,  κάμετε.  ^Ησαν  δε 
€Λ:ε6  σταμνία  "λίθινα  εξ,  κείμενα  8ιά  τον  καθαρι- 
σμόν  κατά  την  συνήθειαν  των  Ιουδαίων,  τά  όττοΐα 
εγωρούσαν  εκαστον  Βύο  ή  τρία  μέτρα.  Λεγεί.  εις 
αυτούς  6  ^Ιησούς,  Γεμίσετε  τά  σταμνία  άττό  ΰ8ωρ. 
ΚαΙ  ε<γέμισαν  αυτά  εως  εττάνω.  Και  λέγει  είς- 
αυτούς,  ^Αντλήσετε  τώρα,  καΐ  φέρετε  εΙς  τον  συμ- 
'ποσίάρ'χ7}ν.  Και  έφεραν.  Καθώς  δε  ό  συμττοσι- 
άργης  ε^γεύθη  το  ϋΒωρ,  το  όττοΐον  ε'νε  γ/νει  04ν09, 
και  δεν  ήξευρε  ττόθεν  είναι,  [οι  υπηρεται  6μω<ξ 
•ηξευραν,  οΐτινες  είγαν  άντ\ήσεί  το  ν8ωρ,)  φωνάζεο 
τον  νυμφίον  ό  συμ7Γοσιάρ'χ7]ς,  καΐ  λέγει  εις  αύτον, 
ΤΙάς  άνθρωπος  -πρώτον  τον  καλόν  οίνον  βάλλεί* 
68 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΑ  ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

καΐ  άφοΰ  ττίωσί  καλά,  τότε  τον  -χενρότερον  συ 
€φνΧαξ€<;  τον  κάλον  οίνον  €ω?  τώρα.  Ύαντην  την 
άργριν  των  θαυμάτων  εκαμεν  6  Ίησους  εις  την 
Κανά  της  Τα\ίλαίας,  καΐ  εφανερωσε  την  Βόξαν 
τον  καΐ  έττίστευσαν  εις  αυτόν  οΐ  μαθηταΐ  αντου. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 
ΣννατΓΓη, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεε,  εττίβλεψε  ευ- 
μενώς εΙς  τάς  ασθενείας  ημών  καΐ  εξάττΧωσε 
την  Βεξιάν  σου  ττρός  βοήθειαν  καΐ  ύττεράστΓίσιν, 
€ΐς  6\ους  τους  κινδύνους  ημών  καΐ  τάς  άνά<γκα<ζ' 
Βιά  'ίησου  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

Έπιστολτ;.      'Ρωμ,  ιβ .  16. 

ΤγΤΗ  ηίνεσθε  φρόνιμοι  ενώττιον  του  εαυτού  σας. 
Εις  κανένα  μην  άνταττοΒίδετε  κακόν  άντΙ 
κακού.  ΙΙρονοεΐτε  τά  τίμια  ενώττιον  6\ων  τών 
ανθρώπων.  Έάν  ηναι  Βυνατόν,  Οσον  τό  κατ  εσάς, 
ειρηνεύετε  με  οΚους  τους  άνθρώττους.  Μην  εκ- 
Βικήτε  τόν  εαυτόν  σας,  ά'/αττητοι,  άλλα  Βότε  τόττον 
€19  την  όρ'^ιην  Βιότι  είναι  '^εηραμμενον,  Είς  εμε 
ανήκει  ή  εκΒίκησις'  εγώ  .ί^ελω  κάμει  άνταττόΒοσιν, 
Χέ^ει  ό  Κύριος.  ^Εάν  Χοιττόν  ό  έ'χθρός  σου  ττεινά, 
τρέφε  αυτόν  εάν  Βιψα,  ττότιζε  αυτόν  Βιότι  κά- 
μνων  τούτο,  ^^έλεις  σωρεύσει  άνθρακας  ττυρός 
εττάνω  εις  την  κεφαΧην  αυτού.  Μ^  νικάσαι  άττό 
τό  κακόν,  άλλα  νίκα  Βιά  τού  ά'^αθού  τό  κακόν. 

Έυαγγίλιον.      Ματθ.  η  .  1. 

Λ  ΦΟΤ  δε  κατέβη  άττό  τό  ορός,  ηκοΧούθησαν  εΙς 
αυτόν  6•)(Χοι  ττοΧΧοί.  ΚαΙ  ιΒού,  Χεττρός  εΧθών 
€7Γροσκυνούσεν  αυτόν,  λέγων.  Κύριε,  εάν  3^εΧης, 
Βύνασαι  νά  με  καθαρίσης.  Και  εζαττΧώσας  την 
χ€Ϊρά  του  ό  Ιησούς,  ηη<^ιξεν  αυτόν,  λέγων.  Θέλω* 
εσο  καθαρισμένος.  Καϊ  ευθύς  εκαθαρίσθη  η 
Χέττρα   αυτού.      Καϊ  λεγεί    εις   αυτόν   ό   Ιησούς, 

69 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

Βλεττε  να  μην  εΓτΓϊ;^  τοΰτο  εις  κανένα"  άλΛ,'  {ίτταγβ, 
δεΐ^ε  τον  βαντόν  σου  εΐ9  τον  ίβρβα,  και  ττρόσφβρβ 
το  8ώρον,  το  όττοΐον  ζττρόσταξβν  6  Ήίωνση<ί,  δια  να 
ηναι  μαρτυρία  εις  αυτούς.  Άφοΰ  δε  βΙσηΚθβν  6 
^Ιησούς  €ΐ<;  Καττερναούμ,  ηΚθβν  βίς  αύτον  εκατόν- 
ταρ'χος,  τταρακαΚών  αύτον  και  λεγωι/,  Κύριβ,  6 
ΒοΰΧός  μου  κοίτεται  €ΐς  την  οΐκίαν  τταραΧυτικος, 
κακά  βασανιζό  μένος.  ΚαΙ  λεγβί.  εΐ9  αύτον  6 
Ιησούς,  Έγώ  εΧθών  Β^εΧω  Ιατρεύσει  αυτόν.  Κα6 
άτΓοκρίθεΙς  6  εκατόνταρ•χος  είττε,  Κύριε,  δεν  είμαι 
αζιος  νά  εΙσεΚθτ[}ς  ύττο  την  στε^ην  μου'  αλλά 
μόνον  εΙττε  λόγον,  καΐ  5^ελεί.  ίατρευθή  6  δούΧός 
μου.  Αιότι  ε'γώ  είμαι  άνθρωττος  ύττό  εξουσίαν, 
εχωι/  ύττοκάτω  μου  στρατιώτας'  καΐ  λέγω  εις  τού- 
τον, "Ύττα'^ε,  καΐ  ύττάγεί*  και  εις  αΧλον,  Έλ^έ, 
και  εργεταΐ"  καΐ  εις  τον  8οϋ\όν  μου,  Κάμε  τούτο, 
καΐ  κάμνει,  άκουσας  δε  6  ^Ιησούς  εθαύμασε,  και 
είττεν  εΙς  τους  άκο\ουθοΰντας.  Βέβαια  σας  λέγω, 
ούδε  εις  τον  ^ΙσραηΚ  δεν  εύρήκα  τοσαύτην  ητίστιν. 
Σας  λέγω  δε,  οτι  ττοΧλοΙ  θέλουν  εΧθεΐ  άττο  άνα- 
τοΧάς  καΐ  δυσμάς,  καΐ  Β^έΧουν  καθήσει  ομού  με 
τον  Αβραάμ  και  Ισαάκ  και  ^ϊακώβ  εις  την  βασι- 
Χείαν  των  ουρανών.  Οι  δε  υίοΙ  της  βασιλείας 
3^έΧουν  ριφθή  εξω  εις  το  σκότος  το  εξώτερον 
εκεί  θ^ελεί  εΐσθαι  6  κΧαυθμός  και  6  τρυ^μος  των 
οδόντων.  Κα\  είττεν  6  ^Ιησούς  εις  τον  εκατόν- 
ταργον,  "Ττταγε•  καΐ  καθώς  εττίστευσες,  ας  'γίνρ 
€ΐς  σε.  ΚαΙ  εις  εκείνην  την  ωραν  ίατρεύθη  6 
δούΧος  αυτού. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ  "ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 
'ΣννατΓτη. 

^ΕΕ,  6  βΧέττων  ημάς  δεμένους  εν  τω  μέσω  τόσον 
ΐΓοΧΧών  καΐ  με^άΧων  κινδύνων,  ώστε,  δια  το 
ασθενές  της  φύσεως  ημών,  δεν  εϊμεθα  Ικανοί  πάν- 
τοτε νά  άντέγωμεν  Χάρισε  εις  ημάς  τοιαύτην 
δύναμιν  και  ττροστασίαν,  ώστε,  ύττ  αυτών  ύττο- 
70 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

στηριζόμενου  βις  οΧους  τους  κινΒννους,  νά  Βίβλθω- 
μεν  άβΧαββΐς  Βια  ττάντων  των  ττειρασμών,  εν 
Χριστώ  ^1ΐ]σοϋ  τω  Κυρίω  ημών.     ^Αμην. 

ΈτηστοίΚη.      'Ρωμ.  ιγ'.  1, 

ΤΤΑΣΑ  ψνχη  άς  υποτάσσεται  εΙς  τας  εξουσίας 
τάς  ανωτέρας"  δίότΛ  δέν  είναι  καμμία  εξουσία 
τταρά  άτΓο  τον  θεον,  καΐ  αϊ  ΰττάρ'χουσαι,  εξουσίαι, 
βίναι  Ζιατεταημέναι  άττο  τον  &εόν.  "Ω.στε  ο  εναν- 
τιούμενος  εις  την  εξουσίαν,  εΙς  την  Βίατα<γην  του 
ΘεοΟ  εναντίούταί'  οι  Βε  εναντιούμενοί  Β^εΧουν 
Χάβει  καταΒίκην  εΙς  εαυτούς.  Αιότί  οΐ  εξουσια- 
σταΐ  Βεν  είναι,  φόβος  εΙς  τα  κα\ά  ερ^α,  αλΛ,'  εΙς 
τα  κακά.  Θελεί?  δέ  νά  μη  φοβησαι  την  εξουσίαν ; 
Κάμνε  το  κα\όν,  καΐ  ^ελε^^  Χάβει  ετταινον  τταρ' 
αυτής '  Βιότο  θεοΰ  ΰττηρετης  εΙναί  εΙς  σε  Βιά  το 
καΧόν.  Έάν  όμως  ττράττης  το  κακόν,  φοβοΰ' 
Βίότί  Βεν  φορεί  ματαίως  την  μάγαιραν  εττειΒη 
Θεοΰ  υττηρέτης  είναι,  εκΒικητης  ττρός  εκτέΧεσιν 
6ρψ}ς  εναντίον  εις  τον  όστις  ιτράττει  το  κακόν. 
'  Οθεν  είναι  άνάηκη  νά  ίιττοτάσσεσθε,  οχ^ι  μόνον 
Βιά  την  όρηην,  άΧΧά  καΐ  Βιά  την  συνείΒησιν. 
ΕττειΒη  Βιά  τοΐιτο  ττΧηρόνετε  καΐ  φόρους '  Βιότι 
ίητηρεται  Θεοί  είναι,  εις  αυτό  τοΰτο  καταηινό- 
μενοι.  ^ΚττοΒόσετε  Χοιττόν  εις  οΧους  τό  όφειΧό- 
μενον  τό  Βόσιμον,  εις  'όντινα  όφείΧεται  Βόσιμον 
τό  τεΧώνιον,  εις  οντινα  τεΧώνιον  τόν  φόβον,  εις 
οντινα  φόβος '  την  τιμήν,  εις  οντινα  τιμή. 

ΈυαγγίΧιον.       Ματθ.  η.  23. 

ΪΓ  ΑΙ  δτε  είσήΧθεν  εις  τό  "κΧοιον,  ήκοΧοΰθησαν 
αυτόν  οι  μαθηται  αύτον.  Και  ιΒού,  τρικυμία 
μεγάλη  ε'γινεν  εις  την  ΒάΧασσαν,  ώστε  νά  σκεττά- 
ζεται  τό  ττΧοΐον  άττό  τά  κύματα"  αυτός  Βε  εκοι- 
μάτο.  Και  ττΧησιάσαντες  οι  μαθηται  του,  εξύ- 
Ίτνησαν  αυτόν,  Χέ'γοντες,  Κύριε,  σώσε  μας"  χανό- 
μεθα.     Και  λε'γει  εΐ9  αυτούς,   Δίά  τι  είσθε  ΒειΧοϊ, 

71 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

ολι^ότηστοί;  Τότε  σηκωθβΐς  εττρόστα^ε  τους  άνε- 
μους καΐ  την  θάλασσαν,  καΐ  εγίνε  <γαλήνη  μβ'γάλη. 
Οι  δε  ανθρωτΓΟί  βθανμασαν,  λέγοντες,  Όττοΐο^ 
€ΐναι  ούτος;  6η  καΐ  οι  άνεμοι  καΐ  ή  ΒαΚασσα 
νττακονουν  εις  αυτόν.  Και  άφοΰ  η\θεν  εις  το 
ντεραν,  εις  την  <γην  των  Τερ^εσηνων,  ύττήντησαν 
εις  αυτόν  διίο  Βαιμονιζομενοι,  οϊτινες  εζήρ'χ^οντο 
αττό  τα  μνήματα,  αέριοι  καθ*  υττερβοΧην,  ώστε 
κανείς  δεν  ηΖΰνατο  να  ττεράσ-η  δί-'  εκείνου  του  δρό- 
μου. ΚαΙ  ιδού,  εφώναξαν  Χέ^γοντβς,  Ύί  εγομεν  να 
κάμω  μεν  με  σε,  ^Ιησοΰ  Τίε  του  &εοΰ;  ηΧθες  εδω 
'προ  καιροί)  νά  μας  βασανίσης ;  *Ητον  δέ  μακράν 
άπο  αυτούς  ά<γέΧη  'χοίρων  ττοΧλών  βοσκομένη. 
Και  οι  δαίμονες  ετταρακαΧοΰσαν  αύτον,  \ε'^οντες, 
^Έιάν  μας  εκβάΧης,  συ'^γωρησε  εΙς  ημάς  νά  άττ- 
εΧθωμεν  εις  την  ά'^εΚην  των  γ^οίρων.  Κα\  εϊττεν 
εις  αυτούς,  'Ύττάηετε.  ΚαΙ  εκείνοι  εξέΧθόντες 
ν'πη'^αν  εις  την  ά'γεΧην  των  'χοίρων.  Κα\  ιδού, 
δΧη  η  ά'γέΧη  των  -χοίρων  ωρμησε  κάτω  άττο  τον 
κρημνον  εΙς  την  ^άΧασσαν,  καΐ  άττεθαναν  μέσα  εΙ<: 
τά  ύδατα.  Οι  δε  βόσκοντες  έφυγαν  και  εΧθόντες 
εις  την  πόΧιν  διηψίθησαν  τά  ιτάντα,  καΐ  τά  γενό- 
μενα εις  τους  δαιμόνιζα  μένους.  Κα\  Ιδού,  οΧη  »; 
^όΧις  εξήΧθεν  εις  συναττάντησιν  του  ^Υησού'  καΐ 
Ιδόντες  αύτον,  τταρεκάΧεσαν  νά  μεταβη  άττό  τά 
οριά  των, 

ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΈΠΙΦΑΝΙΑ. 

Έ,υναπτη. 

Ι^ΤΡΙΕ,  δεόμεθά  σου,  διαφύΧαττε  ττάντοτε  την 
^ΕκκΧησίαν,  τον  ττεριούσιόν  σου  Χαον,  εις  την 
άΧηθινήν  σου  Χατρείαν  ώστε  οι  εττιστηριζόμενοϋ 
μόνον  εΙς  την  εΧττίδα  της  ουρανίου  σου  χάριτος, 
νά  ηναι  ττάντοτε  ύττό  την  ττροστασίαν  της  κρα- 
ταιάς  σου  δυνάμεως '  διά  ^Ιησου  'Κ.ρίστοΰ  τον 
Κυρίου  ημών.  ^Αμήν. 
72 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΜΠΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΑ    ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

Επιστολή.      Κολοσ.  •)/ .  12. 

'ΐΤΧΔΤΘΗΤΕ  λοίΤΓον,  ως  εκΧβκτοΙ  του  Θβον,  0,^100 
καΐ  τι^αττημένοι,  σττλάγχνα  οίκηρμων,  αγα- 
θότητα, ταττβίνοφροσύνην,  ττραότητα,  μακροθν- 
μίαν  ντΓθή)ξ.ροντ£<;  ά\\η\ον<ί,  καΐ  σΐ'γχωροΟί'τες 
€19  άλλ,ί/λους•,  έάν  τί9  έ'χτ;  τταράττονον  κατά  τίνος ' 
καθώς  καΐ  6  \ριστ6ς  ζσν^γώρησβν  βίς  εσάς,  οντω 
κάμνετε  καΐ  σεις.  ΚαΙ  νττερ  -πάντα  ταΰτα  εν8υ- 
θήτε  την  ά^άττην,  ήτις  εΙναί  6  σύνδεσμος  της 
τεΧείότητος.  Και  ή  ειρήνη  του  θεοΰ  ας  βασιλεύτ] 
€19  τ(ΐς  καρδίας  σας,  εις  την  οττοίαν  καΐ  εττροσκα- 
\έσθητε  Βίά  νά  ησθε  εν  σώμα•  καΐ  ιγίνεσθε  εύγά- 
ριστοί.  Ό  Χόγος  του  Κριστοϋ  ας  κατοικί]  μέσα 
εις  εσάς  ττΧουσίως,  με  τνάσαν  σοφίαν  διδάσκετε 
καΐ  νουθετείτε  άΧλήΧους,  με  -ψαΧμους  καϊ  ύμνους 
καΐ  ωδάς  ττνευματικάς,  ψάΧλοντες  με  χάριν  εκ 
της  καρδίας  σας  ττρος  τον  Κύριον.  Και  "πάν  ο,τι 
καϊ  αν  κάμνετε,  με  Χόγον  ή  έργον,  εις  το  όνομα  του 
Κυρίου  ^Ιησοΰ  κάμνετε  6\α,  εύχαριστοΰντες  δι* 
αύτου  εις  τον  θεον  καϊ  Γίατέρα. 

Εναγγίλιον.       Ματθ.  ιγ' ,  24. 

'ΤΤ  ΒΑΣΙΛΕΙΑ  των  ουρανών  είναι  όμοια  με  άν- 
θρωτΓον,  όστις  εσττειρε  καΧόν  σττόρον  εις  τον 
αγρον  του.  ΥΙΧήν  ενώ  εκοιμώντο  οι  άνθρωττοι, 
ηλθεν  ό  εχθρός  αυτοί),  καϊ  'άσττειρε  ζιζάνια  μεταξύ 
του  σίτου,  καϊ  άνεχώρησε.  "Οτε  δε  ό  χόρτος 
εβΧάστησε,  κα\  έκαμε  καρττόν,  τότε  εφάνησαν  καϊ 
τα  ζιζάνια.  ΈΧθόντες  δε  οι  δούλοι  του  οικοδε- 
στΓοτου  ειτταν  εις  αυτόν.  Κύριε,  δεν  εσττειρες  καΧόν 
σττόρον  εις  τον  άγρόν  σου;  ττόθεν  Χοιττόν  έχει  τα- 
ζιζάνια;  Καϊ  εκείνος  εΐττεν  εις  αύτού'ς,  *  Εχθρός 
άνθρωπος  έκαμε  τούτο.  Οι  δε  δούΧοι  είτταν  εΙς 
αυτόν,  ΟίεΧεις  Χοιττόν  νά  ύττάγωμεν  καϊ  νά  συΧ- 
Χεξωμεν  αυτά;  ΚαΙ  εκείνος  εΙττεν,'Όχΐ'  μΐ]  ττως, 
συΧΧέγοντες  τά  ζιζάνια,  εκριζώσετε  ομού  με  αυτά 
τον    σΐτον.     ^Αφήσετε    νά    συναυξάνωνται    και   τά 

Ε 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΚΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

Βύο  μέ')(ρι  του  ^βρισμοΰ'  και  εΐ9  τον  καιρόν  του 
3^€ρισμοϋ  3^έ\ω  είττύ  €69  τον<ζ  Β^βριστάς,  ΣυΧλέξβτβ 
Ίτρώτον  τα  ζιζάνια,  καΐ  δεσβτε  αυτά  €ΐς  Ββμάτια, 
Βιά  να  κατακαύσβτε  αυτά•  τον  δε  σΐτον  συνάξετε 
εις  την  άττοθήκην  μου. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  Έκτη  μετα  τα  Επιφάνια. 

^ΕΕ,  του  ότΓοίου  6  ύττερευΧοιγημένος  Τίος  εττβ- 
φάνη  8ιά  να  καταστρβψτ]  τά  €ρ<γα  του  διαβό- 
\ου,  και  να  καταστήστ]  ημάς  υιούς  θεοΰ,  καΐ  κ\η- 
ρονομους  της  αιωνίου  ζωής  •  Χάρισε  εις  ημάς, 
Βεόμεθά  σου,  ώστε,  ε-χοντες  την  ε'λττιδα.  ταύ- 
την,  νά  καθαρίσωμεν  εαυτούς,  καθώς  αύτος  είναι 
καθαρός•  8ιά  νά  8υνηθώμβν,  όταν  ε\θη  ττάΧιν 
με  8ύναμιν  και  8όξαν  με'γά'Χην,  νά  κατασταθωμεν 
όμοιοι  με  αύτον,  εις  την  αίώνιον  καΐ  ενΒοξον  αύτοΟ 
ΈασιΚείαν  οττου  μετά  σου,  Τίάτερ,  και  μετά  σου, 
ΎΙνεΰμα'Ά'^/ιον,  ζη  καΐ  βασιλεύει,  εί9  Θε09  ττάντοτε, 
εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

'Έττιστολη.       1    Ιωάνν.  γ'.  1• 

Τ  ΔΕΤΕ  ττόσον  με^άΧην  αΎάττην  ε8ωκεν  εις  ημάς 
δ  ΤΙατηρ,  ώστε  νά  ονομασθώμεν  τέκνα  θεοΰ ' 
Βίά  τούτο  6  κόσμος  Βεν  μας  γνωρίζει,  Βιότι  Βεν 
ε^γνώρισεν  αυτόν.  Άγατττ/τοΙ,  τώρα  είμεθα  τέκνα 
θεού•  καΐ  ακόμη  Βεν  εφανερώθη  τι Β^εΧομεν  είσθαι• 
εζεύρομεν  όμως  ότι  όταν  φανερωθη,  3^έΧομεν  εί- 
σθαι όμοιοι  με  αυτόν  •  Βιότι  Β^έΧομεν  ιΒεΐ  αυτόν 
καθώς  είναι.  ΚαΙ  ττάς  όστις  έχει  την  ελττίΒα 
ταύτην  εις  αυτόν,  καθαρίζει  τον  εαυτόν  του,  καθώς 
εκείνος  είναι  καθαρός,  ΐΐάς  όστις  ττράττει  την 
άμαρτίαν,  ττράττει  καΐ  την  άνομίαν '  Βιότι  η  αμαρ- 
τία είναι  η  ανομία.  ΚαΙ  εξεύρετε  οτι  εκείνος 
εφανερώθη,  Βιά  νά  σηκώση  τάς  αμαρτίας  ημών  * 
και  αμαρτία  εις  αυτόν  Βεν  είναι.  ΥΙάς  όστις  μένευ 
74 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΚΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΑ   ΕΠΙΦΑΝΙΑ. 

βΐ9  αυτόν,  δεν  άμαρτάνει  •  ττάς  6  άμαρτάνων  δεν 
ί^δεν  αυτόν,  ουδέ  εγνώρ^σεν  αύτον.  Ύβκνία,  κανβΐς 
ας  μη  σας  ττΚανα '  όστις  κάμνβι  την  Βίκαιοσύνην 
είναι  Βίκαιος,  καθώς  €Κ€Ϊνος  είναι  δίκαιος.  '  Οστις 
πράττει  την  άμαρτίαν,  είναι  εκ  του  8ιαβο\ου' 
8ιότι  ά•π  άργΎ]ς  ο  8ιάβο\ος  άμαρτάνεΐ'  δίά  τούτο 
εφανερώθη  ό  Ύίος  του  θεοΰ,  δια  να  καταστρέψ'η 
τά  ερ'γα  του  8ιαβό\ου. 

Εναγγίλιον.      Ματθ.  κ^.  23. 

ΎΌΤΕ  ε'άν  κανείς  σας  εϊττη,  'Ιδου,  εδώ  είναι  6 
Χρίστος,  η  εκεί,  μη  ττιστεύσετε'  διότι  ^εΚουν 
σηκωθή  ψευδό'χριστοι  και  ^^ευδοιτροφηται,  και 
3-ελουν  δείξει  σημεία  μεγάλα  και  τέρατα,  ώστε 
νά  ττΧανήσωσιν,  ει  δυνατόν,  καΐ  τους  εκΧεκτούς' 
ιδού,  σας  τά  ττροεΐττα.  Έαν  Χοιττον  εϊττωσιν  εις 
εσάς,  Ιδού,  ε/'ς  την  ερημον  είναΐ'  μην  εξέλθετε• 
'Ιδου,  εί9  τά  ταμεία•  μη  ττιστεύσετε'  διότι  καθώς 
η  άστραττη  εξερ'χεται  άττο  άνατοΧάς,  καΐ  φαίνεται 
εως  εις  δυσμάς,  οΰτω  ^ελεί.  είσθαι  και  η  τταρουσία 
του  Ύΐου  του  ^Ανθρώττου.  Αιότι  οττου  είναι  το  τττω- 
μα,  εκεί  3-έ\ουν  συναχ^θή  καΐ  οι  αετοί.  Έ,ύθύς  δε 
μετά  την  Β^Χίψιν  εκείνων  των  ημερών,  ό  ηΧιος 
^ελεί-  σκοτισθή,  καΐ  ή  σεΧήνη  δεν  Β^εΧει  δώσει  το 
φως  της,  καΐ  οι  αστέρες  θέλουν  ττεσει  άττο  τον 
ούρανον,  καΐ  αϊ  δυνάμεις  των  ουρανών  Β^ελουν  σα- 
Χενθή.  Και  τότε  ΒέΧει  φανή  το  σημεΐον  του  Ύίού 
του  Ανθρώπου  εις  τον  ούρανόν  και  τότε  ΒεΧουν 
θρηνήσει  οΧαι  αϊ  φυΧαΙ  της  ^γης.  Και  !^εΧουν  ιδεί 
τον  Ύιον  του  Ανθρώττου  εργόμενον  εττάνω  εις  τάς 
νεφέΧας  του  ουρανού,  με  δύναμιν  καΐ  δόξαν  ττοΧ- 
Χήν.  Και  3^έΧει  άττοστείΧει  τους  ά'γ'γεΧους  του  με 
φωνην  με'γάΧην  σάΧττιηηος•  καΐ  ΒεΧουν  συνάξει 
τους  εκΧεκτούς  του  άττο  τους  τεσσάρας  άνεμ,ους, 
ατΓο  τά  άκρα  των  ουρανών  εως  τά  άκρα  αυτών. 


ε2 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΚΑΛΟΥΜΕΝΗ   ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΗ, 
ήτοι  ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΡΙΤΗ  προ  της  ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Σννατττή• 

ΙΓΤΡΙΕ,  Ικετβύομέν  σε,  βίσάκουσβ  βύμενως  τάς 
Βεήσβί^  τον  \αοΰ  σον  ώστε  ήμεΐς,  οι  Βίκαίω<ί 
τίμωρηθεντες  Βίά  τάς  τταραβάσεις  τιμών,  να  εΧευ- 
θερωθώμεν  Βίά  της  εύσττΧα'γ'χνίας  καΐ  ά<γαθότητός 
σου,  εί<;  Βόξαν  του  ^Ονόματό^  σου '  Βιά  ^Ιησοΰ 
"Άριστου  του  Σωτήρος  ημών,  όστις  ζτ}  και  βασι- 
λεύει, μετά  σου  καΐ  του  Ά<γίου  ΐΐνενματος,  εΐ<; 
©609  Ίτάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     \μΊ]ν. 

Επιστολή.      1  ΚορίρΒ.  5'.  24. 

ΛΕΝ  εξεύρετε,  οτι  οι  τρε-χοντες  εΙς  το  στάΒιον, 
τρεγουν  μεν  όλοι,  εις  όμως  λαμβάνει  το  βρα- 
βειον;  ούτω  τρεγ^ετε,  ώστε  νά  Χάβετε  αυτό.  ΚαΙ 
ττάς  όστις  ά'^ωνίζεται,  εΙς  δΧα  ε^γκρατεύεταΐ' 
εκείνοι  μεν  Βιά  νά  Χάβωσι  φθαρτον  στέφανον 
ημείς  Βε,  άφθαρτον.  Έγώ  Χοιττον  ούτω  τρε'χω, 
ο'χ^ι  ό}ς  άβεβαίως•  ούτω  τταΧαίω,  ο-χ^ι  ως  κτυττών 
τον  άερα'  άλλα  Βαμάζω  το  σώμα  μου  και  Βου- 
Χόνω  αύτο,  μή  πως,  εις  άΧΧονς  κηρύζας,  εγώ  γίνω 
άΒόκιμος. 

Ένα-γ-^ίΚιον.      Ματθ.  κ.  Ι. 

Ή  ΒΑΣΙΛΕΙΑ  τών  ουρανών  είναι  όμοια  με  αν- 
θρώτΓον  οίκοΒεσττότην,  όστις  εξηΧθε  νωρίς  το 
Ίτρωι  Βιά  νά  μισθώστ]  ερ^άτας  εις  τον  άμττεΧώνά 
του.  \φού  Βε  εσνμφώνησε  με  τους  ερ'^άτας  ιτρό'ζ 
εν  Βηνάριον  την  ημεραν,  άττεστειΧεν  αυτούς  εΙς  τον 
άμττεΧώνά  του.  Και  εζεΧΘών  ττερίτην  τρίτην  ώραν, 
ϊΒεν  άΧΧους  ερ^άτας  οτι  έστέκοντο  άριγοι  εις  την 
άηοράν  καΐ  είττεν  εις  εκείνους,  'Τττάγβτε  καΐ  σεις 
649  τον  άμττεΧώνά  μου,  καΐ  ο,τι  είναι  Βίκαιον  3^έΧω 
σας  Βώσεΐ'  καϊ  εκείνοι  ύττή^αν.  ΙΙάΧιν  εξεΧθών 
ττερι  την  εκτην  καΐ  εννάτην  ώραν,  εκαμεν  ωσαύ- 
τως. '  ^ΕξεΧθών  Βε  ττερΙ  την  ενΒεκάτην  ώραν,  εύ- 
ρήκεν  άΧΧονς  ο'ίτινες  έστέκοντο  άριγοί,  καϊ  Χέ'γει 
εις  αυτούς,  Αιά  τι  στέκεσθε  εδώ  οΧην  την  7)μέραν 
76 


ΚΥΡΙΑΚΗ   Ε3ΗΚ0ΣΤΗ. 

άρηοί;  Λέγουν  βί'ς  αντον,  Αίότι  κανβΐς  δβν  μας 
€μίσθωσ€.  Αεγ^ί•  €19  αυτούς,  'Τττάγίτβ  καΐ  σεις 
ίίς  τον  αμτΓβλώνα,  καΐ  ^ελβτε  Χάββί  ο,τί  βίναί 
δίκαιον.  \\φοΰ  δε  β'γινβν  εσπέρα,  λεγεί  6  κύριος 
τοΟ  άμτΓζλώνος  βίς  τον  ίττίτροττόν  του,  Κράξβ  τους 
€ρ<γάτας,  καΐ  αττόδοσε  εις  αυτούς  τον  μισθον,  άρ- 
χί'σας  «ττό  τους  έσγ^άτους  βως  βίς  τους  ττρώτονς. 
Και  ίλθόντες  οι  ττβρι  την  βνδβκάτην  ώραν  μισθω- 
θέντβς,  βΧαβαν  ανά  βν  Βηνάριον.  ^Κλθόντβς  δε  οι 
•πρώτοι,  ενόμισαν  οτι  Β^βλουν  λάβει  ττΧειότερον' 
βΧαβαν  όμως  και  αύτοι  ανά  εν  Βηνάριον.  ΚαΙ 
Χαβόντες  αύτο,  εγόγγί'ζον  κατά  του  οίκοδεσττότου, 
Χέ^οντες,  "Οτι  ούτοι  οι  εσ'χατοι  μίαν  ωραν  ε8ού- 
Χευσαν  και  έκαμες  αυτούς  'ίσους  με  ημάς,  οΐτινες 
ύττεφέραμεν  το  βάρος  της  ημέρας  και  τον  καύ- 
σωνα. ^Εκείνος  δε  άττοκρ ιθεις  είπεν  εις  ενα  εξ 
αυτών,  Φίλε,  δεν  σε  αδικώ '  δεν  εσυμφώνησες  εν 
Βηνάριον  με  εμέ;  Πάρε  το  ιδικόν  σου,  καΐ  υτταγε  • 
3^έΧω  δε  νά  δώσω  εις  τούτον  τον  εσχ^ατον  καθώς 
και  εις  σε.  Μή  ττως  δεν  εχω  την  εξουσίαν  εΙς  τά 
Ιδικά  μου;  η  6  οφθαΧμός  σου  εΊναι  ττονηρος,  διότι 
εγώ  είμαι  ά'^αθός;  Οΰτω  ^εΧουν  είσθαι  οι  εσγα- 
τοι  ττρώτοι,  καΐ  οι  Ίτρώτοι  εσ'χατοι"  διότι  ττοΧΧοΙ 
€ΐναι  ττροσκεκΧημένοι,  οΧί^οι  όμως  εκΧεκτοί. 

ΚΥΡΙΑΚΗ    ΚΑΛΟΥΜΕΝΗ   ΕΞΗΚΟΣΤΗ, 
ήτοι    ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΥΤΕΡΑ  προ  της  ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Συναπτή. 

"^ΤΡΙΕ  Θεέ,  όστις  βΧέίΓεις  ημάς  οτι  δεν  Βετομεν 
την  εΧττίδα  μας  εις  καμμίαν  ίδικην  μας  ττρά- 
ζιν,  'Ύττερασττίζου  ημάς  ευσττλάγχνως•  διά  της  δυ- 
νάμεως σου  κατάττάσης  εναντίας  ττροσβοΧής'  διά 
^Ιησού  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.       2  Κορινθ.  ια'.  19. 

%^ΕΙΣ  υποφέρετε  ευχαρίστως  τους  άφρονας,  οντες 
φρόνιμοι.     Αιότι  ύττοφέρετε,  εάν  τις  σάς  κατά- 

77 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΞΗΚΟΣΤΗ. 

^ουΧόντ},  βάν  Τί.9  σα?  κατατρώει),  εάν  τΐζ  ττερντ) 
άιτο  σας,  βάν  τις  βτταίρβται,  βάν  τις  σας  κτνπα  €ί? 
το  Ίτρόσωττον.  Κατά  άτιμίαν  το  \€<γω,  ωσάν  νά 
β'γίναμεν  ημ,α,ς  άσθβνεΐς'  βίς  ο,τι  δε  τολμά  τΐζ 
(άφρόνως  λέγω),  τοΧμώ  καΐ  ε'γώ.  Εβραίοι  βϊναι; 
και  εγώ.  ^ΙσραηΧΐται  είναι;  και  ε'γώ.  Σπέρμα 
^Αβραάμ  βϊναι;  και  εγώ.  'Ύττηρβται  του  άριστου 
είναι;  (τταραφρονών  λαλώ,)  βΐμαι  μάΧλον  εγώ• 
εΪ9  τους  κόττους  μάΧλον,  βις  τάς  ττΧη'γάς  καθ* 
νττβρβοΧην,  βίς  τάς  φυΧακάς  μάΧΧον,  βις  τού<$ 
θανάτους  ττοΧλ,άκις.  Άττό  τους  ^ΙουΖαίους  βΧαβα 
ΊΓβντάκις  ττΧη'γάς  τβσσαράκοντα  τταρά  μίαν.  Ύρβΐς 
φοραΐς  βρραβδίσθην,  ατταζ  βλιθάσθην,  τρβΐς  φο- 
ραΐς  βναυά'^/ησα,  βν  ημβρονύκτιον  βκαμα  βις  τον 
βυθόν  •  βις  όζοιτΓορίας  ττοΧΧάκις,  βίς  κινδύνους 
ΊΓοταμών,  βίς  κινδύνους  Χ-ηστών,  βίς  κινδύνους  άττό 
το  ιγένος  μου,  βίς  κινδύνους  άττο  τά  βθνη,  βίς  κινδύ- 
νους μβσα  βίς  τάς  ττόΧβις,  βίς  κινδύνους  μέσα 
βίς  την  βρημίαν,  βίς  κινδύνους  μέσα  βίς  την  Β^ά- 
Χασσαν,  βίς  κινδύνους  μβταξύ  ψβυδαδέΧφων  βίζ 
κόττον  καΐ  μόγθον,  βίς  ά'γρυττνίας  ττοΧΧάκις,  βίς 
ΤΓβΐναν  και  δίψαν,  βίς  νηστβίας  ττοΧΧάκις,  βίς  -ψ-ι/- 
χραν  και  βίς  <^υμνότητα'  χωρίς  ταύτα  τά  βξω,  η 
βτΓίστασία  μου  ή  καθημβρινη,  ή  φροντις  οΧων  των 
βκκΧησιών.  Ύίς  άσθβνβΐ,  και  δβν  άσθβνω;  Ύίς 
σκανδαΧίζβται,  καΐ  ε'γώ  δεν  καίομαι;  Έάν  τΓρέτΓΤ] 
νά  καυχωμαι,  Β^έΧω  καυχηθή  βίς  τά  πράγματα  της 
άσθβνβίας  μου.  Ό  Θε09  καΐ  ΤΙατηρ  του  Κυρίου 
ημών  ^Ιησού  Χριστού,  ό  ων  βύΧο'γητος  βίς  τους 
αιώνας,  βξβύρβι  οτι  δβν  ψεύδομαι. 

ΈυαγγίΧίον.      Αονκ.  η.  4, 

"ΟΤΕ  δε  συνέτρβχβν  οχΧος  ττοΧύς,  καΐ  ηρχοντο 
ττρος  αύτον  άττο  ττάσαν  ττόΧιν,  βΧάΧησβ  με 
τταραβοΧην.  ^ΕξήΧθβν  6  σττβίρων  διά  νά  σττβίρτ) 
τον  σττόρον  του'  και  βνω  βσιτβρνεν,  άΧΧο  μβν 
ετΓβσβ  πΧησίον  του  δρόμου,  και  κατεττατήθη,  καΐ 
τά  ΤΓβτβινά  του  ουρανού  κατέφα^αν  αυτό.  "ΑΧΧο 
78 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. 

δέ  εττεσεν  εττάνω  €ίς  την  ττέτραν  καν  αφού  €φύ- 
τρωσεν  βξηράνθη,  Βίότι  Ββν  εΖχεν  ΙκμάΒα.  ΚαΙ 
αλλό  βτΓ^σβν  6ί<?  το  μέσον  των  ακανθών  και  φυτρώ- 
σασαι  ομού  μβ  αύτο  αϊ  άκανθαι,  το  βττνίζαν.  ΚαΙ 
αΧΚο  έ'ττεσεν  εττάνω  6ΐ?  την  ηην  την  αηαθην  καΐ 
βφύτρωσε,  καΐ  βκαμβ  καρττον  βκατονταττΧάσιον. 
Ύαύτα  λέγων,  βφώναξβν,  "Οστις  έχει  ωτα  Βιά  να 
άκούτ],  ας  άκούτι.  Ήρωτούσαν  δε  αύτον  οι  μα- 
θηταί  του,  \βηοντβς,  Ύί  σημαίνει  η  τταραβοΧη 
αύτη;  Και  εκείνος  είττεν,  Έ,Ις  εσάς  εδόθη  να  γνω- 
ρίζετε τα  μυστήρια  της  βασιλείας  τού  θεού'  εις 
δε  τους  Χοιττούς  με  τταραβοΧάς,  Βιά  να  μη  β\ε- 
ττωσιν  ενω  βΧέττουν,  και  νά  μη  καταΧαμβάνωσιν 
ενώ  άκούουν.  Αύτη  δε  εϊναι  η  τταραβοΧή.  Ό 
σττόρος  είναι  6  λόγος  τού  ΘεοΟ.  0/  δε  σττειρό- 
μενοι  ττΧησίον  τού  Βρόμου,  είναι  εκείνοι  οΐτινες 
άκούουν  εττειτα  ερ'χ^εται  ό  ΒιάβοΧος,  καΐ  σηκόνει 
τον  λόγον  αττό  την  καρΒίαν  αυτών,  Βιά  νά  μη  ιτι- 
στεύσωσι  και  σωθώσι.  Οι  δε  σττειρόμενοι  εττάνω 
εις  την  ττέτραν,  είναι  εκείνοι  οϊτινες,  όταν  άκού- 
σωσι,  Βεγονται  μετά  -χ^αράς  τον  Χό^ον  και  ούτοι 
ρίζαν  Βεν  ε'χουν  ο'ίτινες  ττρος  καιρόν  πιστεύουν, 
και  εν  καιρώ  ττειρασμού  άττοστατονν.  Το  δε  ττε- 
σον  εις  τάς  άκανθας,  ούτοι  είναι  εκείνοι  οίτινες 
ηκουσαν,  και  άττο  τάς  φροντίΒας  και  τον  ττΧούτον 
και  τάς  ι)Βονάς  τού  βίου  ύττά'^/ουν  και  συμττνί- 
'γονται,  και  Βεν  τεΧεσφορούν.  Το  δε  €49  την 
καΧην  ^ήν,  ούτοι  εΐναι  εκείνοι  οΐτινες,  άκούσαντες 
τον  λόγον,  κρατούν  αύτον  μέσα  εις  καρΒίαν  καΧην 
καΐ  ά'^αθην,  και  καρττοφορούν  με  ύττομονήν. 

ΚΥΡΙΑΚΗ   ΚΑΛΟΥΜΕΝΗ   ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, 
ήτοι  ΚΥΡΙΑΚΗ  ττρο  της  ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

ΣννατΓτη, 

Ι^ΤΡΙΕ,    όστις    εΒίΒα'ξες    ημάς,    οτι  οΧα   μας  τά 

ερ^/α    χωρίς  την  άηάττην  είναι   μηΒέν,    κατά- 

ΊΓίμψε  το  Ώνεύμά  σου  τό'Άγίον,  καΐ  έγχεε  ε49  τά<! 

79 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. 

καρΒίας  ημών  το  νττβρτιμον  €Κ€Ϊνο  Βώρον  της  άγα- 
ττης,  τον  αληθή  δεσ/χόν  της  βίρ-ηνης  και  ττασων 
των  άρζτών,  χωρίς  την  οττοίαν  ττάς  6  ζών  Χο^ί- 
ζβται  ν€κρ6ς  ^νώτηόν  σου.  'Κάρισβ  βίς  ημάς  τοντο, 
δίά  την  ά'^άττην  του  μονογενούς  σου  Ύιοΰ,  ϊησοΰ 
"Χρίστου.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.      1  Κορινθ.  ίγ'.  1. 

ρΆΝ  μβ  τάς  ηΚώσσας  των  ανθρώπων  λαλώ 
καΐ  των  αγγέλων,  ά-γάττην  όμως  δεν  βχω, 
€ίμαί  χαλκός  ηχών,  η  κύμβαΧον  άΧαΧάζον.  ΚαΙ 
€αν  εχω  ττροφητείαν,  καΐ  βννοώ  ττάντα  τα  μυστή- 
ρια καΐ  ττάσαν  γνώσιν  καΐ  βάν  έχω  'όΧην  την 
ττίστιν,  ώστε  ορη  να  μετατοττίζω,  ά-γάττην  ομω^ 
δεν  εχω,  τίττοτε  δεν  είμαι.  ΚαΙ  εάν  δώσω  εις  τρο- 
φήν  πτωχών  οΧα  τα  υπάρχοντα  μου,  καΐ  εαν 
παραδώσω  το  σώμα  μου  Βιά  νά  καώ,  άηάπην  όμως 
δεν  εχω,  τίποτε  δεν  ώφεΧούμαι.  Ή  άηάπη  μα- 
κροθυμεΐ,  -&ελεί  το  καΧόν  ή  άηάπη  δεν  φθονεί '  ή 
ά^άπη  δεν  καυχάται,  δεν  άΧαζονεύεται,  δεν  άσχη- 
μονεΐ,  δεν  ζητεί  τά  ιΒικά  της,  δεν  παροξύνεται, 
δεν  συΧΧο'γίζεται  κακόν,  δεν  χαίρει  εΙς  την  άΒι- 
κίαν,  συγχαίρει  δε  εις  την  άΧήθειαν  οΧα  τά 
σκεπάζει,  οΧα  τά  πιστεύει,  οΧα  τά  εΧπίζει,  'όΧα 
τά  υπομένει.  Ή  ά'^άπη  ποτέ  δεν  χάνεται,  καϊ 
εάν  αϊ  προφητειαι  καταρ^ηθώσιν,  εάντε  αΐ  γλωσ- 
σαι  παύσωσιν,  εάντε  ή  ηνώσις  καταρ^ηθή.  Αιότί 
κατά  μέρος  <γινώσκομεν,  και  κατά  μέρος  προφητεύ- 
ομεν  όταν  δε  ελ^?7  το  τέΧειον,  τότε  το  κατά  μέροζ 
.^ελεί.  καταρηηθή.  "Οτε  ήμουν  νήπιος,  ώς  νήπιος 
εΧαΧοΰσα,  ώς  νήπιος  εφρονούσα,  ώς  νήπιος  εσυΧ- 
Χοι^ιζομην  άφοΰ  όμως  ε^ινα  άνήρ,  εκατήρ^ησα  τά 
νηπιακά.  Αιότι  τώρα  βΧέπομεν  Βιά  κατόπτρου  αί- 
νΐ'γματωΒώς,  τότε  όμως  3^έΧομεν  βΧέπει  πρόσωπον 
προς  πρόσωπον  τώρα  γνωρίζω  κατά  μέρος,  τότε 
όμως  Β^έΧω  /γνωρίζει  καθώς  καϊ  ε'^νωρίσθην.  ΚαΙ 
τώρα  μένει  ή  πίστις,  ή  ε'λττι^,  ή  άγάτττ;,  τά  τρία  ταύ- 
τα• εκ  τούτων  όμως  ή  με^αΧητέρα  είναι  ή  άηάπη^ 
80 


ΗΜΕΡΑ   ΠΡΩΤΗ  ΤΗΣ   ΤΕΣ2ΑΡΑΚ0ΣΤΗΣ. 
Ένα-^γίΚίον.      \ονκ.  ιη'.  31. 

ΎΌΤΕ  ό  ^ίησονς,  Χαβών  κατ  ΙΒίαν  τους  δώδβ/εα, 
€ί7Γ€ν  €^9  αυτούς,  Ιδού,  άναβαίνομζν  βίς  τα 
'λβροσόΧυμ,α,  καΐ  3^ελουν  εκτβΧβσθή  οΧα  τα  <γ€- 
<^/ραμμ^να  Βίά  των  ττροφητών  βίς  τον  Ύΐον  τοΰ  Αν- 
θρώπου. Αιότι  ΒεΧβί  τταραδοΒ^ή  βίς  τά  έθνη,  καΐ 
3-έΧ€ί  εμ'ϊταί'χθΐι,  καΐ  υβρισθή,  καΐ  εμτττυσθή.  ΚαΙ 
άφοΟ  μαστι^ώσωσίν  αύτον,  9-βΧουν  τον  Β^ανατώ- 
σβί'  καΐ  την  τρίτην  ημίραν  Β^εΧεί  άναστηθή.  ΤΙΧην 
αύτοΙ  Βεν  ενόησαν  κανεν  άττο  ταΰτα  •  καΐ  ητον  6 
λόγος•  οΰτος  κεκρυμμένος  άττο  αυτούς,  καΐ  Βεν  εκα- 
ταΧάμβαναν  τα  Χε^όμενα.  "Οτ€  δε  αύτος  εττΧη- 
σίαζεν  εις  την  ^λερί'χω,  τυφΧος  τις  εκάθητο  ττΧη- 
σΐον  του  Βρόμου,  ζητών  ελεημοσύνην '  καΐ  άκου- 
σας ογΧον  Βίαβαίνοντα,  ηρωτούσε  τί  εΊναί  τούτο. 
ΑτΓί^γγε^λαι/  δέ,^ε^ς  αύτον  ότι  ^Ιησούς  6  Ι^αζωραΐος 
ττερνα.  ΚαΙ  εφώναζε,  λέγων,  Ίί/σου,  Ύίέ  τοΰ 
ΑαβΙΒ,  εΧέησε  με.  Και  οΐ  ητροττορευόμενοί  εττε- 
ΊτΧητταν  αύτον  Βίά  νά  σιωττήση'  άλλ'  αύτος  ττολ- 
λω  μάΧΧον  εφώναζεν,  Ύίε  τοΰ  ΑαβΙΒ,  ελέησε  με. 
ΈταΒ^εΙς  δε  ό  ^Ιησοΰς  εττρόσταζε  νά  φερθη  εΐζ 
αυτόν  καΐ  άφοΰ  εττΧησίασε,  τον  ηρώτησε,  λέγων, 
Ύί  Β^έΧεις  νά  σε  κάμω ;  Και  εκείνος  είττε,  Κύριε,  νά 
άναβΧέψω.  ΚαΙ  6  ^Ιησούς  είττεν  εις  αύτον,  Άνά- 
βΧεψε'  ή  Ίτίστις  σου  σε  έσωσε.  Και  τταρευθύς 
άνεβΧεψε,  καΐ  ηκοΧουθοΰσεν  αύτον  Βοξάζων  τον 
Θεόν  καΐ  ττάς  6  Χάος,  ιΒων,  εΒωκεν  αΐνβσιν  εις 
τον  Θεόν. 


Ήμερα    πρώτη    της  τεσσαρακοστής,  κοί^ώί  καλούμενη 
ΚΑΘΑΡΑ   ΤΕΤΑΡΤΗ. 

'Έ.ννατττη. 

Ρ2ΑΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεε,  όστις  Βεν  μι- 
σεΪ9  κανεν  άττό  τά  ττοιήματά  σου,   και  οστι<ζ 
σιτ/χωρεΐς  τάς  αμαρτίας  ττάντων  των  αετανοούν- 
ε3 


ΗΜΕΡΑ  ΠΡΩΤΗ  ΤΗΣ  ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

των  Κτισβ  καΐ  ττλάσε  βίς  ημάς  νέας  καΐ  συντ€- 
τριμμένας  καρ8ίας,  ώστε,  άξίως  Ι^ρηνονντβς  τά? 
αμαρτίας  ημών,  καϊ  ομόΧοηοΰντ^ς  την  άθΧιό- 
τητα  ημών,  νά  άττολαύσωμβν  τταρά  σοι),  του  θβοΰ 
τών  οίκτφμών,  τ^λβίαν  άφβσίν  και  σν^γωρησιν 
Βίά  ^Ιησον  'Κριστοΰ  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Ή  Συναπτή  αντη  ττρ/πει  να  άνατγίνωσκΐται  κα&  ίκάστην  ημίραν 
τί/ϊ  Τεσσαρακοστοί,  μΐτα  την  ^ιωρισ-μίνην  Σνναπτην  της 
ημέρας. 

ΆντΙ  Επιστολής,      'ΐω^λ  β'.  12. 

Ί^ΠΓΣΤΡΕΦΕΤΕ  τώρα  ττρος  έμβ,  λεγβλ  6  Κύριος, 
μβ  οΧην  την  καρ8ίαν  σας,  καϊ  με  νηστείαν,  καϊ 
μβ  κΧαυθμον,  καϊ  μβ  ΊΤβνθος.  Κα\  Βιαρρήξβτβ  την 
καρΒίαν  σας,  καϊ  μη  τα  ιμάτια  σας,  και  ετηστρβ- 
■^ετε  ττρος  Κύριον  τον  Θεό  ν  σας'  8ιότι  βίναι  βΚ,βη- 
μων  καϊ  οίκτίρμων,  μακρόθυμος  και  ττολυελεος, 
και  μ€ταμ6\ονμ€νος  8ιά  το  κακόν.  Ύίς  βξβύρβι 
άν  έτΓίστρέψτ]  καϊ  μβταμζΧηθΐι,  καϊ  άφ7]ση  βύΧο- 
'γιαν  κατοτΓΐν  του,  ητροσφοράν  καϊ  σττον^ην  εΙς 
Κύριον  τον  Θεό  ν  μας;  ΣαΧττίσβτε  σαΚ'ΤΓΐ'^'^α  βίς 
την  Σιών,  ά<γιάσετ6  νηστείαν,  κηρύξετε  σύναξιν 
εττίσημον.  Συναθροίσετε  τον  \α6ν,  αγιάσετε  την 
σύναξιν,  συνάξετε  τους  ττρεσβυτέρους,  συναθροί- 
σετε τά  νητΓία,  και  τά  $η\άζοντα  μαστούς"  ας 
εξελθη  6  νυμφίος  άιτο  τον  κοιτώνα  του,  καϊ  η 
νύμφη  άτΓΟ  τον  ^άΧαμόν  της'  άς  κΧαύσωσιν *  οι 
ιερείς,  οι  Χειτουρ^οι  του  Κυρίου,  μεταξύ  της  στοάς 
καϊ  του  θυσιαστηρίου"  και  ας  είττωσι,  ΣτΓλαγχν/- 
σου.  Κύριε,  τον  Χαόν  σου"  και  μη  Ζώσης  την  κΧη- 
ρονομίαν  σου  εις  ονειΒος,  ώστε  νά  κυριεύσωσιν 
αυτούς  τά  έθνη"  Βιά  τι  νά  εϊττωσι  μεταξύ  τών 
Χαών,  ΥΙού  είναι  6  Θεο9  αυτών; 

Ένη•γ•γί\ίον,       Μ.ατθ.  ς•' .  16. 

'^/ΛΤΑΝ  νηστεύετε,  μη   <γίνεσθε  καθώς  οι   ύττοκρι- 
ταΐ,  σκυθρωποί"  διότι  αφανίζουν  τά  ττρόσωττά 

9.9. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡίϊΤΗ   ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

των,  8ίά  να  φανώσιν  64?  τους  άνθρώττονζ  οτι  νη- 
στεύουν. Βέβαια  σας  λέγω,  οτν  'έΧαβαν  τον  μι- 
σθόν  των.  'Σύ  όμως  όταν  νηστ€ντ)ς,  αΧβιψζ  την 
Κ€φα\ήν  σον,  καΐ  νίψε  το  ττρόσωττόν  σου '  δίά  να 
μη  φανης  €ίς  τους  ανθρώπους  'ότί  νηστεύεις,  αλΧ' 
€49  τον  Πατέρα  σου  όστις  είναι  εις  το  κρυτττόν  • 
και  6  ΥΙατήρ  σου,  6  βΧ,έττων  εις  το  κρυτττόν,  ^έ\ει 
σε  άντατΓοΒώσει  εις  το  φανερόν.  Μη  θησαυρίζετε 
Βιά  τον  εαυτόν  σας  θησαυρούς  εττάνω  εις  την  γήν, 
οτΓου  σκώΧηξ  και  σκωρία  αφανίζουν,  καΐ  οττου 
κΧέτΓται  τρυτΓοΰν  και  κΧέτττουν  άλλα  θησαυρί- 
ζετε Βια  τον  εαυτόν  σας  θησαυρούς  εις  τον  ούρανόν, 
δτΓου  οΰτε  σκώΧηξ  οΰτε  σκωρία  αφανίζουν,  και 
οττου  κΧέττται  δεν  τρυττούν  ούδβ  κΧέτττουν.  Αιότι 
οττου  είναι  6  θησαυρός  σας,  εκεί  θέΧει  είσθαι  και 
ή  καρΒία  σας: 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ    ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Συναπτή. 

ΙΓ  ΤΡ1Ε,  6  νηστεύσας  Βια  την  ά^άττην  ημών  τεσ- 
σαράκοντα  ημέρας  καΐ  τεσσαράκοντα  νύκτας, 
Αός  εις  ημάς  την  χάριν  να  μετα-χειριζώμεθα  τοι- 
αύτην  έ'γκράτειαν,  ώστε,  ύττοτασσομένης  της  σαρ- 
κός ημών  εις  το  ττνεΰμα,  να  νττακούωμεν  ττάντοτε 
εις  τάς  θείας  σου  τταρακινήσεις,  με  ευθύτητα  καΐ 
άΧηθινην  αγιότητα,  ττρός  τιμήν  καΐ  Βόξαν  σου' 
όστις  ζης  και  βασιΧεύεις,  μετά  του  ΤΙατρός  κα\ 
του  Ά^ίου  ΐΐνεύματος,  εϊς  Θε09,  εις  τους  αιώνας 
των  αιώνων.     \μήν. 

^Επιστολή.      2  Κορινθ.  γ'.  1. 

^ΤΝΕΡΓΟΤΝΤΕΣ  δε  καΐ  τταρακαΧουμεν,  νά  μη 
Βε-χθητε  την  χάριν  του  ΘεοΟ  ματαίως"  (διότι 
Χέ<γει,  Εις  καιρόν  Βεκτόν  σου  ίητήκουσα,  και  εις 
ήμέραν  σωτηρίας  σε  εβοήθησα  •  ιδού  τώρα  καιρός 
εύττρόσδεκτος,  ιδού  τώρα  ημέρα  σωτηρίας")  μη 
ΒίΒοντες  κανεν  ττρόσκομμα  εΙς  τίττοτε,  Βιά  νά  μη 

83 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΡΩΤΗ   ΤΗ2   ΤΕΣ2ΑΡΑΚ0ΣΤΗΣ. 

'φ'β'χβτ]  η  Είακονία  μας'  αλλ'  βίς  6\α  συσταί- 
νοντβ<ί  τον  ίαντόν  μας  ώ<;  νττηρβται,  του  θεον, 
€ί<;  ίιΤΓομονην  ττοΧλην,  €19  3\ίψ€ΐς,  εις  άνά'γκας, 
€49  στβνο'χωρία'ί,  €49  ττΧη'γάς,  βίς  φυΧακας,  βίς 
ακαταστασίας,  εις  κοττους,  βίς  ά^ρυιτνίας,  €69  νη- 
στείας, εΙς  καθαρότητα,  εις  ιγνώσιν,  βίς  μακρο- 
θυμίαν,  βίς  -χρηστότητα,  βίς  ΥΙνεΰμα  "Α'γιον,  εΐζ 
αηάττην  ανυττόκριτον,  εις  \όηον  άΧηθείας,  εις  διί- 
ναμιν  θεού,  Βίά  των  οττλων  της  δικαιοσύνης,  καΐ 
€ΐς  τα  Βεξίά  καΐ  εΙς  τα  αριστερά  •  8ιά  Βόξης  καΐ 
ατιμίας,  8ιά  Ζυσφημίας  καΐ  ευφημίας"  ως  ττΧάνοι, 
καΐ  όμως  αληθινοί"  ως  α'^νοοΰμενοι,  καΐ  δμωζ 
καλώς  <^νωριζόμενοΐ'  ως  αττοθνησ κοντές,  καΐ  ΙΒον 
ζώμεν  ώς  τταιΒευόμενοι,  καΐ  μη  ^ανατονόμενοί" 
ώς  Χντζούμενοι,  ττάντοτε  όμως  -χαίροντες  •  ως  τττω- 
χοΐ,  τΓοΧλούς  όμως  ττλουτίζοντες'  καΐ  μηΒεν  έχον- 
τες, καΐ  όμως  τα  ττάντα  έχοντες. 

Έυαγγίλιορ.      Ματθ.  δ'.  1. 

^ΟΤΕ  ό  ^Ιησούς  εφέρθη  άττό  το  ΐΐνεΰμα  εΙς  την 
ερημον,  Βιά  να  Βοκιμασθη  άττό  τον  ΒιάβοΧον. 
ΚαΙ  νηστευσας  ημέρας  τεσσαράκοντα  καΐ  νύκτας 
τεσσαράκοντα,  ύστερον  εττείνασε.  ΚαΙ  ελθων  ττρός 
αυτόν  ό  ττειράζων,  είττεν,  Έάν  ησαι  Τΐός  του  Θεού, 
είττε  νά  ηίνωσιν  άρτοι  οι  Χίθοι  ούτοι.  ΈικεΙνος  Βε 
άτΓοκριθεΙς  είττεν.  Είναι  ηεηραμμένον,  ί\εν  ^ελει 
ζήσει  ό  άνθρωτΓος  με  άρτον  μόνον,  αλλά  με  ττάντα 
λόγον  όστις  εξέρχεται  άττό  το  στόμα  του  &εου. 
Τότε  ό  ΒιάβοΧος  ττερνει  αυτόν  εις  την  ά^ίαν  ττόΧιν, 
καΐ  στήνει  αυτόν  εττάνω  εΙς  το  τττερύ'γιον  τον 
ιερού.  ΚαΙ  λεγ€<-  €69  αυτόν,  Έάν  ησαι  Ύΐός  τον 
θεού,  ρίψε  τόν  εαυτόν  σου  κάτω'  Βιότι  είναι  γ€- 
'^ραμμενον,  "Οτι  ^€λ€6  ττροστάζει  τους  ά'γ'γέΧους 
του  ττερί  σου,  καΐ  3^έΧουν  σε  σηκώσει  εττάνω  είζ 
τάς  χείρας  των,  μήττοτε  κτυττήστις  εις  Χίθον  τόν 
ττόΒα  σου.  Ό  ^Ιησούς  εΙττεν  εις  αυτόν,  ΐΐάλιν  ειναο 
'γε'γραμμένον,  Αεν  3^έΧεις  Βοκιμάσει  Κύριον  τόν 
θεόν  σου.  ΐΐέρνει  ττάΧιν  αυτόν  6  ΒιάβοΧος  €ΐ<! 
84 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΥΤΕΡΑ   ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

ορός  τΓολλά  ΌΛίτηΧον,  καΐ  δε/χνε^  6*9  αντον  ο\α  τα 
βασίλ€οα  τον  κόσμου  καΙ  την  Βόζαν  αυτών  καΐ 
λέγει  εις-  αύτον,  "Ολα  ταύτα  θ^ελω  σε  δώσει,  εάν 
ΊΤβστ](;  καΐ  μ€  7Γροσκυνήστ]<ί.  Τότε  6  ^Ιησούς  λεγεί 
εί?  αύτον,  "Ττταγε,  Σατανά•  Βιότί  είναι  ηεηραμμε- 
νον,  Κύριον  τον  Θεόν  σου  ^ελεΐ9  ττροσκυνΊ^σει,  καϊ 
αύτον  μόνον  5ελεΐ9  Χατρεύσεί.  Τότε  άφίνει  αύτον 
6  οιάβοΧος•  καΐ  ΙΒού,  ά^'^/εΧοί  ηΧθαν,  καΐ  υπηρε- 
τούσαν αυτόν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΥΤΕΡΑ   ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Συναπτή. 

Ρ|ΑΧΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  βΧεττεις  ημάς  οτο 
Βεν  ε-χ^ομβν  άφ'  εαυτών  καμμίαν  Βύναμιν  ττρός 
βοηθείάν  μας'  ΑιαφνΧαττε  ημάς  καΐ  εξωτερικώς 
κατά  το  σώμα,  καϊ  εσωτερικώς  κατά  την  ■ψυ'χτ)ν, 
ώστε,  Βιά  της  ύττερασττίσεώς  σου,  νά  άτταΧλαττώ- 
μεθα  άττό  ττάσαν  συμφοράν  Βυναμενην  νά  εττελ,θη 
649  το  σώμα,  καϊ  άττό  ττάντα  ττονηρόν  στο•χασμόν 
^υνάμενον  νά  ιτροσβάΧη  και  νά  βΧάψτ}  την  'ψ'υγην 
Βιά  Ίτ^σοΟ  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

^Επιστολή.      1  θεσσαλ.  δ'.  1. 

^ΑΣ  τταρακαΧούμεν,  άΒεΧφοΙ,  καΐ  σας  ττροτρετΓΟ- 
μεν  Βιά  τού  Κυρίου  ^Ιησού,  καθώς  τταρεΧάβετε 
άττό  ημάς  το  ττώς  ττρέττει  νά  ττεριττατητε  καϊ  νά 
άρέσκητε  εις  τον  θεόν,  ούτω  νά  ττερισσεύητε  εις  το 
μάΧλον.  Αιότι  εξεύρετε  ττοίας  Ίταρα<^<^εΧίας  σας 
εΒώκαμεν  Βιά  τού  Κυρίου  ^Ιησού.  Αιότι  τούτο 
€ΐναι  το  ΒέΧημα  τού  θεού,  ό  Ιιτ^ιασμός  σας,  νά 
αττε'χετε  άττό  την  ττορνείαν  νά  εξεύρη  καθείς  άττό 
σας  το  ιΒικον  του  σκεύος  νά  φυΧάττη  εις  άηιότητα 
και  τιμήν  οχ^ι  εις  ττάθος  επιθυμίας,  καθώς  τά 
έθνη  τά  μη  "γνωρίζοντα  τον  θεόν  νά  μην  ύττερ- 
βαίντ)  κάνεις  και  νά  ττΧεονεκτΎ)  εις  το  πράγμα  τον 
άΒεΧφόν  τον  Βιότι  ο  Θε09  είναι  εκΒικητης  Βι  οΧα 

85 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΡΠΉ   ΤΗΣ   ΤΕΣ2ΑΡΑΚ0ΣΤΗ2. 

ταύτα,  καθώς  καΐ  σα?  ττροέίτταμβν  και  Ζιβμαρ' 
τνρήθημβν.  Αίότΐ  6  Θε09  δέ^  έκάΧβσβν  ημάς  €6? 
άκαθαρσίαν,  αλλ'  €49  αηιότ'ητα.  "Οθβν  όσης  ττα- 
ραβαίνβι  ταύτα,  δεν  κάμνβί  τταράβασιν  εΙς  άνθρω- 
•πον,  άλλ'  βίς  τον  Θβον,  όστις  καΐ  έ'δω/ί€  το  ΤΙνβύμά 
του  το  "Αηιον  ^Ις  ημάς. 

Έναγ/ΐΚιον.      Ματθ.  ιε'.  21. 

Τ^ΑΙ  αφού  βξήΧθβν  άτΓΟ  βκβι  6  ^Ιησούς,  άνε'χ^ώρη- 
σεν  εις  τά  μέρη  της  Ύύρον  κα\  Έιΐ^ώνος.  ΚαΙ 
ίδού,  '^υνη  \αναναία  εξήΧθεν  άττο  εκείνα  τα  σύν- 
ορα, καΐ  εφώναξε,  \ε^ονσα  εις  αύτον,  Έλετ^σε  με. 
Κύριε,  Ύίε  τον  Ααβί8•  ή  Β^νγάτηρ  μου  κακώς  δαι- 
μονίζεται. ΚαΙ  εκείνος  δεν  άττεκρίθη  εις  αύτην 
λ,όγον.  Και  ιτΧησιάσαντες  οι  μαθηταί  του  τταρε- 
κάΧεσαν  αύτον,  Χε^οντες,  Άττόλυσε  την,  8ιότι  φω- 
νάζει οτΓίσθέν  μας.  ^Εκείνος  δε  άττοκριθεις  εΐττε, 
Δεν  άττεστάΧην,  ει  μη  εις  τά  ττρώβατα  τά  άττοΧω- 
Χότα  τού  οϊκου  τού  "ΐσραήΧ.  Άλλ'  εκείνη  "ττΧη- 
σιάσασα  εττροσκυνούσεν  αύτον,  Χέ^ουσα,  Κύριε, 
βοήθει  μοι.  ΚαΙ  εκείνος  άττοκριθείς  είττε,  Δεν 
είναι  καΧον  νά  ττάρη  τις  τον  άρτον  των  τέκνων,  καΐ 
νά  τον  ρίψΐ)  εΙς  τά  κυνάρια.  ^Εκείνη  δε  εΙττε,  Ναι, 
Κύριε '  διότι  τά  κυνάρια  τρώγουν  άττο  τά  ψιχ^ία 
τά  πίτττοντα  άττο  την  τράττεζαν  των  κυρίων  των. 
τότε  άτΓΟκριθεις  6  ^Ιησούς  είττεν  εις  αύτην,  'ί2 
ηύναι,  με'^άΧη  είναι  η  ττίστις  σου'  ας  ^ίνη  εις  σε 
καθώς  3^έΧεις.  Και  ίατρεύθη  η  ^υ^άτηρ  αυτής 
άττο  την  ωραν  εκείνην. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ   ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Έ,ννατττη. 

Λ  ΕΟΜΕΘΑ  σου,  ΙΙαντοδύναμε  Θεέ,  εττίβΧεψε  εις 

τάς    ε<γκαρΒίους    αιτήσεις    των    ταττεινών    σου 

ΒούΧων  και  άττΧωσε  την  δεξιάν  της  Με^αΧειότητός 

σου,  διά  νά  μας  ύττερασιτίΚεται  εναντίον  ττάντων 

86 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΡΙΤΗ  ΤΗΣ  ΤΕΣΣΑΡΑΚ02ΤΗΣ. 

των  ί-χθρων  ημών  Ζι,α  Ίί/σοΟ  Χριστού  του  Κυρίου 
ημών.      Αμήν. 

^Επιστολή,      Εφίσ.  €  .  1. 

"ΡίΝΕΣΘΕ,  ΧοίΤΓον,  μιμηταΐ  του  θεοΰ,  ως  τέκνα 
ά'^αττητά"  καΐ  ΤΓεριττατβΐτε  μ€  ά'γάττην,  καθώ<ζ 
και  6  Χρίστος  η'^άττησβν  ημάς,  και  'παρέΒωκβ  τον 
€αντόν  του  υττβρ  ημών  ττροσφοραν  και  Β^υσίαν  εΙς 
τον  Θεόν,  €19  οσμην  €ύω8ίας.  ΐίορνβία  δε  καΐ 
ττάσα  ακαθαρσία,  η  ττΧβονβξία,  μηΒ'  ας  ονομάζβταο 
μ€ταξύ  σας,  καθώς  ττρέττει  εις  αβίους•  και  αί- 
σ-χρότης,  και  μωρο\ο<^ία,  η  βωμοΧο'χ^ία,  τά  μη 
ττρέτΓοντα,  ά\\ά  μάΧΧον  βυγαριστία'  Βιότι  τούτο 
εξεύρετε,  οτι  ττάς  πόρνος,  ή  ακάθαρτος,  ή  ττλεονε- 
κτης,  όστις  είναι  εΙΒω\ο\άτρης,  δεν  εχεί  κΧηρονο- 
μίαν  εις  την  βασιΚείαν  τού  Χριστού  και  θεού. 
Κάνεις  ας  μη  σας  άττατη  με  ματαίους  Χόλους" 
δίότι  εξ  αιτίας  τούτων  ερ'χεται  η  όρ^γη  τού  θεού 
εττάνω  εΙς  τους  υιούς  της  απείθειας.  Μη  'γίνεσθε 
Χοιπόν  συμμέτογοι  αυτών  Βιότι  μίαν  φοράν  ησθβ 
σκότος,  τώρα  όμως  είσθε  φώς  Βιά  τού  Κυρίου" 
περιπατείτε  Χοιπόν  ώς  τέκνα  φωτός,  [Βιοτι  ό 
καρπός  τού  Πνεύματος  είναι  εις  πάσαν  ά^αθωσύ- 
νην,  καΐ  Βικαιοσύνην,  και  άΧήθειαν)  Βοκιμά- 
ζοντες  τι  είναι  εύάρεστον  εις  τόν  Κύριον.  ΚαΙ  μη 
συμμετέγετε  εις  τά  ερ^α  τά  άκαρπα  τού  σκότους, 
μάΧλον  δε  και  ε'λεγχετε  αυτούς•  Βιότι  τά  κρυφίως 
γινόμενα  από  αυτούς,  είναι  αισχρον  καΐ  νά  τά 
λεγτ;  τις.  "Ολα  δε  τά  ε'λεγχό/χενα  γίνονται  φα- 
νερά από  το  φώς'  Βιότι  φώς  είναι  πάν  'ό,τι  φανε- 
ρόνεται.  Δια  τούτο  λεγεί,  Έ,ήκω  6  κοιμώμενος, 
και  άνάστηθι  από  τους  νεκρούς,  και  Β^έΧει  σε 
φωτίσει  ό  Χριστός. 

ΈυαγγεΧίον.       Αονκ.  ια  ,  14, 
*^  'ΙΗΣΟΤΣ    εκβαΧε   Βαιμόνιον,    καΐ   αυτό   ητον 
κωφόν    αφού    δε    έξηΧθε   τό    Βαιμόνιον,    ελά- 
Χησεν  ό  κωφός•   καΐ  εθαύμασαν  οι  οχΧοι.     Ύινες 

87 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ   ΤΗΣ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

όμως  άττο  αυτούς  βίτταν,  Αια  του  ΒββλζββούΧ,  τοΰ 
άρ'χοντος  των  δαιμονίων,  βκβάΧλβί  τά  δαιμόνια. 
Άλλ,οί-  δε,  δίά  νά  τον  Βοκιμάσωσιν,  βζητοΰσαν  άττο 
αύτον  σημβΐον  βζ  ουρανού.  ΥΓΚην  αύτος,  εξβύρων 
τους  ΒιαΧο'γισμούς  των,  βιττβν  βίς  αυτούς,  ΐΐάσα 
βασιλβία  διαμβρισθεΐσα  καθ'  ίαυτης,  ερημόνβται,' 
καΐ  οίκος  ΒιαμβρισθβΙς  εναντίον  εαυτού,  ττ/τττεί. 
Έάν  Χοιττον  καΐ  υ  Σατανάς  εδιαμερίσθη  καθ'  εαυ- 
τού, ττώς  -θελβί  σταθή  η  βασιλεία  του;  εττειδη 
Χεγετε  οτι  εγώ  εκβάΧλω  τά  δαιμόνια  Βιά  του 
Βεε\ζεβού\.  Και  αν  εγώ  εκβάΧλω  τά  δαιμόνια 
διά  τοΰ  ΒεεΧζεβούΧ,  οΐ  υιοί  σας  δια  τίνος  εκβάλ- 
\ουν  αυτά;  διά  τούτο  αύτοι  3^εΧουν  εισθαι  κριταί 
σας.  Άλλ'  εάν  με  τον  δάκτυ\ον  τού  Θεού  εκ- 
βάΧλω τά  δαιμόνια,  άρα  εφθασεν  εττάνω  σας  ή 
βασιλεία  τού  θεού.  "Οταν  6  Ισ'χυρος  καθωττΧι- 
σμενος  φυΧάτττ]  την  αύλην  του,  τά  ύττάρ'χοντα 
αυτού  είναι  εΙς  είρηνην '  όταν  όμως  ό  ίσγυρό- 
τερός  του  ετΓελθτ]  καΐ  νικήστρ  αυτόν,  ττερνει  την 
Ίτανοιτλίαν  του  εις  την  όττοίαν  εθαρρεύετο,  καΐ 
διαμερίζει  τά  λάφυρα  του.  '  Οστις  δεν  είναι  με 
εμε,  είναι  εναντίον  εμού'  καΐ  όστις  δεν  συνάγει 
με  εμε,  σκορπίζει.  "Οταν  το  άκάθαρτον  "πνεύμα 
εξελθη  άτΓΟ  τον  άνθρωττον,  διερ-χεται  διά  μέσου 
άνυδρων  τόττων,  και  ζητεί  άνάτταυσιν  και  μην 
βύρίσκον,  Χέ^ει,  *Α?  επιστρέψω  εις  τον  οΙκόν  μου 
όθεν  εξήλθα.  ΚαΙ  ελθόν  ευρίσκει  αυτόν  σαρω- 
μένον  καΐ  στολισμενον.  Τότε  ύπάηει  καΐ  παρα- 
Χαμβάνει  επτά  άΧλα  πνεύματα  πονηρότερα  τον, 
καΐ  είσέργονται  κα\  κατοικούν  εκεΐ'  και  <^ίνονται 
τά  εσ-χ^ατα  τού  άνθρωπου  εκείνου  'χ^ειρότερα  παρά 
τά  πρώτα.  ΚαΙ  ενω  έ'λεγε  ταύτα,  ηυνη  τις,  ύψώ- 
σασα  φωνην  μέσα  άπό  τον  ογλον,  εΧπεν  εΙς  αυτόν, 
"Μακάρια  η  κοιλία  ήτις  σε  εβάστασε,  και  οι  μα- 
στοί τους  όποιους  εθήΧασες.  Αυτός  δε  είπε, 
"Μακάριοι  μάλλον  οι  άκούοντες  τον  λόγον  τού 
θεού,  καΐ  φυΧάττοντες  αυτόν. 
88 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ   ΤΗΣ   ΤΕ2ΣΑΡΑΚ0ΣΤΗΣ. 

Σνραπτη» 

]^ΑΝΤΟΔΥΧΑΜΕ  Θεέ,  χάρισε,  Ββόμβθά  σον, 
ώστε  ημβΐς,  οΐτινβς  €Ϊμβθα  άξίοί  κοΧάσβως  8ία 
τάς  κακάς  ημών  ττράξεις,  νά  άτταΧλαχθώμβν,  8ία 
της  "παραμυθίας  της  χάριτος  σον,  κατά  το  μέ'γα 
σον  ελεο?•  8ιά  του  Κνρίον  και  Σωτήρος  ημών 
^Ιησον  Χριστού.     1\μήν. 

'Έτηστολή.      ΓαλαΓ•  δ  .  21. 

■ρίΠΕΤΕ  με,  οΐ  ^^έΧοντβς  νά  ησθβ  νττο  τον  νόμον, 
δεν  άκοΰβτβ  τον  νόμον;  Δίότί  βίναι  ηεηραμμξ.- 
νον,  ΟΤΙ  ό  [\βραάμ  έ'λα^ε  δύο  υΐούς'  'ένα  άττο  την 
ΒούΧην,  καΐ  €να  άττο  την  βλβυθέραν.  Πλ^ν  ό  μβν 
'γβννηθείς  €Κ  της  ΒούΧης,  β'^/εννήθη  κατά  σάρκα•  6 
δε  εκ  της  εΧευθέρας,  Βιά  της  ε'τταγγελιας.  Τά 
ότΓοΐα  είναι  κατ  άΧλ-η^ορίαν  Βιοτι  αύται  είναι  αι 
Βΰο  Βιαθηκαΐ'  μία  μεν  άττο  το  ορός  Σινά,  η  <γεν- 
νώσα  ττρος  ΒουΧείαν,  ήτις  είναι  η  "Α^αρ.  Αιότι  το 
Άγα/3  είναι  ορός  Σινά  εΙς  την  Άραβίαν,  και  άντα- 
ΤΓΟκρίνεται  με  την  σημερινην  ^ΙερουσαΧημ,  και 
€Ϊναι  εις  ΒουΧείαν  ομού  με  τά  τέκνα  της.  Ή  δε 
άνω  'ίερουσαΧημ  είναι  ελενθέρα,  ήτις  εϊναι  μήτηρ 
οΧων  ημών.  Αιότι  είναι  /γε^ραμμένον,  Εύφραίνον, 
η  στείρα  ή  μη  ηεννώσα'  εχβαΧε  φωνην  και  βόησε, 
συ  η  μη  κοιΧοττονούσα'  Βιότι  τά  τέκνα  της  ερήμου 
εΊναι  ττΧειότερα  τταρά  τά  τέκνα  εκείνης  ήτις  εγευ 
τον  άνΒρα.  'ΙΙμεΐς  Βέ,  άΒεΧφοι,  καθώς  6  Ισαάκ, 
εττα'^'^εΧίας  τέκνα  είμεθα.  Αλλά  καθώς  τότε  6 
κατά  σάρκα  γεννηθείς  εΒίωκε  τον  κατά  ττνεύμα 
^γεννηθέντα,  ούτω  και  τώρα.  ΥΙΧήν  τι  λέγει  η 
Τ  ραφή;  "ΕκβαΧε  την  ΒούΧην  καΐ  τον  νίον  αυτής- 
Βιότι  Βέν  3^έΧει  κΧηρονομήσει  6  νΙός  της  ΒούΧης 
ομού  με  τον  υΐον  της  εΧευθέρας.  Αοιττον,  άΒεΧ- 
φοι, Βέν  είμεθα  τέκνα  της  ΒούΧης,  άλλα  της  εΧευ- 
θέρας. 

89 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ  ΤΗ2   ΤΕΣΣΑΡΑΚ02ΤΗΣ. 

Έυαγγ€\ων.       Ιωάνν,  γ  .  1. 

ΤγΤΕΤΑ  ταΰτα  άνβ'χωρησβν  6  ^Ιησον^  πέραν  της 
^^άΧάσσης  της  Τάλιλαίας,  ήτις  βΧναί  η  3-ά' 
Χασσα  της  ΎιβερίάΒος.  ΚαΙ  ήκοΧονθοΰσβν  αυτόν 
6'χΧος  τΓοΧύς'  Βίότί  ββΧβτταν  τα  θαύματα  αύτον, 
τά  οτΓοΐα  €καμν€ν  βττάνω  €ΐς  τους  άσθβνεΐς.  ^Ανέβτγ 
δε  669  το  ορός  6  ^Ιησοΰς,  καϊ  Ικ£Ϊ  βκάθητο  ομού  με 
τους  μαθητάς  του.  Κα6  β'ττΧησίαζβ  το  ττάσχα,  ή 
€ορτη  των  ^ Ιουδαίων.  Σηκώσας  δβ  τους  οφθαΧμούζ 
του,  καϊ  ί8ών  οτι  ττοΧνς  δ-χΧος  €ρ'χ^βταί  ττρος  αύτον, 
Χέ<γ€ί  €ίς  τον  ΦίΧιττιτον,  Πό^εν  3^έ\ομ€ν  ά>γοράσ€ί 
άρτους,  8ιά  νά  φά^ωσιν  ούτοί;  ("Ελεγβ  δε  τοΰτο 
Βοκιμάξων  αυτόν  Βιότί  αύτος  ηξευρβ  τι  ε/^ελλε  νά 
κάμτ}.^  \7Γ€κρίθη  βίς  αύτον  6  ΦίΧίττττος,  Αιακο- 
σίων  δηναρίων  άρτοι  δεν  αρκούν  ^Ις  αυτούς,  δίά  νά 
Χάβτ]  οΧί'γον  τί  βκαστος  αυτών.  Λεγεί.  βίς  αύτον 
€49  6/ί  των  μαθητών  του,  ^ΑνΒρέας  6  άΒβΧφος  Σι- 
μωνος  ΐΐέτρου,  Έδω  βίναι  €ν  τταιΒάριον,  το  όττοΐον 
€χ€ί  ττεντε  άρτους  κρίθινους,  καϊ  8ύο  οψάρια• 
άΧΧά  ταύτα  τί  βϊναι  ττρος  τοσούτους ;  ΕΖττε  δε  6 
^Ιησούς,  Κάμβτε  τους  ανθρώπους  νά  καθησωσιν. 
^Υίτον  δε  'χρρτος  ττοΧύς  εΙς  τον  τόιτον.  ^Εκάθησαν 
Χοιπον  οι  άνΒρβς,  τον  αριθμόν  εω?  ττίντακιαγ^ίΧιοι, 
Και  βΧαββν  ό  ^Ιησούς  τους  άρτους"  και  αφού  εύ- 
'χαρίστησε,  Βιβμοίρασβν  βίς  τους  μαθητάς,  οΐ  δε 
μαθηταΐ  βίς  τους  καθήμενους•  ομοίως  καϊ  άττο  τά 
οψάρια  όσον  ηθεΧαν.  "Αφού  δε  Ι'χορτάσθησαν, 
λεγεί  ζΐς  τους  μαθητάς  του,  Συνάξβτβ  τά  ττβρισ- 
σβύσαντα  κομμάτια,  δια  νά  μη  χαθη  τιττοτε. 
Εσύναξαν  Χοιττον,  καϊ  ε<γ€μισαν  δώδε/εα  κοφίνουζ 
άττο  τά  κομμάτια  των  ττεντε.  άρτων  των  κρίθινων, 
τά  οτΓοΙα  εττερίσσευσαν  εις  τους  φαιγόντας.  Οι 
άνθρωποι  Χοιπον,  ιΒόντες  το  ^αύμα  το  οποίον  εκα- 
μεν  6  "Ιησούς,  έλεγαν,  "Οτι  ούτος  είναι  άΧηθινά  6 
ΐΐροφήτης,  όστις  εμελΧε  νά  εΧθη  εις  τον  κόσμον. 

90 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΕΜΠΤΗ   ΤΗΣ  ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. 

Σννατττη. 

Λ  ΕΟΜΕΘΑ'  σου,  ΠαντοΒύναμβ  Θεε,  βττίβΧβψβ  εύ- 
μβνώς  εΐ9  τον  Χαόν  σον  ώστε,  δια  της  μ€<γά\η<ζ 
σον  ά'γαθότητος,  νά  κυββρνωνται  καΐ  να  8ίαφν- 
Χάττωνται  ττάντοτβ,  σωματικών  τε  καΐ  ■^^νχικύί'ζ, 
^ιά  ^Ιησού  \ρίστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.     Έβρ.  ^.11. 

'Τ^ΛΘίΙΝ  δε  ό  Χρίστος  ^Αρχ^ίβρεύς  των  μβΧλόντων 
άβαθων,  8ίά  της  με^αΧητβρας  καΐ  τ€λ€ίοτβρας 
σκηνής,  οχ^ι  της  γειροττοιήτου,  τουτέστιν,  6'χ^υ  ταύ- 
της της  κατασκευής,  ούδε  δί'  αίματος  ταύρων  και 
μόσ'χων,  αΚ\ά  δίά  του  ΙΒίου  του  αίματος,  βΙσήΧθε 
Βιά  μίαν  φοράν  εις  τά  α,'^ια,  άττοΧαύσας  αΐωνίαν 
Χύτρωσιν  ημών.  Αιότι  εάν  το  αίμα  των  ταύρων 
και  τράγων,  και  ή  σττοΒος  της  ΒαμάΧεως  ραντί- 
ζουσα  τους  μεμόΧνσ μένους,  ά'γίάζει  ττρος  την  κα- 
θαρότητα της  σαρκός,  ττόσω  μάΧΧον  το  αίμα  τοΰ 
Χριστού,  όστις  Βιά  τοΰ  ΥΙνεύματος  τοΰ  αιωνίου 
εττροσφερε  τον  εαυτόν  του  άμωμον  εις  τον  &εόν, 
3-έΧει  καθαρίσει  την  συνείΒησίν  σας  αττό  τά  νεκρά 
βρ'^α,  Βιά  νά  Χατρεύετε  τον  ζώντα  Θεόν;  Και  Βιά 
τούτο  είναι  μεσίτης  νέας  Βιαθήκης,  ώστε  Βιά  τοΰ 
θανάτου,  όστις  ε^ινε  ττρός  άττοΧύτρωσιν  τών  γενο- 
μένων  εις  την  ττρώτην  Βιαθήκην  τταραβάσεων,  νά 
Χάβωσιν  οι  κεκΧημενοι  την  ε'τταγγελίαι/  της  αϊ- 
ων  ίου  κΧηρονομίας. 

ΈυαγγΐΚιον.       Ιωάνν.  η  .  40. 

'Ο  ΙΗΣΟΤΣ  είττε,  Ύίς  άττό  σας  με  εΧέ'γ'χ^ει  ττερί 
αμαρτίας;  Άλλ'  εάν  λέγω  την  άΧήθειαν,  Βιά  τι 
σεις  δεν  ττιστεύετε  εις  ε  με;  "Οστις  είναι  εκ  τοΰ 
&εοΰ,  τά  ρήματα  τοΰ  θεού  άκούεΐ'  Βιά  τούτο  σεις 
δεν  άκούετε  αυτά,  Βιότι  εκ  του  θεού  δεν  είσθε. 
Αττεκρίθησαν  Χοιττον  οι  ΊονΒαΐοι  και  εΐτταν  εις 
αυτόν,  Δεν  Χέ^ομεν  καΧά  ημείς,  οτι  είσαι  Σαμα- 

91 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

ρξίτης,  καΐ  βχβις  Βαιμόνιον ;  ^ττβκρίθη  6  ^Ιησούς, 
Έγώ  Βαι,μόνιον  δεν  €χ^ω,  αλλά  τιμώ  τον  ΥΙατάρα 
μου,  καΐ  σ€Ϊς  μβ  άτιμάζ€Τ€.  Και  εγώ  δεν  ζητώ 
την  Βόξαν  μον  €Ϊναι  ζητών  αύτην  καΐ  κρίνων, 
βέβαια  βέβαια  σα9  λέγω,  Έάν  τις  φυΧάξη  τον 
\όηον  μου,  θάνατον  Β&ν.Β-βΧβι  ιδβΐ  εις  τον  αιώνα. 
Έιτταν  ΧοιτΓον  βίς  αύτον  οι  ^Ιου^αΐοι,  Ύώρα  €κατα~ 
Χάβαμεν  οτι  βχεις  Βαιμόνιον.  Ό  ^Αβραάμ  άττέθανβ 
καϊ  οι  ττροφήται  •  καΐ  συ  Χβ^βις,  Έάν  τις  φνΧάξτ} 
τον  \ό<γον  μου,  δεν  θ^ελεί.  Βοκιμάσει  Β^άνατον  εις• 
τον  αιώνα.  Μη  ττως•  συ  είσαι  μβ^αΧήτερος  του 
ττατρος  ημών  ^Αβραάμ,  όστις  άττβθανε ;  και  οι 
ττροφήται  άττεθαναν  ποίον  κάμνεις  συ  τον  εαυτόν 
σου ;  Αττεκρίθη  6  ^Ιησούς,  Έάν  ε'γώ  8οξάζω  εμαυ- 
τον,  η  Βόξα  μου  δεν  εϊναι  τίττοτε'  είναι  ό  ΥΙατήρ 
μου  όστις  με  Βοξάζει,  τον  όττοΐον  σεις  Χέζετε  δτΰ 
είναι  Θεός  σας.  Καϊ  δεν  ε<γνωρίσετε  αυτόν  ε'γώ 
όμως  γνωρίζω  αυτόν  και  εάν  εϊττω  οτι  δεν  γνω- 
ρίζω αύτον,  ΒεΧω  είσθαι  ομοιός  σας,  -^εύστης' 
άλλίΐ  γνωρίζω  αύτον,  και  τον  Χό^ον  αυτού  φυΧάτ- 
τω.  Ό  Αβραάμ  6  ΐΓατΎ)ρ  σας  το  εΤχεν  ά<γαΧΧίασιν 
να  ϊΒη  την  ημέραν  την  ΙΒικην  μου'  καϊ  'ιδεν  αύτην, 
και  εχ^άρη.  Εΐτταν  Χοιττον  οΐ  ΊουΒαΐοι  ττρος  αύτον, 
ΤΙενήντα  ετη  δεν  εχει^  ακόμη '  καϊ  Ϊ8ες  τον 
Αβραάμ;  Ε'ττεν  εΐ9  αυτούς  6  ^Ιησούς,  Βέβαια 
βέβαια  σας  λέγω,  ΠρΙν  'γίνη  ό  Αβραάμ,  ε'γώ 
είμαι.  ^Εσήκωσαν  Χοιττόν  Χίθους  Βιά  νά  ρίψωσιν 
εττάνω  του'  πΧην  6  ^Ιησούς  εκρύβη,  και  έξήΧθεν 
άττο  τον  ναόν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

^ννατττη. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεέ,  όστις,  Βιά  την 
ττρος  τον  άνθρωτΓον  μειγάΧην  σου  ά'γάττην,  εξ- 
αττέστειΧες  τον  Ύίόν  σου,  τον  Σωτήρα  ημών  ^ϊησούν 
άριστον,  Βιά  νά  άναΧάβη  την  σάρκα  ημών,  καϊ  νά 
ντΓοφέρη  Β^άνατον  εττΐ  του  σταυρού,  εττΐ  σκοττώ  τον 
92 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

να  άκοΧουθώσί  7Γάντ€ς  οι  άνθρωττοι  το  -τταρά- 
Βα'γμα  τή'ζ  μ6'γά\η<;  αυτού  ταττβίνοφροσύνη';  -  Εύ- 
Βόκησ€  κατά  το  έλεος•  σου,  ώστε  ημβΐς,  άκο\ου- 
θοΰντβς  το  τταράΒβι/γμα  τή<;  ύττομονής  αύτοΰ,  νά 
ιγίνωμβν  καΐ  συμμ^το'χοι  τή<;  αναστάσεως  του' 
δίά  του  αυτού  Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

Έττιστολή.     ΦίλιπτΓ.  β'.  5. 

ΎΌΤΤΟ  τό  φρόνημα  ά<;  ηναι  εί9  ε'σας,  το  όττοΐον 
■ητον  καΐ  ε/ί  τον  άριστον  ^Ιησούν  όστις,  εΙς 
μορφην  Θεού  ύττάρ'χων,  δεν  εστογάσθη  άρττα'^ην 
το  νά  ηνο,ί  ϊσα  με  τον  Θεον  μ  όλον  τούτο  εκένωσε 
τον  εαυτόν  του,  \αβων  8ού\ου  μορφην,  '^ενόμενος 
όμοιος  με  τους  άνθρώττους'  και  ευρεθείς  κατά  το 
σ'χτιμα  ώς  άνθρωπος,  έταττείνωσε  τον  εαυτόν  του, 
'^ενόμενος  ύττήκοος  μέχρο  θανάτου,  Β^ανάτου  μά- 
Χιστα  σταυρού.  Αία  τούτο  καΐ  ό  θεός  ύττερύψω- 
σεν  αυτόν  καΐ  εχάρισεν  εΙς  αυτόν  όνομα,  τό  όττοΐον 
είναι  άνώτερον  παντός  ονόματος•  8ιά  νά  κΧίνη  εις 
τό  όνομα  τού  Ιησού  πάν  <γονυ  επουρανίων  κτισμά- 
των, και  επίγειων,  και  καταχθόνιων  και  πάσα 
ιγΧώσσα  νά  όμολο'^ήστ)  ότι  είναι  Κύριος  ό  Ιησούς 
^ίριστός,  εις  όόξαν  Θεού  ΐΐατρός. 

ΈναγγίΚιον.      Ματθ.  κζ'.  1. 

'^ίΎΤΕ  δε  ε^ινε  πρωί,  συνεβου\εύβησαν  ό\οι  οί 
αρχιερείς  και  οί  πρεσβύτεροι  τού  Χαού  εναν- 
τίον εις  τόν  ^Ιησούν,  8ιά  νά  ^ανατώσωσιν  αυτόν. 
Και  8εσαντες  αυτόν,  έφεραν  και  παρέΒωκαν  αυτόν 
εις  τόν  ΐΐόντιον  Τίιλάτον  τόν  ορ/εμόνα.  Τότε  Ζδών 
ό  'ΙούΒας  ό  παραδώσας  αυτόν,  ότι  κατεκρίθη,  μετα- 
μεΧηθεΙς  επεστρε^^ε  τά  τριάκοντα  άρ'^ΰρια  εις 
τους  αρχιερείς  καΐ  εις  τους  πρεσβυτέρους,  λέγων, 
Ήμάρτησα,  παραδώσας  αίμα  άθώον.  ΚαΙ  εκείνοι 
είπαν,  Ύί  προς  ημάς;  συ  Οψει.  Και  ρίψας  τά 
αργύρια  μέσα  εις  τόν  ναόν,  άνεχώρησε•  καΐ  ύπή^ε 
και    εκρεμάσθη,     Οί   δε  αρχιερείς,   Χαβόντες    τά 

93 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

αρηΰρια,  (1•παν,  Δεν  βίναί  σνγγ^ωρημβνον  να  βά- 
Χωμβν  αυτά  €69  το  3^ησαυροφυ\άκίον•  Βιότν  βίναο 
τιμή  αίματος.  ΚαΙ  σνμβονΧβνθέντβς  η'^όρασαν 
μ€  αυτά  τον  άιγρον  του  κβραμεως,  8ιά  νά  βνταφίά- 
ζωνται  οι  ξένοι.  "Οθεν  ώνομάσθη  6  ά'γρος  εκείνος, 
Χγρό?  αίματος,  εως  την  σήμερον.  (Τότε  εττΚηρώθη 
το  ρηθέν  Βιά  'Ίερεμίου  του  προφήτου,  όστις  λέγει, 
ΚαΙ  εΧαβαν  τά  τριάκοντα  άρηΰρια,  την  τιμήν  τοΰ 
βκτιμηθέντος,  τον  όττοΐον  εττήραν  με  εκτίμησιν  άττο 
τους  υίους  ΙσραήΧ,  και  ε8ωκαν  αυτά  εις  τον  ά'γρον 
τοΰ  κεραμεως,  καθώς  με  εττρόσταξεν  6  Κύριος.) 
Ό  δε  ^Ιησούς  εστάθη  εμττροσθεν  του  ή<γεμόνος' 
και  ήρώτησεν  αυτόν  6  ήρεμων,  λέγων.  Συ  είσαι  6 
βασιΧεύς  των  ^Ιου8αίων;  Ό  δε  ^Ιησοΰς  ειττεν  εις 
αύτον,  Συ  Χέζεις.  ΚαΙ  ενω  εκατη<^ορεΐτο  άττο  τους 
άρ'χ^ιβρεΐς  καΐ  τους  πρεσβυτέρους,  δεν  άττεκρίθη 
τίποτε.  Τότε  λεγεί.  εΙς  αύτον  6  Πιλάτος,  Δεν 
άκούεις  ποσά  σου  καταμαρτυρούν ;  Και  δεν  άπβ- 
κρίθη  εις  αύτον  ού8ε  προς  ενα  λόγον  ώστε  ό  ?7γε- 
μών  εθαύμαζε  ποΧλά.  Ε^χε  δε  συν7]θειαν  6  ήρε- 
μων νά  άπόΧύγ)  εις  την  έορτήν  χάριν  τοΰ  οχΧου 
ένα  Ζέσμιον,  οντινα  ήθεΧαν.  ΚαΙ  είχαν  τότε 
Βέσμιόν  τίνα  περιβόητον,  λεγό/^ενον  Βαραββάν. 
^Αφοΰ  Χοιπον  αύτοι  συνήχθησαν,  είπεν  εις  αυτούς 
6  ϊϊιλάτος,  ΐΐοΐον  θ^ελετε  νά  άποΧύσω  εις  εσάς; 
τον  Έαραββάν,  ή  τον  ^Ιησοΰν  τον  λεγό/^ενον 
άριστον;  ζιότι  ήξευρεν  οτι  παρέζωκαν  αύτον 
Βιά  φθόνον.  Ένω  δε  αύτος  εκάθητο  επάνω  εις  το 
βήμα,  απέστειλε  προς  αύτον  ή  <γυνή  του,  Χέ^ουσα, 
Μ,ήν  εχης  τίποτε  νά  κάμτ)ς  με  τον  Βίκαιον  εκείνον 
^ιότι  ποΧλά  έπαθα  σήμερον  εις  το  ονειρόν  μου  Βι 
αυτόν.  06  δε  αρχιερείς  και  οι  πρεσβύτεροι  έπει- 
σαν τους  όχλους  νά  ζητήσωσι  τον  Βαραββάν,  τον 
<Βέ  ^Ιησοΰν  νά  άπωΧέσωσι.  Και  αποκριθείς  6  ή<γ€- 
μών  ειπεν  εις  αυτούς,  Ποίον  -θέλετε  άπο  τους  8ύο 
νά  άποΧύσω  εις  εσάς;  Και  εκείνοι  είπαν,  Τον 
Έαραββάν.  Λέγει  εΪ9  αυτούς  6  Πιλάτο9,  Τι  λοι- 
ττόν  νά  κάμω  τον  'ίησοΰν,  τον  λεγό/*€νον  Χριστόν; 
94 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

Λεγοι/ν  ε^ς  αύτον  οΧοί,  'Άί  στανρωθτ}.  Άλλ'  6 
η'^/^μων  €ί7Γ6,  Και-  τι  κακόν  'έπραξβν ;  Ε/εέΐνοί 
όμως  βφώναζαν  Βυνατώτβρα,  λέγοντες,  Άς  σταν- 
ρωθτ}. Και  άφοΰ  ι'δεν  6  Πιλάτος  ότι  τίττοτε  δεν 
ωφελεί,  άλλίΐ.  μάΧλον  ηίνεταϋ  Β^όρνβός,  έττήρβα 
νΒωρ,  καΐ  ενίΑ^ε  τάς  χειράς  του  βμττροσθβν  τοΰ 
6γ\ου,  λέγων,  Α^ώος  είμαι  άττό  το  αΐ/^α  τοΰ  δι- 
καίου  τούτον  νμεΐς  οψεσθε.  ΚαΙ  άττοκριθβΐς  οΧοζ 
ό  Χάος  ειττε.  Το  αίμα  αυτού  ά<?  ηναι  βττάνω  βίς 
ημάς,  καΐ  έττάνω  εις  τα  τέκνα  ημών.  Τότε  άττε- 
λυσεν  εις  αυτούς  τον  Βαραββάν  τον  δε  ^ϊησουν, 
άφοΰ  ε/ζαστιγωσε,  τταρέΒωκβ  8ιά  νά  σταυρωθη. 
Τότε  οι  στρατίώταί  του  ή^βμόνος,  ττβρνοντβς  τον 
Ιησονν  εΐ9  το  ττραίτώριον,  συνηθροισαν  εναντίον 
του  οΧον  το  τά^γμα  των  στρατιωτών.  Και  εκΒύ- 
σαντβς  αύτον,  ββα\αν  εττάνω  του  γΧαμύδα  κοκκί- 
νην.  Και  ττλε^αντες  στέφανον  άττο  άκανθας,  έθε- 
σαν εττάνω  εις  την  κεφαΧην  αυτού '  καΐ  ε8ωκαν 
κάλαμον  εις  την  χ^ΐρα  αυτού•  και  '^ονατίσαντες 
εμττροσθέν  του  εττερίτταιζαν  αύτον,  Χάροντες,  Χαί- 
ρε, ό  βασιΧεύς  τών  Ιουδαίων.  Και  άφοΰ  ετττυσαν 
619  αύτον,  εττήραν  τον  κάΧαμον,  και  εκτυττοΰσαν 
εις  την  κεφαλήν  αύτοΰ.  Και  άφοΰ  εττερίτταιζαν 
αύτον,  εττηραν  άττο  εττάνω  του  την  'χλαμύ8α,  καϊ 
τον  ένδυσαν  τα  Ιμάτια  του'  καϊ  εττήραν  αύτον  νά 
τον  σταυρώσωσι.  Ένω  δε  εξήργοντο,  εύρηκαν 
ανθρωττον  Κυρηναΐον,  ονομαζομενον  Σίμωνα"  τού- 
τον η'^'^/άρευσαν  Ζιά  νά  σηκώση  τον  σταυρόν  αύτοΰ. 
Και  αφού  ηΧθαν  εις  τόττον  Χε'γόμενον  ΥοΧ'^οθά,  το 
οττοΐον  σημαίνει  Κρανίου  τόττος,  έδωκαν  εις  αύτον 
νά  ττίη  οξος  μεμί'γμένον  με  γοΧην  καϊ  γευθείς, 
δεν  ηθεΧε  νά  ττίη.  Και  άφοΰ  εσταύρωσαν  αύτον, 
διεμοιράσθησαν  τά  ιμάτια  αύτοΰ,  ρίτττοντες  Χα- 
'χνον  διά  νά  ττΧηρωθη  το  ρηθέν  άττο  τον  ττροφητην, 
Διεμοιράσθησαν  μεταξύ  των  τά  ιμάτια  μου,  καϊ 
έρριψαν  Χαγνον  διά  τον  ίματισμόν  μου.  Καϊ  κα- 
θήμενοι εφύΧαττον  αύτον  εκεί.     Καϊ  έθεσαν  εττάνω 

95 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

€19  την  κβψάΧην  αντον  την  κατη^γορίαν  του  γβ- 
ηραμμίνην,  ΟΤΤΟΣ  ΕΙΝΑΙ  Ό  'ΙΗΣΟΤΣ  Ό  ΒΑΣΙ- 
ΑΕΤΣ  Τί2Ν  Ί0ΤΔΑ1ί2Ν.  Ύότβ  βσταυρώθησαν 
ομοΰ  με  αύτον  δύο  \ησταΙ,  βίς  €Κ  Ββξίών,  και  €Ϊ<ζ 
έξ  άριστβρών.  Οι  δε  8ίαβαίνοντ€<;  εβΧασφημοΰ- 
σαν  αύτον,  σβίοντβς  τάς  κεφάΧάς  των,  καΐ  Χβ^ον- 
τβς,  Ό  'χαΚων  τον  ναον,  καΐ  εις  τρ€Ϊ<ί  ημ€ρα<;  οίκο- 
•  8ομών  αύτον,  σώσβ  τον  εαυτόν  σον  αν  ησαι  Τίό? 
του  θεού,  καταΐβα  άττο  τον  σταυρόν.  Όμοίως  δέ 
καΐ  οΐ  άρ•χ^ίερεί<;  εμτταίζοντες,  ομοΰ  με  τους  '^ραμ- 
ματεΐς  και  πρεσβυτέρους,  έλεγαν,  'Άλλοι/ς  έσωσε, 
καΐ  τον  εαυτόν  του  Βεν  εμττορεΐ  να  σώση  •  αν  ηναο 
Βασιλεύς  του  ^ΙσραηΚ,  ας  καταβη  τώρα  αϊτό  τον 
σταυρόν,  καΐ  Β^έΧομεν  ττιστεύσει  αυτόν,  θαρρεί 
εις  τον  θεόν  ας  τον  σώση  τώρα,  εάν  Β^έΧη  αυτόν 
Βιότο  είττεν,'Ότι  Θεού  Τΐός  είμαι.  Ύό  αυτό  δε  καΐ 
οι  ΧησταΙ,  οΊ  συσταυρωθεντες  με  αύτον,  ώνείΒιζαν 
εις  αυτόν.  "Εγίνε  δε  σκότος  εττάνω  εΙς  6\ην  την 
ηην,  άττό  την  εκτην  ώραν  εως  την  εννάτην  ώραν. 
ΤΙερΙ  δε  την  εννάτην  ωραν,  εφώναξεν  ό  ^Ιησούς  με 
φωνην  με^άΧην,  λέγων,  Ήλι,  ΉλΙ,  Χαμά  σαβα- 
'χθανί;  τουτέστι,  θεέ  μου,  θεέ  μου,  Βιά  τι  με  εγ- 
κατέΧιττες ;  Και  τίνες  άττό  τους  εκεί  Ισταμένους 
άκούσαντες,  έλεγαν,  "Οτι  τον  Ήλί'αν  φωνάζει  ού- 
τος. ΚαΙ  ευθύς  εΒραμεν  εις  εξ  αυτών,  και  Χαβών 
σττόγγον,  και  ^γεμίσας  αυτόν  άττό  όζος,  καΐ  ττερι- 
τυΧίζας  αύτον  εις  καΧάμιον,  τον  εττότιζε.  Οι  δε 
ΧοιτΓοΙ  έλεγαν,  "Αφησε•  ας  ϊΒωμεν  αν  ερ-χεται  6 
Ήλ6α9  νά  σώση  αυτόν.  Ό  δε  ^Ιησούς,  φωνάξας 
ΊτάΧιν  με  φωνην  με^άΧην,  άφηκε  το  ττνεΰμα.  ΚαΙ 
ΙΒού,  το  καταττέτασμα  του  ναού  εσγ^ίσθη  εΙς  Βύο, 
άττό  άνωθεν  εως  κάτω'  καΐ  ή  <γή  έσείσθη,  και  αΐ 
ττέτραι  εσ'χ^ίσθησαν,  καΐ  τά  μνημεία  ηνοί^θησαν 
και  τΓοΧΧά  σώματα  των  κεκοιμημένων  άγ/ων  άνε- 
στάθησαν,  και  εξεΧθόντες  άττό  τά  μνημεία  μετά 
την  άνάστασιν  αύτον,  εΙσηΧθαν  εΙς  την  άγιακ 
ττόΧιν,  και  εμφανίσθησαν  εις  "ποΧΧούς.  Ό  δε 
96 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΠΡΟ   ΤΟν  ΠΑΣΧΑ. 

€κατόνταργο^  και  οι  6ντ€<;  ομοΰ  μβ  αντον,  ί8όντ€<{ 
τον  σ€ίσμ6ν  καΐ  τα  'γ€νόμ€να,  βφοβήθησαν  σφό8ρα, 
Χέ'γοντβ'ϊ,  ^Αληθινά  Θεοί  Ύί6<ί  ητον  ούτος. 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 
Αι^ί    ΕπιστοΚΐ]!.      Ήσαιου  ξγ'.  1. 

ΎΊΣ  ζΐναί  ούτος,  όστις  βργ^εται  αττο  την  Έδώ/χ,  //.έ 
ιμάτια  κοκκινοβαμμενα  άττο  Βοσόρραν ;  οντος, 
όστις  είναι  €ν8οζος  εις  την  στοΧήν  του,  και  ττβρί' 
ττατύ  μ€  την  μ€^α\€ίότητα  της  Βννάμβώς  του; 
Εγώ  €ΐμαι,  όστις  λαλώ  μβ  8ικαιοσύνην,  6  ίσ'χυρος 
εις  το  να  σώζω.  Δίά  τί  ερυθρά  ή  στο\η  σου,  καΐ 
τά  ιμάτια  σου  όμοια  με  άνθρώττου  ττατοΰντος  εις 
τον  Χηνόν ;  Έττάτησα  μόνος  τον  \ην6ν,  και  κανείς 
εκ  του  Χαού  8εν  ητον  με  εμέ'  8ιότι  κατεττάτησα 
αυτούς  εις  τον  ^υμόν  μου,  και  κατεΧάκτισα  αυ- 
τούς εις  την  6ργ)ν  μου'  και  το  αίμα  αυτών  ερ'ραν- 
τίσθη  εττάνω  εις  τά  εν8ύματά  μου,  και  εμόΧυνα 
όΧην  μου  την  στοΧήν.  Δίότί  η  ήμερα  της  εκόική• 
σεως  ητον  εις  την  καρ8ίαν  μου,  καΐ  εφθασεν  ό  ενι- 
αυτος  της  Χυτρώσεως  τών  ι8ικών  μου.  ΚαΙ  Ϊ8α, 
καϊ  8έν  ητον  κάνεις  να  βοηθήση'  και  εθαύμασα 
ΟΤΙ  δεν  ητον  κανείς  νά  ύττερασττισθη'  8ιά  τούτο  6 
ί8ικός  μου  βραδιών  έφερε  σωτηρίαν  εις  εμέ'  καϊ 
6  ^υμός  μου,  αύτος  με  υπεστήριξε.  Και  κατεττά- 
τησα τους  Χαούς  εις  την  ορ'^/ήν  μου,  και  εμέθυσα 
αυτούς  άττο  τον  Βυμόν  μου,  καϊ  κατεβαΧα  εις  την 
'^ην  την  8ύναμιν  αυτών.  Θέλω  αναφέρει  τους  οΐ- 
κτιρμούς  του  Κυρίου,  τους  επαίνους  του  Κυρίου, 
καθ  δΧα  'όσα  6  Κύριος  εκαμεν  εις  ημάς,  και  την 
με'^/αΧην  αγαθότητα  ττρος  τον  οίκον  του  ^ΙσραηΧ, 
την  ότΓοίαν  ε8ειξεν  εις  αυτούς  κατά  τά  εΧεη  του, 
και  κατά  το  ττΧήθος  τών  οίκτιρμών  του.  Αιότι 
ειττε,  Βέβαια  Χαός  μου  είναι  αύτοΙ,  τέκνα  τά 
οτΓοΐα  8έν  3έΧουν  ψευσθή•  και  εστάθη  6  Σωτηρ 
αυτών.  Εις  δΧας  τάς  Β\ίψεις  των  εθΧίβετο,  καϊ 
ο  α<γΎεΧος  της  παρουσίας  του  εσωσεν  αυτούς '  εις 
Γ 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

την  ά'γάττην  του  καΐ  βίς  την  εύσττλαγχνιαν  του 
αύτος  βλύτρωσεν  αυτούς•  καΐ  βσήκωσβν  αυτούς, 
καΐ  ίβάσταξξν  αυτούς,  δΧας  τάς  ημέρας  του  αι- 
ώνος. ΑύτοΙ  ΰμως  ήττβίθησαν,  καΐ  βλύττησαν  το 
Άγίον  Πνεύμα  του•  Βίά  τούτο  εστράφη,  ώστε  να 
^ίνη  εγθρος  αυτών,  καΐ  βττοΧέμησεν  εναντίον  αυ- 
τών. Ύότ€  ίνθυμηθη  τάς  άργαίας  ημέρας,  τον 
Μωϋστ}^,  κα\  τον  \αόν  του,  λέγων,  ΥΙού  είναι  εκεί- 
νος, οστίς  άνεβασεν  αυτούς  άττο  την  ^άΧασσαν, 
ομού  με  τον  ττοίμένα  τού  ττοιμνίου  του ;  ΥΙσύ  εκεί- 
νος, όστις  έβαλε  το  "Κηιον  του  Πνεύμα  εις  το 
μέσον  αυτών;  όστις  ώ^ή'^ησεν  αυτούς  δίά  της 
δεξιάς  τού  Μωϋσέως  με  τον  ενζοξον  βρα'χίονά 
του,  -χ^ωρίζων  τά  ύ8ατα  εμττροσθεν  αυτών,  8ιά  νά 
κάμη  εις  τον  εαυτόν  του  όνομα  αΐώνιον;  όστις 
ώ^η^^ησεν  αυτούς  Βιά  της  αβύσσου,  ώς  ϊττττον  δίά 
της  ερήμου,  'χ^ωρίς  νά  ιτροσκό-^ωσι;  Ύο  Πνεύμα 
τού  Κυρίου  άνέτταυσεν  αυτούς,  ώς  κτήνος  το 
οτΓΟίον  καταβαίνει  εις  την  κοι\ά8α•  ούτω  ώ8ή- 
^ησες  τον  \αόν  σου,  Βιά  νά  κάμης  εις  τον  εαυτόν 
σου  ενΒοξον  όνομα.  ^ΕττίβΧεψε  άττό  τον  ούρανον, 
και  ι8ε  άττό  την  κατοικίαν  της  ά^ιότητός  σου  καΐ 
της  8όξης  σου•  πού  είναι  ο  ζήΧός  σου  και  ή  8ύ- 
ναμίς  σου;  το  ΤΓΧήθος  τού  εΧέους  σου  και  των 
οίκτιρμών  σου;  άττεκΧείσθησαν  εις  ημάς;  Συ 
βέβαια  είσαι  6  Πατήρ  ημών,  αν  καΐ  ό  Αβραάμ  8έν 
μας  εξεύρη,  καΐ  ό  ^ΙσραήΧ  Βεν  μας  <γνωρίζη•  σύ. 
Κύριε,  είσαι  ό  Πατήρ  ημών,  ό  Αυτρωτής  ημών 
τούτο  είναι  το  ονομά  σου  αττ'  αιώνος.  Δίά  τί. 
Κύριε,  μας  άφησες  νά  άττοττΧανώμεθα  άττο  τους 
Βρόμους  σου,  και  νά  σκΧηρύνωμεν  τήν  καρΒίαν 
μας,  ώστε  νά  μή  σε  φοβούμεθα ;  ^Εττίστρεψε  Βιά 
τους  ΒούΧους  σου,  Βιά  τάς  φυΧάς  της  κΧηρονομίας 
σου.  'Ω^ς  τνράημα  έΧά-χιστον  κατεκυρίευσαν  τον 
ατ^ιόν  σου  Χαόν  οΊ  ενάντιοι  μας  κατεττάτησαν  καΐ 
το  ά<γιαστήριόν  σου.  Κατεστάθημεν  ώς  εκείνοι, 
οΐτινες  Βεν  σε  εΧαβαν  ττοτε  κύριον,  ούΒε  εττε- 
καΧέσθησαν  το  ονομά  σον. 
98 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

ΈυαγγίΚιον,      Μάρκ.  ιδ'.  1. 

Λ/ΤΕΤΑ  δε  Βύο  ι)μέρα<ί  ητον  το  ττάσχα  καΐ  τα 
άζνμα•  καΐ  έζητοΰσαν  οι  άρ'χ^ΐ€ρ€Ϊ<;  και  οι 
^γραμματβΐς  τίνι  τρόπω  να  ττιάσωσιν  αύτον  με 
δόλον,  και  νά  τον  ^ανατώσωσιν.  "Ελεγαν  δε,  Μ^  ει-ί 
την  €ορτην,  μήττοτβ  '^ίντ)  θόρυβος  του  \αον.  Και 
ενω  αύτος  ητον  €69  την  Βηθανίαν,  μέσα  ει?  την 
οίκίαν  Σίμωνος  του  Χεττροϋ,  ηΧθε  <γυνή  τι<;  κρα- 
τούσα αΚαβάστρινον  σκεύος  μύρου  άττο  νάρΒον 
ΊΓίστικην  ΤΓοΧύτιμον'  και  συντρίψασα  το  σκεύο'} 
τού  αλαβάστρου,  εγυνε  το  μύρον  επάνω  εΙ<ζ  την 
κεφαΧην  του.  Ήσαν  δε  τίνες,  ο'ι  όποιοι  ηηανα- 
κτούσαν  καθ"  εαυτούς,  καΐ  εΧε'^αν,  Αιά  τι  ε-γινεν 
ή  άπώΧεια  αύτη  τού  μύρου ;  Βιότι  ημπορούσε 
τούτο  νά  πωΧηθγι  επάνω  άπο  τριακόσια  Βηναρια, 
και  νά  Βοθώσιν  εις  τους  πτωγούς•  καΐ  ωρ<^ίζοντο 
εναντίον  της.  Άλλ'  ό  ^Ιησούς  είπεν,  αφήσετε  αυ- 
τήν 8ιά  τί  ενοχΧεΐτε  αυτήν ;  καΧόν  ερ^ον  εκαμεν 
εις  εμέ.  Αιότι  πάντοτε  έχετε  τούς  πτωγούς  μαζύ 
σας'  και  οπόταν  θέλετε,  εμπορεΐτε  νά  κάμνετε 
καΧον  εις  αυτούς '  εμε  όμως  δεν  εγετε  πάντοτε. 
"Ο,τι  ήμπορούσεν  αύτη  το  εκαμεν  επρόΧαβε  νά 
μυρίση  το  σώμα  μου  Βιά  τον  ενταφιασμον  μου. 
Βέβαια  σας  λέγω,  "Οπου  αν  κηρυγθη  το  εύαγ- 
'^/έΧιον  τούτο  εις  οΧον  τον  κόσμον,  και  εκείνο  το 
όποιον  εκαμεν  αύτη  ^ελεί.  ΧαΧηθή  εις  μνημόσυνον 
αύτης.  Και  ό  Ίοιίδας  ό  ^Ισκαριώτης,  εΙς  εκ  των 
ΒώΒεκα,  ύπή'γε  προς  τούς  άργ^ιερεις,  Βιά  νά  τον 
παραδώση  εις  αυτούς.  'ΈιΚεΐνοι  δε  άκούσαντ€ς 
(χάρησαν  καΐ  ύπεσχέθησαν  νά  δώσωσιν  εις  αυ- 
τόν άρηύρια'  καΐ  εζητούσε  τίνι  τρόπω  νά  τον  πα- 
ραΒώση  με  εύκαιρίαν.  Και.  την  πρώτην  ήμέραν 
των  άζύμων,  ότε  έθυσίαζαν  τό  πάσγα,  Χέ'^/ουν  εις 
αυτόν  οι  μαθηταί  του.  Πού  ^ελεί.9  νά  ύπά^ωμεν 
και  νά  ετοιμάσω  μεν  Βιά  νά  φά'γης  τό  πάσχα;  Και 
στέλλει  Βύο  από  τούς  μαθητάς  του,  και  λέγει  εΐ9 
αυτούς,  'Τττάγετε  649  την  πόΧιν    καΐ  ,^ελει  σά^ 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑ2ΧΑ. 

άτταντησεί  ανθρω7Γ0<ί  βαστάζων  σταμνίον  ν5ατο<ϊ  • 
άκοΧουθησβτε  αυτόν.  Και  οττου  βΙσέΧθΐ],  είττάτε 
669  τον  οΙκοΒεσττότην,  "Οτί  ο  Αί8άσκάλο<;  λεγε^, 
ΤΙοΰ  είναι  το  κατάλυμα,  οττου  Β^έΧω  φά<γ€ί  το  ττά- 
σχα  μβ  τους  μαθητάς  μου;  ΚαΙ  αίιτος  ^έΧβί  σας 
Ββίζεί  μέ^γα  άνώηβον  στρωμένον,  βτοιμον  εκεί 
ετοιμάσετε  εις  ημάς.  Και  εξήΧθαν  οι  μαθηταί 
του,  καΐ  ηΧθαν  εις  την  ττόΧιν,  καΐ  εύρήκαν  καθώς 
εϊττεν  εΙς  αυτούς•  και  ητοίμασαν  το  ττάσ-χα.  ΚαΙ 
οτε  ε<γινεν  εσττέρα,  ηΚθεν  όμου  με  τους  δώδεκα. 
Και  ενώ  αύτοΙ  εκάθηντο  και  ετρωηαν,  εΙττεν  6 
^Ιησούς,  Βββαια  σας  λέγω,  οτι  εις  αϊτό  σας  Β^εΧει 
με  τταραΒώσει,  όστις  τρώγει  με  εμέ.  ^Εκείνοι  δε 
ηρ'χ^ισαν  νά  Χυττωνται,  καΐ  να  Χέ<γωσιν  εις  αύτον 
καθείς  'χωριστά,  Μτ;  ττως  είμαι  ε'γώ;  κα\  άΧΧος, 
'Μ.ή  ττως  εγώ;  ^Εκείνος  δε  άττοκριθείς  ειττεν  εις 
αυτούς,  Είς  εκ  των  δώδεκα  είναι,  όστις  εμβάτττει 
μετ  εμοΰ  την  χείρα  εις  το  τρυβΧίον.  Ό  μεν  Τίος 
του  \νθρώ'τνου  ΰττάηει,  καθώς  είναι  'γε'γραμμένον 
ττερΧ  αυτού  •  ούαΐ  όμως  εις  τον  άνθρωττον  εκείνον, 
8ιά  του  οτΓοίου  6  Ύίος  του  \\νθρώτΓου  τταραδίΒεταΐ' 
καΧόν  ητον  εις  τον  άνθρωττον  εκείνον,  αν  δεν  ηθεΧε 
'^/εννηθή.  ΚαΙ  ε'νώ  αύτοΙ  ετρω'^αν,  6  ^Ιησούς,  Χα- 
βών  άρτον,  ηύΧόηησε  καΐ  έκοψε•  καΧ  εΖωκεν  εις 
αυτούς,  κα\  είττε,  Αάβετε,  φάγετε•  τούτο  είναι  το 
σώμα  μου.  Και  Χαβών  το  ττοτήριον,  ευχαρί- 
στησε, καϊ  εΒωκεν  εΙς  αυτούς,  καΐ  εττιαν  δΧοι  άττο 
αυτό.  Και  ειττεν  ει^  αυτούς.  Τούτο  είναι  το  αιμά 
μου  το  της  νέας  διαθήκης,  το  όττοΐον  χύνεται  ύττερ 
ΤΓοΧΧών.  Βέβαια  σας  λε'γω,  δτι  δεν  -^ε'λω  ττίει 
ττΧέον  άττό  το  <γέννημα  της  άμττέΧου,  εως  την 
ημέραν  εκείνην,  όταν  ττίνω  αυτό  νέον  εις  την  βα- 
σιΧείαν  τού  θεού.  Και  αφού  εψαΧαν  ΰμνον,  εζ- 
ηΧθαν  εις  το  ορός  των  έΧαιών.  Και  λέγει  €ΐ? 
αυτούς  6  ^ΐ7]σούς,  Ότι  οΧοι  Γ&ελετε  σκανΒαΧισθί) 
εις  εμε  την  νύκτα  ταύτην  Βιότι  είναι  '^ε<^ραμμε- 
νον,  Θέλω  ττατάξει  τον  ΐίοιμενα,  και  3^έΧουν  δια^ 
σκορττισθη  τά  ττρόβατα.  ^Αφού  όμως  αναστηθώ, 
100 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

.^βλω  υττάηζί  ττρότερον  άττό  σας  €ίς  την  Γάλίλ,αίαν. 
Ό  δβ  Πέτρος  βίττεν  64<?  αντον,  Και  €αν  οΧοί  σκαν- 
Βαλισθωσιν,  εγώ  όμως  οχ^ι.  Και  \έ<γ€ί  €ίς  αύτον 
ο  ^Ιησούς,  Βέβαια  σε  λε'γω,  δτι  σήμερον,  την  νύκτα 
ταντην,  ΊτρΙν  6  αλέκτωρ  φωνάξ-τ)  Βύο  φοραΐς,  3^έ- 
\€ΐς  μέ  άρνηθή  τρβΐς.  ^Εκβΐνος  δε  €τι  μαλΧον 
ίλεγεν,  Έάν  ^ίντ}  χρ^ία  νά  συναττοθάνω  μαζύ  σου, 
Ζέν  3ελω  σε  άρνηθή.  Ώ.σαντως  δε  και  οΧοι  έλε- 
γαν. Και  βργονται  βίς  τόττον  όνομαζόμβνον  Γε^- 
σημανή'  καΐ  λεγεί.  εί?  τους  μαθητάς  του,  Καθή- 
σετε  εδώ,  €ως  νά  ττροσβυχηθώ.  ΚαΙ  ττέρνβι  μαζύ 
του  τον  ΐΐέτρον  καΐ  τον  ^Ιάκωβον  καΐ  ^Ιωάννην* 
καΐ  ηργισβ  νά  έκθαμβήται  καΐ  νά  άΒημονί].  Και 
λε'γει  εις  αυτούς,  ΥΙβρίΚυττος  είναί  η  ψυχ^ή  μου  €ως 
Β^ανάτου'  μ^ίνβτβ  εδώ,  κα\  άγρυττνειτε.  ΚαΙ  ιτρο- 
χωρησας  οΚί'^ον,  έ'ττεσεν  έττάνω  €ΐς  την  γήν  καΐ 
7Γροσηύχ^€το,  αν  ηναί  Βυνατον,  νά  ττβράση  άττό  αύ- 
τον η  ωρα  έκβίνη.  Και  έ'λεγεν,  ^Αββά  6  Πατήρ, 
οΧα  ίίναι  βίς  σε  Βυνατά'  σήκωσε  άττό  βμβ  το  ττο- 
τήριον  τούτο•  "ττΧην  οχί  ό,τι  ^ελω  εγώ,  άλλ'  ο,τί 
σύ.  Και  έρχεται,  καΐ  ευρίσκει  αυτούς  κοιμωμέ- 
νους'  και  λέγει  είς  τον  Πέτρον,  Σίμων,  κοιμάσαι; 
Βεν  ήμττόρεσες  μίαν  ωραν  νά  ά<γρυ7Γνήσης ;  Άγ/3υ- 
ττνεΐτε  και  ττροσεύγεσθε,  Βιά  να  μην  εΙσέΧθετε  εις 
•πειρασμόν  το  μεν  πνεύμα  είναι  ττρόθυμον,  η  δε 
σαρξ  ασθενής.  Και  ττάΧιν  ύτή'^ε  και  ττροσευ'χτι- 
θη,  λέγων  τον  αύτον  λόγον.  Και  εττιστρέψας  εύ- 
ρήκεν  αυτούς  ττάΧιν  κοιμωμένους,  (διότι  οί  οφθαΧ- 
μοί  των  ήσαν  βεβαρυμένοι,)  καΐ  δεν  ηξευραν  τί  νά 
τον  άτΓοκριθώσι.  Και  εργ^εται  την  τρίτην  φοράν,  καϊ 
λέγει  εις  αυτούς,  Κοιμάσθε  το  λοιττόν  και  άνατταύ- 
εσθε•  άρκεΐ,  ηΧθεν  ή  ωρα•  ΙΒού,  τταραΒίΒεται  όΤίος 
του  \νθρώτΓθυ  είς  τάς  -χείρας  των  άμαρτωΧων, 
Σηκωθήτε,  ας  ύττάηωμεν•  ιδού,  εκείνος  όστις  με 
ΊταραΒίΒει  εττΧησίασε.  Καϊ  ευθύς,  ενώ  αύτ09  ακόμη 
εΧαΧούσεν,  έρχεται  6  ^ΙούΒας,  όστις  ητον  εΙς  εκ 
των  ΒώΒεκα  •  καΐ  ομού  με  αύτον  οχΧος  ττοΧύς  μετά 

101 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

μαγαιρων  και  ξνΧων,  Ίταρα  των  άργ^ιβρύων  και 
•γραμματέων  καΐ  ττρεσβντέρων.  Ό  δε  τταραΒιΒων 
αυτόν  εΖχ€  δώσει  εΙς  αύτονς  σημβΐον,  λέγων,  "Ον- 
τινα  φίΧησω,  αύτος  βιναΐ'  πιάσετε  αύτον,  καν 
ύττάγετε  αντον  άσφαΧώς.  Και  οτε  ηΧθεν,  ευθύς 
ττΧησιάσας  εις  αύτον,  Xέ^ει,  'ΡαββΙ,  '^αββΐ,  και 
κατεφίΧησεν  αυτόν.  ΚαΙ  εκείνοι  εβαΧαν  επάνω 
τον  τάς  Ύεΐράς  των,  και  εττίασαν  αυτόν.  Εις  δε 
των  τταρεστωτων  έσυρε  την  μα-χαιραν,  και  κτυττή- 
σας  τον  δοΰΧον  του  Αργ^ιερέως,  ά'ττέκο'^ε  το  ώτίον 
αύτοΰ.  Και  άττοκριθεις  ό  'ίησοΰς  είττεν  εΙς  αύ- 
ΐΓούς,  'ί29  εναντίον  ΧΎ]στον  εξήΧθετε  μετά  μαγαι- 
ρών  καϊ  ξύΧων  νά  με  ητιάσετε;  Κα^'  ημεραν  ήμουν 
με  σας  μέσα  εις  τον  ναόν  Βώάσκων,  καϊ  δεν  με 
ετΓίάσετε'  ττΧην  τούτο  ε'γινε,  διά  νά  ττΧηρωθώσιν 
αϊ  Γραφαί.  Καϊ  άφ7']σαντες  αύτον  οΧοι  έφυγαν. 
Καϊ  εΙς  τις  νεανίσκος  ηκοΧουθοΰσεν  εΙς  αύτον,  ττε- 
ριτυΧι^μένος  σινΒόνιον  εις  το  <γυμνόν  σώμα  τον 
και  εττίασαν  αυτόν  οι  νεανίσκοι.  ^Εκείνος  δε, 
άφήσας  το  σινδόνιον,  εφυ^εν  άττό  αυτούς  <γυμνός. 
Και  ύττΐρ/αν  τον  ^Ιησοΰν  ττρός  τον  ΙΧρ'χ^ιερέα'  καν 
συνηγΟησαν  εις  αύτον  οΧοι  οι  άρ-χ^ιερεΐς,  και  οι 
πρεσβύτεροι  καϊ  οι  γραμματείς.  Και  ό  ΐΐέτρος  άττό 
μακρόθεν  ηκοΧουθοΰσεν  αυτόν,  εως  μέσα  εις  την 
ανΧην  του  Άργ^ιερέως"  καϊ  καθήμενος  όμοΰ  μέτούς 
ύττηρέτας,  εθερμαίνετο  εις  τό  πυρ.  Οι  δε  άρ'χ^ιερεΐς 
καϊ  όΧον  τό  συνέΒριον  εζητοΰσαν  μαρτυρίαν  κατά 
τον  ΊτνσοΟ,  8ιά  νά  Β^ανατώσωσιν  αυτόν  και  δεν 
εύρισκαν  διότι  ποΧΧοΙ  εψευδομαρτυρονσαν  κατ 
αύτον,  καϊ  αϊ  μαρτυρίαι  αυτών  δεν  ήσαν  'ίσαι. 
Καϊ  σηκωθέντες  τινές  έ-^ενδο μαρτυρούσαν  κατ  αυ- 
τού, Χέ'γοντες,  "Οτι  ημείς  ηκούσαμεν  αυτόν  νά 
Χέ^η,'Ότι  ε'γώ  -^ελίο  'χαΧάσει  τόν  ναόν  τούτον  τόν 
•χειροποίητον,  καϊ  εις  τρεις  ημέρας  άΧΧον  άγ^ειρο- 
ποίητον  ^έΧω  οικοδομήσει.  ΥΙΧήν  ουδέ  ούτω  δεν 
ητον  ίση  ή  μαρτυρία  αυτών.  Καϊ  σηκωθείς  ό  Αρ~ 
'χ^ιερενς  εις  τό  μέσον,  ηρώτησε  τόν  ^Ιησούν,  Χέ>γων, 
102 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Δεν  άττοκρίν^σαι  τίττοτε;  τι  καταμαρτυρούν  οντοί 
εναντίον  σου;  Έ/ίεΓνος  δε  βσιωττοΰσβ,  καΐ  δεν  αττε- 
«ρινετο  τιτΓΟτε.  Πάλίν  6  ^ργ^ιβρεύς  ηρώτησ^ν  αυ- 
τόν, και  τον  εΖττε,  Σύ  βίσαι  6  Χρίστος  υ  Ύί09  τοΰ 
Εύ\ο<γΐ]τοΰ ;  Και  ο  ^Ιησου<;  εΖττεν,  Έγώ  είμαί'  καΐ 
θέλετε  ιδεί  τον  Ύίον  του  ^Ανθρώττου  καθήμ^νον  εις• 
τά  δε^ια  τί/ς•  δυνάμεως,  καΐ  εργόμβνον  με  τάς  νε- 
φέΧας  του  ουρανού.  Τότε  6  Ά/οχίερεΐ'9  διέσχισε 
τα  Ιμάτια  του,  καΐ  ειττε,  Τι  ττλεον  'χ^ρβιαζόμεθα 
μάρτυρας;  ηκούσετε  την  βΧασφημίαν  τι  σα^ 
φαίνεται:  Και  εκείνοι  οΧοί  κατεΒίκασαν  αύτον, 
ΟΤΙ  είναι  ένοχος  θανάτου.  Και  ηρχισαν  τίνες  να 
εμτΓτύωσιν  εις  αυτόν,  και  να  ττερισκεττάζωσι  το 
ττρόσωτΓον  αυτού,  και  νά  ραττίζωσιν  αύτον,  καΐ  να 
τον  λεγωσι,  Προφήτευσε.  Και  οι  ύττηρέται  εκτυ- 
ΤΓούσαν  αύτον  με  ραπίσματα.  Και  ενώ  ητον  6 
Πέτρος  εις  την  αύλ,ην  κάτω,  έρχεται  μία  άττο  τάζ 
ΒούΧας  τού  ^ρχιερεως'  και  οτε  ί'δε  τον  Πετρον 
^ερμαινόμενον,  εμβΧέψασα  εις  αύτον  λέγει.  Και 
συ  ήσουν  με  τον  "Ναζαρηνον  ^Ιησούν.  ^Εκείνος  δε 
ήρνήθη,  λέγων,  Δεν  εξεύρω,  ουδέ  καταΧαμβάνω  τι 
σύ  λέγεις•.  Και  εξήΧθεν  εξω  εΙς  το  ττροαύΧιον  καΐ 
6  άΧέκτωρ  εφώναξε.  Και  ?;  8ούΧη,  ττάΧιν  ίδούσα 
αύτον,  ηρχισε  νά  λεγν;•  εΐ9  τους  τταρεστωτας,  "Οτι 
ούτος  είναι  εΙς  άττο  αυτούς.  Και  εκείνος  ττάλιν 
ηρνήθη.  Και  μετ  οΧί'γον  ττάΧιν  οι  τταρεστώτες 
έλεγαν  εΐ9  τον  Πετρον,  ^ΑΧηθινά  άττο  αυτούς  είσαΐ' 
Βιότι  Γαλιλαίος  είσαι,  και  η  ΧαΧιά  σου  ομοιάζει. 
Εκείνος  δε  ηρχισε  νά  καταράται  καΐ  νά  ομνύτ], 
Οτι  οέν  εξεύρω  τον  άνθρωττον  τούτον  τον  όττοΐον 
Χέζετε.  Και  ό  άΧέκτωρ  εφώναξεν  εκ  δευτέρου. 
Και  ενθυμήθη  6  ΐΐέτρος  τον  λόγον  τον  όττοΓον  ειττεν 
εις•  αύτον  ό  ^Ιησούς,  "Οτι  ττρίν  6  άΧέκτωρ  φωνάξΐ] 
Βύο  φοραΐς,  3^έΧεις  με  άρνηθή  τρεις.  Και  ορμήσας 
εξω,  εκΧαυσε. 


103 


ΤΡΙΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Αντί    ΕτΓίστοΧη!.       Ησαιον  ν  .  5. 

^ΤΡΙΟΣ  6  Θβος  ηνοίξβ  το  ωτίον  μον  καΐ  βγω  θεν 
η7Γ€ίθησα,  ουδέ  έστράφην  οττίσω.  'ΈΒωκα  τον 
νώτόν  μου  εΐ9  τους  μαστί'γοΰντας,  καΐ  τάς  σιαγό- 
νας μου  εις  τους  μαΒίζοντας'  δβν  βκρυψα  το  ττρόσ- 
ωττόν  μου  άττό  ΰβρισμούς  καΐ  εμιττύσματα, 
Αίότί  Κύριος  6  Θβος  θ^ελεί  είσθαι  βοηθός  μου'  Βια 
τοΰτο  δεν  βντράττην  δίά  τοΰτο  έθεσα  το  ττρόσωττόν 
μου  ως  ττέτραν  σκΧηραν,  καΐ  εξεύρω  οτι  οεν  -^ελω 
καται,σ'χυνθή.  ΐΙΧησίον  είναι  6  Βικαιόνων  με  • 
ΤΓοΐος  Β^έΧει  κριθή  με  εμε;  ας  τταρασταθώμεν  ομοΰ' 
•ποίος  είναι  6  αντίδικος  μου;  ας  ττλ,ησιάστ]  εις  εμε. 
'ΐδου,  Κύριος  6  Θε09  ^εΧει  εΊσθαι  βοηθός  μου' 
7Γθίθ?-^έλεί  με  κατακρίνει;  Ίδον,  6\οί  ούτοι ^εΧουν 
•παΧαιωθή  ως  ίμάτιον  ό  σκώΧηξ  ^ελεί  καταφανεί 
αυτούς.  Ύίς  είναι  μεταξύ  σας  ο  φοβούμενος  τον 
Κύριον,  ό  ύττακούων  εις  την  φωνην  του  ΒούΧου  αυ- 
τού; ούτος,  και  αν  ττερητατ^  εΙς  σκότος,  καΐ  Βεν 
€χτ)  κανεν  φως,  ας  ^αρρη  εΙς  τό  όνομα  του  Κυρίου, 
καΐ  ας  εττιστηρίζεται  εις  τον  θεόν  του.  Ιδού,  οΧοι 
σεις,  οΐτινες  άνάτττετε  ιτύρ,  καΐ  ττερικυκΧόνεσθε 
με  στΓίνθήρας'  ττεριττατεΐτε  εις  το  φως  του  ττυρός 
σας,  καΐ  εις  τους  σττινθήρας  τους  όττοίους  εξη-^ετε. 
Τοΰτο  σας  ε^ινεν  άττό  την  χ^ΐρά  μου,  οτι  εΙς  Χύττην 
Β^έΧετε  κοίτεσθαι. 

Έναγγίλιον.     Μάρκ.  κ'.  1, 

ΤΓ  ΑΙ  ευθύς  τό  ττρω'ι'  έκαμαν  συμβούΧιον  οΐ  άρχ^ιε- 
ρεΐς  με  τους  ττρεσβυτέρους  και  ιγραμματεΐς, 
/^οΊ  οΧον  τό  συνέΒριον,  και  Βεσαντες  τόν  ^Ιησοΰν 
έφεραν  καΐ  τταρέΒωκαν  εις  τόν  ΏιΧάτον.  Και 
ηρώτησεν  αυτόν  ό  ΥΙιΧάτος,  Συ  είσαι  ό  βασιΧεύς 
των  ^ΙουΒαίων ;  Και  εκείνος  άττοκριθείς  είττεν  εις 
αυτόν,  Συ  Χε<γεις.  Και  εκατη'^ορούσαν  αυτόν  οι 
άρ-χ^ιερεΐς  Βια  ττοΧΧά.  Ό  Βε  ΙΙϊΧάτος  ττάΧιν  ηρώ- 
τησεν αυτόν,  λέγων,  Δεν  άττοκρίνεσαι  τίποτε;  ΙΒε 
104 


ΤΡΙΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Ίτόσα  σου  καταμαρτυρούν.  Αλλ  ό  \ησου<;  ακόμη 
ΤίΤΓΟτβ  δεν  άτΓ€κρίΘη'  ώστε  ό  Πίλάτθ9  ^θαύμαζε. 
Κατ  €Κ€ίνην  δε  την  €ορτην  άττελυεν  εις  αύτου•ς  ενα 
Βέσμίον,  οντίνα  βζητοΰσαν.  ΚαΙ  ητον  τότε  ό  λε- 
Ύομενος  Βαραββάς,  δεμένος  όμοΰ  μ€  τους  συστα- 
σιαστάς,  οίτινες  βίς  την  στάσιν  €ίχαν  κάμα  φονον. 
ΚαΙ  φωνάξας  6  οχΧος  ηρ-χι,σζ  να  ζητη  άττο  αυτόν, 
νά  κάμη  καθώς  ττάντοτβ  βκαμνβν  εΙς  αυτούς.  Ό  δε 
Πιλάτος  ατΓβκρίθη  βίς  αυτούς,  λέγων,  Θέλετε  να 
σας  άττοΧύσω  τον  βασιλβα  των  Ιουδαίων;  {Βιότι 
ηξίυρζν  ΟΤΙ  Βίά  φθόνον  εΖχαν  τταραΒώσβι  αύτον  οι 
άρ•χ^ΐ€ρ€Ϊς.)  Οΐ  άρ'χίβρβΐς  όμως  Βιή^ειραν  τον  οχΧον 
€ίς  το  νά  ζήτηση  νά  άττοΧύση  εις  αυτούς  μαΧΚον 
τον  Βαραββάν.  ΚαΙ  6  Πιλάτος  άιτοκριθείς  ττάΧιν 
είττεν  βίς  αυτούς,  Ύί  Χοιττον  θέλετε  νά  κάμω  εκείνον, 
τον  όποιον  λε'γετε  βασιλέα  των  Ιουδαίων;  ΚαΙ 
εκείνοι  ττάλιν  εφώναξαν.  Σταύρωσε  αυτόν.  Ό  δε 
Πίλάτθ9  έ'λεγβν  ε^'ς  αυτούς.  Και  τι  κακόν  έκαμε; 
Άλλ'  εκείνοι  ττερισσότερον  εφώναξαν.  Σταύρωσε 
αυτόν.  Ό  ΥΙιλάτος  Χοιττόν,  3ελων  να  κάμη  εις  τον 
ό'χλον  το  άρεστόν,  άττέΧυσεν  εις  αύτους  τον  Βαραβ- 
βάν και  τταρέΒωκε  τον  ^]ησούν,  αφού  τον  εμαστί- 
γωσε,  Βιά  νά  σταυρωθη.  Τότε  οι  στρατιωται  ύττή^αν 
αυτόν  μέσα  εις  την  αύΧην,  τό  όττοΐον  είναι  το  ττραι- 
τώριον  και  συνά'γουν  όλον  τό  τά'^μα.  Καϊ  ενΒύουν 
αυτόν  τΓορφύραν  και  Ίτλέξαντες  άκάνθυνον  στέ- 
φανον,  βάλΧουν  αυτόν  ττερι  την  κεφαΧην  αύτου. 
Και  ηργ^ισαν  νά  -χαιρετωσιν  αυτόν,  Χέ<γοντες,  Χ,αΐρε, 
βασιΧεϋ  των  Ίουδα/ων.  Καϊ  εκτυττοϋσαν  την  κε- 
φαλήν αύτου  με  κάΧαμον,  καϊ  ετττυαν  εις  αυτόν 
καϊ  'γονατίζοντες  εττροσκυνούσαν  αύτον.  Και  άφοΰ 
εττερίτταιξαν  αυτόν,  τον  εκΒυσαν  την  "ττορφύραν, 
και  τον  ενΒυσαν  τά  ΙΒικά  του  ιμάτια,  και  έφεραν 
αυτόν  εζω  Βιά  νά  τον  σταυρώσωσι.  Καϊ  η'γ^άρευ- 
σαν  τινά  Σίμωνα  Κυρηναΐον,  Βιαβαίνοντα  ενω  ηρ- 
χετο  άτΓΟ  τον  ά'^/ρόν,  τον  ττατέρα  του  ^ΑΧεξάνΒρου 
και  'Ρούφου,  Βιά  νά  σήκωση  τόν  σταυρόν  αύτου. 
Και  φέρουν  αυτόν  εττάνω  εις  τόν  τόττον  Γολγοθά, 
τ  3 


ΤΡΙΤΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑ2ΧΑ. 

το  οττοΐον  βξηΎονμβνον  είναι  Κρανίου  τόττος.  Και 
βδίδαν  619  αύτον  να  ττίτ)  οίνον  άνακατωμένον  με 
σμνρναν  αλλ'  εκείνος  ^εν  τον  ε^έχ^θη.  Και  άφοΰ 
εστανρωσαν  αύτον,  ^ιβμερίζοντο  τα  ιμάτια  αύτον, 
βάΧλοντες  κΧηρονς  εττάνω  €/?  αύτα,  τι  έκαστος  νά 
πτάρτ].  'Ητον  δέ  ωρα  τρίτη,  οτε  εσταύρωσαν  αυτόν. 
Και  ή  έτΓΐ'^ραφη  της  κατηγορίας  αύτον  ητον  έττάνω 
^γετγραμμένη,  Ό  ΒΑΣίΛΕΤΣ  ΤΩΝ  ΊθΤΔΑΙί2Ν. 
Και  ομού  με  αύτον  στανρόνουν  Βύο  Χηστάς,  ενα  εκ 
Βεξιών,  και  ενα  εξ  αριστερών  αύτοΰ'  καΐ  εττλη- 
ρώθη  η  Ύραφη,  ή  Χέ^ουσα,  ΚαΙ  με  τους  ανόμους 
συνηριθμήθη.  Και  οι  8ιαβαίνοντες  εβΧασφημοΰ- 
σαν  αυτόν,  κινονντες  τάς  κεφαΧάς  των,  και  \έ- 
Ύοντες,  Ούά  ό  'χαΚ,ών  τον  ναόν,  καΐ  εις  τρεις 
ημέρας  οικοΒομών  σώσε  τον  εαυτόν  σου,  και  κα- 
ταΐβα  άτΓο  τον  σταυρόν.  Όμοίως  δε  καϊ  οι  άρ- 
'χ^ιερεΐς,  εμτταίζοντες  συναΧΚηΧως,  εΧε^αν,  ομού  με 
τους  γραμματείς,  "Αλλους  έσωσε,  τον  εαυτόν  του 
δεν  εμτΓορεΐ  να  σώσγ.  Ό  Χριστός,  ό  Βασιλεύς 
του  ^ΙσραηΧ,  ας  καταβτ}  τώρα  άττό  τον  σταυρόν, 
8ίά  νά  ϊΒωμεν  και  νά  ττιστεύσωμεν.  ΚαΙ  οι  συ- 
σταυρωμενοι  με  αυτόν,  ώνεί8ιζαν  αυτόν.  "Οτε 
δε  ηΧθεν  η  έκτη  ώρα,  ε<^ινε  σκότος  εττάνω  εΙς  οΧην 
την  <γήν,  εως  την  εννάτην  ώραν.  Καϊ  την  ώραν 
την  εννάτην  εφώναζεν  ό  ^Ιησούς  με  φωνην  με^ά- 
Χην,  Xέ^ων,  ^ΕΧω'ι',  Έλω'ί,  Χαμμά  σαβαγ^θανί;  το 
ότΓοΐον  εξη'^ούμενον  είναι,  Θεε  μου,  Θεε  μου,  δ/ά  τι 
με  ε^κατέΧητες ;  Καϊ  τινές  εκ  των  -παρεστώτων 
άκούσαντες  έλεγαν,  'ΐδοϊ),  τον  Ήλ/αν  φωνάζει. 
'ΈΒραμε  δε  εΙς,  και  ιγεμίσας  σττόηηον  άττό  οξος,  και 
ΊΓεριτυΧίξας  αυτόν  εΙς  καΧάμιον,  εττότιζεν  αυτόν, 
λέγων,  \φησετε'  ας  ϊΒωμεν  αν  εργ^εται  ό  Ήλ/ας  νά 
καταιβάστ]  αυτόν.  Ό  δε  ^λησούς,  εκβαΧών  φωνην 
με^άΧην,  εξέπνευσε.  Κάί  τό  καταττετασμα  του 
ναού  εσ-χ^ίσθη  εΙς  δύο,  άττό  άνωθεν  εως  κάτω.  Ιδών 
δε  ό  εκατόνταρ-χος,  Οστις  εστεκετο  άττέναντι  αύτον, 
ΟΤΙ  φωνάξας  ούτω  εξέττνευσεν,  είττεν,  ΆΧηθώς  ό 
άνθρωτΓος  ούτος  ητον  Τίός  θεού. 
106 


ΤΕΤΑΡΤΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Επιστολή.      Έβρ.  β .  16. 

"(ΛΥ\ΟΎ  είναι  Βιαθήκη,  ζΐναι  ανάηκΊ)  να  αναφέρε- 
ται 3^άνατος  εκείνου  οστι<;  έκαμε  την  Βίαθήκην. 
Δίότί  7/  Βιαθήκη  είναΰ  βεβαία  εΙς  τού<;  νεκρούς" 
εττειΒη  ΤΓΟτε  δεν  ισ^ύεί  ενόσω  ζη  εκείνος  όστις 
έκαμεν  αυτήν.  '  Οθεν  ούΒε  η  ττρώτη  Βέν  ητον  καθ- 
ιερωμένη χωρίς  αίματος.  Δίότί,  αφού  ττάσα  εν- 
τοΧή  ελαΧήθη  κατά  τον  νόμον  άττο  τον  ^Ιωϋσην 
εις  τον  Χαον,  Χαβών  το  αίμα  των  μόσχων  και  των 
τράγων,  με  ΰΒωρ  και  μαΧΧίον  κόκκι.νον  και  ϋσσω- 
Ίτον,  ερράντισε  καΐ  αυτό  το  βιβΧίον,  και  οΧον  τον 
Χαον,  Χέ^ων,  Τούτο  είναι  το  αίμα  της  Βιαθήκης, 
την  ότΓοίαν  εττμόσταξεν  εις  εσάς  ό  Θεό?.  Και  την 
σκηνήν  Βε  και  οΧα  τα  σκεύη  της  ύττηρεσίας  με  το 
αίμα  ομοίως  ερράντισε.  Και  σχεΒόν  με  αίμα  κα- 
θαρίζονται 'όΧα  κατά  τον  νόμον  και  χωρίς  αίματος 
χύσιν  Ββν  ηίνεται  αφεσις.  \νά'^κη  Χοιττόν  ητον 
οΐ  τύττοι  των  ουρανίων  νά  καθαρίζωνται  με  ταύτα 
τα  μεσα'  αύτα  όμως  τά  επουράνια  καθαρίζονται 
με  θυσίας  καΧητερας  τταρά  ταύτας.  Αιότι  6 
Χρίστος  Βεν  είσήΧθεν  εις  χειροττοίητα  ά^για,  τά 
αντίτυπα  των  άΧηθινών,  άλλ'  εις  αυτόν  τον  ούρα- 
νόν,  Βιά  νά  εμφανισθη  τώρα  εις  το  πρόσοίττον  τον 
θεού  ύπερ  ημών.  ΟύΒε  Βιά  νά  ττροσφέρη  ττοΧΧά- 
κις  τον  εαυτόν  του,  καθώς  ό  \ρχιερεύς  εισέρχεται 
εις  τά  α'^ια  κατ  ενιαυτόν  με  ξένον  αίμα'  (Βιότι 
εττρεττε  τότε  ττοΧΧάκις  νά  ττάθτι  άττό  την  αρχήν 
τού  κόσμου")  τώρα  Βε  άτταξ  εις  το  τέΧος  των  αι- 
ώνων εφανερώθη,  Βιά  νά  άθετήση  την  άμαρτίαν  με 
την  Βυσίαν  του.  Και  καθώς  είναι  άττοφασισμένον 
εις  τους  ανθρώπους  άπαξ  νά  άποθάνωσι,  μετά  Βέ 
τούτο  είναι  κρ'ισις'  ούτω  ό  Χριστός  άπαξ  επροσ- 
φέρθη  Βιά  νά  σηκώση  αμαρτίας  ποΧΧών,  και  την 
Βευτέραν  φοράν  ^έΧει  φανη  χωρίς  άμαρτίαν,  εις 
εκείνους  ο'ίτινες  προσμένουν  αυτόν  Βιά  σωτηρίαν. 

107 


ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΡΟ  ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

ΈναγγίΚιον.       \ονκ.  κβί .  1. 

']Ρ'ΠΛΗΣΙΑΖΕ  δε  η  εορτή  των  άζυμων,  ή  Χβ'^ομίνη 
Πάσχα.  ΚαΙ  βζητονσαν  οι  άρ'χ^ί€ρ6Ϊ<;  καΐ  οι 
«γραμματ€Ϊ<;,  το  ττώς  να  ^ανατώσωσιν  αυτόν  Βιότι 
έφοβοΰντο  τον  Χαόν.  ΕίσηΧθβ  δε  6  Σατανα,ΐζ  ε4? 
τον^ΙούΒαν,  τον  βΤΓονομαζόμενον^Ισκαριώτην,  όστις 
ητον  €κ  τον  αριθμού  των  δώδεκα.  ΚαΙ  ύττί^γε  καΐ 
συνεΧαΚησε  μβ  τους  άρ'χ^ιερεΐς  καΐ  με  τους  στρα- 
τηγούς, το  Ίτώς  να  τον  τταραΒώστ)  εις  αυτούς.  Και 
ε-χάρησαν  καΐ  εσυμφώνησαν  νά  Βώσωσχν  εις  αυ- 
τόν άρ<γύριον.  ΚαΙ  εΒωκεν  υττόσχ^εσιν  και  εζη- 
τοΟσεν  εύκαιρίαν  να  τταραΒώστ]  αύτον  εις  αυτούς 
^ωρις  Βόρυβον.  ^ΗΧθε  δε  η  ημέρα  των  άζυμων, 
εις  την  δττοίαν  ειτρεττε  νά  <γίνΐ]  ή  Β^υσία  του  ττάσχα. 
Και  άττέστειλε  τον  ΐΐέτρον  και  ^Ιωάννην,  ειττών, 
'Ττταγετε  και  ετοιμάσετε  εις  ημάς  το  ττάσγο,,  Βιά 
νά  φά'γωμεν.  ΚαΙ  εκείνοι  είτταν  εις  αύτον,  ΥΙοΰ 
^εΚεις  νά  έτοιμάσωμεν ;  Κα^  εκείνος  είττεν  εΙς 
αυτούς,  Ίδου,  'όταν  εισέλθετε  εις  την  ττοΧιν,  ^ελει 
σας  συνατταντήσει  άνθρωπος  βαστάζων  σταμνίον 
νΒατος'  ακολουθήσετε  αύτον  εις  την  οικίαν,  οττου 
είσεργεται.  Και  θέλετε  ειττεΐ  εις  τον  οικοΒεσιτό- 
την  της  οΙκίας,  Ό  ΑιΒάσκάΧος  σε  \έ<γει,  Τΐοΰ  είναι 
το  κατάλυμα,  οίνου  ιτρέττει  νά  φάγω  το  ιτάσγα 
όμοΐ)  με  τους  μαθητάς  μου;  Και  εκείνος  3^έ\ει 
σας  Βείξει  άνώ^εον  με'γα  στρωμενον  εκεί  ετοιμά- 
σετε. Και  αφού  ύττή'γαν,  εύρήκαν  καθώς  εϊττεν  εις 
αύτούς'  και  ητοίμασαν  το  ττάσχα.  ΚαΙ  οτε  ηΚθεν 
7)  ωρα,  εκάθησε,  καΐ  οι  ΒώΒεκα  άττόστοΧοι  ομού  με 
αυτόν.  Και  ειττεν  εΐ9  αυτούς,  Πολλά  εττεθύμησα 
νά  φάγω  το  ττάσγα  τούτο  ομού  με  σας,  ττρό  του  νά 
ττάθω.  Δ,ιότι  σας  λέγω,  οτι  Βέν  3^ε\ω  φάιγει  ττλεον 
άττό  αύτο,  έωσού  νά  εκττληρωθϊ}  εις  την  βασιλείαν 
του  Θεού.  Και  λαβών  το  ττοτήριον,  εύ'χαρίστησε• 
και  εϊττε,  Αάβετε  τούτο,  καΐ  Βιαμοιράσετε  αύτο 
μεταξύ  σας.  Αιότι  σας  λέγω,  οτι  Βεν  Β^ελω  ττίει 
108 


ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΡΟ  ΤΟΥ  ΠΑ2ΧΑ. 

ίΙτΓο  ΤΟ  ^€ννημα  της  άμιτέΧου,  €ωσου  να  βΧθτ}  η 
βασιλβία  του  Θ€οΰ.  Και  \αβων  τον  άρτον,  €ύ- 
'χαρίστησξ,  κα\  €Κθψ€'  καΐ  βΒωκβν  €19  αυτούς, 
\ύ'γων,  Ύοΰτο  ΐΊναι  το  σώμα  μου,  το  όποιον  δ/δβ- 
ταί  8ίά  σάς'  τούτο  κάμν€Τ€  €ίς  άνάμνησίν  μου. 
Ώ.σαύτως  καΐ  το  ττοτήριον,  αφού  εδε/ττντ/σαν•  λ,ε- 
γων,  Τούτο  το  ττοτηρίον  βίναι  η  νέα  διαθήκη  έν  τω 
α'ίματί  μου,  το  όττοΐον  ε/ίχεεταί.  Βιά  σας.  Τϊλην 
ιΒοί),  ή  χ€ΐρ  έκξίνου  όστις  μ€  τταραΒίΒει  βίναι  μαζύ 
μου  βττάνω  βίς  την  τράττβζαν.  Και  6  μβν  Ύιος  του 
^ΑνθρώτΓου  ύττάγεί,  καθώς  ητον  άττοφασισμένον 
ττΧην  ούαι  €ίς  τον  άνθρωττον  εκείνον,  Βια  του 
ότΓοίου  τταραΒίΒβται.  Και  αυτοί  ηργ^ισαν  να  συζη- 
τώσι  μβταζύ  των,  ττοΐος  τάχα  ητον  έζ  αυτών,  όστις 
€μ€Χλ€  νά  κάμτ)  τοΰτο.  "Εγ^νε  δε  και  φιΧονβικία 
μβταξύ  των,  ττβρί  του  τις  αττο  αυτούς  φαίνβται  οτι 
είναι  με'^αΧήτβρος.  ΚαΙ  εκείνος  είττεν  εις  αυτούς. 
Οι  βασιλείς  τών  εθνών  κυριεύουν  αύτά'  και  οι 
εζουσιάζοντες  εττάνω  εις  αυτά,  ονομάζονται  Έ,ύερ•• 
'γεται.  Σεις  όμως  Βέν  είσθε  οΰτω'  άλλ.'  6  με^γα- 
Χήτερος  μεταξύ  σας,  ας  ηίνη  καθώς  6  μικρότερος" 
και  ό  ττροεστώς,  καθώς  ό  ύττηρετών.  Αιότι  τις 
είναι  με^αΧήτερος,  ό  καθήμενος,  ή  ό  ύττηρετών;  Βέν 
είναι  ό  καθήμενος ;  άλΧ'  ε'γώ  είμαι  εις  το  μέσον 
σας  καθώς  ό  ύττηρετών.  ΚαΙ  σεις  είσθε  ο'ι  Βιαμεί- 
ναντες  με  εμέ  εις  τους  ττειρασμούς  μου.  "Οθεν 
Βιαθέτω  εις  εσάς  βασιλείαν,  καθώς  ό  ΥΙατήρ  μου 
Βιέθεσεν  αυτήν  εις  εμέ'  Βιά  νά  τρώ'γετε  και  νά 
ττίνετε  εττι  της  τραττέζης  μου  εις  τήν  βασιλείαν 
μου,  και  νά  καθήσετε  εττάνω  εις  θρόνους,  κρίνον- 
τες τάς  ΒώΒεκα  φυλάς  του  ^Ισραήλ.  Έ,ίττε  δε  ό 
Κύριος,  Σίμων,  Σίμων,  ιΒού,  ό  Σατανάς  σάς  εζή- 
τησε,  Βιά  νά  σάς  κοσκινίστ}  ώς  τον  σΐτον  ττΧήν 
ε'γώ  εΒεήθην  ττερί  σου,  Βιά  νά  μην  εκΧείψτ)  ή 
ττίστις  σου•  και  σύ,  όταν  ττοτέ  εττιστρέψτ)ς,  στή- 
ριζε τους  άΒελφούς  σου.  Και  εκείνος  είττεν  εις 
αυτόν,  Κύριε,  είμαι  έτοιμος  νά  ύττά<γω  μετά  σου  καΐ 
εις  φνΧακήν  και  εις  θάνατον.     Και  εκείνος  εΊττε, 

109 


ΤΕΤΑΡΤΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑ2ΧΑ. 

Σέ  λέγω,  ΊΊέτρε,  δεν  ^ελβί.  φωνάξβι  σήμερον  6 
αλέκτωρ,  ττρίν  άρνηθτϊς  τρ€ίς  φοραΐ^,  οη  δεν  /αέ 
έξεύρβίς.  ΚαΙ  είττεν  6^9  αυτούς,  "Οτ€  σας  βστβίλα 
ΎωρΙς  βαΧάντίον,  καΐ  σακκίον,  καΐ  υττοΖήματα, 
μη  17 ως  ύστερήθητβ  άττο  τίττοτβ;  ΚαΙ  εκείνοι  εΐτταν, 
ΆτΓΟ  τίτΓοτε  Βεν  ύστερηθημεν.  Ειττε  Χοιττον  εΐζ 
αυτούς.  Τώρα  όμως,  όστις  έ'χβί.  βαΧάντιον,  ας  το 
ττάρΎ)"  ομοίως  καΐ  σακκίον  καΐ  όστις  δεν  εχεί,  α9 
ττωΧήστ}  το  ίμάτιόν  του,  καΐ  άς  αηοράσΎ)  μά-χαιραν. 
Αιότι  σας  λέγω,  οτι  ακόμη  τούτο  το  ^γε^ραμμενον 
ττρέττει  να  ττΧηρωθη  εις  εμε,  ΚαΙ  με  τους  ανόμους 
συνηριθμηθη'  Βιότι  τα  ττερϊ  εμού  ηεηραμμενα 
Χαμβάνουν  τέΧος.  ΚαΙ  εκείνοι  εΐτταν.  Κύριε,  ιδού, 
εδώ  είναι  δύο  μάγ^αιραι.  ΚαΙ  εκείνος  είττεν  εις 
αυτούς,  'Άρκετόν  είναι.  Καϊ  εξεΧθών  ύττη'^ε,  κατά 
την  συνήθειάν  του,  εις  το  ορός  των  ελαίων  ηκο- 
λούθησαν  δε  αύτον  καΐ  οι  μαθηταΐ  αυτού.  Αφού 
δε  ηλθεν  εις  τον  τόττον,   εΙττεν  εις  αυτούς,   Ώροσεύ- 

Ύεσθε  να  μ,νν  εισέλθετε  εις  ττειρασμόν.     Και  αύτος 

4-        /   /)       '    ν       '      ν       "         '  '  (  •\  'ύ  ^ 

εγωρισση    αττο    αυτούς    εω9    ριψιμον    λισου,    και 

Ύονατίσας  ττροσηύγ^ετο,  λέγων.   Πάτερ,   ε'άν  Β^έλτις, 

ας  ττεράση  το  ττοτηριον  τούτο  άττο  εμέ'  ττλτ/ν  οχ^ 

το    θέλημα  μου,    άλλα    το    ΙΒικόν    σου,    ας    γ/ν>7. 

^Εφάνη    δε    ε/ς   αυτόν   άγγελος   άττο    τον   ούρανόν, 

ενισγυων  αυτόν.     Κα\  έλθων  εΙς  άγων/αν  ττροσηύ- 

γετο    θερμότερα"    εγίνε    δε   6    'ώρως   αυτού   ωσάν 

θρόμβοι  αίματος,  καταβαίνοντες  εις  την  <γήν.     ΚαΙ 

σηκωθείς    άττο    την   Ίτροσευγτ^ν,    ήλθε    ττρός    τους 

μαθητάς    τον,     και    εύρηκεν    αυτούς    κοιμωμενους 

άττο  την  Χύττην.     ΚαΙ  ειττεν  εις  αύτους,  Ύι  κοιμά- 

σθε;  σηκωθήτε  καΐ  ττροσεύ^εσθε,   δίά  να  μην  είσ- 

έΧθετε  εις  ττειρασμόν.     Ένω  δε  αυτός   εΧαΧούσεν 

ακόμη,  Ιδού  ογΧος'  καΐ  ό  Χε^όμενος  Ιούδας,  εις  εκ 

των  δώδεκα,  ηργ^ετο  έμττρός  άττο  αυτούς,  και  εττΧη- 

σίασεν  εις  τον  ^Ιησούν,   δια  νά  φιΧήση  αυτόν.      Ο 

δε    ^Ιησούς    ειττεν    εις    αυτόν,    ^λούδα,    με    φίλημα 

τταραδίδεις  τόν  Ύ'ιόν  του  Άνθρώττου;     Ίδόντε?  δε 

ο  ι  ττερΙ  αυτόν  τι  εμεΧΧε  νά  'γίντ],  εΙτταν  εις  αυτόν, 

110 


ΤΕΤΑΡΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑ2ΧΛ. 

Κύριε,  νά  κτυττήσωμεν  με  την  μά/χαιραν ;  Και 
εκτύττησεν  εις  εξ  αυτών  τον  Βοΰλον  τον  \\ρ-χ^ιερέως, 
και  άττέκοψεν  αυτού  το  ώτίον  το  Βεξιόν.  Άττο- 
κριθείς  δε  ό  ^Ιησονς  ειττε,  αφήσετε  εως  εδώ•  καΐ 
ΤΓΐάσας  το  ώτίον  αυτού,  Ιάτρευσεν  αυτόν.  Ειττε 
δε  6  ^Ιησούς  εις  τους  ελθόντας  εναντίον  τον  άρ- 
■χ^ιερεΐς  και  στρατη'^/ούς  τού  ναον  καΐ  ττρεσβυτέ- 
ρους,  'ίΐς  εναντίον  Χτ]στού  εξήΧθετε  μετά  μα-χ^αι- 
ρών  καΐ  ξνΧων:  Ένω  ήμουν  καθ*  ήμεραν  μαζύ  σας 
μέσα  εις  το  ιερόν,  δεν  άττΧώσετε  τάς  'χ^εΐρας  έττάνω 
μου•  αλλ'  αύτη  είναι  η  ώρα  σας,  και  η  εξονσία 
τού  σκότονς.  Πιάσαντες  δε  αυτόν,  έφεραν  καΐ 
έμβασαν  αυτόν  εΙς  τον  οίκον  τού  Άργ^ιερέως.  Ό 
δε  Ώετρος  ηκοΧονθούσε  μακρόθεν.  Αφού  8ε  η^^αν 
ττύρ  εις  τό  μέσον  της  ανΧης,  καΐ  εκάθησαν  αντοί 
ομού,  εκάθησεν  6  ΥΙέτρος  εΙς  τό  μέσον  αυτών. 
Και.  'ότε  Ϊ8εν  αντόν  μία  τις  ΒονΧη  καθήμενον  ττΧη- 
σίον  τού  ττυρός,  ένατενίσασα  εις  αυτόν  ειττε,  ΚαΙ 
ούτος  ητον  με  αυτόν.  Και  6  Πέτρος  ηρνήθη  αυτόν, 
λέγων,  Υύναι,  δεν  εξεύρω  αυτόν.  Και  μετ  όΧί^ον 
άΧΧος,  ιΒών  αυτόν,  εΙττε,  Και  συ  άττό  αυτούς  είσαι. 
Και  ό  Πέτρος  ειττεν,  "Ανθρωττε,  δεν  είμαι.  Και 
αφού  εττέρασεν  εως  μία  ώρα,  άΧΧος  τις  Βιΐσχ^νρί- 
ζετο,  λέγων,  Έττ'  άΧηθείας  και  αυτός  μαζύ  του 
ητον  8ιότι  ΓαΧιΧαΐος  είναι.  Ειττε  δε  ό  Πέτρος, 
^Ανθρωττε,  δεν  εξεύρω  τι  λέγειν.  Και  τταρευθύς, 
ενώ  αυτός  ελαΧούσεν  ακόμη,  εφώναξεν  ό  άΧέκτωρ. 
Και  στραφείς  ό  Κύριος,  Γδεν  εις  τόν  Ώέτρον  και 
ενθνμηθη  ό  Γίέτρος  τόν  λόγον  τού  Κυρίου,  οτι 
ειττεν  εις  αυτόν,  "Οτι  ττρίν  ό  άΧέκτωρ  φωνάξη, 
θέλεις  με  άρνηθή  τρεις  φοραΐς'  και  εΧθών  εξω 
ό  Πέτρος,  εκΧαυσε  ττικρά.  Οι  άνδρες  δε,  οι  κρα- 
τούντες τόν  Ίησούν,  ενέτταιζαν  αυτόν,  και  έδερναν. 
Και  σκεττάσαντες  τα  όμματα  αυτού,  εκτυττούσαν 
τό  Ίτρόσωττόν  του•  καΐ  εττειτα  ερωτούσαν  αυτόν, 
λέγοντες,  Προφήτευσε  εις  ημάς  ττοΐος  σε  εκτύττησε. 
Και  άΧΧα  ττοΧΧά  βΧασφημούντες  έλεγαν  εις  αυ- 
τόν.    Και  καθώς  εξημέρωσε,  συνηγθη  τό  ττρεσβυ- 

111 


ΠΕΜΠΤΗ  ΠΡΟ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

τέριον  του  Χαον,  άρχ^ιερβΐς  καΐ  'γραμματεΐς,  καΐ 
ανέβασαν  αντον  6*9  το  συνβΒριόν  των,  \έ<γοντ€ς, 
Εΐ7Γ€  6ί9  ημάς,  βαν  συ  ησαι  6  Χριστός.  Είττε  δε 
649  αυτούς,  Έάν  σας  είττω,  δει/  ^βλετε  ττιστβύσα' 
καΐ  ε'αν  σας  ερωτήσω,  ΖΙν  θέλετε  με  άττοκριθη, 
ουδέ  με  άττοΧύσει.  Άττό  τοΰ  νυν  καϊ  εΙς  το  εξής 
.^ελεί  εΐσθαι  6  Ύίος  του  \νθρώ7Γου  καθήμενος  εις 
τα  Βεξιά  της  Βυνάμεως  τοΰ  θεοΰ.  Καϊ  είτταν  δλοί, 
Σύ  ΧοίΤΓον  είσαι  6  Ύίος  του  θεοΰ;  Καϊ  εκείνος 
εΐττεν  εΙς  αυτούς,  Σεις  λέγετε  οτι  ε'γώ  είμαι.  Και 
εκείνοι  είτταν,  Ύί  γ^ρείαν  ητΧεον  εγομεν  μαρτύρων ; 
Βιότι  ημείς  αύτοϊ  ήκούσαμεν  άττο  το  στόμα  του. 


ΠΕΜΠΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

^Επιστολή.      1  Κορινθ.  ια'.  17. 

ΐΤ  ΑΙ  7Γαρα<^<^εΚ\ων  τούτο  δεν  ετταινω,  το  οτι  συν- 
εργεσθε  6'χ^ι  Βιά  το  καΧήτερον,  αλλά  δίά  το 
'χειρότερον.  Αιότι  ττρωτον  μεν,  όταν  συνερ-χεσθε 
εις  την  εκκΧησίαν,  ακούω  οτι  ύπάρ'χουν  σγ^ίσματα 
μεταξύ  σας'  καϊ  μέρος  τι  ττιστεύω'  Βιότι  κάμνει 
χρ€ία  νά  ηναι  καϊ  αφέσεις  μεταξύ  σας,  Βιά  νά 
(γίνωσι  φανεροϊ  όσοι  μεταξύ  σας  είναι  Βόκιμοι. 
"Οταν  ΧοιτΓον  συνερ-χ^εσθε  εις  το  αύτο,  τούτο  δεν 
είναι  να  φάγετε  Κυριακον  δεΓττνον.  Αιότι  έκαστος 
Χαμβάνει  ττρό  του  άΧλου  το  ΙΒικόν  του  Βεΐττνον  εις 
τον  καιρόν  του  τρώ^ειν  •  καϊ  αΧλος  ττεινα,  αΧλος 
δε  μεθύει.  Μη  δεν  έχετε  οικίας  Βιά  νά  τρώ<γετε 
καϊ  νά  ττίνετε;  η  την  εκκΧησίαν  τοΰ  Θεού  κατα- 
φρονείτε, καϊ  καταισγύνετε  τους  όσοι  δεν  έχουν; 
Ύί  νά  σας  εϊττω ;  να  σας  ετταινέσω;  εις  τούτο 
Βέν  σας  ετταινω.  Αιότι  ε'γώ  τταρεΚαβα  άττό  τόν 
Κύριον  εκείνο  το  όττοΐον  καϊ  τταρέΒωκα  εις  εσάς, 
οτι  ό  Κύριος  ^Ιησούς,  εις  την  νύκτα  καθ*  ην  τταρε- 
ΒίΒετο,  εΚαβεν  άρτον  καϊ  εύ'χαριστήσας  έκοψε, 
καϊ  είττε,  Λάβετε,  φά'γετε'  τούτο  είναι  το  σώμα 
μου  τό  όττοΐον  κότττεται  Βιά  σάς'  τούτο  κάμνετε 
εις  άνάμνησίν  μου.  Όμοίως  καϊ  τό  ττυτήριον 
112 


ΠΕΜΠΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

άφοΰ  β^βίττνησζ'  Χέ'γων,  Ύοΰτο  το  ττοτήριον  ίΐναο 
η  νβα  Βιαθήκη  έν  τω  αίματί  μου•  τοΰτο  κάμν€Τ€, 
οσάκις  ττικετί,  6^9  άνάμνησίν  μου.  Αιοτι  οσάκις 
τρώγετβ  τον  άρτον  τούτον,  καΐ  ττίνβτβ  το  ττοτήριον 
τοΰτο,  τον  θάνατον  του  Κυρίου  άνα'γ'γέΧλβτβ  βως 
να  €\θτ].  'Ίΐστ€  όστις  τρώγει  τον  άρτον  τούτον, 
η  ττίνβι  το  ττοτήριον  του  Κυρίου  άναξίως,  ^βΧζΐ 
€ΐσθαι  ^νο-χος  εις  το  σώμα  καΐ  αίμα  του  Κυρίου. 
Ας  Βοκιμάζτ)  δε  τον  εαυτόν  του  6  άνθρωττος'  καΐ 
ούτω  ας  τρώ•^!/]  άττο  τον  άρτον,  και  άς  ττίντ)  άττο  το 
ττοτήριον.  Αιότι  6  τρώγων  και  ττίνων  άναξίως, 
τρωηζΐ  και  ττίν€ΐ  κρίμα  εις  τον  εαυτόν  του,  μη  Βια- 
κρίνων  το  σώμα  του  Κυρίου.  Αιά  τούτο  €ΐναι 
μεταξύ  σας  ττοΧλοι  ασθενείς  και  άρρωστοι,  και 
κοιμώνται  αρκετοί.  Αιότι  εάν  Βιεκρίναμεν  τον 
εαυτόν  μας,  Βεν  ήθέΧαμεν  κρίνεσθαι.  Άλλ'  'όταν 
κρινώμεθα,  τταιΒενόμεθα  άττο  τον  Κύριον,  Βιά  νά 
μη  κατακριθώμεν  όμοϋ  με  τον  κόσμον.  "ίΐστε, 
άΒεΧφοί  μου,  όταν  συνεργεσθε  Βιά  νά  φάγετε, 
•περιμένετε  ό  εΙς  τον  άΧλον.  Άλλ'  εάν  τις  ττεινα, 
ας  τρώ'γη  εις  την  οικίαν  του'  Βιά  νά  μή  συνεργεσθε 
ττρός  κατάκρισιν.  Τά  δε  Χοιττά,  καθώς  έΧθω, 
»9ελω  Βιατάξει. 

Έναγγ(λιον,      Λουκ.  κγ'.  1, 

'Τ'ΟΤΕ  εσηκώθη  οΧον  το  ττΧηθος  αυτών,  και  τον 
έφεραν  εις  τον  ΠιΧάτον.  Και  ήρ-χ^ισαν  νά  κα- 
τη'γορώσιν  αύτον,  Χε'γοντες,  ΎοΟτον  εύρήκαμεν  οτι 
Βιαφθείρει  το  έθνος,  και  εμττοΒίζει  το  νά  ΒίΒωσι 
τους  φόρους  εις  τον  Καίσαρα"  λε'γων  εαυτόν  οτι 
είναι  Χριστός  βασιΧεύς.  Ό  δε  ΤΙιΧάτος  ήρώτησεν 
αυτόν,  λέγων.  Συ  είσαι  ό  βασιΧεύς  των  ^ΙουΒαίων; 

Εκείνος  δε  αποκριθείς  εις  αυτόν,  εΐττε.  Συ  Χέζεις. 
Και  ό  ΤΙιΧάτος  ειττεν  εις  τους  άρ-χ^ιερεΐς  καΐ  τους 
6•χΧους,  Καμμιαν  αίτίαν  δεν  ευρίσκω  εις  τόν  άν• 
θρωττον  τούτον.  ^Εκείνοι  δε  εττεμεναν.  Χάροντες, 
'  Οτι  ταράττει  τόν  Χαόν,   ΒιΒάσκων  καθ^  οΧην  την 

ΙουΒαίαν,   άρχ^ίσας  άττο   την  ΓαΧιΧαίαν  εως   εδώ, 

113 


ΠΕΜΠΤΗ   ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Ό  ΥΙίΧάτος  δε  άκουσας  ΤάλίΧαίαν,  ηρώτησβν  αν  δ 
ανθρωττος  ηναι  ΓάΧιλαΐος.  ΚαΙ  μαθών  οτί  βΐναι 
άτΓο  την  βτΓίκράτβιαν  του  'ϋρώΒου,  €7Γ€μ•\Ιτεν  αυ- 
τόν ττρος  τον  ΉρώΒην,  όστις  ητον  καϊ  αύτος  ίίς 
τά  'ΙβροσόΧυμα  κατ  έκβίνας  τάς  ημέρας.  Ό  δε 
^ΗρώΒης,  6τ€  Γδβ  τον  ^Ιησοΰν,  Ι-χάρη  ττοΧλά'  Βιότί 
ηθβΧβ  ττρο  ΊΓοΧλοϋ  νά  ϊδτ}  αυτόν,  ετΓβίδί)  ηκουσε 
ττοΧλά  7Γ€ρΙ  αυτού,  καϊ  ηΚτηζε  νά  ϊδη  καν  εν  Β^αΰμα 
Ύίνόμενον  άττο  αυτόν.  Καϊ  ηρωτοΰσεν  αυτόν  με 
λόγους  ττολλους'  ττΧην  αυτός  δεν  τον  άττεκρίθη 
τίτΓοτε.  ^Εστέκοντο  δε  οΐ  άργ^ιερείς  και  οι  γραμ- 
ματείς, κατη<^/οροϋντες  αυτόν  με  σφοΒράτητα.  'Αφοϋ 
δε  6  ΉρώΒης  με  τους  στρατιώτας  του  εξουθένη- 
σαν  αυτόν  καϊ  ενέτταιξαν,  εν8ύσας  αυτόν  Χαμττρόν 
ίμάτίον,  εττεμψεν  αυτόν  "ττάΧιν  ττρός  τόν  ΐΐιλάτον. 
Καϊ  εΙς  έκείνην  την  ημέραν  ό  Ήρώ8ης  καϊ  ό  ΐΐιλ,άτος 
€^ίναν  φίΧοί  συναΧλιίΧως'  Βίότι  ττρότερον  ήσαν  εΙς 
ε'χθραν  μεταξύ  των.  Ό  ΥίίΚάτος  δε,  συνάξας  τους 
άργ^ιερείς  καϊ  τους  άργ^οντας  καϊ  τόν  Χαόν,  είττεν 
εις  αυτούς,  Έφερετε  εΙς  εμε  τόν  άνθρωττον  τούτον, 
ώς  Βίαφθείροντα  τόν  Χαόν  καϊ  ί8ού,  ε<γώ,  ενώττίόν 
σας  εξετάσας,  δεν  ενρηκα  εις  τόν  άνθρωττον  τούτον 
κανεν  'έ'^κΧημα  άττό  όσα  τόν  κατη•^ορειτε•  άλλ,'  ούδε 
ό  ΉρώΒης'  Βιότι  σας  εττεμ'^α  εις  αυτόν  καϊ  ΙΒού, 
κανεν  άξιον  3-ανάτου  δεν  εϊναί  ττεττρα'^μενον  άττό 
αυτόν.  ^Αφού  Χοιττόν  τταιΒεύσω  αυτόν,  3^έΧω  τόν 
άτΓοΧύσει.  "Εττρεττε  δε  άνα'^καίως  νά  άττοΧύη  εις 
αυτούς  ενα  εις  την  εορτήν.  Καϊ  εκείνοι  οΧοι  ομού 
έφώναξαν,  Χάροντες,  Σήκωσε  τούτον,  άττόΧυσε  δε 
€49  ημάς  τόν  Βαραββάν  {όστις  Βιά  ταρα-χ^ην  τινα 
Ύενομένην  εις  την  ττόΧιν,  και  Βιά  φόνον,  ητον  φυ- 
Χακωμένος).  ΐΙάΧιν  Χοιττόν  εΧάΧησεν  εις  αυτούς  6 
ΐΙιΧάτος,  3^εΧων  νά  άττοΧύση  τόν  ^ϊησούν.  ^Εκείνοι 
όμως  εφώναζαν,  Χε^οντες,  Σταύρωσε,  σταύρωσε 
αυτόν.  ^Εκείνος  όμως  και  τρίτην  φοράν  εΙττεν  εις 
αυτούς.  Και  τι  κακόν  εττραξεν  ούτος;  καμμίαν 
αίτίαν  θανάτου  δεν  εύρήκα  εις  αυτόν  τταιΒεύσας 
ΧοίΤΓον  αυτόν,  ^ελω  τόν  άττοΧύσει.  ^Εκείνοι  δε 
114 


ΠΕΜΠΤΗ    ΠΡΟ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

€7Γβμ€ναν  μ€  φωνας  μ€<γαλας,  ζητονντ€<;  αυτόν  να 
σταυρωθτ}"  καΐ  αί  φωναί  αυτών  καΐ  των  άρ'χ^ίβρέων 
€'γίνοντο  8υνατώτ€ραι.  Τότε  ό  Πίλάτο^  απεφάσισε 
να  'γίνη  το  ζήτημα  των.  Και  άττελνσεν  εις  αύτού<ί 
τον  δίά  ταρα-χι^ν  καΐ  φόνον  ριφθβντα  εις  την  φυ- 
\ακην,  τον  ότΓοΐον  εζητοΰσαν,  τον  δε  Ιησούν  τταρά- 
Βωκεν  εις  το  3^έλημά  των.  ΚαΙ  ενω  τον  εττή'γαιναν, 
εττίασαν  Σίμωνα  τινά  Κυρηναΐον,  6στι<;  ηργ^ετο  άττο 
τον  ά^ρον,  κα\  έθεσαν  εττάνω  του  τον  σταυρόν,  8ιά 
νά  τον  φερη  οτΓίσθεν  του  'ίησοΰ.  ^ΙΙκοΧουθοΰσε  δε 
αυτόν  7Γθ\ύ  ττΧηθος  του  Χαοΰ,  καΐ  /γυναικών,  αι- 
τινες  καΐ  ώΒύροντο  και  εθρηνοΰσαν  αυτόν.  Στρα- 
φείς δε  ττρος  αύτάς  6  ^Ιησούς,  ειττε,  θυγατέρες  της 
ΊερουσαΧημ,  μη  κΧαίετε  Βι  εμέ'  αλλά  8ιά  τον 
εαυτόν  σας  κΧαίετε,  και  8ιά  τά  τέκνα  σας.  Διότι 
ΙΒού,  ερ•χ^ονται  ημεραι,  εις  τάς  όττοίας  ^εΚουν  είττεΐ, 
Μακάριαι  αί  στεΐραι,  και  αί  κοιΧίαι  αΐτινες  8έν 
ε^έννησαν,  και  οι  μαστοί  οΐτινες  δεν  εθήΧασαν ! 
Τότε  ^έΧουν  άρ-χ^ίσει  νά  λεγωσιν  εΐ9  τά  ορη,  Πέ- 
σετε εττάνω  μας'  καΐ  εις  τά  βουνά,  Σκεπάσετε 
μας.  Διότι  άν  εις  το  ν<γρόν  ζύΧον  κάμνωσι  ταΰτα, 
τί  θ^ελει  Ύΐνει  εις  το  ζηρόν;  Έφεροντο  δε  καΐ 
αΧΧοι  8ύο,  οΐτινες  ήσαν  κακοΰρΎοι,  διά  νά  ^ανα- 
τωθώσιν  όμοΰ  με  αυτόν.  Και  ό'τε  ηΧθαν  εις  τον 
τόπον  τον  όνομαζόμενον  Κρανίον,  εκεί  εσταύρωσαν 
αυτόν,  και  τους  κακούργους,  τον  μεν  εκ  δεξιών, 
τον  δε  εξ  αριστερών.  Ό  δε  ^Ιησοϋς  έλεγε.  Πά- 
τερ, συ^γ^ώρησε  εις  αύτούς'  διότι  δεν  εξεύρουν  τί 
κάμνουν,  ίλιαμεριζόμενοι  δε  τά  ιμάτια  αυτού,  έρ- 
ριψαν κΧήρους.  Και  εστεκετο  ό  Χαός  θεωρών 
καΐ  οΐ  άργοντες  ομού  με  αυτούς  επερίπαιζαν,  Χε- 
^οντες,  "ΑΧΧους  εσωσεν  άς  σώση  τον  εαυτόν  του, 
άν  ούτος  ηναι  ό  Χριστός,  ό  εκΧεκτός  του  Θεού. 
Επερίπαιζαν  δε  αυτόν  και  οί  στρατιώται,  ερ'χό- 
μενοι  πΧησίον  και  προσφεροντες  οξος  εις  αυτόν, 
και  Χέ^/οντες,  Έαν  σύ  ησαι  ό  βασιΧεύς  τών  ^Ιου- 
δαίων, σώσε  τον  εαυτόν  σου.  ^Ητον  δε  και  επι- 
γραφή 'γε'γραμμένη  επάνωθεν  αυτού,  με  γράμματα 
'ΕΧΧηνικά   και  ' Ρωμαϊκά  και  Εβραϊκά"    ΟΤΤΟΣ 

115 


ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

ΕΙΝΑΙ  Ό  ΒΑΣΙΛΕΤΣ  Τί2Ν  Ί0ΤΔΑΙί2Ν.  Και  €*? 
των  κρβμασθύντων  κακούργων  ^βλασφημούσαν  αυ- 
τόν, λέγων,  Έάν  συ  ησαυ  6  'Κριστος,  σώσε  τον 
€αυτόν  σου  καΐ  ημά';.  ^^ττοκριθείς  δε  6  αΧΧος 
βττε'ττλτ/ττεν  αυτόν,  λέγων,  Δεν  φοβείσαι  συ  τον 
Θεόν,  €7Γ€ίΒη  είσαι  εΐ9  την  αυτήν  κατα^ίκην ;  ΚαΙ 
ημείς  μεν  Βικαίως'  Ζώτί  άξια  των  οσα  εττράξαμεν 
άτΓοΧαμβάνομβν  ουτοζ  όμως  κανεν  άτοττον  δεν 
βττραξε.  ΚαΙ  έ'λεγεν  εις  τον  Ίησοΰν,  Μνήσθητί 
μου.  Κύριε,  όταν  εΧθης  εις  την  βασιλείαν  σου. 
ΚαΙ  είττεν  εΐ9  αύτον  ό  ^Ιησούς,  Βέβαια  σε  λέγω, 
σήμερον  ^ελεί.<?  εΧσθαι  μαζύ  μου  μέσα  εις  τον  ΐΐα- 
ράΒεισον.  "Ήτον  δε  εω9  έκτη  ώρα•  καΐ  ε<γιν€ 
σκότος  εττάνω  εις  6\ην  την  γ?}ν,  εω9  την  εννάτην 
ωραν.  Και  εσκοτίσθη  6  ηλιος'  και  εσγ^ίσθη  εις  το 
μέσον  το  καταττέτασμα  του  ναού.  ΚαΙ  φωνάξας  με 
φωνην  με^άλην  6  ^Ιησούς  είττε,  ΐΐάτερ,  εις  τάς 
■χ^εΐράς  σου  τταροΒίΖω  το  ττνεΰμά  μου.  ΚαΙ  άφοΰ 
εΙττε  ταΰτα,  εζέττνευσε.  Ίδών  δε  ο  έκατόνταργος 
το  Ύενόμενον,  εΒόξασε  τον  Θεόν,  λέγων,  "Οντως• 
ο  άνθρωτΓος  ούτος  ητον  Βίκαιος.  Και  6\οι  οι 
ογΧοι  οι  συνεΧθόντες  εις  την  3-εωρίαν  ταύτην, 
βΧέτΓοντες  τα  γενόμενα,  ύ'ττέστρεφαν  κτυττώντες 
τά  στήθη  των.  ^Εστέκοντο  δε  μακρόθεν  οΧοι  οι 
*  γνωστοί  του,  και  αϊ  '^υναΐκες  αϊτινες  συνηκοΧού- 
θησαν  αυτόν  αϊτό  την  ΤαΧιΧαίαν,  καΐ  εβΧετταν 
ταΰτα. 

— ♦ — 

ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

Συναπτοί. 

υΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  Βεόμεθά  σου  νά  εττιβΧέ- 
ψτ]ς  ευμενώς  εις  τούτον  τον  ττεριούσιόν  σου 
Χαόν,  γάριν  του  όττοίου  6  Κύριος  ημών  Ιησοΰ<! 
"Κριστός  κατε^έγθη  να  ιτροΒοθη,  και  εις  "χείρας 
ανθρώπων  άμαρτωΧών  να  τταραΒοθ^,  και  νά  ύττο- 
φέρτ)  θάνατον  εττι  του  σταυρού '  όστις  τώρα  ζτ}  και 
βασιλεύει,  μετά  σου  καϊ  του  Άγιοι/  Πνεύματος, 
€19  Θε09  πάντοτε,  εις  αΙώνας  αιώνων.  ^Αμήν. 
116 


ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΧ  αίώνιβ  Θεε,  δίά  τον  Πνβύμα- 
τος  του  ότΓοίον  δλον  το  σώμα  τή<;  ΕκκΧησίας 
κνβίρνάται  καΐ  ά^ιάξβταί,  ττρόσΒβξαί  τά?  ικεσίας 
ημών  καΐ  8€ΐ']σ€ΐ<ζ,  τάς  όττοίας  ττροσφέρομεν  βνώττιόν 
σου  ύτΓβρ  7Γάση<ζ  €19  την  αηίαν  σου  ^Έ,κκΧησίαν 
τάξβως  άνθρώττων  ώστ€  βκαστον  /Αελος•  αύτης,  €69 
την  κΧησιν  καΐ  υττουριγίαν  του,  νά  σε  Χατρβύτ) 
αληθώς  καΐ  βύσββώς•  8ιά  τοΰ  Κυρίου  καΐ  Σω- 
τήρος  ημών,  ^Ιησοΰ  \ριστου.     \μην, 

ΟίΚΤΙΡΜίΙΝ  Θεέ,  όστις  €7Γ\ασβς  ττάντας  τους 
άνθρώτΓους,  και  κανβν  Ικ  των  ττΧασμάτων  σου 
δεν  μισβις'  ουδέ  ^έλε6?  τον  Β^άνατον  τοΰ  αμαρτω- 
λού, άλλα  μαΚ\ον  να  βττιστρβψη  καΐ  νά  ζήση•  ΓενοΟ 
Γλεως•  ττρος  6\ονς  τους  ^ΙουΒαίονς,  Τούρκους,  άττί- 
στους,  και  αιρετικούς,  καΐ  αφαίρεσε  αττο  αυτούς 
ττάσαν  ά<γνοίαν,  ττώρωσιν  καρδίας,  και  καταφρό- 
νησιν  του  Β^είον  σου  Λόγοι»  *  καΐ  ετϊανάηαηε  αυ- 
τούς, ύττερευΧο^ημενε  Κύριε,  εΙς  την  ττοίμνην  σον, 
ώστε  νά  σωθώσι  μεταξύ  του  υττοΧοίττου  τών 
αληθινών  ^Ισραηλιτών,  και  νά  <γένωσι  μία  ττοίμνη 
ντΓΟ  ενα  ΐίοιμενα,  τον  Κύριον  ημών  ^Ιησοΰν 
Χριστον  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει,  μετά  σου  και 
τοΰ  Ά'γίον  Πνεύματος,  εΙς  Θεύς,  εις  τους  αιώνας 
τών  αιώνων.     \μήν. 

Επιστολή.      Έβρ.  ι.  1. 

'(^  ΝΟΜΟΣ,  εχ^ων  σκιάν  τών  μελλόντων  αβαθών, 
ογ^ι  την  καθ'  αντο  εικόνα  τών  ττρα'γμάτων, 
δεν  εμτΓορεΐ  ττοτε,  με  τάς  αύτάς  Βυσίας  τάς  όττοίας^ 
Ίτροσφέρουν  κατ  ενιαντόν  ττάντοτε,  νά  τελειοττοι- 
ηση  τους  ττροσερ-χομενους.  Έττειδ//  τότε  ήθελαν 
τταύσει  νά  ττροσφέρωνταΐ'  Βιότι  οι  λατρευταϊ 
ατταξ  καθαρισθεντες,  δεν  ήθελαν  εγει  ττλεον  καμ- 
μίαν  συνείδησιν  αμαρτιών.  Άλλ'  ε4<?  αντάς  γίνεται 
κατ  ενιαυτόν  άνάμνησις  αμαρτιών.  Δίότί  αδύ- 
νατον είναι,  αίμα  ταύρων  καΐ  τρά'^ων  νά  άφαιρη 

117 


ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

αμαρτίας,  Αιά  τούτο,  όταν  είσέρ'χζται,  €ΐ9  τον 
κόσμον,  λεγεί,  θνσίαν  καΐ  προσφοράν  δεν  ήθέ- 
Χησ€<;,  αλλ'  ήτοίμασ€ς  σώμα  εΐ9  €μ€.  Εί9  6\ο- 
καυτώματα,  καΐ  €ΐ9  ττροσφοράς  ττερί  αμαρτίας,  δεν 
€ύηρ€στήθης.  Τότε  είττα.  Ιδού  βρ-χομαι,  {βίς  τον 
τόμον  του  βιβΧίον  ύναι,  γεγρα/χ/χένον  ττβρί  βμοΰ,) 
8ίά  να  κάμω,  ω  Θεέ,  το  3^β\ημά  σου.  Άφοΰ  είττεν 
ανωτέρω,  "Οτί  ^υσίαν  καΐ  ττροσφοράν  καϊ  οΚοκαυ- 
τώματα  καϊ  ττροσφορας  ττβρί  αμαρτίας  δεν  ηθέ- 
Χησβς,  ουδέ  βύηρβστήθης  βίς  αϋτάς,  (αΐτίνβς  ττροσ- 
φερονται  κατά  τον  νομον)  τότε  είττεν.  Ιδού  ερ. 
χομαΰ,  δίά  νά  κάμω,  ώ  Θεέ,  το  3^έ\ημά  σου. 
Αναιρεί  το  ττρώτον,  Βιά  νά  συστήστ]  το  Βεύτβρον. 
Μέ  το  οίΓοΙον  Β^έΧημα  είμεθα  ηλιασμένοι,  8ιά  της 
ττροσφοράς  του  σώματος  του  ^Ιησοϋ  Χριστού  άτταζ 
δίά  ττάντοτε.  Και  ττάς  μεν  ιερεύς  στέκεται  καθ' 
ημέραν  Ιεροττράττων,  καϊ  τάς  αύτάς  ττοΧΧάκις 
ττροσφέρων  θυσίας,  αϊτινες  ττοτέ  δέν  εμττορούν  νά 
άφαιρέσωσιν  αμαρτίας.  Αλλ  αυτός,  αφού  εττροσ•• 
φέρε  μίαν  ^υσίαν  ύττερ  αμαρτιών,  εκάθησε  δια 
ττάντοτε  εις  τά  δεξιά  τού  Θεού'  πτροσ μένων  εις 
το  εξής,  εως  νά  τεθώσιν  οι  έ'χθροί  του  ύττοττόΒιον 
των  ΤΓοδών  του.  Αιότι  με  μίαν  ττροσφοράν  ετε- 
λείοτΓοίί^σε  δίά  ττάντοτε  του9  ά^ιαζο μένους.  Μαρ- 
τυρεί δέ  εί9  ημάς  και  το  ΐΐνεύμα  τ6"Α<γΰον'  διότί 
αφού  ειττεν.  Αύτη  είναι  η  διαθήκη,  την  οττοίαν 
^έλω  κάμει  ττρος  αυτούς  μετά  τάς  ημέρας  εκείνας, 
λεγεί  ό  Κύρΐ09,  Θέλω  δώσει  τους  νόμους  μου  εις 
τάς  καρδίας  αυτών,  και  ^ελω  /γράψει  αυτούς 
ίττάνω  εΙς  τάς  διανοίας  των  καϊ  δέν  3^έ\ω  ενθυ- 
μηθή  ττλεον  τά9  αμαρτίας  αυτών,  και  τάς  ανομίας 
αυτών.  Άλλ'  οττου  είναι  άφεσις  τούτων,  δέν  είναι 
ττλεον  προσφορά  ττερί  αμαρτίας.  "Εχοντε9  λοί- 
ΠΓον,  άδεΧφοΙ,  τταρρησίαν  εις  την  εϊσοδον  τών 
ά^ίων  διά  τού  αίματος  τού  ^Ιησού,  διά  της  νέας 
και  ζώσης  οδού,  την  οττοίαν  καθιέρωσεν  εις  ημάς, 
διά  τού  καταττετάσματος,  τουτέστι,  διά  της  σαρκός 
του,  καίε  χοντες  Ιερέα  μέ/γαν  εττάνω  εις  τον  οίκον 
118 


ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

του  ΘβοΟ,  ας  ττΧησιάζωμεν  μ€τά  αληθινής  καρΒία<ζ, 
εν  ΊτΧηροφορία  ττίστβως,  β'χοντζς  τά<;  καρΒίας 
ημών  ραντισμένας  άττο  συνβίΒησιν  ττονηράν  καΐ 
ΧίΧονμένοί  το  σώμα  μ€  ΰΒωρ  καθαρον,  ας  κρατώ- 
μ€ν  την  δμοΧο'γίαν  της  ελττ/δοί  άσάΧευτον  (δίότί. 
"ττιστος  ζΐναι  6  ΰττοσ'χ^ζθξίς).  Και  ας  έττιμέΧούμβθα 
ά\\ή\ους  619  ττροτροττην  ά'^άιτης  καΐ  καΧών  ερ- 
'γων  μην  άφίνοντες  το  να  σννβρ-χώμβθα  όμον, 
καθώς  βίναί  συνήθεια  εις  τίνάς,  άλλα  ττροτρέττον- 
τ€ς  άΧλήΧους'  καΐ  τοσούτω  μάΧλον,  όσον  βΧέ- 
7Γ6Τ6  δτί  ττΧησιάζεί  η  ήμερα. 

ΈυαγγίΚιορ.        Ιωάνν.  ι^  .  1. 

*Γ\  ΠΙΛΑΤΟΣ  ΧοίΤΓον  εττίασε  τον  ^Ιησουν,  και 
εμαστΓ/ωσεν  αυτόν.  ΚαΙ  οΐ  στρατίώταί,  ττΧέ- 
ξαντες  στέφανον  εξ  ακανθών,  έθεσαν  εττάνω  εις 
την  κεφαΧήν  αυτού,  καϊ  ττερίένΒυσαν  αυτόν  Ιμά- 
τιον  ΤΓορφυρούν  καϊ  έλεγαν,  ^αΐρε,  ώ  βασιΧεΰ 
τών  ΙουΒαίων  καϊ  εΒιΒαν  εΙς  αυτόν  ραπίσματα, 
Έ,ζηΧθε  Χοίττόν  ττάΧιν  εξω  ό  ΥΙιΧάτος,  καϊ  λεγεί 
€19  αυτούς,  'ΐΒού,  σας  φέρω  αυτόν  εζω'  Βια  να 
'γνωρίσετε,  Οτι  κανεν  ε'γκΧημα  Βεν  ευρίσκω  εις 
αυτόν.  ^ΕξήΧθε  Χοιττόν  ό  ']ησοΰς  εζω,  φορών  τόν 
άκάνθινον  στέφανον,  και  τό  πορφυροΰν  ίμάτιον. 
Και  Χέ^ει  εις  αυτούς  ό  ΥΙιΧάτος,  Ιδού  ό  άνθρωπος  Ι 
"Οτ€  ΧοίΤτόν  ϊΒαν  αυτόν  οι  άρ'χ^ιερεΐς  και  οι  ύττηρέ- 
ται,  εφώναξαν,  Χέ<γοντες,  Σταύρωσε,  σταύρωσε 
αυτόν.  Αέ<γει  εις  αυτούς  ό  ΥΙιΧάτος,  Αάβετε  αυτόν 
σεις,  καϊ  σταυρώσετε"  Βιότι  εγώ  δεν  ευρίσκω  εις 
αυτόν  ε'γκΧημα.  ^Αττεκρίθησαν  εις  αυτόν  οι  'ΐον- 
Βαΐοι,  Ήμεΐς  νόμον  ε-χομεν,  καϊ  κατά  τόν  νόμον 
ήμ6)ν  γ^ρεωστεΐ  να  άττοθάνη,  Βιότι  έκαμε  τόν  εαυ- 
τόν του  Τίον  του  Θεού.  "Οτε  Χοιττόν  6  ΠιΧάτος 
ηκουσε  τούτον  τόν  Χόηον,  μάΧΧον  εφοβήθη•  καΐ 
εισήΧθε  ττάΧιν  εΙς  τό  ττραιτώριον,  καϊ  Χε^γει  εις 
τόν  Ιησούν,  Πό^εν  είσαι  σύ;  Ό  δε  ^λησούς  αττό- 
κρισιν  δεν  εΒωκεν  εις  αυτόν.  Αέηει  Χοιττόν  εις 
αυτόν  6  ΏιΧάτος,  Εις  εμε  Βεν  ΧαΧεΐς;  δεν  εξεύρεις, 

119 


ΜΕΓΑΛΗ  ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

οτι  €•χω  ίζουσίαν  να  σε  σταυρώσω,  καΐ  εζουσίαν 
έ'χω  να  σε  άττόΧύσω;  Ό  ^\τ]σοΰ<ζ  άττβκρίθη,  Αεν 
ηθέΧΐς  έ'χβι  καμμίαν  β^ουσίαν  κατ  βμον,  εάν  Βεν 
σε  ητον  ΒεΒομένον  άνωθεν  Βίά  τοΰτο  6  τταρα- 
ΒίΒων  με  εΙ<;  σε  έ'χβί  με<γαλητέραν  άμαρτίαν. 
ΆτΓΟ  εκείνην  την  ωραν  εζητονσεν  6  ΥΙιΧάτο<;  νά 
άττόΧύστ]  αυτόν.  Οι  ^ΙουΒαΐοι  όμως  εφώναζαν,  \ε- 
Ύοντες,  Έάν  ά7Γθ\ύσ'τ)'ζ  τούτον,  Βεν  είσαι  φίΧο<ζ 
του  Καίσαρος"  ττάς  όστις  κάμνει  βασιλέα  τον 
εαυτόν  του,  άντιΚε^ει  εις  τον  Καίσαρα.  Ό  Πί- 
"Χάτος  ΧοιτΓον,  άκουσας  τούτον  τον  Χό^ον,  εφερεν 
εζω  τον  ^Ιησοΰν,  καΐ  εκάθησεν  εττάνω  εις  το  βήμα, 
εις  τότΓον  Χε^όμενον  Αιθόστρωτον,  Έβραϊστι  Βε 
Ταββαθά.  ^Ητον  δε  τταρασκευη  του  Ίτάσ'χα,  καΐ 
ωρα  ττερίτΓου  έκτη  •  καΐ  \έ^ει  εις  τους  ^ΙουΒαίους, 
Ιδού  6  βασιλεύς  σας!  ΚαΙ  εκείνοι  εφώναξαν,  Σή- 
κωσε, σήκωσε,  σταύρωσε  αυτόν.  Αέ<γει  εις  αυ- 
τούς ό  ΥΙιλάτος,  Τον  βασιλέα  σας  νά  σταυρώσω ; 
^Αττεκρίθησαν  οι  άρχ^ιερεΐς,  Αεν  εχ^ομεν  βασιλέα, 
εΐ  μή  Καίσαρα.  Τότε  λοιττον  τταρέΒωκεν  αυτόν 
εις  αυτούς  Βιά  νά  σταυρωθτ}.  ΚαΙ  έττήραν  τον 
^Ιησοϋν,  καΐ  τον  ύττή^αν.  Και  σηκόνων  τον  σταυ- 
ρόν του,  εξήλθεν  εις  τον  λε^όμενον  Κρανίου  τόττον, 
όστις  λέγεται  Έβραϊστι  Το\<γοθά'  οπού  εσταύ- 
ρωσαν  αυτόν,  και  μετ  αυτού  άλλους  Βύο,  άφ  εδώ 
καΐ  άττό  εκεί,  εις  το  μέσον  Βέ  τον  ^Ιησούν.  "Εγρα- 
τ^ε  δε  καΐ  τίτλον  ό  Πιλάτος,  και  εθεσεν  αυτόν 
εττάνωθεν  του  σταυρού  •  ητον  Βέ  ^ε^γραμμένον, 
'ΙΗΣΟΤΣ  Ό  ΝΑΖί2ΡΑΙ0Σ,  Ό  ΒΑΣ1ΛΕΤ:£  Τί2Ν 
ΊΟΤΔΑΙΩΝ.  Τούτον  λοιττόν  τον  τίτλον  ανέγνω- 
σαν ΤΓολλοΙ  εκ  των  ^ΙουΒαίων  Βιότι  ητον  ττλησίον 
της  πόλεως  ό  τόπος  οπού  έσταυρώθη  ό  ^Ιησούς' 
καΐ  ητον  ^ε<γραμμένον  ΈβραϊστΙ,  Ελληνιστί,  'Ρω- 
μαϊστί.  "Ελεγαν  λοιπόν  εις  τον  Πίλάτον  οι  άρ- 
γ^ιερεΐς  τών^ΙουΒαίων,  Μή  Ύράφυς,Ό  βασιλεύς  των 
ιουδαίων,  άλλ'  οτι  εκείνος  είπε.  Βασιλεύς  είμαι 
τών^ΙουΒαίων.  Απεκρίθη  ό  Πιλάτος,  "Ο,τι  έγραψα, 
€<γραψα.  Οι  στρατιώται  λοιπόν,  αφού  έσταύρω- 
120 


ΜΕΓΑΛΗ   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 

σαν  τον  ^Ιησονν,  επήραν  τα  ιμάτια  αυτοί),  {κα\ 
€καμαν  τέσσαρα  μβρίΒία,  €ΐς  βκαστον  στρατίώτην 
εν  μβρίδιον)  καΐ  το  εττανωφόρυον  ήτον  δβ  το  €7Γα- 
νωφόρίον  αρραφον,  αττό  άνωθεν  ΰφαντυν  Ζί  οΧου. 
Είτταν  ΧοίΤΓον  συνα\\7')\ω<;,  'Ας  μη  σ'χ^ισωμεν  αύτο, 
αλλ'  ά9  ρίψωμεν  Χα-χ^νούς  ττερί  αύτοΰ,  τίνος  ^ελε^ 
είσθαι•  Βια  νά  ΤΓΧηρωθτ}  ή  <γραφη,  ήτις  λεγεί,  Δίε- 
μβρίσθησαν  τά  Ιμάτια  μου  μεταξύ  των,  καΐ  εττάνω 
€49  τον  Ιματισμόν  μου  έρριψαν  κΧήρον.  Οί  στρα- 
τιώται  ΧοιτΓον  έκαμαν  ταύτα.  ^Εστέκοντο  δε  ττΧη- 
σίον  649  τον  σταυρόν  τον  Λησοΰ  η  μήτηρ  αύτοΰ, 
και  ή  ά8ε\φη  της  μητρός  αύτον,  Μαρία  ή  ^υνη 
του  Κλωττα,  και  Μαρία  η  Μα^Βαληνή.  Ό  Ίησοΰς 
ΧοιΤΓον,  καθώς  ί'δε  την  μητέρα  του,  και  τον  μαθη- 
την  ττΧησίον  στεκόμενον  τον  όττοΐον  η<γα7Γονσ€, 
λεγεί  ε49  την  μητέρα  του,  Τύναι,  ιΒού  6  υΙος  σου, 
"Εττε^τα  λέγεί  ε69  τον  μαθητην,  Ιδού  η  μητηρ  σου. 
Και.  άτΓΟ  εκείνην  την  ωραν  έττήρεν  αύτην  ο  μαθητής 
εις  την  οΐκίαν  του.  Μετά  τούτο,  εξεύρων  ο  ^Ιησούς 
ΟΤΙ  6\α  ττΧέον  ετεΧέσθησαν,  Βιά  νά  ττΧηρωθτ)  τ^ 
(γραφή,  λεγεί,  Δ^-νΙτώ.  ^Εστεκετο  Χοιττον  σκεύος 
•πΧήρες  οξους'  και  εκείνοι  ηεμίσαντες  σττό'γηον 
αττό  ο|^θ9,  καΧ  ττεριτυΧίξαντες  εις  ΰσσωττον,  εττρόσ- 
φεραν  εις  το  στόμα  του.  "Οτε  Χοιττον  εΧαβε  το 
οξος  6  Ιησούς,  είττε,  ΎετέΧεσταΐ'  και  κΧίνας  την 
κεφάΧην  τταρέΖωκε  το  ττνεύμα.  Οί  δε  ΊουδαΓοί, 
Βιά  νά  μη  μείνωσιν  εττάνω  εις  τον  σταυρόν  τά 
σώματα  το  σάββατον,  εττειΒη  ητον  τταρασκευη, 
(δίότί.  ητον  με<^/άΧη  η  ημέρα  εκείνη  του  σαββά-, 
του,)  τταρεκάΧεσαν  τον  ΐΙιΧάτον  Βιά  νά  συντρι- 
φθωσιν  αυτών  τά  σκέΧη,  και  νά  σηκωθώσιν  άττο 
τον  σταυρόν.  ^ΙΥΧθαν  Χοιττον  οί  στρατιώται,  καΐ 
του  μεν  ττρώτου  εσύντριψαν  τά  σκέΧη,  καΐ  του 
άΧΧου  τού  συσταυρωθέντος  με  αυτόν.  ^ΕΧθόντες 
όμως  εις  τον  'ίησούν,  καθώς  ιΒαν  αυτόν  άττοθα- 
μενον  ττΧεον,  δεν  εσύντριψαν  αύτοΰ.  τά  σκέΧη. 
Αλλ  εΓ9  εκ  των  στρατιωτών  εκέντησε  με  Χό'^/χην 
την  ττΧευοάν  αύτοΰ,   καΐ  ευθύς  έζήΧθεν  αίμα  καΐ 

Ο 


ΠΑΡΑΜΟΝΗ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

ν8ωρ.  ΚαΙ  €κεΐνος  οστι<;  ίδε  τούτο,  βμαρτνρησβν 
αυτό•  καΐ  η  μαρτυρία  αυτού  είναι,  αληθινή"  καΐ 
εκείνος  εξεύρει  οτι  λεγβί  την  αλήθειαν,  δίά  νά  ττι- 
στεύσετε  σεις.  Αίοτι  έγιναν  ταύτα,  δίά  νά  ττΧη- 
ρωθη  ή  <^ραφή,  Κανεν  οστούν  αυτού  δεν  ^εΧει  συν- 
τριφθή.  ΚαΙ  ττάλιν  αΧλη  '^ραφή  λεγβί.  Θέλουν 
ιδεί  ε69  εκείνον  τον  οττοΐον  εκεντησαν. 


ΠΑΡΑΜΟΝΗ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

"Συναπτή. 

"νΆΡΙΣΕ  ε69  ημάς,  Κύριε,  ώστε  καθώς  εβατττί- 
σθημεν  εΙς  τον  θάνατον  τού  ύττερευΧο^ημένου 
Τΐού  σου,  τού  Σωτήρος  ημών  Ιησού  Χριστού,  ούτω 
και,  δίά  της  τταντοτεινης  νεκρώσεως  των  διεφθαρ- 
μένων μας  εττιθυμιών,  νά  συνενταφιασθώμεν  με 
αυτόν  και  Βιά  τού  τάφου  καϊ  της  ττύΧης  τού  ^α- 
νάτου  νά  ττεράσωμεν  εις  την  'χ^αρμόσυνον  ημών 
άνάστασιν,  Βιά  την  άξιομισθίαν  τού  ύττερ  ημών 
άτΓοθανόντος,  καϊ  ταφέντος,  καϊ  άναστάντος  Ύΐοΰ 
σου,  τού  Κυρίου  ημών  ^Ιησού  Χριστού.     \μήν. 

ΈτΓίστοΧή.      1  ΙΙίτρ.  γ  ,  17. 

"ρΤ  ΑΛΗΤΕΡΟΝ  είναι  νά  ττάσχετε,  εάν  ηναι  ούτω 
το  ^ελ,ημα  τού  Θεοί),  ά^αθοττοιούντες,  τταρά 
κακοτΓΟίούντες.  Διότι  καϊ  ό  Χριστός  ίίτταξ  ετταθε 
Βιά  τάς  αμαρτίας,  6  Βίκαιος  ύττερ  τών  άΒίκων,  Βιά 
νά  φερη  ημάς  ττρός  τον  θεόν,  θανατωθείς  μεν  κατά 
την  σάρκα,  ζωοττοιηθεις  δε  Βιά  τού  ΥΙνεύματος' 
Βιά  τού  ότΓοίου  καϊ  ύττη'^ε  καϊ  εκήρυζεν  εις  τά 
•πνεύματα  τά  οντά  εις  την  φυΧακήν  τά  όττοΐα 
ήττείθησαν  ττοτε,  οτε  η  μακροθυμία  τού  θεοϋ 
εττρόσμενεν  αυτούς  μίαν  φοράν  εις  τάς  ημέρας  του 
Νώε,  ενω  κατεσκευάζετο  ή  κιβωτός,  εΙς  την  όττοίαν 
οΧί'γαι  {τουτέστιν  οκτώ)  ψυχ^αΐ  Βιεσώθησαν  Βιά 
τού  ΰΒατος.  Ύού  όττοίου  άντίτυττον,  τό  βάπτισμα, 
σώζει  καϊ  ημάς  την  σήμερον,  {ογ^ι  ή  άφαίρεσις  της 
ακαθαρσίας  της  σαρκός,  αλλ  ή  μαρτυρία  της  ά<γα- 
122 


ΗΜΕΡΑ  ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

θης  σνν€ί8ησ€ως  €ΐ<ί  Θεόν,)  δ^ά  τη<;  αναστάσεως 
τον  ^Ιησον  Χρίστου '  οστι<;  €ίναι  εΐ9  τά  Ββξιά  του 
ΘεοΟ,  καΐ  ύτΗ/γεν  εις  τον  ονρανόν  καϊ  υττ^τά-χθη- 
σαν  ξ.1<ζ  αυτόν  ά'^^βλ.οί  καϊ  ζξουσίαι  καϊ  8υνάμ€ΐ<;. 

ΈναγγίΧιον.      Ματθ.  κζ ,  57. 

Ιζ'  ΑΙ  άφοΰ  €<γινβν  βσττερα,  ηΧθβν  άνθρωττος  ττΧού- 
σως  άττο  την  \\ριμαθαίαν,  το  όνομα  ^Ιωσηψ, 
οστίς  ητον  καϊ  αντος  μαθητη<;  του  ^Ιησοΰ.  Ούτος 
(:\θών  εΐ9  τον  Πιλάτο ι^,  βζήτησβ  το  σώμα  τοΰ 
^ίησον.  τότε  6  Πίλάτθ9  βττρόσταζβ  να  άττοδοθ^ 
το  σώμα.  Καϊ  Χαβών  το  σ6)μα,  ό  Ίωσ^φ  βτύΧίξβν 
αύτο  μέσα  βίς  σινδόνιον  καθαρόν  καϊ  έ'^εσεν  αύτο 
619  ΤΟ  ί8ίκόν  του  νέον  μνημύον,  το  οποίον  είχε 
σ«ά-ν^6ί  ε69  τ^ν  ττέτραν  καϊ  άψού  έκύΧίσβ  Χίθον 
μέ^αν  βττάνω  βις  την  ^ύραν  τοΰ  μνημβίου,  άνεχώ- 
ρησβ.  Ήτον  δε  εΛτεί  Μαρία  η  ι^Ια^οαΧηνη,  καϊ  ή 
αΧλη  Μαρία,  καθήμ&ναι  άττέναντί  τοΰ  τάφου.  Ύην 
δε  έτταύρίον,  ητα  ύναι  μετά  την  τταρασκευην,  συν- 
ηγθησαν  οι  άργ^ιερβΐς  καϊ  οι  Φαρισαΐοι  77/309  τον 
Πίλάτον,  λεγοντε9.  Κύριε,  ένθυμήθημεν  οτι  €κβΐνο<ί 
6  7Γλάνο9  ειττεν  έ'τι  ζών,  Μετά  τρεΪ9  ημέρας  ανα- 
σταίνομαι. Πρόσταξε  Χοίττον  νά  άσφαΧίσθτ}  6 
τάφος  εως  της  τρίτης  ημέρας•  μη  ττως  εΧθόντες 
την  νύκτα  οι  μαθηταΐ  αύτοΰ  κΧέψωσιν  αύτον,  καϊ 
€ί7Γωσίν  εις  τον  Χαον,  ανέστη  εκ  τών  νεκρών  καϊ 
■^ελει  είσθαι  η  έσ•χάτη  ττΧάνη  'χειροτέρα  της  πρώ- 
της. Και  εΖττεν  εΐ9  αυτούς  6  ΥΙιΧάτος,  "Εχετε 
φύΧακας•  ύττάγετε,  άσφαΧίσετε  καθώς  εξεύρετε. 
Και  εκείνοι  ύττή^αν,  καϊ  εβαΧαν  εις  άσφάΧειαν  τον 
τάφον,  σφρα'γίσαντες  τον  Χίθον,  με  τους  φύΧακας. 

Ή  Ήμερα  του  παςχα. 

Είρ  την  Ώρωινην  '\κό\ονβίαν,  άντΙ  τον  Ψάλμον,  "  Δεΰτί,  ας 
αγαλλιασβώμεν  €ΐ5  τόι/  Κύριον  κ.  τ.  λ.,"  3(\ονν  ψάΚΧΐσθοί 
η  ανα•γινά>σκ€σθαι  τά  Αιττίφωνα  ταντα. 

*^  ΧΡΙΣΤΟΣ    το   ΥΙάσ-χα   ημών  έθνσιάσθη  νττερ 
ημών. 

Ο  2 


ΗΜΕΡΑ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

'Άϋ  €ορτάσωμ€ν  Χοιττον,  ογι  με  την  ττάλαιάν 
ζΰμην,  μη^β  μ€  ζύμην  κακίας  καΐ  ττονηρία^;,  άΧλά 
μβ  άζνμα  ζί\ίκρίνβία<ί  καΐ  αληθβία<{.  1  Κορινθ.  ε'. 
7,  8. 

*0  ΧΡΙΣΤΟΣ  άνασταθείς  εκ  των  νεκρών,  Βεν 
άτΓοθνήσκεί  ττΧέον  .θάνατος  αντον  Βεν  κυρι- 
εύει ττΧέον. 

Αιότι  καθο  αττεθανεν,  αττεθανε  μίαν  φοράν  Βια 
την  άμαρτίαν   καθο  δμως  ζΡ/,  ζη  εΙ<ζ  τον  &εόν. 

Ούτω  καΐ  σεΐς  στο'χάζεσθε  τον  εαυτόν  σας•,  δτί 
είσθε  νεκροί  μεν  κατά  την  άμαρτίαν,  ζώντε<ί  Βε  €19 
τον  Θεον,  Βιά  ^Ιησοΰ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 
Ρω/χ.  γ'.  9—11. 

'Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ  ανέστη  εκ  των  ν€κρών,  και  ε^ινεν 
άτταρ'χτ}  των  κεκοιμημενων. 

Αιότι  εττειΒη  ό  Ι^άνατος  ηΧθε  Βιά  του  άνθρωττου, 
Βιά  του  άνθρώτΓου  ε<γινε  καΐ  η  άνάστασις  εκ  των 
νεκρών. 

Αιότι  καθό)ς  εις  τον  Άδ«/6  άττοθνησκουν  6\οι, 
οΰτω  καΐ  εις  τον  ϋριστον  οΧοι  3^έ\ουν  ζωοττοιηθη. 
1  Κορινθ.  ιε'.  20—22. 

Αόξα  εις  τον  Ώατέρα,  και  εΙς  τον  Ύίον,  και  είζ 
το  ΐΐνεΰμα  το'Ά^ιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ'χΐ]ν,  είναι  καΐ  τώρα,  καΧ 
Β^ελ,ει  εισθαι  ττάντοτβ,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

Συναπτή. 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  Βιά  του  μονογενούς 
σου  Ύΐοΰ  του  Κυρίου  ημών  ^Ίησοΰ  Χρίστου 
ενίκησες  τον  3^άνατον,  καΐ  ηνοιξες  εις  ημάς  την 
"πυΧην  της  αιωνίου  ζωής,  ιίξίωσε  ημάς,  ταττεινώς 
Βεόμεθά  σου,  ώστε,  καθώς  Βιά  της  ιτροενερΎούσή^ 
ΙΒιαιτέρας  σου  'χάριτος  εμβάΧλεις  εις  τάς  ψυ^ας 
ημών  ά<~/αθάς  έττιθυμίας,  οΰτω  Βιά  της  άκατατταν- 
στου  βοηθείας  σου  νά  φερωμεν  αύτάς  και  εις 
ά^γαθην  εκττΧήρωσιν'  Βιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  του 
124 


ΗΜΕΡΑ  ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Κυρίου  ημών,  δσης  ζτ}  καΐ  βασιλζύξΐ,  μ€τά  σου 
και  του  Ά<γίου  Ώνβύματος,  βΐς  Θβος  ττάντοτζ,  εί^ 
τού<;  αιώνας  των  αιώνων.     \μην. 

Επιστολή.      Κολοσσ.  γ.  1. 

ρΆΝ  ΧοιτΓον  συναν€στάθητ€  μβ  τον  Χρίστόν, 
ζ7]Τ£Ϊτ€  τα  ανω,  οττου  βίναι  6  Χριστ6<ί  καθήμβ- 
νο^  βίς  τα  Ββξια  του  Θβοΰ.  Ύά  άνω  φρονβΐτβ,  μη 
τα  €7Γΐ  της  γί}9.  Αιοτι  άττεθανβτβ,  καΐ  η  ζωή  σας 
€ΐναι  κ^κρυμμένη  με  τον  Χριστον  €ΐς  τον  θβόν. 
"Οταν  6  Χρίστος,  η  ζωή  σας,  φανβρωθη,  τότε  καΐ 
σ€Ϊς  ομοΰ  μβ  αντον  -^ελβτε  φανερωθή  με  Βόξαν. 
Ί^εκρώσετε  Χοιττον  τά  μεΧη  σας  τα  εττι  της  'γής, 
ττορνείαν,  άκαθαρσίαν,  ττάθος,  εττιθυμίαν  κακήν, 
και  την  ττΧεονεξίαν,  ήτις  είναι  ειΒωΧοΧατρεία. 
Δίά  τά  ότΓοΐα  ερ-χεται  ή  ορ^ή  του  Θεού  επάνω  εΙς 
τους  υιούς  της  άττειθείας'  εις  τά  οττοΐα  και  σεις 
έττεριττατήσετε  ττοτε,  οτε  εζούσετε  εις  αυτά. 

Εύαγγελιον.      'ΐωάΐΊ/.  κ.  1. 

'Τ'ΗΝ  ΤΓοώτην  ήμεραν  της  εβ^ομάΒος,  ή  Μαρία  ή 
Μα'γοαΧηνή  ερ-χ^εται  το  ττρω'ι  εις  το  μνημεΐον, 
ενω  ακόμη  ήτον  σκότος,  και  βΧέττει  τον  Χίθον  ση- 
κωμενον  άττο  το  μνημεΐον.  Ύρε'χει  Χοιττον  και 
βρ-χ^εται  ττρος  τον  Σίμωνα  ΤΙετρον,  και  ττρος  τον 
αΧΧον  μαθητήν  τον  δττοΐον  ή'γαττοΟσεν  6  ^Ιησοΰς' 
και  \ε<γει  εις  αυτούς,  ^Εσήκωσαν  τον  Κύριον  άττο 
το  μνημεΐον,  και  8εν  εξεύρομεν  ττού  έθεσαν  αυτόν. 
^ΕξήΧθε  ΧοιτΓον  6  Υίέτρος  καΐ  6  άΧλος  μαθητής, 
και  ήρ-χοντο  εις  το  μνημεΐον.  'Έτρε'χαν  δε  κα\  οί 
Βύο  όμοΰ'  και  6  άΧλος  μαθητής  ιτροετρεζε  ταγΰ- 
τερα  του  Ιϊετρου,  καΐ  ήΧθε  ττρωτος  εις  το  μνημεΐον. 
Και  σκύψας  κάτω,  βΧέττει  κείμενα  τά  σινΒόνια' 
.  δεν  εΙσήΧθεν  όμως.  "Εργ^εται  Χοιττον  ό  Σίμων 
ΤΙέτρος  άκοΧουθίον  αυτόν,  και  εισήΧθεν  εις  το 
μνημεΐον  καΐ  Ι^εωρεΐ  τά  σινΒόνια  κείμενα,  και  τό 
σου8άριον,  το  οττοΐον  ήτον  εττάνω  εις  τήν  κεφαΧήν 
αύτοΰ,  6'χι  όμου  με  τά  σινΒόνια  κείμενον,  άΧΧά 

125 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

'χωριστά  τϋλί^μένον  €ίς  βνα  τόττον.  Τότβ  Χοιττον 
€ΐσή\θβ  καΐ  6  αΧλος  μαθητη<ζ,  όστις  ήλθε  ττρώτος 
€ίς  το  μνημβΐον  καΙ  ίδβ,  καί  εττίστβυσβ.  Αιότο 
ακόμη  δεν  βνοονσαν  την  ^ραφην,  οτι  ττρέττει  νά 
άνασταθτ}  εκ  των  νεκρών.  ^Ανεγ^ώρησαν  Χοιττον 
πάλιν  εΙς  την  οΐκίαν  των  οι  μαθηταί. 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΤΟΥ   ΠΑ2ΧΑ. 

Σνι^απτη. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  8ιά  του  μονογενούς 
σου  Ύίου  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  άριστου 
ένίκησες  τον  θάνατον,  και  ηνοιξες  εις  ημάς  την 
ττυΚ,ην  της  αιωνίου  ζωής,  /αξίωσε  ημάς,  ταττεινώς 
Βεόμεθά  σου,  ώστε,  καθώς  8ιά  της  Ίτροενερ'^ούσης 
ίΒιαιτερας  σου  'χ^άριτος  εμβάΧΧεις  εις  τάς  -ψυ^ζας 
ημών  ά^αθάς  έττιθυμίας,  οΰτω  Βιά  της  άκατατταύ- 
στου  βοηθείας  σου  να  φέρωμεν  αύτάς  και  εις  άγα- 
θην  εκττΧήρωσιν  Βιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου 
ημών,  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει,  μετά  σου  καΐ  του 
Ά^ίου  ΪΙνεύματος,  εΐς  θεός  ττάντοτε,  εις  τους  αιώ- 
νας των  αιώνων.     ^Αμήν. 

ΆντΙ  Έτηστολης.      Ώράξ.  ΐ .  34. 

'Τ'ΟΤΕ  ό  ΥΙετρος  ηνοιξε  το  στόμα  του  και  είττεν, 
Έτγ'  αληθείας  ηνωρίζω,  οτι  Βεν  είναι  ττροσωτΓΟ- 
Χητττης  ό  θεός'  αλλ'  εις  ττάν  έθνος,  όστις  φοβεί- 
ται αυτόν,  και  εργάζεται  Βικαιοσύνην,  είναι  Βεκτός 
€ίς  αυτόν.  Ύόν  Χό'^ον  τον  όττοΐον  άττέστειλεν  εις 
τους  υιούς  ^Ισραήλ,  εύα^^εΧιζόμενος  είρήνην  Βιά 
του  ^Ιησοΰ  Χριστού,  [ούτος  είναι  ό  Κύριος  πάντων) 
τον  λόγον  τούτον  σεις  εξεύρετε,  όστις  εκηρύ-χθη 
καθ'  'όλην  την  ^ΙουΒαίαν,  άργ^ίσας  αϊτό  την  Γαλί- 
Χαίαν,  μετά  το  βάτττισμα  το  όττοΐον  εκήρυξεν  6 
Ιωάννης'  τον  ^Ιησούν  τον  άττό  Ναζαρέτ,  ττώς  ό 
θεός  εγ^ρισεν  αυτόν  με  ΥΙνεύμα  "Α^ιον  καΐ  με  Βύ- 
ναμιν,  όστις  ττεριήλθεν  ευεργετών,  και  ^εραττεύων 
οΧους  τους  καταΒυναστευο μένους  από  τον  Βιάβο- 
126 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

λον  διότι  6  Θεός  ητον  μβ  αυτόν.  ΚαΙ  ημ€Ϊ<; 
βϊμβθα  μάρτυρ€ς  6\ων  όσα  €καμ€,  και  βίς  την  'γήν 
των  ^ΙουΒαίων  καΙ  εις  την  ΊβρουσαΧήμ•  τον  όττοΐον 
€φόν€υσαν  κρβμάσαντε^  Ιττάνω  εΐ9  ζυΚον.  Ύοΰτον 
6  Θε09  άνίστησ€  την  τρίτην  ημ^ραν,  καΐ  βδείξεν 
αυτόν  φανερά"  ό'χί•  εΐ9  όΧυν  τον  \αόν,  άΧΧά  εις 
μάρτυρας  τους  ττροσΖίωρίσ μένους  άττό  τον  θεόν, 
εις  ι) μας,  οίτίνες  συνεφά'^αμεν  κα\  συνεττίαμεν  με 
αυτόν,  αφού  άνεστάθη  εκ  των  νεκρών.  Και  ■παρη'^- 
<γεί\εν  εΙς  ημάς  νά  κηρύξωμεν  εις  τόν  \αόν,  καΐ  να 
μαρτυρήσωμεν,  ότι  αυτός  είναι  6  ωρισμενος  άττό 
τόν  Θεό  ν  Κριτής  ζώντων  και  νεκρών.  Εις  τούτον 
'όΧοι  οΊ  'ϊτροφήται  μαρτυρούν,  Οτι,  δια  του  ονόματος 
αυτού,  -^ελει  Χάβει  άφεσιν  αμαρτιών  ττάς  ό  τη- 
στεύων  εΙς  αυτόν. 

ΈυαγγΐΚίον.     Αονκ,  κΒ  .  13. 

ΤΔΟΤ,  Βύο  εκ  των  μαθητών  αυτού  εττηηαιναν  την 
αύτην  εκείνην  ημεραν  εις  κώμην  όνομαζομένην 
^Εμμαούς,  άττε-χουσαν  εξήντα  στάδια  άττό  την  Ίε- 
ρουσαΧημ.  Και  αύτοϊ  ώμιλούσαν  συναΧληΧως 
ττερι  όΧων  τών  συμβάντων  τούτων.  ΚαΙ  ενω  ώμι- 
Χούσαν  και  εσυνδιαΧέ'γοντο,  ττΧησιάσας  και  αυτός 
ό  Ιησούς  εττψ/αινεν  ομού  με  αυτούς.  Οι  όφθαΧ- 
μοί  αυτών  όμως  εκρατούντο,  δια  νά  μη  '^νωρίσωσιν 
αυτόν.  Ειττε  δε  εΙς  αυτούς,  Ποίοι  είναι  οί  λόγοι 
ούτοι,  τους  όττοίους  συνομιΧεΐτε  μεταξύ  σας  ττερι- 
ττατούντες,  και  είσθε  σκυθρωττοί;  ^ττοκριθείς  δε 
6  εΙς,  ονομαζόμενος  ΚΧεόττας,  ειττεν  εις  αυτόν. 
Συ  μόνος,  ττάροικος  ων  εις  την  ΊερουσαΧημ,  δεν 
έμαθες  τά  ιγενόμενα  μέσα  εις  αύτην  εις  τάς  ημέ- 
ρας ταύτας;  Και  εϊττεν  εις  αυτούς,  Ποια;  Και 
εκείνοι  είτταν  εις  αυτόν,  Ύά  ττερι  ^Ιησού  του 
Ι^αζωραίου  •  όστις  εστάθη  ττροφήτης,  δυνατός 
και  με  ερ'^ον  και  με  λόγον,  ενώττιον  του  θεού 
και  όΧου  τού  Χαού'  και  ττώς  τταρέδωκαν  αυτόν 
οΊ  άργ^ιερεΐς  και  οί  άργοντες  ημών  εις  καταδίκην 

127 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

θανάτου,  καΐ  βστανρωσαν  αυτόν.  Ή/^εΐς  6μ,ω<; 
ηΧττίζαμεν  οτί  αντος  βίναί  ό  μεΧΚων  να  Χντρώστ} 
τον  Ίσραή\•  ττλην  μ€  6\α  ταντα  τρίτη  ημέρα 
€ίναι  αϋτη  σήμερον,  αφού  β^ίναν  ταύτα.  Και 
ακόμη,  ^υναΐκ^ς  τινβς  άττό  τάς  ΙΒικάς  μα<ί  έξζττΧά- 
^ησαν,  δτ€  ύττη^αν  την  αν^ην  €ίς  το  μνημβΐον 
καΐ  μη  ζύρονσαί  το  σώμα  του,  ηΚθαν  \β<γουσαί  οτί 
Ϊ8αν  καΐ  ότΓτασίαν  ά'^^ίΧων,  ο'ίτινβ<ί  Χέζουν  οτο 
αύτος  ζη.  ΚαΙ  τιν€.<;  άττό  τους  οντάς  όμου  με  ημα<ζ 
υττη'γαν  βίς  το  μνημεΐον,  καΐ  βυρηκαν  οΰτω,  καθώς 
καΐ  αϊ  Ύυναΐκβς  βίτταν  αυτόν  όμως  δεν  ϊ'δαν.  ΚαΙ 
αυτός  βϊττεν  βίς  αυτούς,  ^12  ανόητοι,  καΐ  βραΒεΐς 
κατά  τΎ}ν  καρΒίαν  βίς  το  νά  ττίστεύετβ  δΧα  οσα 
βΧάΧησαν  οι  ττροφηταΐ'  δεν  βιτρεττε  νά  ττάθτ] 
ταϋτα  ό  Χριστός,  καΐ  νά  εΙσέΧθτ]  βίς  την  ^όξαν 
του;  ΚαΙ  άρ'χ^ίσας  άττό  τόν  Μωϋσην,  καΐ  άττο 
οΧονς  τους  ττροφήτας,  εξη'γοΰσεν  εΙς  αυτούς  τά 
Ύξ^ραμμενα  ττερί  εαυτού  εις  όΧας  τάς  <γραφάς. 
ΚαΙ  εττΧησίασεν  βίς  την  κώμην  οττου  εττή'^αιναν 
καΐ  αυτός  επροσιτοίεΐτο  δτι  ύιτάηεί  μακρότερα. 
Και  τόν  εβίασαν,  Χε^οντες,  ΜβΓνε  με  ημάς•  8ιότί 
ΤΓΧησίάζει  τό  εσιτερας,  καϊ  εκΧίνεν  ή  ήμερα. 
Και  εΙσηΧθε  δια  νά  μείνη  με  αυτούς.  ΚαΙ  αφού 
εκάθησε  με  αυτούς,  Χαβών  τόν  άρτον  ηύΧό<γησε, 
και  κάψας  βδιδεν  6ΐ9  αυτούς.  Και  ήνοί-χθησαν 
αυτών  οι  όφθαΧμοΙ,  καΐ  ε<γνώρισαν  αυτόν  καΐ 
αυτός  έγινε  ν  άφαντος  άττό  αυτούς.  Και  είτταν 
συναΧΧήΧως,  Δεν  εκαίετο  μέσα  εις  ημάς  ή  καρ- 
Βία  μας,  ότε  μας  εΧαΧονσεν  εις  τόν  Βρόμον,  καϊ 
δτε  μας  ηνοι^ε  τάς  <γραφάς ;  Και  σηκωθέντεζ. 
την  αυτήν  ώραν  ύττέστρεψαν  εΙς  τήν  ΊηρουσαΧήμ, 
καϊ  εύρήκαν  συνηθ ραϊσμένους  τους  ένδεκα,  καϊ 
τους  όντας  με  αυτούς '  οϊτινες  έλεγαν,  "Οτι  Οντως 
ανέστη  ό  Κύριος,  καϊ  εφάνη  εις  τόν  Σίμωνα.  Και 
αύτοΙ  διη'γούντο  τά  <γινόμενα  εις  τόν  Βρόμον,  καϊ 
τίνι  τρόττω  ε<γνωρίσθη  εις  αυτούς,  ενω  έκοπτε  τόν 

128 


ΤΡΙΤΗ   ΤΟΥ  ΠΑΣΧΑ. 

ΣυνατΓτη. 

ΓΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  δστί9  8ίά  του  μονο'^ζνου'ξ 
σου  Ύ'ιοΰ  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χρίστου  ένί- 
κησβς  τον  Β^άνατον,  καΐ  ηνοιξβς  649  νμα,ς  την  ττύ- 
Χην  τή<;  αιωνίου  ζωής,  Αξίωσε  ημάς,  ταττβίνώς  δεό- 
μεθά  σου,  ώστε,  καθώς  8ιά  της  προενερΎούσης 
ιδιαιτέρας  σου  'χάριτος  εμβάΧλβις  εις  τάς  ψυχάς 
ημών  ά^αθάς  επιθυμίας,  οΰτω  δίά  της  άκατατταύ- 
στου  βοηθείας  σου  να  φερωμεν  αύτάς  καΐ  εις  άγα- 
θην  εκττΧήρωσιν  Βιά  ^Ιησοΰ  Κριστοΰ  του  Κυρίου 
ημών,  όστις  ζή  καΐ  βασιΧεύει,  μετά  σου  καΐ  του 
Ά<γίουΥΙνεύματος,  εις  Θεοςττάντοτε,  εΙς  τους  αιώνας 
των  αιώνων.     Αμήν. 

Αντί  Έττιστοληί.      ΤΙράξ.  ιγ'.  26. 

■^ΝΔΡΕΣ  άΒεΧφοΙ,  υιοί  του  γένους  του  Αβραάμ, 
καΐ  όσοι  μεταξύ  σας  φοβούνται  τον  θεον,  εΙς 
εσάς  άττεστάλη  6  \ό<γος  της  σωτηρίας  ταύτης. 
Διότι  οι  κατοίκούντες  εις  την  ^\ερουσα\ημ,  καϊ  οι 
αργοντες  αυτών,  μή  ηνωρίσαντες  τούτον,  μηδέ  τάς 
φωνάς  των  ττροφητών  τάς  άνα^ινωσκομενας  καθ* 
€καστον  σάββατον,  εττΧήρωσαν  αύτάς,  κατακρί- 
ναντες  τούτον.  ΚαΙ  μ\6\ον  οτί  δεν  εύρήκαν  εις 
αύτον  καμμίαν  αΐτίαν  θανάτου,  έζήτησαν  άττο  τον 
ΥΙίΧάτον  νά  ^ανατωθη.  \φού  δε  ετεΧείωσαν  δ\α 
τά  ττερί  αυτού  ηε'^/ραμμένα,  κατέβασαν  αύτον  άττο 
το  ζύΧον,  καϊ  έθεσαν  εΙς  μνημεΐον.  Ό  Θε09  όμως 
άνέστησεν  αύτον  εκ  τών  νεκρών.  Καϊ  εφάνη  δια 
ΤΓοΧΧάς  ημέρας  εις  εκείνους  οϊτινες  άνέβησαν  ομού 
με  αύτον  άττο  την  ΤαΧιΧαίαν  εις  την  '\ερουσαΧτ}μ• 
οΐτινες  καϊ  είναι  μάρτυρες  αυτού  ττρος  τον  Χαόν. 
ΚαΙ  ημείς  εύαη'^εΧίζομεν  εις  εσάς  την  ^ενομένην 
619  τους  πατέρας  εττα'γ'γεΧίαν,  οτί  ταύτην  6  Θεός 
€κτέΧεσεν  εις  ημάς  τά  τέκνα  των,  άναστήσας  τον, 
Ιησούν  καθώς  είναι  ^ε^ραμμένον  καϊ  εις  τον 
ο3 


ΤΡΙΤΗ   ΤΟΥ   ΠΑΣΧΑ. 

Ββύτβρον  ΨαΧμον,  Τίός  μου  βίσαι  συ,  εγώ  σήμερον 
σ€  β<^&ννησα.  Καί  'ότι  άνέστησεν  αύτον  €Κ  των 
νεκρών,  μη  μέΧΚοντα  ττλεον  να  ύττοστρέψ-ρ  €^9  την 
Βιαφθοράν,  λεγβί.  οντω'  "Οτι  3^β\ω  σα<ζ  δώσεί  τα 
8σια  τα  οττοΐα  νττεσ'χ^έθην  εις  τον  ΑαβΙδ,  τα  τηστά. 
Αίά  τούτο  καΐ  βίς  αλΧον  Ψαλ/ζόν  λε'γεί,  Αβν  -^ε'λείΫ 
αφήσει  να  ϊΒτ]  6  "Οσιος  σου  διαφθοράν.  Αιότι  6 
μεν  Ααβ18,  αφού  ύττηρέτησε  την  βούΧην  του  Θεοΰ 
εις  την  ι8ίαν  του  'γενβάν,  έκοιμηθη,  καΐ  εττροστέθη 
€19  τού<{  Ίτατερα<ς  του,  καΐ  ϊΒε  Βιαφθοράν  εκεΐνοζ 
δμως,  τον  οττοΐον  6  Θε09  άνέστησε,  Βεν  ΐ'δε  Βιαφθο- 
ράν. 'Άς  ηναι  Χοιττον  γνωστόν  εις  εσάς,  άνΒρες 
άΒεΧφοΙ,  οτι  Βιά  τούτου  κηρύττεται  εις  εσάς  άφε- 
σις  άμ^αρτιών  και  άττο  'όΧα  εκείνα,  άττο  τά  οττοΐα 
Βεν  ημτΓορεσετε  Βιά  του  νόμου  του  Μ,ωύσεως  νά 
Βικαιωθητε,  Βιά  τούτου  ττάς  6  ττιστεύων  εις  αύτον 
Βικαιόνεται.  ΒΧέττετε  Χοιττον  νά  μην  εΧθη  εττάνω 
σας  εκείνο  το  οττοΐον  εΧαΧήθη  Βιά  των  ττροφητων, 
'ίδετε,  οι  καταφρονηταΐ,  και  Β^αυμάσετε,  καΐ  άφα- 
νισθητε'  Βιοτι  ε'γώ  κάμνω  ερ^ον  εις  τάς  ημέρας 
σας,  βριγον  εΙς  το  οττοΐον  Βεν  Β^έΧετε  ττιστεύσει,  εάν 
κανείς  το  Βιη'^ηθη  εΙς  εσάς. 

Έναγ'ΫΐΚιον.      Αονκ.  κΒ'.  36. 

Ι?Νί2  δε  αύτοΙ  εΧαΧονσαν  ταύτα,  αύτος  6  ^Ιησούς 
εστάθη  εις  το  μέσον  αυτών  και  λεγεί  εΙς  αυ- 
τούς, Ειρήνη  εΙς  εσάς.  Εκείνοι  δε  τρομάξαντες, 
καΐ  εμφοβοι  <γενόμενοι,  ενόμιζαν  οτι  βΧέττουν 
ττνεύμα.  Και  είττεν  εΙς  αυτούς,  Αιά  τί  είσθε  τε- 
ταρα'γμένοι ;  και  Βιά  τί  αναβαίνουν  εις  τάς  καρ- 
Βίας  σας  ΒιαΧο^ισμοί;  Ίδετβ  τάς  γεΐράς  μου  καϊ 
τους  ΎτόΒας  μου,  οτι  αύτος  ε'γώ  είμαι  •  ■ψηΧαφή- 
σετε  με  καϊ  ιΒέτε•  οτι  ττνεύμα  σάρκα  καϊ  οστά  Βέν 
€χει,  καθώς  Βεωρεΐτε  έμέ  εγ^οντα.  Καϊ  ειττών 
τοντο,  εΒειξεν  εις  αυτούς  τάς  γ^εΐρας  και  τους 
ΤΓοΒο,ς.  Ενω  δε  αύτοι  άττιστούσαν  ακόμη  άττο 
την  'χαράν,  καΐ  εθαύμαζαν,  είττεν  εις  αυτούς, 
130 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

Εχβτε  τιΤΓΟτε  βρώσιμον  εδώ;  Και  (κεΐνοί  βΒωκαν 
€ί<ί  αύτον  μέρος  ότττον  ίχ^θύος,  και  άττο  κηρηθραν 
μβΧιτος.  Και  Χαβών  βφα^βν  ενώττιον  αυτών. 
ΕίΤΓβ  δε  649  αυτούς,  Ούτοι  είναι  οι  Χό'γοι  τους 
οτΓΟίους  βΧάΧησα  εις  εσάς,  ενω  ήμουν  ακόμη  μαζύ 
σας  •  'ότι  ττρέττει  να  ττΧηρωθώσιν  οΚα  τά  ηε- 
ηραμμενα  εις  τον  νόμον  του  Ι^Ιωνσεως  και  εις  τους 
ττροφήτας  και  εις  τους  ψαΧμούς  ττερι  εμοϋ.  Τότε 
ηνοιξεν  αυτών  τον  νουν,  δία  να  καταΧάβωσι  τάς 
Ύραφάς.  Και  εΐττεν  εις  αυτούς,  "Οτι  ούτω  είναι 
ηε'^ραμμένον,  και  ούτω  εττρεττε  νά  ττάθτ)  6  Χρίστος, 
και  νά  άνασταθτ]  εκ  τών  νεκρών  την  τρίτην  ήμε- 
ραν  και  νά  κηρυ-χθτ]  εις  το  όνομα  αυτού  μετάνοια 
και  άφεσις  αμαρτιών  εις  'όΧα  τά  έθνη,  γινομένης 
αρχής  άτΓο  την  'ΙερουσαΧημ.  Και  σεις  είσθε  μάρ- 
τυρες τούτων. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

Συναπτή. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑλΙΕ  ημών  ΥΙάτερ,  όστις  έδωκες  τον 
μονο'γενή  σου  Ύΐόν  νά  άττοθάνη  8ιά  τάς  αμαρ- 
τίας ημών,  και  νά  άνασταθη  διά  την  Βικαιοσύνην 
ημών,  \άρισε  εις  ημάς  νά  άττορρίψωμεν  ούτω 
την  ζύμην  της  κακίας  και  ττονηρίας,  ώστε  ττάντοτε 
νά  σε  Χατρεύωμεν  με  καθαρότητα  ζωής  και  άΧή- 
θειαν  δίά  της  άξιομισθίας  τον  αυτού  Υιού  σου, 
του  Κυρίου  ημών  Ιησού  Χριστού.     \μην. 

ΈτΓίστολ»;.      1  Ίωάνν,  ε  .  4. 

ΤΤΑΝ  ο,τι  είναι  '^/εννημένον  άττο  τον  θεόν,  νίκα 
τον  κόσμον  και  αύτη  είναι  ή  νίκη  ήτις  ενί- 
κησε  τον  κόσμον,  η  ττίστις  ημών.  ΥΙοΐος  είναι 
εκείνος  όστις  νίκα  τον  κόσμον,  ει  μη  6  ττιστεύων 
ΟΤΙ  ό  Ιησούς  είναι  6  Ύίός  τού  θεού;  Ούτος  είναι 
όστις  ηΧθε  δί'  ύδατος  και  αίματος,  Ιησούς  ο 
Χριστός '  οχι  διά  τού  ύδατος  μόνον,   άΧΧά  διά  τού 

131 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΡΩΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΟ  ΠΑΣΧΑ. 

νΒατος  καΐ  του  αϊματο'ί'  και  το  ϊϊνβνμα  ρχναν 
€Κ€Ϊνο  το  ότΓοΐον  μαρτνρβί'  Βώτο  το  ΐΐνβνμα  ξΐναο 
η  αλήθβια.  Αιότί  τρ€Ϊ<ί  βίναί  οι  μαρτυρονντ€ς  εΙς 
τον  ούρανον,  6  Ώατηρ,  υ  Αό<γο<ί,  καΐ  το  "Α^ιον 
ΥΙνενμα'  καΐ  οντοί  οι  τρβΐς  είναι  βν.  ΚαΙ  τρ€Ϊ<ί 
βιναι  οΐ  μαρτνροΰντβς  6ΐ(?  την  ^ήν,  το  ΥΙνβΰμα,  καΐ 
το  ν8ωρ,  και  το  αίμα'  και  οι  τρ€Ϊς  οντοι  αναφέ- 
ρονται 619  εν.  Έαΐ'  Ζε'χωμεθα  την  μαρτνρίαν  των 
άνθρώττων,  η  μαρτυρία  του  θεοΰ  είναι  με'^α\'η- 
τέρα•  Βιότι  αΰτη  είναι  η  μαρτυρία  του  Θεοί),  την 
οττοίαν  εμαρτύρησε  ττερι  του  Τΐοΰ  του.  "Οστις 
πιστεύει  εις  τον  Ύΐον  του  Θεοΰ,  έχει  την  μαρτυ- 
ρίαν  μέσα  εις  τον  εαυτόν  του'  όστις  Βεν  πιστεύει 
εΙς  τον  θεον,  εκαμεν  αύτον  -ψ^εύστην,  Βιότι  Βεν 
εττίστευσεν  εις  την  μαρτυρίαν  την  οποίαν  ό  θεός 
εμαρτύρ7)σε  περί  του  Ύΐοΰ  του.  ΚαΙ  αΰτη  είναι, 
η  μαρτυρία•  οτι  ζωην  αίώνιον  εΒωκεν  εις  ημάς  6 
Θεός,  καΐ  ή  ζωη  αΰτη  είναι  εις  τον  Ύίον  αύτοΰ. 
"Οστις  έχε*,  τον  Ύΐον,  έ'χεί-  την  ζωήν  όστις  Βεν 
€χει  τον  Ύίον  του  Θεοΰ,  την  ζωην  Βεν  έ'χεί.  • 

Ειιαγγελιοι/.      ΊωάΐΊ/.  κ.  19. 

"ΤΉΝ  αύτην  ημεραν  Χοιπον  το  εσπέρας,  ήτις  ητον 
η  πρώτη  ημέρα  της  έβΒομάΒος,  ενω  αϊ  ^ύραι 
ήσαν  κεκΧεισμέναι  οπού  οι  μαθηταΐ  ευρίσκοντο 
συνη'^μένοι,  Βια  τον  φόβον  των  ^ΙουΒαίων,  ηΚθεν  6 
^Ιησούς,  καΐ  έστάθη  εις  το  μέσον,  και  λ,εγεί  6ΐ9 
αυτούς,  Ειρήνη  εις  εσάς.  Και  άφοΰ  είπε  τοΰτο, 
εΒειξεν  εΙς  αυτούς  τάς  γ^εΐρας  και  την  πΧευράν 
του.  Έ^άρησαν  Χοιπον  οι  μαθηται  ιΒόντες  τον 
Κύριον.  Είπε  δε  πάλιν  εις  αυτούς  6  ^Ιησοΰς, 
Ειρήνη  εΙς  εσάς'  καθώς  με  άπεστειλεν  6  Ώατήρ, 
οΰτω  καΐ  ε'γώ  πέμπω  εσάς.  ΚαΙ  άφοΰ  είπε  τοΰτο, 
ενεφύσησε,  καΐ  \έ<γει  εις  αυτούς,  Αάβετε  ΥΙνεΰμα 
"Α<γιον.  Έάΐ'  τίνων  συ^γωρήσετε  τάς  αμαρτίας, 
είναι  συΎχωρημέναι  εις  αυτούς '  εάν  τίνων  κρα- 
τείτε αύτάς,  είναι  κρατημέναι. 
132 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

ΣννατΓτη. 

Ρ|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  βΒωκβς  τον  μονό- 
γενί)  σον  Ύΐον,  να  ηναί  εις  ημάς  ενταντω  καΐ 
Β^υσία  νττερ  αμαρτίας,  καΐ  τύττος  3εαρέστον  ζωής, 
Αος  εΙς  ημάς  την  χάριν  σου  να  Ββχώμεθα  ττάντοτε 
μετά  ευχαριστίας  ταύτην  την  άνεκτίμητον  αύτοΰ 
εύερ'γεσίαν,  και  ενταυτω  νά  ά'^ωνιζωμεθα  καθ* 
εκαστην  εΙς  το  νά  άκοΧουθωμεν  τά  μακάρια  ϊχνη 
της  ά^γιωτάτης  αύτοΰ  ζωής•  8ιά  του  αυτού  ^Ιησοΰ 
Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

'Έτηστολη.      1  Τίίτρ.  β .  19. 

ΎΌΤΤΟ  είναι  χάρις,  εάν  τις  άττο  συνείΖησιν  θεοΰ 
ύτΓοφέρτ]  Χύττας  ττάσχων  άΒίκως.  Αιότι  ττοία 
Βόξα  είναι,  εάν  άμαρτάνοντες  και  ραττιζόμενοο 
ντΓΟ μένετε;  εάν  όμως  ά^αθοττοιουντες  και  "πά- 
σχοντες ντΓομενετε,  τούτο  είναι  χάρις  κοντά  εις 
τον  Θεόν.  Αιότι  εις  τούτο  εκάΧεσθητε'  εττειΒη 
και  6  Χρίστος  ετταθε  8ιά  σας,  άφίνων  τταράΒει^μα 
εις  εσάς,  Βιά  νά  άκο\ουθησετε  τά  ϊχνη  του' 
όστις  άμαρτίαν  Βεν  εττραξεν,  ούΖε  ευρέθη  8ο\ος 
εις  το  στόμα  αυτού '  όστις  ΧοιΒορούμενος,  δει/ 
άντεΧοιΒορούσε,  ττάσχων  Βεν  άττειλούσεν,  άΧλά 
τταρέΒιΒε  τον  εαυτόν  του  εις  τον  κρίνοντα  Βικαίως' 
όστις  τάς  ιΒικάς  μας  αμαρτίας  αυτός  εσήκωσεν 
εις  το  σώμα  του  εττάνω  εΙς  το  ξύΧον,  Βιά  νά  ζή~ 
σωμεν  εις  την  Βικαιοσύνην,  αποθανόντες  κατά  τάς 
αμαρτίας"  με  τού  όττοίου  τάς  'ττΧη'γάς  ίατρεύθητε. 
Αιότι  ήσθε  ώς  ττρόβατα  ττΧανώμενα'  άΧΧά  τώρα 
έττεστράφητε  εις  τον  ΐίοιμενα  καΐ  ^Έιττίσκοττον  των 
Ί^υχών  σας, 

Έυαγ^ίΧιον,      Ίωάνι/.  ι'.  11. 

*0    'ΙΗΣΟΤΣ    είττεν,    Έγώ    είμαι    ό    ττοιμην    6 

καΧος•   ο  ττοιμην  6  καΧός  την  ζωην  του  βάΧ- 

Χεί   ύττερ   των   ττροβάτων.     ^Εκείνος   όμως   οστι,^ 

133 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

€ΐναι  μισθωτός,  καΐ  ο-χ^υ  ιτοιμην,  του  οττοίου  δεν 
ζΐναι  τα  ττρόβατα  ΙΒικά  του,  βΧβττβί  τον  \ύκον 
έρχ^όμβνον,  καΐ  άφίνβι  τα  πρόβατα,  καΐ  φ^ύ'γβί' 
καΙ  6  \ύκος  άρττάζει  αυτά,  καΐ  σκορττίζει  τά  πρό- 
βατα, Ό  δέ  μισθωτός  φβύ^βι,  8ιότί  α,ναι  μισθω- 
τός, και  δεν  τον  μέλει  ττερί  των  προβάτων.  Έγώ 
€Ϊμαΐ  6  τΓΟίμην  ό  κα\ός,  και  γνωρίζω  τά  ιδικά  μου, 
καϊ  γνωρίζομαι  αϊτό  τά  ΙΒικά  μου.  Καθώς  μβ 
γνωρίζει  6  ΐΐατηρ,  οΰτω  καϊ  εγώ  ^γνωρίζω  τόν 
ΐΐατερα  •  καϊ  την  ζωήν  μου  βάΧλω  ύττερ  των  προ- 
βάτων. Καϊ  άΧλα  πρόβατα  εγω,  τά  όποια  δεν 
είναι  από  την  μάνΒραν  ταύτην  καϊ  εκείνα  πρεπεί 
νά συνάξω"  καϊ  θέλουν  ακούσει  την  φων7]ν  μον  και 
3^έ\ει  <γίνει  μία  ποίμνη,  εις  ποιμην. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑ2ΧΑ. 

Ένναπτί]. 

ΡΙ^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  όστις  φωτίζεις  τους  πε- 
πΧανημένους  με  το  φως  της  αληθείας  σου,  Βιά 
νά  επιστρέ-^ωσιν  εις  την  όδόν  της  δικαιοσύνης, 
ϋάρισε  εις  πάντας  τους  είσα'χθεντας  εΙς  την  κοι- 
νωνίαν  της  πίστεως  του  Χριστού,  νά  άποφεύ^ωσι 
πάν  ό,τί  είναι  εναντίον  εΙς  την  επα<γ^ε\ίαν  αυτών, 
νά  άκόΧουθώσι  δε  πάντα  Οσα  συμφωνούν  με 
αυτήν  δίά  ^Ιησοΰ  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

^Επιστολή.      1  ΐΐίτρ.  β'•  11. 

Λ  ΓΑΠΗΤΟΙ,  σας  παρακαΧώ,  ώς  ξένους  καϊ  παρ- 
επίδημους, νά  άττεχετε  από  τάς  σαρκικάς 
επιθυμίας,  αϊτινες  στρατεύονται  εναντίον  της  ψν- 
χϊ)9.  Νά  έ'%ετε  κάλήν  την  δια'γω'γήν  σας  μεταξύ 
εις  τά  εθνη'  ώστε  (ε'νω  σας  κατα\α\ούν  ώς  κακο- 
ποιούς) από  τά  καΧά  σας  ερ^γα,  Οταν  ϊδωσιν  αυτά, 
νά  Βοξάσωσι  τόν  Θεόν  εί?  την  ήμέραν  της  επι- 
σκέψεως. 'Ύποτα'χθητε  \οιπόν  εις  πάσαν  άν- 
134 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΛ   ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

θρωττίνην  Βιάταξιν  Βιά  τον  Κύρων  βΓτε  εις  βα- 
σι\ύα,  ώς  βίς  νττβρβ-χ^οντα'  βϊτβ  εις  η'γεμόνας,  ώς 
8ι  αυτού  7Γ€μ7Γομένον<ί  βίς  €κ8ίκησίν  μβν  κακο- 
ΊΓΟίων,  6ΐ<>  βτταινον  δε  ά^αθοττοιών.  Αιότί  ούτω 
€Ϊναι  το  ^ύΧημα  του  Θεοί,  'π•ράττοντ€<;  το  ά'^αθον 
να  άτΓοστομόνετβ  την  άηνωσίαν  των  ανόητων  άν- 
θρώττων  ώ<ί  βλεύθβροι,  καΐ  οχ^ι  μεταχ^βιριζόμβνοο 
την  ίΧβυθβρίαν  σας  ώς  βττικάλυμμα  της  κακίας, 
άλλ'  ώς  δοΰΧοι  του  Θεοΰ.  "Ολοΐ'9  τιμάτβ'  την 
άΒβΧφότητα  ά'^αΊτατβ'  τον  Θεοί/  φοββΐσθε'  τον 
βασίλβα  τιμάτε. 

ΕυαγγεΧίον.       Ιωάνν.  ίτ  .  16• 

'Γ\  'ΙΗΣΟΤΣ  ειττεν  εις  τους  μαθητάς  του,  'Ολι- 
<γον  ακόμη,  καΐ  δεν  μβ  /βλεττετε"  και  τταλιν 
οΧίηον,  και  θέλετε  με  ιΒεΐ'  Βιότι  ε'γώ  νττά'γω  ττρος 
τον  ΐΐατέρα.  Τότε  βίτταν  συναΧΧήΧως  τινβς  άττο 
τους  μαθητάς  αυτού,  Ύί  είναι  τούτο  το  όττοΐον  λ,έ- 
ηει  εις  ημάς,  Όλ/γον,  καΐ  Βεν  με  βΧέττετε'  και 
ττάΧιν  οΧί^ον,  καΐ  θέλετε  με  ΙΒεΐ'  Βιότι  εγώ  ύττάγω 
7Γρό<?  τον  Τίατερα ;  "ΕΧειγαν  Χοιττον,  Ύούτρ  τι  είναι 
το  ΟΊΓοιον  Χέ'γει,  το  οΧί^ον ;  δεν  εξεύρομεν  τι  ΧαΧεΐ. 
^ΕκατάΧαβε  Χοιττον  6  ^Ιησούς  οτι  ήθεΧαν  νά  τον 
ερωτησωσί'  καΐ  είττεν  εις  αυτούς,  ΐίερι  τούτου  ζη- 
τείτε μεταξύ  σας,  οτι  είττα,  'Ολιγον,  κα\  δεν  με 
βΧεττετε•  και  ττάΧιν  6Χί'•^ον,  καΐ  θέλετε  με  ιΒεΐ ; 
Βέβαια  βέβαια  σας  λέγω,  οτι  σεις  Β^έΧετε  κΧαύσει 
και  Βρηνι^σει,  ό  κόσμος  όμως  3^έΧει  χαρη'  σεις  δε 
.^ελετε  Χυττηθή,  η  Χύττη  σας  όμως  3^έΧει  μεταβΧη- 
•^1  ^^''>  %<^Ρ"''•  Ή  <γυνη  όταν  γέννα,  έ'χεί  Χύττην, 
Βιότι  ήΧθεν  η  ωρα  της'  αφού  όμως  γέννηση  τό 
τταιΒίον,  δεν  ενθυμεΐται  ττΧέον  την  Χύττην,  Βιά  την 
'χαράν  ότι  ε<^εννήθη  άνθρωπος  εις  τον  κόσμον. 
Και  σεΙς  Χοιττόν  τώρα  μεν  έχετε  Χύττην  ττάΧιν 
όμως  3έΧω  σάς  ιΒεΐ'  καΐ  ΒέΧει  χάρη  η  καρΒία 
σας,  καΐ  την  χαράν  σας  κανείς  δεν  ,^ελε^  ττάρεί 
άττο  σάς. 

135 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

"Συναπτή. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  6  μόνος  Βυνάμβνος  νά 
Βιορθόν7]<;  τάς  άτακτους  Βε'λ.ήσβίς  καΐ  έττίθυ- 
μίας  των  άμαρτωΧών  άνθρώττων,  ^άρισβ  εΙς  τον 
\αόν  σον  νά  ά'γαττώσί  ττάν  ο,τί  ττροστάζβίς,  καΐ  νά 
ίτηθνμώσι,  ττάν  ο,τι  ύττόσχέσαί•  ώστε,  μεταξύ  των 
ΐΓοΧλών  και  ΤΓΟίκίΧων  μβταβοΧών  τον  κόσμον,  αΐ 
καρΒίαι  ημών  νά  ηναί  έκβΐ  άσφαΧώς  ττροσηΧωμέ- 
ναι,  οΊτον  ευρίσκεται  η  άΧηθης  'χαρά'  δίά  ^\ησου 
Ιίρίστον  τον  Κυρίου  ημών.     Ά/^?/)/. 

Επιστολή.      Ιακώβ,  α,  17. 

ΤΤΑΣΑ  δόσ69  άι^αθη,  καΐ  ττάν  δώρημα  τεΧείον, 
εϊναί  άνωθεν,  καΐ  καταβαίνει  άττο  τον  Ώατέρα 
των  φώτων  εις  τον  οττοΐον  δεν  ύττάρχεί.  άΧΧοίω- 
σίς,  η  σκιά  μεταβοΧής.  Έ^  ιΒίας  του  3^εΧ7ίσεως 
έ'γέννησεν  ημάς  με  τον  λόγον  της  άΧηθείας,  Βιά 
νά  ήμεθα  ημείς  ώς  άτταρ'χτ)  τών  κτισμάτων  του. 
"είστε,  άΖεΧφοί  μου  ά'γαττητοί,  ας  ηναι  ττάς  άνθρω- 
πος ταγούς  εις  το  νά  άκούη,  βραΖύς  εις  το  νά  ΧαΧτ}, 
βραΒύς  εις  ορ^ήν  διότι  ή  όρ^η  του  άνθρώττον 
Βεν  εργάζεται  την  Βικαιοσύνην  του  Θεοΰ.  Αιά 
τούτο  άττορρίψαντες  ττάσαν  άκαθαρσίαν  και  περίσ- 
σευμα κακίας,  Βεχ^θήτε  με  ττραότητα  τον  εμφυτον 
Χό<γον,  τον  Βυνάμενον  νά  σώστ)  τάς  ψυ^άς  σας. 

Έυαγγίλιον.      'ΐωάνρ.  ις-'.  5. 

*Γ)  'ΙΗΣΟΤΣ  εΙτΓβν  εις  τους  μαθητάς  του,  Τώρα 
ύττά'γω  ττρός  εκείνον  όστις  με  εττεμψε'  καΐ  κά- 
νεις άτΓΟ  σας  Βεν  με  έρωτα,  Που  ύττά'γεις ;  άΧΧ* 
βττειΒη  σας  εΧάΧησα  ταύτα,  η  Χύττη  ε^έμισε  την 
καρΒίαν  σας.  Έγώ  όμως  την  άΧήθειαν  σας  λέγω• 
συμφέρει  εις  εσάς  νά  νττάγω  εγώ•  Βιότι  εάν  Βεν 
ίττάγω,  ό  ΥΙαράκΧητος  Βεν  ^εΧει  εΧθεΐ  ττρός  εσάς' 
€άν  όμως  ύττάγω,  Β^έΧω  πέμψει  αυτόν  ττρός  εσάς. 
ΚαΙ  όταν  εκείνος  €Χθτ],  ^έΧει  εΧέ'γξει  τον  κόσμον 
136 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΠΕΜΠΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

7Γ€ρΙ  αμαρτίας,  καϊ  ττβ/ϊΐ  Βικαιοσύνης,  καΐ  ττερί  κρί- 
σεως• ΤΓβρΙ  αμαρτίας  μεν,  Βίότί  δεν  τηστεύουν 
εις  εμέ•  ττερΙ  δικαιοσύνης  δε,  Βιότι  ύττάγω  ττρος 
τον  Πατέρα  μου,  καϊ  ττΧέον  8εν  με  βΧεττετε'  ττερΙ 
δε  κρίσεως,  Βιότι  6  άρ'χων  του  κόσμου  τούτου 
εκρίθη.  \κόμη  εχω  ττολλά  να  σας  εϊττω,  ττΚην 
δεν  εμτΓορεΐτε  τώρα  να  τα  βαστάξετε.  Αλλ  όταν 
εΧθτ)  εκείνος,  το  ΥΙνευμα  της  αληθείας,  ^9ελε^  σας 
οΒη'γήσει  εις  ττάσαν  την  άΧήθειαν  Βιότι  δεν  3^έ\εί 
ΧαΧήσει  αφ"  εαυτού,  άλλ'  οσα  άκούση  3^έΧει  Χα- 
Χήσεΐ'  και  -^ελεί.  σας  άνα'γ'γείΧει  τά  μεΧΧοντα. 
^Έ,κεΙνος  ^ε'λεί  με  Βοξάσεΐ'  Βιότι  άττό  το  ΙΒικόν  μου 
^εΧει  ττάρει,  και  άναΎ^είΧει  εις  εσάς.  '  Ολα  οσα 
έχει  ό  Ώατηρ,  ΙΒικά  μου  είναι*  Βια  τούτο  ειττα,  δτι 
άττό  το  ιΒικόν  μ^ου  Ι^έΧει  ττάρει,  και  αναγγείλει  εις 
€σάς. 

— ♦ — 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΈΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑΣΧΑ. 

Συναπτή» 

Τ^ΤΡΙΕ,  εκ  του  όττοίου  τττ/γάζουν  τταντα  τα  άγα^ά, 
\άρισε  εις  ημάς  τους  ταπεινούς  ΒούΧους  σου, 
ώστε,  οιά  της  Β^είας  σου  εμπνεύσεως,  να  συΧΧο^ι- 
ζώμεθα  οσα  είναι  άηαθά,  καϊ  Βια  της  φιΧανθρώ- 
ΊΓου  οΒη'γίας  σου  να,  εκτεΧώμεν  αύτά'  Βια  ^Ιησοΰ 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

Επιστολή.      'ίακωβ.  α.  22. 

"ΡΙΝΕΣΘΕ  δε  ττοιηταΐ  του  λόγου,  και  μη  μόνον 
άκροαταΐ,  άττατώντες  τον  εαυτόν  σας.  Αιότο 
εάν  τις  ηναι  ακροατής  του  λόγου,  και  οχι  ττοιητης, 
ούτος  ομοιάζει  με  ανθρωττον  όστις  θεωρεί  το  φυσι- 
κόν  του  ττρόσωτΓον  εις  κάτοτττρον.  Αιότι  Βεωρεΐ 
τον  εαυτόν  του,  καϊ  αναχωρεί,  και  ευθύς  Χησμονεΐ 
ότΓοΐος  ητον.  "Οστις  όμως  ενατενίση  εις  τον  τέ- 
Χειον  νόμον  της  ελευθερίας,  καϊ  μένη  εις  αυτόν, 
ούτος  γενόμενος  οχι  ακροατής  εττιΧησμων,  άλλα 
ΤΓΟίητης  ερ'γου,   ούτος  Β^έΧει   είσθαι  μακάριος   €19 

137 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΕΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΟ   ΠΑ2ΧΑ. 

την  Ίτραζίν  του.  Έαν  κανβΐς  μεταξύ  σα^  φαίνεται 
οτί  είναί  3^ρήσκο<;,  καΐ  Ββν  'χαΚίνόντ)  την  ηΧωσσάν 
του,  αλλά  άττατα  την  καρΒίαν  του,  τούτου  η  3^ρη- 
σκεία  είναι  ματαία.  Θρησκεία  καθαρά  καΐ  άμί- 
αντο<ζ  ενώτΓίον  του  θεοϋ  καΐ  ΐΐατρος  είναι  αΰτη* 
Να  ετΓίσκέτΓτεται  τους  ορφανούς  και  τάς  χήρας  εί^ 
την  Β^λίψιν  αυτών,  καΐ  νά  φυΧάτττρ  τον  εαυτόν  του 
άμόΧυντον  άττο  τον  κόσμον. 

Έ,υαγγίΧιον,      Ίωάνν,  ις~'.  23. 

"ΠΕΒΑΙΑ  βέβαια  σας  λέγω,  οτι  όσα  ηθελετε  ζη' 
τήσει  από  τόν  ΥΙατέρα  εις  το  ονομά  μου,  ^έλε^ 
σας  8ώσει  αυτά.  'Έως  τώρα  8εν  εζητησετε  τίττοτε 
εις  τό  ονομά  μου'  ζητείτε  και  3^έ\ετε  Χαμβάνει, 
Βιά  νά  ηναι  ττλήρης  ή  χαρά  σας.  Ύαΰτα  με  παρ- 
οιμίας εΧάΧησα  εις  εσάς'  έρχεται  όμως  ώρα,  δτ6 
δέ^'  Β^ελω  πλέον  σας  \α\ησει  με  παροιμίας^  άΧ7\,ά 
παρρησία  Β^έΧω  σας  άναγγειλβί  περί  του  Πατρός. 
Έΐίς  εκείνην  την  ημέραν  ΒέΧετς  ζητήσει  εις  τό  ονο- 
μά μου'  καΐ  Βεν  σας  λέγω  οτι  ε'γώ  ΒέΧω  παρα- 
καλέσει τόν  ΐΐατερα  8ιά  σάς'  8ιότι  αυτός  6  Πα- 
τηρ  σας  άηαπα,  επεώη  σεις  ηηαπησετε  εμε,  καϊ 
επιστεύσετε  οτι  εγώ  από  τόν  θεόν  εξήΧθα.  Έ•ξ- 
ηΧθα  από  τόν  ΐΐατέρα,  καϊ  ηΧθα  εις  τόν  κόσμον 
πάΧιν  άφίνω  τόν  κόσμον,  και  ύπά<γω  προς  τον 
ΐϊατέρα.  Αέ<γουν  εις  αυτόν  οι  μαθηταΐ  αύτοΰ. 
Ιδού,  τώρα  παρρησία  ΧαΧεΐς,  καϊ  καμμίαν  παροι- 
μίαν  Βέν  Χέ'γεις.  Ύώρα  καταΧαμβάνομεν  οτι  έξ- 
βύρεις  τά  πάντα,  και  8έν  έχεις  χρείαν  νά  σε  έρωτα 
κανείς•  εκ  τούτου  πιστεύομεν  οτι  εξήΧθες  άπό  τόν 
θεόν.  \πεκρίθη  εΙς  αυτούς  ό  ^Ιησούς,  Ύώρα  πι- 
στεύετε ;  Ιδού,  έρχεται  ώρα,  μάΧιστα  η8η  ηΧΘε, 
Βιά  νά  σκορπισθήτε  έκαστος  εις  τά  ϊΒια,  και  να 
αφήσετε  εμε  μόνον  άΧΧά  δεν  είμαι  μόνος,  Βιότι  6 
ΐΐατήρ  είναι  με  εμέ.  Ύαΰτα  έΧάΧησα  προς  εσάς, 
Βιά  νά  έχετε  εις  εμε  είρήνην.  Έ,ίς  τόν  κόσμον 
ΒέΧετε  έχει  ΒΧίψιν  Βαρσεΐτε  ομως'  ε'γώ  ενίκησα 
τόν  κόσμον. 
138 


ΤΗΣ  ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ. 

ΣυνατΓτη. 

"νΑΡΙΣΕ  €69  ημάς,  Ββόμζθά  σου,  Παντο^ύναμβ 
Θ€€,  ώστε,  καθώς  ττιστβύομβν  οτι  6  μονογενής 
Ύίός  σου  6  Κύρνος  ημών  ^Ιησοΰς  Χρίστος  άνεΧήφθη 
€ίς  τους  ουρανούς,  ούτω  καυ  ημείς  με  την  καροιαν 
καΐ  με  την  Βίάνοιαν  να  άναβώμεν  εκεί,  καΐ  ά8ια- 
ΧείτΓτως  νά  εΰρισκώμεθα  με  αυτόν  όστις  ζη  καν 
βασιλεύει,  μετά  σου  καΐ  του  Ά^ίου  Ώνεύματος,  εις 
Θεός,  619  τους  αιώνας  τών  αιώνων.     ^Αμήν. 

Ανη    ΕπιστοΧης.      ΐΐραζ,  α.  1. 

'Τ'ΟΝ  μεν  ττρώτον  λόγον  έκαμα,  ώ  Θεόφιλε,  ττερί 
όλων  όσα  ήργ^ισεν  ό  ^Ιησούς  νά  κάμνη  καΐ  νά 
ΒιΒάσκτ),  μέχρι  της  ημέρας  καθ'  ην  άνεληφθη, 
αφού  Βιά  του  ΐΐνεύματος  του  Ά^ίου  εΒωκε  ττρο- 
στα^γάς  εΙς  τους  ^ττοστόλους,  τους  όττοιους  ειχεν 
εκλέξεί'  εις  τους  όττοίους  καΐ  τταρέστησε  τον  εαυ- 
τόν του  ζώντα  μετά  το  ττάθος  του,  με  ττοΧλα  τεκ- 
μήρια, βλεττόμενος  άττό  αυτούς  σαράντα  ημέρας, 
και  λαΧών  τά  ττερΙ  της  βασιλείας  του  θεοΰ.  Και 
συναναστρεφό μένος  με  αυτούς  τους  τταρη'^^/εϊλβ 
να  μη  γωρισθώσιν  άττο  τά  Ιεροσόλυμα"  αλλά  νά 
ττεριμενωσι  την  ετταγγβλιαν  τον  Πατρός,  την  όττοί- 
αν  ηκούσετε,  είττεν,  άττό  εμέ.  Διότι  6  μεν  ^Ιωάν- 
νης εβάτΓτισε  με  ΰΒωρ•  σεις  Ομως  θέλετε  βατττισθη 
με  το  ΥΙνεϋμα  το  Α'^/ιον,  όχι  μετά  ττολλάς  ημέρας. 
^Εκείνοι  λοιτΓον  συνελθόντες  ηρωτουσαν  αυτόν, 
λ€γοντ€9,  Κύριε,  τάχα  εις  τον  καιρόν  τούτον  άττο- 
κατασταίνεις  την  βασιλείαν  εΙς  τον  Λσραηλ; 
Είττε  δε  εΐ9  αυτούς.  Δεν  είναι  ιΒικόν  σας  νά  •γνω- 
ρίζετε τους  χρόνους  η  τους  καιρούς,  τους  όττοίους  6 
Ώατηρ  εθεσεν  εις  την  ί8ίαν  του  εξουσίαν.  Άλλα 
θέλετε  λάβει  Βύναμιν,  Οταν  ελθη  το  "Ατ/ιον  ΥΙνεύμα 
εττάνω  σας'  και  .ί)ελετ€  είσθαι  εις  εμε  μάρτυρες, 
και  εις  την  Ιερουσαλήμ,  καΐ  εις  όλην  την  ^ΙουΒαιαν 
καΧ  Σαμάρειαν,  και  εως  τά  έσχατα  της  ^ής.     ΚαΙ 

139 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΝΑΛΗΫΙΝ. 

άφον  6ί7Γ€  ταντα,  βλεπόντων  αυτών,  άνεληφθη' 
καΐ  νβψβλη  ^σηκωσβν  αύτον  αττο  τους  οφθαλμούς 
των.  Και  Ινω  ήσαν  ατενίζοντες  εΙς  τον  ούρανον, 
οτ€  αύτος  άνέβαίνβν,  ΙΒού,  άνΒρβς  8ύο  μβ  ιμάτια 
"Κευκά  βστάθησαν  ιτλησίον  αυτών  οϊτινβς  καΐ  €ί- 
παν,  "ΑνΒρβς  ΤαΧίλαΐοί,  τι  στβκεσθβ  έμβΧβττοντες 
€49  τον  ούρανόν ;  Οΰτος  6  ^Ιησούς,  όστις  άνβΚήφθη 
αττο  σας  βις  τον  ούρανον,  -^ελβί.  βΧθβΐ  οΰτω,  καθώς 
ίδετε  αύτον  άναβαίνοντα  εις  τον  ούρανόν. 

Έναγγί\ίον.      Μάρκ.  ις-'.  14. 

'Ύ^ΣΤΕΡΟΝ  έφάνη  6  Λησούς  €ΐς  τους  (ΙνΒεκα  ενω 
€κάθηντο  βίς  την  τράττεζαν  και  ώνείΒισε  την 
ατΓίστίαν  αυτών  καΐ  σκ\ηροκαρ8ίαν,  8ιότι  Ββν 
έτΓίστβυσαν  εΙς  εκείνους  ο'ίτινες  Ϊ8αν  αύτον  άνα- 
στημένον.  Και  είττεν  εις  αυτούς,  'Τττάγβτε  εις 
οΧον  τον  κοσμον,  καϊ  κηρύξετε  το  εύα'γ'γέΧιον  εις 
δΧην  την  κτίσιν.  "Οστις  ττιστεύση  καΐ  βαπτισθη, 
Β^έλει  σωθή'  όστις  όμως  άττιστηση,  ^έΧει  κατα- 
κριθη.  Σημεία  δε  είς  τους  ττιστεύοντας  3^ε\ουν 
άκοΧουθήσει  ταΰτα'  Εις  το  ονομά  μου  Β^έΧουν  εκ- 
βάλει  Βαιμόνια'  Ι^έΧουν  ΧαΧήσει  νέας  <γΧώσσας' 
δφεις  3^έΧουν  σηκώσει  με  τάς  'χεΐράς  των  καϊ 
εάν  Ίτίωσί  τι  Β^ανάσιμον,'Βεν  3έΧει  βΧαΛ^ει  αύτούς' 
εττάνω  εις  αρρώστους  Β^έΧουν  βάΧει  τάς  γ^εΐράς 
των,  καϊ  ΒεΧουν  Ιατρευθή.  Ό  Κύριος  Χοιητον» 
αφού  εΧάΧησεν  εις  αυτούς,  άνεΧηφθη  εΙς  τον  ούρα- 
νον, καϊ  εκάθησεν  εις  τά  Βεξιά  του  θεού.  ^Εκείνοι 
δε  εξεΧθόντες  εκήρυξαν  τταντα-χού"  καΐ  6  Κύριος 
εσυνερ^οΰσε,  καϊ  εβεβαίονε  τον  λόγον  Βιά  τών  εττα- 
κοΧουθούντων  θαυμάτων. 

ΚΥΡΙΑΚΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΝΑΛΗΫΙΝ. 

'ΣννατΓτη. 

^ΕΕ,  6  ^ασιΧενς  της  Βόξης,  6  ύψώσας  τον  μονο- 
γενή σου  Τίόν  ^Ιησοΰν  άριστον  με  Βρίαμβον 
μβιγάλον  εις  την  ούράνιον  βασιΧείαν  σον,  Αεόμεθά 
140 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΝΑΛΗΫΙΝ. 

σου,  μην  άφησες  ημα<;  ορφανούς '  άΧ\ά  κατά7Γ€μψ€ 
669  ήμας  το  ΥΙνεΰμά  σου  το'Άτ^ιον,  δια  να  μας  τταρ- 
'η'^ορήστ),  καΐ  να  μας  ύψώστ]  βίς  τον  αύτον  τόττον, 
οτΓου  βττροτΓορβύθη  6  Σωτηρ  ημων^λησοϋς  Χρ<.στό?• 
όστις  ζτ}  καΐ  βασίΚβύζΐ,  μβτά  σου  καΐ  του  Ά'^ίου 
ΥΙνβύματος,  ^Ις  θεός,  βίς  τους  αιώνας  των  αιώνων. 
^Αμήν. 

Επιστολή.      1  Τΐίτρ,  δ'.  7. 

'Τ'Ο  τέΧος  δε  όλων  των  πραγμάτων  βττλησίασε' 
σωφρονηθήτβ  Χοιττον,  καΐ  ά^ρυττν^ΐτε  βίς  τας 
"ττροσευχ^άς.  Προ  ττάντων  δε  έχετε  βνθβρμον  την 
€ΐς  άΧλΐ]\ους  ά^άττην  Βίότί  ή  α'^/άττη  Β^βΧβί  σκ€- 
ττάσβί  ττΧήθος  αμαρτιών.  Γίνβσθε  φιλόξενοι  ττρος 
άλλ,7;λοι;?,  χωρίς  '^ο'^'^υσμούς.  "Έΐκαστος  κατά  το 
χάρισμα  το  οττοιον  βΧαββ,  ενερ^βΐτε  αύτο  βίς  νττη- 
ρβσίαν  άΧΚήΧων,  ως  καΧοΙ  οικονόμοι  της  ποΧυει- 
8ους  χάριτος  του  θεού.  Εάν  τις  \άλη,  ας  ΧαΧτ) 
ώς  Χό'για  &εού'  εάν  τις  υττηρετη,  ας  κάμντ}  τοΰτο 
ώς  άτΓΟ  Βύναμιν  την  όττοίαν  χαρίζει  ό  Θεός••  δίά  να 
Βοζάζεται  εις  οΚα  6  Θε09  δίά  Ιησού  άριστου"  εις 
τον  ότΓοΐον  είναι  η  Βόξα  καΐ  το  κράτος  εις  τους 
αιώνας  τών  αιώνων.    ^Αμην. 

ΈναγγΐΚιον.       \ωάνν.  ιε  .  26,  και  μ^ρος  τον  ις- . 

"ΟΤΑΝ  δέ  ελ^τ;  ό  ΐΙαράκΧητος,  τον  όττοΐον  εγώ 
3^έ\ω  ττέμψει  εις  εσάς  άττο  τον  ΥΙατέρα,  {το 
Τίνεΰμα  της  αληθείας,  το  όττοΐον  εκττορεύεται  άττο 
τον  Τϊατερα,)  εκείνος  -^ελε^  μαρτυρήσει  ττερί  εμού. 
\\\ά  καΐ  σεις  μαρτυρείτε,  8ιότι  άττ  αρχής  μαζύ 
μου  είσθε.  Ταύτα  ε\ά\ησα  ττρός  εσάς,  Βιά  νά  μη 
σκανΒαΧισθήτε.  ^Αττοσυνα^ώ^ους  3^έ\ουν  σάς  κά- 
μει• μάΧιστα  έρχεται  ώρα,  εις  την  όττοίαν  ττάς 
όστις  σάς  θανάτωση,  ^ελει  νομίσει  'ότι  ττροσφερεο 
Χατρείαν  εις  τον  Θεόν.  Και  ταύτα  3^εΧουν  κάμεο 
εις  εσάς,  Βιότι  δεν  ε^/νώρισαν  τον  ΥΙατερα,  ούδΙ 
εμέ.  ΙΪΧην  σάς  εΧάΧησα  ταύτα,  δίά  νά  ενθυμήσθβ 
αυτά,  όταν  εΧθη  ή  ώρα,  οτι  εγώ  τά  είττα  εΙς  εσάς, 

141 


ΤΗΣ   πεντηκοστής. 

'Σνναπτή. 

^ΕΕ,  όστις  βΒίζαξβς,  ώς  6ΐ<ί  τον  καιρόν  τούτον, 
τάς  καρΒίας  του  τηστου  σου  \αοΰ,  καταττέμψας 
€49  αυτούς  το  φως  του  Ά^ίου  σου  ΐΐνεύματος,  Χά- 
ρισε €19  ημάς,  δίά  του  αυτού  ΤΙνβύματος,  να  φρο- 
νώμβν  ορθώς  ττβρί  πάντων,  καΐ  νά  βύφραινώμεθα 
•πάντοτε  βίς  την  άηίαν  αυτού  τταρη^ορίαν  8ίά  της 
άζίομισθίας  τού  Ιησού  Χριστού  του  "Σωτηρος 
ημών,  οστίς  ζη  καΐ  βασιλεύει  μετά  σου,  εν  ενότητί 
τού  αυτού  ΤΙνεύματος,  εις  Θ€09,  εις  τους  αιώνας 
των  αιώνων.     "Άμι^ν. 

\ντ\   Επίστολ^ί,      ΤΙράξ.  β'.  1. 

ΐΤ  ΑΙ  αφού  ηΚ,θεν  η  ήμερα  της  ΐϊεντηκοστής,  ήσαν 
ολ,οι  ομο'^ύ-χως  εις  τον  αύτον  τόττον  και  εξαίφ- 
νης ε^ινεν  ήχος  εκ  τον  ουρανού,  ώς  ορμητικού 
φυσήματος  ερχομένου,  και  ε^έμισεν  6\ον  τον  οίκον 
οτΓου  ήσαν  καθήμενοι.  ΚαΙ  έφάνησαν  εις  αυτούς 
Ειαμοιραζόμεναι  ^Χώσσαι,  ωσάν  ττυρος,  και  εκάθη- 
σαν  εττάνω  εΙς  εκαστον  άττο  αυτούς.  ΚαΙ  εττΧή- 
σθησαν  οΧοι  άττο  ΥΙνεύμα  "Κ'^ιον  καΐ  ήρχισαν  νά 
Χάλώσι  ξένας  ^γΧώσσας,  καθώς  το  Πνεύμα  εΒιΒεν 
βίς  αυτούς  νά  ΧαΧώσι.  Ήσαν  δε  κατοικούντες  εις 
την  ΊερουσαΧήμ  ^ΙουΒαΐοι,  άνδρες  εύΧαβεΐς,  άττο 
•ιταντος  έθνους  τών  οσα  είναι  ύττο  τον  ούρανόν. 
ΚαΙ  καθώς  ε'γινεν  ή  φωνή  αύτη,  συνήΧθε  το  ττΧη- 
θος  κα\  συνεταράχθη'  διότι  ήκουαν  εις  έκαστος, 
ΟΤΙ  αύτοΙ  εΧαΧούσαν  την  ιΒικήν  τον  ηΧώσσαν. 
^ΕκττΧήττοντο  δε  οΧοι  καΐ  εθαύμαζαν,  Χέ^γοντες 
ΐτρος  άΧλ,ήΧους,  Ιδού,  οΧοι  ούτοι  οι  ΧαΧούντες  8εν 
€ΐναι  ΤαΧιΧαΐοι;  ΚαΙ  ττώς  ημείς  άκούομεν  έκα- 
στος εις  την  ιΒικήν  μας  <γΧώσσαν,  εις  την  οττοιαν 
β^γεννηθημεν ;  ΤΙάρθοι,  καΐ  ΜήΒοι,  καΐ  ^ΕΧαμΐται, 
και  οι  κατοικούντες  την  Μεσοττοταμίαν,  την  1ου- 
Ζαίαν  τε  καϊ  ΚαΐΓτταΒοκίαν,  τον  Ώόντον  και  την 
^Ασίαν,  την  Φρυ>γίαν  τε  και  την  ΐΙαμφυΧίαν,  την 
142 


ΤΗΣ  πεντηκοστής. 

Αί'γυτΓτον,  καΐ  τα  μέρη  της  Αφνα<ί  της  κατά  την 
Κνρήνην,  και  οΐ  τταρβττίΒημοΰντβς  'Ϋωμαΐοι,  ^Ιου- 
8αΐθί  τ€  καϊ  ττροσήΧντοι,  Κρητβς  και  "Αραββς, 
άκονομβν  αυτούς  ΧαΧοϋντας  βίς  τάς  ί8ικάς  μας 
^/Κώσσας  τά  μ€<γα\€ία  του  ΘβοΟ. 

ΈναγγεΧιον.       Ιωάνν,  ώ' .  15. 

•/^  'ΙΗΣΟΤΣ  βΊτΓβν  €ΐς  τους  μαθητάς  του,  Έάν  μβ 
άηαττατβ,  τάς  βντοΧάς  μου  φυΧάξβτβ•  και  €γώ 
.^ελω  τταρακάλέσβι  τον  Τϊατβρα,  και  -^ελβί.  Βώσβι 
€ίς  εσάς  ά\\ον  Ώαράκ\ητον,  8ιά  νά  μίντ]  μαζύ  σας 
€ΐς  τον  αιώνα•  το  ΥΙνβϋμα  της  άΧηθβίας,  το  οττοιον 
6  κόσμος  δεν  βμττορβΐ  νά  Χάβτ],  Βιότι  Βεν  βΧβττβι 
αύτο,  ουδέ  'γνωρίζβι  αύτό'  σεις  όμως  <γνωρίζ€τε 
αυτό '  Βιότι  μένει  με  σας,  καϊ  μέσα  εις  εσάς  3^έ\εί 
είσθαι.  Δεν  -^ελω  σας  αφήσει  ορφανούς•  ερ-χομαι 
ττρος  εσάς.  Ακόμη  ό\ί<^ον,  καϊ  6  κόσμος  ττΧέον  Βέν 
με  βλέττει  •  σεις  όμως  με  βΧέττετε  •  Βιότι  ε'γώ  ζώ, 
καϊ  σεις  Β^έΧετε  ζήσει.  Έ,ις  εκείνην  την  ήμέραν 
σεις  ΒέΧετε  ηνωρίσει,  οτι  ε'γώ  είμαι  εις  τον  Πατέρα 
μου,  καϊ  σεις  εις  έμε,  καϊ  ε<γω  εις  εσάς.  "Οστις 
€•χ^ει  τάς  εντοΧάς  μου,  και  φυΧάττει  αύτάς,  εκείνος 
είναι  ό  άγαττων  με•  καϊ  όστις  με  άηαττα,  ΒεΚ,ει 
ίν^αττηθη  άττο  τον  ΧΙατερα  μον  καϊ  ε'γώ  ^ελω  άγα- 
Ίτήσει  αυτόν,  καϊ  Β^έΧω  φανερώσει  τον  εαυτόν  μου 
εις  αυτόν.  Λεγβί  εις  αυτόν  ό  ^ΙούΒας  {οχ^ι  ό  ^Ισκα- 
ριώτης), Κύριε,  Βιά  τι  μέΧΧεις  νά  φανέρωσης  τον 
εαυτόν  σου  εΙς  ημάς,  καϊ  δ-χ^ι  εις  τον  κόσμον; 
Αττεκρίθη  ό  ^Ιησούς  καϊ  εϊττεν  εις  αυτόν,  Έάΐ'  τις 
με  άγαττη,  τον  Χό^ον  μον  3^έΧει  φυΧάξει•  καϊ  6 
Τϊατήρ  μου  3^έΧει  άηαττήσει  αυτόν,  καϊ  ττρός  αυτόν 
Β^έΧομεν  εΧθεΐ,  καϊ  με  αυτόν  ΒέΧομεν  κατοικήσει. 
"Οστις  Βέν  με  άγαττα,  τους  Χόλους  μον  Βέν  φυΧάτ- 
τεί'  καϊ  ό  Xό^ος  τόν  όττοΐον  άκούετε,  Βέν  είναι  ιΒι- 
κός  μου,  άΧΧά  του  Ώατρός  όστις  μέ  εττεμψε. 
Ύαΰτα  εΧάΧησα  εις  εσάς,  ένω  είμαι  μαζύ  σας.  Ό 
ΥΙαράκΧητος  όμως,  το  ΥΙνεύμα  το  "Α<^ιον,  το  όττοΐον 

143 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΗΣ  ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. 

^ελεί  ντβμψβί  6  ΥΙατηρ  βΐ^  το  ονομά  μου,  βκεΐνο'ϊ 
1^€\€ί  σας  ΒιΒάξβί  οΚα,  καΐ  ^βΧβι  σας  νττβνθνμίσβί 
ο\α  δσα  βίττα  βίς  εσάς.  Έ,Ιρήνην  άφίνω  εΙς  €σάς• 
την  βίρηνην  την  ί^ικήν  μου  8ίΒω  €ΐς  έσάς'  ο-χ^ι  καθ- 
ώς 6  κόσμος  δ/δβι,  σας  δίδω  εγώ.  'Ά9  μη  ταράτ- 
τβταί  η  καρΒία  σας,  μηΒε  άς  Ββίλιά.  ^ΐίκούσβτε 
ΟΤΙ  έ^γώ  σας  είττα,  'Τττάγω,  κα\  βρ'χομαι  ττρος  εσάς. 
Εάν  με  ΐ]<γα7Γθύσετε,  ηθέΧετε  χαρή  οτί  είττα, 
'Ττταγω  7Γρ09  τον  ΐΐατερα  μου'  δίότί  ό  ΪΙατήρ 
μου  είναι  με^αΧήτερός  μου.  ΚαΙ  τώρα  το  εϊττα  εις 
εσάς  ττρίν  <γίνη,  Βιά  να  ττιστεύσετε  όταν  '^ίντ}.  ^εν 
ι^ελω  Ίτ\εον  \α\ησει  ττοΧλά  μαζύ  σας'  Βιότι  έρ- 
χεται 6  άρχων  του  κόσμου  τούτου,  και  Βέν  έχει 
τίτΓοτε  εις  εμε.  Άλλα  Βιά  νά  ^νωρίση  6  κόσμος 
οτι  ά'^αττώ  τον  ΐΐατέρα,  και  καθώς  με  εττρόσταξεν 
6  ΤΙατηρ,  οΰτω  κάμνω. 


ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΗΣ   ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. 

Σνναπτη. 

^ΕΕ,  όστις  εΒίΒαξες,  ώς  εις  τον  καιρόν  τούτον, 
τάς  καρΒίας  του  ττιστοΰ  σου  \αοΰ,  καταττέμ- 
'ψ'ας  εις  αυτούς  το  φως  του  Άγ/ου  σου  ΐΐνεύματος, 
Ιίάρισε  εις  ημάς,  Βιά  του  αύτοΰ  ΥΙνεύματος,  νά 
φρονώμεν  ορθώς  ττερι  ττάντων,  καΐ  νά  εύφραινώ- 
μεθα  ττάντοτε  εις  την  ά^ίαν  αύτοΰ  τταρη^ορίαν 
8ιά  της  άξιομισθίας  του  ^Ιησοϋ  Χριστού  του  Σω- 
τήρας ημών,  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει  μετά  σου,  εν 
ενότητι  του  αυτού  ΐΐνεύματος,  εις  θεός,  εις  τού<ί 
αιώνας  τών  αιώνων.     \μήν. 

Αζτί  ΈτΓίστολ^ί.      Τίράξ.  ι .  34. 

'Τ'ΟΤΕ  ό  ΥΙετρος  ηνοιζε  το  στόμα  του,  και  ειττεν, 
Ετγ'  άΧηθείας  γνωρίζω,  οτι  Βεν  είναι  ττροσωττο- 
ΧήτΓτης  6  θεός  •  αλλ'  649  'ττάν  έθνος,  όστις  φοβεί- 
ται αυτόν,  και  εργάζεται  Βικαιοσύνην,  είναι  Βεκτός 
εις  αυτόν.  Ύόν  \ό<γον  τον  όττοΐον  άττεστειΚεν  εΙς 
144 


ΔΕΥΤΕΡΑ   ΤΗΣ   ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. 

στβίλβν  €ΐς  τους  υΙούς  ^Ισραήλ,  βνα'γ'γεΧίζόμζνοζ 
€ΐρήνην  δίά  του  Ιησού  Χριστού,  {ούτος  βίναι  6 
Κύριος  πάντων)  τον  Χό^ον  τούτον  σβΐς  εξεύρετε, 
όστις  ^κηρύ-^θη  καθ'  6\ην  την  Ίουδαιακ,  άργ^ίσα<ζ 
αττο  την  ΤαλιΧαίαν,  μβτα  το  βάτττισμα  το  όττοΐον 
βκήρυζβν  6  ^Ιωάννης.  Τον  ^Ιησούν  τον  αττο  Ναζα- 
ρέτ, ττώς  6  Θε09  ε-χ^ρισβν  αυτόν  μβ  ΤΙνεύμα  "Α^γιον 
και  με  Βύναμιν  όστις  ττεριηΧΘεν  ευεργετών,  καϊ 
Βεραττεύων  δΧους  τους  καταΖυναστευο μένους  αττο 
τον  8ιάβο\ον'  8ιότι  6  θεός  ητον  με  αυτόν.  ΚαΙ 
ημείς  εΐμεθα  μάρτυρες  οΧων  οσα  έκαμε,  καϊ  εις  την 
γην  των  ^ΤονΒαίων  καϊ  εις  την  ΊερουσαΧήμ'  τον 
οτΓοΐον  εφόνευσαν  κρεμάσαντες  εττάνω  εις  ζύΧον. 
Ύοϋτον  6  θεός  άνίστησε  την  τρίτην  ήμέραν,  καϊ 
€^ειζεν  αύτον  φανερά"  ό'χί  εις  οΧον  τον  Χαον, 
αΧΧά  εις  μάρτυρας  τους  ττροσΒιωρισμενους  αττο 
τον  θεον,  εΙς  ημάς,  οΐτινες  συνεφά^αμεν  καϊ  συνε- 
ττίαμεν  με  αύτον,  αφού  άνεστάθη  εκ  των  νεκρών. 
Καϊ  "τταρη^/ηειΧεν  εΙς  ημάς  νά  κηρύζωμεν  εΙς  τον 
Χαον,  καϊ  νά  μαρτυρήσωμεν,  οτι  αύτος  είναι  6 
ωρισμενος  αττο  τον  θεον  Κριτής  ζώντων  καϊ  νε- 
κρών. Έίς  τούτον  οΧοι  οι  ττροφήται  μαρτυρούν,  οτι, 
Βιά  του  ονόματος  αυτού,  ΒεΧει  Χάβει  αφεσιν  αμαρ- 
τιών ττάς  6  ττιστεύων  εις  αυτόν.  Έΐ'ςδ  ακόμη  εΧα- 
Χούσεν  6  ΥΙετρος  τους  λόγους  τούτους,  εττεττεσε  το 
ΤΙνεύμα  το  "Α^ιον  εττάνω  εις  δΧονς  τους  ακούονται 
τον  λόγοι/.  Και  εξεττΧά^ησαν  οι  εκ  τών  ^ΙουΒαίων 
ΤΓίστοΙ,  όσοι  ηΧθαν  με  τον  Υϊέτρον,  Βιότι  και  εττάνω 
εις  τα  έθνη  ^ζ^χύθη  η  δωρεά  τού  Άγ/ου  Τίνεύματος' 
εττειΒη  ηκουαν  αυτούς  ΧαΧούντας  ζενας  γλώσσας•, 
και  με^αΧύνοντας  τον  θεόν.  Τότε  άττεκρίθη  ο 
ΥΙετρος,  Μϊ;  ττως  εμττορεΐ  τις  νά  εμττοΒίση  το  ΰ8ωρ, 
ώστε  νά  μη  βατττίζωνται  ούτοι,  ο'ίτινες  έλαβαν  το 
ΤΙνεύμα  το  Άηιον  καθώς  καϊ  ημείς;  ΚαΙ  εττρόσ- 
ταξεν  αυτούς  νά  βατττισθώσιν  εις  το  όνομα  του 
Κυρίου.  Ύοτε  τταρεκάΧεσαν  αυτόν  νά  μείντ]  ημέρας 
τινάς. 

Η 


ΤΡΙΤΗ   ΤΗΣ   πεντηκοστής. 

Έυαγγελιον.      'ΐωάνν,  γ.  16. 

'Τ'ΟΣΟΝ  η'^άπτησζν  6  Θ€0?  τον  κόσμ,ον,  ώστε 
βΒωκε  τον  Ύΐόν  του  τον  μονο^βνή,  δίά  νά  μην 
άτΓοΧβσθτ)  ττάς  οστίς  τηστεύβί  βίς  αυτόν,  άλλα  να 
^Χν  ^ωί/ν  αΐώνυον.  Διότί  δεν  άττ^στ^ίΚεν  ό  Θεό^ 
τον  Ύίόν  του  εις  τον  κόσμον  δίά  νά  κρίντ)  τον 
κοσμον,  άλΧά  δίά  νά  σωθτι  ο  κόσμο<;  δί'  αύτοΰ. 
"Οστις  ΤΓίστεύεί  εΙς  αύτον,  δεν  κρίνεται•  όστις 
όμως  δεν  ττιστεύει,  είναι  ηΒη  κατακεκριμενος,  Βιότι 
δεν  εττίστευσεν  εις  το  όνομα  του  μονογενούς  Ύίοΰ 
του  ΘεοΟ.  ΚαΙ  αΰτη  είναι  η  κατάκρισις•  οτι  το 
φως  ηΧθεν  εις  τον  κόσμον,  καΐ  οι  άνθρωποι  ■^γά- 
Ίτησαν  το  σκότος  μαλΧον  τταρά  το  φως,  Βιότο 
ήσαν  ττονηρα  τα  ερ<γα  αύτων.  Αιότι  ιτάς  όστις 
Ίτράττει  φαΰΧα,  μισεί  το  φως,  καΐ  δεν  ερ'χ^εται  εις 
το  φως,  Βιά  νά  μην  εΚε^'χθωσι  τά  ερ'^α  αύτοΰ. 
"Οστις  όμως  ίτράττει  την  αληθειαν,  εργ^εται  εΙς  το 
φως,  δίά  νά  φανερωθώσι  τά  βργα  αύτοΰ,  οτι 
έττρά'χθησαν  κατά  Θεόν. 

ΤΡΙΤΗ    ΤΗΣ    πεντηκοστής. 
'Ζυναπτη, 

^ΕΕ,  όστις  εΒιΒαξες  ώς  εις  τον  καιρόν  τοΰτον 
τάς  καρ8ίας  τοΰ  ττιστοΰ  σουΧαοΰ,  καταττέμψας 
βίς  αυτούς  το  φως  τοΰ  Ά^ίου  σου  Ιϊνεύματος, 
χάρισε  εις  ημάς,  Βιά  τοΰ  αύτοΰ  ΐΐνεύματος,  νά 
φρονώμεν  ορθώς  ΊτερΙ  πάντων,  και  νά  εύφραινώ- 
μεθα  πάντοτε  εις  την  ά^ίαν  αύτοΰ  παρη^ορίαν 
Βιά  της  άξιομισθίας  τοΰ  ^Ιησοΰ  Χριστού  τοΰ  Σω- 
τηρος  ημών,  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει,  μετά  σοΰ  και 
τοΰ  αύτοΰ  ΐΐνεύματος,  εις  Θε09,  €ί9  τους  αιώνας 
των  αιώνων.     ^Αμήν. 

Αντί  ΈπιστοΧήί.      Ώράξ.  η.  14. 

Λ  ΚΟΤΣΑΝΤΕΣ   δε  οι  Άττόστολοί,  οι  οντες  εις  την 
ΊερουσαΧημ,  Οτι  η  "Σαμάρεια  εΒεγθη  τον  'Κ,ό'^ον 
146 


ΤΡΙΤΗ    ΤΗΣ    πεντηκοστής. 

τοΐ)  Θεοί),  άττεστείλαι/  ττρόί  αυτού<;  τον  ΙΙέτρον  καΐ 
Ιωάνν7]ν'  οΐτινβς  κατέβησαν  και  ττροσβυ-χ^ι^θησαν 
νττξρ  αυτών,  δ<α  να  Χάβωσί  Ώνβΰμα  ' Α.'^ίον  {8ωτί 
ακόμη  δεν  εΓ;^εν  ^τΓίΤΓβσβι  βίς  κανένα  άττο  αυτούς, 
άλλα  μόνον  ήσαν  βατΓτισμένοί  βίς  το  όνομα  του 
Κυρίου  ^ϊησού).  Τότε  εττέθβταν  τάς  γ^βΐρας  εττάνω 
εί9  αυτούς•   και  ελάμβαναν  Ώνευμα  "Α'γων. 

Έυαγγ(\ιον.       Ιωάνν,  ί  .  1. 

"ΠΕΒΑΙΑ  βίβαια  σας  λέγω,  "Οστί9  δεν  βίσεργ^εταο 
Βίά  της  ^ύρας  εΙς  την  αύΧην  των  προβάτων, 
αλλά  αναβαίνει  άλλαχο^εν,  εκείνος  είναι,  κΧετττης 
καΐ  Χτ/στής.  "Οστις  όμως  είσέργ^εται  δια  τϊ}<?  ^ύ- 
ρας,  είναι  ττοιμην  των  ττροβάτων.  Έ,ίς  τούτον  6 
θυρωρός  ανοίγει•  και  τά  πρόβατα  άκούουν  την 
φωνην  αυτού•  και  κράζει  κατ  όνομα  τά  ιΒικά 
του  ττρόβατα,  και  εκβάΧλει  αυτά.  Και  όταν  εκ- 
βαΧη  τά  ί8ίκά  του  ττρόβατα,  ύττά^ει  εμττροσθεν 
αυτών  καΐ  τά  ττρόβατα  τον  άκοΧουθούν,  Βιότι  'γνω- 
ρίζουν  την  φωνήν  του.  Έ^νον  όμως  δεν  Β^εΧουν 
άκοΧουθησει,  άΧΧά  ^έΧουν  φύηει  άττό  αυτόν,  Βιότι 
δεν  γνωρίζουν  την  φωνην  των  ξένων.  Ύαύτην  την 
τταραβοΧην  ειττεν  εις  αυτούς  ό  Ίησοΰς•  εκείνοι 
όμως  δεν  εκατάΧαβαν  ττοΐα  ήσαν  εκείνα  τά  όττοΐα 
^ΧαΧούσεν  εις  αυτούς.  Ειττε  Χοιττόν  τταλίν  εις 
αυτούς  ό  ^Ιησούς,  Βέβαια  βέβαια  σας  λε'γω,  οτι 
εγώ  είμαι  η  ^ύρα  των  προβάτων.  "ΟΧοι  όσοι 
ηΧθαν  προ  εμού,  κΧέπται  είναι  κα\  Χησταί•  άλλα 
δεν  ηκουσαν  αυτούς  τά  πρόβατα.  Έγώ  είμαι  η 
Βύρα•  Ζι  εμού  εάν  τις  είσέΧθη,  Β^έΧει  σωθή,  και 
3^έΧει  είσέΧθει  και  εξέΧΘει,  και  ^έΧει  εύρεΐ  βο- 
σκην.  Ο  κΧέπτης  δεν  ερχεταί  εΙμη  οιά  νά  κΧέψτ), 
και  νά  Βύστι,  καΐ  νά  άποΧεση•  ε'γώ  ηΧθα  8ιά  νά 
εγωσι  ζωην,  και  νά  'έ-χωσιν  αύτην  με  περισσείαν. 


η2 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ  ΆΓΤΑΣ  ΤΡΙΑΔΟΣ. 

Ένναπτη. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αΙώνΐ€  Θεέ,  όστις  βχάρισβς 
€ΐ?  ημάς  τους  8ού\ους  σου,  8ι,ά  της  όμοΧο'^ίας 
της  αληθούς  ττίστεως  να  άνα'γνωρίσωμβν  την  δόξαν 
της  άϊΒίον  ΎριάΕος,  βίς  δε  την  8ύναμίν  της  θβίας 
Μ€^α\€ίότητος  νά  "λατρεύωμεν  την  Ενότητα,  Δεό- 
μεθά  σου  να  φυΧάττης  ημάς  σταθερούς  εΙς  την 
ΤΓίστίΡ  ταύτην,  καΐ  νά  ύττερασττίζεσαι  ημάς  ττάν- 
τοτε  άτΓο  ττάσας  εναντίας  ττροσβοΧάς'  όστις  ζης 
και  βασιλεύεις,  εϊς  Θεός,  εις  τους  αιώνας  των 
αιώνων.     ^Αμην. 

Κντί   ΈτηστοΚης.      Άττοκηλ.  δ'.  1.] 

ΤγΤΕΤΑ  ταΰτα  ϊΒα,  και  ιΒού  3ύρα  άνεφΎμένη  εις 
τον  ουρανόν  και  ή  φωνή  η  ττρώτη  την  οττοίαν 
ηχούσα  ητον  ώς  φωνή  σάΧττι^^γος  Χάλ,ούσης  με 
εμε•  και  ελε^εν,  Αναΐβα  εΒω,  καΐ  3^εΧω  σε  Βείξει 
εκείνα  τά  όττοΐα  μέΧλουν  νά  ^ίνωσι  μετά  ταΰτα. 
ΚαΙ  ευθύς  η\θα  εις  εκστασιν  δίά  ΤΙνεύματος'  καΐ 
ΙΒού,  3^ρ6νος  βκειτο  εΙς  τον  ούρανον,  καΐ  εττάνω  εις 
τον  &ρ6νον  ητόν  τις  καθήμενος•  καΐ  6  καθήμενος 
ητον  όμοιος  κατά  την  Βέαν  με  Χίθον  ϊασττιν  καΧ 
σάρΒινον  καΐ  ητον  ίρις  ττέριξ  του  Β^ρόνου,  όμοια 
κατά  την  3-έαν  με  σμάρα^^ον.  Και  κύκλω  τον 
Βρόνου  ήσαν  θρόνοι  εικοσιτίσσαρες'  και  εττάνω 
εΙς  τούς  θρόνους  Ϊ8α  καθήμενους  είκοσιτεσσαρας 
•πρεσβυτέρους,  ενΒεΒυμένους  ιμάτια  Χευκά'  καΐ 
βίχαν  εττάνω  εις  τάς  κεφαΧάς  των  στεφάνους  χρυ- 
σούς. Και  άττό  τον  3-ρόνον  εξήρχοντο  άστρατταΐ, 
και  βρονταΙ,  καΐ  φωναί'  καΐ  ήσαν  ετττά  ΧαμττάΒες 
ττνρος  καιόμεναι  εμττροσθεν  του  3-ρόνου,  αΐτινες 
είναι  τά  ετττά  -πνεύματα  του  θεοΰ.  ΚαΙ  έμπροσθεν 
του  θρόνου  ητον  θάλασσα  ύεΧίνη,  όμοια  με  κρύ- 
σταΧλον  κα\  εΙς  τό  μέσον  του  θρόνου  και  κύκΧω 
του  θρόνου  τέσσαρα  ζώα,  <γέμοντα  άττό  οφθαλμούς 
148 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ   ΑΓΙΑ2  ΤΡΙΑΔΟΣ. 

€μ7Γροσθ€ν  καΐ  οτησθβν.  Και  το  ζώον  το  ττρωτον 
^)τον  ομοιον  μβ  Χεοντα,  καΐ  το  Ββύτερον  ζωον  'όμοιον 
μ€  μοσ'χ^άρίον,  καϊ  το  τρίτον  ζωον  6'%ε  το  ττρόσ- 
ωττον  ωσάν  άνθρωττος,  καϊ  το  τέταρτον  ζώον  ητον 
ομοιον  με  άετον  ττετώμενον.  Καϊ  τα  τέσσαρα  ζώα 
€Ϊχ^αν  καθ^  εν  'χωρίστα  ανά  εζ  τττέρυ'γας  κνκΧόθεν, 
καϊ  εσωθεν  ήσαν  ηεμοντα  άττο  οφθαΧμονς.  Καϊ  8εν 
"τταύουν  ημέραν  καϊ  νύκτα  νά  Χέηωσιν,  'Άγΐ09, 
α/^ιο^,  αηιο<^.  Κύριος  6  θεός  6  ΐϊαντοκράτωρ,  όστις 
■ητον,  καϊ  είναι,  καϊ  3^έΧει  εΐσθαι.  Καϊ  άφοΰ  δώ- 
σωσι  τα  ζώα  Βόξαν,  καϊ  τιμήν,  καϊ  ενγαριστίαν  εις 
τον  καθήμενον  εττΐ  του  θρόνου,  εΙς  τον  ζώντα  εΙς 
τους  αιώνας  τών  αιώνων,  οι  εικοσιτέσσαρες  ττρε- 
σβύτεροι  ^εΧουν  ττέσει  ενώττιον  του  καθήμενου 
έττάνω  εις  τον  3-ρόνον,  και  3^έΧουν  "προσκυνήσει  τον 
ζώντα  εις  τους  αιώνας  τών  αιώνων,  καϊ  !^εΧουν 
βάΧει  τους  στεφάνους  των  ενώτηον  του  θρόνου, 
'Χε'^οντες,  "λξιος  είσαι.  Κύριε,  νά  Χάβτ]ς  την  Βόξαν, 
και  την  τιμήν,  και  την  Βύναμιν  Βιότι  συ  έκτισες 
τα  τταντα,  καϊ  Βιά  το  ^έΧημά  σου  είναι  καϊ  έκτί- 
σθησαν. 

ΕυαγγίΧιον.      Ίωάνν.  γ',  1. 

'''ΤΤΤΟΝ  άνθρωττός  τις  εκ  τών  Φαρισαίων,  "Νικό- 
8ημος  ονομαζόμενος,  άργων  τών  ^ΙουΒαίων. 
Ούτος  ηΧθε  ττρος  τον  ^Ιησοΰν  8ιά  νυκτός,  και  είττεν 
εις  αύτον,  'Ραββι,  εξεύρομεν  'ότι  άττο  τον  Θεόν 
■ηΧθες  ΒιΒάσκαΧος'  Βιότι  κανείς  Βεν  Βύναται  νά 
κάμνη  τά  σημεία  ταύτα  τά  οττοΐα  συ  κάμνεις,  εάν 
Βεν  ηναι  6  θεός  με  αυτόν.  ^Αττεκρίθη  6  ^Ιησούς 
καϊ  εΙττεν  εις  αυτόν.  Βέβαια  βέβαια  σε  λέγω,  εάν 
τις  Βέν  '^/εννηθη  άνωθεν,  Βέν  εμττορεΐ  νά  ϊΒη  την 
βασιΧείαν  του  θεού.  Λέγει  εΐ9  αυτόν  ό  Ήικό- 
Βημος,  Ώώς  έμττορεΙ  άνθρωττος  νά  'γεννηθτ}  αγέρων 
ών;  μη  ττως  εμττορεΐ  Βευτέραν  φοράν  νά  εισεΧθτ] 
εις  την  κοιΧίαν  της  μητρός  του  και  νά  ^γεννηθη ; 
^Απεκρίθη  ό  Ιησούς,  Βέβαια  βέβαια  σε  λέγω,  εάν 

149 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

τΐ9  δεν  ^βννηθτ]  άττο  νΒωρ  καϊ  ΐΐνβνμα,  δεν  βμττορεΐ 
νά  βΙσβΚΘτ]  εί9  την  βασιΚβίαν  του  Θεοί).  Το  γεν- 
νημβνον  άτΓΟ  την  σάρκα,  βίναι  σαρξ•  καϊ  το  γενντ;- 
μένον  άτΓΟ  το  Υ1ν€νμα,  €Ϊναί  ττνβΰμα.  Μη  3^αυ- 
μάσης  οτί  σε  βίττα,  Ώρεττβί  νά  'γβννηθήτβ  άνωθεν. 
Ό  άνεμος  οπού  ^εΧει  φυσά,  και  άκονει,<ί  την  φωνην 
αύτον,  ά\\ά  δεν  εξεύρεις  ττόθεν  εργ^εται  καϊ  ττον 
ύττά'γει•  οντω  είναι  και  ττάς  όστις  ε'•^εννήθη  άττο  το 
ΤΙνενμα.  Άττεκρίθη  6  Νικόδημος  και  είττεν  εις  αυ- 
τόν, Ώό)ς  εμτΓοροΰν  νά  <γίνωσι  ταύτα;  ^ττεκρίθη  δ 
^Ιησούς  καϊ  είττεν  εις  αυτόν,  Σύ  είσαι  ό  8ιδάσκα\ο<ζ 
του  Ίσρατ/λ,  και  δεν  εξεύρεις  ταύτα;  Βέβαια  βέβαια 
σε  λέγω,  οτι  εκείνο  το  οποίον  εξεύρομεν  ΧαΧοΰμεν, 
και  εκείνο  το  όποιον  ηκούσαμεν  μαρτυροΰμεν  καΐ 
την  μαρτυρίαν  ημών  δεν  Χαμβάνετε.  Έάν  τα 
επί'γεια  είπα  εις  εσάς  καΐ  δεν  πιστεύετε,  πώς  εάν 
σας  εϊπω  τά  επουράνια  3^έΧετε  πιστεύσεί;  ΚαΙ 
κανείς  δεν  άνέβη  εις  τον  ούρανον,  ει  μη  6  καταβάς 
εκ  του  ουρανού,  6  Ύίος  του  ανθρώπου  όστις  είναι 
εις  τον  ούρανόν.  Καϊ  καθώς  6  Μωϋσης  ύψωσε  τον 
οφιν  εις  την  ερημον,  ούτω  πρέπει  νά  νψωθτ} 
6  Ύιος  του  άνθρωπου•  8ιά  νά  μην  άποΧεσθη  πάς 
όστις  πιστεύει  εις  αύτον,  άΧΧά  νά  ε'χτ]  ζωην 
αίώνιον.  « 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΠΡΩΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΆΠΑΝ    ΤΡΙΑΔΑ. 
Συναπτή. 

^ΕΕ,  η  δύναμις  όλων  των  ε'λττίξοντων  ε/^  σε, 
ΐΐρόσδεξαι  ευμενώς  τάς  δε?;σεί9  ημών  καϊ 
επειΒη  8ιά  της  ασθενείας  της  θνητής  ημών  φύσεως 
δεν  δυνάμεθα,  •χ^ωρίς  σου,  τίποτε  καΧον  νά  κάμω- 
μεν,  8ος  εις  ημάς  την  βοηθειαν  της  'χάριτός  σου, 
ώστε,  φυΧάττοντες  τά  προστάγματα  σου,  νά  άρέ- 
σκώμεν  εΙς  σε,  και  εις  τά  διανοήματα  καϊ  εις  τάς 
πράξεις  ημών  διά  ^Ιησού  άριστου  τού  Κυρίου 
Ύ}μών.  \μήν. 
150 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

Επιστολή.  1  Ίωάνν.  δ'.  7. 
^\ΓΑΠΗΤΟΤ,  ά9  ά^αττώμβν  άΧληΧους•  διότί  η 
α'^άττΎ]  βίναι  άττο  τον  Θεόν  καΐ  ττάς  οση^ 
άγαττα,  αττό  τον  Θβον  ίίναί  ^γβννημβνος,  και  'γνω- 
ρίζβι  τον  θβόν.  "Οστις  δεν  ά'^/αττα,  Βεν  €<^/νωρίσε 
τον  θ€Ον•  Βιότι  6  Θεός  βιναι  ά'γαττη.  Εις  τοϋτο 
€φαν€ρώθη  ή  άγατττ;  του  ΘεοΟ  ττρος  ημάς,  ότι  τον 
Ύΐόν  τον  τον  μονο'γενή  άττεστείλεν  ό  Θεός•  βις  τον 
κόσμον,  Βιά  να  ζησωμβν  δί'  αντου.  Είς  τούτο 
είναι  η  ά'^άττη,  οχι  ότι  ημείς  ηηαττησαμεν  τον 
Θεόν,  άλλ'  δτι  αύτης  η^άττησεν  ημάς,  και  αττε- 
στείλε  τον  Ύίόν  τον  Βιά  νά  ηναι  βξιΧέωσις  ττβρι 
των  αμαρτιών  ημών.  Ά^αττητοι,  εάν  ούτω  η'^άτττ}- 
σεν  ημάς  6  θεός,  και  ημείς  'χ^ρεωστονμεν  νά  άγα- 
ττώμεν  ά\\ή\ους.  Κάνεις  δεν  Γδε  ττώττοτε  τόν 
Θεόν  εάν  ά'γαττώμεν  ά\\η\ους,  6  Θεός  μενεί  εΐ9 
ημάς,  και  ή  άηαττη  αντου  είναι  τεΧεία  εΙς  ημάς. 
Με  τούτο  ^νωρί'ζομεν,  ότι  μενϋμέ'ν  εις  αντον,  καί 
αυτός  εις  ημάς•  Βιότι  άττο  το  ΤΙνενμά  τον  εΒωκεν 
εις  ημάς.  Και  ημείς  Γδα/χεν,  καΐ  μαρτνρονμεν,  οτι  6 
Πατήρ  άττέστειλε  τον  Ύίόν  τον  Σωτήρα  τον  κόσμου. 
"Οστις  όμοΧο^/ήση  οτι  6  ^Ιησονς  είναι  6  Τιός  του 
Θεον,  6  Θεός  μένει  εις  αύτον,  καΐ  αντος  εις  τον 
θεόν.  Και  ημείς  ε^νωρίσαμεν  καΐ  εττιστεύσαμεν 
την  άηάττην  την  όττοίαν  6  θεός  έχει  εις  ημάς.  Ό 
Θεός  είναι  ά'^άττη'  και  όστις  μένει  εις  την  ά'γάττην, 
εις  τον  Θεόν  μένει,  και  ό  θεός  εις  αυτόν.  Εις 
τοϋτο  είναι  τετεΧειωμένη  η  ά'^/άττη  ττρός  ημάς,  Βιά 
νά  εχ^ωμεν  τταρρησίαν  εις  την  ήμεραν  της  κρίσεως' 
διότι  καθώς  εκείνος  είναι,  οΰτω  καΐ  ημείς  είμεθα 
εις  τον  κόσμον  τοντον.  Φόβος  δεν  είναι  εις  την 
ά'γάττην,  άΧΧ  η  τεΧεία  ά^άττη  Βιώκει  εξω  τον  φό- 
βον  Βιότι  ό  φόβος  έχει  κόΧασιν  καΐ  ό  φοβού- 
μενος δεν  είναι  τέλειος  εΙς  την  ά'^άττην.  'ΙΙμεΐς 
ά'γαττώμεν  αυτόν,  Βιότι  αυτός  ττρώτος  η'^άττησεν 
ημάς.  Έάν  τις  ειττη,  "Οτι  ά'γαττώ  τον  θεόν,  καί 
μιστ]  τον  άοεΧφόν  τον,  ψεύστης  είναΐ'  Βιότι  ό'στι? 

151 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

δεν  αγαττα  τον  άΒβλφόν  του  τον  όττοΐον  Ϊ8β,  τον 
Θεόν  τον  οτΓοΙον  δεν  Γδε  ττώ^  εμττορβΐ  να  αηαττα,; 
ΚαΙ  ταντην  την  βντο\ην  'έ'χομβν  άττο  αυτόν,  να 
«γαττα  καΐ  τον  άΒβΧφον  του  Όστι<;  ά'^αττα  τον 
θ€Ον. 

Ένα•γγελίον.      Αονκ.  ις-'.  19. 

^ΤΤΤΟΝ  δέ  άνθρωττός  τις  ττΧούσως,  καΐ  βν^ύετο 
ΤΓορφύραν  καΐ  λετττά  \ινά,  βύφραι,νόμζνος 
καΰ'  ημβραν  μεΎαΧοττρβττώς.  Ήτον  καΐ  7Γτωχό? 
τις,  ονομαζόμενος  Λάζαρος,  όστις  εκοίτβτο  κατα- 
πληγωμένος εμττροσθεν  της  ττύΧης  του'  καΐ  ε'ττε- 
θυμοΰσβ  να  γορτασθγ]  άττο  τα  ψΐ'χ^ία  τα  οττοΐα 
€7η7Γταν  άτΓΟ  την  τράτΓβζαν  του  ττ\ουσίου•  καΐ  οί 
σκύλοί  ακόμη  ερ-χ^όμενοι  β^Χειφαν  τας  ΊτΚη'^άς 
του.  ΉκοΧούθησε  δέ  να  άττοθάντ)  ό  ιτ'ΐω'χός'  καϊ 
€φέρθη  άττο  τους  άγγέλον^  εΙς  τον  κόΧττον  του 
^Αβραάμ.  Άττεθανε  δέ  καϊ  6  ττΧονσίος,  καΐ  ετάφη• 
■καΐ  μέσα  βίζ  τον  α8ην,  σηκώσας  τους  6φθα\μούζ 
του  ενω  έβασανίζετο,  βΧέττεί  τον  Αβραάμ  άττο 
μακρόθεν,  καϊ  τον  Αάζαρον  μέσα  εΙς  τους  κόΧττους 
αύτοΰ.  Καϊ  αυτός  φωνάξας  είττε.  Πάτερ  Αβραάμ, 
έΧέησέ  με'  καϊ  ττέμψε  τον  Αάζαρον,  8ίά  νά  βάψτ] 
το  άκρον  του  ΒακτύΧου  του  εΙς  ΰΒωρ,  καϊ  νά  κατα- 
Ζροσίση  την  ΎΚώσσάν  μου'  Ειότι  βασανίζομαι 
μέσα  εις  την  φ\ό<^α  ταΰτην.  Είττε  δέ  6  Αβραάμ, 
Τέκνον,  ενθυμ^ήσου  'ότι  άττέΧαβες  συ  τά  άηαθά  σου 
βίς  την  ζωήν  σου,  καϊ  ό  Αάζαρος  ομοίως  τά  κακά' 
τώρα  όμως  ούτος  μεν  άνατταύεται,  συ  δέ  βασανί- 
ζεσαι. Καϊ  εττειτα  άττο  οΚα  ταΰτα,  μεταξύ  ημών 
και  σας  μέ^α  'χάσμα  είναι  στηρι^μένον  ώστε  οί 
Ι^έΧοντες  νά  Ζιαβώσιν  άττο  έΒω  ττρός  εσάς,  νά  μην 
^μττορώσι,  μη8ε  οί  εκείθεν  νά  Βιαφερώσι  ττρος 
ημάς.  Είττε  δέ,  ΐΙαρακαΧώ  σε  Χοιττον,  ττάτερ,  νά 
πέμψης  αυτόν  εΙς  τον  οίκον  του  πατρός  μου,  (Βιότι 
έ'γω  ττέντε  άΒεΧφούς')  8ιά  νά  μαρτυρήση  προς  αυ- 
τούς, ώστε  νά  μην  εΧθωσι  καϊ  αύτοΙ  είς  τον  τόπον 
τούτον  της  βασάνου.  Αέ'γει  εις  αύτον  ό  Αβραάμ, 
152 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

"Εχουν  Μωύσ?}ν  καΐ  τους  ττροφήτα'ζ'  ας  ακούσωσιν 
αυτούς.  Και  εκείνος  βίττεν,  'Οχ^ι,  ττάτερ  Αβραάμ,• 
αλλ'  εάν  τις  ΰττά'γτ]  άττο  τους  νεκρούς  ττρος  αυτούς, 
^εΧουν  μετανοήσει.  Είττε  δε  €19  αύτον,  Έάν  τον 
Μωϋσί}ν  καΐ  τους  ττροφήτας  δεν  άκούωσιν,  ουδέ 
εάν  τις  άνασταθί)  εκ  νεκρών,  δεν  -9έλουν  ττεισθή. 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΥΤΕΡΑ    ΛΙΕΤΑ   ΤΗΝ   ΆΠΑΝ    ΤΡΙΑΔΑ. 
Συναπτή. 

Τ^ΤΡΙΕ,  όστις  ττοτε  8εν  Χείττεις  άττο  του  να  ύττο- 

στηρίζχις  καΐ  να  6Βη<γ7}ς  όσους  ανατρέφεις  εις 
τον  σταθερον  φόβον  καΐ  την  ά^άττην  σου,  ΦύΧαττε 
ημάς,  Βεόμεθά  σου,  ΰττο  την  ττροστασίαν  της  άγα- 
θ?ις  "προνοίας  σου,  καΐ  εμττνεε  εις  ημάς  ττάντοτε 
τον  φόβον  και  την  ά-^άττην  του  Ά^ίου  σου  'Ονό- 
ματος'  δίά  ^\ησοΰ  \ριστοϋ  του  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

^Επιστολή.      1    Ιωάνν•  "/' .  13. 

Λ/ΓίΙ  θαυμάζετε,  άΒεΧφοί  μου,  εάν  6  κόσμος  σάς 
μιστ}.  Ήμεΐς  εξεύρομεν  οτι  εττεράσαμεν  άττο 
τον  θάνατον  εις  την  ζωην,  8ιότι  ά^αττώμεν  τους 
άΒεΧφούς.  "Οστις  Βεν  άηαττα  τον  άΒεΧφον,  μένει 
εις  τον  θάνατον.  ΥΙάς  όστις  μισύΐ  τον  άΒεΧφόν 
του,  είναι  άνθρωττοκτόνος'  και  εξεύρετε  οτι  ττάς 
άνθρωτΓΟΚτόνος  8έν  έχει  ζωην  αΐώνιον  μένουσαν 
ΐΐς  αυτόν.  Εΐ9  τούτο  <γνωρίζομεν  την  ά^άττην, 
οτι  εκείνος  εβαΧε  την  ζωι^ν  του  Ζιά  ήμάς'  και 
ημείς  χρεωστονμεν  8ιά  τους  άοεΧφούς  νά  βάΧ- 
Χωμεν  την  ζωην  ημών.  '  Οστις  όμως  έχει  τα 
ά'^αθά  του  κόσμου,  και,  θεωρών  τον  άΒεΧφόν  του 
οτι  βχβί.  χρείαν,  κΧείση  τα  σττΧάηχνα  του  άττο 
αυτόν,  ττώς  η  ά^άπη  του  Θεού  μένει  εις  αυτόν; 
Ύεκνία  μου,  ας  μην  άηαττώμεν  με  λόγον,  μη^ε  με 
'^Χώσσαν,  αΚΧά  με  ίρ'^ον  και  άΧηθειαν.  Και  εις 
τούτο  <γνωρίζομεν  οτι  είμεθα  άττο  την  άΧηθειαν,. 
καΐ  ^έΧομεν  ^αρρύνει  τάς  καρΒίας  ημών  εμττρο- 
η3 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΥΤΕΡΑ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

σθ^ν  αντοΰ.  Αίόη  €αν  μα<;  κατακρίντ)  η  καρδία, 
6  0609  βϊναι  μβ^αΧητβρος  αττό  την  καρΒίαν  μας, 
καϊ  <γνωρίζ€ί  τα  ττάντα.  Άγατττ^τολ,  έάν  η  καρΒία 
μα<ί  Βεν  μας  κατακρίντ},  €χ^ομεν  Ίταρρησίαν  ττρος 
τον  θεόν.  Και  ο,τί  καϊ  αν  ζητώμβν,  \αμβάνομβν 
άτΓο  αντον,  Βίότι  φυλάττομεν  τάς  €ντο\άς  αύτοΰ, 
καϊ  ττράττομβν  οσα  βίναι  αρεστά  ένίάττών  του. 
Και  αντη  βίναο  η  €ντο\η  αύτοΰ,  το  να  ττι,στβύωμεν 
βίς  το  όνομα  του  Τίοϋ  αύτοΰ  ^Ιησοΰ  Χρίστου,  καϊ 
νά  ά^αττώμβν  άΧλήΧους,  καθώς  εδωκεν  εντο\ην  εΙς 
ημάς.  Και  όστις  φυΧάττει  τάς  εντοΧάς  αύτοΰ, 
μένει  εις  αύτον,  καϊ  αύτυς  εΙς  εκείνον  καϊ  εκ  τού- 
του ιγνωρίζομεν  οτι  μένει  εΙς  ημάς,  εκ  του  ΥΙνεύ- 
ματος  το  όττοΐον  μάς  'έΒωκε. 

ΈύαγγίΧιον.       Αονκ.  ώ  .  16. 

νΛ  ΝΘΡίΙΠΟΣ'  τις  έκαμε  οεΐττνον  με^α,  καϊ  εκά- 
\εσε  ττοΧλούς.  Καϊ  την  ωραν  τοΰ  Βείττνου 
άττέστειΧε  τον  ΒοΰΧόν  του,  νά  εϊττη  εις  τους  κεκΧη- 
μένους,  "ΕΧθετε,  Βιότι  οΧα  είναι  ηζη  έτοιμα.  Και 
ηργ^ισαν  οΧοι  με  μίαν  <γνώμην  νά  τταραιτωνται. 
Ό  πρώτος  είττεν  εις  αύτον,  Ά<γρον  η^όρασα,  καϊ 
έχω  ανάγκην  νά  εξεΧθω  καϊ  νά  ϊΒω  αυτόν  τταρα- 
καΧώ  σε,  εγε  με  τταρητημενον.  Καϊ  άΧΧος  είττεν, 
^ΐί'^όρασα  ττέντε  ζεύγι  βοών,  καϊ  ύττάγω  νά  τά  δο- 
κιμάσω" τταρακαΧώ  σε,  εγε  με  τταρτ^τημενον.  Καϊ 
άΧΧος  ειττε.  Γυναίκα  ενυμφεύθην  και  διά  τούτο 
Βεν  εμτΓορώ  νά  εΧθω.  Και  εΧθών  6  ΒοΰΧος  εκείνος 
άτΓτ/γγβιλβν  εις  τον  κύριόν  του  ταΰτα.  Τότε  6ρ'>/ι- 
σθείς  6  οΙκοΒεσττότης  είττεν  εις  τον  ΒοΰΧόν  του,  "Εξ- 
εΧθε  τα-χ^εως  εΙς  τάς  ττΧατείας  καϊ  εΙς  τους  δρόμους 
της  ττόΧεως,  και  φέρε  μέσα  εδώ  τους  τττω'χούς, 
και  βεβΧαμμένους,  και  -χ^ωΧούς,  και  τυφΧούς.  ΚαΙ 
είττεν  6  δοΰΧος,  Κύριε,  ε<γινε  καθώς  εττρόσταξες, 
καϊ  είναι  ακόμη  τόττος.  Καϊ  είττεν  ό  κύριος  εις 
τον  δοΰΧον,  "ΕξεΧθε  εις  τους  δρόμους  καΐ  εις  τους- 
φραγμούς,  καϊ  ανάγκασε  νά  είσέΧθωσι,  Βιά  νά  <γε- 
μισθτ)  ό  οίκος  μου.  Αιότι  σάς  Χέ<γω,  ότι  κάνεις 
154 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

άτΓο    €Κ€ίνου^  τούζ  κ€κλημ€νου<ζ   Ββν  ΒάΧβί  <γ€υθή 
το  δβΓττνόν  μου. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

Ένναπτη, 

ΙΓΤΡΙΕ,  Ββόμβθά  σον,  έττάκονσέ  μα<;  βύμενώς'  καϊ 
γιΊρίσβ  619  ημα<{,  €19  τον<ζ  όττοίους  ένέτΓνβνσεζ 
βνθβρμον  έτηθυμίαν  του  να  σε  ίκετβύωμβν,  νά  άττο- 
Χαμβάνωμβν,  Βια  της  κραταιάς  σου  Βυνάμβως,  την 
ύτΓβράστΓίσιν  καϊ  βοήθβίάν  σου  €1•;  ττάντα  κίνΒυ- 
νον  καϊ  3\ίψίν'  Βιά  'ίησοϋ  Χρίστου  του  Κυρίου 
ημών.      \μ*ι']ν, 

ΈτΓίστολι;.      1  Πετρ.  ε'.  5, 

''Γ\Α01  ΰτΓοτάσσεσθβ  6  βίς  €ίς  τον  αΧλον,  και  βν- 
Βυθήτ€  την  ταττβινοφροσύνην'  Βιότι  6  Θε09 
άντιτάττεται  €49  τού^  ύττβρηφάνους,  €69  δε  τους 
τατΓβινονς  δίδει  'χάριν.  Ύαπβινωθήτβ  Χοιττον  νττο 
την  κραταιάν  χ^ΐρα  του  θ€ου,  Βιά  νά  σας  ύψωση 
εν  καιρώ.  Καϊ  ο\ην  σας  την  μεριμναν  ρίψβτβ 
ΐττάνω  €19  αυτόν  Βιότι  αυτός  φροντίζβι  Βιά  σας. 
^Έ^'^κρατευθητβ,  ά'^/ρυττνησβτβ'  Βιότι  ό  άντίΒικός 
σας  Βιάβο\ος,  ως  λέων  βρυγόμβνος,  ττβριττατβΐ 
ζητών  ΤΓοΐον  νά  καταττίη.  Έ.ις  τον  όττοΐον  άντι- 
σταθήτβ  στβρβοί  ^ίς  την  ττίστιν,  εξβύροντβς  οτι  τά 
αυτά  τταθηματα  <γίνονται  €ΐς  τους  άΒβΧφούς  σας 
τους  εις  τον  κόσμον.  Καϊ  6  θεός  ττάσης  -χ^άριτος, 
όστις  μας  εκάΧεσεν  εις  την  αΐώνιόν  του  Βόξαν  Βιά 
του  Χρίστου  Ιησοΰ,  άφοΰ  εττάθετε  όΧί'γον,  αυτός 
να  σας  τεΧειοττοιηση,  νά  στηρίζη,  νά  ενίσχυση,  νά 
^εμεΧίώση.  Εΐ9  αυτόν  άς  ηναι  ή  Βόξα  καϊ  το 
κράτος,  εις  τους  αιώνας  των  αιώνων.     \μην. 

ΈναγγίΚιον.      \ονκ.  κ',  1. 

'Τ'ΟΤΕ  εττΧησίαζαν  εΙς  αυτόν  οΧοι  οΐ  τεΧώναι  καϊ 
οι  άμαρτωΧοΙ,  Βιά  νά  τον  άκούωσι.     Καϊ  εγόγ- 

155 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

'γνζαν  οι  Φαρίσαιοί  καΐ  οΐ  Γραμματείς,  λέγοντες•, 
"Οτί  οντος  άμαρτωΧούς  δεχεταί,  καΐ  συντρώ'γβί  μβ 
αυτούς.  Είττε  δε  ε69  αυτούς  την  τταραβοΧην  ταύ- 
την,  λεγωί',  ΥΙοΙος  ανθρωττος  άττο  σας,  βάν  β-χτ] 
εκατόν  ττρόβατα,  καΐ  χάστ]  εν  6.7γο  αύτα,  δεν  άφίνει, 
τα  εννενήκοντα  εννέα  εΙς  την  ερημον,  καΐ  ύττάγε^ 
ζητών  το  άττο'λωΧος,  εως  να  εύρη  αυτό;  ΚαΙ  αφού 
^ΰρη  αυτό,  βάΚΚβί  αυτό  εττάνω  εις  τους  ωμούς  του, 
'χαίρων  καΐ  ελθών  εις  τον  οίκον,  συ^γκαΧεΐ  τους 
φίΧονς  καΐ  τους  γείτονας,  λέγων  ?/?  αυτούς,  Συ^- 
^χαρητέ  με,  οτί  εύρήκα  το  ττρόβατόν  μου  το  άττο- 
λωλός•.  "Σ,άς  λέγω,  οτι  ούτω  Β^ελει-  είσθαί  χαρά 
εΙς  τον  ούρανον,  δί,ά  ενα  άμαρτωΧον  μετανοοΰντα, 
μάΧλον  τταρα  δίά  εννενήκοντα  εννέα  δικαίους,  οϊ- 
τινες  δεν  έχουν  χρείαν  μετανοίας.  'Ή  ττοία  ^γυνη 
€χουσα  8έκα  δραχμάς,  εάν  χά-ση  μίαν  Βραχμην,  δεν 
άνάτΓτεί  Χνχνον,  καΐ  σαρόνει  την  οΐκίαν,  καΐ  ζητεΐ 
€7ημε\ως,  εως  ότου  να  εΰρη  αυτήν;  Και  άφοΰ 
εΰρη  αυτήν,  συ^καΧεΐ  τάς  φίλας  καΐ  τάς  γε^τονισ- 
σας,  Χέ^ουσα,  'Συ^/χαρητέ  με,  διότι  εύρισκα  την 
Ζραχμήν  την  όττοίαν  έχασα.  Οΰτω  σας  λέγω,  γί- 
νεται χαρά  ενώτΓίον  των  άγγε'λων  τεύ  θεού,  δια  ενα 
άμαρτωΧον  μετανοοΰντα. 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΤΕΤΑΡΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

'2υναπτη. 

ί^ΕΕ,  ο  ττροστάτης  ττάντων  των  εΧττιζόντων  εις 
σε,  χωρίς  του  οττοίου  κανεν  "πράγμα  δεν  είναΐτ 
ισχυρον,  κανεν  α'^/ιον.  Αύξησε  και  ττΧήθυνε  εΙς 
τιμάς  το  εΧεός  σου'  ώστε,  έχοντες  σε  κυβερνήτην 
καΐ  όδ?;γόν  μας,  να  ττεράσωμεν  οΰτω  τα  πρόσ- 
καιρα του  κόσμου  τούτου,  ώστε  να  μη  στερηθώ- 
μεν  τεΧευταΐον  αττό  τά  μέΧΧοντα  αιώνια.  Χάρισε 
μας  τούτο.  Ουράνιε  Πάτερ,  8ιά  την  ά^άττην  του 
'Ιτ^σοΟ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.  ^Αμήν. 
156 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 
ΈπιστοΚη.        Ρωμ.  η  .  18. 

Α  ΟΓΑΡΙΑΖίΙ  οτί  τα  τταθήματα  του  τταρόντος 
καιρού  δβν  εΙναί  άξια,  ως  ττρος  την  Βόξαν  ητι<; 
μύΧλβί  να  άττοκαΧυφθτ}  βίς  ημάς.  Αίότι  ή  βνθβρ- 
μος  ΊτροσΖοκία  της  κτίσεως  προσμένει  την  φανέ- 
ρωσιν  των  υιών  του  θεοΰ.  Αιοτι  ή  κτίσις  ύττε- 
τάγθη  εις  την  ματαιότητα,  οχι  εκουσίως,  άΧΚά  8ι 
εκείνον  όστις  ύττεταξεν  αυτήν  με  εΧττίζα•  'ότι  καϊ 
αύτη  ή  κτίσις  3^ε\ει  εΧευθερωθή  άττο  την  8ου\είαν 
της  φθοράς,  εΧθούσα  εις  την  εΚευθερίαν  της  Βόξης 
των  τέκνων  τού  Θεού.  Διότι  εξεύρομεν  οτι  ο\η  η 
κτίσις  στενάζει  ομού,  καΐ  συμττονεΐ,  εως  τού  νύν. 
Και  ογ^ι  μόνον  η  κτίσις,  ά\\α  καϊ  ημείς  οΐτινες 
€'χομεν  την  άτταρ'χΊΐν  τού  ΤΙνεύματος,  καϊ  ημείς 
στενάζομεν  εΙς  τον  εαυτόν  μας,  ττροσ μένοντες 
την  υ'ιοθεσίαν,  την  άττοΧύτρωσιν  τού  σώματος 
ημών. 

ΈυαγγΐΧιον.      Αονκ.  γ  .  36. 

"ΡΙΧΕΣΘΕ  λοί,τΓον  οίκτίρμονες,  καθώς  καϊ  ό  ΤΙατήρ 
σας  είναι  οίκτίρμων.  λΐ))  κρίνετε,  και  Βέν  ^έ- 
\ετε  κριθή '  μη  καταδικάζετε,  και  δεν  θ^ελ,ετε 
καταόικασθή•  συ<^/χωρήτε,  καϊ  '^έΧετε  συ'^γωρη- 
θή'  δίδετε,  καϊ  ^έΧει  σας  Βοθή'  μέτρον  καΧον, 
ττατημένον,  και  συ<^/κινημένον,  καϊ  ύττεργυνόμενον 
Β^έΧουν  Βώσει  εις  τον  κόΧττον  σας.  Αιότι  με  το 
αυτό  μέτρον  με  το  όττοΐον  μετρεΐτε,  Β^εΧει  σας 
άντιμετρηβή.  Και  είττε  τταραβοΧην  εις  αυτούς" 
Μή  ττως  εμττορεΐ  τυφΧός  να  όΒη'^/ήση  τυφΧόν ;  Βέν 
Β^έΧουν  ττέσει  και  οι  Βύο  εις  τον  Χάκκον;  Δεν 
υττάργει  μαθητής  ανώτερος  τού  ΒιΒασκάΧου  του• 
Ίτάς  δε  τεΧειος  3^έΧει  είσθαι  καθώς  6  ΒιΒάσκα- 
Χός  του.  Καϊ  τί  βΧέττεις  τό  ξυΧάριον  το  όττοΐον 
είναι  εις  τον  οφθαΧμόν  τού  άΒεΧφού  σου,  την 
Βε  Βοκόν  ήτις  είναι  εις  τον  ΙΒικόν  σου  όφθαΧ- 
μον  Βεν  παρατηρείς ;    Ή  ττώς  εμττορεΐς  να  εϊτττίζ 

157 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΕΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

€49  τον  άδελφόν  σον,  Άδελφε,  άφησβ  να  βκβαΚω  το 
ξύΧάριον  το  οττοΐον  είναι  βίς  τού<ί  οφθαλμούς  σου, 
ένω  συ  δεν  βΧέττεις  την  8οκ6ν  ήτις  είναι  εις  τον 
οφθαΧμόν  σου;  'Τττοκριτά,  εκβαΧε  ττρωτον  την 
Βοκον  άτΓο  τον  οφθαΧμόν  σον  καΐ  τότε  ^ελεί,ς  ιδεί 
καθαρά,  Βιά  να  εκβολής  το  ξυΧάριον  το  οττοΐον 
είναι  εις  τον  οφθαλμον  του  αδελφού  σου. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΜΠΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ  ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

'2νναπτη. 

ΥΑΡΙΣΕ  εις  ημάς,  Βεόμεθά  σου,  Κύριε,  νά  ηναι  τά 
πράγματα  του  κόσμου  τούτου  οΰτω  ειρηνικώς 
Βιατεθημενα  Βιά  της  κυβερνήσεως  σου,  ώστε  ή 
^Έ•κκ\ησία  σου  ενφραινομενη  νά  σε  Χατρεύη  με 
ττάσαν  ευσεβή  ί^συ-χ^ίαν  δια  Ιησού  \ριστού  τοΰ  ■ 
Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

ΈτΓίστολ^.      1  Τΐίτρ.  γ'.  8. 

Μ  Σ  ήσθε  όλοι  ομόφρονες,  συμτταθεΐς,  φιΧάδεΧ- 
φοι,  εΰσττΧα'γ'χνοι,  ττεριτΓΟίητικοί'  6•χ^ι  άττο- 
Βίδοντες  κακόν  άντΙ  κακού,  ή  Χοιδορίαν  αί/τί.  Χοι- 
Βορίας'  άΧΧά  το  εναντίον,  εύΧο'γούντες'  διότι  εξ- 
εύρετε ΟΤΙ  εις  τούτο  εκαΧεσθητε,  Βιά  νά  κληρονο- 
μήσετε εύλοηίαν.  Δίιότι  όστις  Β^έλει  νά  ά'γαττα 
την  ζωήν,  και  νά  ΪΒη  ημέρας  ά<γαθάς,  άς  τταύστ) 
την  <^/λώσσάν  του  άττο  το  κακόν,  και  τα  'χ^ειλη  του 
ατΓΟ  του  νά  λαλώσι  Βόλον  άς  εκκΧίνη  άττο  το  κα- 
κόν, και  άς  κάμη  το  αγαθόν  άς  ζητήστ]  την  είρή- 
νην,  καΐ  άς  άκολουθήση  αυτήν.  Διότι  οι  οφθαλ- 
μοί του  Κυρίου  είναι  εττάνω  εις  τους  Βικαίους,  καϊ 
τά  ώτία  του  ανοικτά  εις  την  Βέησιν  αυτών  το 
ΤΓρόσωίΓον  όμως  του  Κυρίου  είναι  εναντίον  €ΐς 
τους  ττράττοντας  τά  κακά.  ΚαΙ  ποίος  είναι  όστις 
Β^ελει  σας  κακοποιήσει,  εάν  ^ίνεσθε  μιμηται  του 
ά<γαθού;  Άλλ,'  εάν  καΐ  ττάσχετε  δ^ά  την  Βικαιοσύ- 
158 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

νην,  μακάριοΐ'  και  τον  £^  αυτών  φόβον  μη  φοβη•• 
θήτ€,  μηΒβ  ταραγθητ£'  άλλα  «γίάσβτί  'Κνριον 
τον  Θβον  €69  τάς  καρδίας  σας. 

ΈυαγγΐΚιον.      Αονκ,  (  .  1. 

'ΤΓΝίΙ  δε  ό  ό'χλος  βσύνθΧιββν  αύτον  Βια  να  άκοντ] 
τον  Χό'γον  του  θβον,  αύτος  €στ€Κ€το  ττΧησίον 
της  Χίμνης  Υβννησαρ^τ'  και  ί'δε  δύο  ττΧοΙα  στε- 
κόμβνα  ττΧησίον  της  Χίμνης'  οι  δε  αλιείς•  ^Ιχαν  €Κ- 
βί)  άττο  αυτά,  και  ΙξέττΧυναν  τά  δίκτυα.  ^Εμβάς 
δε  εις•  εν  των  ττΚοίων^  το  όττοΐον  ήτον  του  Σίμωνος, 
τταρε/ίαλεσεν  αύτον  νά  το.άτΓομακρύντ}  οΧί'^ον  αττο 
την  ^ήν  και  καθήσας  εδ/δασ/εεν  άττό  το  ττΧοΐον 
τους  ο'χλους.  Καθώς  δε  βτταυσε  νά  λαλ^,  βίττεν 
εις  τον  Σίμωνα,  Έττανάφερε  το  ττΧοΐον  €ίς  τά 
βαθέα,  και  ρί-^βτβ  τά  δίκτυα  σας  διά  νά  ^^αρεύ- 
σετε.  ΚαΙ  άττοκριθεις  6  Σίμων  εΖττεν  εΖ9  αύτον. 
Διδάσκαλε,  ό'λτ^ν  την  νύκτα  εκοττιάσαμβν,  και  δβν 
ετΓΐάσαμβν  τ/ττοτε•  μ'  οΧον  τούτο,  εις  τον  λόγον 
σου  3-έΧω  ρί•ψ•€ΐ  το  δίκτυον.  Και  αφού  βκαμαν 
τούτο,  εκΧβισαν  ττΧηθος  ττολύ  ί'χθύων  καΐ  διεσχ/- 
ζετο  το  δίκτυον  αυτών.  Και  έκαμαν  νεύμα  εις  τους 
συντρόφους  τους  οντάς  εις  το  άλλο  ττλοιον,  διά  νά 
εΧθωσι  νά  βοηθησωσιν  αυτούς•  και  ηΧθαν  και  εγέ- 
μισαν  και  τά  δύο  ττΧοΐα,  ώστε  αυτά  έβυθίζοντο. 
Και  οτε  ϊδε  τούτο  ό  Σίμων  ΙΙετρος,  εττεσεν  εις  τά 
ιγόνατα  του  Ίτ/σοΟ,  Χέ^ων,  "Έ,ξεΧθε  άττό  εμε,  Βιότύ 
είμαι  ανθρωττος  άμαρτωΧος,  Κύριε.  Αιότο  τρόμος 
κατεΧαβεν  αυτόν,  και  οΧους  τους  μετ  αυτού,  διά 
το  Λ^τάρευμα  τών  Ι'χθύων  τους  όττοίους  εττίασαν ' 
ομοίως  δε  και  τον  Ίάκωβον  και  ^Ιωάννην,  τους 
υιούς  του  Ζεβεδαίου,  ο'ίτινες  ήσαν  σύντροφοι 
με  τον  Σίμωνα.  Και  είττεν  εις  τον  Σίμωνα  6 
^Ιησούς,  Μη  φοβού'  άττό  τώρα  καΐ  εις  το  εξής, 
άνθρώτΓους  3^έλεις  ττιάνει.  ΚαΙ  αφού  έφεραν  τά 
ττΧοΐα  εις  την  ^ήν,  άφήσαντες  οΧα  ηκοΧούθησαν 
αυτόν. 

159 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΕΚΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   'ΑΓΙΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

ΈνρατΓτη. 
^ΕΕ,  οστίζ  7]τοίμασ€ς  6ΐ9  τους  ά<γα7Γωντά^  σε 
ά<γαθά  ττάσαν  άνθρωττίνην  νόησιν  νττβρβαίνον- 
τα,  "Εγχεε  ε/ς•  τάς  καρ8ία<;  ημών  τοιαντην  προς  σβ 
ά'-^άιτην,  ώστε  ημείς,  ά^αττώντές  σε  ύττερ  ττάντα,  να 
άτΓοΧαΰσωμεν  τάς  ετΓα'^<^ε\ίας  σου,  αϊτινες  νττερ- 
βαίνουν  Ίτάν  ο, τι  δυνάμεθα  νά  ετηθυμήσωμεν  δίά 
"ΐησοΰ  Κριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.      'Ρωμ.  ς-' .  3. 

ΛΕΝ  εξεύρετε,  οτί  ο  σο  ι  εβατττίσθημεν  εΙς  τον 
ϋριστον  ^Ιησονν,  εβατττίσθημεν  εις  τον  Β^άνα- 
τον  αύτοΰ;  Συνετάφημεν  Χοίττον  με  αύτον,  δίά  του 
βατττίσματος  εΙς  τον  Β^άνατον  ώστε,  καθώς  6 
'Χριστος  άνεστηθή  εκ  νεκρών  δίά  της  Βόξης  τοΰ 
ΐΐατρος,  οΰτω  καΐ  ημείς  νά  ττεριττατήσωμεν  εις 
καινότητα  ζωής.  Αιότί  εάν  ε^ίναμεν  σύμφυτοι  με 
αύτον  κατά  την  ομοιότητα  τοΰ  Β^ανάτου  αύτοΰ, 
ΒβΧομεν  είσθαι  καΐ  κατά  την  ομοιότητα  της  ανα- 
στάσεως" εζεύροντες  τοΰτο,  οτι  6  τταΧαιος  ημών 
άνθρωτΓος  συνεσταυρώθη,  Βιά  νά  καταρ^/ηθη  το 
σώμα  της  αμαρτίας,  ώστε  νά  μη  8ου\εύωμεν  ττΧέον 
εις  την  άμαρτίαν.  Αιότι  6  άττοθανών  ηΧευθερώθη 
άτΓο  την  άμαρτίαν.  ΚαΙ  εάν  άττεθάναμεν  με  τον 
'Κριστον,  ΤΓίστεύομεν  οτι  και  ΒέΧομεν  συζήσει  με 
αυτόν  εξεύροντες  οτι  ό  "Κριστός,  αναστηθείς  εκ 
νεκρών,  Ββν  άτΓοθνήσκει  ττΧεον  Βάνατος  8εν  κυ- 
ριεύει αύτον  ττΧεον.  Αιοτι  καθ  6  άττεθανεν,  άττέ- 
θανεν  ατταζ  δίά  την  άμαρτίαν  αλλά  καθ'  6  ζη,  ζτ} 
εις  τον  θεόν.  Οΰτω  καΐ  σεις  Χο^αριάζετε  τον 
εαυτόν  σας  οτι  είσθε  νεκροί  κατά  την  άμαρτίαν, 
ζώντες  όμως  εις  τον  Θεον,  8ιά  ^ϊησοΰ  Ιίριστοΰ  τοΰ 
Κυρίου  ημών. 


160 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΒΔΟΜΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

ΕναγγίΚίον.      Ματθ.  β'.  20. 

"ρίΠΕΝ  6  ^Ιησούς  βίς  τους  μαθητάς  τον,  Έάι/  97 
ιδική  σας  Βικαιοσύνη  Ββν  Ίτβρισσεΰσττ]  ττΧβι- 
ότβρον  τταρα  των  Γραμματέων  καΐ  Φαρίσαίων, 
Ββν  ΒέΧβτβ  βίσβΧθβί  €69  την  βασιΚβίαν  των  ουρα- 
νών. Ή/ίοιίσβτε  οτί  βλβχ^θη  6ΐ9  τους  άργαίους. 
Δεν  Τελείς  φονεύσεί*  καΧ  όστις  φονβύστ}  θ^ελεί 
βίσθαι  €νογος  βις  την  κρίσιν.  Έγώ  όμως  σας  λε- 
'^ω,'Ότητάς  6  ορ^ιζόμβνος  χωρίς  αΐτίαν  κατά  του 
άΒβ\φοΰ  του,  ^ελεί  βίσθαι  'ένογος  εις  την  κρίσιν 
και  όστις  εϊτττ}  €ΐς  τον  άδβΧφόν  του,  '^ακά,  ,^ελεί 
βίσθαι  ένοχος  εις  το  συνεΒριον  όστις  όμως  βΐττΎ), 
Μω^έ,  .5ελε6  εισθαι  ένοχος  εις  την  ηεενναν  του 
"ττυρός.  Έαν  Χοιττον  ττροσφερ'ρς  το  Βώρόν  σον  εις 
το  ^υσιαστήριον,  και  εκεί  ενθυμηθείς  ότι  ό  άΖεΧ- 
φος  σου  έχει  τι  κατά  σου,  άφησε  εκεί  το  Βώρόν 
σου  εμττροσθεν  του  θυσιαστηρίου,  καΐ  υτταηε  Βι- 
αΧλάξου  ττρώτον  με  τον  άΒεΧφόν  σον,  καϊ  τότε 
^Κθων  πρόσφερε  το  οώρόν  σον.  Φιλιώσον  με  τον 
άντίΒικόν  σον  ταχέως,  εως  δτον  είσαι  εις  τον 
Βρόμον  μαζν  τον  μη  ττοτε  σε  τταραΒώστ)  6  άντί- 
οικός  σον  εις  τον  κριτην,  καϊ  6  κριτής  σε  τταρα- 
Βώστ)  εΙς  τον  νττηράτην,  καΐ  ριφθής  εις  τήν  φυ\α- 
κήν.  Βέβαια  σε  λέγω,  Δεν  5€λ€ί9  έξέΧθει  άττο 
€κεΐ,  εως  να  άττοΒώσΐ]ς  το  εσχατον  Χετττόν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  Έβδομη  μετά  την  Άπαν  τριάδα. 

"Συναπτή. 

ΪΓΤΡΙΕ,  6  ττασαν  εξουσίαν  καϊ  Βύναμιν  έχων,  ■ή 
αρχή  καϊ  ό  Βοτήρ  ττάντων  των  άβαθων,  'Ε/α- 
φντενσε  εις  τάς  καρΒίας  ημών  τήν  ά'^άττην  του 
ονόματος  σον  αύξησε  εις  ημάς  τήν  άΧηθή  ενσέ- 
βειαν  τρέφε  ημάς  με  ττάσαν  ά'^αθότητα'  καϊ 
ΒιαφυΚαττε  ημάς  εις  αυτήν,  κατά  το  μέ'^α  σου 
βλεος'  Βιά  Ιησου  Χριστού  τον  Κυρίου  ημών. 
"Αμήν, 

161 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΒΔΟΜΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

ΈττισΎοΚη.      'Ρωμ.  γ  .  19. 

'Λ  ΝΘΡί2ΠΙΝί2Σ  λέγω,  •  δίά  την  άσθβνίίαν  τήζ 
σαρκός  σας'  Βίοτι  καθώς  •παρβστήσ€τβ  τα  μβΧη 
σας  ^ονΚ,α  εις  την  άκαθαρσιαν,  καΐ  εις  την  άνο- 
μίαν,  ττρος  άνομίαν,  οντω  τώρα  τταραστησβτε  τα 
μέΧη  σας  Βοΰλα  βίς  την  ^ικαιοσύνην,  ττρός  άηια- 
σμόν.  ί^ίοτί  6τ€  ησθε  ΒοΰΧοι  της  αμαρτίας, 
ησθε  έΧενθεροί  άττο  την  8ίκαιοσύνην.  Ποίον  λοί- 
ΤΓον  καρτΓον  εϊ-χ^ετε  τότε,  άττό  εκείνα  Βοα  τα  όττοϊα 
τώρα  εντρέττεσθε;  8ιότί  το  τεΧος  εκείνων  είναι, 
θάνατος.  Άλλα  τώρα,  εΧευθερωθέντες  άττο  την 
άμαρτίαν,  καΐ  ΒονΧωθέντες  εις  τον  θεόν,  €%€Τ€  τον 
καρττόν  σας  εΙς  ά'^ιασμόν  καϊ  το  τεΧος,  αΐώνιον 
ζωην.  Διότί  οι  μισθοί  της  αμαρτίας  είναι  θάνα- 
τος" το  δε  'χάρισμα  του  θεον,  ζωη  αιώνιος  Βιά 
^Ιησον  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 

ΕύαγγίΚιον*     Μάρκ*  η.  1, 

ρΊΣ  εκείνας  τάς  ημέρας,  εττειΒη  ητον  ττάμττοΧυς 
6'χΧος,  καϊ  8εν  ^Ιχαν  τίνα  φά^γωσι,  ττροσκάΧέ- 
σας  6  ^Ιησούς  τους  μαθητάς  του,  Χε^ει  εΙς  αυτούς, 
ΣττΧαΎχνίζομαι  εις  τον  οχΧον  τούτον,  οτι  τρεις 
η8η  ημέρας  μένουν  ττΧησίον  μου,  και  δεν  έχουν  τί 
να  φά'γωσί'  και  εάν  άττοΧύσω  αυτούς  νηστικούς 
Βιά  νά  ύττά'^ωσιν  εις  τον  οίκον  των,  β^έΧουν  άττοκά- 
μει  εις  τον  Βρόμον  Βιότι  τινές  εξ  αυτών  ηΧθαν 
μακρόθεν.  Και  άττεκρίθησαν  εις  αυτόν  οι  μαθη- 
ταί  του,  ΥΙόθεν  βεΧει  τις  εμττορέσει  νά  'χορτάστ] 
τούτους  άττό  άρτους  έΒω  εις  την  ερημιαν ;  Καϊ 
ηρωτοΰσεν  αυτούς,  ΥΙόσ'ους  άρτους  εγ^ετε;  ΚαΙ 
έκ€Ϊνοί  είτταν,  Έτττά.  Καϊ  εττρόσταξε  τον 
^"χΧον  νά  καθησωσι  κατά  <γης•  καϊ  Χαβών  τους 
ετΓτά  άρτους  εύγαρίστησε,  καϊ  κόψας  εΒιΒεν  εις 
τους  μαθητάς  του,  Βιά  νά  βάΧωσιν  έμπροσθεν  του 
ο'χΧου'  καϊ  έβαΧαν.  Καϊ  εΐ'χ^αν  ακόμη  όΧί^γα 
οψάρια"  καϊ  εύΧο-γήσας  είττε  νά  βάΧωσι  καϊ 
αυτά.  "Εφαγαν  Βε,  καϊ  ε'χορτάσθησαν  καϊ  εσήκω- 
162 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΟΓΔΟΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΑΠΑΝ    ΤΡΙΑΔΑ. 

σαν  τα  ττβρισσενσαντα  κομμάτια,  ετντά  στΓνρί8α<ί. 
Ήσαν  δε  οΐ  φα^όντ€<;,  έ'ως  τβτρακισ'χ^ιΧιοι.  ΚαΙ 
άττεΚυσ^ν  αύτού<;. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  Όγδοη  μετα  την  Ιυγιαν  τριάδα. 

ΣννατΓτη, 

^ΕΕ,  τον  ό'ΤΓοίου  ή  άΒιαΚβιτττος  ττρονοια  κυβέρνα 
ττάντα  τά  εν  ούρανω  καΐ  τα  €7Γί  'γή^,  Ταττεινώ^ 
Βεόμεθά  σον,  άττομάκρυνε  άφ^  ημών  ττάν  βΧαβερον, 
καΐ  86ς  βί'ς  ημάς  ττάν  ώφβΧίμον  8ίά  Ιησού  Χρί- 
στου τον  Κνρίον  ημοίν.      \\μην. 

ΈπιστοΧη,      'Ρωμ.  η.  12. 

'Α  ΔΕΛΦΟΙ,  είμεθα  "χ^ρεωσταΐ'  οχί  €49  την  σάρκα, 
ώστε  να  ζώμεν  κατά  την  σάρκα.  Αίότί  εάν 
ζητε  κατά  την  σάρκα,  μέΧλετε  νά  άττοθάνετε•  άΧΧ 
εάν  8ίά  του  Πνεύματος  3-ανατόνετε  τάς  ττράξεις 
τον  σώματος,  3-εΧετε  ζήσει.  Αι,ότί  όσοι  κυβερ- 
νώνται άτΓο  το  Ώνενμα  τον  θεον,  ούτοι  είναι  υίοΙ 
του  θεού.  Αιότι  Βεν  εΧάβετε  ττνενμα  ΒουΧείας 
Βιά  νά  φοβήσθε  ττάΧιν  άΛ,λ'  εΧάβετε  ττνεΰμα  υιο- 
θεσίας, δίά  του  ότΓοίου  φωνάζομεν,  ^Αββά,  6  ΥΙατήρ. 
Αύτο  το  Πνεύμα  συμμαρτνρεΐ  με  το  ττνεύμά  μας, 
ΟΤΙ  είμεθα  τέκνα  τον  θεού•  και  άν  τέκνα,  Χοιττον 
κΧηρονομοι•  κΧηρονόμοί  μεν  του  θεού,  συ^κΧηρο- 
νόμοί  Βε  του  Χριστού"  εάν  συμΊτάσγ^ωμεν,  Βιά  νά 
^ίνωμεν  και  συμμετο-χοι  της  Βόξης  αυτού. 

ΕύαγγβΚίον.      Ματθ.  ζ'.  15. 

ΓΤΡΌΣΕΧΕΤΕ  δε  άττό  τους  ψευΒοττροφήτας,  οϊ- 
τινες  ερ-χονται  εις  εσάς  με  ενΒύματα  7Γροβά~ 
των,  εσωθεν  όμως  είναι  Χνκοι  άρττα'^ες.  Άττό  τους 
καρτΓούς  των  θέλετε  γνωρίσει  αυτούς•  μη  ττως  άττό 
άκανθας  συνάγουν  σταφύΧια,  ή  άττό  τριβόΧους 
σύκα;  Ούτω  ττάν  ΒένΒρον  καΧον  κάμνει  καΧονς 
καρτΓούς'  το  δε  σαττρον  ΒένΒρον  κάμνει  κακούς 
καρτΓούς.     ΑενΒρον  καΧον  Βεν  εμττορεΐ    νά  κάμντ) 

163 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΝΝΑΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

κακούς  καρτΓονς,  ουδέ  ΒένΒρον  σαττρον  να  κάμνιτι 
καλούζ  καρ7Γθύ<ί.  ΥΙάν  8έν8ρον,  το  όττοΐον  δεν  κά- 
μνβί  καλόν  καρττον,  έκκότττβταί,  καΐ  ει^  το  ττνρ  ρί~ 
τττζται.  Άττό  του9  καρττού<ζ  των  Χοίττον  -θέλετε 
*^νωρίσ€ί  αυτού'ζ.  Δέν  -^ε'λεί.  βίσβλθβί  €ΐ<ί  την  βα- 
σίΧβίαν  των  ουρανών  ττάς  όστις  λεγεί.  εις  έμβ, 
Κύρίβ,  Κνρί€'  άλλ'  όστις  κάμνει  το  3-έΧημα  τον 
Τίατρός  μου  όστις  βιναι  €ΐς  τοίις  ουρανούς. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΈΝΝΑΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   'ΑΓΙΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 
Συναπτή. 

ΛΟΣ  €69  ημάς,  Κύρΐ€,  Ζβόμβθά  σου,  το  ττνβνμα 
του  νουν  καΐ  πράττβιν  ττάντοτε  τα  ορθά'  ώστε 
ημβΐς,  ο'ίτινες  χωρίς  σου  8εν  δυνάμεθα  να  ττράξω- 
μεν  κανεν  ά'^αθον,  να  εμττορεσωμεν  Ζια  σου  να 
Βιά'γωμεν  κατά  το  ^εΚημά  σου'  ^ιά  ^Ιησοΰ  άριστου 
του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

^Επιστολή.     1  Κορινθ.  ι.  1. 

Λ  ΕΝ  -^ελ,ω  δε  να  ά'γνοητε,  άζεΧφοΙ,  οτι  οι  ττατε- 
ρες  ημών  ήσαν  ο\οι  υττο  την  νεφέΧην,  και  οΚον 
€7Γερασαν  δια  της  ^αΧάσσης•  και  'όΧοι  εβατττί- 
σθησαν  εις  τον  Μ,ωύσην  μέσα  εΙς  την  νεφέΧην  καΐ 
€ΐς  την  ^άΧασσαν  και  οΧοι  €φα<γαν  την  αύτην 
ττνευματικήν  τροφήν,  και  οΧοι  εττιαν  το  αϋτο 
•πνευματικόν  ττοτόν  Βιότι  εττιναν  άττο  ττνευματικήν 
•πετραν,  ήτις  ήκοΧουθοΰσεν  αυτούς '  καΐ  η  ττέτρα 
θ]τον  6  'Κριστός.  Μ'  όλα  ταύτα  6  θεός  8εν  εύ- 
ηρεστήθη  εις  τους  ττΧειοτέρους  εξ  αυτών  8ιότι 
έστρώθησαν  κάτω  μέσα  εΙς  την  ερημον.  Ταύτα 
Ζε  έγιναν  τύττοι  ιδικοί  μας,  δια  νά  μην  η  μέθα 
ημείς  εττιθυμηταΐ  τών  κακών,  καθώς  και  εκείνοι 
εττεθύμησαν.  Μτ^δέ  ^ίνεσθε  ει8ωΧοΧάτραι,  καθώς 
τίνες  εξ  αυτών  ώς  είναι  'γε<γραμμένον,^Εκάθησεν  6 
Χάος  νά  φά^η  καΐ  νά  ττίη,  και  εσηκώθησαν  νά  τταί- 
ζωσι.  Μ'ΐ^δέ  νά  ττορνεύωμεν,  καθώς  τίνες  εξ  αυ- 
τών εττόρνευσαν,  καΐ  εττεσαν  εις  μίαν  ημεραν  εΐ- 
164 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΝΝΑΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

κοσίτρβΐς  χ/λίάδες.  Μτ^δέ  νά  πειράζωμζν  τον 
Χρίστον,  καθώς  καΐ  τινέί  βζ  αυτών  έττβίραζαν,  καΐ 
άττωΧέσθησαν  αττο  τους  οφίΐς.  Μτ^δε  <γο'γ'γύζ€Τ€, 
καθώς  καΐ  τινβς  βξ  αυτών  4'γό'γ'γυσαν,  καΐ  άττωΧέ- 
σθησαν  άττο  τον  εξολοθρβυτήν.  "Ολα  δε  ταΰτα 
ζ'γίνοντο  €19  €Κ€ίνους  τύττοί'  καϊ  β'^/ράφθησαν  προζ 
νουθβσίαν  ημών,  βίς  τους  όττοίονς  τα  τίΧη  τών  αι- 
ώνων βφθασαν.  "Οστις  Χοιττον  στοχά'ζβται  οτΰ 
στέκεται,  ας  βλέτττ}  νά  μη  ττέση.  ΥΙβιρασμος  Ζεν 
σας  εΧαβε  τταρά  άνθρώτηνος'  ττιστος  όμως  είναι  δ 
0609,  όστις  δεν  Γ&ελεί  σας  αφήσει  νά  ττειρασθητβ 
Ίτερισσότερον  τταρ"  όσον  δύνασθε•  αλλ-'  όμοϋ  με 
τον  ττειρασμον  ^έΧει  κάμει  και  την  εκβασιν,  ώστε. 
νά  εμτΓορήτε  νά  τον  υττοφερετε. 

ΈναγγίΚιον.      Αονκ.  ις-'.  1. 

^Γ\  'ΙΗΣΟΤΣ  έ'λεγεν  εΖς  τους  μαθητάς  του,  ^ΙΙτον 
άνθρωττός  τις  ττΧούσίος,  όστις  είχεν  οίκονό- 
μον  καϊ  οΰτος  εκατη'γορήθη  ττρος  αύτον,  ώς  8ια- 
σκορτΓίζων  τά  υττάρ-χ^οντα  αύτοΰ.  Καϊ  κρασάς  αυ- 
τόν, τον  είτε,  Ύί  είναι  τούτο  το  οττοΐον  ακούω  ττερί 
σον;  Βος  Χο'^αριασμον  της  οικονομίας  σου'  8ιότύ 
δεν  Τελείς  ττΧέον  εμττορέσει  νά  ησαι  οικονόμος, 
Είττε  δε  μέσα  εις  τον  εαυτόν  του  6  οικονόμος,  Ύί 
νά  κάμω,  έττεώη  6  κύριος  μου  αφαιρεί  άττό  εμε  την 
οίκονομίαν ;  νά  σκάτττω  δεν  εμττορώ,  νά  ζητώ  εν- 
τρέτΓομαι.  ^Έ,κατάΧαβα  τι  νά  κάμω,  Βιά  νά  με 
δεχ^ωσίν  €49  τους  οϊκους  των,  όταν  άττοβΧηθώ 
άττό  την  οίκονομίαν.  Και  ιτροσκαΧέσας  'χωριστά 
εκαστον  άττο  τους  γ^ρεωφειΧέτας  τον  κυρίου  του, 
ελεγεν  ε49  τον  ττρώτον,  Πόσον  'χ^ρεωστεΐς  εις  τον 
κύριόν  μου;  Και  εκείνος  εΊττεν,  Εκατόν  μέτρα 
€Χαίου.  Και  εΙττεν  εις  αυτόν,  Αάβε  την  όμοΧο<γίαν 
σου,  καϊ  καθήσας  τα'χεως  '^ρά-ψε  ττενήντα.  Έττεί- 
τα  εΙττεν  εις  τον  άΧΧον,  Συ  δε  ττόσον  γ^ρεωστείς ; 
Και  εκείνος  εΊττεν,  Εκατόν  μόΖια  σίτου.  Καϊ  Χέ^εύ 
εις   αυτόν,  Αάβε  την  όμοΧοηίαν  σου,   και  /γράψε 

165 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΚΑΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

6^8οηκοντα.  ΚαΙ  ετταίνεσζν  6  κύρως  τον  άΒικον 
οίκονόμον,  ΟΤΙ  βττραξβ  φρονίμως'  8ίότί  οι  νίοΙ  του 
αΙώνο<ί  τούτου  βίναί  φρονιμώτεροι  βίς  την  (γβνβάν 
των,  τταρά  τους  υιούς  του  φωτός.  ΚαΙ  &γώ  σας 
λέγω.  Κάμετε  £ίς  τον  εαυτόν  σας  φίΚους  βκ  του 
ττΧούτου  της  άΒίκίας'  δίά  νά  σας  Ββ'χ^θώσιν  βίς  τάς 
αιωνίους  σκηνάς,  όταν  τελ,ευτήσετβ. 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΚΑΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

Μ  Σ  Ύ)ναι  ανοικτά  τα  οίκτίρμονα  ώτά  σου,  Κύριε, 
εις  τάς  δεήσεις  των  ταττεινών  8ού\ων  σου'  και 
Βιά  νά  άτΓοΧαμβάνωσι  τάς  αιτήσεις  των,  κάμε  αυ- 
τούς νά  αΐτωσιν  όσα  είναι  αρεστά  ενώττιόν  σου' 
δία  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

ΈπιστοΚη.      1  Κορινθ,  ί/3'.  1, 

ΤΤΕΡΙ  δέ  των  ττνευματικών  'χαρισμάτων,  ά8ε\φοΙ, 
δεν  ^βλω  νά  ησθε  εΙς  ά'^νοιαν.  ^Εξεύρετε  οτι 
ησθε  έθνη,  συρόμενοι  ττρός  τά  άφωνα  εϊδωΧα, 
οττως  και  άν  εσύρεσθε.  Αιά  τούτο  σας  κάμνω 
ιγνωστόν,  Οτι  κανείς  \αΧών  δια  ΐΐνεύματος  Θεοΰ 
δεν  \έ'γει  ανάθεμα  'ίησούν  καϊ  κανείς  δεν  εμττορεί 
νά  είτΓΎ)  ότι  ό  ^Ιησούς  είναι  Κύριος,  είμη  διά  ΐϊνεύ- 
ματος  Ά^/ίου.  Κΐναι  δε  ^χαρισμάτων  διαιρέσεις" 
το  ΥΙνεύμα  Ομως  είναι  το  αυτό.  Εϊναι  και  διαιρέ- 
σεις διακονιών,  ττΧην  6  αυτός  Κύριος.  Εϊναι  καί 
διαιρέσεις  ενεργειών  6  αυτός  όμως  θεός  ειναι^ 
όστις  ενεργεί  τά  ιτάντα  εις  ό\ους.  Και  δίδεταί 
€ΐς  εκαστον  ή  φανέρωσις  τού  Ώνεύματος  ττρός  το 
συμφέρον.  Αιότι  εις  άΧλον  μεν  δίδεται,  διά  του 
ΐΐνεύματος,  \ό<γος  σοφίας"  εις  άλΧον  δε  λόγο9  γνώ- 
σεως, κατά  το  αυτό  ΥΙνεύμα'  εις  άΧλον  δε  ττιστις, 
διά  τού  αυτού  ΐΐνεύματος'  εις  άΧλον  δε  χαρίσματα 
ίαμάτων,  διά  τού  αυτού  Υίνεύματος'  εις  άλλον 
166 


-    ΚΥΡΙΑΚΗ    ΕΝΔΕΚΑΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

δε  6ν€ρ<γ€ΐαι  θαυμάτων,  €69  αΧ\.ον  δε  ττροφητβία, 
βίς  ό'λλον  δε  Βιακρίσβίς  ττνζνμάτων,  εις  αΧλον  δε 
ιγενη  '^Χωσσών,  εις  αΧ\ον  δε  βρμηνβία  ΎΧωσσών. 
Ολα  όμως  ταντα  ενξρ'^έΐ  το  'έν  καΐ  το  αντο  ΠνεΟ- 
μα,  καΧ  Βίαιρβΐ  -χωριστά,  εις  €καστον  ώς  3^ελβι. 

ΕναγγίΧ-ίον.      Αονκ.  ιβ .  41. 

ΤΓ  ΑΙ  δτε  ζττΚησίασεν,  ι'δών  την  ττοΧιν,  €κ\ανσ€ 
8ί  αύτην,  'λέ'γων,  "Οτί  νά  ηθέλβς  ηνωρίσβι  καΐ 
συ,  τούΧάχιστον  βίς  την  -ημέραν  σου  ταύτην,  τά 
ττρος  ζΐρήνην  σου  άττοβΧεττοντα!  άΧλά  τώρα  βκρν- 
φθησαν  άττο  τους  οφθαΧμούς  σου.  Αίότι  3-€\ουν 
ίΧθβΐ  ημεραι  εττάνω  σου,  καΐ  οΐ  εχθροί  σου  ^ελονν 
κάμει  ττβριχαράκωμα  τριγύρω  σου,  καΐ  ^ΙΧουν  σε 
ΤΓβρικυκΧώσβί,  καΐ  Β^έΧουν  σε  στενοχώρησα  τταν- 
ταχόθεν  και  Β^εΧουν  σε  ρίψει  κατά  ^ής,  και  τά 
τέκνα  σον  μέσα  εις  σε*  και  δεν  3^έ\ουν  αφήσει  εις 
σε  \ίθον  εττάνω  εΙς  Χίθον  Βιότι  δεν  ε^νώρισες  τον 
καιρόν  της  ειτισκέψεώς  σου.  Και  εΙσεΧθών  εΙς  το 
Ιερον,  ηρχισε  νά  εκβάΧΧτ]  τους  ττωΧοΰντας  μέσα 
εις  αυτό  και  αγοράζοντας•  \έ<^/ων  εις  αυτούς,  Είναι 
<^εηραμμένον,  Ό  οικός  μου  είναι  οίκος  ττροσευχής• 
σεις  όμως  εκάμετε  αύτον  οίκον  Χ-ηστών.  Και  εΒί- 
Βασκε  κα&  ήμεραν  εΙς  το  Ιερόν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΝΔΕΚΑΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 
Έ,νναπττι. 

^Ε£,  όστις  Βείχνεις  εξαιρέτως  την  τταντοΒυνα- 
μίαν  σου  εΧεών  και  εύσττΧα'^χνιζό μένος,  Χά- 
ρίσε  €19  ημάς  οίκτιρμόνως  τοιούτον  μέτρον  της 
χάριτος  σου,  ώστε,  ττεριττατοΰντες  εΙς  την  6Β6ν 
των  εντοΧών  σου,  νά  αττοΧαύσωμεν  τάς  ά^αθάς 
εττα'^'^εΧίας  σου,  καϊ  νά  '^ίνωμεν  μέτοχοι  των  ου- 
ρανίων σου  ^σαυρών  Βιά  Ίησου  Χρίστου  του 
Κυρίου  ήμων,     ^Αμήν. 

167 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΝΔΕΚΑΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ   ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

ΈτιιστόΚη.      1  Κορινθ.  ιβ',  1, 

'Λ  ΔΕΛΦΟΙ^  σας  φανβρόνω  το  εύα'γ'γέΧίον,  το  όττοΐ- 
ον  έκήρυξα  βίς  βσάς,  το  οττοΐον  καΐ  εΒί-χ^θητε, 
£ΐς  το  ότΓοΐον  καΐ  στεκβσθβ'  8ι,ά  του  οττοίου  καΧ 
σώζβσθε,  βάν  το  κρατητε  κατά,  τον  τρόττον  με  τον 
ΟΊΓοΐον  σας  εκηρνξα  αντό'  εξω  εάν  εττιστεύσετε 
ματαίως.  Αίότί  τταρέ^ωκα  εΙς  εσάς  εν  πρώτοίς, 
εκείνο  το  οττοΐον  καΐ  τταρεΧαβα,  οτι  6  Ιίρίστος 
άττεθανε  δίά  τάς  άμ^αρτίας  ημών,  κατά  τάς  <^ρα- 
φάς'  και  οτί  ετάφη,  καΐ  οτί  ανέστη  την  τρίτην 
ήμέραν,  κατά  τάς  <γραφάς•  καΐ  οτί  εφάνη  εΙς  τον 
Κηφά,  εττείτα  εΙς  τους  ζώζεκα.  Μετά  ταΰτα  εφάνη 
εις  ττΧείοτέρους  παρά  πεντακόσιους  άΒεΧφούς  8ιά 
μίας•  εκ  των  οποίων  οι  π'Χεώτερον  μένουν  εως 
τώρα,  .τίνες  δε  καΐ  εκοιμήθησαν.  "Επειτα  εφάνη 
€ίς  τον  ^Ιάκωβον  έπειτα  εΙς  οΧους  τους  άποστό- 
Χους'  τεΧευταΐον  δε  πάντων,  εφάνη  καΐ  εις  εμε, 
ώς  εις  έκτρωμα.  Αίότι  ε'γώ  είμαι  6  εΧάγ^ιστοζ 
τών  άποστόΧων  όστις  Βεν  είμαι  άξιος  νά  όνομά- 
ζωμαι  άπόστοΧος,  Βιότι  εΒίωζα  την  ^ΈκκΧησίαν 
του  ΘεοΟ.  Χλλά  ^χάριτο  ΘεοΟ  είμαι  ο, τ  ι  είμαΐ' 
καΐ  η  χάρις  αύτοΰ  ή  <γενομένη  εις  εμε,  Βεν  εστάθη 
ματαία,  αλλά  περισσότερον  άπο  οΧους  αυτούς  εκο- 
πίασα'  πΧην  οχι  εγώ,  αλλ'  η  χάρις  του  θεού  ήτις 
είναι  μετ  εμού.  Εϊ'τε  Χοιπον  εηώ,  είτε  εκείνοι, 
οΰτω  κηρύττομεν,  καΐ  οΰτω  επιστεύσετε, 

Έναγγίλιον.      Αονκ.  ιη'.  9. 

'Γ)  ^ΙΗΣΟΎΣ  είπβν  εις  τινάς,  οιτινες  εθαρρεύοντο 
εΙς  εαυτούς  οτι  είναι  Βίκαιοι,  καΐ  εξουθενοΰ- 
σαν  τους  Χοιπούς,  την  παραβοΧην  ταύτην  Αύο 
άνθρωποι  άνεβησαν  εις  το  Ιερον  Βιά  νά  προσευχη- 
θώσιν  6  εις  Φαρισαΐος,  καΐ  6  άΧΧος  τεΧώνης. 
Ο  Φαρισαΐος  σταθείς  προσηύχετο  καθ'  εαυτόν 
ταύτα'  Ευχαριστώ  σε,  ώ  Θεέ,  οτι  Βεν  είμαι  καθώζ 
0(  ΧοιποΙ  άνθρωποι,  άρπαγες,  άΒικοι,  μοιχοί,  ■η 
168 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΩΔΕΚΑΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

καΐ  καθώς  οντος  6  τβλώνης.  Νηστβύω  ΒΙς  τη<! 
€βδομάζος,  άττοΒβκατίζω  ο\α  Όσα  έ'χω.  Και  6 
τ€\ώνης,  στβκόμβνο<ζ  μακρόθεν,  δεν  7)θ€\€ν  ουδέ 
του<;  οφθαΧμούς  τον  να  σηκώστ)  βίς  τον  ούρανον, 
άλλ'  €κτυ7Γθΰσ€ν  6ΐ?  το  στήθος  του,  Χβ^ων,  ί2  Θεέ, 
^€νοΰ  ΐ\€ο)ς  €ί<ί  ε'/χέ  τον  άμαρτωΧόν.  Σας  λέγω, 
κατέβη  οΰτος  βίς  τον  οΙκόν  του  ΒΐΒίκαίωμβνος 
μαΧλον  τταρά  έκβΐνος'  Βιότο  ττάς  όστις  ΰ•\^ονει, 
βαυτον,  Β^έΧβί  ταττβινωθή'  6  δέ  ταττεινόνων  εαυτόν, 
.^έλει  νψωθή. 

ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΩΔΕΚΑΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ  ΆΠΑΝ    ΤΡΙΑΔΑ. 
Σνραπτη. 

Ρ2ΑΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αΐώνιβ  Θεέ,  6  ττροθυμώτβ- 
ρος  ων  ιτάντοτβ  βίς  το  να  άκουες,  πάρα  ημβΐς 
€ίς  το  να  ίκετβύωμεν,  καΐ  συν^ιθίζων  να  δίΒ-ρς  εις• 
ημάς  νττέρ  τάς  βττίθυμίας  καΐ  την  άξίαν  ημών, 
ΈττιδαιΙτ/λει/σε  ει?  ι) μας  το  έλεος  σου,  συηγωρών 
τα  φοβίζοντα  την  συνβίΒησιν  ημών,  καΐ  αηαθο- 
ΤΓΟίών  ημάς  με  οσα  δέν  είμεθα  άξιοι,  να  ζητησωμεν, 
είμη  8ιά  της  άζιομισθίας  καΐ  μεσιτενσεως  τον 
Ύΐοϋ  σου,  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησου  Χρίστου.    ^Αμην. 

ΈπιστοΧη.      2  Κορινθ.  ύ  .  4. 

ΠΠΟΙΑΤΤΗΝ  δέ  ττεποίθησιν  ε-χομεν  δίά  του 
Χρίστου  προς  τον  Θεό  ν  ό'χι  οτι  είμεθα  Ικανοί 
αφ  εαυτών  να  στο-χασθώμεν  τίποτε,  ώς  εξ  ημών 
αυτών,  άλλ'  ή  ικανότης  ημών  είναι  άπο  τον  Θεόν 
όστις  καΐ  μάς  εκαμεν  ικανούς  νά  ήμεθα  Βιάκονοι 
της  νέας  Ζιαθηκης•  οχ^ι  του  γράμματος,  αλλά  τοΰ 
πνεύματος•  Βιότι  το  Ύράμμα  ^ανατόνει,  το  δέ 
πνεύμα  ζωοποιεΐ.  Άλλ'  εάν  ή  Βιακονία  τον  3-ανά- 
του,  ήτις  ήτον  με  <γράμματα  εντετυπωμένη  εις 
Χίθους,  ε^ινε  με  Βόξαν,  ώστε  οι  υίοι  του  ^ΙσραήΧ 
Βεν  ήΒύναντο  νά  ένατενίσωσιν  εις  το  πρόσωπον 
του  Μωϋσέως  8ιά  την  Βόξαν  του  προσώπου  τον, 
Ι 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΚΑΤΗ  ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΓΪΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

ητί<ς  €μ€\\€  να  καταρη'ηθΐι,  ττω'ζ  η  διακονία  τον 
ΤΓνβνματος  8έν  ^ελβί  βΐσθαί  μάΧΚον  βνΒοξος ;  Δί- 
ότί,  αν  η  διακονία  της  κατακρίσ€ως  ηναί  8όξα, 
•ΤΓολλω  μαΧλον  η  Ζιακονία  της  δικαιοσύνης  ΰττερ- 
βάΧλβί  βί,ς  δόξαν. 

Έναγγίλιον,      Μάρκ.  ζ' .  31. 

ΤΓ  ΑΙ  εζεΧθων  παΚ,ίν  6  ^Ιησούς  άττό  τα  όρια  της 
Ύνρου  καΐ  Σίδώνος,  ηΚθε  ττρος  την  ^άΧασσαν 
της  ΓαΧίΧαίας,  8ίά  μέσου  των  ορίων  της  Αβκαττό- 
Χβως.  ΚαΙ  φέρουν  βις  αύτον  κωφον  μο^ίΧάΧον, 
καΐ  τταρακαΧοϋν  αύτον  να  έττίθέστ)  την  χείρα  επά- 
νω τον.  ΚαΙ  χωρίσας  αύτον  κατ  Ιδίαν  άττο  τον 
οχΧον,  εβαΧε  τους  δακτύΧους  του  εις  τα  ώτα  αυ- 
τού'  καΐ  τΓτύσας  η'γ^ιζε  την  <γλώσσαν  αύτοΰ'  καΐ 
άναβΧέψας  εΙς  τον  ούρανον,  εστέναξε,  καΐ  \έ<γεο 
εις  αύτον,  Έφφαθά'  η^γουν,  ^νοί-χθητι.  ΚαΙ  ευθύς 
ηνοίχθησαν  αΐ  άκοαΐ  αύτοΰ'  καΐ  εΧύθη  6  δεσμός 
της  ^γΧώσσης  αύτον,  καΐ  εΧαΧοΰσεν  ορθά.  ΥΙαρή'γ- 
<γείΧε  δε  εις  αυτούς  να  μην  ειττωσι  τούτο  εις  κανένα* 
ΊτΧην  όσον  αύτος  τταρη'^'^εΧΧεν  εις  αυτούς,  τόσον 
εκείνοι  ττερισσότερον  εκήρντταν.  ΚαΙ  εξεττΧητ- 
τοντο  νττέρμετρα,  Χέ^οντες,  ΚαΧως  έκαμε  τα  πάν- 
τα" καΐ  τους  κωφούς  κάμνει  να  άκούωσι,  καΐ  τους 
άΧάΧους  νά  ΧαΧώσι. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΔΕΚΑΤΗ   ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  οίκτίρμων  Θεε,  εκ  μόνης 
της  δωρεάς  του  οττοίον  '^ίνεται  Ότι  6  πιστός 
σον  Χαός  προσφέρει  εις  σε  άΧηθη  και  άζιέπαινον 
Χατρείαν,  Κάρισε  εΙς  ημάς,  δεόμεθά  σον,  νά  δυνη- 
θώ μεν  οΰτω  πιστώς  νά  σε  Χατ ρεύω  μεν  εις  την 
τταρούσαν  ζωην,  ώστε  τεΧευταΐον  νά  μην  άποτύ- 
"χωμεν  των  ουρανίων  σου  ετταγγελίών  διά  ^ΙησοΟ 
άριστου  τον  Κυρίου  ημών.  \μήν. 
170 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΚ.\ΤΗ   ΤΡΙΤΗ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΑΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 

Εττιστολτ;.      ΓαΧάτ.  •^  ,  16. 

Ρ^ΙΣ  δβ  τον  ^Αβραάμ  καΐ  (Ις  το  σττέρμα  αυτού 
ζΧαΚηθησαν  αϊ  έττα'γ'γέλ,ίαί.  Δέν  Χβ'γει,  ΚαΙ 
€19  τα  σττύρματα,  ως  ττβρί  ττοΧλών  αλΧ  ώς  ιτβρυ 
ένος.  Και.  εις  το  σπέρμα  σου,  όστις  βίναι  ό  άριστος. 
ΚαΙ  λέγω  τούτο,  οτι  Βιαθήκην  ττροκβκυρωμβνην  €49 
τον  άριστον  άττο  τον  Θεόν,  ό  μβτα  ετη  τετρακόσια 
τριάντα  γενόμενος  νόμος  δεν  άκυρόνει,  ώστε  να 
καταρηησί]  την  εττα'γ'γε'λίαν.  Αιότι  εάν  ή  κληρο- 
νομιά ηναι  ατΓΟ  νόμον,  δεν  είναι  ττΧεον  άττο  ε7Γα>γ- 
'γεΧίαν  αλλ'  €49  τον  \\βραάμ  δί'  ετταη^εΧίας  εχά- 
ρισε  ταύτην  ό  θεός.  Ύί  λοιττόν  συμβάΧλει  ο 
νόμος;  Έξ  αιτίας  των  τταραβάσεων  ειτροστεθη, 
ίωσοΰ  νά  εΧθτ]  το  σττέρμα,  εις  το  όττοΐον  ε^ινεν  η 
€7Γαγγ€λια,  δία  τα'χθείς  δί.'  ά'γ'γέΧων  εις  χ^ΐρα  με- 
σίτου. Ό  8ε  μεσίτης  δεν  είνα^  €ν09•  ό  θεός  Ομως 
€ΐναι  εϊς.  Ό  νόμος  Χοιττόν  εναντίος  των  έττα^^ε- 
Χιών  τού  θεού  είναι;  λίτ)  γένοιτο '  Βιότι  εάν  ηθε- 
Χε  ΒοθΡ]  νόμος  Βννάμενος  νά  ζωοττοιήση,  η  δικαιο- 
σύνη ηθεΧεν  εισθαι  τωοντι  άττο  τον  νόμον.  Ή 
Ύραψη  όμως  συνεκΧεισε  τά  ττάντα  ύττό  την  άμαρ- 
τίαν,   δί.ά  νά  Βοθη  ή   εττα'γ^εΧία   εκ  •πίστεω<ζ  τον 

Ιησού  Χριστού  εις  τους  πιστεύοντας. 

Εύαγγίλίον.      Λονκ.  ι .  23. 

^][ΑΚΑΡΙΟΙ  οί  όφθαΧμοΙ  οι  βΧέττοντες  εκείνα  τα 
ότΓοΙα  σεις  βΧέττετε!  Αιότι  σας  λέγω,  οτι 
ΤΓοΧΧοΙ  ττροφήται  και  βασιλείς  εττεθύμησαν  νά 
ιδωσιν  εκείνα  τά  όττοΐα  σεις  βλέπετε,  και  δεν  ϊΒαν 
αυτά•  καΐ  νά  άκούσωσιν  εκείνα  τά  όποΐα  άκούετε, 
και  δεν  ηκουσαν  αυτά.  ΚαΙ  ι8ού,  νομικός  τις 
εσηκώθη,  πειράζων  αυτόν,  και  λέγων,  ΑιΒάσκαλ€, 
τί  πράξας  3έλω  κληρονομήσει  ζωήν  αίώνιον;  ΚαΙ 
εκείνος  είπεν  εις  αυτόν,  Εις  τον  νόμον  τί  είναι 
.'γε'γραμμένον ;  πώς  άνα^ινώσκεις;  ΚαΙ  εκείνος 
αποκριθείς  ε2πε,  θέλεις  άιγαπήσει  Κύριον  τον 
ι2 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΤΕΡΑΡΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Θβον  σου  βζ  ο\η<ζ  της  καρΒίας  σου,  και  ε^  6\η<ί 
τη<;  '\|η;χ?}9  σου,  καΐ  βξ  δ\7]ς  τη<;  Βυνάμβώς  σου,  καΐ 
έζ  δΧης  της  Βιανοίας  σου•  καΐ  τον  ττΧησίον  σου  ως 
τον  εαυτόν  σου.  Είττβ  δε  €ΐ?  αυτόν,  ^Ορθώς  άττβ- 
κρίθης'  ταύτα  ττράττβ,  καΐ  ^^έΧβις  ζ}]σ€ί.  Άλλ,* 
€Κ€Ϊνος,  3^έ\ων  να  Βικαιώστ)  τον  εαυτόν  του,  ε'ττεν 
€ίς  τον  Ιησοΰν,  Και  τις  εΤναι  6  ττΧησίον  μου;  ΚαΙ 
άτΓοκριθβΙς  ό  ^Ιησούς  βΙτΓβν,  "Ανθρωττός  τις  κατέ- 
βαινβν  αϊτό  την  ^ΙερουσαΧημ  βίς  την  Ιεριχώ,  καΐ 
'πβρίέτΓβσβν  €ΐς  τους  Χτ^στάς•  οιτινβς  καΐ  ιγυμνώ- 
σαντβς  αυτόν,  καΐ  καταττΧη'^/ώσαντβς ,  άνβχώρησαν 
άφησαντβς  αυτόν  ημιθανή.  Κατά  τυγτιν  δε  Ιερεύς 
τί?  κατέβαινβν  εΐ9  εκείνον  τον  Βρόμον  καΐ  ιδώ  ν 
αυτόν,  εττέρασεν  άττό  το  άΧΧο  μέρος.  Όμοίως  δε 
καΐ  Αευ'ί'της  ττερνών  κατά  τόν  τόττον  εκείνον,  οτε 
ηΧθε  καΐ  ϊΒεν  αυτόν,  εττέρασεν  άττό  τό  άΧΧο  μέρος. 
Σαμαρείτης  δε  τις,  οΒοιττορών,  ηΧθεν  εΙς  τόν  τόπον 
οτΓου  ητον  και,  ιΒών  αυτόν,  εσττΧα^-χνίσθη.  ΚαΙ 
ττΧησιάσας,  εΒησε  τάς  ττΧη'^άς  αυτού,  γυνών  εττάνω 
βΧαιον  καΐ  οίνον  και  αφού  άνββασεν  αυτόν  εττάνω 
€19  τό  ϊΒιόν  του  κτήνος,  εφερεν  αυτόν  εις  ττανΒο- 
'χείον,  και  εττεμεΧηθη  αυτόν.  Και  εΐ9  την  αΰριον 
άναγωρών  εκβαΧε  Βύο  Βηνάρια,  καΐ  εΒωκεν  εις  τόν 
ττανοογεα,  και  είττεν  εΙς  αυτόν,  ^'ΆτημεΧήσου  αυτόν 
και  δ,τι  εξοΒεύσης  ττεριττΧέον,  ε'γώ,  όταν  εττανεΧΘω, 
^έλω  σε  τό  άττοΒώσει.  Ύίς  Χοιττόν  εκ  των  τριών 
τούτων  σε  φαίνεται  οτι  εγ/νε  ττΧησίον  τού  εμττε- 
σόντος  εις  τους  Χηστάς ;  Και  εκείνος  είττεν,  Ό 
ττοιήσας  τό  ελεο9  εί9  αυτόν.  Ειττε  Χοιττόν  εις  αυ- 
τόν 6  ^Ιησούς,  Τ1ή<γαινε  καΧ  κάμνε  καΐ  συ  όμοίως. 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

"ΠΑΝΤΟΔΎΝΑΜΕ  «αι  αιώνιε  Θεέ,   δ09  εΐ9  ημάς 
αύζησιν  ττίστεως,    εΧττίΒος,   και  ά^άττης"  και, 
Βνά   νά  άττοΧαύσωμεν  τάς  εττα'^'^εΧίας  σου,  κάμε 
172 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗΜΕΤΑ  ΤΗΝ    ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ, 

ημά^   να   ά'^αττωμ^ν   τα   νττο   σου   ττροστα-χθίντα' 
Βίά'Ιησοΐι  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

'ΈιηστοΚή.      Γαλάτ.  ε  .  16. 

^ΑΣ  λέγω  Χοίττον,  ΠβρίττατεΓτε  κατά  το  Τίνευμα, 
καΐ  δεν  θέλετε  κάμβο  την  βιτιθυμίαν  της  σαρ- 
κός. Αίότί  η  σάρζ  εττίθυμβΐ  εναντίον  του  ΥΙνβύ- 
ματος'  το  δε  Πνεύμα  Ιτηθυμεί  εναντίον  της  σαρκός* 
καϊ  ταύτα  είναν  εναντία  το  εν  εις  το  αΧλο,  Βιά  νά 
μη  κάμνετε  εκείνα  τά  όττοΐα  -^ελετβ.  Άλλ'  εάν 
ό8ΐ]^ησθε  άτΓο  το  ΥΙνενμα,  δεν  είσθε  ύττό  νόμον. 
Φανερά  δε  είναι  τά  ερηα  της  σαρκός*  τά  όττοΐα 
είναι  μοί'χ^εία,  ττορνεία,  ακαθαρσία,  άσεΧ'γεια,  ει- 
ΒωΧοΧατρεία,  φαρμακεία,  ε'χθραι,  εριΒες,  ζηΧεΐαι, 
Βυμός,  μά'χαι,  Ζί'χοστασίαι,  αιρέσεις,  φθόνοι,  φό- 
νοι, μεθαι,  κώμοι,  καϊ  τά  όμοια  τούτων  τά  όττοΐα 
σας  ττρολεγω,  καθώς  και  ττροεΐττα,  οτι  οι  τά  τοι- 
αύτα ττράττοντες  βασιλείαν  θεού  δεν  3^έ\ουν  κ\η- 
ρονομήσει.  Ό  καρττός  όμως  τού  ΐΐνεύματος  είναι 
άιγάττη,  χαρά,  ειρήνη,  μακροθυμία,  χρηστότης, 
ά'γαθωσύνη,  ττίστις,  ττραότης,  ε'^κράτεια'  κατά 
των  τοιούτων  δεν  είναι  νόμος.  Και  όσοι  είναι  του 
Χριστού,  εσταύρωσαν  την  σάρκα  ομού  με  τά  ττάθη 
και  τάς  εττιθυμίας. 

Έναγγί\ιον.      Αονκ.  ιζ',  II. 

ΙΓ  ΑΙ  ενώ  ό  ^Ιησούς  εττή^αινεν  εις  την  'ίερου- 
σαΧημ,  εττερνούσε  Βιά  μέσου  της  Σαμάρειας 
καϊ  ΤαΧιΧαίας.  Καϊ  ενω  είσήργοντο  εις  τινά  κώ- 
μην,  άττήντησαν  αυτόν  Βέκα  Χεττροι  άνθρωττοι, 
οΐτινες  εστάθησαν  μακρόθεν  και  αύτοι  ύψωσαν 
την  φωνήν  των,  Χέ'γοντες,  ^Ιησού,  ΑιΒάσκαΧε, 
εΧέησέ  μας.  Καϊ  ιδών  είττεν  εις  αυτούς,  'Τττάγετβ 
και  Βείξετε  τον  εαυτόν  σας  εις  τους  Ιερείς.  Και 
ενω  εττή'γαιναν,  εκαθαρίσθησαν.  Έ,Ις  δε  εξ  αυτών, 
ιδών  οτι  ίατρεύθη,  ύττεστρεψε,  με  φωνην  με^άΧην 
Βοξάζων  τον  θεόν.     Καϊ  εττεσε  κατά  ττρόσωττον  εις 

173 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

τους  ττόΒας  αντοΰ,  ζύ'χαριστων  βίς  αυτόν  καΐ  αυ- 
τός ητον  Σαμαρείτης.  ^ΑττοκρίθβΙς  δε  6  ^Ιησούς 
εΙτΓβ,  Δεν  βκαθαρίσθησαν  οι  Ββκα ;  αλ,λ,'  οι  εννέα 
•που  είναι;  Δεν  ευρέθησαν  άΧλοι  νά  ύττοστρέψωσι 
Βιά  νά  8ώσωσί  Βόξαν  εις  τον  Θεόν,  είμη  6  άΧλο- 
^/ενης  ούτος ;  ΚαΙ  ειττεν  εις  αύτον,  Σήκω  καΐ  ττή- 
ιγαινε'  η  ττίστις  σου  σε  έσωσε. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΓΙΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Σννατττη, 

Λ  ΕΟΜΕΘΑ'  σου,  Κύριε,  ττεριφρούρει  τήν  ^Εκκ\η- 
σίαν  σου  με  το  άδίάλειτττον  εΧεός  σου•  καΐ 
€7Γει8ή  χωρίς  σου  ό  άνθρωττος,  Βιά  το  ασθενές  της 
φύσεως  του,  δεν  Βύναται  νά  μένη  όρθιος,  Βιαφύ- 
\αττε  ημάς  ττάντοτε  με  την  βοήθειάν  σου  άττο 
ττάν  ε'ΤΓΐβΧαβές,  και  οΒή^ει  ημάς  ττρος  ττάντα  τά 
σνντείνοντα  εις  την  σωτηρίαν  μας•  Βιά  ^Ιησοΰ 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Έττιστόλη.      Ταλάτ.  γ.  11. 

■^^ΔΕΤΕ  πόσον  εκτεταμένα  <γράμματα  σας  ε'γραψα 
με  την  χ^ΐρά  μου.  "Οσοι  3^έΧουν  νά  άρέσκωσι 
κατά  την  σάρκα,  ούτοι  σας  αναγκάζουν  νά  ττερί- 
τέμνεσθε'  μόνον  Βιά  νά  μη  Βιώκωνται  Βιά  τον 
σταυρόν  του  Χριστού.  Αιότι  ούΒέ  αύτοΙ  οι  ττερι- 
τεμνόμενοί  δεν  φυΧάττουν  τον  νομον  άΧΧά  -θέλουν 
νά  ητεριτέμνεσθε  σεις,  Βιά  νά  καυχώνται  εις  την 
ίΒικήν  σας  σάρκα.  Άλλ,'  εις  έμέ  μη  /γένοιτο  νά 
καυχώμαι,  ειμή  εις  τον  σταυρόν  τού  Κυρίου  ημών 
Ιησού  Χριστού,  Βιά  τού  οττοιου  ο  κόσμος  εσταυ- 
ρώθη  εις  έμέ,  και  εγώ  εις  τον  κόσμον.  Αιότι,  εις 
τον  ^Ιησούν  Χριστόν,  ούτε  ή  ττεριτομή  έχει  καμ- 
μίαν  Ισχύν,  ούτε  ή  άκροβυστία,  άλ,λ'  ή  νέα  κτίσις. 
Και  όσοι  ττεριττατήσωσι  κατά  τόν  κανόνα  τούτον, 
€ίρήνη  εττάνω  εις  αυτούς  καΐ  ε\εος,  και  εττάνω  εις 
τόν  ^ΙσραηΚ  τού  ®εού.  Εις  τό  έξης,  κανείς  ας  μη 
174 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΠΕΙΝΙΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

μβ  Βί8τ]  βνύχΧησιν  Βίότι  εγώ  βαστάζω  τα  στί'γματα 
του  Κυρίου  ^Ιησου  €69  το  σώμα  μου.  Ή  χάρι<: 
του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χρίστου  α.<?  ηναο  ομού  μ€ 
το  7Γν€ΰμά  σα<ί,  ά^βΧφοί.     ^Χμήν. 

Έυαγγ(\ίον.      Ματ5.  γ'.  24. 

Ι^ΑΝΕΙΣ  δέί/  ζμτΓορ^ΐ  Βύο  κυρίους  να  δουλβιίτ;• 
Βιότί  η  τον  βνα  3-ελβί  μισήσ^ί,  τον  δε  άΧΚον 
άηαττησ^ΐ'  η  βίς  τον  6να  -^ελεί  ττροσκοΧληθή,  καΐ 
τον  άΧλον  καταφρονήσει,•  δεν  βμττορβΐτε  να  Βον• 
λ,εύετε  Θεόν  καΐ  μαμμωνά.  Δίά  τοΰτο  σας  λέγω, 
Μτ)  μβρίμνάτ6  δίά  την  ζωήν  σας,  τι  να  φά^€Τ€  καΐ 
τι  νά  ΤΓί'ετε*  μη8€  δίά  το  σώμα  σας,  τι  να  εν- 
Βυθήτβ'  ή  ζωή  δεν  είναί  ττλείότερόν  τί  τταρά  την 
τροφήν,  και  το  σώμα  τταρα  το  ένδυμα;  θεωρή- 
σετε τα  ττετείνά  του  ουρανοί),  ότι  δεν  σττερνουν, 
ουδέ  αερίζουν,  ουδέ  συνά'^/ουν  εις  άττοθήκας,  καΐ  6 
ΐΐατήρ  σας  6  ουράνιος  τρέφει  αύτά'  σεις  δέν  είσθε 
ΤΓοΧύ  κα\ήτεροι  τταρά  αυτά;  Αλλα  τΐ9  αττο  σας 
μερίμνων  Βύναται  νά  ττροσθεστ)  μίαν  τνήχην  εις  την 
ηΚικίαν  του;  Καϊ  ττερι  ενΒύματος  τί  μεριμνάτε; 
•παρατηρήσετε  τά  κρίνα  του  ά'^ρού,  ττώς  αυξάνουν, 
Δέν  κοτΓΐάζουν  ούδε  <γνεθουν•  σας  λέγω  δμως,  οτί 
ούΒε  6  Σο\ομών  εις  οΧην  την  Βόξαν  του  δέν  ενΒύετο 
ώς  εν  άτΓο  ταΰτα.  Και  αν  τον  γόρτον  του  ά'•'/ροΰ, 
οστίς  σήμερον  είναι  και  αΰριον  ρίτττεται  εις  τον 
φοΰρνον,  6  θεός  ενΒύτ)  ούτω,  δέν  ^έλεί  ενΒύσει 
ΤΓοΧλ,ω  μάΧλον  εσάς,  οΧΐ'γότηστοι;  Μη  μεριμνήσητε 
λοίττόν,  λέγοντε9.  Τι  νά  φά'γωμεν,  ή,  Τί  νά  ττίωμεν, 
η,  Τί  νά  ενΒυθώμεν ;  ΈττειδΡ/  ό'λα  ταύτα  ζητούν  τά 
€θνη'  Βιότι  εξείιρει  6  Πατϊ']ρ  σας  ό  ουράνιος  Ότί 
€•χετε  γ^ρείαν  δλων  τοι;των.  Άλλα  ζητείτε  πρώτον 
την  βασιλείαν  τού  θεού,  και  την  Βικαιοσύνην  αυ- 
τού" και  οΚα  ταύτα  ^εΧουν  ττροστεθή  εις  εσάς. 
Μ.ή  μεριμνήσητε  λοιττόν  διά  την  αΰριον  Βιότι  ή 
αΰριον  3^έΧει  μεριμνήσει  τά  ΙΒικά  της'  άρκετον 
€ΐναι  διά  Τ7;ν  ήμεραν  ή  ιτείραξις  αυτής. 

175 


ΚΥΡΙΑΚΗ    ΔΕΚΑΤΗ  ΈΚΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΆΠΑΝ   ΤΡΙΑΔΑ. 
Σνναπτη. 

ΛΕΟΜΕΘΑ'  σον,  Κύριε,  ας  καθαρίζτ]  το  άΒίά- 
ΧβιτΓτον  βΧβός  σου,   και  α<;  υττβρασττίζζται,  την 

Έκκλησίαν  σον  και  €7Τ€ί8η,  χωρίς  της  18ίκής  σον 
βοηθβίας,  δεν  βμ,ττορβί  να  ^ιατηρήται  εις  άσφά- 
Χειαν,  ΖιαφΰΧαττε  αύτην  ιτάντοτβ  μ€  την  άντί- 
Χηψιν  και  ά^γαθότητά  σον  Βιά  ^Ιησου  Χρίστου 
του  Κυρίου  ημών.     \μην. 

ΈτΓίστολ^.     Έφεσ.  γ'.  13. 

^ΑΣ  τταρακαΚω,  να  μην  άθνμητβ  Βια  τάς  ^^Χίψβις 
μου  τάς  οποίας  ττάσχω  Βιά  σας,  το  οττοΐον  είναι 
^όζα  σας.  Δί-ά  τούτο  κάμτττω  τά  <γόνατά  μου  -προς 
τον  ΥΙατέρα  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού,  εκ 
του  οτΓοίου  ονομάζεται  ο\η  η  ττατριά  ητίς  είναι  εις 
τους  ουρανούς  και  εττάνω  εις  την  '^ην,  Βιά  να 
Ζώση  εΙς  εσάς,  κατά  τον  Ίτλούτον  της  Βόξης  του,  νά 
κραταιωθητε  με  Βύναμιν  Βιά  του  Τϊνεύματός  του 
€ΐς  τον  εσωτερικον  άνθρωττον  Βιά  νά  κατοικήσ-η 
6  Χρίστος  Βιά  της  πίστεως  εις  τάς  καρΒίας  σας' 
ώστε  νά  εμττορεσετε,  ριζωμένοι  και  3^εμε\ιωμένοι 
€19  την  άηάπην,  νά  καταΧάβετε,  ομού  με  οΚους  τους 
Λ<γίους,  τι  είναι  το  ττλάτος,  καΐ  μήκος,  και  βάθος, 
και  νψος'  και  νά  <γνωρίσετε  την  ά'^άπην  του 
Χριστού,  ήτις  υπερβαίνει  την  ηνωσιν,  Βιά  νά  <γ€- 
μισθήτε  άπο  ο\ον  το  π\ηρωμα  τού  θεού.  Έ,ις  Βε 
τον  Βυνάμενον  νά  κάμη  υπεραφθόνως  ύπερ  πάντα 
οσα  ζητούμεν  η  νοούμεν,  κατά  την  Βύναμιν  ήτις 
ενεργείται  εις  ημάς,  εις  αύτον  ας  ηναι  η  Βόξα  εις 
την  ^Έ,κκΧησίαν,  Βιά  ^Ιησού  Χριστού,  εις  οΧας  τάς 
γενεάς  τού  αιώνος  των  αιώνων.     ^Αμην. 

ΈναγγίΧιον,      Αουκ.  ζ'.  11. 

ΤΓ  ΑΙ  την  άκόΧουθον  ημέραν  επηηαινεν  εις  πόΧιν 
ονομαζομενην  ΝαΙν•   κα\  ομού  με  αύτον   επη- 
176 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΕΒΔΟΜΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

'^αιναν  Ικανοί  €κ  των  μαθητών  τον,  καΐ  ογΧος 
•ποΧύς.  Καθώς  δε  ^7Γ\ησίασ€ν  €ίς  την  ττνΧην  της 
7ΓΟλεω9,  ί8ού,  εφέρβτο  βζω  νεκρός,  νιος  μονο'γβνης 
της  μητρός  τον,  καΐ  αντη  ητον  χήρα•  καΐ  οχΧος 
ΤΓοΧνς  της  ττόΧβως  ητον  μ€  αντήν.  ΚαΙ  ιδών  αυ- 
τήν ό  Κύριος,  €σ7Γ\α<γχνίσθη  Βο  αντήν  και  βΐττβν 
€ίς  αντήν,  Μή  κΧαίης.  Και  ττΧησιάσας  ή^'γιζε  τον 
κράββατον  {οί  δε  βαστάζοντες  εστάθησαν),  καΐ 
βίττε,  Νεανίσκε,  εΙς  σε  λε'γω.  Σήκω.  ΚαΙ  άνε~ 
κάθησεν  6  νεκρός,  καΐ  ήρχισε  νά  ΧαΧη•  καΐ  εΖωκεν 
αντον  εΙς  τήν  μητέρα  τον.  "ΕΧαβε  δε  φόβος  δΧονς' 
καΐ  εΒόξαζαν  τον  Θεόν,  Χε'γοντες,  "Οτι  ττροφήτης 
με'^ας  εσηκώθη  μεταξύ  ημών,  καΐ  οτι  εττεσκέφθη  6 
Θεός  τον  Χαόν  τον.  ΚαΙ  εξήΧθεν  ό  λόγος  οντος 
ττερί  αύτον  εΙς  οΧην  τήν  ^ΙονΒαίαν,  καΐ  εις  οΧα  τα 
περίχωρα. 

■ — ♦ — 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΈΒΔΟΜΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Έυναπτη. 

ΙΓ  ΤΡΙΕ,  Βεόμεθά  σον,  ας  μας  ττροφθάνρ  ττάντοτε 
η  χαρίς  σον,  καΙ  ας  άκοΧονθή,  κάμνονσα  ημάς 
νά  ή  μέθα  πάντοτε  ΒεΒομενοί  εις  οΧα  τά  καΧά  ερ<γα• 
Βίά  ^Ιησον  Χριστού  τον  Κνρίον  ημών.     ^Αμήν. 

ΕπιστοΧη,      Έψ((Γ.  δ  .  1. 

^ΑΣ  τταρακαΧώ  Χοιττόν  ε'γώ  ό  Βέσμιος  Βιά  τον 
Κνρίον,  νά  ττεριττατήσετε  άξίως  της  ττροσκΧή- 
σεως  με  τήν  όττοίαν  εττροσκΧήθητε'  με  πάσαν 
ταττεινοφροσννην  καΐ  πραότητα,  με  μακροθνμίαν, 
υποφέροντες  άΧΧιίΧονς  με  ά-^άπην  σπονΒάζοντες 
νά  φνΧάττετε  την  ενότητα  τον  ΥΙνεύματος  με  τον 
σννΒεσμον  της  ειρήνης.  'Έν  σώμα  είναι  και  εν 
ΤΙνενμα,  καθώς  καΐ  επροσκΧήθητε  με  μίαν  εΧπίΒα 
της  προσκΧήσεώς  σας•  εΙς  Κύριος,  μία  πίστις, 
€ν  βάπτισμα•  εΙς  @εος  καΐ  ΥΙατήρ  οΧων,  όστις 
€ΐναι  επάνω  εις  οΧα,  και  Βιά  μέσον  'όΧων,  καΐ  εΙς 
οΧους  εσάς. 

ι3 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΟΓΔΟΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΓΙΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Έυαγ^ΐΚίον.      Αονκ.  ιδ*.  1. 

ϊζ^ΑΙ  δτ6  ηΧθβν  6  ^Ιησούς  βίς  τον  οίκον  τίνος  €κ 
των  άρ'χόντων  των  Φαρισαίων  το  σάββατον 
Ζία  νά  φά^τ]  άρτον,  έκβΐνοί  βτταρατηροΰσαν  αυτόν. 
Κα6  ίδού,  άνθρωττός  τις  ύΒρωττίκος  ητον  βμ,ττροσθζν 
αύτον.  Κα-Ι  άττοκριθείς  6  ^Ιησούς  βί'ΤΓβν  €69  τους 
νομικούς  καΐ  Φαρισαίονς,  λέγων,  Έΐι^αι  νόμιμον 
νά  ^ερατΓζύτ]  τις  €ΐς  το  σάββατον;  ^Εκείνοι  δε 
ίσιωητοϋσαν.  ΚαΙ  ττιάσας  αύτον,  τον  έθβράττενσε, 
και  άττέΧυσΐ.  Και  αποκριθείς  εις  αυτούς  είττε, 
Ύίνος  άτΓο  σας  6  όνος  η  6  βοϋς  εάν  ττέστ}  εις  το 
φρέαρ,  Βεν  3^έ\ει  ευθύς  σύρει  αύτον  εζω  την  ήμε- 
ραν  του  σαββάτου ;  Και  8εν  ημπόρεσαν  ν  άττο- 
κριθώσιν  εις  αύτον  ιτρος  ταύτα.  Και  είττεν  εις 
τους  κεκΧη μένους  τταραβοΧην,  εττειΒη  ετταρατη- 
ρούσε  πώς  εΒιάΧε^αν  τάς  πρωτοκαθεδρίας•  \έ<γων 
εις  αυτούς,  "Οταν  προσκαΧεσθΐις  υπό  τίνος  εις 
Ύαμον,  μη  καθησης  εις  τον  πρώτον  τόπον,  μη  πως 
αΧλος  εντιμότερος  σου  ηναι  προσκαΧεσμένος  άπ 
αυτόν  καΐ  εΧθών  ό  καΧέσας  σε  καΐ  αύτον,  σε 
εϊπΎ),  Δθ9  τόπον  εις  τούτον  καΐ  άρ'χ^ίσγς  τότε  με 
καταισ'χύνην  νά  Χαμβάν^ς  τον  εσ'χ^ατον  τόπον. 
Άλλ'  όταν  προσκαΧεσθης,  νπα<^ε  κάθησε  εις  τον 
εσ'χατον  τόπον  δίά  νά  σε  εϊπτ],  όταν  εΧθη  εκείνος 
όστις  σε  εκάΧεσε,  Φίλε,  άναΐβα  ανωτέρω '  τότε 
3^έΧει  είσθαι  εις  σε  8όζα  ενώπιον  των  συ^καθημέ- 
νων  με  σε.  Αιότι  πάς  όστις  ύψόνει  τον  εαυτόν 
του,  3^έΧει  ταπεινωθή'  και  όστις  ταπεινονει  τον 
εαυτόν  του,  ^εΧει  ύψωθη. 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  'ΟΓΔΟΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή, 

« |ΚΕΤΕΤΟΜΕΝ'  σε,  Κύριε,  δ/δε  εις  τον  Χαόν  σου 
την  χάριν  του  νά  αντιστέκεται  εις  τους  πει- 
ρασμούς του  κόσμου,  της  σαρκός,  και  του  Βιαβό- 
Χον'    καΐ   με    καρΒίαν    και  Βιάνοιαν    καθαράν   νά 
178 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΟΓΔΟΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

άκοΧονθώσι     σβ     τον    μόνον    Θεόν     δίά    'Ιησοΰ 
"Κριστού  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

^Επιστολή.      1  Κορινθ.  α.  4. 

υΤΧΑΡΙΣΤίΙ  ττάντοτβ  τον  Θεόν  μου  Βία  σά<;,  δίά 
την  χάριν  του  ΘεοΟ  ητί'ζ  σας  ίδόθη  Βίά  τοϋ 
^Ιησοΰ  \ρίστον'  δτι  βίς  παν  ΤΓρα<^μα  εττλουτ/- 
σθητ€  Βί  αύτοΰ,  εις  ττάντα  Χό'γον,  καϊ  ε<-9  ττάσαν 
«γνώσιν  καθώς  ή  μαρτυρία  του  Χ,ριστοΰ  ββε- 
βαιώθη  βίς  βσάς'  ώστε  καΐ  Ββν  μένετε  οττίσω  εις 
κανεν  γ^άρισμα,  τνροσ μένοντες  την  άττοκαλ,υψιν 
του  Κυρίου  ημών  ^Υησοΰ  Χριστού•  όστις  καν 
^εΧει  σας  στηρίζει  εως  τέΧους,  Βιά  να  ησθε  άμεμ- 
ΊΓΤοί  εις  την  ήμεραν  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ 
"Χ-ρ  ιστού. 

Ευαγγίλιον.      Ματβ.  κβί.  34. 

"Γ^ΤΕ  ηκουσαν  οι  Φαρισαΐοι  οτι  6  ^Ιησούς  άττεστο- 
μωσε  τους  ΣαΒΒουκαίους,  συνήχθησαν  ομοΰ. 
ΚαΙ  εΓ?  εξ  αυτών,  όστις  ητον  νομικός,  ήρώτησε, 
ττειράζων  αυτόν,  καϊ  λ,εγων,  ΑιΒάσκαΧε,  ττοια  εν- 
τόΧή  είναι  με^άΧη  εις  τον  νόμον;  Και  6  Ιησούς 
€ΐ7Γεν  εις  αυτόν,  Θέλεις  αηαττήσει  Κύριον  τον  θεόν 
σου  με  οΧην  την  καρΒίαν  σου,  καϊ  με  οΧην  την 
"^νχήν  σου,  καϊ  με  οΧην  την  Βιάνοιάν  σου•  αύτη 
€Ϊναι  ή  ττρώτη  καϊ  με^άΧη  εντοΧή.  Δευτέρα  οε 
ομοία  με  αυτήν  θεΧεις  αηαττήσει  τον  ττΧησιον 
σου  ώς  τον  εαυτόν  σον.  Κΐς  ταύτας  τάς  Βύο  εν- 
τοΧάς  δΧος  ό  νόμος  καϊ  οι  ττροφήται  κρέμονται. 
Καϊ  ενω  ήσαν  συνηΎμενοι  οι  Φαρισαΐοι,  ήρώτησεν 
αυτούς  ό  ^Ιησούς,  λέγων,  Ύί  σας  φαίνεται  ττερι 
του  Χριστού;  τίνος  νιος  είναι;  Αί'^ουν  εις  αύτον, 
Ύού  ΔαβίΒ.  Αε^ει  εις  αυτούς,  ΥΙώς  Χοιττόν  ό  Δα- 
βϊΒ  Βιά  Πνεύματος  ονομάζει  αυτόν  Κύριον;  λέγων, 
Έίττεν  ό  Κύριος  εις  τον  Κύριον  μου,  Κάθου  εκ 
Βεξιών  μου,  εως  νά  -θέσω  τους  εχθρούς  σου  ύττο- 
ΊτόΒιον  τών  τΓοΒών  σου.  Έάν  Χοιττόν  ό  ΑαβΙΒ 
ονομάζτ)  αυτόν  Κύριον,  ττώς  είναι  νιος  αυτού;  Καϊ 

179 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΕΝΝΑΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

κανείς  δεν  ηΒννατο  ν  αττοκριθτι  λόγον  €19  αυτόν 
ούδε  €τό\μησ€  κανείς,  άττο  εκείνην  την  ημίραν,  να 
ερωτήστ)  ττΧέον  αυτόν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΈΝΝΑΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

^ΕΕ,  ετΓβίΒη  χωρίς  σου  Βεν  εμττοροΰμεν  να  άρε- 
σκωμεν  εΙς  σε,  χάρισε  εις  ημάς  ευσττΧά'^'χνως, 
ώστε  το  "Αύ ων  σου  ΤΙνεΰμα  να  Βίευθύντ]  καθ"  ολ,α 
τας  καρδίας  ημών  δια  'ΐτ/σοϋ  Χριστού  του  Κυρίου 
ημών.     \μήν. 

Επιστολή.      Έφβσ.  δ'.  17. 

ΎΌΤΤΟ  ΧοίΤΓον  σας  Xέ^ω,   καΐ  μαρτύρομαι   Βίά 
του  Κυρίου,  νά  μη  ττεριττατήτε  ττΧεον,  καθώς 
καΐ  τά  Χοίττά  έθνη  ττεριττατοΰν,  εις  την  ματαιότητα 
του  νοός  των,     εσκοτισμενοί   κατά   την    δίάνοιαν, 
άτΓοξενωμενοο  οντες  άττο  την  ζωην  του  θεοΰ,  Βίά 
την  ά^νοιαν  ήτις  εΙναί  εις  αυτούς,  Βίά  την  σκληρό- 
τητα   της    καρΒίας    των    οΐτίνες    άναίσθητοΰντες 
τταρεΒωκαν   εαυτούς   εΙς  την  άσεΚ'^είαν,    ώστε  νά 
ερ<γάζωνταί  ττάσαν  άκαθαρσίαν  άγορτάστως.    'Σεΐς 
όμως  Βεν   εμάθετε  ούτω   τον  Χρίστόν  εάν  ηκού- 
σετε  αύτον,  καΐ  εΒιΒά-χθητε  εις  αυτόν,  καθώς  είναι 
άΧηθεία    εις    τον  ^Ιησοΰν     νά    άττοβάΧετε    κατά 
την  ττροτεραν    δ^αγωγ^ν    τον  τταΧαίόν  άνθρωττον, 
τον  φθείρόμενον   κατά  τάς  άττατηΧάς  εττίθυμίας' 
καΐ   νά  άνανεόνεσθε  εις  το  ιτνεΰμα  του  νοός  σας, 
καΐ  νά  ενΒυθήτε  τον  νέον  άνθρωττον,  τον  κτισθεντα 
κατά  Θεόν  εις  Βίκαιοσύνην  καΐ  άΧηθινην  αγιότητα. 
"Οθεν  άτΓορρίψαντες  το  -ψεΰΒος,  ΧαΧεΐτε  άΧήθείαν 
€καστος  με  τον  ττΧησίον  του•  Βίότί  είμεθα  μεΚη  6 
εΙς  του  άΧΧου.     ^Ορ/γίζεσθε  καΐ  μην  άμαρτάνετε  • 
ό  ηΚίος  άς  μη  Βύη  εττάνω  εΙς  τον  τταρορΎίσμόν  σας- 
μήτε  ΒίΒετε  γώραν  εΙς  τον  ΒίάβοΧον.     Ό  κΧέτττων 
άς  μη  κΧετττη  πΧεον  μάΧΧοι^  Βε  άς  κοττιάζη,  εργα- 
ζόμενος το  καΧόν  με  τάς  ■χείρας  του,  Βίά  νά  εχτ)  νά 
180 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΕΝΝΑΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

μ€ταΒί8τ]  εΙς  τον  •χρβίαν  €χοντα.  ΚανβΙς  λόγο9 
σαττρος  ας  μην^εκβαίντ)  άττο  το  στόμα  σας•  ά\\ 
όστις  βίναί  κα\6ς  βίς  την  ■χ^ρβίαν  της  οίκοΒομής, 
δίά  να  Βώστ]  χάριν  €ΐς  τους  άκονοντας.  ΚαΙ  μη 
Χυττεΐτε  το  Ώνενμα  το  "Α^ων  του  ΘεοΟ,  μβ  το 
ότΓοΐον  εσφρα'γίσθητβ  εις  την  ημέραν  της  άττοΧυ- 
τρώσεως.  Ώάσα  ττίκρία,  καΐ  Β^υμος,  καΐ  ορ^η,  καΐ 
κραυ<γη,  καΐ  βΧασφημια,  ας  σηκωθη  άττο  σας,  ομοΰ 
μβ  ττάσαν  κακίαν.  ΚαΙ  ^ίνβσθε  βίς  αΧΚηΧους  κα- 
λοί,  ευσττλαγχνοί,  σνγχωροΰντβς  6  βϊς  τον  αΧλον 
καθώς  καΐ  6  0609  έσυ^χ^ώρησβν  έσας  Β^ά  του 
\ρ  ιστού. 

Έναγγίλιον.      Ματθ.  5'.  Ι. 

ρΊΣΕΑΘίΙΝ  δε  6  ^Ιησούς  εις  το  ττΧοΐον  Βιεττέ- 
ρασε,  καΐ  ηΧθεν  εις  την  ιΒίαν  του  ττόΧιν.  ΚαΙ 
ΙΒού,  έφεραν  εις  αύτον  τταραΧυτιχον  κείμενον  εττά- 
νω  εις  κΚίνην  καΐ  ιΒών  δ  ^Ιησούς  την  ττίστίγ 
αυτών,  είττεν  εΙς  τον  τταραΧυτικον,  θάρρει,  τεκνον 
σε  εσυ'^'χωρηθησαν  αΐ  άμαρτίαι  σου.  Κα6  ΙΒου, 
τίνες  εκ.  τών  γραμματέων  είπαν  μέσα  εις  τον 
εαυτόν  των,  Οΰτος  βΧασφημεΐ.  ΚαΙ  ΙΒών  6 
^Ιησούς  τους  ΒιαΧο'γισμούς  αυτών,  είττε,  Αιά  τι 
σεις  ΒιαΧο^ίζεσθε  κακά  μέσα  εις  τάς  καρΒίας 
σας;  Τι  είναι.  εύκοΧώτερον ;  να  εϊττω,  Σε  εσνγχω- 
ρήθησαν  αν  άμαρτίαι ;  η  να  εϊττω,  Σήκω  καΐ  ττερι- 
ττάτει;  Άλλα  Βιά  να  γνωρίσετε  οτι  έχει  εξουσίαν 
6  Ύίος  του  άνθρώττου  εττάνω  εις  την  <^ήν  νά  συ<^- 
χωρη  αμαρτίας,  (τότε  λέγει  εις  τον  τταραΧυτικον,) 
Σηκωθείς  ετταρε  την  κΧίνην  σου,  καΐ  {/τταγε  εΐ9  τον 
οΙκόν  σου.  Και  σηκωθείς  άνεχώρησεν  εις  τον 
οίκον  του.  Ιδόντε9  δε  οι  οχΧοι  εθαύμασαν  και 
εΒόξασαν  τον  ©εον,  όστις  εΒωκε  τοιαύτην  εξουσίαν 
εις  τους  άνθρώττους. 


181 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΙΚΟΣΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  ττανοίκτίρμων  Θεε,  Βίά 
της  αφθόνου  ά'γαθότητο<;  σου  φύΧαττβ  ημά^ί, 
Ζβόμβθά  σου,  άττο  ττάν  ο,τί  έμττορβΐ  να  μας  β\ά- 
'ψ'Τ)  •  ώστε  νά  ημβθα  βτοίμοί,  καΐ  κατά  το  σώμα 
καΐ  κατά  την  ψυ-χ^ην,  νά  €κτ€\ώμεν  μετά  ■χαράς 
οσα  ^βλ,Είς  νά  ττράττωμεν  8ίά  ^Ιησοΰ  άριστου 
του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

'Έπιστολη.      Έφεσ.  (' .  15. 

ΤίΛΕΓΓΕΤΕ  Χοιττον  ττώς  νά  ττερίττατητβ.  ακριβώς ' 
ογι  ώς  άσοφοι,  ά\\  ώς  σοφοί '  εξαγοραζό- 
μενοι τον  καιρόν,  Βιοτι  αϊ  ήμέραι  είναι  κακαί. 
Αιά  τούτο  μη  '^ίνεσθε  άφρονες,  αλλ-'  εννοοΰντες  τι 
είναι  το  ^έΧημα  του  Κυρίου.  Και  μη  μεθύετβ 
με  οίνον,  εις  το  όττοΐον  είναι  ασωτία,  άΧλά  "ττΧη- 
ροΰσθε  με  το  ΤΙνεύμα'  \α\οΰντες  μεταξύ  σας  με 
ΛίταΧμούς,  καΐ  ύμνους,  καΐ  ωΒάς  ττνευματικάς,  άγον- 
τες καΐ  ψάΧλοντες  με  την  καρΒίαν  σας  εις  τον 
Κύριον  ευχαριστούντες  ττάντοτε  δί'  δλα  βΖς•  τον 
Θεόν  καΐ  Ώατέρα,  εν  ονόματι  του  Κυρίου  ημών 
^Ιησοΰ  άριστου"  υττοτασσόμενοι  εΙς  άΧΧηΚους  με 
φόβον  Θεοΰ. 

ΕναγγίΧιον.      Ματθ.  κβ> ,  1. 

^Γ\  'ΙΗΣΟΤΣ  είττεν,  Ή  βασιλεία  τών  ουρανών 
είναι  όμοια  με  άνθρωττον  βασιΧέα,  όστις  εκα- 
με  ιγάμους  εις  τον  υΐόν  του.  Και  άττεστείλε  τους 
8ού\ους  του  νά  κράξωσι  τους  κεκΧημένους  εις  τους 
Ύαμους'  και  δεν  ηθεΧαν  νά  εΧΘωσι.  Πάλιν  άττί- 
στειλεν  αΧλους  ΒούΧους,  λέγων,  Ειττετε  669  τους  κε- 
κΧημένους,  Ιδού,  ητοίμασα  το  'γεΰμά  μου'  οι  ταύ- 
ρο ί  μου  καΐ  τά^ρετττά  μου  είναι  σφα'γμένα,  καΧοΧα 
είναι  ετοιμα'  εΧθετε  εις  τους  <γάμους.  Εκείνοι 
όμως  άμεΧησαντες  υτΓη<^αν,  ό  μεν  εΙς  τον  ϊΒιόν  του 
ά<γρόν,  ό  δε  εΪ9  το  εμττόριόν  του'  οι  Βε  ΧοιττοΙ, 
182 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

ΤΓίάσαντες  τους  ΒουΚονς  του,  ύβρισαν  αυτούς  καΐ 
εφόνβυσαν.  ^Ακουσας  δε  6  βασιλεύς  ώρ^ίσθη' 
και  ττέμψας  τά  στρατεύματα  του,  άττώλ,βσε  τους 
φονβΐς  εκείνους,  καΐ  την  ττόλίν  αυτών  εκαυσε. 
Τότε  λεγεί  εις  τους  ΒούΧους  του,  Ό  μεν  'γάμος 
είναι  έτοιμος,  οι  δε  κεκΧημενοι  δεν  ήσαν  άξιοΐ' 
ύτΓίίγετε  λοίττόν  εΐ9  τάς  τριόΒους,  καΐ  όσους  εΰ- 
ρετε,  καΧεσατε  αυτούς  εις  τον  <γάμον.  ΚαΙ  οι 
ΒοΰΧοι  εκείνοι  εζηΧθαν  εΙς  τους  Βρόμους,  καΐ  εσύν- 
αξαν  οΧους  όσους  εύρηκαν,  κακούς  καΐ  καΧούς'  και 
ε'γέμισεν  6  >γάμος  άττο  κεκΧημενους.  ΕισεΧθων 
δε  ό  βασιλεύς  Βια  να  ^εωρηστ)  τους  κεκΧημενους, 
ϊΒεν  εκεί  άνθρωττον,  όστις  Βεν  ητον  ενΒεΒυμενος 
ενΒυμα  ηάμου'  καΐ  Χε^ει  εις  αύτον,  Φίλε,  ττώς 
εισήλθες  εδώ  μη  έχων  ενΒυμα  <^άμου;  Και  εκείνος 
αττεστομώθη.  Τότε  είττεν  6  βασιλεύς  εις  τους 
νττηρέτας.  Δέσετε  αύτον  ττόΒας  και  •χείρας,  και, 
σηκώσαντες  αύτον,  ρίψετε  εις  το  σκότος  το  εξώ- 
τερον εκεί  ^εΧει  είσθαι  6  κΧαυθμος  και  υ  βρυ'^- 
μος  τών  οΒόντων.  Αιότι  ττοΧΧοΙ  είναι  οι  κεκΧη- 
μενοι, όΧί^οι  όμως  οι  εκΧεκτοί. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΡΩΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

"Συναπτή, 

*ΤΚΕΤΕΤΟΜΕΝ'  σε,   ει/σττλαγχνε   Κύριε,    -χάρισε 

εις  τον  ττιστόν  σου  Χαον  συ^χώρησιν  και  είρή- 

νην   ώστε,  καθαρισθέντες  άττο  οΧας  τάς  αμαρτίας 

των,    νά  σε    Χατρεύωσι    με    ησυχον  '\Ιτυχ7']ν'     Βια 

Ιησού  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.      Έφ(σ.  γ'.  10. 

^ΔΕΑΦΟΓ  μου,  ενΒυναμούσθε  εις  τον  Κύριον,  και 
εις  το  κράτος  της  ισχύος  αυτού.  ^Έ,νΒυθήτε 
την  ττανοττΧιαν  του  θεού,  Βια  νά  εμττορήτε  νά 
σταθήτε  εναντίον  εις  τάς  μεθοΒείας  του  ΒιαβόΧου. 
Αιότι  Βεν  είναι  εις  ημάς  η  ττάΧη  εναντίον  εις  αίμα 
κα\  σάρκα,  άλλ'  εναντίον  εΙς  τάς  αρχάς,   εναντίον 

183 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΡΩΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ, 

εις  τας  εξουσίας,  εναντίον  εις  τους  κοσμοκρά- 
τορας  του  αιώνος  τούτου,  εναντίον  εις  τα  ττνευμα- 
Τίκά  μη•χανηματα  της  πονηρίας  εΙς  τα  εττουράνια. 
Δίά  τοΰτο  άνάΚάβετε  την  ττανοττλίαν  του  θεού, 
Βιά  νά  βμτΓορέσετε  ν  άντισταθήτε  εις  την  ημεραν 
την  ΤΓονηράν  καΐ  άφοΰ  κατορθώσετε  ο\α,  νά  στα- 
θήτε.  Σταθήτ€  Χοιττον,  ττερι,εζωσμενοί  την  οσφύν 
σας  μβ  αλήθειαν,  καΐ  ενΒε8υμένοί  τον  Β^ώρακα  της 
δικαιοσύνης,  και  ύττοΒηματωμένοι  τους  ττόΒας  με 
την  ετοιμασίαν.  του  εύαγγελ,/οΐ'  της  είρηνης'  εττά- 
νού  δε  6ί9  όλα,  άναΧάβετε  την  άσπιλα  της  πί- 
στεως, δίά  της  όττοίας  ^εΚετε  Συνήθη  νά  σβύσετε 
ολα  τά  ββΧη  του  ττονηροΰ  τά  ττεττυρωμενα"  καϊ 
ττάρετε  την  ττερικεφαΧαίαν  της  σωτηρίας,  καϊ  την 
μάγ^αιραν  του  ΙΙνεύματος,  ήτις  είναι  6  λόγοί  του 
ΘβοΟ•  ττροσευ'χόμενοι  εΙς  ττάντα  καιρόν  με  ττα- 
σαν  7Γροσευ'χΐ]ν  καϊ  Ζίησιν  δίά  του  ΥΙνεύματος,  καϊ 
εις  αύτο  τοΰτο  ά'γρυττνοΰντες  με  ττάσαν  ττροσκαρ- 
τερησιν  και  δέησιν  υττερ  οΧων  τίον  ά'γίων  καϊ 
ΰττερ  εμού,  δίά  νά  δοθη  εις  εμε  Χό<γος  νά  ανοίξω 
το  στόμα  μου  με  τταρρησίαν,  δίά  νά  κάμω  γνω- 
στόν το  μυστήριον  του  εύα<γ'γεΧίου,  υττερ  του 
οτΓοίου  είμαι  ττρέσβυς  εις  την  άΧυσον  δίά  νά 
ΧαΧήσω  εις  αύτο  μετά  τταρρησίας,  καθώς  ιτρεττει 
νά  ΧαΧήσω. 

ΈναγγίΚιορ,      'ΐωάνν.  δ  .  46. 

'^ΤΤΤΟΝ'  τί9  βασιλικός  άνθρωπος,  του  οποίου  6 
υίος  άσθενοΰσεν  εις  την  Καπερναούμ.  Ούτος, 
άκουσας  'ότι  6  ^Ιησούς  ηΧθεν  άπο  την  ϊου8αίαν 
εις  την  ΤαΧιΧαίαν,  ύπή'γεν  εις  αύτον,  και  επαρα- 
καΧοΰσεν  αύτον  νά  καταβη,  καϊ  νά  ίατρεύση  τον 
υίόν  του'  διότι  ητον  εις  την  άκμην  του  να  απο- 
θάνη.  ΕίΤΓβ  Χοιπον  6  ^Ιησούς  εις  αύτον,  Έάν  δεν 
Γδτ^τε  σημεία  καϊ  τέρατα,  δεν  θέλετε  πιστευσει. 
Αε'γει  εις  αύτον  6  βασιλικός.  Κύριε,  καταΐβα  πριν 
άποθάντ}  το  παιΒίον  μου.  Λεγεί  εΐ9  αυτόν  ο 
^Ιησούς,  Ώή^αινε'  6  υιός  σου  ζτ}.  Καϊ  επιστενσεν 
184 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΔΕΥΤΕΡΑ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

6  ανθρωτΓος  6ΐ9  τον  Χό'γον  τον  οττοΐον  βΐττβν  649 
αντον  6  ^Ιησούς,  και  ζττή'γαίνβ.  Ένω  δε  αύτος  κατέ- 
βαινεν  η8η,  άττηντησαν  αϋτον  οι  ΒούΧοί  τον,  καΐ 
άττή'γ'γβιΧαν,  λέγοντες,  "Οτο  6  νΙός  σου  ζτι.  Ηρώ^ 
τησ6  ΧοίΤΓον  αύτού<;  την  ωραν  καθ^  ην  έγ^νε  καλή- 
τβρα'  καΐ  ζίτταν  βίς  αύτον,  "Οτί  χθ€<ς  την  ββΖόμην 
ώραν  άφήκ€ν  αύτον  6  ττυρβτός.  ^Εκαταλαβε  λ,οί- 
ΤΓον  ό  ττατηρ  'ότυ  β^ινε  τοΰτο  βίς  εκβίνην  την  ωραν, 
καθ'  ην  ό  'Ιτ^σοΟς  είττεν  εις  αντον,  "Οτι  ό  νΙό<ζ  σου 
ζτ)'  καΐ  ετΓίστενσβν  αντος,  καΐ  δΧος  6  οίκος  αντον» 
Τοντο  Ίτάλ,ίν  εκαμεν  6  ^Ιησονς  Βεντερον  ^αΰμα, 
αφού  ηΚθεν  άττο  την  ^ΙουΒαίαν  εΐζ  την  ΤαΧίλαίαν. 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΔΕΥΤΕΡΑ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή, 

Λ  ΕΟΜΕΘΑ'  σον,  Κύριε,  να  κρατης  την  ^Εκκλ,η- 
σίαν,  τον  ττεριούσιον  Χαόν  σου,  εΙς  τταντοτεινην 
έύσεβειαν  ώστε,  Βιά  της  προστασίας  σον  άττηΧ- 
Χα'^μενοι  άττό  ττασαν  συμφοράν,  να  άφοσιονώμεθα, 
εις  το  νά  σε  Χατρεύωμεν  εύΧαβώς  με  ερ^α  αηαθα, 
ττρος  Βόξαν  του  ονόματος  σον  Βιά^ΙησοΰΙίριστοϋ 
τον  Κνρίον  ημών.     ^Αμήν. 

^Επιστολή.     Φίλιπττ.  α,  3. 

"Ρ]ΤΧΑΡΙΣΤί2  τον  Θεόν  μου  εις  ττασαν  εύθύμησίν 
σας,  (ττάντοτε  εις  ττασαν  ττροσευ-χτιν  μου  δεό- 
μενος  μετά  γαρας  Βι  'όΧους  σας,)  Βιά  την  κοινω- 
νίαν  σας  εις  το  εύα'^^εΧιον,  άττό  της  ττρώτης  ημέ- 
ρας μέχρι  του  νυν  βέβαιος  ών  εις  αύτο  τούτο, 
ΟΤΙ  εκείνος,  όστις  ηρχισεν  εις  εσάς  καΧόν  ερ'γον, 
3^έΧει  εττιτεΧεσει  αύτο  μέχρι  της  ημέρας  τοΰ 
Ιησου  \ριστον'  καθώς  είναι  Βίκαιον  εις  εμε  νά 
φρονώ  τούτο  Βι  οΧονς  εσάς,  Βιότι  σας  εγω  μ,έσα 
€ΐς  την  καροιαν  μου•  ώστε,  και  εις^τα  όεσμα  μου, 
και  εις  την  άττοΧο^γίαν  μου,  και  εις  την  βεβαίωσιν 
τοΰ  ευαγγελίου,  όΧοι  σεις  είσθε  σνγκοινωνοί  μου 
της   χάριτος.     Αιότι   μάρτυς   μου    είναι    6    Θεός, 

185 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΔΕΥΤΕΡΑ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

ΤΓοσον  βΤΓίΤΓοθώ  6\ον<ζ  σας  μβ  σιτλά'γ'χνα  ^Ιησου 
ΧρίστοΟ.  ΚαΙ  τοϋτο  ττροσ^ύ'χ^ομαι,  νά  ττβρισσβύτ) 
7]  αγατΓτ;  σας  έτί.  μάΧλον  καΐ  μαλΧον,  εις  εττ/γνο)- 
σιν  και  βις  ττάσαν  νόησιν  Βιά  νά  Βοκιμάζετε  τά 
κρβίττονα'  ώστε  νά  ησθβ  ειλικρινείς,  και  'χ^ωρίς 
•πρόσκομμα,  μέχρι  της  ημέρας  του  'Κριστοΰ•  7^* 
μοντες  άττο  τους  καρττούς  της  δικαιοσύνης,  οϊτινε<ί 
€ίναι  8ιά  του  ^Ιησοΰ  άριστου,  εις  Βόξαν  και  ετται- 
νον  του  Θεοί). 

Ένα-^^ίλι,ον.      Ματ^.  ιη  .  21. 

^Γ\  ΠΕΤΡΟΣ  είττεν  εις  τον  ^Ιησοΰν,  Κύριε,  ττοσάκΐζ 
^ελεί  αμαρτήσει  εΙς  εμε  6  άΒεΧφός  μου,  καΐ 
νά  συ<γχωρήσω  αυτόν  ;  εως  ετττάκις  ;  Λέγεί  εις  αυ- 
τόν ό  ^Ιησούς,  Δεν  σε  λ,έγω,  "Εως  ετττάκις,  άΧλ,'  "Εως• 
εβδομηκοντάκις  επτά.  Αιά  τοΰτο  ή  βασιλεία  των 
ϋύρανών  είναι  όμοια  με  άνθρωπον  βασιλέα,  όστις 
ηθέλησε  νά  κάμη  Χο^αριασμόν  με  τους  Βούλουζ 
του.  ΚαΙ  δτε  ηρχισε  νά  κάμνη  λο^αριασμόν, 
εφέρθη  εις  αυτόν  εις  οφειλέτης  μυρίων  ταλάντων 
και  επειΒη  Βεν  είχε  νά  τά  άποΒώση,  επρόσταζεν  6 
κύριος  του  νά  πωληθη,  αυτός  και  ή  'γυνη  αυτοί),  καϊ 
τά  τέκνα,  καϊ  Ολα  Οσα  είχε  •  και  νά  άποΒοθη  το 
οφείλόμενον.  Υίεσών  Χοιπόν  ό  Βοΰλος  επροσκυ- 
νοΰσεν  αυτόν,  λέγων,  Κύριε,  μακροθύμησε  εις  εμε, 
καϊ  ολα  ^έλω  σε  άποΒώσει.  Έ,πλα<^χνισΘείς  Βε  δ 
κύριος  του  ΒούΧου  εκείνου,  άπέλυσεν  αυτόν,  καϊ  το 
Βάνειον  άφήκεν  εις  αυτόν.  \φοΰ  όμως  εξήλθεν  δ 
Βοΰλος  εκείνος,  εύρήκεν  ενα  από  τους  συνΒούλους 
του,  όστις  εχρεωστοΰσεν  εις  αυτόν  εκατόν  Βηνά- 
ρια'  καϊ  πιάσας  αυτόν,  τον  επνι<γε,  λέγων,  Άττόδος 
εις  εμέ  ο,τι  με  χρεωστεΐς.  Πεσών  λοιπόν  ό  σύν- 
Βουλός  του  εις  τους  πόΒας  αύτοΰ,  επαρακαλοΰσεν 
αυτόν,  λέγων,  Μακροθύμησε  εις  εμέ,  και  όλα  ^ελω 
σε  άποΒώσει.  ^Εκείνος  Ομως  δεν  ηθελεν  αλλ 
νπή<γε  καϊ  εβαΧεν  αυτόν  εις  την  φυΧακην,  εως  νά 
άποΒώση  τό  οφείλόμενον.  ΒΧέποντες  δε  οΐ  σύν- 
ΒουΧοί  του  τά  <γενόμενα,  ελυπήθησαν  σφόΒρα' 
186 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ   ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ   ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

και  ^θόντες  βφανερωσαν  €49  τον  κύριόν  των  ο\α 
τα  Ύζνόμβνα.  Τότε  κράζα<;  αυτόν  ο  κνριο<ζ  τον, 
Χέ<γ€ί  εις  αύτον,  ΔοΟλε  ττονηρβ,  οΧον  το  χρεο^ 
εκβΐνο  σε  άφήκα,  εττει^η  με  ετταρακάΧεσβς  •  Βεν 
ζΊτρεττε  καΐ  συ  να  ελέησες  τον  σύν8ου\όν  σον, 
καθώς  και  εγώ  σε  ηΧέησα;  Και  ορκισθείς  6  κύριος 
τον  τταρέΒωκεν  αύτον  εις  τους  βασανιστας,  βως  να 
άτΓοΒώστ]  δΧον  το  οφειΧ,όμενον  εις  αυτόν.  Ούτω 
καΐ  6  Υίατηρ  μου  6  εττουράνιος  ^ε\ει  κάμει  εις  εσάς, 
έάν  άτΓο  τα9  καρΒίας  σας  Βεν  αφήσετε,  έκαστος  εις 
τον  άΒεΧφόν  του,  τα  πταίσματα  αυτών. 


ΚΥΡΙΑΚΗ   ΕΙΚΟΣΤΗ   ΤΡΙΤΗ   ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

^ΕΕ,  ή  κατάφυτη  καΐ  Βύναμις  ημών,  ή  ττη'γη 
πάσης  ευσέβειας,  ^Ετοίμως  εττάκουε,  Βεόμεθα 
σον,  τάς  εύΧαβεΐς  Ικεσίας  της  ΈκκΧησίας  σον* 
καϊ  χάρισε  εις  ημάς,  ώστε,  οσα  μετά  ττίστεως  ζη- 
τουμεν,  βεβαίως  να  άττοΧανσωμεν  Βίά  Ίτ/σοΟ 
άριστον  τον  Κνρίον  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.      Φίλιππ.  γ'.  17. 

^\  ΔΕΛΦΟΙ,  σνμμιμηταί  μον  '^ίνεσθε'  καϊ  παρα- 
τηρείτε τους  όσοι  περιπατούν  οντω,  καθώς 
έχετε  τύπον  ημάς.  {Αιότι  περιπατούν  ποΧΧοι, 
τους  οποίονς  σάς  έλεγα  ποΧΧάκις,  τώρα  Βε  και 
κΧαίων  λέγω,  οτι  είναι  οι  εχθροί  τον  στανρον  τον 
Χ,ριστού'  τών  οποίων  το  τέΧος  είναι  άπώΧεια, 
των  οποίων  6  θεός  είναι  ή  κοιΧία,  και  η  Βόξα 
αυτών  είναι  εΙς  την  αίσχύνην  των  οϊτινες  φρονούν 
τα  επίγεια.)  Αιότί  η  ΙΒική  μας  πόΧιτεία  είναι 
ζΐς  τους  ουρανούς"  οπόθεν  καϊ  προσμενομεν  τον 
Σωτήρα,  τον  Κύριον  ^Ιησούν  άριστον  όστις  9^ε- 
Χει  μετασχηματίσει  το  σώμα  της  ταπεινώσεως 
ημών,  Βιά  νά  ηίνη  σνμμορφον  με  το  σώμα  της 
Βόξης    τον    κατά    την   ενέρ^ειαν,   Βιά   της  οποίας 

187 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

δύναται  καΐ  να  νττοτάζτ]  τα  ττάντα  εΐ9  τον  εαυτόν 
τον, 

ΈυαγγΐΚιον.      Ματ^.  κβ' .  15. 

"ΤΌΤΕ  νττή'γαν  οι  Φαρισαΐοί,  καϊ  βκαμ,αν  σνμ- 
βουΚίον  τίνί  τρόττω  να  τταγίδεύσωσ^ν  αύτον  €19 
'Κο'^ον.  ΚαΙ  στέΧλονν  βίς  αύτον  τους  μαθητάς  των, 
ομού  μβ  τους  ΉρωΒοανούς,  λ,έγοντ€9,  Αί8άσκα\€, 
έξβύρομβν  οτί  είσαι  αληθινός,  καϊ  ΒιΒάσκβις  αλη- 
θινά τον  Βρόμον  του  Θβοζ),  καϊ  δεν  σε  μέλει  Βιά 
κανένα•  Βιότι  δεν  βλέττεις  εις  ττρόσωττον  άνθρώ- 
ΤΓου.  Έίττέ  μας  Χοιττον,  τι  σε  φαίνεται;  είναι 
νόμιμον  νά  Βώσωμεν  κηνσον  εις  τον  Καίσαρα,  η 
οχΐ;  Τνωρίσας  δε  6  ^Ιησούς  την  ττονηρίαν  αυτών, 
εΙττε,  Ύί  με  ττειράζετε,  ύττοκριταί ;  Αείξετέ  με  το 
νόμισμα  του  κήνσου.  Καϊ  εκείνοι  έφεραν  εις  αύ- 
τον Βηνάριον.  Και  \ε^ει  εις  αυτούς,  Τίνος  είναι  η 
είκων  αύτη,  καϊ  η  εττι^ραφη ;  Αέ^ουν  εις  αύτον, 
Ύοϋ  Καίσαρος.  Τότε  λεγεί  εί»»^  αυτούς,  Άττοδόσετε 
ΧοιτΓον  εις  τον  Καίσαρα  τά  του  Καίσαρος,  καϊ  εις 
τον  Θεόν  τά  του  Θεοί).  Και  άκοΰσαντες  εθαύμα- 
σαν  καϊ  άφήσαντες  αύτον  άνεγώρησαν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  'ΑΓΙΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Έ,νναπτη, 

ΤΓ  ΤΡΙΕ,  Βεόμεθά  σου,  άφες  εις  τον  Χαόν  σου  τά 
τταρατΓτώματα  αυτών  ώστε  Βια  της  ττΧουσιο- 
τταρόχου  ά^αθότητός  σου  νά  ελευθερωθώμεν  άττό 
τά  Βεσμά  τών  αμαρτιών,  τάς  όττοίας  εττράξαμεν 
Βιά  την  άσθενειαν  ημών.  χάρισε  τούτο  εις  ημάς, 
ουράνιε  Πάτερ,  διά  τ?7ν  ά'^άττην  του  Ιησού  Χριστού, 
του  ευλογημένου  Κυρίου  καϊ  Σωτηρος  ημών. 
"Αμήν. 

Επιστολή.      Κολοσσ.  α  ,  3. 

^^ΤΧΑΡΙΣΤΟΤΜΕΝ    τον   Θεον    καϊ   Πατέρα   του 
Κυρίου  ημών  "Ιησού  Χριστού,   {ιτροσενχάμενοί 
188 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

ττάντοτε  8ιά  σας,  άκούσαντβς  την  ττίστίν  σα<;  €ί<; 
τον  Χριστον  ^Ιησοΰν,  καΐ  την  ά'^άττην  την  ττροζ 
δλους  τους  ά'γίονς,)  Βιά  την  βΧτΓίΒα  την  άττοταμί- 
βνμένην  8ιά  σας  €19  τους  ουρανούς•  την  όττοίαν 
ττροηκούσατβ  εις  τον  λόγον  τ^9  άΧηθβίας  του  βύ- 
α'γ'γβΧίου'  το  οττοΐον  ηΚθεν  βίς  €<τάς,  καθώς  καΐ  βίς 
δΧον  τον  κόσμον  καΐ  καρποφορεί,  καθώς  καΐ  εις 
€σάς,  αφ"  ης  ημέρας  ηκούσετζ,  καΐ  έ'^νωρίσβτε  την 
χάριν  του  θβοΟ  με  αληθείαν.  Καθώς  καΐ  εμάθετε 
άτΓο  τον  ^Ετταφρά,  τον  ά^αττητον  σύνΒουΧόν  μας, 
όστις  είναι  δίά  σας  ττιστος  διάκονος  του  Χρίστου* 
όστις  και  εφανέρωσεν  εΙς  ημάς  την  εν  ΥΙνεύματι 
ά^άττην  σας.  Αιά  τούτο  και  ημείς,  άφ^  ης  ημέρας 
ηκούσαμεν,  Βέν  τταύομεν  νά  ττροσευγωμεθα  Βια 
σας,  καΐ  να  εκζητώμεν  να  εμττΧησθήτε  άττο  την 
εττί'γνωσιν  του  ΒεΧηματός  του,  με  ττάσαν  σοφίαν, 
και  ττνευματικην  σύνεσιν  Βιά  να  ττεριττατήσετε 
άξίως  του  Κυρίου  εις  ττάσαν  άρέσκειαν,  καρττοφο- 
ροΰντες  εις  ττάν  ερ'γον  ά•^/αθον,  και  αυξανόμενοι. 
εΙς  την  εττί'γνωσιν  του  Θεοΰ'  ενΒυναμούμενοί 
με  ττάσαν  Βύναμιν,  κατά  το  κράτος  της  Βόξης  αυτού, 
εις  ττάσαν  ύττομονην  καΐ  μακροθυμίαν  μετά  χαράς• 
εύχαριστούντες  εις  τον  ΤΙατέρα,  όστις  μάς  εκαμεν 
ικανούς  νά  μεθέξωμεν  της  μερίΒος  του  κΧηρου  των 
ά'γίων  εις  το  φως. 

ΈναγγΐΚιον.      "Ματθ.  3".  18. 

Ρ^ΝΩ  εΧαΧούσεν  ό  ^Ιησούς  ταύτα  ττρος  τους  μα- 

θητάς    του  ^Ιωάννου,   ΙΒού,   άρχων  τις  ελθών 

€ΤΓροσκυνούσεν  αύτον,  λέγων,  "Οτι  η  ^υ'^/άτηρ  μου 

ετεΧεύτησεν  ηΒη'  άΧΧ^  εΧθέ,  βάΧε  την  χεΐρά   σου 

εττάνω    της,    καΐ    ^έΧει    ζήσει.     ΚαΙ    σηκωθείς    6 

Ιησούς  ηκοΧούθησεν  αύτον,  και  οι  μαθηταΐ  αύτον. 
ΚαΙ  ιΒού,  <^/υνή  αίμορ'ροούσα  ΒώΒεκα  ετη,  ττΧησιά- 
σασα  οττισθεν,  η^^ιζε  το  άκρον  τού  ιματίου  τον 
ύίότι  έ'λεγε  μέσα  εις  τον  εαυτόν  της,  Έαν  μόνον 
ε'Υ'γίξω  το  Ιμάτιόν  του,  ^έΧω  σωθή.  Έττιστρα- 
φείς  Βέ  6  ^Ιησούς,   και  ιΒών   αυτήν,    είττεν,  "Εχε 

189 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

θάρρος,  3^ν<γατβρ'  η  'ττίστί'ς  σον  σε  έ'σωσε.  ΚαΙ 
έσώθη  ή  <γννη  άττο  έκείνην  την  ώραν.  "Οτε  δε  ο 
^1ησον<;  ηλθεν  εις  την  οίκίαν  του  άρ'χ^οντος,  καΧ  ϊΒβ 
τους  αύΧητάς  και  τον  6'χΧον,  οτιησαν  €19  Β^όρυβον, 
λέγεί  εΐ?  αυτούς,  Αναχωρείτε*  Ζιότί  δει/  άττέθανε 
το  κοράσιον,  άλλα  κοιμάται.  Και  β'πβρί'^ζλ,ουσαν 
αυτόν.  Αφοΰ  δε  υ  6χ\ος  έξββΧήθη,  είσέΧθών  εττι- 
ασε  την  χ^ΐρά  της'  και  έσηκώθη  το  κοράσιον. 
Και  8ΐ€8όθη  ή  φήμη  αντη  εΐ9  'ό\ην  βκείνην  την 
ιγήν. 

— ♦— 

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΆΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Συναπτή. 

Λ  ΙΕΓΕΙΡΕ,  δβόμβθά  σου,  Κύριβ,  τά?  καρΒίας  του 
ΤΓ ιστού  Χαοϋ  σου '  ώστε,  καρττοψοροΰντες  άφθο- 
νως  €ρ^α  κα\ά,  να  άντιβραββυθώσι  καΐ  άφθονως 
τταρα  σοΰ'  δια  'ίησοϋ  Χριστού  του  Κυρίου  ήμων, 
"Αμήν. 

\ντι  ΈτΓίστολ^Γ.      'ΐΐρίμ.  κγ  .  5. 

ΤΔΟΤ,  βρ'χονται  ήμέραι,  λέγε^  6  Κύριος,  οτε  ^ε- 
λω  άνε'γβίρβι  εις  τον  ΑαβΙΒ  βΧαστόν  δίκαιον 
και  βασιλεύς  3^ε\ει  βασιλεύσει,  και  ευημερήσει, 
και  εκτεΧεσει  κρίσιν  καΐ  Βικαιοσύνην  εττάνω  εις 
την  <γήν.  Ε 19  τά9  ημέρας  αύτοΰ  -^ελει  σωθή  ο 
^ΙούΒας,  καΐ  ο^ΙσραήΧ  3^έΧει  κατοικήσει  άσφαΧώς' 
καΐ  τούτο  είναι  το  όνομα  αυτού  με  το  όττοΐον  .δ^ελεί^ 
ονομασθή,  Ό  ΚΥΡΙΟΣ  Ή  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ  ΜΑΣ.  Αΐά 
τούτο,  ιΒού,  ερ'χονται  ήμεραι,  Χε^ει  6  Κύριος,  οτ€ 
Βεν  3^έΧουν  είττεΐ  ττΧέον,  Ζη  6  Κύριος,  όστις  άνη- 
^α^ε  τους  υιούς  τού^ΙσραήΧ  αττο  την  ^ήν  της  Αΐ'^υ- 
•πτου'  άΧΧά,  Ζη  6  Κύριος,  όστις  άνή'γα'γε  και  ώΒή~ 
'γησε  το  σττερμα  τού  οϊκου  τού  ^ΙσραήΧ  άττο  τον 
τότΓον  τού  βορρά,  και  άττο  οΧους  τους  τοττονς 
δτΓου  τους  είγα  Βιώξεί'  καΐ  Β^έΧουν  κατοικήσει  €ί? 
την  ΙΒικήν  των  ηήν. 
190 


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΙΚΟΣΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  ΑΠΑΝ  ΤΡΙΑΔΑ. 

Εΰαγγίλίοι/.       Ιωάνν.  γ  .  5. 

■^ΗΚΩΣΑΣ  λθί.7Γον  6  ^Ιησον^  τους  οφθαλμούς,  και 
ιΒών  ΟΤΙ  'έρ-χβταί  €49  αύτον  ττοΧύς  ο-χΧος,  λε- 
<γ€ΐ  €49  τον  ΦίλίΤΓΤΓον,  Πόθβν  3^έ\ομ€ν  υτ^οράσζΐ 
αρτου9,  δίά  να  φά^ωσιν  ούτοι;  ("Ελεγβ  δε  τοντο 
Βοκιμάζων  αυτόν  8ίότι  αύτος  ηξ^νρβ  τι  βμβΧλβ  να 
κάμτ].)  τίτΓβκρίθη  €ΐς  αύτον  ό  ΦίλίΤΓΤΓος•,  διακο- 
σίων Βηναρίων  άρτοι  δεν  βίναι  άρκζτοΧ  βίς  αυτούς, 
δίά  να  Χάβτ)  οΧί^ον  τι  έκαστος  αυτών.  Αέ'γβι  βίς 
αύτον  βίς  έκ  των  μαθητών  του,  Άνδρεα9  ό  άΒβΧφος 
του  Σίμωνος  ΤΙβτρου,  ΚΙναι  εδω  εν  παιΒάριον,  το 
οτΓοΐον  έ'χε6  ττεντε  άρτους  κρίθινους,  καΐ  Βύο  οψά- 
ρια'  ττΧην  ταύτα  τι  €ΐναι  ττρος  τοσούτους;  ΚαΙ 
6  ^Ϊ7]σοΰς  είττε,  Κάμ€Τ€  τους  ανθρώπους  να  καθή- 
σωσιν.       Ητον  δε  'χόρτος    ττοΧύς    €ΐς    τον    τόττον. 

Έ,κάθησαν  Χοιττον  οι  άνΒρβς,  τον  αριθμόν  βως  ττεν- 
τακισ'χ^ίΧιοι.  Και  βΧαββ  τους  άρτους  6  ^Ιησούς, 
καΐ  €.ύγαριστησας  Βιεμοίρασ^ν  εις  τους  μαθητάς, 
οι  Ββ  μαθηταΐ  εΙς  τους  καθήμενους•  ομοίως  καΐ  άττο 
τα  οψάρια,  όσον  ηθεΧαν.  Και  αφού  ε-χορτάσθη^ 
σαν,  λ,εγει  εΐ9  τους  μαθητάς  του,  Συνάξετε  τα 
Ίτερισσεύσαντα  κομμάτια,  Βιά  νά  μη  ^(αθ^  τίττοτς. 

Εσύναξαν  Χοιττον  αυτά,  και  ε^γέμισαν  ΒώΒεκα 
κοφίνους  άττο  τα  κομμάτια  εκ  τών  ττεντε  άρτων 
τών  κρίθινων,  τά  οττοϊα  εττερίσσευσαν  εις  τους  φα- 
ίνοντας. ΚαΙ  οτε  ϊΒαν  οι  άνθρωττοι  το  Βαύμα  το 
οτΓοΐον  6  ^Ιησούς  εκαμεν,  έλεγαν,  "Οτι  ούτος  είναι 
αληθινά  ο  ΥΙροφήτης,  όστις  εμεΧλε  νά  ελθη  εις 
τον  κόσμον. 

Εάν  ηναί  πΚΐΐότΐραι  ΚνριακαΙ  πριν  της  Πρώτη:  Κυριακή: 
της  ΊΙαρονσίας,  η  Ακολουθία  τινών  άπο  τας  Κυριακας^ 
αιτιν(ς  αφίθησαν  μΐτα  τά  Επιφάνια,  3ΐ\(ΐ  Χαμβάνεσθαι 
€ΐί  αναπληρωσιν  τών  ενταύθα  ίλΧίίπουσών  ΐάν  δβ  ηναι 
ολίγώτίραί,  αΙ  πΐρισσΐΰουσαι  (μπορούν  νά  αφίνωνται•  η 
τίλίυται'α  όμως  αυτή  2υναπτη,  ^Επιστολή,  κα\  Ευαγγίλιον 
Ίτρεπα  πάντοτε  να  αναγινώσκωνται  την  Κυριακην  την  αα€- 
σως  πρ\ν  της  ιτρώτης  Κυριακής  της  ΤΙαρονσΐας. 

191 


ΤΟΥ  Άγιου  Άνδρεα. 

ΣννατΓτη. 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  δστις  βΒωκες  βί^  τον  Ιερόν 
σου  \τΓΟστο\ον,  "λ'•^ίον  Άνδρεαν,  τοιαντην  χά- 
ριν,  ώστε,  7Γροθύμω<;  ύττακούσας  εΙς  την  ττρόσκΧη- 
σιν  του  Ύίοΰ  σου  'ίησοΰ  άριστου,  ήκοΧούθησβν 
αύτον  χωρΙ<;  άναβο\ην,  Χάρισε  είς  ήμα^  οΧους, 
ωστ€,  ττροσκΧηθέντες  υττό  του  ^ε/ου  σου  Λόγου,  νά 
τταραΒώσωμεν  βύθύς  τον  εαυτόν  μας  εΐ9  ενττειθή 
εκτελ,εσυν  των  άγ/ων  σου  βντοΧων  δια  του  αυτού 
^Ιησου  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

ΈτΓίστολτ;.      'Ρωμ.  ι.  9. 

ρΆΝ  6μο\ο<γησης  μβ  το  στόμα  σου  τον  Κύριον 
'ίησοΰν,  καΐ  τηστεύστί'ζ  μέσα  εις  την  καρ8ίαν 
σου  οτί  ό  Θε09  άνεστησεν  αυτόν  εκ  νεκρών,  ^€λεί? 
σωθη.  Αίότί  με  την  καρ8ίαν  γίνεται  ττίστις  εΙς 
8ίκαίοσύνην'  καΐ  με  το  στόμα  '^/ίνεται  όμο\ο<^ία 
εις  σωτηρίαν.  Αίότί  λεγε^  ή  ^ραφη,  ΤΙάς  όστις 
τηστεύεί  εΙς  αυτόν,  δεν  ,^ελβί.  καταισ'χυνθη.  Έττεί- 
δ>7  δεν  είναι  Βιαφορά  ^ΙουΒαίου  καΐ  "Έ^ΧΚ-ηνος• 
Ζιότι  ό  αυτός  Κύριος  είναι  δ\ων,  καΐ  είναι  ττ'λού- 
σιος  εΙς  οΧους  τους  εττ ι κα\ου μένους  αυτόν.  Αιότι 
ττας  όστις  εττικαΧεσθη  το  Ονομα  του  Κυρίου,  ^έλεί 
σωθη.  ΥΙώς  Χοιττόν  Β^ελουν  εττικαΧεσθή  εκείνον, 
€49  τον  ότΓοΐον  δεν  εττίστευσαν;  καΐ  ττώς  3^έ\ουν 
•πιστεύσει  εΙς  εκείνον,  ττερί  του  οποίου  δεν  ηκου- 
σαν ;  καΐ  ττώς  Β^εΧουν  ακούσει  'χωρίς  κήρυκα; 
καΐ  ττώς  Β^ελουν  κηρύξει,  εάν  δεν  άττοσταΧώσι; 
Καθώς  είναι  <^ε<^ραμμενον,  Πόσον  εΖναι  ωραίοι  οι 
•πόΒες  εκείνων,  οϊτινες  κηρύττουν  το  εύα^^έΧιον 
της  ειρήνης,  οΐτινες  εύα'γ'γεΧίζουν  τα  ά<γαθά  !  Άλλα 
δεν  ύττήκουσαν  οΧοι  εΙς  τό  εύαιγ^έΧιον  8ιοτι  6 
^Άσαίας  \ε<γει.  Κύριε,  τις  εττίστευσεν  εις  τό  κή- 
ρυγμα ημών;  Ή  ττίστις  Χοιττόν  είναι  εξ  ακροά- 
σεως" ή  δε  άκρόασις,  Βιά  του  \ό<^ου  του  Θεοί). 
192 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΘΩΜΑ   ΤΟΥ   ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. 

Λέγω  ομω'ζ,  Μ?;  ττως•  Ββνηκονσαν;  ΜάΧιστα  βίς 
6\ην  την  ^ήν  εξηΧθβν  η  φωνή  αύτων,  και  €/?  τα 
ΎΓζρατα  της  οίκονμβνης  οΐ  Χό^οί  αυτών.  Αέ<γω 
όμως,  ]\Ι?;  ττως  δεν  Ι'^/νώρίσβν  6  ^\<τραηΚ;  Τίρώτος 
6  Μωύσήί;  λε'γβί,  Έγώ  ^ΙΧω  σας  τταροξύνβο  €ίς 
ζηΧοτυττίαν  δί'  εκείνων  οϊτίνες  δεν  εΤναι,  βθνος,  καΐ 
8ίά  μέσου  ασύνετου  έθνους  3^έ\ω  σας  τταρορ^ίσει. 
Ο  δε  '\\σαίας  άττοτοΧμα  καΐ  λεγεί,  Έύρέθΐ]ν  άττο 
εκείνους  οίτινες  δεν  με  εζητοΰσαν,  εφανερώθην  εις 
εκείνους  οΐτινες  ττερί  εμού  δεν  ερωτούσαν.  ΙΙρος 
δε  τον  ^ΙσραηΧ  λεγεί,  "Ολτ^ν  την  ημεραν  είχα  εζη- 
ΊτΧωμενας  τας  'χ^εΐράς  μου  ττρος  λαόν  άττειθοΰντα 
καΐ  άντιΚε^οντα. 

Εύαγγίλιον.       Ματ5.  δ'.  18. 

ΤΤΕΡΙΠΑΤίΙΝ  δε  6  ^Ιησούς  ττΧησίον  εΙς  την  ^ά- 
\ασσαν  της  ΥαΧιΧαίας,  Ι'δε  δύο  άΒε\φούς, 
Σίμωνα  τον  \ε<^όμενον  ΐίετρον,  καΐ  ΑνΒρεαν  τον 
αδελφόν  αύτοΰ,  ρίτττοντας  Βίκτυον  εις  την  Β^αλασ- 
σαν  Βίότί  ήσαν  αΚίεΐς.  ΚαΙ  λεγεί.  ελ?  αυτούς, ' 
"Ελθετε  οττίσω  μου,  καϊ  3^εΧω  σας  κάμει,  άΧοεΐς 
των  άνθρώττων.  ΚαΙ  εκείνοι,  άφήσαντες  ευθύς  τά 
Βίκτυα,  ηκοΧούθησαν  αυτόν.  ΚαΙ,  ττρο'χωρήσας 
εκείθεν,  ϊΒεν  άΧΧους  Βύο  άΒεΧφούς,  Ιάκωβον  τον 
νΐον  του  ΖεβεΒαίου,  καΐ  Ίωάνντιν  τον  άΒεΧφον  αύ- 
τοΰ, μέσα  εΙς  το  ττΧοΐον  ομού  με  τον  ΖεβεΒαΐον 
τον  ττατέρα  των,  Βιορθόνοντας  τά  Βίκτυά  των  καϊ 
εκάΧεσεν  αυτούς.  Καϊ  εκείνοι,  άφήσαντες  ευθύς 
το  ττΧοΐον  καϊ  τον  ττατέρα  των,  ηκοΧούθησαν  αυτόν. 


ΤΟΥ  Άγιου  θί2ΜΑ  του  Αποστόλου. 

Συναπτή, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καϊ  αΙώνιε  Θεε,  όστις,  Βιά  με- 
'•/αΧητέραν  εττιβεβαίωσιν  της  "πίστεως,  ε'συγ- 
Χ^^Ρησες  νά  άμφιβάΧη  6  ιερός  σου  ^ΑττόστοΧος 
Θω^α9  €49  την  άνάστασιν  του  Ύίοΰ  σου,  'Κάρισε 
€ί•9  ημάς  νά  ττιστεύωμεν  εις  τον  Ύίόν  σου  ^Ιησονν 
κ 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ   θί2ΜΑ   ΤΟΥ   ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. 

Χ-ροστον  οντω  βντεΧώς  και  άΒιστάκτως,  ώστε  ή 
ττίστις  ημών  να  μην  βλβγχ^^  ττοτέ  βνώττιόν  σον. 
Εισάκουσε  μας,  Κνρι,β,  Βι,ά  του  αυτοΰ  ^Ιησου 
"Κριστοΰ•  €ΐ<{  τον  οττοΐον,  μετά.  σου  καΐ  του  Άγ/ον 
Ώνεύματος,  &ϊη  ττασα  τιμή  καΐ  ζόξα,  νυν  και  άβΐ, 
καΐ  669  τους  αίώνα<;  των  αιώνων.     Αμήν. 

ΈτΓοστοΚη.      Έφβσ.  β'.  19. 

Λ  ΟΙΠΟΝ  δεν  βϊσθε  ττλβον  ξβνοι  και  "πάροικοι, 
άΧλά  συμτΓθ\ΐται  των  άγ/ων,  και  οικείοι  του 
θεοΰ'  €7ΓθΐκοΒομ7]θέντε<ί  εττάνω  εις  το  3^εμε\ιον 
των  Άττοστόλων  καΐ  των  Ώροφητών,  οντος  ακρο- 
γωνιαίου Χίθου  αυτού  τοΰ  ^Ιησοΰ  άριστου"  εις  τον 
οποίον  ο\η  η  οικοΒομη  σνναρμοΧο^ουμβνη  αυξάνε- 
ται εις  ναον  α<γιον  εις  τον  Κύριον  εις  τον  υττοϊον 
καΐ  σεις  συνοικοΒομεΐσθε,  εις  κατοικητήριον  τοΰ 
ΘεοΟ  8ιά  τοΰ  Πνεύματος. 

Έναγγίλιον.      'ΐωάνν.  κ'.  24. 

ΟίΙΜΑΣ  δέ,  εις  εκ  των  ΒώΒεκα,  6  \ε^όμ€νος  Αί8υ- 
μος,  Βεν  ητον  με  αυτούς  δτε  ηλθεν  6  ^Ιησοΰς, 
"Ελεγαν  Χοιττον  εις  αύτον  οΐ  άΧλοι  μαθηταΐ,  "Ιδα- 
μεν  τον  Κύριον.  ^Εκείνος  όμως  εϊττεν  εις  αυτούς, 
Έαν  δεν  Ι'δω  ει•,  τάς  'χ^ειράς  του  τον  τύττον  των 
-^λων,  καϊ  βά\ω  τον  ΒάκτυΧόν  μου  εις  τον  τύττον 
των  ήλων,  καϊ  βά\ω  την  χεΐρά  μου  εις  την  ττΧευ- 
ράν  αυτού,  δεν  ^ελω  ττιστεύσει.  Και  μεθ*  ημέρας 
οκτώ,  ττάΧιν  ήσαν  μέσα  οι  μαθηται  αυτού,  και  6 
Θωμάς  με  αυτούς.  "Εργ^εται  ό^ίησοΰς  ενω  αϊ  Β^ύραι 
ήσαν  κβκΧεισμέναι,  καϊ  εστάθη  εις  το  μέσον,  καϊ 
εϊττεν,  Ειρήνη  εΙς  εσάς.  "Εττειτα  λέγεί  669  τον 
Όωμάν,  Φβρε  τον  ΒάκτυΧόν  σον  εδώ,  και  ι8ε  τάς 
γ^εΐράς  μου•  καΐ  φέρε  την  χεΐρά  σου,  καϊ  βάΧε  εις 
την  ττΧευττάν  μου•  και  μή  γ/νοι»  άττιστος,  αλλά 
ττιστός.  Καϊ  άττεκρίθη  6  Θωμάς  καϊ  εϊττεν  εις 
αύτον,  Ό  Κύριος  μου,  καϊ  6  θεός  μου.  Λεγεί  669 
αύτον  ό  ^Ιησούς,  ^ΕττειΒή  με  ϊδες,  Θωμά,  εττίστευ- 
σες'  μακάριοι  όσοι  δεν  με  Ϊ8αν,  καϊ  εττίστευσαν, 
194 


Η   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ   ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ   ΠΑΥΛΟΥ. 

Και  άΧλα  ττοΧλα  θαύματα  €καμ€ν  6  ^1ησον<!  €νώ- 
ΤΓίομ  των  μαθητών  του,  τά  οττοΐα  δέν*  βιναί  '^ξ.ηραμ- 
μένα  βίς  το  βιβ'λίον  τούτο.  Ύαυτα  δέ  ^Ύράφθησαν, 
Βιά  να  7Γΐστ€ύσ€Τ€  ότι  6  ϊησοΰ<;  €ίναί  ο  άριστος  ο 
Τί09  του  Θβοΰ,  καΐ  τηστεύοντζς  να  έ'χβτβ  ζωην  Βιά 
του  ονόματος  αυτού. 

Ή  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ  ΤΟΥ  Άγιου  παυλου. 

'Συναπτη, 

ΟΕΕ,  οστΐ9,  Βιά  τού  κηρΰ'^ματος  τού  μακαρίου 
ΆτΓοστόλου  Άγιου  Παύλοι^,  έκαμες  το  φως  τού 
Έύα'γ'γέλ,ίου  νά  Χάμ^ΐττ)  Βιά  ττάσης  της  οικουμένης, 
"Κάρισε  βίς  ημάς,  Βεόμεθά  σου,  ώστβ,  βνθυμονμβνοι, 
την  3αυμαστην  αυτού  βττοστροφην,  νά  άττοΒίΒωμβν 
ττρος  σε  την  ΰττερ  ταύτης  εύ-χαριστίαν  ημών,  άκο- 
Χουθούντβς  την  ύττ  αυτού  κηρυγθύσαν  ^ζίαν  ΒιΒα- 
σκαΧίαν  Βιά  Ί?;σοΟ  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών. 
^λμην. 

Άΐ'τι  Έπιστολ^ί.      ΤΙράζ.  /9  .  1. 

Ι^ΑΙ  ό  ΣαύΧος,  βτι  ττνέων  άττβιλάς  καΐ  φόνους 
εναντίον  των  μαθητών  τού  Κυρίου,  ηΧθε  ττρός 
τον  άρ'χ^ιβρβα,  και  έζήτησβ  τταρ  αυτού  έττιστοΧάς 
€ΐς  Ααμασκόν  ττρός  τάς  συνα'^ω'γάς'  ώστβ,  εάν  εΰρτ} 
τινάς  οΧτινες  νά  ηναι  της  αίρβσίως  ταύτης,  νά 
φέρτ)  αυτούς  ΒβΒβμένους,  άνΒρας  καΐ  ηυναΐκας,  βίς 
την  'λβρουσαΧήμ.  Ένώ  δε  ττη^αίνων  βττΧησίαζεν 
βίς  την  Ααμασκόν,  εξαίφνης  ηστραψε  τρί'^ύρω  του 
φο}ς  άτΓΟ  τον  ούρανόν.  ΚαΙ  ττεσών  εις  την  <γήν, 
■ηκουσε  φωνην  Χέ^ουσαν  εις  αυτόν,  ΣαούΧ,  ΣαούΧ, 
Βιά  τι  με  Βιώκεις;  ΚαΙ  είττε,  ΥΙοΐος  είσαι,  Κύριε; 
ΚαΙ  ό  Κύριος  ε'ττεν,  Έγώ  είμαι  ό  ^Ιησούς,  τον  όττοΐον 
συ  Βιώκεις'  σκΧηρόν  σε  είναι  νά  Χακτίζης  εναντίον 
€ίς  κέντρα.  Και  εκεινθ9,  τρέμων  και  έκθαμβος, 
αττε.  Κύριε,  τι  ^έΧεις  νά  κάμω;  Και  ό  Κύριος 
€47Γ€ν  εΐ?  αυτόν,  Σήκω,  καΐ  εμβα  εις  τ-ην  ττόΧιν, 
και  ^έΧει  σε  ΧαΧηθη  τι  ττρέττει  νά  κάμης.  Οι  δε 
κ  2 


Η  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ   ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΠΑΥΛΟΥ. 

άνΒρ€ς  οι  συνοΒεύοντβς  αυτόν  €στέκοντο  αφωνοί, 
άκονοντβζ  μεν  την  φωνην,  μη  βΧέττοντβς  όμως  καν- 
ένα. ΚαΙ  6  Σαΰ'λ,ος  Ισηκώθη  άττο  την  ^/ήν  καΐ 
άφοΰ  ηνοίγβησαν  οι  οφθαΧμοΙ  αύτον,  δεν  ββΧβττε 
κανβνα'  καΐ  'χ^£ΐ,ρα<^ω^οΰντε'ζ  αύτον  βφεραν  εΙς  την 
Ααμασκόν.  ΚαΙ  ητον  τρεις  ημέρας  χωρίς  να  βΧέ- 
ττη '  κα\  δεν  εφα^εν,  ουδέ  εττιε.  ^Ιϊτον  δε  τοζ 
μαθητής  εΙς  την  Ααμασκόν  το  όνομα  \νανίας,  καΐ 
εΐΊτεν  εΙς  αύτον  ό  Κύριος  δί-'  οράματος,  ^Ανανία. 
ΚαΙ  εκείνος  είττεν,  Ιδού  ε'γώ,  Κύριε.  ΚαΙ  ο  Κύριος 
€ΐ7Γεν  εΙς  αύτον.  Σήκω  καΐ  ντταηε  εΙς  την  6Β6ν  την 
ονομαζομένην  Ευθείαν,  καΐ  ζήτησε  εις  την  οΐκίαν 
τον  Ίουδα  ΣαΰΧον  τίνα  ονομαζόμενον,  εκ  της  Ταρ- 
σού" Ζιότι,  ιδού,  ττροσεύχεταΐ'  και  Ϊ8ε  Βι  οράμα- 
τος άνθρωττόν  τίνα,  \νανίαν  το  όνομα,  δτι  εΙσήΧθε, 
και  εθεσεν  εττάνω  του  την  χεΐρα,  Βιά  νά  άναβΧε-^τ]. 
^Αττεκρίθη  8ε  6  Ανανίας,  Κύριε,  ήκονσα  άττο  ττοΧ- 
Χούς  ττερί  του  άνΒρος  τούτον,  ττόσα  κακά  εκαμεν 
εις  τους  ά<γίονς  σον  εις  την  'λερουσαΧήμ'  και  εδω 
έ'χβί.  εξονσίαν  άττο  τους  αρχιερείς,  νά  8έση  οΧους 
τους  εττικαΧον μένους  το  ονομά  σον.  Είττε  δε  ττρος 
αύτον  6  Κύριος,  "Ύττα^γε•  Βιότι  οντος  είναι  σκεύος 
εκΧεκτον  εις  εμε,  Βιά  νά  βαστάση  το  ονομά  μου 
ενώτΓίον  εθνών,  καΐ  βασιλέων,  και  των  υιών  του 
^ΙσραήΧ'  Βιότι  ε^ώ  3^έΧω  Βείξει  εις  αύτον  οσα 
Ίτρέττει  νά  ττάθη  Βιά  το  ονομά  μον.  'Τττ/^γε  δε  ό 
Ανανίας  και  εισήΧθεν  εις  την  οΐκίαν  καΐ  εττιθέσας 
εις  αύτον  τάς  χείρας  τον,  ειττε,  ΣαούΧ  άΒεΧφε,  6 
Κύριος  με  άττέστειΧεν,  6  ^Ιησούς  όστις  εφάνη  εις 
σε  εις  τον  Βρόμον  τον  οττοΐον  ήρχουσουν,  Βιά  νά 
άναβλέψης  και  νά  ττΧησθής  άττο  ΐΐνεύμα  'Α^γιον. 
Καϊ  ευθύς  εττεσαν  άττο  τους  οφθαΧμούς  του  ωσάν 
Χέττη,  καϊ  άνέβΧεψε  ττάραυτα•  καϊ  σηκωθείς  εβα- 
τττίσθη.  Κα\  αφού  εΧαβε  τροφήν,  εΒυναμώθη. 
Τότε  6  ΣαύΧος  εστάθη  ημέρας  τινάς  με  τους  εν 
Ααμασκω  μαθητάς.  ΚαΙ  ευθύς  εκήρυττεν  εις  τάς 
συνα'^ω'^άς  τον  ϋριστον,  οτι  αύτος  είναι  6  Ύίος  του 
Θεού, 

196 


ο   Κ.\ΘΑΡΙΣΜ02   ΤΗΣ   ΑΓΙΑΣ    ΠΑΡΘΕΝΟΥ   ΜΑΡΙΑΣ. 
Έναγγίλιον.      Ματθ,  ι$'.  27. 

*Γ\  ΠΕΤΡΟΣ  άτΓβκρίθη  καΐ  βίττεν  £Ϊ9  τον  ^Ιησονν, 
Ιδού,  ημβΐς  άφηκαμ,βν  ο\α,  και  σε  ηκοΚουθή- 
σαμ€ν'  τι  Χοίττον  3^€\€ί  βίσθαί  εις  7]μάς ;  ΚαΙ  6 
^Ιησούς  βΙτΓβν  βίς  αντονς,  Βέβαια  σας  λ,εγω,  οτϋ 
σ€Ϊ<ζ  οΐ  άκοΧονθήσαντές  μ€,  εΙς  την  τταλιγγει/εσ/αν, 
όταν  καθήστ]  6  Ύίος  του  \νθρώ•που  ε'ττάνω  εί9  τον 
Β^ρόνον  τή<;  ζόξης  του,  θέλετε  καθήσβί  καΐ  σε?9 
έττάνω  €49  δώδεΛτα•  3^ρόνους,  κρίνοντβς  τάς  δώδεκα 
φυΧάς  του  ΙσραήΧ.  Και  7Γα9  όστις  άφηκβν  οικίας, 
η  αδελφου9,  τ)  άΒέΧφάς,  -ί)  ττατέρα,  η  μητέρα,  η 
'γυναΐκα,  η  τέκνα,  η  α-^ρούς,  δίά  το  ονομά  μου, 
€κατοντα7Γ\άσία  Β^έΧβί  Χάββι,  καΐ  -^ελει  κΧηρονο- 
μησ€ΐ  ζωην  αΐώνιον.  ΥΙοΧΧοΧ  όμως  ττρωτοί  ΒέΧουν 
^/ίν€ί  βσγατοί'  καΧ  'ύσ'χατοί,  πρώτοι. 


Ή   ΥΠΑΠΑΝΤΗ,   η  Ή   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΙΣ   ΤΟΥ   ΧΡΙΣΤΟΥ   ΕΙΣ 

ΤΟΝ    ΝΑΟΝ'    κοινώς  καΚουμίνη, 

Ό  ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ  ΤΗΣ  ΑΠΑΣ  ΠΑΡΘΕΝΟΥ  ΜΑΡΙΑΣ. 

Έ,νναπτη, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεέ,  ταιτεινως  δεό- 
μβθα  της  σης  μβ'^αΧβιότητος,  ώστε,  καθώς  6 
Μονογενής  σου  Ύίος  βτταρουσιάσθη  την  ήμέραν 
ταύτην  €49  τον  ναον  μβ  την  ουσίαν  της  σαρκός 
ημών,  οΰτω  να  τταρουσιασθώμβν  ένώττιόν  σου  με 
άηνάς  καΐ  καθαρας  καρΒίας•  Βιά  του  αυτοΰ  Ύΐοϋ 
σου,  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

Α,ντϊ   ΈπιστοΚης.      Μαλα;^.  "γ' .  1. 

ΤΔΟΤ,  εγώ  άττοστέΧΧω  τον  ά-γ'γεΧόν  μου,  καΐ 
ΒέΧει  κατασκευάσεί  τον  Βρόμον  εμττροσθέν  μου' 
καΐ  6  Κύριος,  τον  όττοΐον  σεις  ζητείτε,  εξαίφνης 
Β^έΧει  εΧθεΐ  εΙς  τον  ναόν  του,  ναι,  6  Άγγελθ9  της 
διαθήκης,  τον  οττοΐον  σεις  3έΧετε'  ιΒού,  έρχεται, 
λε'γει  6  Κύριος  των  Βυνάμεων.     Άλλα  τις  Βύναταο 

197 


ο    ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ   ΤΗΣ   ΑΓΙΑΣ   ΠΑΡΘΕΝΟΥ  ΜΑΡΙΑΣ. 

να  υττομβίντ]  την  ημβραν  τη<;  βΧβύσβώς  του;  καΐ 
τις  δύναται  να  σταθγι  βίς  την  τταρουσίαν  του;  δίότί 
αυτός  βίναί  ώ?  ττΰρ  'χωνβυτοΰ,  καΐ  ως  σμί<^μα  ηνα- 
φέως.  ΚαΙ  3-ε\€ί  καθήσβί  ώς  6  'χωνενων  καΐ  κα- 
θαρίζων  το  άρ^/νριον  καΐ  3^€\€ί  καθαρίσβι  τους 
υιούς  του  Λβυί',  καΐ  Β-βΚβί  στραη'-^ίσξ.ι  αυτούς  ώς  το 
'χ^ρυσίον  καΐ  το  άρ^ύρίον  και  ^ίΧουν  ττροσφερει 
βίς  τον  Κύριον  ττροσφοράν  με  8ικαιοσύνην.  Τότε 
η  ττροσφορα  του  Ιούδα,  καΐ  της  '\ερουσα\ημ  Β^εΚεν 
εισθαι  αρεστή  εις  τον  Υ^.ύριον,  καθώς  εις  τάς  ημέ- 
ρας τάς  άργαίας,  και  καθώς  εις  τα  ιτροΧαβόντα 
€τη.  ΚαΙ  Βέ\ω  ΊτΚησιάσει,  ττρος  εσάς  8ια  κρίσιν* 
και  Β^έΧω  εισθαι  μάρτυς  σττεύδων  εναντίον  εις 
τους  μά<γους,  καΐ  εναντίον  εις  τους  μοί'χούς,  καΐ 
εναντίον  εις  τους  εττιόρκους,  καΐ  εναντίον  εις  τους 
άττοστεροΰντας  τον  μισθον  του  μισθωτού,  εις  τους 
καταδυναστεύοντας  την  'χ^ηραν  και  τον  ορφανον, 
καΐ  εις  τους  άΒικοΰντας  τον  ξένον,  και  εις  τους  μη 
φοβούμενους  με,  \έ<γει  6  Κύριος  των  δυνάμεων. 

Είαγγελιοι/.       Α.ουΚ:,  β .  22. 

ΤΓ  ΑΙ  αφού  εσυμττΧηρώθησαν  αί  ημέραι  τού  καθα- 
ρισμού της,  κατά  τον  νόμον  τού  Μωύσέως, 
ανέβασαν  αύτον  εις  τα  ΊεροσόΧυμα,  δια  νά  τον 
Ίταραστήσωσιν  εις  τον  Κύριον  {καθώς  είναι  γβ- 
Ύραμμένον  εις  τον  νόμον  τού  Κυρίου,  "Οτι  ττάν 
άρσενίκον  διανοΐ^ον  την  μήτραν,  Β^έΧει,  καΧεσθή 
α<γιον  εις  τον  Κύριον) '  και  δια  νά  ττροσφέρωσο 
^υσίαν,  κατά  το  είρημένον  εΙς  τον  νόμον  του 
Κυρίου,  ζεύγος  τρυγόνων,  η  δύο  μικρά  περιστέρια. 
Και  ιδού,  ητον  άνθρωπος  τις  εΙς  την  ΊερουσαΧημ, 
το  όνομα  αυτού  Συμεών  και  6  άνθρωπος  ούτος 
ητον  δίκαιος  καΐ  εύΧαβης,  καΐ  εττρόσμενε  τταρη- 
'γοριαν  τού  ^ΙσραηΧ•  καΐ  ΤΙνεύμα  "Α^γιον  ητον  επά- 
νω του.  Και  ητον  εις  αύτον  άποκεκαΧυμμένον 
άπο  το  Πνεύμα  το  "Α<γιον,  δτι  δεν  ηθεΧεν  ιδεί  θά- 
νατον, πριν  ϊδ-ρ  τον  Χριστον  τού  Κυρίου.  ΚαΙ 
ηΧθε  διά  τού  Πνεύματος  εις  το  ιερόν  καΐ  δτε  οι 
198 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΜΑΤΘΙΑ. 

(γονβΐς  βμβασαν  το  τταώίον  ^Ιησοΰν,  8ιά  να  κάμωσί 
ΐΓ€ρϊ  αυτού  κατά  την  συνηθ^ι,αν  του  νόμου,  τότε 
ίΒβγθη  αυτό  €49  τάί  ά<γκαλα<;  του,  καΐ  εΒόξασβ  τον 
Θεον,  καΐ  εΐττβ,  Τώρα,  Κύριε,  άττοΧύβις  τον  8ού\όν 
σου  με  είρήνην,  κατά  τον  \όηον  σου'  Βιότί  Ϊ8αν  οι 
οφθαλμοί  μου  την  σωτηρίαν  σου,  την  όττοίαν  ητοί- 
μασες  κατά  ττρόσωττον  όλων  των  Χαών  φως,  8ια 
να  φωτίστ)  τά  έθνη,  καΐ  Βόζαν  του  Χαοΰ  σου 
^ΙσραήΧ.  ΚαΙ  ό  ^Ιωσηφ  καΐ  ή  μήτηρ  αύτοΰ  εθαύ- 
μαζαν  Βιά  τά  \ε<γόμενα  ττερί  αύτοΰ.  ΚαΙ  ηύ\ό<^'η~ 
σεν  αύτού<;  ό  Συμεών,  καΐ  είττε  7Γρ6<;  την  Μαριάμ 
την  μητέρα  του.  Ιδού,  ούτος  κείται  8ιά  τττώσιν 
και  άνάστασιν  ττοΧλών  εις  τον  ^ΙσραηΧ,  καΐ  Βιά 
σ^μεΐον  άντίλβγό/χενον  {καΐ  σου  8ε  αύτης  την 
ψ^χην  ρομφαία  3^εΧει  Βιαττεράσεΐ')  Βιά  νά  άνα- 
καλυφθώσι  ΒιαΧο^ισμοΙ  αϊτό  ττοΧΧάς  καρΒίας. 
Κοί  ητόν  τις  "Αννα  ττροφήτισσα,  Β^υ^άτηρ  του  Φα- 
νοιηΧ,  εκ  της  φυλής  \σηρ,  [αΰτη  ητον  ττροβεβη- 
κυία  ττοΧΧά  εις  ηΧικίαν,)  ήτις  έζησε  μετά  του 
ανδρός  της  ετττά  ετη  άφοχι  ενυμφεύθη.  ΚαΙ  αΰττ) 
ηην  χήρα  εως  ό'^Ζοηκοντατεσσάρων  ετών  ήτις  8εν 
άττεμακρύνετο  άττο  το  ιερόν,  νύκτα  και  ήμέραν 
Χατρεύουσα  τον  θεόν  με  νηστείας  καΐ  ττροσευχάς. 
Και.  αύτη,  φθάσασα  εττάνω  εις  εκείνην  την  ωραν, 
ε^οξοΧο^οΰσε  τον  Κύριον,  κα\  ελαΧοΰσε  ττερΙ  αυ- 
τού εις  οΧονς  τους  ττεριμενοντας  Χύτρωσιν  εις  την 
1-ρουσαΧήμ.  Και  αφού  ετεΧείωσαν  'όΧα  κατά  τον 
νόαον  τού  Κυρίου,  ύττέστρεψαν  εις  την  ΤαΧιΧαίαν, 
€1%  την  ττόΧιν  των  Τ^αζαρέτ.  Ύό  δε  τταώίον  ηΰξανε, 
κα),  εΒυναμόνετο  κατά  το  ττνεύμα,  ττΧηρούμενον 
ατη  σοφίαν  και  χάρις  θεού  ήτον  εττάνω  του. 

ΤΟΥ  Άγιου  ματθια. 

Έ,νναπτη. 

Ι^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  εις  τον  τόττον  τού 
ττροΒότου  ^ΙούΒα  εκΧεξες  τον  ττιστόν  σου  δοΟ- 

199 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΜΑΤΘΙΑ. 

\ον  Ματθίαν,  Βιά  να  ηναί  εις  των  δώδβΛτα  Άττοστό- 
\ων,  Χάρισε  εις  την  Έκκλησίαν  σου,  ώστ£,  ττρο- 
φνΧαττομένη  ιτάντοτε  άττο  ■^ευΖεί'ζ  άττοστόΧονς, 
να.  κυβερνάται  καΐ  να  διευθύνεται  υττο  τηστών  και 
αληθινών  ττοιμένων  8ιά  ^Ιησοΰ  Χρίστου  τον 
Κυρίου  ■ημών.     ^Αμήν. 

Άι/τί  ΈτΓίστολ^ί,      Ώράξ.  α  .  15. 

"Ρ^ΙΣ  εκείνα<ζ  τ«9  ημερα<ί,  σ7]κωθεΙς  6  ΤΙέτρος  εις  το 
μέσον  τών  μαθητών,  είττεν,  {ητον  δε  ομοΰ  ττλή- 
θο<ϊ  ονομάτων  εως  εκατόν  εϊκοσι•)  "ΑνΒρες  άζεΧφοι, 
εττρεττε  να  ττΚηρωθη  η  άγραφη  αΰτη,  την  οττοίαν 
ΤΓροεΐττε  το  Τίνεΰμα  το  "Ατ^ιον  δίά  στόματο<ζ  Ααβ.Β 
ττερί  του  'ΐούΒα,  οστά  ε^ινεν  68η^ο<;  εις  τους  συ\- 
Χαβόντας  τον  ^Ιησοΰν  Βιότι  ητον  συνηριθμημένις 
ομοΰ  με  ημάς,  καΐ  έλαχε  τον  κΧηρον  της  8ιακονί:ις 
ταύτης.  Ούτος  Χοιττον  άττέκτησεν  ά^ρον  εκ  τον 
μισθού  της  άΒίκίας'  καΐ  ττεσών  ττρομυτα  εσκασεν 
€ΐς  το  μέσον,  καΐ  ε-χύθησαν  εζω  6\α  τα  εντόσθια 
αυτού.  ΚαΙ  ε^γινε  γνωστόν  εΙς  οΧους  τους  κατοι- 
κούντας  την  ΊερουσάΧήμ•  ώστε  υ  ά^ρος  εκείνος 
ώνομάσθη  εις  την  <γΧώσσάν  των,  ΑκεΧΒαμά,  τοιτ- 
έστιν,  Α.<γρ6ς  αίματος.  Αιότο  είναι  'γε'γραμμένον 
εις  το  βιβΧίον  τών  ΨαΧμών,  'Ας  ^ίντ]  ή  κατοικίο 
του  έρημος,  και  άς  μην  ηναι  κανείς  όστις  να  κατ- 
οικη  εις  αυτήν  και,  Ύήν  εττισκοττήν  αυτού  α? 
Χάβη  αΧΧος.  ΐΐρέττει  Χοιττον,  άττο  τους  άνΒρας 
οίτινες  συνηΧθαν  με  ημάς,  εΙς  ττάντα  καιρόν  καια 
τον  όποιον  ό  Κύριος  ^Ιησούς  εΙσηΧθε  και  εξήΧ^ε 
μεταξύ  ημών,  άργίσας  άττό  το  βάτττισμα  του  'ΐχ)- 
άννου,  'έως  της  ημέρας  καθ^  ην  άνεΧήφθη  άττό  ήμίς, 
ίΤς  άττό  τούτους  να  '^ίνη  μάρτυς  ομού  με  ημάς  Ίης 
αναστάσεως  αυτού.  ΚαΙ  τταρέστησαν  δύο,  'ίωσήό 
τον  Χε<γόμενον  Βαρσαβάν,  {όστις  εττωνομάσθη  Ίοί- 
στος,)  καΐ  Ματθίαν.  ΚαΙ  ττροσευξάμενοι  εΐτταν, 
Συ,  Κύριε,  καρΒιο^νώστα  ττάντων,  άνάΒειξε  εκ  τον 
8ύο  τούτων  ενα  οντινα  εκΧεξες,  δ^ά  να  Χάβτ}  ιόν 
200 


τον   ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ  ΤΗΣ    ΑΓΙΑΣ   ΠΑΡΘΕΝΟΥ   ΜΑΡΙΑΣ, 

κΧήρον  της  Βίακονίας  ταύτης  καΙ  άττοστοΧης,  άττό 
την  ότΓοίαν  €^€7Γ€σεν  ό  ^Ιούδας,  8ία  νά  ύττάγτ;  619 
τον  τότΓον  €Κ6ίνου.  ΚαΙ  €κβα\αν  τους  κΚήρους 
των,  καΐ  βτΓβσεν  ό  κΧήρος  βίς  τον  Ματθίαν  καΐ 
συνηριθμήθη  μβ  τους  'ένΖβκα  ^ΑττοστόΧους. 

Έΰαγ-γίΧίον.    Ματθ.  ια'.  25. 

ϋΙΣ  €Κ€Ϊνον  τον  καιρόν  άττοκρίθβΐς  6  ^Ιησούς 
€ί7Γ6,  Δοξάζω  σε,  Χϊάτερ,  Κύριβ  του  ούρανοχί 
καΐ  της  ^ής,  οτί  άττβκρυψες  ταύτα  άττο  σοφούς  καϊ 
συνετούς,  καϊ  άτΓβκάΧυψες  αυτά  εις  νητηα.  ΝαΙ, 
ώ  ΥΙάτερ,  8ίότί  ούτω  εστάθη  αρεστον  ενώτηόν  σου. 
'  ΟΧα  τταρεζόΘησαν  εΙς  εμε  άττο  τον  ΐΐατέρα  μον 
καϊ  κανείς  8εν  γνωρίζει  τον  Ύίον,  είμη  ό  ΥΙατήρ' 
ούδε  τον  ΐΐατερα  '^/νωρίζεί  τίς,  εΙμη  ο  Ύίος,  καϊ  εΙς 
οντινα  Β^έΧεί  6  Τίος  νά  τον  άτΓΟκαΧύψτ].  "ΕΧθετε 
ττρος  εμε,  οΧοί  οι  κοττίώντες  καϊ  ττεφορτισμενοί, 
καϊ  εγώ  ^ελω  σας  άνατταύσει.  Σηκώσετε  τον  ζυ- 
'^όν  μου  εττάνω  σας,  καϊ  μάθετε  άττο  εμε,  οτο  είμαο 
Ίτραος  και,  καθαρός  την  καρΒίαν  καΐ  3^έΧετε  εύρεΐ 
άνάτταυσι,ν  εις  τάς  ψυ-χ^άς  σας.  Αίότί  6  ζυ'^ός  μου 
€ΐναί  καΧος,  καϊ  το  φορτίον  μου  εΧαφρόν. 

ΤΟΥ   ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ  ΤΗΣ  ΆΠΑΣ    ΠΑΡΘΕΝΟΥ   ΜΑΡΙΑΣ. 

Συναπτή. 

ΛΕΟΜΕΘΑ'  σου,  Κύριε,  εκχ^εε  την  χάριν  σου  εΙς 
τάς  καρδίας  ημών  ώστε,  καθώς  ε'^νωρίσαμεν 
την  ενσάρκωσιν  του  Τίοΰ  σου  ^Ιησοΰ  άριστου  Βιά 
της  άτΓοστοΧης  του  ίίγγελου,  οΰτω  διά  του  σταυ- 
ρού καϊ  του  ττάθους  αυτού  νά  φθάσωμεν  εις  την 
Ζόζαν  της  αναστάσεως  του'  διά  του  αυτού  ^Ιησού 
Χριστού  τού  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Αι/τι    ΕτΓίστοληί.      Ήσαΐον  ζ".  10• 

1Γ  ΑΙ   ελάΧησεν  ακόμη   6  Κύριος  ττρος  τον  Άχαζ, 
Χέ^ων,    Ζήτησε   σημεΐον   άττο   τον   Κύριον  τον 
Θεόμ  σου•   ζήτησε  αύτο  η   εις  το  βάθος,  ή  εις  το 
κ  3 


ΤΟΥ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ  ΤΗΣ    ΑΓΙΑΣ   ΠΑΡΘΕΝΟΥ  ΜΑΡΙΑΣ. 

νψος  εττάνω.  Άλλ'  6  "Αγ^αζ  βίττβ,  Αεν  -^ελω  ζητή- 
σει, ούδε  Β^εΧω  δοκιμάσει  τον  Κύριον.  Και  είττεν 
6  'ΐΐσαΐας,  Ακούσετε  τώρα,  οίκος  του  Δαβίδ• 
Μικρόν  ΤΓραΎμα  είναι  Βιά  σας  να  βαρύνετε  άνθρώ- 
ΤΓονς,  και  Β^έΧετε  βαρύνει  ακόμη  καΐ  τον  θεόν 
μου ;  Αιά  τοΰτο  6  Κύριος  αντος  Β^έΧει  σας  δώσει 
σημεΐον  *ΐδού,  ή  τταρθένος  3^ε\ει  σνΧΧάβει  καΐ 
'^εννήσει  υίον,  καΐ  3^βλ,ει  καΧεσθή  το  όνομα  αυτού 
^Έ,μμανουήΧ.  Βούτυρον  καΐ  μέΧι  Β^εΧει  φά'γει,  εως 
νά  μάθτ]  να  άτΓορρίτΓΤΎ}  το  κακόν,  καΧ  νά  εκΧέγτ]  το 
αγαθόν. 

Έυαγ/ίλιον.     Αονκ.  α  .  26. 

"Ιζ  ΑΙ  €49  τον  έκτον  μήνα,  άττεστάΧη  ό  ά^^εΧος 
ΤαβριήΧ  άτΓο  τον  Θεον  εις  ττόΧιν  της  ΓαΧι- 
Χαίας  όνομαζομενην  Ναζαρέτ,  ττρος  παρθενον  άρ- 
ραβωνιασμενην  με  άνδρα,  το  όνομα  αυτού  ^Ιωσηφ, 
άτΓΟ  τον  οίκον  του  Ααβίδ'  και  το  όνομα  της  τταρ- 
θενον,  Μαριάμ.  ΚαΙ  είσβΧθών  6  ά^ι^εΧος  ττρος 
αύτην,  είττε.  Χαίρε,  κε'χαριτωμενη'  6  Κύριος  μετά 
σου•  εύΧο'^ημενη  είσαι  συ  μεταξύ  των  ηυναικών. 
ΚοΧ  εκείνη  ιδούσα  εταράγ^θη  δια  τον  Χό^ον  τούτον 
καΐ  διεΧο'γίζετο  όττοΐος  είναι  οντος  6  'χαιρετισμός. 
Και  ειττεν  6  αγ7ελθ9  €ΐς  αύτην.  Μη  φοβού,  Μα- 
ριάμ'  διότι  ενρήκες  χάριν  ττΧησίον  τού  Θεού. 
Και  ιδού,  Ι^έΧεις  συΧΧάβίι  εΙς  την  ηαστερα  σου, 
και  ι^εννήσει  υίόν  και  Β^εΧεις  καΧεσει  το  όνομα 
αυτού  ^Ιησούν.  Ούτος  Β^έΧει  είσθαι  μέ>γας,  και 
Ύίός  'Ύψίστου  ΒέΧει  καΧεσθή•  καΐ  Β^εΧει  δώσει 
εις  αυτόν  Κύριος  6  Θεός  τον  Βρόνον  Ααβιδ  τού 
Ίτατρός  αυτού.  Καϊ  ΒεΧει  βασιΧεύσει  εττάνω  εις 
τόν  οίκον  τού  ^Ιακώβ  εις  τους  αιώνας,  και  της 
βασιΧείας  αυτού  δεν  Γ^ελει  είσθαι  τέΧος.  Είττε  δε 
ή  Μαριάμ  ττρός  τόν  ά^^εΧον,  Τίώς  .^ελεί.  είσθαι 
τούτο,  εττειδη  ε'γώ  άνδρα  δεν  /γνωρίζω;  Και  άττο- 
κριθείς  ό  ά'γ'γεΧος  εϊττεν  εις  αύτην,  ΥΙνεύμα  Ά^ιον 
3^εΧει  εττέΧθει  εττάνω  σου,  καϊ  δύναμις  τού  Τ-ν^ι- 
στου  Β^έΧει  σε  έττισκιάσεΐ'  δια  τούτο  και  τό  ηεν- 
202 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΜΑΡΚΟΥ. 

νώμβνον  ίίττό  σε  "Α^γιον,  ^ελεί  καλβσθΡ]  Τιό<?  ΘεοΟ. 
Και  18ού,  Έλίσά/3ετ  ή  σν^'^^νη^;  σου,  συνέΧαββ 
και  αύτη  υΐον  εΙς  το  ^ήράς  της'  καΐ  ούτος  βίναι, 
€κτο<}  μην  €ίς  αύτην  ήτις  €\ύ<γ€το  στύρα.  Διότί 
κανεν  Ίτρά^μα  Βεν  ^ελεί.  βίσθαο  αδύνατον  εΐ9  τον 
Θεόμ.  Και  η  Μαριάμ  €ΐ7Γ€ν,  Ιδού  η  8ού\η  του 
Κυρίου"  ας  '^ίνη  βίς  ε'//.έ  κατά  τον  \6<^ον  σου.  Καν 
άνβ-χ^ώρησίν  άττο  αύτην  6  αγγελθ9. 

ΤΟΥ  Άγιου  μάρκου. 

"Συναπτή. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  εδ/δα^ες  την  άηίαν 
σου  ^Έ,κκΚησίαν  με  την  ούράνιον  ΒιΒασκαΧίαν 
του  ΈύαΎ^έλιστου  σου  Ά<γίου  Μάρκου,  Αος  €ΐς 
ημάς  την  γάριν,  ώστε  νά  μην  ημεθα  ως  νήττια 
κυματιζόμβνα  άττο  ττάντα  άνβμον  ματαίας  δ^δα- 
σκαΧίας,  άλλα  νά  στηριζώμβθα  εις  την  άΧηθβιαν 
του  ά'^ίου  σου  Ευαγγελίου*  δίά  'Ιτ^σοΟ  ^ίριστοΰ 
τοΰ  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.     Έφίσ.  δ'.  7. 

ΐΤΊ^  ει/α  εκαστον  άττο  ημάς  εΒόθη  η  χάρις  κατά 
το  μετρον  της  οωρεάς  του  Χριστού.  Αιά  τού- 
το λε'γεί,  ^Αφού  άνεβη  εις  ΰψος,  ΎίχμαΧώτευσεν 
αΙχμαΧώσιαν,  και  εΒωκε  χαρίσματα  εις  τους  αν- 
θρώπους. Ύ6  δε,  \νέβη,  τι  είναι,  εΙμη  οτι  καΐ 
κατεβη  ττρώτον  εις  τά  κατώτερα  μέρη  της  ^ης; 
Ό  καταβάς,  αύτος  είναι  και  6  άναβάς  ύττεράνω 
ο\ων  των  ουρανών,  δια  νά  ττΧηρώση  τά  ττάντα. 
ΚαΙ  αύτος  εΒωκεν  άΧλους  μεν  ΑττοστοΚους,  ά\- 
Χους  δε  Ώροφήτας,  άΧΧους  δε  Εύαγγελίστάς•,  άλ- 
λου9  δε  Ποιμένας  και  ΑιΒασκάΧους,  8ιά  την  συμ- 
ΊτΧηρωσιν  των  ά<^ίων,  Ζιά  το  €ρ<γον  της  διακονίας, 
δια  την  οίκοΒομην  του  σώματος  τοΰ  Χρίστου" 
εωσοΰ  νά  καταντήσωμεν  οΧοι,  εις  την  ενότητα 
της  ττίστεως  και  της  εττΓ/νώσεως  τοΰ  Ύίοΰ  τοΰ 
θεού,  εις  άνΒρα  τεΧειον,  εΙς  το  μετρον  της  ηΧικία<; 

203 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΜΑΡΚΟΥ. 

τον  7Γληρώματο<;  του  "Κρίστοΰ'  Ζία  να  μην  η  μέθα 
ττΧεον  νήτΓίοι,  κυμάτιζα  μεν  ο  ι  καΧ  ΤΓβρίφβρόμ^νοί  με 
ητάντα  ανβμον  τη^  Βώασκαλίας,  με  την  κύβευσιν 
των  άνθρώττων,  με  την  ιτανουρ'^ίαν  εΙ<;  το  να  μεθο- 
Βεύωνται  την  ττΧάνην.  ^ΑΧλά  ΧαΧοΰντες  την  αλη- 
θείαν  με  ά'γάττην,  να  αϋζήσωμεν  εΙ<ζ  αυτόν  κατά 
•πάντα,  6στί<;  είναο  η  κεφαΧη,  6  ^ροστός.  Άττό  τον 
οτΓοΐον  6\ον  ΤΟ  σώμα  συναρμο\ο<γούμενον,  καΐ  συν- 
Ζεόμενον  δίά  ττάσης  συναρμογής  των  εττί'χορη'^η- 
θεντων,  κατά  την  ενέρ^γείαν  την  εΙς  το  μετρον  ενοζ 
εκάστου  μέρους,  κάμνει  την  αΰξησιν  του  σώμα- 
τος, ττρος  οΙκο8ομην  ί8ικήν  του  Βιά  της  ά'^άττης. 

Έύαγγελίον.      Ίωάνν.  ίε'.  1. 

'ΤΓΓίΙ  είμαι  η  αμττεΧος  η  άΧηθινη,  καΐ  6  ΤΙατήρ 
μου  είναι  6  ηεωρ<^ός.  Υίάν  κΧήμα  εις  εμε  μη 
φερον  καρττον,  εκκότττει  αντο'  καΐ  τταν  το  φέρον 
καρτΓον  καθαρίζει  αυτό,  Ζιά  νά  φερη  ττΧειότερον 
καρττόν.  Τώρα  σεις  είσθε  καθαροί,  8ιά  τον  λ,όγον 
τον  ότΓοΐον  ε\ά\ησα  εις  εσάς.  Μείνετε  εις  εμε,  καϊ 
6γώ  669  εσάς.  Κα^ώς•  το  κΧήμα  Ββν  εμττορεΐ  άή> 
εαυτού  νά  κάμη  καρττον,  εάν  8εν  μείνη  εις  την  άμ- 
ττεΧον,  οΰτω  ούδε  σεΐς,  εάν  δεν  μείνετε  εις  εμε.  Έγώ 
είμαι  η  άμττεΧος,  σεΐς  τά  κΧήματα.  '  Οστις  μένει  εις 
εμε,  καϊ  εγώ  εις  αύτον,  ούτος  φέρει  καρττον  ττοΧύν 
Βιότι  -χ^ωρίς  εμού  Βεν  εμττορεΐτε  νά  κάμετε  τίττοτε. 
Έάν  τις  8εν  μείντ]  εις  εμε,  ρίτττεται  εζω  ώς  το 
κλήμα,  και  ξηραίνεται"  και  συνάγουν  αυτά,  καϊ 
ρίτττουν  εις  το  ττΰρ,  καϊ  καίονται.  Εαν  μείνετε 
εις  εμε,  και  οι  λόγοί.  μου  μείνωσιν  εις  εσάς,  θέ- 
λετε ζητήσει  'ό,τι  καϊ  αν  Β^έΧετε,  και  3^έΧει  ηίνε- 
σθαι  εΙς  εσάς.  Έ.ίς  τούτο  δοξάζεται  ο  ΐΐατϊίρ  μου, 
εις  το  νά  φέρητε  καρττον  ττοΧνν  και  οΰτω  $έΧετε 
είσθαι  μαθηταί  μου.  Υ^αθά>ς  με  ήηάττησεν  ο  ΥΙα- 
τήρ,  ούτω  και  ε'γώ  ή'γάττησα  εσάς•  μείνετε  εις  την 
ά^άττην  την  18ικήν  μου.  Έάν  φυΧάξετε  τάς  εντο- 
Χας  μου,  ^ελετβ  μείνει  εις  την  ά'^άττην  μου'  καθώς 
«γώ  εφύΧαξα  τάς  εντοΧάς  του  Ώατρός  μου,  καϊ 
204 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΦΙΛΙΠΠΟΥ   ΚΑΙ   ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΙΑΚΩΒΟΥ. 

μίνω  €19  την  ά^άττην  αυτού.  Ύαΰτα  βλαλησα  βίς 
εσάς,  Βία  να  μ^ίντ}  €ΐς  €σας  ή  χαρά  μου,  καϊ  η 
χαρά  η  ίΒική  σα9  νά  ηναι  7Γ\ήρη<ί. 


ΤΟΥ  Άγιου  φιλίππου  και  του  Άγιου  Ιακώβου. 

ΣυναΐΓτη. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θβε,  βίς  του  όττοίου  την  αληθή 
γνώσιν  βίναι  ζωη  αΙώνιος,  'Κάρϊσβ  βίς  ημάς 
εντελώς  νά  ^νωρίσωμβν  ίδτ  6  Τίος  σου  ^Ιησοΰς 
άριστος  βίναί  η  οΒος,  η  αλήθεια,  καϊ  ή  ζωή•  ωστ6, 
άκολουθοΰντβς  τά  ϊχνη  των  ά^γίων  σου  Άττοστόλων 
ΦίλίτΓΤΓου  καϊ  Ιακώβου,  νά  ττβρίττατώμβν  σταθε- 
ρώς εις  την  686ν  την  φερουσαν  ττρος  την  αΐώνιον 
ζωήν  8ίά  του  αυτού  Ύΐοϋ  σου  "Ιησοϋ  ϋροστου  τον 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.      'ίακωβ.  α.  1.  * 

ΤΑΚίΙΒΟΣ,  6  Βοΰλος  του  Θεοΰ  καϊ  του  Κυρίου 
Ιησού  Χρίστου,  εις  τάς  ΒώΒεκα  φυλάς  τάς  Βοε- 
στταρμένας,  χαίρείν.  ΥΙάσαν  χαράν  στοχασθήτέ 
το,  άΒελφοί  μου,  όταν  πέσετε  εις  πολυείΒεΐς  πει- 
ρασμούς• γνωρίζοντες  οτί  η  Βοκιμασία  της  πί- 
στεως σας  κατορθόνεο  ύπομονήν.  Ή  δε  υπομονή 
ας  εχη  ερ'γον  τέλείον,  Βίά  νά  ησθε  τέλείοί  καϊ 
ολόκληροι,  μη  οντες  εις  τίποτε  ελλείπεις.  Άλλ' 
εάν  τις  άπο  σας  ηναι  ελλειπής  εις  σοφίαν,  ας 
ζηττ)  παρά  του  θεού,  όστις  ΒίΒει  εις  δλους  πλου- 
σιως,  καϊ  Βεν  ονειΒίζει•  καϊ  3^έλει  Βοθή  εις  αυ- 
τόν. *Ας  ζητη  δμως  με  πίστιν,  χωρίς  νά  Βιστά- 
ζτ)•  Βιότι  6  Βιστάζων  ομοιάζει  με  κύμα  Β^αλάσσης 
ταραττομενον  άπο  τους  άνεμους  καϊ  περιωθούμε- 
νον '  Βιοτί  ας  μή  νομίζτ)  6  άνθρωπος  εκείνος,  δτΰ 
Βελει  λάβει  τίποτε  παρά  του  Κυρίου.  "Ανθρωπος 
Βίηνωμος  είναι  ακατάστατος  εις  όλους  τους  Βρό- 
μους  τον.  *Ας  καυχάται  Βε  6  άΒελφος  6  ταπεινός 
€69  ΤΟ  νψος   τον  6  Βε  πλούσιος,  εις  την  ταπεί- 

205 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ   ΦΙΛΙΠΠΟΥ   ΚΑΙ  ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΙΑΚΩΒΟΥ. 

νωσίν  τον  Βίότι,  ώς  ανθο<ί  ^χόρτου  ^ελει  ιτεράσβι. 
Αιότί  άνέτ€ίλβν  6  ηΧως  με  τον  καύσωνα,  καΐ  βζή- 
ρανβ  το  γόρτον,  καΐ  το  άι^θος  αντον  εττεσβ,  καΐ  το 
κάΧλος  τον  ττροσώτΓου  του  ηφανίσθη'  οντω  καΐ  6 
ττΧούσίος  ,^ελεί  μαρανθη  εις  τού<}  Βρόμους  τον. 
Μακάριος  6  άνθρωτΓος  οστά  υττομίνα  ττειρασμόν 
Βίότί,  ιγενόμενοις  8όκίμος,  -^ελεί-  Χάββί  τον  στε- 
φανον  της  ζωής,  τον  οττοΐον  ίητεσγεθη  6  Κνρως  εΙς 
τονς  α^αττωντας  αυτόν. 

ΈυαγγίΚιον,       Ιωάνν,  ιδ  .  1. 

ϊΓ  ΑΙ  ό  ^Ιησούς  είττεν  εΙς  τονς  μαθητάς  τον,  "'Ας  μη 
ταράττεταί  η  καρΒία  σας'  ΤΓίστεύβτβ  εις  τον 
Θεόν,  καΐ  εις  εμε  ττιστεύετε.  Έΐς  την  οίκίαν  τον 
ΤΙατρός  μου  είναι  ττοΧλαΙ  μοναί'  καΐ  αν  Βεν  ήσαν, 
ηθε'λα  σας  το  είττεΐ.  'Τττά^/ω  να  ετοιμάσω  τόττον 
εις  εσάς'  καΐ  εάν  υττάγω  καΐ  ετοιμάσω  εις  εσάς 
τόττον,  τταΧιν  ερ-χομαι,  καΐ  ^ελω  σας  ττάρει  ττρός 
εμαυτον,  Βιά  νά  ησθε  καΐ  σεις  οττου  είμαι  εγώ. 
ΚαΙ  οττου  εγώ  ύττάιγω,  εξεύρετε,  καΐ  την  όΒ6ν  εξ- 
εύρετε. Λέγει  εις  αύτον  ό  Θωμάς,  Κύριε,  Βεν  εξ- 
εύρομεν  ττού  ύττά^εις'  και  ττως  εμττορουμεν  νά 
εξεύρωμεν  την  οΒόν;  Λέγει  εις  αύτον  6  'Ιησοΰς, 
Έγώ  είμαι  ι)  όδ09,  καΐ  η  αΧηθεια,  και  η  ζωή• 
κανείς  Βεν  ερ'χεται  εΙς  τον  ΐΐατερα,  ειμή  Βι  εμοϋ. 
^Έιάν  ηθελετε  ηνωρίσει  έμε,  και  τον  Πατέρα  μου 
ήθεΚ,ετε  γνωρίσει"  και  άττο  τώρα  <γνωρίζετε  αύτον, 
καΐ  ϊΒετε  αυτόν.  Λέγει  εΐ9  αύτον  6  Φίλιττττος, 
Κύριε,  Βεΐξέ  μας  τον  ΥΙατερα,  και  αρκεί  εις  ημάς. 
Λέγει  εις  αύτον  6  ^Ιησούς,  Τόσον  καιρόν  είμαι  με 
σάς,  καΐ  Βεν  με  ε^νώρισες,  Φίλιττττε;  "Οστις  ΪΒεν 
εμε,  ϊΒε  τον  ΥΙατερα•  καΐ  ττώς  συ  λεγεΐ9,  Δεΐ^ε 
μας  τον  Πατέρα;  Αέν  ττιστεύεις  οτι  ε'γώ  είμαι  εις 
τον  Πατέρα,  και  6  Πατήρ  είναι  εις  εμέ;  ει  δε  μή, 
Βίά  τά  ερ<γα  αυτά  ττιστεύετε  με.  Βέβαια  βέβαια 
σάς  λέγω,  Ό  ττιστεύων  εις  εμε^  τά  €ρ<γα  τά  οττοΐα 
ε'γώ  κάμνω,  και  εκείνος  ^ε'λει  κάμει  •  καΐ  με<γα\ή- 
206 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ   ΒΑΡΝΑΒΑ. 

τ€ρα  τούτων  !^€\€ί  κάμζΐ•  8ιοτί  εγώ  ύττάγω  ττρός 
τον  Ώατβρα  μου.  Και  ο,τι  ζτ)τησ€Τ€  βις  το  ονομά 
μου,  ^€λω  το  κάμςι,  δί-ά  να  δοξασθτ}  6  ΐΐατηρ  €19 
τον  Ύίόν.  Έάν  ζητήσβτέ  τί  βίς  το  ονομά  μου,  εγώ 
.^ελω  κάμβι  αυτό. 

— ♦ — 

ΤΟΥ  Άγιου  Αποστόλου  βαρναβα. 

Συναπτή. 

"Κ'ΤΡΙΕ,  Θεέ  Παντοδύνα/^ε,  6  κατακοσμήσας  τον 
Ιβρόν  σου  Άττόστολον  Βαρνάβαν  μβ  εξαίρετα 
'χαρίσματα  του  Ά^ίου  ΥΙν€ύματο<;,  Μη  μας  άφήσγι<ί, 
δεόμεθά  σου,  στερημένους  άττο  τα  ττοΧυβίδή  χαρί- 
σματα σου,  μήτ€  άττο  την  χάριν  του  νά  μβταχβψί- 
ζώμβθα  αυτά  ττάντοτε  ττρος  Βόξαν  καϊ  τίμήν  σον 
Βίά'ίησοΰ  αρίστου  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

ΆντΙ  Επιστολής.      Ιΐράξ.  ια'.  22. 

ΧΤΚΟΤΣΘΗ  6  λ-όγος  ττερί  αύτίον  βίς  τά  ωτα  της 
Έ,κκΧησίας  ήτις  ητον  εΙς  τά  ΊεροσόΧυμα' 
καϊ  έξαττέστβίΧαν  τον  Βαρνάβαν,  Βιά  νά  ττβράστ) 
€ως  €ίς  την  ^Αντιόχβίαν  δστις  αφού  ηΧθβ,  καϊ 
ίδε  την  χάριν  του  Θεού,  εχάρη,  καϊ  εττρότρβττεν 
δΧους  νά  εμμενωσιν  εις  τον  Κύριον  με  ε<^κάρΖίον 
σκοττόν.  Αοότι  ητον  άνηρ  ά'^/αθος,  καϊ  ττΧήρης 
Πνεύματος  Ά^ίου  καΐ  πίστεως"  καϊ  εττροστέθη 
εις  τον  Κύριον  ττΧήθος  Ικανόν.  ^ΕξήΧθε  δε  εις  την 
Ύαρσόν  ό  Βαρνάβας,  διά  νά  ζήτηση  τον  "ΣαΰΧον 
καΐ  εύρων  αύτον,  εφερεν  αύτον  εΙς  την  Αντιόχειαν. 
Και.  συνηΧθαν  εΙς  την  ^Εκκλησίαν  ενα  όΧόκληρον 
χρονον,  καϊ  εΒίΒαξαν  ιτΧήθος  ιτοΧύ•  καϊ  εις  την 
Αντίοχειαν  ττρώτην  φοράν  ώνομάσθησαν  Χριστι- 
ανοί οι  μαθηταί.  Είς  εκείνας  δε  τάς  ημέρας,  κατέ- 
βησαν  ττροφήται  άττο  τά  'ΙεροσόΧνμα  είς  την  Αν- 
τιοχειαν.  Και  εϊς  εξ  αυτών,  το  όνομα  "Α'γαβος, 
σηκωθείς  εφανέρωσε  Βιά  του  ΥΙνεύματος,  οτΐ, 
€^ελ,λε  να  'γίνη  με'γάΧη  ττεΐνα  εις  οΧην  την  οίκον- 
μένην    ήτις   καϊ  ε'^ινεν  εττΐ   ΚΧαυΒίου   Καίσαρος, 

207 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  Ιί2ΑΝΝ0Υ   ΤΟΥ   ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ. 

Άττό  δε  τους  μαθητάς  άττεφάσισαν,  έκαστος  αυ- 
τών κατά  την  Ικανότητα  του,  να  ττέμψωσί  βοή- 
θβιαν  €69  τους  ά8€\φονς  τους  κατοίκουντας  ας  την 
^ΙουΒαίαν.  Το  οττοΐον  κα\  βκαμαν,  άττοστείΧαντες 
αυτήν  ττρος  τους  ττρεσβυτέρους  δίά  ■χ^ειρος  τοΰ 
Έαρνάβα  καΐ  Σαύλου. 

Ένα•γ•γΐΧιον.  Ιωάνν,  κ  .  12, 
Λ  ΤΤΗ  είναι  η  εντο\η  η  ΙΖίκή  μου,  να  α'^αττατε 
άΧλήΧους,  καθώς  σας  η'^άττησα.  Μβ^αΧητεραν 
ά'^άττην  τταρά  ταύτην  κανείς  Βεν  ε•χεί,  να  βαΚτι  την 
ζωην  του  ΰττερ  των  φίλων  του.  Σεις  είσθε  φίΧοο 
μου,  εάν  κάμνετε  οσα  εγώ  σας  τταραγγελλω.  Δεν 
σας\έ<γω  ττΧέον  ΒούΧους,  Βίότί  6  ΒοΰΧος  Βεν  εξεύρει 
τι  κάμνει  6  κύριος  του•  εσάς  όμως  είττα  φίΧους, 
Βιότι  όΧα  όσα  ηκουσα  τταρά  τοΰ  ΥΙατρός  μου,  εφα- 
νερωσα  εΙς  εσάς.  Δεν  με  εκΧεζετε  σεις,  αλλ,'  ε'γώ 
εκΧεζα  εσάς,  και  σάς  Βιέταξα,  Βιά  να  υπάγετε  καΐ 
νά  κάμετε  καρττον,  και  6  καρττός  σας  νά  μένη. 
ώστε,  Ο,τι  ζητήσετε  άττό  τον  Πάτερα  εις  το  όνομα 
μου,  νά  σάς  Βώση  αυτό. 

ΤΟΥ  Άγιου  Ιωάννου  του  βαπτιςτου. 

Συναπτή. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  Βιά  τής  προνοίας  τοΰ 
οττοίου  6  ΒοΰΧος  σου  Ιωάννης  ο  Έατττιστης 
ε'γεννήθη  με  τρόττον  ^αυματώΒη,  και  εστάΧη  Βιά 
νά  ετοιμάση  την  6Βόν  τοΰ  Τίοΰ  σου  τοΰ  Αυτρωτοΰ 
ημών,  κηρύττων  μετάνοιαν,  Αξίωσε  μας  οΰτω  νά 
άκοΧουθήσωμεν  την  ΒιΒασκαΧίαν  αύτοΰ  και  την 
ά<^Ίαν  του  ζωήν,  ώστε  νά  μετανοησωμεν  άΧηθώς 
κατά  το  κηρυ'^μά  του,  και  κατά  μίμησιν  αύτοΰ  νά 
ομοΧο'γώμεν  σταθερώς  την  άΧήθειαν,  νά  ελεγχω- 
μεν  μετά  παρρησίας  την  κακίαν,  και  νά  κακοττα- 
θώμεν  καρτερικώς  νπερ  τής  άΧηθείας'  Βιά  Ιησοΰ 
'Κριστοΰ  τοΰ  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

208 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΤΟΥ   ΒΑΠΤΐΣΤΟΥ. 
Άί/τι  Επιστολής.      ΉσαΙου  μ,  1. 

ΤΤΑΡΙΙΓΟΡΕΙΤΕ,  'παρηηορύτε  τον  \α6ν  μου,  λε- 
7€ί  ό  θ€0<;  σας.  Ααλήσβτβ  τταρψ/ορητίκά  €ΐ? 
την  'ΙβρουσαΧημ,  και  φωνάξβτβ  βίς  αύτην,  οτι  6 
καιρός  της  ταττβινώσβως  αυτής  βττΧηρώθη,  οτϋ  -η 
ανομία  της  έσυ'^/γ^ωρηθη•  8ίότί  βΧαββν  αττο  την 
χ^ΐρα  του  Κυρίου  ΒιττΧάσιον  δ^  οΧας  τάς  αμαρ- 
τίας της.  Φωνή  βοώντος  εΙς  την  βρημον,  Έτοιμά- 
σετε  την  6Β6ν  του  Κυρίου"  βύθβίας  κάμ€Τ€  βίς  την 
€ρημον  τάς  τρίβους  του  θβοΰ  ημών.  ΥΙασα  φά- 
ρα'^ξ  ^ε'λβί  ύψωθή,  και  τταν  ορός  καΐ  Χόφος  Β^βΧβο 
τατΓβίνωθή'  καΐτά  σκοΧιά  3^έΧουν  <^/ίν€ί  βύθέα'  καΐ 
οι  τρα-χ^ύς  τόττοί,  ομαΧοί'  καΐ  ή  8όζα  του  Κυρίου 
Ι^έΧβο  φανβρωθή,  καΐ  ττάσα  σαρξ  ομοΰ  -^ελε^  ίδεί, 
οτί  το  στόμα  του  Κυρίου  βΧάΧησβ.  Ή  φωνή 
είττε,  Φώναξζ'  καΐ  βΐττα,  Ύί  να  φωνάξω;  Πάσα 
σαρξ  βΊναι  ώς  'χρρτος,  καΐ  οΧη  ή  8όξα  αυτής  ώς  το 
άνθος  του  άγροΟ.  Ό  'χρρτος  βξηράνθη,  το  άνθος 
εμαράνθη,  Βίότί  το  ιτν^υμα  του  Κυρίου  βττνβυσβν 
εττάνω  του•  χόρτος  τή  άΧηθβία  βΙναι  6  Χάος.  Ό 
χόρτος  βξηράνθη,  το  άνθος  εμαράνθη'  6  λόγο? 
όμως  του  ΘεοΟ  ημών  μβνει  βίς  τον  αιώνα.  Συ, 
όστις  φέρβις  βίς  την  Σιών  άηαθάς  ά'^<^€κίας,  άναΐ- 
βα  €ΐς  το  ορός  το  υ^ηΧόν  συ,  όστις  φβρβις  άγα- 
θάς  ά^^βΧίας  βίς  την  ΊβρουσαΧημ,  νψωσβ  Βυνατά 
την  φωνήν  σον  νψωσβ  αυτήν  μη  φοββΐσαΐ' 
εΐττε  εΐ9  τάς  ττόΧβις  του  ^ΙούΒα,  'Ιδον  6  Θεός  σας  ! 
Ιδού,  Κύριος  6  θβος  3^βΧβι  βλθβΐ  με  Βύναμιν,  καΐ  6 
βραχίων  αυτοί)  -^ε'λει  εξουσιάζει  Βι  αυτόν  ιΒού,  6 
μισθός  αύτοΰ  είναι  με  αυτόν,  καΐ  το  ερ^ον  αύτοΰ 
βμττροσθέν  του.  ΘεΧει  βοσκήσει  το  ττοίμνιόν  του 
ώς  ΤΓΟίμήν  ΒεΧει  συνάξει  τά  άρνία  με  τον  βρα- 
χίονα του,  καΐ  βαστάξει  αυτά  εις  τον  κόΧττον  του' 
και  ^έΧει  οΒη^εΐ  με  <γΧυκύτητα  τά  ε^κυμονοΰντα 
ττρόβατα. 


209 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΤΟΥ   ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ. 

Έναγγΐλιον.      Αουκ.  α.  57. 

'ρ]ΣΤΜΠΛΗΡί2ΘΗ  δε  6  καιροί  εις  την'ΕΧισάββτ 
8ίά  να  <^ζννήσΎ)'  καϊ  έ^έννησεν  νίόν.  ΚαΙ 
ηκουσαν  οΐ  γείτονες  και  οΐ  ανγ/γενεΐς  αυτής,  6η  εμε- 
'γάΧννεν  6  Κύριος  το  εΧεός  του  ιτρος  αυτήν  καΐ  συν- 
έ'χαίραν  με  αυτήν.  ΚαΙ  €19  τήν  ογδότ^ν  ήμεραν  η\- 
θαν  Βία  να  ττεριτεμωσι  το  τταώίον'  καϊ  ώνόμαζαν 
αυτό,  κατά  το  όνομα  του  ττατρός  του,  Ζα-χ^αρίαν. 
Καϊ  άτΓΟκριθεΐσα  7]  μήτνρ  αυτοί),  εΙττεν,Ό'χ^ί  τοΰτο, 
ά\\  ^Ιωάννης  3-έΧει  ονομασθή.  Καϊ  είτταν  εις  αυ- 
τήν, "Οτί  κανείς  δεν  εΐναι  εΙς  τήν  συη'^ενειάν  σου» 
όστις  καΧεΐται  με  το  όνομα  τοΰτο.  "Έκαμναν  δε 
νεΰμα  εις  τον  ττατερα  αυτού,  τι  ήθεΧε  νά  ονομα- 
σθή αυτό.  Και  ζητήσας  ττινακίΒιον,  έγραψε,  Χέ- 
^ων,  Ιωάννης  είναι  το  ονομά  του.  Καϊ  εθαν- 
μασαν  οΧοι.  Ήνο/χ^τ;  δε  το  στόμα  του  τταρευ- 
θύς,  καϊ  ή  <γΧώσσα  αυτού '  και  εΧαΧούσεν  εύΧΟ' 
ηών  τον  @εόν.  Καϊ  ε'γινε  φόβος  εττάνω  εΙς  οΧους 
τους  ιγείτονάς  των  καϊ  όΧοι  ούτοι  οι  λόγοί  ΒιεΧα- 
Χούντο  εις  'όΧην  τήν  όρεινήν  της  ^ΙουΒαίας'  καϊ 
οΧοι  οι  άκούσαντες  εβαΧαν  αυτούς  εις  τήν  καρ8ίαν 
των,  Χέ<γοντες,  Ύί  άρα<γε  3^έΧει  εΐσθαι  το  τταώίον 
τούτο;  Καϊ  χεϊρ  Κυρίου  ήτον  με  αυτό.  Καϊ  6 
Ζα-χ^αρίας  6  ττατήρ  αυτού  εττΧήσθη  άττό  ΙΙνεύ- 
μα  "Α'^ιον  καϊ  εττροφήτευσε,  λέγων,  Έ.ύΧο'γητός 
Κύριος  6  θεός  τού  ^ΙσραήΧ,  Βιότι  έττεσκεφθη  και, 
€καμε  Χύτρωσιν  εις  τον  Χαόν  του•  καϊ  άνή>γειρεν 
εις  ημάς  κέρας  σωτηρίας  εις  τον  οίκον  ΑαβϊΒ  του 
ΒούΧου  του,  καθώς  εΧάΧησε  8ιά  στόματος  των  άττ 
αιώνος  ά<γίων  του  ΤΙροφητών,  σωτηρίαν  αϊτό  τους 
ε'χθρούς  ημών,  καϊ  άττό  τήν  χείρα  οΧων  τών  μι- 
σούντων  ήμάς'  Βιά  νά  εκττΧηρώση  το  εΧεός  του 
ττρός  τους  ιτατερας  ημών,  καϊ  νά  ενθυμηθή  την 
ά^ίαν  Βιαθήκην  του•  τον  ορκον,  τον  όττοΐον  ωμοσε 
ττρός  τον  ^Αβραάμ  τον  ττατερα  ημών,  ότι  εμεΧΧε  νά 
Βώση  εις  ημάς,  εΧευθερωθεντες  άττό  τήν  χ^ΐρα  τών 
εχθρών  ημών,  νά  τον  Χατρεύωμεν  άφόβως,  με  άγί- 
210 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΠΕΤΡΟΥ. 

ότητα  καΐ  Ζίκαιοσύνην  βνώτηόν  του,  ο\α<;  τά<ζ 
ημέρας  της  ζωής  ημών.  ΚαΙ  συ,  τταίΒίον,  ττρο- 
φήτης  του  'Ύ'ψ'ίστου  3-€\€ίς  κΧηθή'  Βίότι  -5ελ6ί9 
'ττροτΓορ^υθή  ττρο  προσώπου  του  Κυρίου,  8ίά  να 
€τοίμάστ]ς  τους  Βρόμους  αύτοϋ'  Βία  να  Βώσηζ 
<γνώσιν  σωτηρίας  €ΐς  τον  \αόν  του,  με  την  άφβσιν 
των  αμαρτιών  αυτών,  8ιά  σττλά'γ-χνα  βΧέους  του 
θβοΰ  ημών  με  τα  οττοΐα  βττεσκβφθη  ημάς  άνατοΧη 
εξ  ΰψους,  8ίά  να  Βώση  φώς  εις  τους  καθημενου<ί 
μέσα  εΙς  το  σκότος  καΐ  εις  την  σκιάν  του  Β^ανάτου, 
Βιά  νά  κατευθύνη  τους  ττόζας  ημών  εις  την  686ν 
της  ειρήνης.  Το  δέ  τταιΒίον  ηΰξανε,  και  ενε8υνα- 
μοΰτο  κατά  το  ττνευμα'  και  ητον  εις  τάς  έρημους, 
εως  της  ημέρας  κα&  ην  εμεΧλε  νά  άναΒεΐ'χθ^  εις 
τον  ^Ισραή\. 

— ♦ — 

ΤΟΥ  Άγιου  πετρου. 

Σννατττή. 

^^ΑΝΤΟΔΤΝΑ]ΜΕ  Θεε,  όστις  8ιά  τον  Ύΐου  σου 
Ιησοΰ  Χριστού  εΒωκες  εις  τον  Άττόστολόι^  σου 
Α<γιον  ΐΐέτρον  ττοΧλά  εξαίρετα  'χ^αρίσματα,  καΐ 
τταρψ/^ειΧες  εις  αυτόν  επιμόνως  νά  βόσκη  το 
Ίτοίμνιόν  σου,  ΈύΒόκησε,  Βεόμεθά  σου,  ώστε  οΧοί 
μεν  οι  εττίσκοτΓοι  και  ποιμένες  νά  κηρύττωσιν 
επιμεΧώς  τον  ά'^/ιόν  σου  Λόγον,  6  δε  \αός  νά  άκο- 
\ουθτ)  αυτόν  ευπειθώς,  δίά  νά  Χάβωσι  τον  στέ- 
φανον  της  αιωνίου  Βόξης'  Βιά  ^Ιησοϋ  Χρίστου  τοΰ 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

ΆντΙ  Επιστολής.      Πράξ.  ιβί.  1. 

ρτ  ΑΤ  εκείνον  τον  καιρόν,  ΉρώΒης  6  βασιλεύς 
επε'χ^ειρίσθη  νά  κακοποίηση  τινάς  τών  όντων 
απο  την  ΕκκΧησίαν  και  εφόνευσε  με  μάγαιραν 
τον  Λάκωβον  τον  άΒεΧφόν  τοΰ  ^Ιωάννου.  ΚαΙ  ΙΒών 
ΟΤΙ  ητον  άρεστόν  εις  τους  ^ΙουΒαίους,  επρόσθεσε 
να  συΧΚάβη  καΐ  τον  ΥΙέτρον  •  (ήσαν  δε  ημέραι  τών 
άζύμων)  τον  όποιον  και  πιάσας  εβαΧεν  εις  φυ• 

211 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ  ΠΕΤΡΟΥ. 

Χακην,  τταραΒώσας  αντον  βΐ';  ΖβκαΙξ  στρατίώτας 
8ίά  να  τον  φυλ,άττωσί,  3^βλων  μ€τα  το  Πάσχα  νά 
φ^ρ'Τ]  αυτόν  έ'^ω  7Γ/?ο9  τον  λαόν.  Ό  Π€τρο?  Χοιττον 
€φν\άττετο  €ΐς  την  φνλακήν  ε<^ίν£το  δε  ύττέρ  αύτοΰ 
άτΓΟ  την  ^Εκκλησίαν  άκατάττανστος  8βησι,(ί  ττρος  τον 
Θβόν.  "Οτβ  δε  €μ€\\€ν  6  'ΙίρώΒης  νά  βκβαΚ,τ)  αυτόν 
€ζω,  την  νύκτα  έκείνην  6  ΐΙβτρο<ϊ  εκοιμάτο  μεταξύ 
Βύο  στρατιωτών,  Βε^εμένος  με  Βύο  άΧύσβίς,  καϊ 
φύΧακες  βμιτροσθεν  της  3^ύρας  εφύΧατταν  την  φυ- 
Χακήν  καϊ  18ού,  ά^^ε\ο<^  Κυρίου  εστάθη  εττάνω 
του,  καϊ  φως  εΧαμψεν  εΙς  το  οϊκημα'  κτυττήσας  δε 
την  ττΧευράν  του  Πέτρου,  εσήκωσεν  αύτον,  λε'γων, 
^ήκω  ταχεω9.  ΚαΙ  εττεσαν  αϊ  άΧύσείς  άττο  τάς 
-χείρας  του.  ΚαΙ  είττεν  6  ά'γ'γεΧος  ττρος  αύτον, 
ΤΙερίζώσου,  καΐ  βάΧε  τα  σανΒάΧιά  σου'  καϊ 
βκαμεν  οντω.  Καϊ  λεγεί  εις  αύτον.  Βάλε  τα 
ιμάτια  σου,  καϊ  άκοΧούθει  με.  Καϊ  εξεΧθων  ηκο- 
Χουθοΰσεν  αύτον,  καϊ  δεν  ηζενρεν  οτι  το  <γινόμενον 
^ιά  του  άγγελοι;  7}τον  άΧηθινον,  άΧΧ  ενόμιζεν  οτι 
βΧεπει  όραμα.  ^Αφού  δε  εττερασαν  την  ττρώτην 
καϊ  8ευτέραν  φρουράν,  ηΧθαν  εΙς  την  ττύΧην  την 
σιΒηραν,  την  φερουσαν  ττρος  την  ττοΧιν,  ήτις  αφ 
εαυτής  ηνοίχθη  εις  αύτούς'  καϊ  αφού  εζήΧθαν,  8ιε- 
•περασαν  μίαν  686ν,  καϊ  ευθύς  6  ά^<γεΧος  άνεγω- 
ρησεν  άττο  αυτόν.  Καϊ  6  Πέτρος,  ελθών  εις  τον 
εαυτόν  του,  ειττε,  Ύώρα'  γνωρίζω  άΧηθινά,  οτι  6 
Κύριος  εξαττεστειΧε  τον  αγγελόν  του,  καϊ  με  ηΧευ- 
θέρωσεν  άττο  την  %βΐρ«  τοΟ  'ΠρώΒου,  καϊ  άττο 
οΧην  την  ττροσοοκίαν  του  Χαοΰ  των   Ιουδαίων. 

Έναγγίλιον,      Ματθ.  ιγ'.  13. 

'^Γ^ΤΕ  δε  ό  ^Ιησούς  ηΧθεν  εις  τά  μέρη  της  Καισα- 
ρείας της  ΦιΧίττΓου,  ήρωτούσε  τους  μαθητάς 
του,  λέγων,  ΠοΓον  με  Χε'^ουν  οΐ  ανθρωττοι  οτι  είμαι 
εγώ,  6  Ύίος  του  άνθρώττου;  Καϊ  εκείνοι  είτταν, 
'Άλλοί  μεν,  ^Ιωάννην  τον  Βατττιστήν'  άΧΧοι  δε, 
Ήλ/αν  καϊ  άΧΧοι,  'Ιερεμίαν,  ή  ενα  των  ττροφη- 
τών.  Λέγε/  εΐ9  αυτούς.  Άλλα  σεις  -ποιον  υιε  Χέ- 
212 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ    ΙΑΚΩΒΟΥ. 

γ€Τ€  δτι  βΐμαι ;  ^ΐΓοκρίθβΙζ  δε  6  Σίμων  Πέτρος 
ΐ7Γ€,  Συ  βΊσαι  6  Χρίστο^;,  6  Ύίος  του  θβον  του 
ζώντος.  ΚαΙ  άττοκρίθεϊς  6  'Ιτ^σους•  είττεν  6^9  αυτόν, 
Μακάριος  βίσαί,  Σίμων  υΐβ  του  ^Ιωνα,'  8ίότί  σαρξ 
καϊ  αίμα  δεν  σε  άττεκάΧυψβ  τούτο,  άΧλ-'  6  Τϊατήρ 
μου  6  €ΐς  τους  ουρανούς.  Καϊ  ε7ώ  δε  λέγω  669  σβ, 
"Οτί  συ  βίσαί  Ώβτρος'  καϊ  βττάνω  εΙς  ταύτην  την 
Ίτβτραν  3^έ\ω  οικοΒομήσβι  την  ^Εκκλησίαν  μου'  καΐ 
αϊ  ττύΧαί  του  αΒου  δεν  3^€\ουν  υττβρισ'χ^υσεί  εναν- 
τίον της.  Καϊ  3^βλω  σε  δώσεί.  τάς  κΧβΐς  της  βασι- 
Χβίας  των  ουρανών  καϊ  ο,τί  Βέσης  ε'ττι  της  ^ης, 
^ελεί.  είσθαί  Ββμένον  βίς  τους  ουρανούς  •  καϊ  ο,τί, 
Χύστις  ε'ττι  της  γ^ς,  ^ε'λεί.  ζΐσθαι  Χυμάνον  βίς  τους 
ουρανούς. 

— ♦ — 

ΤΟΥ  Άγιου  "αποστόλου  Ιάκωβου. 

Συναπτή. 

"ΥΑΡΙΣΕ  649  ημάς,  οίκτίρμων  Θεέ,  ώστε,  καθώς 
6  ιβρός  σου  ^ΑττόστοΧος  "Α^γιος  ^Ιάκωβος,  άφή- 
σας  τον  ττατβρα  του  καϊ  ττάντα  οσα  ειχεν,  ύττή- 
κουσβ  /χ^ωρίς  άναβοΧην  βίς  την  κΧησιν  του  Ύΐον 
σου  Ιησού  Χριστού,  καϊ  ηκόΧούθησβν  αυτόν  οΰτω 
καϊ  ημβΐς,  έ^καταΧιττόντες  ττάσαν  κοσμικην  καϊ 
σαρκικην  βττίθυμίαν,  να  άκόΧουθώμβν  πάντοτε 
ττροθύμως  τάς  ά^/ίας  σου  έντοΧάς'  δίά  ^Ιησον 
Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Α.ντ\   Επιστολής.      Ώράξ.  ια'.  27,  καΐ  μίρος  τοΐι  ιβ , 

Ρ^ΙΣ  €Κ€ίνας  δε  τάς  ημβρας,  κατέβησαν  ττροφηταο 
ατΓο  τά  'ΙβροσόΧυμα  βίς  την  Αντίό-χ^ειαν.  ΚαΙ 
εΤς'εξ  αυτών,  το  όνομα  Ά'^αβος,  σηκωθείς  εφανέ- 
ρωσε  δια  τού  Τίνεύματος,  οτι  εμεΧΧε  να  ηίντ}  με- 
<γάΧη  ττεΐνα  εις  δΧην  την  οίκου μενην  ήτις  καϊ 
€'^ίνεν  ετΓί.  Κλαυδίου  Καίσαρος.  Αττο  δε  του9  μΛ- 
θητάς  άττεφάσίσαν,  έκαστος  αυτών  κατά  την  ικανό- 
τητα του,  νά  ττέμψωσο  βοήθειαν  εΙς  τους  αδελ- 
φούς  τους    κατοικούντας    εις   την  ^ΙουΒαίαν.     Το 

213 


ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ   ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ   ΙΑΚΩΒΟΥ. 

δτΓοΐον  καΐ  €καμαν,  α-ττοστειλαντε^  αντην  ττρος 
τους  ττρβσβυτβρονς  δίά  ■χ^ευρος  του  Βαρνάβα  καϊ 
ΣαύΧον.  Κατ  εκείνον  δε  τον  καιρόν,  ΐίρώΒης  6 
βασιλ,εύς  εττεγ^βιρίσθη  νά  κακοττοίήστ)  τίνάς  των 
όντων  άτΓο  την  ΈκκΧησίαν.  Καϊ  ίφόνβυσβ  μ€  μά- 
-χαιραν  τον  ^Ιάκωβον,  τον  άδελφόν  του  ^Ιωάννου. 
Καϊ  ί8ών  ΟΤΙ  ητον  άρβστον  εις  τού<;  ^ϊουΒαίου<;, 
έττρόσθβσβ  να  συΧλάβΐ)  καϊ  τον  ΐΐέτρον. 

Έναγ^ΐΧιοι/.      Ματθ.  κ  .  20. 

'Τ'ΟΤΕ  ηΧθ€  ττρος  αυτόν  η  μήτηρ  των  υιών  τον 
ΖεβεΒαίου  ομού  με  τους  υιούς  της,  ττροσκυ- 
νονσα,  καϊ  ζητούσα  χάριν  τινά  άττο  αυτόν,  Κα6 
εκείνος  βίττεν  εΙς  αυτήν,  Ύί  ^ελε£9;  Αεηει  εις  αυ- 
τόν, ΈιΙττε,  νά  καθήσωσιν  εΙς  την  βασιΧείαν  σον 
ούτοι  οι  δύο  υιοί  μου,  εις  εκ  δεξιών  σου,  καϊ  εϊς 
εζ  αριστερών.  \ττοκριθεΙς  δε  6  ^Ιησούς  είττε.  Δει/ 
εξεύρετε  τι  ζητείτε•  δύνασθε  νά  ττίετε  το  ττοτή- 
ρίον,  το  ότΓοΐον  ε'γώ  μέΧλω  νά  ττίω;  και  νά  βα- 
ΊΓτισθητε  το  βάπτισμα,  το  όττοΐον  ε'γώ  βατττίζομαι ; 
Αε<γουν  εις  αύτον.  Δυνάμεθα.  Και  λεγεί.  ε^9  αυ- 
τούς. Το  μεν  τΓοτήριόν  μου  ^έΧετε  ττίεΐ'  και  το 
βάτΓτισμα,  το  όττοΐον  ε'γώ  βατττίζομαι,  -θέλετε 
βατττισθή'  το  νά  καθήσετε  όμως  εκ  δεξιών  μου 
καϊ  εξ  άριστερο)ν  μου,  δεν  είναι  ίδικόν  μου  νά  το 
δώσω'  άΧΧά  Ι^έΧει  δοθή  εις  εκείνους,  εις  τους 
οτΓοίους  είναι  ητοιμασμένον  άττο  τον  ΐΐατερα  μου. 
Και  άκούσαντες  οι  δέκα  η<^ανάκτησαν  ττερί  τών 
δύο  άδεΧφών.  Άλ.λ-'  ό  ^Ιησούς  έκραξαν  αυτούς,  καϊ 
ειττεν,  ^Εξεύρετε  οτι  οι  άρχοντες  τών  εθνών  μετα- 
χειρίζονται κυριότητα  εττάνω  εις  αυτά,  καϊ  οι  με- 
ιγάΧοι  έχουν  εξουσίαν  εττάνω  εις  αυτά•  μεταξύ  σας 
όμως  δεν  3^έΧει  είσθαι  ούτω•  αλλ'  όστις  ^έΧει  νά 
ηναι  μέ'^ας  μεταξύ  σας,  ας  ηναι  ύττηρέτης  σας•  καϊ 
όστις  3^έΧει  νά  ηναι  ττρώτος  μεταξύ  σας,  ας  ηναι 
δοΰΧός  σας.  Καθώς  6  Τίός  του  άνθρώττου  δεν  ηΧθε 
διά  νά  ΰττηρετηθη,  άΧΧά  διά  νά  ύττηρετήση,  καϊ  νά 
Βώστ}  την  ζωήν  του  Χύτρον  άντΙ  ττοΧΧών» 
214 


ΤΟΥ  Άγιου  Αποστόλου  Βαρθολομαίου. 

Ένναιττη. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  αΐώνιβ  Θεέ,  οστά  έ'δω/ίβς 
€19  τον  Άττόστολόν  σου  ΒαρθοΧομαΐον  'χάριν^ 
αληθώς  νά  τηστβντ]  και  να  κηρύτττ)  τον  λόγο  ν 
σου,  \άρισβ  βίς  την  ^Έ^κκΧησίαν  σου,  Ββόμβθά  σον, 
νά  άηιαττα  τον  λόγον  €19  τον  δττοΐον  €Κ€Ϊνο<ί  έττί- 
στβυσβ,  καΐ  τούτον  νά  κηρύττη  καΐ  νά  Ββχ^βταΐ' 
δία  Ίτ/σοΟ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

ΆΐΛΓΐ  ΈτΓίστολί/ί.       ΤΙράξ.  ε'.  12. 

ΤΤΟΛΛΑ  σημβΐα  καΐ  τέρατα  έ'γίνοντο  μεταξύ  του 
Χαου  8ιά  τών  'χ^ειρών  τών  Άττοστόλων  {καϊ 
ο]σαν  ομού  6\οι  €69  την  στοάν  τού  ΣοΧομώντος' 
άτΓο  δε  τοΐ'9  Χοιττούς  κανείς  δεν  έτοΧμούσε  νά 
ενωθη  με  αυτούς•  6  δε  λα09  εμε^άΧυνεν  αυτούς. 
Και  εττροσθέτοντο  μάΧΧον  ιτΧήθη  άν8ρο)ν  και  γυ- 
ναικών, τΓίστεύοντες  εΙς  τον  Κύριον)  ώστε  έφερναν 
εζω  εΙς  τάς  πΧατείας  τους  ασθενείς,  καϊ  έθεταν 
αυτούς  εττάνω  εις  κΧίνας  καϊ  κρεββάτια,  ζιά  νά 
ετΓίσκιάση  καν  η  σκιά  τού  Πέτρου,  'ότε  Βιεβαινε, 
τινά  εξ  αυτών.  Συνέτρεχε  δε  €69  την  ΊερουσαΧημ 
καϊ  το  ττΧήθος  τών  ττεριξ  ττόΧεων,  φέροντες  ασθε- 
νείς, καϊ  βασανιζο μένους  άττό  ακάθαρτα  Ίτνεύματα' 
οϊτινες  οΧοι  εθεραττεύοντο. 

Ευαγγίλιοι/.      Αονκ.  κβ .  24. 

""Ί^ΓΙΝΕ  δε  καϊ  φιΧονεικία  μεταξύ  των,  τις  εξ 
αυτών  φαίνεται  οτι  είναι  ο  με^αΧητερος.  Και 
εκείνος  είττεν  εΙς  αυτούς,  Οί  βασιλείς  τών  εθνών 
κυριεύουν  εττάνω  εις  αυτά•  και  οί  εξουσιάζοντες 
εττάνω  εις  αυτά  ονομάζονται  εύερ^έται.  Σεις  όμως 
οχ6  οΰτω'  άΧΧ  6  με'^αΧητερος  μεταξύ  σας,  άς  γιν»; 
ώ9  ο  μικροτερος'  καϊ  ό  ττροεστώς  ώς  6  ύττηρέτης. 
Αιότι  τίς  είναι  με^αΧήτερος ;  6  καθήμενος,  η  6 
νττηρετών ;  δεν  είναι  ό  καθήμενος  ;  αλλ,'  εγώ  εΧμαι, 
μεταξύ  σας  ώς  6  ύττηρετών.     Και  σεις  είσθε,  οΧ- 

215 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ   ΜΑΤΘΑΙΟΥ. 

Ί  ΐν£<ί  Βί€μ€ίν€Τ£  μ£  €μβ  669  τού<;  τΓβι,ρασμούς  μου. 
ΚαΙ  €γώ  Βιατάττω  €69  €σα9  βασίλβίαν,  καθώς  δίέ- 
ταξβν  669  ^μ£  ό  ΤΙατηρ  μον  Βίά  νά  τρώ^ζτε  καΐ 
να  ττίνβτβ  €7γΙ  της  τραττέζης  μον  669  την  βασιλβίαν 
μον  καΐ  νά  καθϊίσβτε  εττάνω  βίς  Β^ρόνους,  κρίνοντζ<; 
τα9  Ζώδεκα  φυ\άς  του   ΙσραήΧ. 

ΤΟΥ  Άγιου  Απόστολου  ματθαιου. 

Σνραπτη. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όσης  Βίά  του  ύττερενΧο- 
<γημένου  Ύίού  σου  έκάΧεσες  τον  Ματθαίον  άττο 
το  τε\ώνίον  669  το  νά  '^εντ]  ΑττοστοΧος  σου  καΐ 
Έύα^Ύελίστης,  Αος  εΙς  ημάς  γ^άρι,ν,  νά  ε'^κατάΧί- 
ττωμεν  ττάσαν  φιΧαρ^νρίαν  καΐ  ττΧεονεξίαν,  καΐ  νά 
άκοΧουθώμεν  τον  αυτόν  Τίόν  σου  ^Ιησοΰν  Χριστόν 
όστις  ζη  καΐ  βασιΧεύει,  μετά  σου  καΐ  του  Ά<γίου 
Πνεύματος,  εις  0609,  66'9  αιώνας  αιώνων.     ^Αμήν. 

Έτηστολη.      2  Κορινθ.  δ.  1. 

Λ  ΙΑ  τοΰτο  εχοντ69  την  ύττηρεσίαν  ταύτην,  καθώς 
ηΧεηθημεν,  δεν  άτταυΖοΰμεν  άλλ'  άττηρνήθη- 
μεν  τά  κρυτΓτά  της  αίσγύνης,  μη  ττεριττατοΰντες 
με  ττανουρηίαν,  μηΒε  δοΧόνοντες  τον  Χό^ον  του 
θεοΰ,  άΧΧά  με  την  φανερωσιν  της  άΧηθείας  συνι- 
στώντες  τον  εαυτόν  μας  εις  ττάσαν  συνείΒησιν 
άνθρώττων,  ενώττι,ον  του  Θεοί).  Έάν  δε  καϊ  το 
εύα'^'^εΧιον  ημών  ηναι  κεκαΧυμμένον,  είναι  κεκα- 
Χυμμένον  εΙς  τους  άττοΧΧυ μένους•  τών  όποιων, 
απίστων  όντων,  ό  θεός  τοΰκ  όσμου  τούτου  ετύ- 
φΧωσε  τον  νουν,  διά  νά  μην  εττιΧάμψη  εΙς  αυτούς 
6  φωτισμός  του  εύα^^εΧίον  της  Βοξης  του  Χρίστου, 
όστις  είναι  η  εικών  του  θεοΰ.  Αιότι  δεν  κηρυτ- 
τομεν  τόν  εαυτόν  μας,  άΧΧά  τον  Χριστόν  Ιησοΰν 
τόν  Κύριον  τόν  δε  εαυτόν  μας  δούΧους  ιδικούς  σας 
Βιά  τόν  Ίησοΰν.  Δίότί  ό  0609  όστις  είπε  να 
Χάμψη  φώς  από  το  σκότος,  ούτος  είναι  όστις 
€Χαμψ€ν  εις  τάς  καρδίας  σας,  προς  φωτισμον  της 
216 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΜΙΧΑΗΛ   ΚΑΙ   ΠΑΝΤΩΝ   ΤΩΝ   ΑΓΓΕΛΩΝ. 

'γνώσβως  της  δόξης  του  θβον,  6ΐ9  το  ττρόσωττον  τον 
Ιησοϋ  Χριστού. 

Έίαγγίλιον.      Ματθ.  5  .  9. 

Λ  ΙΑΒΑΙΝΩΝ  δε  ό  Ιησούς  έκύθεν,  ΐ'δεν  άνθρωττον 
καθήμβνον  βίς  το  τελώνων,  Ματθαίον  ονομαζό- 
μενον  και  Χέ^γει  βίς  αυτόν,  ΑκοΧονθβι  μβ.  Και 
σηκωθείς  ήκοΧούθησεν  αυτόν.  Έι/ω  δε  εκάθητο 
εΙς  την  τράττεζαν  μέσα  εις  την  οΐκίαν,  ιδού,  ττοΧλοϊ 
τεΧώναι  και  άμαρτωΧοι  ηΧθαν  και  σννεκάθηντο 
με  τον  Ίησοϋν,  καΐ  με  τους  μαθητάς  αυτού.  Και 
Ιδόντες  οι  Φαρισαΐοι,  είτταν  εις  τους  μαθητάς  αυ- 
τού, Αιά  τΐ  ό  ΒιδάσκαΧός  σας  τρώ'γει  ομού  με  τους 
τεΧώνας  και  άμαρτωΧούς ;  ^Ακουσας  δε  ό  Ιησούς, 
είττεν  εις  αυτούς,  Δεν  εγουν  -χρείαν  ιατρού  οί 
ύ'^ιαίνοντες,  άλλ'  οι  ιτάσγοντες.  Πλην  ύττά'γετε 
και  μάθετε  τι  είναι,  "Ελεον  Β^εΧω,  και  οχ^ι  ^υσίαν 
διότι  δεν  ηΧθα  νά  καΧεσω  εις  μετάνοιαν  τους  δι- 
καίους, άΧΧά  τους  άμαρτωΧούς. 

ΤΟΥ  Άγιου  μιχαηλ  και  πάντων  των  'αγγελων. 

Συναπι-η. 

Α  Ιί2ΝΙΕ  Θεε,  δστις  εδιόρισες  τάς  ύττηρεσίας  άη- 
ηεΧων  και  ανθρώπων  με  τάξιν  ^αυμασίαν, 
\άρισε  εις  ημάς  οίκτιρμόνως,  ώστε,  καθώς  οί 
άηιοί  σου  α'^'^εΧοι  άκατατταύστως  σε  ύττηρετούν 
εις  τους  ουρανούς,  ούτω  κατά  τον  διορισμόν  σου  νά 
βοηθώσι  και  νά  φυΧάττωσιν  ημάς  εττΐ  της  'γής' 
διά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Άιτί  'Έπιστολη:.      ^Αποκαλ.  ιβί.  7. 

ΤΓΑΙ  ε^ινε  ττόΧεμος  εις  τον  ούρανόν  6  Μιγ^αήΧ 
και  οί  ά'γ'γεΧοι  αυτού  εττοΧέμησαν  εναντίον 
τού  δράκοντας•  καΐ  ό  δράκων  εττοΧεμησε  καΐ  οι 
ά'^'^εΧοι  αυτού,  και  δεν  ΰττερίσ'χυσαν,  ουδέ  ευρέθη 
ττΧέον  τότΓος  αυτών  εις  τον  ούρανόν.  ΚαΙ  ερρίφθη 
ό  δράκων  ό  μέ'γας,   ό  όφις  6  άρ-χαίος,  ό  καΧούμενος 


ΤΟΥ    ΑΓΙΟΥ    ΜΙΧΑΗΛ   ΚΑΙ   ΠΑΝΤΩΝ   ΤΩΝ    ΑΓΓΕΛΩΝ. 

διά/3ολθ9>  καΐ  6  Σατανάς,  'όστί'ζ  πτΚανα  την  οίκου- 
μβνην  6\ην•  βρρίφθη  €ίς  την  Ύην  καΐ  οι  ά'γ'γβλοι 
αυτού  6 μου  μβ  αυτόν  ερρίφθησαν.  Και  ηκουσα 
φωνην  με^αλην  Χέ^ουσαν  βίς  τον  ούρανον,  Τώρα 
έ'γινεν  η  σωτηρία,  καΐ  ή  δύναμις,  καΐ  η  βασιλεία 
του  &€οϋ  ημών,  καΐ  ή  εξουσία  του  Χριστού  αυτού ' 
Βιότι  κατερρίφθη  6  κατη<γορος  των  άδεΧφων  ημών, 
6  κατηγορών  αυτούς  ενώπιον  τού  &εού  ημών  ημε- 
ραν  και  νύκτα.  Και  αύτοι  ενίκησαν  αύτον  δια  το 
αίμα  τού  όρνιου,  καΐ  8ιά  τον  λόγον  της  μαρτυρίας 
των  και  Βεν  ηηάττησαν  την  ζωήν  των  μέχρι  θα- 
νάτου. Αιά  τούτο  εύφραίνεσθε,  οΐ  ουρανοί,  και  οί 
κατοικούντες  εις  αυτούς.  Ούαι  εις  τους  κατοι- 
κούντας  την  γ]ν  και  την  ^αΚασσαν !  8ιοτί  κατέβη 
ό  8ιάβο\ος  εις  εσάς  έχων  Β^υμον  μέηαν,  εττεώη 
γνωρίζει  οτί  ολίγον  καιρόν  έχε*. 

ΈυαγγίΧιον.      Ματθ.  ιη  ^  1. 

ΤΓΙΣ  εκείνην  την  ώραν  ηΧθαν  οί  μαθηταΐ  'ττρος  τον 
Ίησούν,  Χέ^οντες,  Ύίς  άρα  είναι  μβΎαΧήτερος 
εις  την  βασιΧείαν  τών  ουρανών;  Και  ττροσκαΧέσας 
ό  ^]ησούς  ιταιΒίον,  εστησεν  αύτο  εις  το  μέσον  αυ- 
τών και  είττε,  βέβαια  σάς  λέγω,  Έαν  δεν  έττι- 
στρεψετε,  καΐ  ^γίνετε  ωσάν  τα  τταιδία,  δεν  3^έΧετε 
είσέΧθει  εις  την  βασιΧείαν  τών  ουρανών.  "Οστις 
ΧοιτΓον  ταττεινώση  τον  εαυτόν  του  ως  το  ΊταιΒίον 
τούτο,  ούτος  είναι  6  με<γαΧητερος  εις  την  βασι- 
Χείαν τών  ουρανών  και  όστις  Βεχθτ]  εν  τοιούτον 
τταιΒίον  εις  το  ονομά  μου,  εμε  δέχεται  •  όστις  όμως 
σκανδαΧίση  ενα  αϊτό  τους  μικρούς  τούτους,  τους 
Ίτιστεύοντας  εις  εμε,  συμφέρει  εις  αυτόν  νά  κρε- 
μασθη  μύΧου  ττέτρα  εις  τόν  τράχηΧόν  του,  και  νά 
καταττοντισθη  εις  το  ττέΧα^ος  της  ΒαΧάσσης. 
ΟύαΙ  εις  τόν  κόσμον  άττό  τά  σκάνδαΧα !  διότι 
ανάγκη  είναι  νά  εΧθωσι  τά  σκάνδαΧα'  ττΧην  ούαΐ 
εις  τόν  άνθρωτΓον  εκείνον  διά  τού  όττοίου  έρχεται 
τό  σκάνδαΧον!  Και  ή  χειρ  σου  η  ό  ττούς  σου  εάν 
σε  σκανδαΧίζη,  κόψε  αυτά,  και  ρίψε  άττο  τόν  έαυ- 
218' 


ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΛΟΥΚΑ   ΤΟΥ   ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ. 

τόν  σον  κα\ήτ€ρον  ύναί  €49  σε  να  €ίσέΧθτ}ς  βις 
την  ζωην  χωλός  ή  κονΧλος,  τταρά  έ'χων  8ύο  γβΐρα<; 
ή  Βύο  ττόΒας  να  ριφθτι<ζ  649  το  ττύρ  το  αιώνων.  ΚαΙ 
βάν  6  οφθαΧμός  σου  σέ  σκανΒαΧίζτ],  'έκβαΧβ  αύτον, 
καυ  ρίψβ  άττο  τον  βαυτόν  σον  καΧητερον  βίναί  €49 
σε  μονόφθαΧμος  να  βίσέΧθϊ)^  εις  την  ζωην,  τταρά 
έχων  Βύο  6φθα\μού<;  νά  ριφθης  εις  την  '^εενναν 
τον  ττυρός.  Βλεττετε  νά  μη  καταφρονήσετε  ενα 
άττο  τους  μικρούς  τούτους '  8ιότί  σας  λέγω,  οτί  οι 
αγγ€λθ4  αυτών  εις  τους  ουρανούς  βΧεπουν  Βιά 
παντός  το  ττρόσωττον  τοΰ  Πατρός  μου  όστις  είναι 
εις  τους  ουρανούς. 

— ♦ — 

ΤΟΥ  Άγιου  λουιο\  του  ευαγγεαιςτου. 

Συναπτή. 

ρ][ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  ©€€,  δστ49  Αουκάν  τον  ίατρον, 
τοΰ  ότΓοίου  ό  ετταινος  είναι  εις  το  Εύαγγε'λίον, 
εττροσκάΧεσες  νά  '^/ίνη  εύα'γ^εΧιστής,  και  ιατρός 
των  ψνχ^ών,  ΕύΒόκησε  ώστε,  διά  των  ιαματικών 
φαρμάκων  της  ΒιδασκαΧίας  αυτού,  νά  ^εραττευθώ- 
σιν  'όΧαι  αϊ  άσθενειαι  τών  -ψυγών  ημών  Βιά  της 
άξιομισθίας  του  Τίοΰ  σου,  'ίησού  Χριστού  τοΰ 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Επιστολή.      2  Ύιμόβ.  δ'.  5. 

^Τ  άγρύττνε/•  €49  οΧα,  κακοττάθησε,  κάμε  ερ^ον 
εύα'^ηεΧιστού,  βεβαίωσε  την  Βιακονίαν  σον. 
Αιότι  εγώ  γίνομαι  η8η  σττονΒή,  και  6  καιρός  της 
άναγωρήσεώς  μου  έφθασε.  Ύον  άηώνα  τον  καΧον 
η^ωνίσθην,  τον  Βρόμον  ετεΧείωσα,  την  ττίστιν  διε- 
τήρησα '  τον  Χοιττού  φνΧάττεται  εις  εμε  6  στέφανος 
της  Βίκαιοσύνης,  τον  όττοΐον  6  Κύριος  Β^έΧει  με 
άτΓοΒώσει  εις  εκείνην  την  ημέραν,  6  Βίκαιος  Κριτής• 
καΐ  ογ^ι  μόνον  εις  εμε,  άΧΧά  και  εις  οΧονς  όσοι 
ήηά'πησαν  την  εττιφάνειάν  τον.  ΣττούΒασε  νά  εΧθης 
τα-χεως  ττρός  εμέ•  Βιότι  6  Αημάς  με  ε<γκατέΧΐ7Γεν, 
άηαττήσας  τον  τταροντα  κόσμον,  καΧ  νττηηεν  εις  την 
Ι.  2 


ΤΩΝ    ΑΓΙΩΝ    ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ    ΣΙΜΩΝΟΣ    ΚΑΙ    ΙΟΥΔΑ. 

&€σσαλονίκην'  6  Κρήσκης  βι'ς  την  Γαλατίαν,  6 
Τίτος  619  τ^ν  Δαλματίαν  6  Αονκάς  μόνος  βίναι  μβ 
€μέ.  ΐΐάρβ  τον  Μάρκον,  και  φερβ  αύτον  μαζύ  σον 
δίότί  μβ  είναι  'χ^ρησιμος  εις  την  διακονίαν.  Ύον  δε 
Ύνχ^ικον  άττέστβίΧα  εις  "Εφβσον.  Ύον  φεΧόνην  τον 
ότΓοΐον  άφήκα  εις  την  Τρωάδα  εις  την  οΐκίαν  τον 
ΚάρτΓου,  ερ'χομενος  φέρε  αυτόν  και  τα  βιβΧία, 
μάΧιστα  τάς  μεμβράνας.  Ό  ΑΧεζανΒρος  ό  χαΧ- 
κεύς  τΓοΧλά  κακά  με  εκαμεν  6  Κύριος  νά  άντα- 
ΤΓοΒώση  εις  αυτόν  κατά  τά  ερ<^α  του'  τον  όττοΐον 
και  συ  φυ'λάττου'  Βιότι  είναι  ττολλά  ενάντιος  εις 
τους  λόγους•  ημών. 

Εύαγγελίοι/.       Λ.ουκ.  ι  .  1. 

'  ί  \  ΚΤΡΙΟΣ  κατέστησε  καΐ  άΧλους  εβ^ομήκοντα, 
καΐ  άττέστειΧεν  αυτούς  ανά  Εύο  ττρό  ττροσώττου 
του,  εις  ττάσαν  ττόΧιν  καΐ  τόττον,  οττου  εμεΧΧεν  αυ- 
τός νά  ύττάΎη.  "Ελεγε  Χοιττόν  εις  αυτούς,  Ό  μεν 
Β^ερισμός  είναι  "ττοΧύς,  οι  δε  ερ^γάται  οΧίΎοι•  ττα- 
ρακαΧέσατε  Χοιττόν  τον  Κύριον  του  αερισμού,  νά 
εκβάΧη  εριγάτας  εις  τον  ^ερισμόν  του.  'Τττάγετε• 
ϋδοΰ,  ε'γώ  σας  άττοστέΧΧω  ως  άρνία  εις  το  μέσον 
τώνΧύκων.  Μη  βαστάτε  βαΧάντιον,  μήτε  σακκίον, 
μη8ε  ύττοΒήματα•  και  κανένα  μη  χαιρετήσετε  εις 
τόν  Βρόμον.  Έ,ις  όττοίαν  δε  οίκίαν  είσέΧθητε,  ττρώ- 
τον  λέγετε,  Έ,ίριμ'η  εις  τόν  οίκον  τούτον  και  εάν 
■ηναι  εκεί  6  υιός  της  ειρήνης,  Γ&ελεί.  άνατταυθη 
εττάνω  εις  αυτόν  ή  ειρήνη  σας'  ει  δε  μη,  Γ9^ελ6ί 
ετΓίστρέψει  εις  εσάς.  ΚαΙ  μένετε  εΙς  εκείνην  την 
οΙκίαν,  τρώγοντες  και  τΐ'ίνοντες  τά  8ι8όμενα  παρ 
αυτών  Βιότι  ό  εργάτης  είναι  άξιος  τον  μισθού  τον. 


ΤΩΝ  Άγιων  Αποστολών  ςιμωνος  και  Ίουδα. 

Συναπτή. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ     Θεε,    όστις    ωκοΒόμησες    την 
^Έ,κκΧησίαν   σον   εττάνω    εις   τό  Β^εμέΧιον  τών 
άττοστόΧων  και   τών  ττροφητών,  αντού  του   λησου 
220 


ΤΩΝ    ΑΓΙΩΝ    ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ   ΣΙΜΩΝ02   ΚΑΙ   ΙΟΥΔΑ. 

\ρίστον  οντος  του  ακρο'^ωνιαίου  Χίθου,  \άρίσ6  βίς 
ημάς  οΰτω  να  συναρμοΧο^ηθώμβν  €ί.<?  ενότητα 
Πνεύματος  Βίά  της  δΰ8ασκα\ίας  αυτών,  ώστε  νά 
'γίνωμεν  ναός  α'^ως,  εύττρόσδεκτος  εΙς  σέ•  δία 
^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.      Αμήν. 

'Έπιστολή.      Ιούδα,  α  .  1, 

'ΤΟΤΔΑΣ,  υ  8οΰ\ος  του  Ιησού  Χριστού,  καΐ 
ά^εΧφος  τού  Ιακώβου,  εΙς  τους  κΧητούς,  τους 
ή'^ίασμενους  άττο  τον  θεον  τον  Ώατερα,  και  8ια- 
τηρηθεντας  εις  τον  ^Ιησούν  Χριστόν  €λεο9  νά 
ττΧηθυνθτ)  εις  εσάς,  και  ειρήνη  και  ά^άττη!  \\<^/α~ 
ττητοί,  εττειΒή  βάΧλω  ττάσαν  σττουΒήν  νά  σας 
^/ράφω  περί  της  κοινής  σωτηρίας,  εΚαβα  άνά<γκην 
νά  σας  Ύράψω,  ττροτρέττων  εις  το  νά  ά<^ωνίζεσθε 
Βιά  την  ττίστιν,  ήτις  άτταζ  τταρεΒόθη  εις  τους 
άηίους.  ί^ιότι  είσε-χώρησαν  Χαθραίως  τίνες  άνθρω- 
ποι, ο'ίτινες  ήσαν  τταΧαιόθεν  αποφασισμένοι  εις 
ταύτην  την  κατα8ίκην,  ασεβείς,  μεταστρέφοντες 
την  χάριν  τού  θεού  ημών  εις  άσεΧ^γειαν,  και  αρ- 
νούμενοι τον  μόνον  Αεσπότην  Θεον  και  Κύριον 
ημών,  Ίησούν  Χριστόν.  θέΧω  δε  νά  σας  υπενθυ- 
μίσω, αν  και  σεις  ε^νωρίσετε  αυτό  άπαξ,  ότι  ό 
Κύριος,  αφού  έσωσε  τον  \αόν  από  την  ^ήν  της 
Αΐ'γύπτου,  άπώΧεσεν  ύστερον  τους  όσοι  Ζεν  επί- 
στευσαν.  Και  ά'^ηεΚ.ους  ο'ίτινες  δέν  εφύΧα'ξαν  την 
πρώτην  των  κατάστασιν,  ά'ΧΧά  άφήκαν  το  κατοι- 
κητήριόν  των,  εφύΧαξε  με  παντοτεινά  Βεσμά  ύπο- 
κάτω  εις  το  σκότος,  Βιά  την  κρίσιν  της  με'γάΧης 
ημέρας.  Καθό}ς  τά  ΣόΒομα  και  τά  Γόμορρα,  και  αϊ 
πέριξ  αύτό)ν  πόΧεις  παρα8οθεΐσαι  εις  την  πορνείαν 
κατά  τον  όμοιον  τρόπον,  καΐ  ύπά'γουσαι  οπίσω 
αλλτ^ς•  σαρκός,  κοίτονται  παράΒεΐ'γμα,  Χαβούσαι 
την  ποινήν  τού  αιωνίου  πυρός.  Όμοίως  και  ούτοι, 
ενυπνιαζόμενοι,  μιαίνουν  την  σάρκα,  καταφρονούν 
την  εξουσίαν,  και  βΧασφημούν  τά  αξιώματα. 

221 


ΤΩΝ   ΑΓΙΩΝ  ΠΑΝΤΩΝ. 

Έυαγγίλιον.  'ΐωάνν.  ιε  ,  17. 
ΎΆΤΤΑ  τταραγγελλω  €ί?  εσάΐζ,  να  ά'γαττάτβ  αλ- 
λί^λου9.  Έάν  6  κόσμος  σας  μιστ},  έξβύρβτβ  οτο 
έμε  ττρότβρον  άττο  σας  έμίσησβ.  Έάν  ησθβ  €Κ  του 
κόσμου,  ό  κόσμος  ηθβΧβν  αηαιτα  το  ίΖίκόν  του' 
βιταΒη  ομως  86ν  είσθε  εκ  του  κόσμου,  αλλ'  εγώ 
σας  εκΧεξα  εκ  του  κόσμιου,  δί-ά  τοΰτο  σας  μισεΐ 
υ  κόσμος.  ^Ενθυμεΐσθε  τον  λόγον,  τον  όττοΐον  ε^ώ 
σας  είττα•  Αεν  είναι  δούλος  με<γάΧήτερος  του  κυρίου 
του.  Έάν  εμε  εΒίωξαν,  καΐ  σας  Β^εΧουν  Βιώζεΐ' 
εάν  εφύΧαζαν  τον  λόγον  μου,  καΐ  τον  ΙΒίκόν  σας 
3^έ\ουν  φυΧάξει.  "0\α  8ε  ταϋτα  ΒεΧουν  κάμει  εΙς 
εσάς  8ίά  το  ονομά  μου,  Βιότί  δεν  εξεύρουν  εκείνον 
όστις  με  εττεμψε.  Έάν  δεν  ηθεΧα  εΧθεΐ  καΐ  \α- 
Χησει  εις  αυτούς,  άμαρτίαν  δεν  ηθεΧαν  εχεί'  τώρα 
ομως  δεν  εγρυν  ττρόφασιν  ττερί  της  αμαρτίας  των. 
"Οστις  μισεΐ  £με,  καΐ  τον  ΐΐατέρα  μου  μισεί.  Έάν 
δεν  ηθεΧα  κάμει  μεταξύ  αυτών  τα  ερ^α  τα  όττοΐα 
κανείς  άΧΧος  δεν  εκαμεν,  άμαρτίαν  δεν  ηθεΧαν 
εγει  •  τώρα  όμως  και  ϊΒαν  και  εμίσησαν  καΐ  εμε 
καΐ  τον  ΤΙατέρα  μου.  Άλλ'  εγ^νε  τοΰτο,  δια  νά 
ττΧηρωθτ]  6  λόγος  6  <^ε'^ραμμενος  εις  τον  νόμον 
αυτών,  "Οτι  με  εμίσησαν  χωρίς  αΐτίαν.  "Οταν 
όμως  εΧθτ]  6  ΐΙαράκΧητος,  τον  υττοΐον  ε'γώ  -^έλω 
ττέμψει  εις  εσάς  άττο  τον  ΤΙατέρα,  {το  ΐΐνεΰμα  της 
άΧηθείας,  το  όττοΐον  εκττορεύεται  άττο  τον  ΤΙατέρα,) 
εκείνος  ΒέΧει  μαρτυρήσει  ττερι  εμού•  ττΧην  καΐ 
σεις  μαρτυρείτε,  8ιότι  άττ'  αρχής  μαζύ  μου  ησθε. 


ΤΩΝ   ΆΓΙΩΝ   ΠΑΝΤΩΝ. 

Συναπτή. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ    Θεέ,   ό    συνάψας    τους    εκΧε- 

/^τούς  σου  εις  μίαν  κοινωνίαν  και  άΒεΧφότητα, 

εν  τώ  μυστικω  σώματι  του  Ύΐού  σου,   του  Κυρίου 

ημών  Ίησοϋ    Χριστού,    Αός   εις    ημάς   την  χάριν 

222 


ΤΩΝ   ΑΓΙΩΝ  ΠΑΝΤΩΝ. 

ούτω  νά  άκοΧουθώμβν  τον<;  μακάριους  άγιους  σου 
€49  ττασαν  άρβτην  και  βύσέββιαν,  ώστε  νά  καταν- 
τήσωμ€ν  6ΐ9  την  άνβκΧάΧητον  εκβίνην  γαράν,  την 
ότΓοίαν  ΤΓροητοίμασβς  ΐΐς  τους  ξίΧίκρινώς  απαιτών- 
τας σβ'  Ζιά  ^ Ιησού  Χριστού  του  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

Άιτι  'Έπιστόλης.     \ποκα\,  ζ".  2. 

ΙΓ  ΑΙ  ί'δα  άΧΧον  άγγεΧον,  οτι  ανέβα ινβν  άττο  την 
άνατοΧην  τού  ηΧίου,  €χ^ο)ν  σφραγίδα  του  ΘβοΟ 
τού  ζώντος•  και  εφώναξε  με  φωνην  μβγάΧην  βίς 
τους  τεσσάρας  άγγέΧους,  εις  τους  οττοίους  εδόθη 
νά  βΧάψωσι  •την  γήν  και  την  ^άΧασσαν,  Χέγων, 
Μη  βΧάψ-ετε  την  γην,  μήτε  την  ^άΧασσαν,  μήτε 
τά  δένδρα,  έωσού  νά  σφραγίσωμεν  τους  δούΧους 
τού  θεού  ημών  εττάνω  εις  τά  μέτωττά  των.  ΚαΙ 
ηκουσα  τον  αριθμόν  τών  εσφραγισμένων  εκατόν 
τεσσαρακοντατέσσαρβς  'χ^ιΧιάδες  εσφραγίσθησαν 
άτΓο  οΧας  τάς  φυΧάς  τών  υιών  τού  ΙσραήΧ, 

ΑτΓο    την    φυΧήν   τού   Ιούδα,    δώδεκα   'χ^ιΧιάδες 
ήσαν  εσφραγισμένοί. 

Αττό  την  φυΧήν  τού  'Ϋουβην,  δώδεκα  'χ^ιΧιάδες 
εσφραγισμένοι. 

Αττό     την    φυΧήν    τού    Τάδ,     δώδεκα    'χ^ιΧίάδες 
^σφραγισμένοι. 

ΆτΓΟ    την    φυΧήν    τού    Άσήρ,    δώδεκα   γ^ιΧιάδες 
εσφραγισμένοί. 

ΆτΓο  την  φυΧήν  τού  ΝεφθαΧειμ,   δώδεκα  'χ^ιΧια- 
δες  εσφραγισμένοι. 

ΑτΓο  την  φυΧήν  τού  ΙΑανασστ),   δώδεκα  'χ^ιΧιάδες 
εσφραγισμένοι. 

ΑτΓο  την  φυΧήν  τού  Συμεών,   δώδεκα   -χ^ιΧιάδες 
εσφραγισμένοι. 

Αττό     την    φυΧην    τού    Αευί,     δώδεκα    γ^ιΧιάδες 
εσφραγισμένοί. 

Αττό  την  φυΧήν  τού  'Ισσάχαρ,   δώδεκα  'χ^ιΧιάδες 
^σφραγισμένοι. 

223 


Τί2Ν  ΑΠΩΝ  ΠΑΝΤΩΝ. 

ΆτΓΟ  τή^  φνΧην  του  Ζαβονλών,  ΒώΒεκα  'χ^ιλιάδες 
έσφρα<^ισμενοί. 

'ΑτΓο  την  φυλην  του  ^Ιωσηφ,  ΒώΒβκα  'χιλιάΒζς 
εσφρα^ισμίνοί. 

Α.7Γ0  την  φνΚην  του  ^ζνιαμΧν,  Βώδβκα  'χ^ιλίάΒβς 
^σφρα'γισμβνοι. 

Μετά  ταντα  ϊΒα,  καϊ  ΙΒού  δ^\ος  7Γολύ?,  τον 
ότΓοΐον  κανβΐς  Ββν  ήΒύνατο  νά  άριθμήστ],  αττο  παν 
έθνος,  καϊ  φυΧά<;,  καϊ  Χάους,  και  /γΧώσσας,  οίτινες 
€στ€κοντο  ενώττιον  του  Βρόνου  καϊ  βνώττίον  του 
\ρνίου,  ενΒβΒυμένοί  Χβυκά  ιμάτια,  καϊ  ήσαν  φοίνι- 
κες εις  τάς  -χ^εΐράς  των  καϊ  φωνάζοντες  με  φωνην 
μειγάΧην,  εΧε'γαν,  Ή  σωτηρία  είναι•  εις  τον  Θεον 
ημών,  τον  καθημενον  εττϊ  του  θρόνου,  καϊ  εις  το 
\\ρνίον.  Και  οΧοι  οι  ά'γ'γεΧοι  εστεκοντο  κύκΧω  τον 
θρόνου  καϊ  των  πρεσβυτέρων  καϊ  των  τεσσάρων 
ζώων,  καϊ  εττεσαν  κατά  πρόσωπον  ενώπιον  του 
Β^ρόνου,  καϊ  επροσκύνησαν  τον  θεον.  Χάροντες, 
\μην•  ή  εύΧο^ία,  καϊ  ή  Βόξα,  καϊ  ή  σοφία,  καϊ  η 
εύ-χ^αριστία,  καϊ  η  τιμη,  καϊ  η  Βύναμις,  καϊ  η  Ισ'χυς 
ας  ήναι  εις  τον  θεον  ημών,  εις  τους  αιώνας  τών 
αιώνων.     Αμήν. 

ΕυαγγίΚιον,      Ματθ.  ('.  1. 

ΤΔίΙΝ  δέ  6  ^Ιησούς  τους  ο-χΧους,  άνεβη  εις  το 
ορος'  καϊ  άφοΰ  εκάθησεν,  ήΧθαν  προς  αυτόν  οι 
μαθηταϊ  αύτοϋ.  Καϊ  άνοίζας  τό  στόμα  του,  εΒί- 
Βασκεν  αυτούς,  Χε^ων,  Μακάριοι  ο  Ι  πτω-χοϊ  τό 
πνεΰμα'  Βιότι  αυτών  είναι  ή  βασιλεία  τών  ουρα- 
νών. Μακάριοι  οι  πενθοΰντες•  Βιότι  αύτοϊ  3-έΧουν 
παρη'γορηθη.  Μακάριοι  οι  πράοι•  Βιότι  αύτοϊ 
Β^έΧουν  κΧηρονομήσει  την  ^ήν.  Μακάριοι  οΐ  πει- 
νώντες  καϊ  Βιψώντες  την  Βικαιοσύνην  Βιότι  αύτοϊ 
ΒέΧουν  -χορτασθί).  Μακάριοι  οι  εΧεήμονες•  Βιότι 
αύτοϊ  ΒέΧουν  έΧεηθή.  Μακάριοι  οι  καθαροϊ  την 
καρΒίαν  Βιότι  αύτοϊ  ΒέΧουν  ιΒεΐ  τον  θεόν.  Μα- 
κάριοι οι  είρηνοποιοϊ•  Βιότι  αύτοϊ  υίοϊ  θεού  Βε- 
224 


Η  ΜΕΤΑΛΗΨΙ2. 

Χουν  ονομασθη.  Μακάριοι  οι  ΒβΒιω'γμβνοί  8ίά 
την  ^ικαίοσύνην  Βίότι  αυτών  €ίναί  η  βασιλβία 
των  ουρανών.  Μακάριοι  βίσθβ  όταν  σας  όνβιΒί- 
σωσι  και  8ιώζωσι,  και  είττωσιν  εναντίον  σας 
ττάσαν  κακοΧο^γίαν,  ψευδόμενοι,  εξ  αιτίας  μου. 
Χαίρετε  καΐ  ά^άΧλ,εσθε,  εττειΒη  6  μισθός  σας 
είναι  7Γθ\ύς  εις  τους  ουρανούς"  8ιότι  οϋτω  εΒίωξαν 
και  τους  ττροφήτας,  οΐτινες  εστάθησαν  ττρότερον 
άτΓΟ  σας. 


ΤΑΕΙΣ 
ΤΗΣ  ΛΕΙΤΟΤΡΓΙΑΣ  ΤΟΤ  ΚΤΡΙΑΚΟΤ  ΔΕΙΠΝΟΤ' 

Ή 

ΤΗΣ   άγιας    ΜΕΤΑΛΗ^ΕΩΣ. 


Οσοι  ΐ\ονν  σκοπον  να  προσίΧθωσιν  ΐΐς  την  Άγίαν  'Μίταληψιν, 
ΒίΧουν  φαν(ρόν€ί  τα  ονόματα  των  ίΐς  τον  Έφημίριον,  τον- 
Χάχ^ιστον  ττρο  μιάί  ημίρας. 

Και  (άν  ΤΙ!  (ζ  αυτών  τ/ναι  φανερά.  κα\  δημοσία  κακή:  διαγωγής, 
η  (αν  ηδίκησί  τον  πΚησίον  τον  ΐν  "Κόγψ  η  έργω,  ώστί  νά 
σκανδάΚίζΐται  (Κ  τοντου  ή  ΈκιίΚησία,  6  Έφημεριο!,  πΧηρο- 
φορημίνος  π(ρ\  τούτον,  3(\(ί  κράξα  αντον  κα\  νονθίτησα, 
νά  μη  το\μηση  κατ  ουδΐνα  τρόπον  νά  ιτροσεΚθτ}  ίΐς  την 
Ύράπίζαν  τοΰ  Κνρίον,  ίωσον  νά  όμοΧογηστ}  παρρησία  οτι 
αΚηθω!  μ(Τ(νόησ€,  και  μ€Τ(βαΧέ  την  προτίραν  του  κακήν 
διαγωγην  •  ωστΐ  μΐ  τοντο  νά  (ύχαριστηθη  η  ΐΓρότ€ρον  σκαν- 
δαΧισβύσα  ΈκκΚησ'ια•  Και  οτι  (8ωκ(ν  Ικανοποίησιν  ίίί  τονί 
νπ'  αντοΰ  άδικηθεντας•  η  τουλάχιστον,  οτι  (χίΐ  πλήρη  υπό»• 
φασιν  νά  κόμη  οντω,  €υθχ>!  όταν  δυνηθί). 

1.  3 


Η   ΜΕΤΑΛΗΊΊ2. 

Τό  αντο  ΒίΚα  κάμει  ό  'Έφημεριος  και  προί  ΐκείνονς,  μΐταξν 
των  όποιων  βλεττίΐ  δτι  κνρΐίνΐΐ  κακία  κα\  μίσος•  μη  σνγχω- 
ρων  ΐϊί  αντοίις  να  γίνωσι  μίτοχοι  της  Ύραπίζη:  τοΰ  Κυρίου, 
(ως  να  μάθτ]  οτι  εσνν8ιαΧΚάγησαν.  ΚαΙ  βαν  ό  (ίς  μεν  ίκ 
των  8ιαφερομ(νων  ΐνχαριστηται  να  συγχωρηστ]  εκ  βάθους 
καρΒίας  ο\ας  τας  παρά  τοΰ  άλλου  γενομενας  εις  αυτόν  αδι- 
κίας, κα\  να  κάμτ]  εΙς  αυτόν  ίκανοποίησιν  8ι  όσοι/  τον  εβλα- 
'ψ^εν,  ό  8έ  ολλοΓ  δεί/  ϋ^εΧτ]  να  πεισθ[]  εις  ευσεβή  8ια\Χαγήν, 
αλλ  εμμέντ]  ακόμη  εΙς  την  8υστροπίαν  καΐ  κακίαν  του,  τότε 
ό  Ιερεύς  τον  μεν  μετανοοΰντα  πρέπει  να  δεχθί]  εΙς  την  Αγίαν 
Κοινωνίαν,  τον  δε  Ισχυρογνωμοΰντα  οχι.  Σημειωτέον  δε,  οτι 
πάς  Ιερεύς  όστις  ήθεΧεν  αποβάλει  τινά,  ως  διορίζεται  εΙς 
τοΰτον  η  εΙς  τον  προΚαβόντα  παράγραψαν  της  Αιαταζεως 
ταύτης,  χρεωστε'ι  νά  είδοποιηστ)  περ\  τούτου  την  ΈκκΚησια- 
στικην  άρχην,  έντος  δεκατεσσάρων  ήμερων  το  ποΧύ,  Η  δε 
ΈκκΧησιαστικη  άρχη  5ελει  ενεργήσει  εναντίον  τον  πταίστου 
κατά  τον  Κανόνα. 

Ή  Τράπεζα,  εν  καιρώ  τής  ΜεταΧήψεως  έσκεπασμένη  με  μεγάΧην 
Χευκήν  όθόνην,  ΆέΧει  τεθή  εΙς  το  σώμα  τής  'ΈκκΧησίας,  ή 
εις  το  ΊερατεΙον,  όπου  είναι  διωρισμένον  νά  γίνεται  ή  Έωθινή 
κα\  Εσπερινή  Τίροσευχη,  Και  ό  Ιερεύς,  Ιστάμενος  εις  το 
βόριον  πΧάγιον  τής  Τραπέζης,  ^ε'λεί  εΖπεΐ  την  Κυριακήν 
ΤΙροσευχήν,  κα\  την  άκόΧουθον  Έ,υναπτην,  γονυκΧιτονντος 
τοΰ  Χαοΰ. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  οση<ζ  βΐσαι  βίς  τους  ουρανούς,  *Ας 
ά<^ίασθτι  το  "Ονομα  σον  '\ς  βΧθτ]  η  ΒασίΧβία 
σον  *Ας  ^έντ)  το  ^έΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ού- 
ρανον,  ούτω  καΐ  εττάνω  βίς  την  ιγήν.  Ύον  άρτον 
ημών  τον  έττίονσων  86ς  βίς  ημάς  σημβρον.  Και. 
συ'γχώρησε  €ίς  ημάς  τα  αμαρτήματα  ημών,  καθώς 
καΐ  ημείς  συ^γ^ωροΰμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας  εΙς 
ημάς.  ΚαΙ  μη  μας  φερης  εΙς  ττειρασμον,  Άλλα 
ελευθέρωσε  ημάς  άττο  τοΰ  ττονηροΰ.     Αμήν. 

"Συναπτή. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ   ©εε,   εΙς   τον  όποιον  ο\αι  αϊ 
καρδίαι    είναι    άνοικταΐ,     οΧαι    αΐ   εττιθυμίαυ 
226 


Η    ΜΕΤΑΛΗΨΙ^. 

ιγνωσταΐ,  καΐ  άττο  τον  όττοΐον  τίποτε  δέν  κρύΐΓΤβ- 
ται,  καθάρισε  τους  δίολο'γίσμούς  των  καρΒιών 
ημών  δίά  τη^  εμιτνεύσεως  του  Άγιου  σου  Ώνεύμα- 
τος,  ώστε  να  σε  ά^αττώμεν  εντεΧώς,  καΐ  να  μεηα- 
Χύνωμεν  άξιοιτρεττώ^  το  ά'γίόν  σου  Όνομα•  δίά 
^Ιησού  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Έπατα  ό  Ίίρινς,  στραφ(\ς  νρος  τον  λαόι/,  5ελ6ΐ  αναγίρώσκ€ΐ 
καθαρά  ολας  τα!  ΔΕΚΑ  ΈΝΤΟΛΑΣ•  καΐ  6  λαός,  -γοννκλιτών 
ακόμη,  Βίλα  ζητ(1  €15  το  Τί'λοϊ  (κάστηί  Εντολής  ί'λΐος  πάρα 
θίοΰ,  δια  την  αυτής  παράβασίν  του  (Ις  το  παρελθόν,  κα\ 
χάριν  τοΰ  να  φνλάτττ]  την  αυτήν  6ΐί  το  μΐλλον    ως  (ττΐται. 

Ό  'ΐ€ρ(ύς. 

*Γ\   ΚΤΡΙΟΣ   ελαλησε    τους  Χόλους    τούτους    καΙ 
είττεν,  Έγώ   εΊμαι   Κύριος   6   Θεός   σου'   Μην 
€'χτ]ς  άΧΧους  3^εούς  ττΧην  εμοΰ. 

Ό  \αός.  Κύριε,  εΧέησον  ημάς,  καΐ  κΧΐνε  τας 
καρδίας  ημών  εις  το  νά  φυΧάττωμεν  ταυτην  την 
εντοΧήν. 

Ό  Ίίρίύί.  Μτ^  κάμΎ)ς  εις  τον  εαυτόν  σου  εϊΖωΧον, 
ουδέ  ομοίωμα  κανενός  "ϊτρά^/ματος,  'όσα  είναι  εις 
τον  ούρανόν  εττάνω,  ή  'όσα  είναι  εις  την  ^ην  κάτω, 
η  οσα  είναι  μέσα  εις  τα  ύδατα  υττοκάτω  της  ηης. 
Μτ/  ττροσκυνήσης  αυτά,  μη^ε  Χατρεύσης  αύτά'  οι- 
ότι  εγώ  Κύριος  ό  θεός  σου  είμαι  θεός  ζηΧοτυττος, 
και  άτΓοδί,'δω  εττάνω  εις  τά  τέκνα  τάρ  άμσφτίας 
τών  ττατέρων,  εως  την  τρίτην  και  τετάρτην  ^ενεάν 
εκείνων  οϊτινες  με  μισούν  και  κάμνω  εΧεοί  εις 
γ^ιΧιάΒας  γενεών  εκείνων  οϊτινες  με  άγαττουν,  και 
φυΧάττουν  τά  ιτροστά^/ματά  μου. 

Ό  Λαοί.  Κύριε,  εΧέησον  ημάς,  και  κΧΐνε  τάς 
καρΒία9  ημών  εις  το  νά  φυΧάττωμεν  ταυτην  την 
εντοΧήν. 

Ό  Ί(ρ(ΰς.  Μη  Χάβης  ματαίως  το  όνομα  Κυρίου 
του  θεού  σου'  Βιότι  ό  Κύριος  δεν  ^ελει  εχεί  8ιά 
αθώον  εκείνον,  όστις  Χαμβάνει  ματαίως  το  ονομο, 
αυτού, 

227   * 


Η   ΜΕΤΑΛΗ'ίΊΣ. 

Ό  Λαοί.  Κΰρί€,  βΧέησον  ημάς,  καΐ  κλίνε  τάς 
καρΒίας  ήμων  6ΐ?  το  να  φυλάττωμβν  ταύτην  την 
έντολ,ήν. 

Ό  Ίερ6ΐ;?.  ^Έ,νθνμον  την  ήμέραν  του  σαββάτου, 
8ίά  να  ά'γιάζΎ]ς  αυτήν.  '^Εξ  ημέρας  Β-έΧεις  €ρ<γά- 
ζβσθαι,  καΐ  εις  αύτάς  Τελείς  κάμνβί  όλα  σου  τα 
βρ^α•  ή  ημέρα  όμως  ή  ββΒόμη  είναι  το  σάββατον 
Κυρίου  του  θεού  σου'  κανεν  ερ^ον  δεν  Τελείς 
κάμνει  εις  ταύτην,  ούτε  συ,  ούτε  6  υιός  σου,  ούτε 
ή  ^υιγάτηρ  σου,  ούτε  6  ύττηρετης  σου,  ούτε  ή  ^ερά- 
τταινά  σον,  ούτε  το  κτήνος  σου,  ούτε  6  ξένος  σου 
όστις  είναι  μέσα  εις  τάς  ττύΧας  σου.  Αίότι  εις  εξ 
ημέρας  6  Κύριος  έκαμε  τον  ονρανον  καΐ  την  'γήν, 
την  3ά\ασσαν,  καΐ  δλα  οσα  είναι  εις  αυτά•  εις  δε 
την  έβδόμην  ήμέραν  κατέτταυσε'  8ιά  τούτο  6  Κύ- 
ριος εύ\ό<^ησε  την  ήμέραν  του  σαββάτου,  και 
ή<γίασεν  αυτήν. 

Ό   Καόί.     Κύριε,  ελέησον  ήμας,   καΐ    κΧίνε  τάς 
καρδίας  ημών  εις   το  νά  φυΧάττωμεν   ταύτην  τήν 
'■    εντο\ήν. 

Ό  Ίΐρΐΰί.  Ύίμα  τον  ττατέρα  σου  καΐ  τήν  μητέρα 
σου'  δια  νά  ^ίνης  μακρο-χ^ρόνιος,  εττάνω  εις  τήν 
ηήν  τήν  οποίαν  σε  δίδει  Κύριος  6  &εός  σου. 

Ό  Λαοί.  Κύριε,  ελέησον  ημάς,  καΐ  κΧίνε  τάς 
καρδίας  ημών  εις  το  νά  φύλάττωμεν  ταύτην  τήν 
εντοΧήν. 

Ό  '1ΐρ€ν5.    Μ.ή  φονεύσης. 

Ό  Ααόί.  κύριε,  ελέησον  ημάς,  καΐ  κλίνε  τάς 
καρδίας  ημών  εις  το  νά  φύλάττωμεν  ταύτην  τήν 
εντολήν. 

Ό  Ίερίύϊ.    Μή  μοί'χ^εύσης. 

Ό  Λαοί.  κύριε,  ελέησον  ημάς,  και  κλίνε  τάς 
καρδίας  ημών  εις  το  νά  φυΧάττωμεν  ταύτην  τήν 
εντολήν. 

Ό  'ΐΐρΐυς.    Μϊ)  κλέψης. 

Ό  Ααόϊ.  Κύριε,  ελέησον  ημάς,  και  κλίνε  τάς 
καρδίας  ημών  εΙς  το  νά  φύλάττωμεν  ταύτην  τήν 
εντολήν. 

228 


Η   ΜΕΤΑΛΗ'ΙΊΣ. 

Ό  Ίίρίύί.  Μη  ψ€υΒομαρτνρήσΎ}ς  κατά  του  ττΧη- 
σίον  σου  μαρτυρίαν  ψ€υΒή. 

Ό  Αηοί.  Κύρί€,  εΚέησον  ημάς,  καϊ  κ\ΐνβ  τά? 
καρΒίας  ημών  βί'ς  το  νά  φυΧάττωμβν  ταύτην  την 
€ντο\7)ν. 

Ό  Ί(ρ(νς.  Μην  βτΓίθυμήσης  την  οίκίαν  του  ττΧη- 
σίον  σου•  μην  βττίθυμησηζ  την  γυναίκα  του  ττΧη- 
σίον  σου'  μήτε  τον  ύττηρύτην  αυτού,  μήτ€  την 
Β^βράτταιναν  αυτού,  μήτ€  τον  βούν  αυτού,  μήτ€  τον 
ονον  αυτού,  μήτε  κανεν  Ίτρά^γμα  το  οττοΐον  είναι 
τού  ττΧησίον  σου. 

Ό  Λαός.  Κύριβ,  ελέησον  ημάς,  καϊ  έγραψε  εις 
τάς  καρΒίας  ημών  6\ας  τάς  εντο\άς  ταύτας,  8ε6- 
μεθά  σου. 

Επατα  ^ίλίί  άνα'γίνώσκΐσθαι  μία  των  δύο  τούτων  Συναπτών 
ντΓίρ  της  ΒαοΊΧισση:,  αττό  τον  Ιΐρΐα  ίσταμΐνον,  ως  ττρότ(ρον, 
κα\  Χίγοντα, 

*Ας  Βεηθώμεν. 

^[ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  τού  οττοίου  ή  βασιλεία 
είναι  αιώνιος,  και  η  Βύναμις  άττειρος,  ^ΕΧέησε 
οΧην  την  ^ΕκκΧησίαν  σου'  και  ούτω  διεύθυνε  την 
καρΒίαν  της  εκΧεκτής  δούΧης  σου  ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ,  της 
Ανάσσης  καϊ  Ή'γεμονίδος  ημών,  ώστε  αύτη  μεν, 
γνωρίζουσα  τίνος  ύττηρέτις  είναι,  νά  ζητή  ύττερ 
ττάντα  την  τιμήν  καϊ  την  δόξαν  σου•  ημείς  δε,  καϊ 
δΧοί  οι  ύττήκοοι  αυτής,  καΧώς  συΧΧο^γιζόμενοι 
τταρά  τίνος  έχε*  τήν  εξουσίαν,  νά  ύττηρετώμεν  αυ- 
τήν ΤΓίστώς,  νά  τιμώμεν,  και  ταττεινώς  νά  ύττοτασ- 
σώμεθα  εις  αυτήν,  εν  σοι  και  διά  σε,  κατά  τον 
ά'^ιον  σου  Λόγον  και  διατα<γήν•  διά  ^Ιησού  Χριστού 
τού  Κυρίου  ημών,  όστις,  μετά  σού  και  τού  Ά<γίου 
Πνεύματος,  ζή  και  βασιλεύει,  ττάντοτε  εις  θεός, 
εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

Η    Αντη. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  αιώνιε  Θεέ,  ύττό  τού  ά^/ίου 
σου  Λόγου   διδασκόμεθα,   οτι  αϊ  καρδίαι  των 

229 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

βασιΧέων  βίναί  €ί<;  την  Βιβύθυνσιν  καΐ  κνββρνησίν 
σου,  καΐ  'ότι  συ  8ιαθέτ€ΐς  καΐ  στρέφβις  αύτάς  οττως• 
φαίνβταί  καΚον  €ίς  την  ^βίαν  σου  σοφίαν  Ύαττβί- 
νώ<ξ  Ββόμβθά  σου,  ούτω  να  δίαθβτης  καΐ  νά  κυββρ- 
νας  την  καρΒίαν  τη<ί  Β1ΚΤΩΡΙΑ2  τή<;  ΒούΧης  σου, 
την  \νάσσης  καΐ  'Ίί'γβμονίΒος  ημών,  ωστβ,  εις 
6\ου^  τού';  στογασμού^,  λόγους,  και  ττράξβις  της, 
νά  ζητη  ττάντοτβ  την  τομην  καΐ  την  Βόξαν  σου, 
καΐ  νά  €7ημ€\ηταί  νά  Βιατηρτ}  τον  Χαόν  σου,  τον 
€μ7Γίστ€νθέντα  βίς  την  αυτής  ττρόνοιαν,  εν  ευημε- 
ρία, εΙρηνη,  καΐ  ευσέβεια.  Χ^άρισε  ταΰτα,  εΚεήμον 
ΤΙάτβρ,  διά  την  ά'γάττην  του  μονογενούς  σου  Ύίοΰ, 
του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού.     \μήν. 

Εττειτα  θ^ίλει  άναγνωσθή  η  Συνατττη  της  Ήμίρας.  Και  άμίσω! 
μΐτά  την  ΣννατΓτην,  6  'ΐίρίνς  ^ελει  άναγνώσίΐ  την  Έπιστο- 
\ην,  Χίγων,  "  Ή  Έττίστολι)  (ί),  Το  μέρος  της  Τραφης  τυ  διωρι- 

σμενον  άντι  της  Έττιστολ^ϊ)    ΐΐναι   γ^γραμμίνη  (Ις  το  

Κΐφάλαίον   του  ,    κα\    άρχίζβι    άττό    τον  Έτίχον." 

ΎίΚΐΐωθείσης  δε  της  'Έπιστο\ης,  θε'λεί  ειπεΐ,  "  Έδώ  τελειόί'εί. 
ή  Έπιστοΐ^ή.  Ύστερον  5ε'λει  άναγνώσΐί  το  Έυαγγίλιον 
[Ισταμένου  όλου  τοΰ  Χαου),    Χίγων,    "  Το  αγίον   Έυαγγίλιον 

€ΐναι  γΐγραμμένον   (Ις    το   Κεφαλαίοι/    τοΰ   ,    καΐ 

άρχιζα   άπο    τον Έτίχον. '      ΎίΧΐΐωθίντος    δε    καϊ    του 

Ευαγγελίου,  5ε'λεί  ■ψ-άλλεσ^αι  η  άναγινώσκεσθαι  το  άκό- 
λουθον  Σνμβολον,  ίσταμενον  έ'τι  τοΰ  λαοΰ  ως  ιτρότερον. 

ΤΤΙΣΤΕΤίΙ  εις  ενα  θεον  Πατέρα  Παντοκράτορα, 
Ποιητην  ουρανού  καϊ  ^ής,   ορατών  τε  ττάντων 
καϊ  αοράτων 

Και  εις  ενα  Κύριον  ^Ιησούν  Χριστον,  τον  Ύΐον 
τού  θεού  τον  μονογενή"  τον  εκ  του  Πατρός  γεννη- 
θέντα ττρο  ττάντων  τών  αιώνων,  θεον  εκ  θεού,  Φώς 
εκ  Φώτος,  θεον  άΧηθινον  εκ  θεού  άΧηθινού'  Γεννη- 
θέντα, ου  ΤΓΟιηθέντα,  ομοούσιον  τω  Πατρί'  8ιά  τού 
ΟΊΤοίον  έγιναν  τά  ττάντα'  Ύον  δί-'  ημάς  τους  άν- 
θρώνους,  καϊ  8ιά  την  ΙΒικήν  μας  σωτηρίαν,  κατ- 
εΧθόντα  εκ  τών  ουρανών,  Καϊ  σαρκωθέντα  δίά 
τού  Άηίου  Πνεύματος  εκ  της  Παρθένου  Μαρίας, 
230 


Η   ΜΕΤΑΛΗ^ΙΣ. 

και  βνανθρωίΓίσαντα'  ΚαΙ  στανρωθέντα  ΰττβρ  ημών 
€7γΙ  Ποντίου  ΠιΧάτου,  ΚαΙ  τταθόντα  καΐ  ταφέντα, 
καΐ  άναστάντα  την  τρίτην  ημβραν  κατά  τάς 
Γραψάς,  ΚαΙ  άνβΧθόντα  6ΐ9  τον<;  ουρανούς,  ΚαΙ 
καθ€ζόμ€νον  €κ  Ββξίών  του  Πατρός '  ΚαΙ  ττάΧιν 
ίρ'χόμβνον  μ€τά  Βόξης  Βιά  να  κρίνη  ζώντας  καΐ 
ν€κρούς'  Του  οττοίου  η  Βασίλε/α  δεν  ^ελεί  έ'χεί 
τελθ9. 

Πιστεύω  καΐ  €ΐς  το  Πνβυμα  το  'Άγίον,  το  \\.ύρίον, 
το  ζωοτΓΟίον,  το  €κ  του  Πατρός  καΐ  του  Ύίοΰ  έκττο- 
ρβυόμβνον  Το  συμττροσκυνούμβνον  καΐ  συνΒοξαζΟ' 
/χενον  όμου  μ€  τον  Πατέρα  καΐ  τον  Ύίόν  Το 
\αΧήσαν  8ίά  τών  Προφητών.  Πιστεύω  καΐ  εις 
μίαν  Ά<γίαν  Καθο\ίκήν  και  ΆττοστοΧικην  ΈκκΧη- 
σίαν  ΌμοΧο^ώ  εν  Βάτττισμα  εις  άφεσιν  αμαρ- 
τιών Προσδοκώ  άνάστασιν  νεκρών,  και  ζωην 
του  μέΧΧοντος  αιώνος.     ^Αμήν. 

Ύότ€  ^ίλίΐ  άραγγΐίΧα  ό  ^Έφημίριος  ΐΐ!  τον  λαοί/,  ποΐαι  €ορταΙ 
η  νηστησιμοί  ημίραι  ττρεπβί  να  φυΚάττωνται  εΐΓ  το  8ιάστημα 
της  €β8ομά8ος.  Και  τότε  ^ίλβι  8οθη,  αν  το  καΧί]  η  χρεία, 
εώησίί  της  Μ€τα\η\Ι/-ΐως •  καΐ  ^εΧονν  άναγνωσθη  Έγκΰκλια, 
Ώροσκλήσεις  ΈκκΧησιασ•τ(.καϊ,  καΐ  \φορισμοί.  Τίποτε  8έ 
8ίν  ^(λει  προκηρνττεσβαί  οντε  κοινοποιείσθαι  εις  τηνΈκκλη- 
σίαν  εν  καιρώ  της  9είας  Τελετής,  ειμή  8ια  τον  Αειτονργον' 
κα\  δί'  αντοΰ  οχι  τίποτε  ολλο,  πάρα  ο,τι  διορίζεται  εΙς  τους 
κανόνας  του  Βιβλίου  τούτον,  η  προστάζεται  από  την  Βασί- 
Χισσαν,  η  άπο  την  ΈκκΧησιαστικήν  αρχήν. 

Επειτα  ακολουθεί  ή  Αι8αχή,  ή  μία  άπο  τάς  'ΟμιΧίας,  οσαι  είναι 
ή8η  εκ8€8ομεναι,  η  ήθεΧαν  εκ8οθή  άκοΧονθως  με  κύρος  της 
αρχής. 

"Επειτα  ό  'ίερενς   επανέρχεται    εις   την  Κνριακήν  Τράπεζαν,  και 

αρχίζει   την  προσφοράν,    Χεγων  μίαν  η  πΧειοτερας  από   τάς 

άκοΧονθονς  περικοπάς,  όπως  κρίνη  άρμο8ιώτερον. 

Γ^ΎΤί2   ας   Χάμψτ)   το   φώς   σας   εμττροσθβν   τών 

ανθρώπων,  Βιά  νά  ϊΒωσι  τά  κα\ά  σας  ερ^α, 

231 


Η   ΜΕΤΑΛΗ^ίΊΣ. 

και   να  Βοξάσωσι  τον  Ώατβρα  σας  τον  €ΐς  τους  ού^ 
ρανούς.     Ματθ.  ('.  16. 

Μί)  3^ησανρίζ€Τ€  Βια  τον  εαυτόν  σας  θησαυρούς 
€7Γίίνω  €ίς  την  ψ]ν,  δτΓου  σκώΧηξ  καΐ  σκωρία 
αφανίζουν,  καΐ  'όττου  κΧίιτται,  τρυττοΰν  καΐ  κΧβ- 
ΤΓΤουν  άλλα  ^ησαυρίζβτβ  Βιά  τον  εαυτόν  σας  3~η- 
σαυρούς  εις  τον  ούρανον,  'όττου  οΰτβ  σκόίΚηξ  οΰτ€ 
σκωρία  αφανίζουν,  καΐ  οττου  κΧβττταί  δεν  τρυττοΰν 
ονΒε  κΧέτττουν.      Ματθ.  γ'.  19,  20. 

Όλα  οσα  ^^ελβτε  να  κάμνωσον  βίς  βσάς  οΐ  αν- 
θρωττοί,  ούτω  καΐ  σεΐς  κάμνετε  εΙς  αυτούς"  Βιότι 
οΰτος  είναι,  6  νόμος  καΐ  οι  ττροφήται.     Ματθ.  ^.  12. 

Αέν  -^ελεί  εισεΚθει  εΙς  την  βασιΧείαν  των  ου- 
ρανών Ίτάς  όστις  λεγεί  εί<?  εμβ,  Κύριε,  Κύριε•  άλλ' 
όστις  κάμνει  το  ^ελ,ημα  του  Ώατρός  μου,  όστις 
είναι  εις  τους  ουρανούς.     Ματθ.  ζ'.  21. 

Ό  'Ζ.ακγαΧος  σταθείς  είττε  ττρος  τον  Κύριον, 
Ιδού,  τά  ημίση  των  ύτταρ-χόντων  μου  δίδω,  Κύριε, 
εις  τους  τττωγούς•  καΐ  αν  ήΒίκησά  τίνα  εις  τίττοτε, 
άτΓοδιδω  τετραττ\οϋν.     Αονκ.  ιβ .  8. 

Ύίς  ύττάηει  ττοτε  εις  εκστρατείαν  με  ϊΒιά  του 
εξοΒα;  τις  φυτεύει  άμττεΧώνα,  και  Βεν  τρώγει 
άτΓΟ  τον  καρτΓον  αυτού;  η  τις  ττοιμαίνει  ττοίμνιον, 
και  Βεν  τρώγει  άττο  το  <γάΧα  του  ττοιμνίον;  1  Κο- 
ρινθ.  3τ'.  7. 

Έάι/  ημείς  εσττείραμεν  εις  εσάς  τά  ττνευματικά, 
/χεγα  7Γρα<γμα  είναι  εάν  Β^ερίσωμεν  τά  σαρκικά 
σας;   1  Κορινθ.  Β'.  11. 

Δεν  εξεύρετε  Οτι  οι  εργαζόμενοι  τά  ιερά,  τρώ- 
ηουν  άττό  το  ιερόν  ττρά^μα;  καΐ  οι  ένασγοΧούμενοι 
εις  το  ^υσιαστηριον,  είναι  συμμετογοι  του  θυσια- 
στηρίου ;  Οΰτω  καΐ  6  Κύριος  Βιέταξεν  εις  τους 
κηρύττοντας  το  εύα'γ'γεΧιον,  νά  ζώσιν  άττό  το  εύ- 
α'^'^εΧιον.     1  Κορινθ.  5'.  13,  14. 

Ο    σττείρων  με   φειΒωΧίαν,    με    φειΒωΧίαν   και 

θέΧει  Βερισεΐ'    και    6    σττείρων   με  άφθονίαν,   με 

άφθονίαν  και  ,^ελεί  Β^ερίσει.    'Άί   κάμντ]   έκαστος 

καθώς  ττροαιρεΐται  με  την   καρΒίαν  του•    ογ^ι  με 

232 


Η    ΜΕΤΑΛΗ'ί'ΙΣ. 

Χύττην,  η  βζ  ανάγκης '  Βιότί  ο  θεός  ά^αττα  τον 
ΙΧαρον  Βότην.      2  Κορινθ.  Β'.  6,  7. 

'Ο  8ιΒασκ6μ€νος  τον  λόγοι/,  ά<ί  κάμντ]  τον  ΒιΒά- 
σκοντα  σνγκοίνωνον  669  ο\α  τα  ατ^αθά  τον.  λΐ^ 
ττΧανάσθε•  6  Θεός  δεν  ττεριηεΚαταί'  δίότί  ο,τί 
στΓβίρβι  6  άνθρωπος,  τούτο  καΐ  ^ελει  3^€ρίσ€ί. 
Γαλατ.  γ'.  6,  Γ. 

Έωσοΰ  β-χομεν  καιρόν,  ας  ερ'γαζώμεθα  το  καΧον 
εΙς  οΧονς,  μάΧιστα  δε  €49  τους  οικείους  της  πί- 
στεως.     Γαλατ.  γ'.  10. 

Ή  ευσέβεια  είναι  πορισμός  με^ας,  εάν  τις  εύ- 
χαριστηται  εις  ο,τι  έχει•  Βιότι  τίποτε  δεν  εφέ- 
ραμεν  εις  τον  κόσμον  φανερον  οτι  ού8ε  τίποτε  να 
πάρωμεν  εξω  Βυνάμεθα.      1  Ύιμ.  γ' .  6,  7. 

Τοι)9  €19  τον  κόσμον  τούτον  πΧουσίους  παρά<γ- 
γελλβ  να  ηναι  εύμετάΒοτοι,  κοινωνικοί•  ^ησαυρί- 
ζοντες  εις  εαυτούς  Β^εμεΧιον  καΧόν  Βιά  το  μέΧΧον, 
Βιά  νά  άποκτήσωσι  την  αίώνιον  ζωήν.  1  Ύιμ.  γ'. 
17—19. 

Ό  0609  δεν  είναι  άΒικος,  ώστε  να  Χησμονήστ) 
το  ερ^ον  σας,  και  τον  κόπον  της  αγάπης,  την 
οποίαν  εΒείξετε  εις  το  ονομά  του,  ύπερετήσαντες 
τους  αβίους,  καΐ  υπηρετούντες  αυτούς.     'Έ-βρ.  γ'.  10. 

ΛΙ^  Χησμονητε  νά  εύερ^ετήτε,  και  νά  μεταΒί- 
Βετε•  Βιότι  εις  τοιαύτας  θυσίας  εύαρεστεΐται  ό 
Θεός.     Έβρ.  ιγ'.  16. 

"Οστις  έχει  τού  κόσμου  τούτου  τα  ά^αθά,  και, 
βΧεπων  τόν  άΒεΧφόν  του  έχοντα  χρείαν,  κΧείση 
τά  σπΧά'γχνα  του  από  αυτόν,  πώς  μένει  ή  ά'γάπη 
τού  Θεού  εις  αυτόν;   1  'ΐωάνν.  -γ'.  17. 

Έκ  των  υπαρχόντων  σου  κάμνε  εΧεημοσυνην, 
και  μην  άποστρέψτ]ς  το  πρόσωπον  σου  από  κανένα 
πτωχόν  και  δεν  Β^έΧει  άποστραφή  άπό  σε  το 
πρόσωπον  τού  θεού.     Τω/3,  δ*.  7. 

Καθώς  είναι  Βυνατόν  εις  σε  κατά  την  περιουσίαν 
σου,  κάμε  άπο  αυτό  έΧεημοσύνην  εάν  ηναι  οΧί'^/ον 
εις    σε,   μη    φοβήσαι   νά   καμνης   κατά  τό   όΧί'γον 

233 


Η   ΜΕΤΑΛΗ^ΙΣ. 

εΧεημοσύνην  Βίότί  θησαυρίζεις  εις  τον  εαυτόν  σου 
καΧόν  Β^σαυρον  6ί9  ημ,ίραν  ανάγκης.     Ίωβ.  δ'.  8,  9. 

Ό  εΧβών  τττω'χον  Βανβίζβί  εΙς  τον  Κύρων'  καΐ 
κατά  την  Βόσιν  του  3^έ\€ί  άνταττοΒοθή  εις  αυτόν. 
ΊΙαροιμ,  ιΒ'.  17. 

Μακάριος  όστις  βττιβΧεττβι  εις  τον  ιττωγον  καΐ 
ττένητα'   εις  ήμβραν  ΒΧίψβως  Β^βΧβι  τον  εΧευθβρώ- 

σ*€6  6  Κύριος.       Ψαλμ.  μα.   1. 

Έι/ώ  άναγινώσκονται  αΐ  ττΐρίκοτται  ανταί,  οΐ  Αιάκονοι^  οΐ  Έττι- 
τροτΓοι  της  'Έκκλησίας,  ΐ]  αΧλοί  τινβς  ετητή8€ΐοι  €Ϊς  τοΰτο 
διωρΐ(τθεντ€ί,  9εΧονρ  σννάζΐί  τας  8ια  τους  ΤΙτωχούς  ίλιημο- 
(τυνας,  καϊ  αΧλαί  προσφοράς  τον  λαοί,  μίσα  ίΐς  πρέποντα 
δίσκον,  δια  τον  σκοπον  τοντον  προμηθενμίνον  άπο  την  'Ειό- 
ρίαν.  Και  ΒίΧουν  τον  φέρει  ευλαβως  εΙς  τον  'ίερία•  όστις 
ΒεΧει  παρουσιάσει  αί/τον  ταπεινώς,  και  3έσει  επάνω  εΙς  την 
άγίαν  Ύράπεζαν, 

Και  οτε  γίνεται  Κοινωνία,  ό  Ίερενς  ί^εΧει  βά\εί  τότε  επι 
τηί  Τραπέζης  τόσον  ίίρτον  Κα\  οίνον,  όσον  στοχ^άζεται 
ίκανόν. 

Μετά  τοΰτο,  6   Ιερενς  3ε\ει  εΙπεΐ, 

*Ας  Βεηθώμβν  ύττβρ  τταντος  τοΰ  ττΧηρώματος  της 
^ΕκκΧησίας  του  Χριστού,  της  ενταύθα  εττι  ηης 
στρατευόμενης. 

ΓΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  κα\  αιώνιε  Θεέ,  όστις  8ιά 
του  άγιου  ΆττοστόΧου  σου  εΒΙΒαζες  ημάς  νά 
κάμνωμεν  ιτροσευγας  καϊ  δεήσεις,  και  νά  άττο- 
ΒίΒωμεν  εύ-χαριστίας,  ύττερ  ττάντων  των  άνθρώ- 
ττων,  Αεόμεθά  σου  ταττεινώς,  ττρόσΒεξαι  ευμενώς 
ί.'^^'ί  εΧεημοσύνας  και  τάς  ττροσφο- 

χ2ν£ημ12'.  Ρ«'?  Τ^"/  ^"""^  '^''''Τ"'^  "^"^  Βεήσεις, 
ναι  η  προσφο•  τας  οττοιας  Ίτροσφερομεν  εις  την 
ραι,  της  παρεν-    ^ζίαν    σου    Μ.ε'^οΧεώτητα'     καθικε- 

θέσεωρ  αϊ  λέξεις  /  '  \     '  '         '  ?■      λ      ' 

^     ~       ^    τευοντες  σε  να  εαττνεης  αοιαΧειτττως 

αποσιωπωνται.         ^       ,     ^  \     ■>  ι  \  -^ 

την  ΚαθοΧιΚ7]ν  ΕκκΧησιαν  με  πνεύμα 

άΧηθείας,   ενότητος,   και  ομονοίας.      Καϊ  ευδόκησε, 

ώστε  πάντες  οι  όμοΧο'^ούντες  το  ά^ιόν  σου  "Ονομα, 

234 


Η   ΜΕΤΑΛΗ1ΊΣ. 

νά  σνμφωνώσιν  βίς  την  άΧήθεοαν  τον  ά^ίου  σου 
Λόγοι/,  καΐ  νά  ζώσί  μβ  ομόνοιαν  καΐ  ^είαν  αγά- 
Ίτην.  "Ετί  Ββόμβθά  σον  νά  σώζη<ί  καΙ  νά  ττροστα- 
τβύης  δΧονς  τους  Χριστιανούς  Βασιλβΐς,  Ί^^€μό- 
νας,  καΙ  Κνβξρνήτας'  μάΧιστα  δέ  την  ΒούΧην  σον 
ΒΐΚΤί2ΡΙΑΝ  την  "Ανασσαν  ημών,  ώστβ  νά  κνββρνώ- 
μβθα  ΰτΓ  αύτην  με  ττάσαν  εύσί^βειαν  καΐ  ήσνχ^ίαν. 
Και  'χάρισε  βίς  οΧον  αύτης  το  ΣυμβούΧιον,  και  εις 
δΧονς  τους  εν  εξουσία  οντάς  υττ  αύτην,  νά  δίανε- 
μωσι  την  Βικαιοσννην  άΧηθώς  και  άμεροΧήτττως, 
ττρος  τιμωρίαν  της  ανομίας  καΐ  κακίας,  και  ττρος 
σνντήρησιν  της  άΧηθονς  θρησκείας  σον,  καΐ  της 
αρετής.  Αος  'χ^άριν,  ΙΙάτερ  Ουράνιε,  εις  δΧονς  τους 
ΈτΓίσκότΓονς  και  Ιερείς '  ώστε,  και  Βιά  τον  βίου 
και  8ιά  της  ΒώασκαΧίας  των,  νά  κηρνττωσι  τον 
άΧηθή  και  ζόί)ντα  Λόγον  σον,  καΐ  νά  ιερονρ'^ώσιν 
ορθώς  καΐ  ττρεττόντως  τά  αγί,ά  σου  Μυστϊ^ρια.  Και 
€19  οΧον  τον  Χαόν  σον  δό?  την  ούράνιον  σον  'χαριν 
μάΧιστα  δε  εΖς•  την  σνναξιν  ταύτην,  την  τταρονσαν 
ενταύθα"  ώστε,  με  ιτραείαν  καρΒίαν  και  ττροσή- 
κονσαν  εύΧάβειαν,  νά  άκούσωσυ  και  νά  Βεχθώσι 
τον  αΎΐόν  σου  Λόγον,  ύττηρετούντες  σε  άΧηθώς  εν 
ά'γιοτητι  και  δικαιοσύνη  ττάσας  τάς  ημέρας  της 
ζωής  αύτο)ν.  Και  Βεόμεθά  σου  ταττεινώς,  Βιά  την 
ά'^/αθότητά  σου,  Κύριε,  νά  'ΤΓαρη'^/ορΎ)ς  και  να 
βοηθης  δΧους  τους  εις  ταύτΎ/ν  την  τταρερ'χομε- 
νην  ζωην  ευρισκομένους  εις  στενο'χωρίαν,  ΒΧίψιν, 
άνά'^/κην,  άσθένειαν,  ή  ττάσαν  άΧΧην  εναντίανττερί- 
στασιν.  "Ετι  δε  εύΧο^ουμεν  το  ά^ιόν  σον  Όνομα, 
νττέρ  ττάντων  τών  ΒούΧων  σον  των  τεΧεντησαντων 
εις  την  ττίστιν  και  τον  φόβον  σον  Βεόμενοίσον,  να 
Βώσης  εις  ημάς  την  χάριν  ούτω  νά  άκοΧονθώμεν 
τά  καΧά  αυτών  τταραΒεί'γματα,  ώστε,  όμον  με 
αυτούς,  νά  ^ίνωμεν  μέτοχοι  της  ούρανίον  βασι- 
Χείας  σον.  Χάρισε  τούτο.  Πάτερ,  Βιά  την  ά^άττην 
του  μόνον  Μεσίτου  και  Αικαιωτον  ημών,  'Ιησον 
Χριστού.     Αμήν. 

235 


Η    ΜΕΤΑΛΗ>ΙΊΣ. 

Οταν  ό  Αΐίτονργος  δ/δ?;  ('ί^ησιν  πβρι  της  'κρουργίας  τη!  Αγία: 
Μίτάλη\1τΐω!,  (το  οποίον  πάντοτε  πρίπα.  να  κάμντ]  την  Κνρία- 
κην  η  Έορτήν  τινη  αμέσως  προηγονμΐνην,)  άφοΰ  τίΧ(ΐώσ€ΐ 
η  ΑιΒαχη  η  η  Όμιλία,  $ίλΐί  άναγρωσεί  την  άκόΧουθον  Ώαρ- 
αινΐσίν. 

Δ  ΓΑΠΗΤΟΓ    μου   άδβλφοί,    την  βργ^ομένην 

μέΧλω,  Βιά  τή<ί  βοηθ€ίας  του  θ€θΰ,  να  μβτα 
δώσω  βίς  ττάντας  τους  'έ-χοντα^;  τηστην  και  ζύσεβη 
διάθβσιν,  το  τταρη'γορητίκώτατον  Μνστήρίον  του 
Σώματο<ϊ  καΐ  Αίματος  του  Χρίστου"  Βίά  ναΧάβωσιν 
αυτό  6ΐ<?  άνάμνησιν  τή'ς  άζίομίσθου  Σταυρώσεων 
καΐ  Πάθου<ζ  αυτού,  8ίά  του  όττοίου  μόνου  άξίού- 
μβθα  της  άφίσβως  των  αμαρτιών  ημών,  καΐ  Ύΐνό- 
μεθα  μετο'χοί  της  ουρανίου  Βασιλείας.  "Οθεν  είναι 
χρέος  ημών  να  άττοδίδωμεν  ταττεινας  και  ε'^καρ- 
δίους  ευχαριστίας  εις  τον  ΥΙαντοδύναμον  Θεόν,  τον 
ούράνιον  ημών  Πατέρα,  διότι  έδωκε  τον  Τίόν  του, 
τον  Σωτήρα  ημών  ^Ιησοΰν  Κριστόν,  οχι  μόνον  νά 
αττοθάντ)  δι  ημάς,  άΧλά  ακόμη  νά  ηναι  και  ττνευ- 
ματικη  ημών  βρώσις  καΐ  στήριγμα  εις  τούτο  το 
Ιερόν  Μυστ^ίριον.  Άλλ'  ε-ττειδη  τούτο  είναι  μεν 
τόσον  3^εΐον  και  τταρη'γο'ρητικόν  εις  τους  άξίως  με- 
ταλαμβάνοντας αυτό,  εκ  τού  εναντίου  δε  τόσον 
ετΓΐκίνδυνον  εις  τους  τολμώντας  νά  μεταλάβωσιν 
αυτό  άναξίως,  χρέος  μου  είναι  νά  σας  "ττροτρέψω  εν 
τω  μεταξύ,  νά  Β^εωρησετε  το  ύψος  τού  ά<γίου  τούτου 
Μυστηρίου,  και  τον  μέ'γαν  κίνδυνον  τον  ττροερχό- 
μενον  εκ  της  αναξίου  μεταλήψεως  αυτού '  και 
ούτω  νά  ερευνήσετε  καΐ  νά  εξετάσετε  τάς  συνειδή- 
σεις σας,  {και  τούτο  οχι  εττιττολαίως,  και  κατά  τον 
τρότΓον  τών  ύτΓοκρινο μένων  ττρός  τον  @εόν,  άλλα 
ούτω)  ώστε  νά  ττροσέλθητε  ά'^ιοι  και  καθαροί  εις 
τοιούτον  ούράνιον  δεΐττνον,  με  το  ένδυμα  τού  ηάμου 
το  άτταιτούμενον  άττό  τον  &εόν  εις  την  ά•^ίαν  Γρα- 
φήν,  και  νά  ιγίνετε  δεκτοί  ώς  άξιοι  μέτοχοι  της 
ά^ίας  ταύτης  Ύραττέζης. 

Ή  οδός  δε  και  τά  μέσαττρός  τούτο  είναι,  ΥΙρώτον, 
236 


Η    ΜΕΤΑΛΗ^ΙΣ. 

να  €^6τασ6Τ€  την  ζωην  καί  το  ττόλίτβυμά  σας 
κατά  τον  κανόνα  των  εντολών  του  θβον•  καΐ  βίς 
ο,τι  €νρ€Τ€  τον  εαυτόν  σας  οτι  ήμαρτήσβτβ,  η  με 
ττροαίρεσι,ν,  η  μ€  λόγον,  η  μ€  ^ρ^ον,  νά  ^ρηνήσβτβ 
την  άμαρτίαν  σας,  καΐ  νά  βξομοΧο^ηθήτβ  βίς  τον 
ΠαντοΒύναμον  θβον,  με  ττΧήρη  άττόφασίν  δίορθώ- 
σεως  βίου.  ΚαΙ  εάν  καταΧάβετε  οτι  ήμαρτήσετε 
οχ^ι μόνον  εις  τον  Θεον,  άλλα  καΐ  εις  τον  ττΧησίον  σας, 
τότε  ^εΚετε  δίαλλαγ^  Η'^  αυτόν  οντες  έτοιμοι  νά 
κάμνετε  άττόδοσιν  και  Ικανοττοίησίν,  καθ"  6\ας  τάς 
δυνάμεις  σας,  8ιά  όσας  ζημίας  και  αδικίας  εκά- 
μετε  εις  τινά•  και  οντες  ακόμη  έτοιμοι  νά  συγχω- 
ρήσετε  εις  τους  αΚΚους  όσοι  ήμάρτησαν  εις  εσάς, 
καθώς  σεις  εττιθυμεΐτε  νά  Χαμβάνετε  συ'^'χωρησιν 
των  εις  τον  θεον  αμαρτημάτων  σας'  διότι  άΧλέως 
η  μετάΧηψις  του  άγ/ου  τούτου  Μυστηρίου  δεν 
κάμνει  άΧλο,  τταρά  νά  με^αΧύντ)  την  καταδίκην 
σας.  Όθεν  εάν  τις  άττό  σας  ηναι  βΧάσφημος  εις 
τον  θεον,  έμτΓοδιστης  η  συκοφάντης  του  Λόγου  αυ- 
τού, μοιγος,  η  ζίον  εις  κακίαν  η  φθόνον,  η  εις  άΧλο 
τι  βαρύ  άνόμημα,  μετανοήσετε  διά  τάς  αμαρτίας 
σας•  ει  δε  μη,  μη  ττΧησίασετε  εις  ταύτην  την 
άιγίαν  Ύράττεζαν  μηητως,  αφού  μεταΧάβετε  το  ά'^μον 
τούτο  Μυστηριον,  εΙσέΧθτ/  ό  διάβοΧος  εις  τάς  καρ- 
δίας σας,  καθώς  εΙσήΧθεν  εις  τον  ^Ιούδαν,  και  σας 
εμττΧησΎ)  άττό  ττασαν  άνομίαν,  και  σας  φβρτ)  εις 
άττώΧειαν  σώματος  καΐ  'ψυ'χτ}ς. 

Αλλ'  επειδή  άτταιτεΐται  νά  μη  ττροσέρ'χ^εται  καν- 
είς εις  την  άηίαν  Κοίνωνί'αν,  τταρά  με  ττΧήρη  ττε- 
τΓοίθησιν  εις  το  εΧεος  τού  θεού,  και  με  καθαράν 
συνείδησιν,  διά  τούτο  εάν  ηναί  τις  άττό  σας,  όστις 
δεν  δύναται  νά  άνατταύση  την  συνείδησιν  του  με 
τά  μέσα  ταύτα,  άλλ'  έχει  ακόμη  -χ^ρείαν  παραμυ- 
θίας η  συμβουΧης,  ας  εΧθη  ττρος  εμέ,  ή  ττρος  άΧ- 
Χον  τινά  συνετόν  και  ττετταιδευμένον  'Ύττηρέτην  τού 
Λόγοι»  τού  θεού,  και  ας  άνοιξη  τον  ττόνον  του' 
ώστε,  διά  της  διακονίας  τού  άγιου  Λόγοι;  τού 
θεού,  νά  Χάβη  την  χάριν  της  αφέσεως,   ομού  με 

237 


Η    ΜΕΤΑΛΗ^ΙΣ. 

την  τΓνενματίκην  σνμβουΧην  καΐ  8ώασκαΧίαν,  ττρος 
άνάττανσιν  τήζ  συνβιΒιίσβώς  του,  καΐ  άτΓοφνγην 
•πάση^  άνησνχ^ίας  και  ΒίσταΎμοϋ. 

*Η  ίάν  7ΤΟΤ6  18τϊ  τον  Χαον  άμΐΧοΰντα  να  ηροσεΧθη  ΐΪ5  την 
άγίαν  Κοινωνίαν,  άντι  της  προτίρας,  ΒεΧα  άναγνωσίΐ  ταντην 
την  Τίαραίνΐσιν, 

Λ  ΓΑΠΗΤΟΓ  μου  άζβλφοί,  την  μέλβτώ,   8ιά 

τή'ζ  'χ^άριτος  του  &€θΰ,  νά  \βίτουρ'•^ήσω  το  δεΓ- 
ττνον  του  Κυρίου,  βίς  το  όττοΐον,  βν  ονόματι,  του 
θβοΰ,  ττροσκαΧώ  6\ου<;  όσοι  βύρίσκβσθβ  εδώ  τταρόν- 
τβς••  και  σας  τταρακαΧώ  βνθέρμως,  Βιά  την  ά'γάττην 
του  Κυρίου  ημών  Ιησού  άριστου,  νά  μην  άποττοιη- 
θήτε  το  νά  ελ,θητβ  ττρος  αυτό,  €νω  ττροσκαΧεΐσθε  με 
τόσην  αΎαττην,  καΐ  τταρα'^'^εΚλ.εσθε  άττό  αυτόν  τον 
Θεόν.  ^Έ^ζεύρετε  ττόσον  βαρύ  καΐ  ττειρακτικόν  είναι, 
νά  ετοιμάση  τις  Χαμττράν  εύω-χ^ίαν,  νά  στοΧίση  την 
τράττεζάν  του  με  ττάν  ε18ος  εδεσμάτων,  ώστε  νά 
μη  Χείττη  άΧλο  τταρά  νά  καθήσωσιν  οι  συμττοσια- 
σταΐ,  και  έπειτα  οι  κεκΧημένοι  (χ^ωρίς  τινός  αι- 
τίας) ά'χαριστότατα  νά  άρνηθώσι  τό  νά  εΧθωσι. 
Ώοΐος  άττό  σας  δεν  ήθεΧε  ταρα'χθη  εις  τοιαύτην 
ττερίστασιν ;  Ύίς  δεν  ηθεΧε  στο'χασθη,  οτι  ε^ινεν 
εις  αυτόν  με^άΧη  ύβρις  καΐ  αδικία;  "Οθεν,  ά'^α- 
Ίτητοί  μου  εν  βριστώ  άδεΧψοΙ,  ττροσεξετε  καΧώς, 
μήττως,  άττομακρυνόμενοι  άττό  τό  άηιον  τούτο  Δεΐ- 
ττνον,  διεγείρετε  την  όρ^γην  τού  Θεού  εναντίον  σας. 
Έΐναι  εύκοΧώτατον  εις  τόν  άνθρωττον  νά  Χέ'γτ},  Αέν 
Β^έΧω  νά  κοινωνήσω,  διότι  εμττοδίζομαι  άΧΧοθεν 
άττό  κοσμικάς  ύττοθέσεις.  ΥΙΧήν  τοιαύται  ττροφά- 
σεις  δεν  είναι  τόσον  εύκοΧα  δεκταΐ  καΐ  συ<^<^νω- 
σται  ενώτΓίον  τού  Θεού.  ΆλΛ,'  εάν  τις  εϊττη,  ΈιΙμαι 
με^ας  άμαρτωΧός,  και  διά  τούτο  φοβούμαι  να 
ΊτροσέΧθω•  διά  τι  Χοιττόν  δεν  μετανοείτε,  και  δεν 
διορθόνεσθε ;  Ένώ  ό  Θεός  σας  καΧεΐ,  σεις  δεν  αι- 
σ'χύνεσθε  νά  Χέζετε,  οτι  δεν  &εΧετε  ττροσέΧθει; 
"ότε  γ^ρεωστεΐτε  νά  εττιστρέψετε  ττρός  τον  Θεόν, 
-θέλετε  ττροφασίζεσθαι  και  λεγεί,  οτι  δεν  είσθε 
238 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

€Τθΐμοί;  Στογ^ασθήτβ  καλώς,  πόσον  οΧί^'/ον  ^ε- 
\ουν  Ισχ^ύσα  ενώττιον  του  θβοΰ  τοιαΰταί  πΧασταΙ 
ττροφάσβις.  ^Εκείνοι,  οΐτινβς  άττβτΓοιηθ'ησαν  το 
δεΐττνομ  619  το  Εύα'γ'γάΧίΟΐ^,  8ίότι  η'^όρασαν  άγρόν, 
17  ήθελαν  να  δοκιμάσωσι  τά  ζβύ'γη  των  βοών 
των,  η  Βιότί  εννμφεύθησαν,  Βεν  άθωώθησαν  μβ 
ταύτα,  άΧλά  μάλιστα  ελο'γίσθησαν  ανάξιοι  του 
ουρανίου  Βείττνου.  Έγώ  εκ  μέρους  μου  3^έ\ω  €ΐ- 
σθαι  έτοιμος '  και  κατά  το  εττά'^'^/ελμά  μου,  σας 
■παρα^/'^/έλλω  εν  ονόματι  του  &εου,  σας  προσ- 
καλώ εν  ονόματι  του  Χριστού,  σας  προτρέπω 
καθώς  αγαπάτε  την  σωτηρίαν  σας,  να  γίνετε  μέ- 
τοχ^οι  ταύτης  της  αργίας  Κοινωνίας.  Και  καθώς  6 
Ύΐός  του  &εοΰ  ηύ8οκησε  να  παραΒώση  την  ■ψυ'χτ^ν 
του,  αποθνήσκων  επΙ  τοΰ  Σταυρού  8ιά  την  ιΒικήν 
σας  σωτηρίαν,  ούτω  και  ΙΒικον  σας  χρέος  είναι  νά 
λάβετε  την  Κοινωνίαν  εις  άνάμνησιν  της  Β^υσίας 
τού  Βανάτου  του,  ώς  6  ϊΒιος  το  έπρόσταξε.  Έάν 
δε  άμε\7']σετε  νά  κάμετε  τούτο,  στο-χασθήτε  πό- 
σην  μεηάΧην  ύβριν  κάμνετε  εις  τον  θεόν,  και  πό- 
σον βαρεία  τιμωρία  επικρέμεται  εις  τάς  κεφάλας 
σας  Βιά  τούτο,  όταν  εκουσίως  άπέ-χ^εσθε  από  την 
Ύράπεζαν  τού  Κυρίου,  και  άπο'χ^ωρίζεσθε  από  τους 
άΒελφούς  σας,  οϊτινες  ερ-χονται  νά  τραφώσιν  άπο 
την  ούράνιον  βρώσιν  τού  Δείπνου  τούτου.  Έάν 
στοχασθήτε  ταύτα  καλώς,  Β^έλετε  τραπή,  με  την 
βοήθειαν  τού  θεού,  εις  καλητέραν  ηνώμην  προς 
επίτευζιν  τού  οποίου,  ^έλομεν  κάμει  ακαταπαύ- 
στως τάς  ταπεινάς  ημών  Βεήσεις  προς  τον  ΥΙαν- 
τοκράτορα  Θεόν,  τον  Ούράνιον  ημών  ΥΙατερα. 

Εις  τον  καιρόν  της  Ύ(Χ(της  της  Κοινωνίας,  των  κοινωνών  αρμο- 
δίως τοποθίτημΐνων  ΐΐς  το  να.  δ(χθώσί  το  α-γιον  Μυστήριον, 
6    ΐ€ρενς  Βίλα  κάμα  ταύτην  την  ΙΙαραΙνΐσιν. 

Λ  ΓΑΠΗΤΟΓ  μου  εν  Κυριω,  σεις  οϊτινες  μελετάτε 

νά    προσέλθετε    εις  την   άηίαν  Κοινωνίαν  τοΰ 

Σώματος    και   Αίματος  τού   Σωτήρος   ημών  Ιησού 

\ριστού,    πρέπει    νά  στο^χ^ασθήτε,    τίνι    τρόπω   ό 

239 


Η    ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

α'γίος  ΏαΰΧος  νουθετβΐ  6\ονς,  να  δοκιμάζωσιν 
ακριβώς  καΐ  να  έξετάζωσιν  βαντούς,  ττρίν  τοΧμή- 
σωσί  να  φάγωσίν  βκ  του  'Άρτον  τούτου,  καΐ  να  ττί- 
ωσίν  €κ  του  ΥΙοτηρίου  τούτου.  Αιότί  καθώς  ή  ώφέ- 
Χβία  είναι  με^άΧη,  εάν  με  καρΒίαν  αληθώς  μετανοη- 
μένην  και  ττίστιν  ζώσαν  Χάβωμεν  το  ά'γιον  τούτο 
Μυστήριον  {ε-πειΒη  τότε  ττνευματικώς  τρώ^ομεν 
την  Σάρκα  του  Κριστοϋ,  και  ττίνομεν  το  Αϊμα  αυτού ' 
τότε  μένομεν  εν  τω  ϋριστώ,  καΐ  ό  Χριστός  εν  ήμΐν 
τότε  ε'ίμεθα  εν  με  τον  άριστον,  και  ό  Χριστός  με 
ημάς•)  ούτω  καΐ  ό  κίνΒυνος  είναι  μέ'γας,  εάν  Χάβω- 
μεν αυτό  άναξίως.  Αιότι  τότε  <γινόμεθα  ένοχοι 
τού  Σώματος  καΐ  Αίματος  τού  Σωτήρος  ημών 
Χριστού.  ΚαταΒίκην  εις  εαυτούς  τρώ^ομεν  και 
ττίνομεν,  μη  Βιακρίνοντες  τό  Σώμα  τού  Κυρίου•  την 
όργ]ν  τού  θεού  εξάτττομεν  εναντίον  μας•  τταροξύ- 
νομεν  αυτόν  εις  τό  νά  μαστίγωση  ημάς  με  δια- 
φόρους νόσους,  καΐ  ττοΧυειΒεΐς  θανάτους.  Κρίνετε 
Χοιττόν  εαυτούς,  ά8εΧφοΙ,  8ιά  νά  μη  κριθητε  αϊτό 
τον  Κύριον  μετανοήσετε  άΧηθώς  Βιά  τάς  τταρεΧ- 
θούσας  αμαρτίας  σας•  ε-χετε  ζώσαν  και  σταθεράν 
ττίστιν  εις  τόν  Χριστόν  τόν  Σωτήρα  ημών  διορ- 
θώσετε τον  βίον  σας,  καΐ  εγ^ετε  ά'γάττην  τεΧείαν 
ττρός  ττάντας  άνθρώττους•  ούτω  ΒέΧετε  είσθε  άζιοι 
μετο'χοι  τών  ά^ίων  τούτων  Μυστηρίων.  Ώρό  ττάν- 
των  Βε,  ■χ^ρεωστεΐτε  νά  άττοΒώσετε  ταττεινάς  και 
ε'ΊκαρΒίους  εύγαριστίας  ττρός  τόν  Θεόν,  τόν  ΪΙα- 
τερα,  τον  Ύιον,  και  το  ιινευμα  το  Α'γιον,  οια  την 
Χύτρωσιν  τού  κόσμου,  την  <γενομένην  Βιά  τού  3^ανά- 
του  και  τού  ττάθους  τού  Σωτήρος  ημών  Χριστού, 
τού  θεανθρώπου•  όστις  εταττείνωσεν  εαυτόν  μεγ^ρ ι 
θανάτου,  Βανάτου  Βέ  σταυρού,  Βι  ημάς  τους  άθΧί- 
ους  άμαρτωΧούς,  τους  καθήμενους  εν  σκότει  και 
σκιά  Ι^ανάτου,  Βιά  νά  μας  καταστήστ]  τέκνα  θεού, 
καΐ  νά  μας  ΰψώση  εις  ζωην  αίώνιον.  ΚαΙ  Βιά  νά 
ενθυμώμεθα  πάντοτε  την  ττρός  ημάς  ύττερβάΧΧου- 
σαν  ά'^άττην  τού  Αεσττότου  ημών  και  μόνου  Σω- 
τήρος ^Ιησού  Χριστού,  τού  ύττερ  ημών  ούτως  αττο- 
240 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

θανόντος,  καΙ  τα  ς  άττείρονς  ΐύβρ'γεσίας,  τά<;  οττοία^ 
μ€  την  γνσιν  του  τιμίου  του  αίματος  άττέκτησεν 
€ΐς  ημάς,  €σύστησ€  καϊ  Βίέταξεν  ά^ια  Μυστιίρια, 
ώς  €νεγνρα  της  ά'^άττης  του,  καϊ  δίά  τταντοτβινην 
άνάμνησιν  του  θανάτου  του,  ττρος  μβ'^/άΧην  καϊ 
αιώνων  τταρη'γορίαν  ημών.  Έ,ίς  τούτον  Χοίττον, 
ομού  μ€  τον  ΐΐατβρα  καϊ  με  το  "Α^ίον  ΊΊνεύμα,  ας 
άτΓοΒίΒωμεν  (καθώς  βαθέως  ■χρεωστούμεν)  άκατα- 
τταΰστους  ευ'χαριστίας'  6\ως  ύττοτασσομενοί  εις 
το  ά'^ίον  αυτού  ^εΧημα  καϊ  άρέσκειαν,  καϊ  σττου- 
Βάζοντες  νά  Χατρεύωμεν  αυτόν  εν  όσώτητι  καϊ 
Βικαιοσύντ},  ττάσας  τάς  ημέρας  της  ζωής  ημών. 
/^μήν. 

ΕτΓίΐτα   λί'γει   ό  'ΐΐρΐυς    ΐΐς    τους   ττροσ€ρ•)(ομΐνονί    να   \αβωσι 
την  ά-γίαν  Κοινωνίαν, 

"^ΕΙΣ  οΐτίνες  άΧηθώς  καϊ  ενθέρμως  μετανοείτε 
δια  τάς  αμαρτίας  σας,  καϊ  είσθε  εις  φιΧίαν  καϊ 
ηηάττην  με  τους  ττΧησίον  σας,  καϊ  άττοφασίζετε  νά 
διάγετε  νεαν  ζωην,  άκοΧουθούντες  τάς  εντοΧάς  του 
&εοΰ,  καϊ  εΙς  τό  εξής  ττεριττατούντες  εΙς  τους 
ά'γίους  αυτού  ζρόμους,  ΏροσεΧθετε  μετά  ττίστεως, 
καϊ  Χάβετε  τό  αηιον  τούτο  ^Ιυστηριον  ττρός  τταρη- 
ηορίαν  σας'  καϊ  κάμετε  την  ταττεινήν  σας  εξομο- 
Χό^ησιν  εΙς  τόν  ΤΙαντοκράτορα  Θεόν,  ηονυκΧιτούν- 
τες  εύΧαβώς. 

Εττ€ΐτα  3(\(ΐ  •γίν(ΐ,  άττο  €να  €Κ  των  Αΐΐτουργων,  η  Τινικη  Εξο- 
μοΧό-^ησις,  ίν  ονόματι  όΧων  όσοι  €χ^ονν  σκοπυν  να  Χαβωσι 
την  α-γίαν  Κοινωνίαν  γονυκλιτονντων  αυτοΰ  τΐ  και  οΧον  τον 
Ααοϋ  ίϋλαβώί,  κα\  Χιγόντων, 

υΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  Πάτερ  τού  Κυρίου 
ημών  ^Ιησού  Κριστού,  Ώοίητά  τών  άττάντων, 
Κρίτά  'όΧων  τών  άνθρώττων  ΌμοΧοηούμεν  καϊ 
^ρηνούμεν  τάς  άττείρους  ημών  αμαρτίας  καϊ  ανο- 
μίας, με  τάς  όττοίας  άττο  καιρόν  εις  καιρόν  βαρέως 
ησεβήσαμεν,  εν  Βιανοία,  εν  Χόηω,  καϊ  εν  ερ'γω, 
ίναντίον  εΙς  την  Θείαν  σου  ΜεηαΧειότητα,  τταρο- 
Μ 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

ξννοντα  καθ^  ημών  δίκαίως  την  6ρ<^ην  καΐ  την 
άιγανάκτησίν  σον.  Μβτανοοΰμεν  ενθέρμως,  καΧ 
ΧυτΓονμεθα  εκ  καρΒίας,  δια  ταύτας  τάς  ττονηράς 
ημών  7Γράξεί<ί'  Ή  ενθύμησις  αυτών  είναι  οδυνηρά 
649  ημάς,  Το  βάρος  αυτών  άνυττόφορον.  ^Κλέησον 
^μας,  ^ΕΧέησον  ημάς,  ΐΙοΧυεύσττΧα'^γνε  ΥΙάτερ' 
Δίά  την  ά'^άττην  του  Τίοϋ  σου,  του  Κυρίου  ημών 
Ίησοΰ  "Άριστου,  συγχώρησε  εις  ημάς  6\α  τά  τταρ- 
έΧθόντα'  Καϊ  γκάρισε  μας,  ώστε  εις  το  έξης  να 
δουΧεύωμεν  και  να  άρέσκωμεν  εις  σε  εν  καινότητι 
ζωής,  Εις  τιμήν  και  δόξαν  του  ^Ονόματος  σου'  Αιά 
*Ιησοϋ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Τότε  δ  'ΐίρβΰί  {τ]  6  'Έπίσκοπος,  αν  ηναι  τταρων,)  άνιστάμΐνος, 
καϊ.  στραφΐΐί  ττροί  τον  Ααον,  3(\ΐΐ  ττροφίρα  ταύτην  την 
"Αφΐσιν. 

'^  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  0609,  ο  Πατήρ  ημών  6 
ουράνιος,  όστις  δια  το  μέ<γα  του  ελεο9  υττε- 
σ'χεθη  άφεσιν  αμαρτιών  ττρος  ττάντας  τους  εττι- 
στρέφοντας  εΙς  αύτον  με  ε^κάρδιον  μετάνοιαν  και 
αληθινήν  ττίστιν,  Να  σας  εΚ,εήση•  να  συγχωρτ^σί/ 
καϊ  να  σας  ελευθέρωση  άττο  6\ας  τάς  αμαρτίας 
σας•  νά  στηρίξτ/  και  να  σας  ενισγυση  εις  ττάσαν 
αγαθότητα•  καϊ  νά  σας  φερη  εΙς  την  αιώνιον  ζωήν 
-δίά  ^Ιησού  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

'ΈτΓίίτα  6  'ΐΐρΐύς  \ΐγ€ΐ, 
^Ακούσετε  οττοίους  τταρη^ορητικούς  \ο<γους  ττροφε- 

ρει   6  Σωτηρ    ημών   Χρίστος,    ττρος  6\ους  τους 

αληθώς  ετηστρεφοντας  εις  αυτόν. 
'^'ρΛΘΕΤΕ  7Γρ09  εμε,  οΧοι  οι    κοττιώντες   και   ττε- 
φορτισμενοί,   καϊ   εγώ  .^ελω   σας   άνατταυσει. 
Ματθ.  ία.  28. 

τόσον  ή^άττησεν  ό  Θε09  τον  κόσμον,  ώστε  τον 
Ύίόν  του  τον  μονογενή  έδωκε,  διά  νά  μην  άττολεσθτ} 
ττάς  όστις  πιστεύει  εις  αύτον,  αλλά  νά  εχη  ζωην 
αΐωνίον.      'ΐωάνν.  γ.  16. 

ακούσετε  και  τι  λεγεί.  ό  "Κ'^ιος  Ιίαΐίλος' 
ΙΙιστος  είναι  6  Χόηος,  καϊ  άξιος  πάσης  αποδοχής, 
242 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

ΟΤΙ  6  Χρίστος  Ίτ/σοΟς  η^θζν  εις  τον  κόσμον  νά 
σώστι  τους  άμαρτωΧούς.     1  Ύιμ.  α.  15. 

*Ακούσ€Τ€  καΐ  τι  Χέ'γβι  6  "Αγίος   1ωάννη<;  • 
Εάν    τΐ9    άμαρτήστ],    ^'χομβν   ΏαράκΧητον  ττρος 
τον  Πατέρα,  τον  ^Ιησονν  Χρίστον  τον  Βίκαιον   καΐ 
αύτος  βίναι  ή  βξίΧεωσις  ττ^ρΐ  των  αμαρτιών  ημών. 
1  Ίαάνν,  β.  1,  2. 

Κα»  μΐτά  ταντα  ό  Ίίρινς  (ξακοΧονθίΙ  Χίγωρ, 

"Εχετε  τάς  καρ8ίας  σας  ττρος  τά  άνω. 
Άττόκρ.  "Εχο/^εν  αύτάς  ττρος  τον  Κύριον. 
Ίίρίχις.  *Ας     ευγαριστήσωμξν    Κύριον    τον     Θεον 

ημών. 
Άττόκρ.  Έ,ιναί  άξιον  και  Βίκαιον. 

Επίίτα    στραφ(\ς    ό     1(ρ€νς    ιτροί    την  Ύράττΐζαν   του   Κνριον 

*  Αϊ     λεξίίς    'Ρ^ΙΝΑΙ  άξιον,  Βίκαιον,  και   οφζΐΧό- 
ανται,   "  Τΐαηρ  μβνον  γρέος,    νά   σέ    ζύγαριστώ- 

"Αγίί,"  τταρσλίΓ  Α"     ,       Λί-        \  'ϊ;    V  ' 

^οντα^τήνΚν-  ί^^^  γαντοτε  και  πανταχού,  Κυριβ, 
ριακήντηςΆ-^ί-  *  ΐΐάτερ  'Άγίε,  ΥΙαντοΒύναμβ,  Αίώνΐ€ 
ας  Ύριάΐος.  0^^^ 

Ενταύθα  άκόλονθίΐ  ό  κατάλΧηΧος  ιτροοιμιακος  κατά  τον  καιρόν, 
«αϊ/  ηναι  τι.ς  ΐπίτη8α  8ιωρισρ(νοί•  εί  δε  μη,  αμ(σως  άκο- 
λονθυνν  τα  ίπόμίνα. 

"ΟΘΕΝ  μ€τά  Χγγελ-ων  καΐ  Αρχάγγελων,  καΐ  οΧον 
του  τά'^/ματος  τών  Ουρανών,  αίνοΰμβν  και  μβ- 
γαΧννο/χεν  το  βνΒοξόν  σου  "Ονομα•  ΰμνοΰντές  σε 
ττάντοτβ,  καΐ  λεγοντε9,  "Αγ409,  "Α^ιος,  "Α'γιος,  Κύριος 
Θεός  Σαβαώθ'  ττΧήρης  6  ουρανός  και  η  γ»)  τ^ς 
Βόξης  σου•  Αόξα  σοι,"Ύψιστ€  Κύριβ.     Αμήν. 

ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ  ΠΡ00ΙΜ1ΑΚ0Ι. 

Την  ημΐραν  των  Χριστονγιννων,    και  είί  τά:  άκόλονθοίισα!  ίπτα 
ημίρας. 

ΛΙΟΤΙ    βΒωκβς    τον   μονογενή    σου   Ύίον  ^ΙησοΟν 
άριστον  να  <γ€ννηθ'η  8ιά  ημάς,   ώς  εις  τον  ττα- 
ροντα  καιρόν  όστις,  Βιά  της  ε'νεργε/ας  τον  Ά'γίον 
Μ  2 


Η   ΜΕΤΑΛΗΦΙ2. 

Τίνενματος,  β'γινβν  άνθρωπος  αληθινός  €Κ  της  ουσίας 
της  ΥΙαρθβνον  Μαρίας  της  μητρός  αύτού'  καΐ  τοΰτο 
'χωρίς  κηΧίΒα  αμαρτίας,  Βιά  να  καθαρίση  ημάς 
ατΓο  ττάσαν  άμαρτίαν.    "Οθεν  μβτά  Αγγέλων,  Λ.τ.λ. 

Ύην  ημίραν  τοΰ  Ιΐάσχα,  και  (Ις  τας  ακολουθούσας  ίπτα  ημίρας, 

*"Ρ^ΗΑΙΡΕΤί2Σ  δε  οφβιλομεν  να  σε  νμνωμβν,  8ιά 
την  βν^οξον  \νάστασιν  του  Ύίοΰ  σου,  ^Ιησοΰ 
"Κριστοΰ  τοΰ  Κυρίου  ημών  Βιότί  αύτος  είναι  6 
αληθινός  ^ Αμνός  του  Πάσχα,  όστις  εθυσιάσθη  ύττερ 
ημών,  καΐ  αφήρεσε  την  άμαρτίαν  τοΰ  κόσμου• 
Όστις,  Βιά  τοΰ  Β^ανάτου  του,  κατήργησε  τον  θάνα- 
τον και  Βιά  της  εκ  νεκρών  αναστάσεως  τον,  εττ- 
ανεφερεν  εις  ημάς  την  αίώνιον  ζωην.  "Οθεν  μετά 
Χγγελων,  κ.τ.Χ. 

Την  ήμίραν  της  Άναλη\Ι/•(ωί,  καΐ  τας  άκοΧουθούσας  ίπτα.  ημ€ρας. 

Λ  ΙΑ  τοΰ  ά^αττητοΰ  σου  Ύΐοΰ,  ^Ιησοΰ  Χρίστου  τοΰ 
Κυρίου  ημών  όστις,  μετά  την  ενΒοζόν  του  Άνά- 
στασιν,  εφανερωσεν  εαυτόν  εις  όλους  τους  Αττοστό- 
\ους  του,  καΐ  ενώπιον  αΰτοιν  άνελήφθη  εΙς  τους 
Ουρανούς,  Βιά  νά  ετοιμάση  τόττον  εΙς  ημάς'  ώστε, 
οττου  είναι  αύτος,  εκεί  νά  ημεθα  καΐ  ημείς,  και  νά 
συμβασιλεύωμεν  μετ  αύτοΰ  εν  Βοξτ}.  '  Οθεν  μετά 
"Άτ/^έλων,  κ.  τ. λ. 

Την  ημίραν  της  ΐΐΐντηκοστης,  κα\  τας  ακολουθούσας  εξ  ημίρας. 

Λ  ΙΑ  ^Ιησοΰ  Χριστού  τοΰ  Κυρίου  ημών  κατά  την 
άληθινην   εττα^Ύελίαν  τοΰ   όττοίου,   κατεβη   το 

Ά<γιον  Πνεύμα,  ώς  εις  τον  παρόντα  καιρόν,  αϊτό 
τους  Ουρανούς  με  αΙφνιΒιον  ηχον,  ώς  όρμώσης 
βιαίας  ττνοης,  εν  εϊΒει  ττυρίνων  γλωσσών,  καθήμε- 
νον  επάνω  εΙς  τους  \ποστόλους,  Βιά  νά  ΒιΒάξτ) 
αυτούς,  καΐ  νά  6Βη<γήση  εις  πάσαν  άληθειαν  ΒίΒον 
εις  αυτούς  το  'χάρισμα  τών  Βιαφόρων  γλωσσών, 
και  παρρησίαν  ενταυτω  με  ζήλον  Βιάπυρον  νά 
κηρύττωσι  σταθερώς  το  Εύαγγελίον  ει?  πάντα  τά 

■4θνη'  Βιά  τοΰ  οποίου  έξηλθαμεν  από  τό  σκότος  καΐ 
244 


Η    ΜΕΤΑΛΗΫΙΣ. 

την  ττΧάνην,  €ΐς  το  καθαρον  φως  καΐ  την  αληθινην 
<^νωσίν  Σον,  καΐ  του  ΎίοΟ  σου  ^Ιησοϋ  Χριστοί;. 
^Όθεν  μετά  Αγγέλων,  κ.τ.Χ. 

Την  Έορτην  της  Άγίαί  ΎριάΒος  μόνον. 

'^ΓΛΣΎΪΣ  βίσαί  εΙς  Θεός,  βίς  Κύριος '  οχ^ι  €ν  μό- 
νον ΏρόσωτΓον,  άΧλά  τρία  Ώρόσωττα  ύν  μια 
Ουσία•  βττβίδί)  ο,τι  ττιστεύομεν  ττβρί  της  Βόξης 
τον  ΐΐατρος,  το  αυτό  ττιστεύομεν  ττερί  τον  Τίον, 
και  ττζρΐ  τον  'Χ'^ίον  ΥΙνβνματος,  χωρίς  τινά  Βιαφοράν 
ή  ανισότητα.    "Οθεν  μετά  Αγγέλων,  κ.τ.\. 

Μίτα  ΐκαστον  των  Τίροοιμιακών  τοντων  άμεσωί  9(Κίΐ  ψάλΚ^σβαί 
η  άναγινά>σκ€σθαι, 

'^Γ\ΘΚΝ  μετά  Αγγέλων  καΐ  Αρχάγγελων,  καΐ  οΚου 
τον  τάγματος  των  Ουρανών,  αΐνοΰμεν  και  με- 
γαλυνο/χεν  το  ενΒοξόν  σον  "Ονομα'  νμνουντες  σε 
ττάντοτε,  καΐ  Χάροντες,  'Ά'^/ιος,  "Χ'^ιος,  "Α^ιος  Κύριος 
θεός  Σαβαώθ'  ττΚηρης  ό  ουρανός  καΐ  ή  ηη  της 
Βόξης  σου'   Αόξα  σοι,  "Τψιστε  Κύριε.     \μην. 

ΕτΓίΐτα  ό  Ιίρεΰί,  •γοννκ\ι.των  ίΐϊ  την  Ύράττΐζαν  του  Κυρίου, 
λίγίΐ  την  ακόΧονθον  Έ,ίιχην,  (Ιί  το  όνομα  όλων  όσοι  μίΚλονν 
νά  μΐτάΚάβωσι. 

Λ  ΕΝ  τοΧμώμεν  νά  εΚθωμεν  εΙς  ταύτην  την  Ύρά- 
ττεζάν  σου,  ττοΧυέΧεε  Κύριε,  ττεττοιθότες  εις  την 
ΙΒίαν  ημών  Βικαιοσύνην,  άλλ'  ει^  τό  ττΧήθος  καϊ 
μέ'γεθος  των  οίκτιρμών  σου.  Δεν  είμεθα  άζιοι 
ονΒε  τά  ψιχία  νά  σννάζωμεν  ύττό  την  Ύράττεζάν 
σου.  Συ  όμως  είσαι  ό  αυτός  Κύριος,  του  όττοίον 
ΙΒιότης  είναι  τό  εΚεεΐν  ττάντοτε.  Χάρισε  Χοιττόν 
εις  ημάς,  ευμενέστατε  Κύριε,  οΰτω  νά  τρώ^ωμεν 
την  σάρκα  του  άγατττ^τοΟ  σου  Ύΐοΰ  Ίησου  Χρίστου, 
και  νά  ττίνωμεν  τό  αίμα  αυτού,  ώστε  τά  άμαρτωΧά 
ημών  σώματα  νά  καθαρισθώσι  Βιά  του  σώματος 
αυτού,  και  αι  ψυχαι  ημών  νά  Χουσθώσι  Βιά  τον 
τιμίου  αίματος  αυτού,  καϊ  νά  μενωμεν  ττάντοτε 
ημείς  εν  αύτω,  καϊ  αυτός  εν  ημΐν,     ^Αμήν. 

245 


Η   ΜΕΤΑΛΗίΊΣ. 

'ί^φοΰ  6  Ίΐρΐΐ)!,  Ιστάμΐνος  ορθιοί  ΐμπροσθίν  της  Ύραηίζη:,  θαι- 
τά^,ι;  οντω  τον  Αρτον  και  τον  Οίνον,  ωστΐ  να  ΐμττορτΙ  τον 
Αρτον  να  κότΓττ]  ΐνώττιον  τον  Ααον  μ(  (νκο\ίαν  καΐ  (υκο- 
σμίαν,  και  να  λάβη  το  ΙΙοτηριον  βίί  τάί  χίφάί  τον,  Χίγΐΐ 
την  Ένχην  της  Καθιερώσεως,  οντω• 

|][ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  Ούράνΐ€  ήμων  Πάτερ,  οσ- 

τί<ί  Βίά  το  μβ'γα  σον  έλεος  έδωκες  τον  μονο<γ€νη 

σονΤίον  ^Ιησοΰν  'Κρι,στον,  να  νττοφερτ}  Β^άνατον  εττΐ 

τοΰ  σταυρού   8ίά  την  \ύτρωσιν  ημών    οστι<ί  δί.ά 

τη<ζ  7Γροσφορά<ί  εαυτόν,    άτταξ  Ύενομένης,    εκαμεν 

€κεΐ  ττΚηρη,   τεΧείαν,    καΐ    ίκανην   Β^υσίαν,    ττροσ- 

φοράν,  καΐ  ίκανοτΓοίησιν,  8ίά  τάς  αμαρτίας   6\ου 

τον  κόσμου"  καΐ  Βίέταξε,   καΐ  εΙς  το  α'^ίον  αύτοΰ 

Εύαγγελ,ίον  μας  7Γαρη<^<γει\ε  να   κάμνωμεν  τταντο- 

τεινην    άνάμνησιν    εκείνον    τον    ττοΧντίμου    αύτοΰ 

θανάτου,  μέχρί  της  Βευτέρας  του  εΧεύσεως'  Έττά- 

κουσον  ημών,  οίκτίρμων  Πάτερ,  ταττεινώς  Βεόμεθά 

σον  καΐ  γκάρισε  εΙς  ημάς,  ώστε  μεταΧαμβάνοντες 

τούτων  των  ποιημάτων  σου,    του   άρτου   καϊ   τοΰ 

οϊνου,   κατά  την  άηίαν  Βιαταηην  τοΰ  Τΐοΰ  σου,  τοΰ 

Σωτήρος  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού,   εις  άνάμνησιν  τοΰ 

*  Έντανθα  ο    Βανάτον  και  τον  ττάθονς  αύτοΰ,  νά  γε- 

'Ιΐρενς  λαμβά-    νώμεθα  κοινωνοί  τοΰ  ύττερενΧαιγημέ- 

νπ  τον  οισκον    ^^^  Σώματος  καϊ  Αίματος  αύτοΰ '  δσ- 

εις    τας    χαράς  ,   '^    ,  ,     ,         /  ^,  ^^ 

^ρ„  τις,  εις  την  αυτήν  νύκτα  κασ  ην  τταρ- 

Ί"  Και  ίνταϋ-  βΒίΒετο,  *  εΧαβεν  'Αρτον,  και  ενγαρι- 

θα    κόπτει  τον  β-^^ί^-^,ς  ή-  βκοΛΪτεν   αύτον,  καϊ  εοωκεν 

Αρτον.  ,'ν            ^    '  ^         ,       ^     ^  ,                  , 

χ  Και  ενταν-  β*?  τους  μαϋητας  αντον,  λέγων,  Λα- 

θα  /3άλλ£ΐ  την  βετε,  φά'γετε'   χτοΰτο  εϊναι  το  Σώμα 
χείρα  του  επα-  ^^  ύττερ  νμών  ΒιΒόμενον  τοΰτο 

νω  εις  όλον  τον  '^ ,  >,'  ■>       '^      (^^        / 

'Αρτον.  κάμνετε  εις  άνάμνησιν  εμού.     Ω,σαυ• 

§  'Έ,ντανΟα       ψως  μ€τά  ΤΟ  Βεΐττνον  εΧαβε  §  το  Πο- 
ΧαμβάνειτοΠο.       '  ^^^      ^^Ι     εύναριστήσας     εΒωκεν 

τηριον    εις    τας        ,"^      ,'      \  ,    -^    ^        /  ,^        , 

χίΐράς  τον.  ί^?   αυτούς,   λέγων,    ΙΙιετε   εξ   αυτού 

II  Βάλλίΐ  την    -ττάντες'   Βιότι  τοΰτο  είναι   II  το  Αΐμά 

χεφα    τον    εις  ^     ^^       καινής    Αίαθηκης,      τ6 

(είτε  τΓοτηριον,    υττερ    υμών   και  ττολλων   εκγυνομζ- 

246 


Η   ΜΕΤΑΛΗ*Ι2. 


ί'τε  φιάλη,)  ιίς    γογ  €19  αφΐσιν  άμαρτίών  τούτο  κα- 


το  οποίον  ίίναι 


οΊν  'λλ        /^νβτβ,   οσακίς  ττινετε,    €49  αναμνησίν 

νά  καθίίρωθ^.        βμοΟ.      Αμήν. 

τότε  ό  Λειτουργοί  3/λει  κοινώνησα  πρώτος  αντοί,  και  (Ις  τα 
ίΰο  (18η•  και  (ΐτΐΐτα  ^ε'λίΐ  μεταδώσει  τα  αντα  είί  τους  Εττι- 
σκόπονί,  'ίερεΤί,  κα\  Αιακόνον:  {(άν  τινίί  (ζ  αυτών  τταρευ- 
ρ'ισκωνται)•  μ(τα  ταντα  δε  και  εΐΓ  τον  \αον  κατά  τάξιν  εΐΓ 
τάί  χεΤράί  των,  οΧων  εύλαβώί  γοννκΧιτουντων.  Και  ε'νώ 
ρεταδιδ.7  τόί»'λρτοί'  είί  ει/α  (καστυν,  λέγει, 

προ  Σώμα  τον  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χρίστου,  το 
ότΓοΐον  €8όθη  ΰττίρ  σου,  να  διατηρτ}  το  σώμα 
και  την  ψυ'χ^ήν  σου  βίς  ζωήν  αΐώνιον.  Αάββ  καΧ 
φά'γ€  τοΰτο,  €49  ανάμνησιν  του  ύττερ  σου  άττοθα- 
νόντος  Χριστού"  και  βοσκού  άττο  αύτον  μέσα  €49 
την  καρ8ιαν  σου  Βιά  ττίστΐως,  μβτά  ζύ'χαριστία<ζ. 

Και    ό    Λειτουργοί,    οστίϊ   δ/δει   το   ΤΙοτήριον   είί  (να  ΐκαστον, 
5ελει  λε'γει, 

'Τ'Ο  Αίμα  τού  Κυρίου  ημών  Ιησού  Χριστού,  το 
ότΓοΐον  €χύθη  ύττερ  σού,  νά  Βιατηρη  το  σώμα 
και  την  ψυγ^ήν  σου  6ΐ9  ζωήν  αΐώνιον.  Πΐ€  τούτο, 
ζΐ'ζ  ανάμνησιν  τού  ύττίρ  σού  βκ'χυθέντο'ς  αίματος 
τον  Χριστού,  καΐ  βύ^χ^αρίστβι. 

Εάν  6  καθΐΐρωμ€νος'Άρτοί  η  Οινοί  τελειώστ^  πρι»/ ρεταλάβωσιρ 
δλοι,  τότΐ  6  'ίερεΰϊ  καθκρόνα  και  αΧΚον,  κατά  τον  άνωτίρω 
ίιαταχ^θίντα  τύπον,  άρχίζων  άττο  το  '  "Ο  Σωτίφ  ημών  Χρίστος, 
(Ις  την  ιδίαν  νύκτα,  κ.  τ.  λ."  δια  την  (νΚογΙαν  τοΰ  Αρτου  •  κα\ 
από  το  Οσαύτωί  μετά  το  Δείπνοι*,  <•  τ.λ."  8ιά  την  εΰλογίαι» 
τοΰ  ΏοτηρΙου, 

\φοϋ  όλοι  κοινωνησωσιν,  ε'ττιστρεφει  ό  Λειτουργοί  είί  την  Ύρά- 
τΓίζαν  τοΰ  Κυρίου,  καϊ  (τηθίτΐΐ  είί  αυτήν  (νΧαβως  το  (ναττο• 
Χειφθίν  άττο  τα  καθΐ€ρωμίνα  (1.8η,  καΚΰπτων  αυτά  ρε  καθα- 
ράν  οθόνην. 

Επειτα  ό  Λειτουργοί  λέγει  την  Κυριακην  Ώροσΐυχην,  (ΐτανα- 
\αμβανοντος  τοΰ  Ααοϋ  μετ  αντον  ίκάστην  αιτησιν. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  βίσαι  ίΐς  τους  ουρανούς,  *Α(ζ 
άτ/ιασθτ)  το  "Ονομα  σον  *Α'ί  βΧθτ]  ή  βασιλεία 

247 


Η   ΜΕΤΑΛΗ1ΊΣ. 

σον  *Ας  ^εντ)  το  ^εΧημά  σου,  καθώς  βίς  τον  ονρα- 
νον,  οΰτω  καΐ  έττάνω  εις  την  >γήν.  Ύον  αρτον  ημών 
τον  εττίούσίον  δ09  €69  ημάς  σημβρον.  ΚαΙ  συ^-χώ- 
ρησ€  εΙς  ημάς  τα  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καϊ 
ήμ€Ϊς  σν^γ^ωρονμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  €!? 
ημάς.  Καϊ  μη  μάς  φβρης  €ίς  ττβιρασμον.  Άλλα 
€\βυθβρωσέ  μας  άττο  του  ττονηροΰ.  Αι,οτο  ΙΒίκΐ] 
σου  βίναί  η  βασίΧβία,  η  Βύναμις,  και  η  Βόξα,  Έ,ίς 
τους  αιώνας  των  αιώνων.     \μήν. 

Εττΐΐτα  Βΐλονν  ^(χθή  τα  άκόΧονθα. 

Τ^ΤΡΙΕ,  Ουράνιε  ΤΙάτβρ,  ήμβΐς  οι  ταττζίνοϊ  δούλοι 
σου  δβόμβθα  3^€ρμώς  της  ττατρικής  σου  άηαθό- 
τητος,  νά  Ββχ^θης  ευμενώς  την  Β^υσίαν  ημών  ταύτην 
της  αινέσεως  και  βύγ^αριστίας'  Ικετεύοντές  σβ  τα- 
ΤΓβινώς  νά  -χαρίσης  εις  ημάς,  ώστε,  δια  της  άξιο- 
μισθίας  και  του  θανάτου  του  Ύΐοΰ  σου  ΙησοΟ 
άριστου,  και  δια  της  εις  το  αίμα  αυτού  ττίστεως, 
ημείς  τε  καϊ  ττάσα  ή  ΈκκΧησία  σου  νά  Χάβωμεν 
την  αφεσιν  τών  αμαρτιών  μας,  καϊ  6\ας  τάς  αλλ,α? 
εύερ'γεσίας  του  πάθους  αυτού.  Καϊ  ενταύθα  ττροσ- 
φέρομεν  καϊ  τταριστάνομεν  εις  σε.  Κύριε,  εαυτούς, 
τάς  ψυχ^άς  καϊ  τά  σώματα  ημών,  δια  νά  ηναο 
Χολική,  άηία,  καϊ  ζώσα  Β^υσία  ττρος  σέ•  ικετεύον- 
τας σε  ταττεινώς,  ώστε  'όΧοι  ήμέΐς,  οι  μετα\αβοντε<ί 
ταύτης  της  ά'γίας  Κοινωνίας,  νά  εμττΧησθώμεν  με 
την  χάριν  σου,  και  με  την  ούράνιον  εύ\ο<γίαν.  Και 
μ  οΧον  ΟΤΙ  είμεθα  ανάξιοι,  διά  το  ττΧήθος  τών 
αμαρτιών  ημών,  νά  ττροσφερωμεν  εις  σε  καμμίαν 
Βυσίαν,  αλλ'  όμως  Ικετεύομέν  σε  νά  δεχθτΐς  τούτο 
το  οφειλόμενον  ημών  χρέος  καϊ  Χατρείαν,  μην  άττο•- 
βλέττων  εις  την  άξίαν  ημών,  άλλα  συ'γχωρών  τάς 
•παραβάσεις  ημών,  διά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
'ημών  διά  τού  όττοίου  καϊ  με  τον  όττοΐον,  εν  τ^  ενό- 
τητι  τού  Ά'γίου  Τίνενματος,  εϊη  ττάσα  τιμή  καϊ  δόξα, 
εις  σε,  ΥΙάτερ  ΥΙαντοκράτορ,  εις  τους  αιώνας  τών 
αιώνων.  Αμήν. 
248 


Η   ΜΕΤΑΛΗΫΙΣ. 


*Η  ταύτα. 


ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  αιώνιε  Θββ,  ΐξ  ο\η<;  καρ~ 
Βίας  εν-χ^αρίστοΰμέν  σβ,  οτι  ηνΒοκησβς  να  τρέ~ 
φ7]ς  ημάς,  τους  όσοι  δεόντως  εκοινωνήσαμεν  των 
ά'γίων  τούτων  }>{υστηρίων,  με  την  ττνευματικην 
τροφην  του  τιμίου  Σώματος  και  Αίματος  του  Ύιον 
σου,  τον  Σωτήρος  ημών^Ιησου  Χριστού"  και  μας 
βεβαιόνεις,  8ιά  τούτον,  την  ττρος  ημάς  εΰνοιαν  και 
ά'^αθότητά  σου,  και  ϋτι  είμεθα  αληθώς  μεΚη  εν- 
σωματωθεντα  εν  τω  μυστικω  σώματι  του  Ύωΰ 
σου,  το  ότΓοΐον  είναι  η  εύΧοΎημένη  "Ενωσις  οΧων 
των  ΤΓίστών  και  οτι  είμεθα  ακόμη  8ιά  της  εΧττίδος 
κΧηρονόμοι  της  αιωνίου  Βασιλείας  σου,  Βιά  την 
άζίαν  του  τιμίου  θανάτου  και  ττάθους  του  α'^αττη- 
τοΟ  σου  Ύίοΰ.  ΚαΙ  Ικετεύομίν  σε  ταττεινώς,  Ου- 
ράνιε Πάτερ,  ούτω  να  βοηθης  ημάς  με  την  χάριν 
σου,  ώστε  να  εμμενωμεν  εις  την  άηίαν  ταύτην 
αδελφότητα,  και  νά  ττράττωμεν  ολα  τά  τοιαύτα 
κα\ά  ερηα,  όττοΐα  εΙς  ημάς  ητηίμασες  Βιά  νά  ττερι- 
ττατώμεν  εις  αυτά•  Βιά  ^Ιησον  Χριστού  τον  Κυρίου 
ημών  εις  τον  όττοΐον,  μετά  σον  και  τον  Ά'^/ίου 
ΪΙνεύματος,  εϊη  ττάσα  τιμή  και  Βόξα,  εις  τονς  αιώ- 
νας τών  αιώνων.     Αμήν. 

Έττΐΐτα  αναγινώσκΐταί  η  ■^'άΧλΐται, 

Λ  ΟΞΑ  ^ν  ύψίστοις  Θβω,  καΐ  εττι  <γής  ειρήνη,  εν 
άνθρώττοις  εύΒοκία.  'Ύμνονμάν  σε,  εύΧο'γούμεν 
σε,  ττροσκννούμέν  σε,  ΒοξοΧο^ουμάν  σε,  εύχαρι- 
στούμεν  σοι  Βιά  την  με'γάΧην  σον  Βόξαν,  Κύριε 
θεε,  ΈτΓονράνιε  ΒασιΧεν,  θεε  Ώάτερ  ΥΙαντοκράτορ. 
Κύριε,  Ύίε  μονογενές,  ^Ιησού  Χριστέ"  Κύριε  δ 
Θεός,  ό  ^Αμνός  τού  θεού,  ό  Ύΐός  τού  Πατρός,  Ό 
αΐρων  τάς  αμαρτίας  τού  κόσμου,  εΧέησον  ήμάς' 
Ό  αΐρων  τάς  αμαρτίας  τού  κόσμου,  εΧεησον  ημάς* 
Ό  αΐρων  τάς  αμαρτίας  τού  κόσμου,  ττρόσΒεξαι  την 
Βέησιν  ημών  \)  καθήμενος  εν  Βεζιά  θεού  τον 
ΤΙατρός,  ελέησον  ημάς. 

μ3 


Η   ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

Δίότι  σι»  είσαι  μόνος  αηιο<ζ'  συ  μόνος  Κύριος ' 
συ  μόνος.  Χριστέ,  μετά  του  Αιγίου  ΤΙνεύματος,  βΐ- 
σαι  ν-^ιστος  εν  τ^  ^όξτι  Θεοΰ  του  ΐΐατρός.     \μην. 

Εηειτα  6  'ΐίρεύί  (^  6  Έπίσκοττοί,  εαν  ηναι  τταρων,)   τονί  άπο- 
λύει  μέ  ταντην  την  ΕυΚογίαν, 

*ΤΙ  ΕΙΡΗΝΗ  του  Θεοΰ,  ή  ττάντα  νουν  ΰττερεγουσα, 
νά  ΒιαφυΧάτττ)  τάς  καρδίας  καΐ  τά  ττνεύματά 
σας  εις  την  εττί'γνωσιν  και  άγάττί^ν  του  θεοΰ,  καΐ 
του  Τίοΰ  αύτοΰ  ^Ιησοΰ  Χρίστου  τοΰ  Κυρίου  ημών 
και  η  εύΧο^ία  τοΰ  ΥΙαντοκράτορος  θεοΰ,  τοΰ  Πα- 
τρός, τοΰ  Ύίοΰ,  και  τοΰ  Ά<γίου  ΥΙνεύματος,  νά  ηναι 
μεταξύ  σας,  και  νά  Βιαμένη  με  εσάς  ττάντοτε. 
Αμήν. 

Συναπτοί,  εκ  των  όποιων  μία  η  π\(ΐότ€ραι  πρέπει  να  άναγι- 
νώσκωνται  μΐτα  την  ΐΐροσφοραν,  εΐί  τάί  ημΐραί  κατά  τας 
οποίας  8εν  είναι  Μετάληψίς-  κα\  αΙ  αυτα\  εμπορονν  ακόμη 
να  άναγινώσκωνται,  οσάκις  το  καΧεστ]  η  χρεία,  μετά  τάί 
Σνναπτας  της  Έωθινης  η  Εσπερινής  ΤΙροσευχης,  της  Μετα- 
\η•ψεως,  η  της  ΑιτανεΙας,  κατά  την  Βελησιν  τοΰ  .Χειτουργοΰ, 

Τ30ΗΘΕΙ  ημάς  οικτιρμόνως,  Κύριε,  εις  ταύτας 
ημών  τάς  Ικεσίας  καΐ  Βεήσεις,  και  κατεύθυνε 
την  όδόν  τών  ΒούΧων  σου  ττρός  την  εττίτευξιν  της 
αιωνίου  σωτηρίας•  ώστε  εν  τω  μέσω  δΧων  τών 
μεταβοΧών  καΐ  ττεριστάσεων  της  θνητής  ταύτης 
ζωής,  νά  ττερισκέττωνται  πάντοτε  άττό  τήν  εύνοΐκήν 
σου  καΐ  έτοίμην  βοήθειαν  Βιά  ^Ιησοΰ  Χρίστου 
τοΰ  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

]^ΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡ  Κύριε,  καΐ  αιώνιε  Θεβ,  εύ8ό- 
κησε,  8εόμεθά  σου,  νά  κατευθύνης,  ν  ά^ιάζης, 
καΙνά  κυβερνάς  τάς  καρΒίας  ημών  και  τά  σώματα, 
€49  τάς•  όδους  τών  νόμων  σου,  καΐ  εις  τά  ερ^α  τών 
εντοΧών  σου•  ώστε,  Βιά  της  κραταιοτάτης  προστα- 
σίας σου,  νά  ΒιαφυΧαττώμεθα  τώρα  και  ττάντοτε, 
σωματικώς  τε  και  ψυγ^ικώς  •  8ιά  τοΰ  Κυρίου  και 
Σωτήρος  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού.  \μήν. 
250 


Η  ΒΙΕΤΑΛΗ*ί2. 

ΥΑΡΙΣΕ  β/ς  ημάς,  Ζβόμ^θά  σου,  ΪΙαντοκράτορ 
Θεέ,  ώστε  οι  Χό^γοί,  τους  όττοίους  την  ήμύραν 
ταύτην  ηκούσαμεν  βξωτερικώς  μ€  τά  ωτά  μας,  να 
€μφυτ€υθώσίν  ούτω  δίά  τ/κ  γάριτός  σου  βσωτβρί- 
κως  €69  τας  καροιας  μας,  ώστε  να  καρτΓοφορησω- 
σιν  βίς  ημάς  β'ιον  ά'γαθον,  εί'ς  Βόξαν  καΐ  αϊνβσιν 
τοΰ  Ονόματος  σου'  Βίά  Ιησού  Χριστού  του  Κυρίου 
ημών.      \μήν. 

ΤΤΡΟΦΘΑΝΕ  ημάς.  Κύριε,  εις  ολα  τά  βρ^γα  ημών, 
μ€  την  βύμβνβστάτην  χάριν  σου,  και  ττροβί- 
βαζβ  ημάς  μ€  την  άκατάτταυστον  βοήθβιάν  σου' 
ώστε  ε/ς  ο\α  ημών  τά  ερ'^α,  αρχόμενα,  εξακοΧου- 
θούντα,  και  τε\ος  Χαμβάνοντα  εις  σε,  νά  8οξάζω- 
μεν  το  ά^ιον  σου  "Ονομα'  καΐ  τεΧευταΐον,  8ιά  τοΰ 
εΧέους  σου,  νά  άττοΧαύσωμεν  την  αιώνιον  ζωήν  Βιά 
^Ιησοΰ  Χριστού  τοΰ  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

ΤΤΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡ  Θεέ,  ή  ττη^η  πάσης  σοφίας, 
όστις  γνωρίζεις  τάς  χρείας  ημών  ττριν  ζητησω- 
μεν,  και  την  ά'^νοιαν  ημών  εις  το  ζητεΐν,  Σττλαγ- 
χνίσου,  Βεόμεθά  σου,  τάς  ασθενείας  ημών  και 
οσα  Βιά  την  άναζιότητα  ημών  δει/  τοΧμώμεν,  καΐ 
Βιά  την  τύφΧωσιν  ημών  8εν  Βυνάμεθα  νά  ζητη- 
σωμεν,  ευδόκησε  νά  χαρίζης  ^ίς  ημάς  Βιά  την 
άξίαν  τοΰ  Ύίού  σου,  Ιησοΰ  Χριστού  τοΰ  Κυρίου 
ημών.      \μήν. 

ΤΤΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡ  Θεέ,  όστις  ύττεσχεθης  νά  είσα- 
κούσης  τάς  αιτήσεις  τών  Βεομένων  σου  εν 
ονόματι  τοΰ  Ύιοΰ  σου,  Κλίνε  τά  ώτά  σου  οικτιρ- 
μόνως,  Βεόμεθά  σου,  ττρος  ημάς,  τους  νΰν  ττροσευ- 
χηθέντας  καΐ  ίκετεύσαντάς  σε*  καΐ  χάρισε  εις 
ημάς,  ώστε,  οσα  εν  ττίστει  εζητήσαμεν  κατά  το 
ΒέΧημά  σου,  ταύτα  εν  ε/3γω  νά  άττοΧαύσωμεν,  εις 
^εραττείαν  της  χρείας  ημών,  και  εΙς  φανερωσιν 
της  Βόξης  σου'  8ιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  τοΰ  Κυρίου 
ημών.      Αμήν. 

251 


Η  ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ. 

Τατ  Κνριακας  και  τας  λοιττάί  Έορτας,  ίαν  δει»  ηναι  Μβτάλΐί^ΐί, 
^ίλουι*  άναγινά>σκ(σβαι  οΚα  οσα  8ΐ(τάχθησαν  «ΐί  την  Μβτά- 
Τ^ηψιν,  μίχρί  τοΰ  τίλονς  της  καθολικής  Έυχης  "  νπίρ  όλον 
τον  πληρώματος  της  'Έκκλησίας  τον  Χρίστου  της  (ντανθα 
ίττ),  γ]ς  στρατίνομΐνης,  όμον  μέ  μίαν  η  πλ€ΐοτ€ρας  τούτων 
των  τ(λ(νταίων  προηγουμένων  Συναπτών '  και  -γίνίται  Άττόλυ- 
σίί  με  την  Έύλογίαν. 

Το  Κυριακον  ΑΐΙπνον  δεν  'κρουργβίται,  ΐαν  Βέν  ηναι  Ικανός  αριθ- 
μός, κατά  την  "ίγκρισιν  τοΰ  Ιερέως,  8ια.  να  κοινωνηστ]  μΐτ 
αύτοΰ. 

Αλλά  και  ΐίΐν  δίΐ/  ήναι  και  υπέρ  τας  είκοσι  ^Ιτυχας  εις  την  Ένο- 
ρίαν,  εις  κατάστασιν  ώστε  να  κοινωνησωσιν  όμως  δεν  5ίλ€ΐ 
■γίνεσθαι  Κοινωνία,  αν  τέσσαρες  η  τουλάχιστον  τρεΙς  δεν  κοι- 
νωνώσι  μετά  τοΰ  'ΐερεως. 

Έις  τας  Μητροπόλεις,  και  εις  τας  Εκκλησίας  τας  Κολλεγιακάϊ, 
και  ίΐΓ  τα  Κολλεγια,  οπού  είναι  ττολλοι  ΊερεΊς  και  Διάκο- 
νοι, 3ελουν  κοινωνεί  όλοι  μετά  τοΰ  Ίερεως  πασαν  Κνρια~ 
κην  τουλάχιστον,  έκτος  εάν  εχωσιν  εΰλογον  αΐτίαν  εις  το 
εναντίον. 

Και  δια  νά  σηκωθΐ)  πάσα  αφορμή  διαφωνίας  και  δεισιδαιμονίας, 
την  οποίαν  έχει  τις,  η  εμπορε'ι  νά  λάβτ],  περί  τοΰ  Αρτου 
κα\  τοΰ  Οινον,  3εΚει  εισθαι  άρκετον  νά  ηναι  6  Αρτος  τοι- 
ούτος, όποιος  συνήθως  τρώγεται  •  πρέπει  όμως  νά  ηναι  6  κα- 
λητερος  καϊ  καθαρώτερος  σίτινος  Αρτος,  όστις  εμπορεϊ  να 
ενρεθτ}. 

Και  εάν  άπο  τον  'Άρτον  καϊ  Οίνον  εναπολειφθ[ι  τι  άκαθιέρωτον,  ό 
Εφημέριος  Άελει  έχει  αύτο  εΙς  Ιδίαν  τον  χρησιν.  Έάν  δε 
εναπολειφθτ)  τι  άπο  το  καθιερωμενον,  τοΰτο  δεν  5ελει  εκ- 
φερθη  εξω  της  'Έκκλησίας'  αλλ  ο  Ιερεύς  και  άλλοι  «κ 
των  κοινωνών,  όσους  ήθελε  καλέσει  προς  εαυτόν,  3ελονν 
αμέσως  μετά  την  Άπόλνσιν  φάγει  καϊ  πιει  αυτό  ευλαβώς. 

Ύον  'Άρτον  κα\  τον  Οινον  διά  την  Κοινωνίαν  Βελουν  προμηθεύει 
ό  Εφημέριος  και  οΊ  επίτροποι  της  Εκκλησίας,  με  τα  έξοδα 
της  Ενορίας. 

252 


Η   ΜΕΤΑΛΗΫΙΣ. 

Σημαωτίον  δί,  ότι  (καστος  Ενορίτης  χρ€ωστ(ΐ  να  μίταλαμβάν^ι 
τουλάχιστον  τρΐΐς  φοράΐς  τον  χρόνον,  ίκ  των  όποιων  μία 
3(\(ί  (ΐσθαι  τον  Ίΐάσχα.  Και  κατ  (τος  (1ί  το  ΤΙάσχα 
ίκαστο!  Ενορίτη!  πρίπα  να  \ογαριάζ(ταί  μ€  τον  ΤΙροίστώτα, 
Ύοποτηρητην,  η  Έφημίριον,  η  με  τον  (πίτροιτον  η  τους  ΐπι- 
τρόιτονς  αυτών  και  να.  πΧηρόνη  ίίί  αυτού:  η  (Ιί  αύτον  ολα  τα 
^Εκκλησιαστικά  Δικαιώματα,  τα  όπο'ια  κατά  την  συνηθααν 
χρεωστοϋνται  να  ττΧηρύνωνται  (ΐς  (Κίΐνον  τυν  καιρόν. 

Άφοΰ  τ(\(ΐώση  η  θΐΐα  Λΐΐτονργία,  τα  8οθ(ντα  χρήματα  (ΐς  την 
Ώροσφοραν  3ί\ονν  διορίζΐσβαι  (ΐί  τοιαύτα:  τινας  χρησειέ 
(υσΐβΐία:  και  ίΧΐημοσύνηί,  όποΙας  ό  Α(ΐτονργ6ί,  καϊ  οι  «ττί- 
τροποι  τη:  Εκκλησία:,  ήθελαν  εγκρίνει.  Έαν  δε  ίίί  τοΰτο 
Βιαφωνήσωσι,  τότε  ϋεΧουν  Βιανεμηθη,  οττω:  ήθελε  διορίσει 
η  ανωτέρα  Εκκλησιαστική  Άρχι']. 

««  'Τ^ΠΕΙΔΗ  ^ίβτάγθη  βίς  ταύτην  τηνΙ\κο\ουθίαν 
"  τή<ζ  ίβρουρ^ίας  του  Κυριάκου  Αβίττνου, 
"  να  μβταΚαμβάνωσίν  οι  κοίνωνοΰντε<ς  ΎονυκΧιτΙ, 
"  (η  ότΓοία  Βιάταξις  έ'χίί  βννοιαν  κοΧην,  βνδβί- 
"  κνύουσα  την  ταττεινην  ημών  βύ^νωμοσύνην  Βιά 
"  τάς  βύβρ^/βσίας  του  Χρίστου  τάς  εν  αύττ}  8ί8ο- 
"  μενας  εις  οΧους  τους  άξίως  μεταλαμβάνοντας, 
"  καϊ  ττρος  άττοφυηην  τοιαύτης  τίνος  βεβηΧώσεως 
"  καϊ  αταξίας,  όττοία  αΧλως  ηΒύνατο  να  συμβη 
"  6ΐ?  την  ά^ίαν  Κοινωνίαν)  δία  να  μη  τταρεξη^ηθή 
"  δμως  καϊ  Βοαστραφϊ}  η  'γονυκλισία  αύτη  αττό 
"  τινας,  εΐτε  εξ  αγνοίας  καϊ  αδυναμίας,  εϊτε  εκ 
"  ΤΓονηρίας  καϊ  Βυσιτειθείας,  Βιακηρύττεται  εν- 
"  ταΰθα,'Οτι  Βιά  ταύτης  καμμία  Χατρεία  Βεν  εν- 
"  νοείται,  ούΒε  ττρέττει  να  γίνεται,  η  εις  τον  μυστι- 
"  κον'Άρτον  η  Οινον,  σωματικώς  εκεί  Χαμβανόμενα, 
"  ή  εις  καμμίαν  ΣωματικηνΥΙαρουσίαν  της  φυσικής 
"  Σαρκός  και  Αίματος  του  Χριστού.  Αιότι  6  μυ- 
"  στικος  \\ρτος  και  Οίνος  Βιαμενουν  ετι  εις  την 
"  φυσικην  αυτών  ούσίαν,  και  Βιά  τούτο  Βεν  πρέττεο 
"  να  Χατρεύωνταΐ'  {εττειΒη  τούτο  ήθεΧεν  εΐσθαι  εί~ 
"  ΒωΧοΧατρεία,  βΒεΧυκτη  εις  ττάντας  τους  ττιστούς 
"  Χριστιανούς•)  και  το  φυσικον  Σώμα  καϊ  Αίμα  του 

253 


ΒΑΠΤΙ2ΜΑ  ΤΩΝ   ΝΗΠΙΩΝ. 


Σωτήρος  ημών  Χρίστου  €ΐναι  βίς  τον  ονρανον,  καΐ 
οχί  βδώ•  δίότί.  αντιφάσκει  εις  την  άΧήθβιαν  τον 
φυσικού  Σώματο<ϊ  του  Χριστού,  το  να  υττάρ'χτ] 
κατά  τον  αύτον  καιρόν  €ΐς  ττΧειοτέρους  τόττου^; 
•πάρα  €ΐ<;  €να. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΟΥ 

βαπτίσματος    των    ΝΗΠΙΩΝ, 

δημοσίως   ΓΕΝΟΜΕΝΟΥ 

ΕΙΣ    ΤΗΝ    'ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. 


Ό  ΛΑΟΣ  ττρ(ΤΓ€ί  να  (ΙΒοποιηται,  οτι  αναι  ττρίπον  το  Βάπτισμα 
να  μην  (κτίληται,  τταρα  (ΐς  τάί  Κνριακας,  καΙ  ίϊς  αΧΧα!  ίορ- 
τασίμον:  ημίρας,  δτε  ιτΐρισσότίροί  λαοί  συνέρχεται  6μον• 
και  8ιά  να  μαρτνρωσιν  οΐ  «κει  τταρευρισκόμίνοι  την  εΙς  τον 
αριθμόν  τηί  'Έκκλησίας  τοϋ  Χρίστου  καταταξιν  των  νεωστί 
βαττησθίντων,  και  άκ.6μη  δια  ι/α  ανακαΧηται  εΙς  την  μνημηρ 
παντοί  ανθρώπου,  παρευρισκομένου  εΙς  το  βάπτισμα  των  νη- 
πίων, η  ίδια  αυτοϋ  γενομένη  προί  τον  θεον  επαγγεΧια  οτ€ 
ίβαπτίσθη.  Αιά  την  όποιαν  αΐτίαν  ακόμη  πρέπει  να  Ίερουρ- 
•γηται  η  ΒάτΓτισίί  «ίί  την  κοινην  γΧώσσαν.  Μ  οΧον  τοντο, 
αν  το  καΧέστ)  η  χρεία,  εμποροΰν  τα  νήπια  να  βαπτιζωνται  εις 
οποιανδήποτε  αΧΚην  ημεραν. 

"Σημειωτέον  δε,  οτι  ^ια  πάν  άρσενικην  νηπιον,  το  οποίον  με\\ει 
να  βατΓτισθη ,  πρέπει  να  ηναι  δυο  Ανάδοχοι  και  μια  Ανά8ο- 
χοί•  κα\  δια  παν  $η\υκ6ν,  εις  Άνά8οχος  καΙ  δύο  γυναίκες 
Άνά8οχοι. 

'Οταν  ηναι  νήπια  να  βαπτισθώσιν,  οί  γονεΐί  οφείλουν  να  ε18ο- 
ητοιωσι  τον  Έφημεριον  άή>  εσπέρας,  η  το  πρωί  πρ\ν  αρχιση 
η  'Έωθινη  Ιΐροσενχη.  Και  τότε  οί  Άΐ'άδο;^οι  καΐ  αί  Ανάδο- 
χοι, κα\  6  λαοί  μετά  των  παί8ων,  πρέπει  να  παριστωνται  εις 
την  ΚοΧυμβηθραν,  ενθνς  μετά  το  τεΧενταΐον  Ανάγνωσμα  της 

254 


ΒΑΠΤΙ2ΜΑ   Τί2Ν    ΝΗΠΙΩΝ. 

Εβ»^(ν^;  Προσίνχ^Γ,  η  ΐχ/θν!  μ(τά  το  ΤίΧηηάΙον  Ανάγνωσμα 
της  'Έση^ρινης  ΐΐροσίυχη!,  όπως  ήθ€\ΐ  ^ιορίσιι  ό  Έφημί- 
ριος.  Και  ό  Ίίρίΰί,  προσΐΚβων  (Ις  την  ΚοΚνμβηθραν,  [ήτις 
ΐΓρίπα  τότ€  να  γΐμισθη  από  καθαρον  ν8ωρ,)  και  ίστάμίνος 
«κίΐ,  5ί'λίΐ  λίγίί, 
ΤρΟ     νητΓίον    τούτο     είναι,    η8η    βατττισμενον,    ή 

Αν  άποκρίθώσιν,    Ο  νί '  τότΐ  6  'ΐ(ρ(νς  $(Χ€ΐ  εξακολούθησα  οντω  ■ 

Α  ΓΑΠΗΤΟΙ,  βιταΒη  οΧοι  οι  άνθρωττοι  εσυΚ- 
Χήφθησαν  καί  €<^εννηθησαν  εν  αμαρτία,"  καΐ 
€ΤΓ€ίΒη  6  Σωτηρ  ημών  άριστος  λεγεί,  Ούδεις  8ύ- 
ναταί  να  είσέΧθτ}  βίς  την  βασίλείαν  τοΰ  θεον, 
εάν  8εν  άνα^εννηθτ)  εξ  ϋΒατος  καΐ  εκ  τοΰ  Ά'γίου 
Ώνεύματο'ζ•  Σας  τταρακάλώ  ενθερμως  νά  εττικα- 
Χεσθητε  τον  Θεόν  τον  Πατέρα,  8ίά  τοΰ  Κυρίου 
ημών  ^Ιησοΰ  Κριστοΰ,  νά  γαρίστ]  δία  το  άττειρόν 
του  ελεο9  εΖς  το  νήτηον  τοΰτο,  εκείνο  το  όττοΐον 
εκ  φύσεως  δεν  εμττορεΐ  νά  εγτ]"  ΒηΧαΒη  νά  βα- 
•πτισθτ]  με  ΰΒωρ  κα\  με  το  ΥΙνεΰμα  το  'Ά'γιον,  καΐ, 
είσαγβεν  εις  την  άηίαν  τοΰ  Χρίστου  ^ΕκκΧησίαν, 
νά  ηεντι  μέΧος  ζών  αύτης. 

ΈΐΓίΐτα  ό  Ίίρεΰί  λί'γει, 

*Α<?  Βεηθώμεν. 

ΥΙΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αΙώνιε  Θεέ,  δστις,  Βιά  το 
με<^/α  σου  εΧεος,  έσωσες  τον  Νώε  καΐ  τον  οίκον 
αύτοΰ  εν  τη  κιβωτω  άττο  την  φθοράν  τοΰ  Κατα- 
κΧυσμοΰ'  καϊ  ακόμη  ώΒή'γησες  άσφαΧώς  τους 
νιους  ^ΙσραηΧ,  τον  Χαόν  σου,  Βιά  της  ^Ερυθράς 
ΒαΧάσσης,  ύττοτυττόνων  Βιά  τούτου  το  αγιόν  σου 
Έάιττίσμα'  και  Βιά  τοΰ  Βατττίσματος  τοΰ  άηαττη- 
τοΰ  σου  Ύιοΰ  'ίησοΰ  Χριστού  εις  τον  ττοταμον 
^ΙορΒάνην,  ψγίασες  το  ΰΒωρ  εις  μυστικόν  Χουτρον 
άττο  της  αμαρτίας"  Αεόμεθά  σου  ενθερμως,  Βιά 
τους  άττειρους  οίκτιρμούς  σου,  νά  εττιβΧεΛίτης  ευ- 
μενώς εις  το  τταιΒίον  τοΰτο•  Χοΰσε  και  άγιασε 
αυτό  με  τοΆ^ιον  Πνεΰμα•  ώστε,  εΧενθερωθεν  άττο 

255 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΝΗΠΙΩΝ. 

τη<;  ορ<γή<ί  σου,  να  βίσαγθ^  649  την  κιβωτον  τήζ 
Εκκλησίας  του  Χ,ριστοΰ'  και,  στ€ρ€ωμένον  €ί<;  την 
ττίστύ/,  -χαίρον  δίά  τη'ί  ΐΧιτίΒος,  καΐ  ριζωμένον  €49 
την  άγάτΓί^ν,  νά  Βίαπβράση  οΰτω  τα  κύματα  τοΟ 
ΊΓοΧυταρά-χ^ου  τούτου  κόσμου,  ώστε  τβλβυταΐον  νά 
καταντήστ)  βίς  την  <^ην  της  αΙωνίου  ζωής,  δίά  νά 
βασίΧβύτ}  €Κ6Ϊ  μβτά  σου  6ΐ9  τους  αιώνας  των  αιώ- 
νων  Βιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.    ^Αμήν. 

Υ|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  αΐώνιβ  Θβε,  6  βοηθός  ιτάν- 
των  τών  €ν  χρ^ία  όντων,  6  άντιΧητττωρ  ττάντων 
των  βΤΓίκαΧουμένων  την  βοήθβιάν  σου,  η  ζωη  τών 
ΤΓίστβυόντων,  και  ή  άνάστασις  τών  τβθνβώτων, 
ΈτΓίκαΧούμζθά  σε  ύττβρ  τούτου  του  νηττίου,  ώστε, 
έρχόμενον  βίς  το  αηιόν  σου  'Βάτττισμα,  νά  Χάβη 
άφβσιν  τών  αμαρτιών  του  Βιά  της  ττνβυματικης 
άνα<^ζνντ}σβως.  Αβξαι  αύτο,  Κύρΐ€,  καθώς  ύττε- 
σχέθης  διά  του  αΎαττητοΰ  Ύίοϋ  σου,  \€^οντος, 
Αίτ€Ϊτ€,  καΐ  3^€\ει  σας  Βοθή'  ζητείτε,  και  .^ελετε 
εύρεΐ'  κρούετε,  καΐ  3^ε\ει  σας  άνοιχθη.  Οΰτω  Β6<; 
τώρα  εις  ημάς  τους  αΐτούντας•  άς  εΰρωμεν  ημείς 
οι  ζητούντες'  άνοιξε  την  ^ύραν  εΙς  ημάς  τους 
κρούοντας"  ώστε  το  νήττιον  τούτο  νά  Χάβη  την 
άτεΧεύτητον  εύΧο^ίαν  του  ουρανίου  σου  Χουτροΰ, 
καΐ  νά  εισέΧθη  εις  την  αΐώνιον  βασιΧείαν  την 
οτΓοίαν  ύττεσχεθης,  οιά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
ημών.     Αμήν. 

Επατα,  άνισταμίΐΌν  τοΰ  Ααον,  ό   Ιΐρΐύί  \(γΐΐ, 

^Ακούσετε  τους  Χό<γους  τού  κατά  Μάρκον  Εύαγγε- 
Χίου,  εΙς  το  Βέκατον  τρίτον^Εζάφιον  τού  Βεκάτου 
Κεφαλαίου. 

ΤΓΦΕΡΑΝ  εΐ9  αύτον  τταιΒία,  Βιά  νά  εγγι'^τ; 
αυτά•  καΐ  οι  μαθηται  εττεττΧητταν  τους  φέ- 
ροντας. Άλλ,'  6  ^Ιησούς,  ιΒών  τούτο,  η^ανάκτησε' 
και  είττεν  εις  αυτούς.  Αφήσετε  τά  τταιΒία  νά  ερ- 
χωνται  Ίτρος  εμε,  και  μην  εμττοΒίζετε  αύτά'  Βιότι 
τών  τοιούτων  είναι  ή  βασιλεία  τού  Θεού.  Βέβαια 
256 


3/ 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΝΗΠΙΩΝ. 

σας  λ€7ω,  "Οστις  δεν  Βεχθτ]  την  βασιΧ^ίαν  τον 
Θεοί)  ώ9  τταίΖίον,  δεν  -&ελεί.  βΙσύΧθα  εις  αυτήν. 
ΚαΙ  €να>γκα\ίσθ€ΐς  αυτά,  ε^ετε  τάς  χ^βΐράς  του 
εττάνω  των,  καΐ  €νΧο<γοΰσ€ν  αυτά. 

Μίτά  την  άνάγνωσιν  τοΰ  Έΰαγγ€\ίον,  ό  Αατουργο:  9(\(ΐ  καμα 
ταύτην  την  σνντομον  ϋαραίνίσιν  (πάνω  (Ι:  τονς  Χόγου:  τον 
Έναγγ(\Ιον. 

Α  ΓΑΠΗΤΟΓ  μου,  σβΐς  άκούβτβ,  βίς  το  Έ.ύα'γ'γεΧιον 
τούτο,  τους  \ό^ους  του  Σωτήρος  ημών  ^Ιήσοΰ 
'Χ.ριστοΰ,  οτί  Ιιτρόσταξ^  να  φβρωνταο  τα  τται^ία 
Ίτρος  αυτόν  τίνί  τρόττω  έττεττΧηξβ  τους  Β^έΧοντας 
να  τά  €μ7ΓθΒίζωσιν  άττο  αυτόν  τίνι  τρόττω  τταρα^- 
'γέΧλβι  €ΐς  οΧους  τους  άνθρώιτους,  να  άκοΧουθώσο 
την  αθωότητα  αυτών.  Βλεττετβ  τίνι  τρόττω  με  τα 
εξωτερικά  του  σγτι'^ματα  καΐ  κινήματα  εφανέρωσ€ 
την  ττρός  αυτά  εύνοιάν  του•  Βιότι  Χαβών  αυτά  εις 
τάς  ά•/κάΧας  του,  εττεθεσε  τάς  'χ^εΐράς  του  εττάνο> 
εις  αυτά,  και  εύΧόηησεν  αυτά.  "Οθεν  μην  άμφί' 
βάΧΧετε,  άΧΧά  βεβαίως  ττιστεύετε,  οτι  ΒεΧει  Βεγθτ) 
εύνοϊκώς  και  το  τταρόν  τοΰτο  νήττιον  οτί  Β^έΧεο 
ττεριΧάβει  αυτό  εις  τάς  ά^γκάΧας  τοΰ  βΧεους  του' 
ΟΤΙ  Β^έΧει  Βώσει  εις  αυτό  το  •χ^άρισμα  της  αιωνίου 
ζωής,  καΐ  Ι^εΧει  κάμει  αυτό  μετο•χον  της  ουράνιου 
βασιΧείας  του,  Ήμεΐς  Χοιττόν,  οντες  οΰτω  ττε- 
ττεισμενοι  ττερί  της  εύνοιας  του  ουρανίου  ημών 
ΤΙατρός  ττρός  τό  νήττιον  τοΰτο,  φανερωθείσης  Βιά 
τοΰ  Ύίού  αύτοΰ  ^Ιησού  Χριστού"  καΐ  μή  διστάξον- 
τες  ττοσώς,  Οτι  εττιβΧεττει  ευμενώς  εΙς  τούτο  τό 
ερ'γον  της  ά<^άττης,  τό  όττοΐον  κάμνομεν  φέροντες 
τό  νήττιον  τούτο  εις  τό  ά'γιον  αύτοΰ  Βάτττισμα,  άς 
άττοΒώσωμεν  εις  αυτόν  ττιστώς  καΐ  εύΧαβώς  ευ- 
χαριστίας, Xέ^οντες, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  και  αιώνιε  Θεε,  Ουράνιε  Πά- 
τερ, σε  ττροσφερομεν  ταττεινάς  εύγαριστίας, 
διότί  ευδόκησες  νά  μας  καΧέσ-ης  ττρός  την  εττί'^νω- 
σιν  της  'χ^άριτος  σου,  καΐ  ττρός  την  εις  σε  ττίστιν. 
Αΰζανε  τήν  εττί<γνωσιν  ταύτην,   και   στερεονε  την 

257 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ   ΤΏΝ    ΝΗΠΙΩΝ. 

ΊΓίστιν  ταύτην  Βίά  τταντος  βίς  ήμας.  Δ09  το  'Ά'γίόν 
σον  Ώνβΰμα  €ί<ς  το  νήττιον  τούτο,  ώστε  να  άναγδκ- 
νηθ'^,  καΐ  να  κατασταθεί  κληρονόμος  της  αιωνίου 
σωτηρίας"  8ίά  του  Κυρίου  ημών  ^ϊησοΰ  άριστου, 
δστις  ζτι  καΐ  βασίλ,βύα,  μετά  σου  καΐ  του  Ά<γίου 
ΤΙνεύματος,  νυν  καΐ  ά€ΐ,  καΐ  βίς  τους  αιώνας  των 
αιώνων.     ^Κμήν. 

Έ,ττΐΐτα   ΆΐΚΐΐ    ομίλησα  6  Ίερίνς  ττρος  τους  Άνα8όχονί  κα\  τοί 
Ανα8όχ^ου9  κατά  τούτον  τον  τρότνον' 

ΑΓΑΠΗΤΟΙ,  σεις  εφερετε  ενταύθα  το  τταίδίον 
τοντο  δια  νά  βατττι,σθΐι'  εΒβήθητε  ώστε  6 
Κύριος  ημών  ^Ιησούς  Χ,ριστος  νά  ενΖοκηση  νά 
Ζε'χθΐι  αυτό,  νά  \υτρώστ]  αύτο  άπο  τάς  αμαρτίας 
τον,  νά  ά^ίάση  αύτο  με  το"Α<^ιον  ΥΙνεΰμα,  νά  Βώστ] 
εις  αύτο  την  βασιλείαν  τών  ουρανών,  καΐ  ζωην  την 
αίώνιον.      Ίίκούσετε    ακόμη    οτι    ό    Κύριος   ημών 

Ιησούς  Χριστός  νττεσ'χ^έθη,  εις  το  Εύαγγέλίόν  τον, 
νά  'χαρίση  εις  εσάς  ταύτα  ττάντα,  τά  όττοΐα  έζητη- 
σετε  άττό  αυτόν  την  όττοίαν  ύττόσχεσιν  αύτος,  άττό 
μέρους  του,  ^ελει  βεβαιότατα  φυΧάξει  και  εκτε- 
"Κέσει.  "Οθεν  μετά  ταύτην  την  ύττόσγεσιν  τον 
ϋριστού,  Ίτρέττει  και  τούτο  το  τταιΒίον,  άττό  μέρους 
τον,  νά  ύττοσγ^εθη  ττιστώς  δίά  μέσον  υμών,  οΐτινες 
είσθε  ε'γ^υηταϊ  αυτού,  [εωσού  εΧθη  εις  ήΧικίαν  νά 
άναΧάβη  τούτο  το  χρέος  εττάνω  του,)  οτι  Β^έΧεί 
άτταρνηθη  τον  ΒιάβοΧον  και  δΧα  τά  ερ^α  αύτον, 
και  πιστεύει  σταθερώς  εις  τον  ά^ιον  Λόγον  του 
Θεού,  καΐ  φνΧάττει  εύττειθώς  τάς  εντοΧάς  αύτον. 

^Ερωτώ  ΧοιτΓον, 

Α  ΠΑΡΝΕΙΣΑΙ  σν,  εις  το  όνομα  τού  τταιΒίον  τού- 
τον,  τον  ΒιάβοΧον  καΐ  ττάντα  τά  εριγα  αύτον, 
*Γην  ματαίαν  ττομττην  και  Βόξαν  τον  κόσμον,  όμον 
με  τάς  ττΧεονεξίας  αυτού,  και  τάς  σαρκικάς  εττι- 
θνμίας    τού    σώματος,    ώστε    νά   μην    άκοΧονθ^ς, 
μηΒε  νά  σύρεσαι  άττό  αύτάς; 
\ηόκρ.  Τά  άιταρνονμαι  οΧα. 
258 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΟΝ    ΝΗΠΙΩΝ. 

ΓΤΙΣΤΕΤΕΙΣ    είς   τον    Θβον,    τον    ΥΙαντοκράτορα 
Ώατέρα,   τον    Ποιητην  του    ουρανοί)    καΐ    τη<{ 

ΚαΙ  βίς  τον  Κυρών  ημών  ^Ιησοΰν  'Χ.ρίστον,  τον 
μονο'^εντ]  αύτοΰ  Ύίόν;  τον  συΧλ,ηφθβντα  Βίά  του 
Ώνβύματος  του  Άγιου,  τον  γεννηθέντα  €Κ  της  ΥΙαρ- 
θάνου  Μαρίας•  τον  τταθόντα  €τγΙ  Ποντίου  ΐΐίλάτου, 
τον  σταυρωθίντα,  άττοθανόντα,  καΐ  ταφέντα'  τον 
καταβάντα  βίς  τον  α8ην,  και  την  τρίτην  ημέραν 
άναστάντα  €κ  των  νεκρών  τον  άναΧηφθέντα  εΙς 
τους  ουρανούς,  καϊ  καθημβνον  εΙς  τα  Ββξιά  τοΰ 
ΘεοΟ,  τον  ΤΙαντοκράτορος  ΥΙατρός'  καϊ  έκβΐθεν 
μάΧλοντα  να  ελθη,  βίς  το  τεΧος  τοΰ  κόσμου,  Ζια  να 
κρίντ]  ζώντας  καϊ  νεκρούς; 

ΥΙίστεύεις  καϊ  εις  το  ΙΙνενμα  το  "Αγιο ν  6ΐ<?  την 
α/γίαν  ΚαθοΧίκην  ^ΕκκΧησίαν  εις  την  Κοίνωνίαν 
των  άγιων  εις  την  "Αφεσιν  τών  αμαρτιών  εις  την 
Ανάστασιν  τοΰ  σώματος,  καΐ  εις  την  Ζωην  την 
αΐώνιον  μετά  θάνατον; 

\ηόκρ,  "Ολα  ταΰτα  σταθερώς  ττιστεύω. 

Ό  Ί(ρ(ΰί, 

^ΕΛΕΙΣ  νά  βατΓτισθης  εις  ταντην  την  ττίστιν; 
Άπόκρ.  Μάλιστα  ^ελω. 

Ό  'ΐΐρίίις. 
£^ΕΛΕΙΣ  λοιτΓον  φυΧάττει  εύττειθώς  το  α'^ιον  3-έ• 
Χημα  καϊ  τάς  εντοΧάς  του  θεού,  καϊ  ττεριττατεΐ 
εις  αύτάς  καθ   οΧας  τάς  ημέρας  της  ζωής  σου; 
\\πόκρ.  Θέλω. 

ΕτΓίίτα  ό   Ιίρίΰί  λ/γί», 

ΓΤΟΛΤΕΛΕΕ  Θεε,  εύΒόκησε  νά  ταφή  οΰτω  6  ττα- 
Χαιος    \\Βάμ    εις   τούτο    το   τταιΒίον,   ώστε  νά 
ε^ερθτι  εις  αύτο  6  νέος  άνθρωττος.     ^Αμήν. 

259 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ  Τί2Ν    ΝΗΠΙΩΝ. 

ΈύΒόκησ€  νά  άττοθάνωσιν  669  αυτό  6\αί  αι  σαρ- 
κίκαί  έτηθυμίαι,  νά  ζώσι  δε  καΐ  νά  αύζάνωνταί  €ΐ9 
αύτο  6\α  τά  του  Ιΐνβνματος.     ^Αμήν. 

Καροσε  βίς  αύτο  Ζύναμιν  καΧ  ίσ'χυν,  8ίά  νά  νί- 
κηστ)  καΐ  νά  Β^οίαμββύστ)  εναντίον  τον  ΒίαβόΧου, 
του  κόσμου,  και  της  σαρκός.     ^Αμήν. 

Χάρισβ  ύ)στ€  ττάς  όστις  άφΐ€ρόν€ται  βνταύθα  €ΐς 
σβ,  Βίά  της  υπηρεσίας  καΐ  Βιακονίας  ημών,  νά 
κοσμηθτ}  καΐ  μβ  ουράνιους  άρβτάς,  καΐ  νά  βρα- 
ββυθη  αιωνίως,  Βιά  του  βλίονς  σου,  €υ\ο<^ημζν€ 
Κύρΐ€  Θεβ,  όστις  ζης  καΐ  κυββρνας  τά  ττάντα  βίς 
αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ,  αιώνιε  Θεβ,  του  όποιου  ό  άηα- 
ττητός  Ύίός  ^Ιησούς  Χριστός,  Βιά  την  άφβσιν 
των  αμαρτιών  ημών,  βγυσβν  €κ  της  τίμιας  αυτού 
ττΧβυράς  νΒωρ  και  αίμα•  και  παρή^^ειλεν  βίς  τους 
μαθητάς  του,  νά  ύπά^γωσι  καΐ  νά  ΒιΒάξωσι  πάντα 
τά  'έθνη,  βαπτίζοντας  αυτά  βις  το  όνομα  του  Πα- 
τρος,  και  του  Ύΐοΰ,  και  του  Α'γίον  Τίνεύματος* 
ΤΙρόσΒβξαι,  Ββόμβθά  σου,  τάς  Ικεσίας  του  \αοΰ  σου• 
ά>γίασ€  το  ΰΒωρ  τούτο  εις  μυστικόν  Χουτρόν  από 
της  αμαρτίας '  καΐ  γκάρισε  εις  τό  παιΒίον  τούτο,  το 
οποίον  τώρα  μέΧλει  νά  βαπτισθη  εν  αντω,  νά 
Χάβτ)  τό  πΧήρωμα  της  'χ^άριτός  σου,  και  νά  Βια- 
μενη  εις  τόν  αριθμόν  τών  πιστών  και  εκΧεκτών 
τέκνων  σου'  Βίά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών. 
Αμήν. 

Εττίΐτα  ό  'ΐίρεΰί,  Χαβων  το  παώίον  ι'ΐί  τας  χίΊράς  τον,  Χΐγα 
(15  τοίΐί  ΑναΒόχον:  και  είϊ  τάί  ΑναΒόχονς, 

^Ονομάσετε  τό  παιΒίον  τούτο.  ' 

Και  ονομάζων  αντο  μΐτ  αντονς,  [βαν  βΐβαιώσωσιν  οτι  το  τταώίον 
δύναται  καλώί  να  το  ίποφίρτ])  βνθίζΐΐ  αυτό  ΐΐς  το  ύδωρ 
(πώΐξίως  κα\  ττροσΐκτικως,  Χί'γων, 

Λ      ΒΑΠΤΙΖίΙ  σε  εΐ9  τό  "Ονομα  τού  ΥΙατρός,  καΐ 
τού  Τΐού,  και  τού  Α'γίου  ΐΐνεύματος.     Αμήν. 
260 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΝΗΠΙΩΝ. 

Αλλ  (αν  βίβαιώσωσιν  υτι  τ6  ■!ται81ον  (ίναι  ά8ύνατον,  τότ(  αρκΐϊ 
'       μόνον  να  χνσ-η  (ττάνω  τον  νδωρ,  \(γων  τον:   προαρημίνονί 
λόγουί, 

Λ      ΒΑΠΤΙΖΩ  σε  €ΐ9  το  "Ονομα  τον  Γιατρός,  καΐ 
τον  Ύΐον,  καΐ  τον  Ά'γίον  ΐΐνενματος.     Αμήν. 

ΕτΓίΐτα  \(γ(ΐ  ό  Ίίρεύί, 

ΔΕΧΟΜΕΘΑ   το  τταιΒίον  τοντο    βίς  το   ττοίμνιον 

της  ^ΕκκΧησίας  τον  Χριστον'   καΐ  εττισφραΎί- 

ζομζν  αντο  μβ  το  σημβΐον  τον  Στανρον^,  ττρος  βν- 

Ββίξιν  οτί  μβτα  ταντα  δεν  τ^ελβι  αί- 

σγννθη  νά  6μο\θ'Ίη   την  ττίστιν  τον        ,      1*^  " 
Λ,  1^  ^^  ^        1^1^  ^        ^      ρευς  Ηαμνα  ση- 

Λ.ριστον  του  €στανρωμενον,  καν   να    μίΐον  τοϋ  Σταυ- 

ΊΓοΧβμ^    άνΒρβίως    νττο   την    σημαίαν    ρον   «""άνω   εΐς 
'"'  '  ^Γ  /  "ΤΟ  ίίετίύΤΓον  τον 

αυτόν,    εναντίον   της    αμαρτίας,    του        '^. 
κοσμον,    και   τον   οιαρολου,    και,   να 
Βιαμέντ)    τηστός     στρατιώτης     καΐ    νττηρετης    τοΟ 
Χρίστου,  μέχρι  του  τέΧονς  της  ζωής  του.     Αμήν. 

Επίΐτα  Χίγΐί  ό  'ίερΐυί, 

ΤΓΠΕΙΔΗ  τώρα,  αΎαττητοί  μου  άΒεΧφοΙ,  το  τται- 
Βίον  τοΰτο  άνε^εννήθη,  καϊ  ενεκεντρίσθη  εΙς 
το  σώμα  της  Έ,κκΧησίας  του  Χρίστου,  ας  εύ-χαρι- 
στήσωμεν  τον  ΙΙαντοΖύναμον  Θεον  8ίά  ταύτας  τάς 
€ύερ<γεσίας'  καΐ  ας  Βεηθώμεν  αυτού  6\οί  ομοφώ- 
νως, ώστε  το  τταώίον  τοΰτο  νά  8ίά<γη  το  εττίΧοιττον 
της  ζωής  του  κατά  ταύτην  την  αρχήν. 

Εττείτα  "Κίγΐται,  υΧων  γονυκΧιτονντων, 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εΙς  τους  ουρανούς,  *Ας 
άηιασθή  το" Ονομα  σου'  *Ας  εΚθη  ή  βασιΧεία 
σου'  Ας  '^/ένη  το  ΟέΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ούρα- 
νον,  οΰτω  και  επάνω  εις  την  γ]ν.  Ύον  άρτον  ημών 
τον  εττιούσιον  Ζος  εις  ημάς  σήμερον.  Καϊ  συγ- 
χώρησε εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς 
καϊ  ημείς  συηχωροΰμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας  εΙς 

261 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ   ΤΩΝ   ΝΗΠΙΩΝ. 

ημάς.     ΚαΙ  μη  μας  φ^ργς    €ΐ<?   ΐΓβίρασμον,  Άλλα 
€\€υθ€ρωσέ  μας  άττο  του  ττονηρον.     Αμήν. 

ΕτΓίΐτα  λίγίΐ  ό    Ι^ρενς, 

•"Ρ^Κ  καρΒίας  ημών  βν-χ^αριστουμέν  σβ,  ττολυελεβ 
Ώάτ€ρ,  δη  €ύ8όκησ€ς  να  άνα<γ€ννήσ7}ς  το  τταί- 
Βίον  τούτο  μβ  το  "Α^ών  σου  ΥΙν^ΰμα,  να  Ββγ^θης 
αύτο  τέκνον  ΙΒικόν  σου  8ίά  Ύΐοθβσίας,  καΐ  να  συμ^ 
ΊΓζρΐΚάβης  αύτο  βίς  το  σώμα  της  ά^ίας  σου  Έλ- 
κΧησίας.  Καϊ  Ββόμβθά  σου  ταττβίνώς,  να  'χαρίσης 
€19  αύτο,  ώστ£  ν€κρωθ€ν  κατά  την  άμαρτίαν,  ζών 
δε  €19  την  Βικαυοσύνην,  καϊ  συνταφβν  με  τον 
\ρίστον  εις  τον  Β^άνατον  αυτού,  να  σταύρωση  τον 
τταΧαιον  ανθρωττον,  καϊ  να  καταριγήστ)  τταντβΚώς 
δλον  το  σώμα  της  αμαρτίας•  καϊ  καθώς  βγινε 
μίτο-χον  τού  Β^ανάτου  τού  Ύίού  σου,  ούτω  να  μβ- 
θβζη  καϊ  της  αναστάσεως  αυτού '  ώστε  τεΧευταΐον, 
μ€  το  ύττόΧοίττον  της  ά^ίας  σου  Έκκ\ησίας,  να 
^ίνη  συ'γκΧηρονόμος  της  αιωνίου  σου  βασιΧείας' 
Βίά  Ιησού  \ρίστού  τού  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

ΕτΓ€ΐτα,  όλων  ανισταμΐνων,  6  ΐ€ρ€υς  ^ίλίί  κάμα  ΐΐς  τους  Άνα- 
δόχονί  και  ταί  ΑναΒόχουχ  την  ακοΚουβον  ΐίαραίν^σιν. 

*ΤΓΠΕΙΔΗ  το  τταώίον  τούτο  ύττεσχ^έθη,  δίά  μέσου 
υμών  οϊτινες  είσθε  ε^^υηταί  του,  νά  άτταρ- 
νηθη  τον  8ίάβο\ον  καϊ  ττάντα  τα  ερ^α  αυτού,  νά 
•ΤΓίστεύη  εΙς  τον  θεον,  καϊ  νά  Χατρεύη  αύτον,  ττρέ- 
ΤΓβί  νά  ένθυμησθε,  δτί  είναι  ερ<γον  καϊ  χρέος  ίΖικόν 
σας,  νά  φροντίσετε  ώστε  νά  ΒίΒα-χθΐ)  το  τταιΒίον 
τούτο,  ευθύς  όταν  φθάση  εις  ηΚικίαν  νά  μανθάνη, 
ότΓοΐον  ύψηΧον  τάζιμον,  ύττόσ'χεσιν,  καϊ  ετταγγε- 
\ίαν  εκαμεν  εδώ  δίά  μέσου  σας.  Καϊ  Βιά  νά  γνω- 
ρίση  ταύτα  καΧήτερα,  ^έΧετε  παρακινεί  αύτον  νά 
άκούη  Αώαγ^άς•  και  εξαιρέτως  θέλετε  ττρονοήσει, 
νά  μάθη  το  ΣύμβοΧον  της  ΐΐίστεως,  την  Κυριακην 
Γίροσευ•χτ]ν,  και  τάς  Αέκα  ^ΕντοΧάς,  εις  την  άττΧην 
*/Κώσσαν,  καϊ  ητάντα  τά  άΧΧα,  οσα  γρεωστ^Ι  ττα^ 
262 


ΒΑΠΤΙΣΜΑ   ΤΩΝ    ΝΗΠΙΩΝ. 

\ρίσΎίανο<ζ  να  εζενρτ}  καΙ  νά  ττιστ^ύτ}  ττρος  σωτη- 
ρίαν  της  'ψ'ΐ'χϊ)•»  τον  καΐ  νά  άνατραφτ]  το  τταιΒίον 
τούτο  (ναρέτως,  Βιά  νά  Βίά<γ7)  Ι^βάρβστον  καΐ  Χ/34- 
στίανικην  ζωην  €νθυμούμ€νοι  ττάντοτζ,  οτί  το 
ΒάτΓΤίσμα  τταριστάνζί  βίς  ημάς  την  βττα'γ'γβλίαν 
ημών,  ητίς  βίναί  νά  άκοΧουθώμβν  το  7Γαρά8€ΐ<γμα 
του  Σωτήρος  ημών  Χριστού,  και  νά  <^ινώμβθα 
όμοιοι  μ€  αυτόν '  ώστε,  καθώς  αύτος  άττέθανε 
και  ανέστη  8ι  ημάς,  οΰτω  και  ημείς  οι  βατττι- 
σθέντες  νά  άττοθάνωμεν  κατά  την  άμαρτίαν,  και 
νά  άνασταθώμεν  εις  την  Ζικαιοσύνην  νεκρόνον- 
Τ€ς  άκατατταύστως  6\ας  τάς  κακάς  καΐ  διεφθαρ- 
μένας ετΓίθυμίας  ημών,  και  ττροκότττοντες  καθ^ 
ημέραν  εις  ττάσαν  άρετην,  και  όσιότητα  βίου. 
"Επΐΐτα  προσβίτα  και  Χίγα, 

ΤΤΡΕΠΕΙ  νά  φροντίσετε  νά  φερθη  το  τταιδίον 
τοΰτο  εις  τον  Έττ/σ/ίοττον,  8ιά  νά  εττιβεβαιωθΐ} 
ύτΓ  αυτού,  ευθύς  όταν  φθάστ}  εΙς  κατάστασιν  νά 
Χε^τ)  το  ΣύμβοΧον,  την  Κυριακην  Ώροσευ'χτ]ν,  και 
τάς  Αέκα  ΕντοΧάς,  εις  την  άττΧην  ^■{Κώσσαν '  καΐ 
νά  ΒιΒαχ^θη  ττροσέτι  εις  την  Κατή'χ7)σιν  της  Έ/ε- 
κΧησίας,  την  εκδεΒομένην  8ιά  τον  σκοττον  τούτον^ 


"  "ρίΝΑΙ  βέβαιον  άνο  τον  Λόγοι/  του   ΘεοΟ,  οτι 
"  τά  βατΓτισθέντα  τταώία,  άττοθανόντα  ττριν 
"  άμαρτήσωσιν  ενεργεία,  άΒιστάκτως  σώζονται. 

"  Λ1Α  νά  σηκωθη  ττάσα  ύττόνοια  ττερί  της  χρη- 
"  σεως  του  σημείου  του  Σταυρού  εις  το  Βά- 
"  τΓτισμα'  η  άΧηθης  έξή'^ησις  τούτου,  καΐ  οΙ  ορθοί 
"  Χό'γοι  ττερΙ  της  διατηρήσεως  του,  ευρίσκονται  εις 
"  τονΧ'.  Κανόνα,  -πρώτον  εκδοθέντα  το  αχ8'.  έτος." 


263 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΟΥ   ΚΑΤ"  'ΙΔΙΑΝ 

ΒΑΠΤΙ2ΜΑΤ02    ΤΩΝ    ΝΗΠΙΩΝ 

ΕΙΣ  ΤΑΣ  ΟΙΚΙΑΣ. 


Οί  ^Έφημίρίοι  ίκάστης  Έρορίαί  ^(Χονν  νονθετ(7  συνεχώς  τον 
\α6ι>,  να  μην  άναβάΧΧωσι  τ6ν  Βατττισμον  των  τται^Ιων  των 
-ττερισσότερον  από  την  πρώτην  η  την  Βεντεραν  Κνριακην  μετά 
την  γεννησιν  αυτών,  η  αλΧην  παρεμπιτττονσαν  εορτην,  έκτο: 
δια  μεγοΧην  και  εϋΧογον  αΐτίαν,  ήτις  πρέπει  να  ε•γκριββ  άπο 
τον  'Έφημεριον. 

Και  ακόμη  ^εΧονν  τους  παραγγεΧΧει,  να  μη  ζητώσι  να  βατττί- 
ζωνται  τα  παιδία  αυτών  εις  τας  οικίας  των,  ανεν  τοιαύτης 
τίνος  μεγάΧης  αιτίας  και  ανάγκης.  Άλλ'  όταν  ανάγκη  τις 
βιάζη  αυτούς  να  κάμωσιν  ούτω,  τότε  το  Βάπτισμα  ΒεΧει  τε- 
ΧεΙσθαι  κατά  τον  τρόπον  τοντον 

ΊΙρώτον  δ  Αειτονργος  της  Ενορίας  (^η,  εΙς  άπουσίαν  αντον,  αΧΧος 
τις  νόμιμος  Αειτονργος,  όστις  ήθεΧεν  ευρέθη,)  επικαΧεϊται 
τον  θεον  μετά  τών  παρόντων,  και  Χεγει  την  Κνριακην  Ιίροσ- 
ενχην,  κα\  τινάς  από  τας  Σννηπτάς  τας  εΙς  την  ΑκοΧουθίαν 
του  Αημοσίου  Βαπτίσματος  8ιωρισμενας  νά  άναγινώσκωνται, 
όσας  ηβεΧε  συγχωρήσει  6  καιρός  κα\  η  παρούσα  ανάγκη. 
Και  έπειτα,  αφοΰ  το  νηπιον  όνομασβΐ)  άτιό  τίνα  παρόντα,  6 
Αειτονργοε  ΒεΧει  χίισει  ν8ωρ  επάνω  εις  αυτυ,  Χεγων  τούτους 
τους  Χόγονς• 

Λ     ΒΑΠΤΙΖί2  σε   669  το  "Ονομα  του  ΐΐατρος,  καΐ 
του  Ύΐοΰ,  καΐ  του  Ά<γίου  ΐΐνβνματος.     ^Αμήν. 

Επειτα,   γονυκΧιτουντων   όλων,    ό   Αειτονργος  3εΧει   αποδώσει 
ευχαριστίας  προς  τον  θεον,  Χεγων, 

■ρ*  Κ  καρδίας  ημών  βύ'χαριστοΰμέν  σβ,  '7ΓθΧυέ\β€ 

ΥΙάτερ,  δτί  ηύΒοκησες  νά  άναηζ.νν7]σΎΐ<;  το  τται- 

Βίον  τούτο  με   το  "λ<^ιόν  σον  ΤΙνενμα,   νά   δ6%^^9 

αντο  τέκνον  ίΒικόν  σου  Βι,ά  Ύΐοθεσίας,  και  νά  συμ- 

'7Γ€ρίλάβτ]ς  αντο  €ΐ<?  το  σώμα  της  άγί'α9  σου  Έ«- 

264 


το   ΚΑΤ"  ΙΔΙΑΝ    ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

κλησίας.  Καϊ  Ββόμβθά  σου  ταττβινώ'ί,  να  γαρίσ-η^: 
€49  αύτο,  ώστε  καθώς  β'γίνβ  τώρα  μ^το'χον  του 
Βανάτου  του  Ύΐού  σου,  ούτω  να  μξθύξτ)  καΐ  της 
άναστάσβως  αυτοΰ'  και  τβΧευταΐον,  μ€  το  ύττό- 
λοίΤΓον  των  άγιων  σου,  να  Ύίντ)  συ'^κΧηρονόμος  της 
αιωνίου  σου  ΒασιΧβίας•  8ίά  του  α,υτού  Τίού  σου 
^Ιησοϋ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Καί  ας  μην  αμφιβιίΚΚωσΊν  οη  τα  πηιδίοι/,  βαπτισθίν  ούτω, 
(ίναι  νομίμως  κάί  άττοχρώντως  βαπτισμίνον,  καϊ  οτι  8(ν  ΐχΐί 
χρίίαν  να  βατΐτίσθ[]  πάλιν.  'Έαν  όμως  το  τταιΒίον,  βαπτι- 
σθίν  κατά  τοϋτον  τον  τρόπον,  (πιζηστ],  (Ιναι  ττρίττον  να  το 
φΐρωσιν  €ΙΓ  την  Έ,κκΧησίαν  ωστ€,  εάν  6  ΑίΐτονρΎος  τη: 
αυτή!  Ενορίας  (βάπτισίν  αντυς  ίκύνο  το  τταώίον,  νά  βεβαί- 
ωση η  Έ,νναζις,  οτι  το  κατ  ιδίαν  •γινόμ€νον  ττράτΐρον  άττό 
αυτόν  Βάπτισμα  ΐτελεσθη  κατά  τον  άΧηθινον  τύπον.  Και 
τότε  3ε\(ΐ  εΙπεΐ  ούτω ' 

^ΑΣ   βββαώνω   οτι,   κατά  την  ττροσήκουσαν  κα^ 
Βιωρισμβνην  τά'ξίν  της  ^ΕκκΧησίας,  εΙς  τον  δεΓ- 
να  καιρόν,  καϊ  εΙς  τον  Ββΐνα  τόττον,   βνώττιον  δια- 
φόρων μαρτύρων  έβάτττισα  το  •παιΒίον  τούτο. 

Αλλ  εάν  το  παιΒιον  είχε  ^βαπτισβή  άπο  αΧΚον  τινά  νόμιμον 
Αειτονργον,  τότε  ό  Αειτονρ^ος  της  Ενορίας,  εΙς  την  οποίαν 
τι)  παι8ίον  εγεννηθη  η  εβαπτίσθη,  ΆεΧει  ερευνήσει  και  εξα- 
κριβώσει εάν  το  παιΒίον  νομίμως  εβαπτίσθη  η  ο)(ΐ.  Και 
τότε  εάν  οι  φέροντες  το  παώίον  εις  την  'Εκκ\ησίαν  άποκρι- 
θωσιν  οτι  τυ  παι8ίον  η8η  εβαπτίσθη ,  τότε  ό  Αειτονργος  ΒίΧει 
τοι;5  εξετάσει  περαιτέρω,  Χεγων, 

'νΠΟ  τίνος  εβα'τττίσθη  το  τταιΒίον  τούτο; 

Ύίς  ητον  τταρών,  οτβ  το  τταιΒίον  τούτο  εβα- 
ΊΓτίζετο; 

ΕτΓβιΒη   ενΖεγεται  να    αφέθησαν  ούσιώζη  τίνα 

πράγματα  ττρος    τούτο    το    Μυστήριον,     εϊτε     δίά 

φοβον,  η  όια  βίαν,  εις  τοιούτους  καιρούς  εσγάτης 

άνάηκης,  Βια  τούτο  σας  ερωτώ  ττερητΧεον, 

Με  ΤΓοίαν  ύ\ην  εβατττίσθη  το  τταιΒίον  τούτο; 

Με  ΤΓοίους  Χόλους  εβατττίσθη  το  τταιΒίον  τούτο; 

Ν 


το   ΚΑΤ'  ΙΔΙΑΝ   ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

Και  εάν  ό  ΑίΐτονργοΓ  ■πΧηροφορηθΐ]  άπο  τάί  αττοκρισίίί  ΐκειρων 
οιτιν€ί  ΐήχραν  το  παι^Ίον,  οτι  ο\α  ί-γιναν  ώί  επρεττί  να  γί- 
νωσι,  τότε  δεν  ϋΐΧίΐ  βαπτίσει  το  τται^ιον  εκ  δευτέρου,  άλλα 
^€λ6ί  το  δεχβη  ώί  εν  εκ  τον  ποιμνίου  τοΰ  άληθινοΰ  Κρίστι- 
ανικοΰ  \αον,  λίγων  οντω, 

"^ΑΣ  βββαώνω  οτι  οΧα  €^ιναν  καΧώς  καΐ  κατά 
την  οφβιλομβνην  τάξιν,  ττβρί  τον  βατττίσματος 
τον  τταιΒίον  τούτον  το  όττοΐον,  '^εννηθ^ν  €19  την 
ττροττατορίκην  άμαρτίαν,  καΐ  νττο  την  6ρ<γην  τον 
θ€ον,  €Ϊναί  τώρα  κατατ€τα<γμένον,  8ίά  τον  \ον- 
τρον  της  '7Γα\ΐ'γ<γ€ν€σία<ί  βν  τω  βατττίσματι,  €ίς  τον 
αριθμόν  των  τέκνων  τον  θεον  καΐ  κΧηρονόμων 
Τϊ}9  αΐωνίον  ζωής.  Αιότι  ο  Κύριος  ημών  ^Ιησούς 
άριστος  Ββν  άτταρνεΐται  την  χάριν  και  το  έ'λεο9 
τον  €ί9  τοιαύτα  νήττια,  άλλα  φιλοστόρΎως  κα\εΐ 
αυτά  ττρος  εαντόν  καθώς  το  Ιερον  Ευαγγέλιοί' 
το  μαρτνρεΐ,  ττρος  τταρη^ορίαν  μας,  κατά  τοντον 
τον  τρόττον 

Μάρκ,  ι,  13. 

'  ΪΓΦΕΡΑΝ  669  αύτον  τταιδία,  Βιά  να  ε^Ύίξη  αντά' 
και  οι  μαθηταΐ  εττέττΧητταν  τονς  φέροντας. 
Αλλ  υ  Ιησούς,  ί8ών  τοντο,  ηηανάκτησε'  καΐ  ειττεν 
εις  αυτούς,  ^Αφήσετε  τά  τται^ία  νά  ερχωνται  ττρος 
εμε,  και  μην  εμποδίζετε  αντά•  Βιότι  των  τοιούτων 
είναι  η  βασιλεία  τον  θεον.  Βέβαια  σας  λέγω, 
"Οστις  Βεν  Βε-χθη  την  βασιλείαν  τον  θεον  ώς  τται- 
Βίον,  Βεν  3^έ\ει  εΙσέΧθει  εΙς  αυτήν.  Και  ενα^κα- 
ΧισθεΙς  αυτά,  έθετε  τάς  χείρας  τον  εττάνω  των,  καΐ 
εύΧοΎονσεν  αυτά. 

Μετά  την  άνάγνωσιν  τον  ΈναγγεΧίον,  6  Αειτονργος  9εΧει  κάμει 
ταυτην  την  σνντομον  ΤΙαραινεσιν  εττάνω  εΙς  τονς  λόγουί  τον 
ΈναγγεΧίον. 

Λ  ΓΑΠΗΤΟΓ  μου,  σεις  άκονετε,  εις  το  Εΰαγγελιοι/ 
τοΰτο,  τους  Xό^ους  του  Σωτήρος  ημών  Κριστοΰ, 
οτι  εττρόσταξε  νά  φερωνται  τά  ΊταιΒία  ττρος  αυτόν 
266 


το    ΚΑΤ'  ΙΔΙΑΝ    ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

τίνί  τρόττω  €ΤΓ€7Γ\ηξ€  τούς  ^ελονταί  να  τα  ε/ίττοδί- 
ζωσιν  άτΓΟ  αυτόν  τίνί  τρόττω  τταρα'γ'γέΧλεί  εΐ9  δλοι»? 
τους  ανθρώπους  να  άκοΧουθώσί  την  αθωότητα 
αυτών.  Βλεττετε  τίνι  τρόττω  μβ  τα  βξωτβρικά  τον 
σχήματα  καΐ  κινήματα  Ιφανέρωσε  την  ττρός  αυτά, 
ίΰνοιάν  του'  Βίότί  Χαβών  αυτά  βίς  τάς  ά'^καΚα<ζ 
του,  ε'ττέ^εσε  τα<?  χβΐράς  του  €ττάνω  €ίς  αυτά,  καΐ 
βύΧό'γησβν  αυτά.  "Οθεν  μην  άμφοβάλΧβτβ,  άΧλά 
βεβαίως  ττίστειίετε,  ότι  εξίσου  βύνοϊκώς  εΒέχθη 
καΐ  το  τταρόν  τοΰτο  νήττιον  οτι  βττβρίΧαββν  αύτο 
€ίς  τάς  ά^κάΧας  του  εΧέους  του'  καΐ  {ώς  ύττε- 
σγβθη  εΙς  τον  αγίόν  του  Αό^ον)  Β^ίΧει  Ζώσει  ει? 
αυτό  την  βύΧο<γίαν  της  αιωνίου  ζωής,  καΐ  κάμει  αυτό 
μετοχον  της  ουρανίου  βασιΧείας  του.  Ήμεΐς  Χοι- 
ττόν,  οντες  ούτω  ττεττεισμενοι  ττερί  της  εύνοιας  του 
ουρανίου  ημών  Πατρός  ττρός  το  νήττιον  τοΰτο,  φα- 
νερωθείσης  Ζιά  του  Ύΐοΰ  αύτοΰ  'ϊησον  Χρίστου,  ας 
άτΓοΒώσωμεν  εις  αυτόν  ττιστώς  καΐ  εύΧαβώς  ευχα- 
ριστίας" καΐ  ας  εϊττωμεν  την  Ώροσευχήν,  την  όττοίαν 
αυτός  ό  Κύριος  εΒίΒαξεν  εις  ημάς. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  *Ας 
ά'^ιασθτ)  τό  "Ονομα  σου'  'Ας  εΧθτ}  ή  βασιΧεία 
σου'  *Ας  'γενη  τό  ^εΧημά  σου,  καθώς  εΙς  τόν  ούρανόν, 
ούτω  καΐ  έττάνω  εΙς  την  '^ην.  Τόν  άρτον  ήμίαν  τόν 
έττιούσιον  Ζός  εις  ημάς  σήμερον.  Και  συγχώρησε 
€ΐς  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  και  ήμεΐς 
συ'^/χωρούμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  εις  ημάς.  Και 
μή  μάς  φερης  εις  ττειρασμόν.  Άλλο  εΧευθέρωσέ 
μας  άττό  του  ττονηρού.     Αμήν. 

Ρ2ΛΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεε,  ουράνιε  Πάτερ, 
σε  ττροσφερομεν  ταττεινάς  ευχαριστίας,  Βιότι 
ΐύΒόκησες  νά  μάς  καΧέσης  ττρός  την  εττί^νωσιν  της 
χάριτος  σου,  και  ττρός  την  εις  σε  ττίστιν.  Αύξανε 
την  εττί'γνωσιν  ταύτην,  και  στερεονε  την  ττίστιν  ταυ- 
την  Βιά  τταντός  εις  ημάς.  Αός  τό'Ά-^ιόν  σου  Πνεύμα 
619  τό  νήττιον  τοντο'  ώστε  αυτό,  άνα'^εννηθεν,  καϊ 


το   ΚΑΤ'  ΙΔΙΑΝ   ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

γβνομβνον  κλ'ηρονόμο<ί  τή<ϊ  αιωνίου  σωτηρίας,  δίά 
του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χρίστου,  νά  8ίαμένη  δοΰλός 
σου,  καν  να  άττοΧαύση  την  ύττόσ'χ^βσίν  σου'  δίά 
του  αυτού  Τίοΰ  σου,  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοϋ 
άριστου,  όστις  ζτ}  κα\  βασιλβύβι,  μετά,  σου  καΧ 
του  Άγ/ου  ΥΙνεύματος,  νυν  καΐ  άεΙ,  καΐ  εΙς  τους 
αιώνας.     \μήν. 

Επειτα    6    Ιΐρεύς   3ίλα.    ερώτησα    τύ    όνομα   τον   παώίον    καΐ 
αφοΰ  ττροφβρωσιν  αυτό  οί  Άνά8οχοι  καΐ  α'ι  ΆνάΒοχοι,  6  Ίερ(ύς 

Δ  ΠΑΡΝΕΙΣΑΙ  συ,  βίς  το  όνομα  του  τταιΒίου  τού- 
του, τον  8ίάβο\ον  καΐ  ττάντα  τά  ερ^α  αύτον, 
την  ματαίαν  ττομττην  καΐ  Βόξαν  του  κόσμου,  ομού 
μβ  τάς  ττΧβονβξίας  αυτού,  καΐ  τάς  σαρκικάς  ετηθυ- 
μίας  τού  σώματος,  ώστε  νά  μην  άκοΧουθίϊς,  μηΒε 
να  σύρεσαι  άττο  αύτάς; 

^Ίτόκρ.  Τά  απαρνούμαι  οΧα. 

Ο    Ιβρευε. 

ΤΤΙΣΤΕΤΕΙ2    €19   τον   Θεον,    τον   Ιϊαντοκράτορα 
ΊΊατερα,    τον   Ποιητην    τού    ουρανού    καΐ    της 

Και.  649  τον  Κύριον  ημών  ^Ιησούν  άριστον,  τον 
μονογενή  αυτού  Ύΐόν;  τον  συΧληφθέντα  8ιά  τοΟ 
Πνεύματος  τού  Ά'γίου,  τον  γεννηθέντα  εκ  της  ΤΙαρ- 
θένου  Μαρίας"  τον  τταθόντα  εττΐ  ΤΙοντίου  ΐΐίλατου, 
τον  σταυρωθεντα,  άττοθανόντα,  καΐ  ταφεντα'  τον 
καταβάντα  εις  τον  αδην,  και  την  τρίτην  ήμεραν 
άναστάντα  εκ  τών  νεκρών  τον  άναΧηφθέντα  βις 
τους  ουρανούς,  καΐ  καθήμενον  εις  τά  8εζιά  τον 
ΘβοΟ,  τού  ΐΐαντοκράτορος  ΐϊατρός'  και  εκείθεν 
μέΧλοντα  νά  εΧθη,  εις  το  τεΧος  τού  κόσμου,  8ιά  νά 
κρίνη  ζώντας  και  νεκρούς; 

Πιστεύεις  και  εις  το  Πνεύμα  το"Α^ιον'  εις  την 
άτ^ίαν  ΚαθοΧικην  ^Έ,κκΧησίαν  εις  την  Κοινωνιαν 
τών  ά^ ίων  εΙς  την  "Αφεσιν  τών  αμαρτιών  εις  την 
268 


το    ΚΑΤ'  ΙΔΙΑΝ   ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

^Ανάστασιν  τον  σώματο<;,    καΐ    €ΐ<ί   την  Ζωην  την 
αΐώνίον  μ€τά  3^άνατον; 

Άπόκρ.  "Ολα  ταΰτα  σταθβρως  ττιστεύω. 

Ο  'ΐ(ρ(ίί. 

ΟΕΛΕΙΣ  ΧοιτΓον  φυλάττβι  €ύ7Γ€ΐθω<ί  το  ά'γιον  5ε- 
\ημα   καϊ   τάς    εντοΧάς   του   &€ου,    καΐ  ττβρί- 
ιτατζΐ  €49  αύτα<ί  καθ'  οΚα'ζ  τας  ημέρας  τή<ϊ  ζωής 
σου ; 

Άττόκρ.  Θέλω. 

Επειτα  Χΐγα  υ   Ιιρενς, 

ΛΕΧΟλΙΕΘΑ  το  τταώίον  τοΰτο  €ΐς  το  ττοίμνιον 
της  ^ΕκκΧησίας  του  Χριστού"  καϊ  €7Γΐσφρα<^ί- 
ζομεν  αυτό  μβ  το  σημεΐον  τον  Σταυ- 
ρ,Ιςκάμνηση-  ρον"",  ττρΌς  ^νδβφν  ΟΤΙ  μ€τά  ταΰτα 
μίίον  τον  Σταυ-  ο^ν  ^ελβί  αυσ'χυνθη  να  ομοΧο^η  την 
ροϋ   ΐπάνω    (ίς    ιτίστιν  τοΰ  Χρίστοΰ  τον  βστανρωμέ- 

τ6  μίτωττον  του  ^       \         -ν        ^>ς./         γ\\ 

ΊΓαιΰίου.  ^°"'  '^^''  ^^  "ττολεμη  ανδρείως  νττο  την 

σημαίαν  αυτόν,  εναντίον  της  αμαρ- 
τίας, τοΰ  κοσμον,  καϊ  τον  ΒιαβόΧον,  καϊ  να  8ια- 
μέντ)  ΤΓίστος  στρατιώτης  και  νττηρετης  τον  Χριστού, 
με-χρί  του  τέΧονς  της  ζωής  του.     ^Αμην. 

Επειτα  ό  Ιερεύς  λίγει, 

Ρ^ΠΕΙΔΗ  τώρα,  ά<γα7Γητοί  μου  άΒεΧφοι,  το  τται- 
Βίον  τούτο  άνε'γεννήθη  Βιά  τοΰ  βατττίσματος, 
και  ενεκεντρίσθη  εις  το  σώμα  της  ^ΕκκΧησίας  τοΰ 
Χρίστου,  ας  εν-χαριστησωμεν  τον  ΥΙαντοΒύναμον 
0>εον  δια  ταύτας  τάς  ευεργεσίας•  καϊ  ας  Βεηθώμεν 
αυτού  όΧοι  ομοφώνως,  ώστε  το  τταιΖίον  τοΰτο  να 
οιώγη  το  έττίλοΐΊτον  της  ζωής  του,  κατά  ταντην  την 
αρχήν. 

ΕτΓίΐτα  \ίγεί  ο  Ίερενς, 

Ρ]Κ  καρΒίας  ημών  ευχάριστου  μεν  σε,  ττοΧυέΧεε 

ΤΙατερ,  ΟΤΙ  εύΒόκησες  νά  αναγέννησης  το  τται- 

Βίον  τοΰτο  με  το  "Αηιόν  σου  ΥΙνεύμα,   νά  Βεχθ^ς 

269 


το   ΚΑΤ*  ΙΔΙΑΝ   ΒΑΠΤΙΣΜΑ. 

αύτο  τέκνον  ΙΒι,κόν  σον  Βία  Ύίοθβσίας,  καΐ  να  συμ- 
ΊΓβρΐΚ.άβτΐ';  αύτο  669  το  σώμα  της  ά/γίας  σον  Έκ- 
κΧησίας.  ΚαΙ  Ββόμβθά  σον  ταττβινώς,  νά  'χαρίστις 
6ί9  αύτο,  ώστβ  νβκρωθΐν  κατά  την  άμαρτίαν,  ζών 
Βζ  619  την  Βίκαίοσννην,  καΐ  σννταψεν  με  τον 
άριστον  669  τον  θάνατον  αύτον,  νά  στανρώστ]  τον 
Ίταλαιον  άνθρωττον,  και  νά  καταργ^στ)  τταντέΧώς 
6\ον  το  σώμα  τάς  αμαρτίας•  καΐ  καθώς  'έ'^ίνε  μβ- 
τογον  τον  θάνατον  τον  Τίον  σον,  οντω  νά  μεθύξ'β 
καΐ  της  αναστάσεως  αύτοΰ'  ώστε  τεΧενταΐον,  με  το 
νττολ,οίΤΓον  της  ά^ίας  σον  ^ΕκκΧησίας,  νά  ^ίνΐ) 
οτν^κΧηρονόμος  της  αίωνίον  σον  βασιλείας '  Βιά 
Ιησον  Χρίστου  τον  Κνρίον  ημών.     Ά/Λί;ν. 

"Επατα,  υ\ων  ανισταμίνων,  6  Ίερεί/ί  3ίλΐί  κάμίί  ίίί  τονί  Άνα- 
δό;(ουί  και  τας  Αναδόχου!  την  άκο^ιονθον  ΐίαραίνισιν. 

"υΤΙΕΙΔΗ  το  τταίΒίον  τοντο  νττεσ'χεθη,  Βίά  μέσον 
υμών  οϊτίνες  είσθε  ε^^νηταί  τον,  νά  άτταρ- 
νηθη  τον  ΒίάβοΧον  καΐ  ττάντα  τά  ερ^α  αύτον,  νά 
ττιστενΎ)  εις  τον  Θεον,  καΐ  νά  Χατρεντ]  αύτον,  πρε- 
ττει  νά  ενθνμήσθε,  οτί  είναι  ερ>^ον  καΐ  χρέος  ΙΒίκόν 
σας,  νά  φροντίσετε  ώστε  νά  ΒίΒαχθη  το  τταίΒίον 
τοντο,  εύθνς  όταν  φθάση  εΙς  ηΚίκίαν  νά  μανθάντ}, 
οτΓοΐον  νψηΧον  τάξίμον,  νττόσχεσίν,  και  εττα'^ηε- 
\ίαν  εκαμεν  εΒω  Βίά  μέσον  σας.  Και  Βίά  νά  ^νω- 
ρίστ)  ταντα  καλήτερα,  ^έΧετε  τταρακινεΐ  αυτόν  νά 
άκούτ}  ΑιΒαχάς'  καΐ  εξαιρέτως  3^έΧετε  προνοήσει, 
νά  μάθτ)  το  ΣύμβοΧον  της  Υΐίστεως,  την  Κνριακην 
Ώροσενχην,  και  τάς  Αέκα  ^ΕντοΧάς,  εις  την  άττΧην 
^Χώσσαν,  καΐ  ττάντα  τά  άΧΧα,  οσα  χρεωστεΐ  ττά^ 
Χριστιανός  νά  έζενρη  καΐ  νά  ττιστεύη  ττρός  σωτηρίαν 
της  Λίτνχής  τον  και  νά  άνατραφη  τό  τταιΒίον  τοντο 
εναρέτως,  Βιά  νά  Βιά^γη  ^εάρεστον  και  Χριστιανι- 
κήν  ζωιίν  ενθνμούμενοι  πάντοτε,  οτι  τό  Βάπτισμα 
παριστάνει  εις  ημάς  την  επα^^εΧίαν  ημών,  ήτις 
είναι  νά  άκοΧονθώμεν  τό  παράΒει<^μα  τον  Σωτήρος 
■ημών  Χριστού,  και  να  <^ίνώμεθα  όμοιοι  με  αντον ' 
ώστε,  καθώς  αυτός  απέθανε  και  ανέστη  Βι  ημάς., 
270 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΧ2Ν   ΕΙΣ   ΗΛΙΚ1ΑΝ   ΟΝΤΩΝ. 

ουτω  καΐ  ημβΐς  οι  βατττισθβντ^^:  να  άτΓθθάνωμ€ν 
κατά  την  άμαρτίαν,  καΐ  να  άνασταθώμβν  βί<ϊ  την 
^ίκαίοσύνην  ν€κρόνοντ€'ί  άκατατταύστως  6\α<;  τάζ 
κακά<;  καΐ  Βίβφθαρμένας  ΐτηθυμίας  ημών,  καΐ  ττρο- 
κ07Γτοντ€ς  καθ^  ήμβραν  €19  ττάσαν  άρβτην,  καΐ  όσι- 
ότητα  βίου. 

Άλλ'  (αν  οι  φίροντίί  το  νηττιον  €Ϊς  την  'Έκκλησιαν  κάμωσι 
τοιαύτα!  τινας  άβΐβαίονς  αποκρίσεις  (Ις  τας  (ρωτήσεις  του 
'ΐίΟί'ωί,  ίίί  τρότΓον  ώστε  να  μην  (μττορβ  να  φανερωθ;]  οτι  το 
τταιΒίον  (βαπτίσθη  με  "Υδωρ,   Εΐ9   ΤΟ   "Ονομα  τού    Πα- 

τρος,  και  του  ΤΊοΰ,   καΐ  του  Άγιου  ΥΙνβνματο^, 

Ιατινα  (Ίναι  ουσιώδη  μέρη  τοΰ  Βαπτίσματος,)  τότε  ό'ίερενς  ας 
το  βαπτίστ}  κατά  τον  προ8ιατετα•γμενον  τύπον  τον  Δημόσιον 
Βαπτίσματος  των  νηπίων  μόνον  ενω  βαπτίζτ]  το  πηι8ιον  εις 
την  ΚοΧνμβηθραν,  3ε\ει  μεταχειρισθη  τούτους  τους  λόγους ' 

'ΤΓΑΝ  δεν  ησαί  η^η  βα7Γτισμένο<ϊ,  (Δ.)  Βατττίζω 
σβ   6ί9  το  "Ονομα  τοΰ  Ώατρος,   καΐ  τοΰ  Ύιον, 
καΐ  τοΰ  Ά<γίου  Ώνβύματο<ϊ.     Αμήν. 


'ΑΚΟΛΌΥΘΙΑ  ΤΟΥ 

βαπτίσματος   Τί2Ν    ΕΙΣ  'ΗΑΙΚΙΑΝ  "ΟΝΤίΙΝ, 

ΚΛΙ 
ΔΥΝΑΜΕΝΩΝ   ΝΑ  'ΑΠΟΚΡΙΝΩΝΤΛΙ  'ΥΠΕΡ  ΕΑΥΤΩΝ. 


"Όταν  τίνες  εΙς  ηλικίαν  οντες  3(\ωσι  να  βαπτισθωσιν,  εγκαίρως 
ηρεπει  να  Βοθτ]  ("ίΒησις  εΙς  τόν  Έπίσκοπον,  η  εις  τον  νπ  αυ- 
τού προς  τοΰτο  Βιωρισμενον,  τουλάχιστον  μίαν  εβδομάδα 
προτητερα,  άπο  τους  γονε'ις,  η  άπο  (ϊΚλους  τινας  νουνεχείς 
ανθρώπους"    ώστε   ουτω  να  γίντ}  ή  προσήκουσα  φροντις  περί 

271 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΕΙ2   ΗΑΙΚΙΑΝ    ΟΝΤΩΝ. 

της  (ξΐτάσεως  αυτών,  αν  (^ώάχθησαν  αποχρώντωί  ταί  αρ- 
χάς της  Χριστιανική:  θρησκΐίας•  κα\  να  γίντι  (ϊς  αυτούς  η 
πρέπουσα  παραίνεσις,  8ιά  να  προΐτοιμάσωσιν  εαυτούς  με 
προσευχάς  και  νηστείαν  εΙς  το  να  Χάβωσι  το  αγιον  τούτο 
Μνστηριον. 

Καΐ  εάν  ενρεθωσιν  άξιοι,  τότε  οΐ  \νά^οχοι  κα\  αΙ  ΑνάΒοχοι 
(συνηθροισμένου  οντος  τοΰ  Χαοΰ  την  Βιωρισμενην  Κυριακην 
η  Έορτην,)  Άελονν  εΐσθαι  έτοιμοι  8ιά  νά  παραστήσωσιν  αυ- 
τούς εΙς  την  ΚοΧνμβηθραν,  ευθύς  μετά  το  δεύτερον  Ανάγνω- 
σμα, είτε  εις  την  'Έωθινην  ε'ίτε  εις  την  Έσπερινην  Άκολον- 
βίαν,  όπως  6  Εφημέριος  ή'θίλε  το  κρίνει  ενλογον. 

Ύότε  σταθΐ\ς  ό  Ιερεύς  εκεί  ^ε'λει  ερωτήσει,  αν  τίνες  των 
ενταύθα  τταρασταθεντων  ηναι  βαπτισμένοι  η  οχι.  Εάν  απο- 
κριθωσιν,    Ούι,    τότε  ό  Ιερεύς  5ε'λει  εΙπεΊ  ούτω• 

ΑΓΑΠΗΤΟΙ,  εττεοΒη  δ\οι  οΐ  άνθρωττοι  βσυλ- 
Χήφθησαν  και  ε^εννήθησαν  εν  αμαρτία  {καΐ  το 
'^εννηθεν  εκ  της  σαρκ6<;  είναι  σαρξ)•  καΐ  εκείνοι 
οϊτινε'ζ  είναι  εΙς  την  σάρκα  Βεν  εμττοροΰν  νά  άρέ- 
σκωσιν  εις  τον  Θεον,  αλλά  ζουν  εις  άμαρτίαν, 
Ίτράττοντες  ενερηεία  ττοΧλάς  τταραβάσεις'  και 
εττεώη  6  Σωτηρ  ημών  άριστος  \έ<γει,  ΟύδεΙί  δύ- 
ναται νά  είσεΧθτ)  εις  την  βασιλείαν  τοΰ  θεοΰ,  εάν 
8βν  αναγεννηθεί  εξ  ύδατος  και  εκ  τοΰ  Ά<γίου  Πνεύ- 
ματος• Σας  τταρακαΧώ  ενθέρμως  νά  εττικαΧεσθητε 
τον  Θεόν  τον  Τϊατέρα,  διά  τοΰ  Κυρίου  ημών  'Ιησοΰ 
άριστου,  νά  γ^αρίστ]  8ιά  το  άττειρόν  του  €λεο9  €ίς 
τους  δούλους  του  τούτους,  εκείνο  το  όττοΐον  εκ 
φύσεως  δεν  εμττοροΰν  νά  ε'χωσι•  δηΧαδη  νά  βα- 
ΊΓτισθώσι  με  ΰδωρ  καΐ  με  το  Πνεύμα  το  Ά'^ιον,  και, 
είσα-χθεντες  εΙς  την  ά^ίαν  τοΰ  Χριστού  ^ΕκκΧη- 
σίαν,  νά  ηενωσι  μεΚη  ζώντα  αύτης. 

Έπειτα  δ   Ιερεύς  λέγει, 
*Ας  δεηθώμεν, 

(Καΐ  ενταύθα  οΚος  6  συναθροισμένος  \αος  ΒέΧει  γονυκΚιτησει.^ 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  κα\  αιώνιε  Θεε,   όστις,  διά  το 
μέ<γα  σου  εΧεος,  έσωσες  τον  Νώε  και  τον  οίκον 
272 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ  ΕΙΣ  ΗΛΙΚΙΑΝ   ΟΝΤΩΝ. 

αντοΰ  €ν  ττ}  κιβωτω  άττο  την  φθοράν  του  Κατα- 
κΧνσμον'  καΐ  ακόμη  ώΒή'γησβζ  άσφαΧώς  τους 
υιούς  ^ΙσραηΚ,  τον  \αόν  σου,  δια  τ^9  ^Ερυθράς 
ΒάΧάσσης,  ύττοτυττόνων  δίά  τούτου  το  Άγιόκ  σου 
ΒάτΓΤίσμα'  καΐ  δίά  του  Βατττίσματος  τοΟ  απά- 
τητου σου  ΤίοΟ  Ίτ/σοΟ  Χριστού  €ίς  τον  ττοταμον 
ΙορΒάνην,  η'^ίασες  το  ΰΒωρ  βίς  μυστικόν  Χουτρον 
άττο  της  αμαρτίας"  Αεόμβθά  σου  βνθβρμως,  Βία 
τους  άττείρους  οίκτιρμούς  σου,  να  εττιβΧέψης  ευ- 
μενώς εις  τους  δούΧους  σου  τούτους"  Χούσε  καΐ 
άγιασβ  αυτούς  με  το"Κ<^ιον  ΥΙνεύμα'  ώστε,  εΧευθε- 
ρωθέντες  άττο  της  ορ^ής  σου,  να  εισα-χθώσιν  εΙς 
την  κιβωτον  της  ^ΕκκΧησίας  του  Χριστού"  κα\, 
στερεωμένοι  εις  την  ττίστιν,  γ^αίροντες  Βιά  της 
εΧτΓΐΒος,  καΐ  ριζωμένοι  εις  την  ά'^άττην,  να  Βιαττε- 
ράσωσιν  ούτω  τα  κύματα  του  ιτοΧυταρά'χου  τούτου 
κόσμου,  ώστε  τεΧευταΙον  να  καταντήσωσιν  εις  την 
ηην  της  αιωνίου  ζωής,  Βιά  να  βασιΧεύωσιν  εκεί 
μετά  σου  εις  τους  αιώνας  των  αιώνων"  Βιά  ^Ιησοΰ 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  κα\  αιώνιε  Θεε,  ό  βοηθός  ττάν- 
των  τών  εν  χρ^ία  όντων,  ό  άντιΧήτττωρ  ττάντων 
των  ετΓίκαΧουμένων  την  βοήθειάν  σου,  η  ζωη  τών 
ΤΓίστευόντων,  καΐ  ή  άνάστασις  τών  τεθνεώτων, 
Έ,τΓίκαΧουμεθά  σε  ύττερ  τών  ΒούΧων  σου  τούτων, 
ώστε,  ερχόμενοι  εις  το  α.'^/ιόν  σου  Βάτττισμα,  νά 
Χαβωσιν  άφεσιν  τών  αμαρτιών  των  Βιά  της  πνευ- 
ματικής άνα'^/εννήσεως.  Αέξαι  αυτούς.  Κύριε, 
καθώς  ύττεσχέθης  Βιά  του  ά'^^αττητού  Ύ'ιού  σου,  Χέ- 
'^οντος.  Αιτείτε,  καΐ  Β^έΧει  σας  Βοθή•  ζητείτε,  καΐ 
θέλετε  εύρεΐ"  κρούετε,  και  ^έΧει  σας  άνοιχθή. 
Οΰτω  Βος  τώρα  εις  ήμας  τους  αΐτούντας"  ας  ευ- 
ρωμεν  ημείς  οι  ζητούντες"  άνοιξε  την  ^ύραν  εις 
ημάς  τους  κρούοντας•  ώστε  οι  ΒοΰΧοί  σου  ούτοι 
να  Χαβωσι  την  άτεΧεύτητον  εύΧο^ίαν  του  ουρανίου 
σου  Χουτρού,  καϊ  νά  εΙσέΧθωσιν  εις  την  αιώνων 
βασιΧείαν  την  όττοίαν  ύττεσχέθης,  Βιά  ^Ιησοΰ 
Χριστού  του  Κυρίου  ημών.  ^Αμήν. 
ν3 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ    ΟΝΤΩΝ. 

"Επειτα,  άνίσταμίνου  τοΰ  Ααοϋ,  6  'ΐίρβύί  Χίγΐΐ, 

Ακούσβτβ  τους  λογοι/9  τοΰ  κατά  ^Ίωάννην  Ευαγγε- 
Χίον,  €49  το  ττρώτον  ^Εζάφίον  του  τρίτου  Κβφα• 
\αίου. 

"* ^^ΤΟΝ  άνθρωττόί;  τις  €κ  των  Φαρισαίων,  'Νικό- 
Βημος  το  όνομα  αύτοΰ,  άρ'χων  των  Ίουδα/ωί'. 
Οδτο9  ηΚθε  ττρος  τον  ^]ησουν  την  νύκτα,  καΐ  βΐττβν 
€49  αύτον,  'ΫαββΙ,  έζβύρομβν  οτι  ηΧθβς  άττο  τον 
Θ€ον  Βι8άσκα\ο<;•  Βιότι  κανβΐ^;  δέν  Βύναταί  νά 
κάμντ]  τα  ση  μύα  ταύτα  τά  οττοΐα  συ  κάμνβις,  εάν 
Βεν  ηναί  6  0609  με  αύτον.  ^Αττεκρίθη  6  ^Ιησούς  καΐ 
ειττεν  εις  αύτον,  Βεβαι,α  βέβαια  σε  λέγω,  Έάν  τις 
Βέν  <^£ννηθ?ι  άνωθεν,  Βεν  εμττορεΐ  νά  ϊΒη  την  βα- 
σιλειαν  τοΰ  θεού.  Αε^ει  εις  αύτον  6  'ΝικόΒημος, 
ΊΊώς  εμττορεΐ  νά  <γεννηθη  άνθρωττος  ενω  ηναι  ηέ- 
ρων ;  μη  ιτως  εμττορεΐ. Βευτεραν  φοράν  νά  εμβη  εις 
την  κοιλίαν  της  μητρός  του  και  νά  Ύεννηθη ;  Αττε- 
κρίθη  6  ^ϊησοΰς,  Βέβαια  βέβαια  σε  Χέ^ω,  Έάν  τις 
Βεν  Ύεννηθη  έζ  ΰΒατος  καΐ  Πνεύματος,  Βέν  Βύναται 
νά  είσέΧθϊ]  εις  την  βασιλείαν  τοΰ  &εοΰ.  Το  7^- 
^εννημένον  άττο  την  σάρκα  είναι  σαρξ•  καΐ  το 
'γε'γεννημένον  άττο  το  ΥΙνεΰμα  εϊναι  ττνεΰμα.  Μ.τ) 
3^αυμάσ7]ς  Βιότι  σε  ειττα,  ΥΙρέττει  σεις  νά  <γεννηθήτε 
άνωθεν.  Το  ττνεΰμα  οττου  ^εΧει  ττνεει,  καΐ  την 
φωνην  αύτοΰ  άκούεις,  Βέν  εξεύρεις  όμως  ττόθεν 
ερ'χεται  καΐ  ττοΰ  ύττάγεί••  οΰτω  εϊναι  ττάς  6  <^εηεν- 
νημένος  εκ  τοΰ  Πνεύματος. 

Μΐτα  το  όποιορ  3ΐλ(ΐ  είπίΐ  την  άκ,όλονθον  Παραίιχσιν. 

Λ  ΓΛΠΗΤΟΙ,  άκούετε  εις  το  Εύαγγελίον  τοΰτο  τους 
ρητούς  Χόλους  τοΰ  Σωτηρος  ημώνΧριστοΰ'  οτί 
εάν  Βέν  ^εννηθη  ο  άνθρωττος  εξ  ΰΒατος  και  Πνεύ- 
ματος, Βέν  Βύναται  νά  εΙσέΧθη  εις  την  βασιλείαν 
τοΰ  θεοΰ.  '  Οθεν  εμττορεΐτε  νά  καταΧάβετε  την  με- 
^άΧην  άνά<γκην  τούτου  τοΰ  Μυστηρίου,  οττου  Βύνα- 
ται τις  νά  Χάβη  αυτό.  Ωσαύτως  αμέσως  ττρο  της 
εΙς  ουρανούς  άναΧήψεώς  του,  (^καθώς  άνα^ινώσκο- 
274 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ    ΟΝΤΩΝ. 

/4€ν  €19  ΤΟ  τελβυταΓον  Κβφαλαων  του  κατά  Μάρκον 
ίύα'γ'^έλίου,)  τταρή'γ'γβίλεν  εΐ9  τους  μαθητάς  τον, 
Χίηων,  'Ύ7Γά'γ€Τ€  εΙς  6\ον  τον  κόσμον,  καΐ  κη- 
ρύξ€Τ€  το  εύα^^έλίον  βίς  ο\ην  την  κτίσιν  όστις 
ΤΓίστβύστ)  καΐ  βατττίσθ^,  Β^έΧβο  σωθή'  όστις  δε 
άττίστήστ],  ^έΧει  κατακριθή.  Ύο  οττοΐον  ^βί'χνβι 
ακόμη  βίς  ημάς  το  μέ^α  δφέλος,  το  οττοΐον  ^ια 
τούτου  άτΓοΧαμβάνομβν.  Αιά  την  οττοίαν  αΐτίαν 
ό  "λ'^μος  Ώέτρος  6  ^ΑττόστοΧος,  οτβ  βίς  την  ττρώτην 
τον  κήρυζιν  του  βνα'γ'γβ'λίον  ττοΧλοΙ  κατενΰγθησαν 
την  καρΒίαν,  και  βΓτταν  €ΐ9  αύτον  καΐ  τους  Χοιττούς 
1\7Γοστό\ους,  Ύί  να  κάμωμβν,  άνΒρβς  άΒβΧφοί;  αττε- 
κρίθη  και  είττεν  εΐ9  αυτούς,  Μετανο?;σετε,  καΐ  ας 
βατΓτισθη  έκαστος  άττο  σας,  βίς  άφβσιν  αμαρτιών 
καΐ  .^ελετε  Χάββι  την  δωρεάν  του  Ά'^/ίον  ΥΙνβν- 
ματος  •  Βιότι  (ίς  εσάς  βίναι  ή  βττα'^'γέλία,  και  βίς  τα 
τέκνα  σας,  και  βίς  οΧους  τους  €ΐς  μακράν,  οσονς 
ττροσκαΧβστ}  Κύριος  6  Θβος  ημών.  ΚαΙ  μβ  ττοΧΧονς 
αλΧουςΧοΎους  τταρβκινοΰσεν  αυτούς,  λέγων.  Σώσετε 
τον  ίαυτον  σας  άττο  την  ιγβνεάν  ταύτην  την  σκο- 
λίάν.  Αίότι  {καθώς  6  ϊΒιος  ΆττόστοΧος  μαρτυρβΐ 
€ίς  άΧΧον  τότΓον,)  το  βάπτισμα  σώζβι  καΐ  ημάς 
τώρα'  ο-χ^ι  η  άττοθβσις  τοΟ  ρύττου  της  σαρκός,  άΧΧ 
η  ττρος  θεον  μαρτύρησις  της  άβαθης  συνειδήσεως, 
Ζιά  της  αναστάσεως  τον  ^Ιησον  Χρίστου.  "Οθεν 
μην  άμφιβάΧΧετε,  αλλά  βεβαίως  πιστεύετε,  οτι 
3εΧει  Βε-χθη  εύνοϊκώς  τους  παρόντας  τούτους  Βού- 
Χους  του,  άΧηθώς  μετανοονντας,  και  ττροσερ'χο- 
μένονς  εις  αύτον  μετά  ττίστεως•  οτι  ^έΧει  γκαρίσει 
εις  αυτούς  την  άφεσιν  τών  αμαρτιών  αυτών,  καΐ 
καταττεμψει  εις  αυτούς  το  Ώνενμα  το  'Άγίοι/•  οτι 
.^έΧει  Βώσει  εις  αυτούς  το  γάρίσμα  της  αιωνίου 
ζωής,  και  .^έΧει  κάμει  αυτούς  μετό-χους  της  ουρα- 
νίου βασιΧείας  του. 

Ήμεΐς  Χοιττον,  οντες  οΰτω  ττεττεισμένοι  ττερί  της 
εύνοιας  του  ουρανίου  ημών  ΥΙατρος  ττρος  τους  τταρ- 
όντας    τούτους    ΒούΧονς    τον,    φανερωθείσης    Βιά 

275 


το   ΒΛΠΤΙ2ΜΑ  Τί2Ν   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ   ΟΝΤΩΝ. 

τοΰ  Τΐοΰ  αύτοΰ  ^ΙησοΟ  Χριστού,  ας  άττοΒώσωμεν 
€49  αντον  τΓίστώς  καΐ  βύΧαβώς  ζύγαριστίας,  λέ- 
7θντ£9, 

υΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αΐώνοβ  Θββ,  Ούράνιβ  Πάτβρ, 
σε  ττροσφβρομβν  ταπεινάς  ενχ^αρίστίας,  Βίότο 
€ύΒόκ7]σε';  να  μας  κάλέστ]ς  ττρος  την  βττί^νωσιν 
της  'χάριτός  σον,  καΐ  ττρος  την  εις  σε  ττίστιν. 
Αυξάνε  την  εττίηνωσιν  ταντην,  καΐ  στερεονε  την 
ΊΓίστίν  ταντην  Βίά  παντός  εΙς  ημάς.  Αος  το  "Α^ίόν 
σου  ΥΙνεΰμα  εΙς  τονς  δονΧους  σου  τούτους,  ώστε 
να  αναηεννηθωσι,,  και  νά  κατασταθωσι  κληρονόμοι 
της  αίωνίον  σωτηρίας•  Βιά  τον  Κνρίονημών^Ιησοΰ 
Χριστού,  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει,  μετά  σού  καΐ  τού 
Ά^ίου  ΤΙνεύματος,  νύν  καΐ  άει,  και  εις  τους  αιώνας 
των  αιώνων.     \μην. 

'  Εττείτα    .9ίλίΐ    ομίλησα    6   Ίβρεύί  6££•    του$    προσελθόντα!    να 
βαπτισθώσι,  κατά  τοντον  τον  τρόπον' 

ΑΓΑΠΗΤΟΙ,  οϊτινες  ττροσήλθετε  εττιθνμούντες 
νά  λάβετε  το  ά'^ιον  Βάτττισμα,  ηκούσετε  τίνι 
τρόττω  η  ^Εκκλησία  εΒε7']θη,  ώστε  6  Κύριος  ημών 
^Ιησούς  Χρίστος  νά  εύΒοκήση  νά  σας  Βε-χθτι  καϊ  νά 
σας  εύλο'^ήση,  νά  σας  λύτρωση  άττο  τάς  αμαρτίας 
σας,  νά  σας  Βώση  την  βασιλείαν  τών  ουρανών,  καΐ 
ζωην  την  αιώνιον.  ^Ηκούσετε  ακόμη  δτι  6  Κύριος 
ημών  ^Ιησούς  Χρίστος  ύττεσ'χ^έθη,  εις  τον  ά'γιόν  του 
Αό^ον,  νά  'χ^αρίση  ταύτα  ττάντα,  τά  όττοΐα  εζητή- 
σαμεν  άττο  αυτόν  την  ύττόσ'χεσιν  ταύτην  αύτος, 
άτΓΟ  μέρους  του,  3^έλει  βεβαιότατα  φυλάξει  καϊ 
εκτελέσει. 

"Οθεν  μετά  ταύτην  την  ύττόσγ^εσιν  τού  Χριστού, 
Ίτρέττει  καϊ  σεις,  άττο  μέρους  σας,  νά  ύττοσ'χεθητε 
ΤΓίστώς  ενώττιον  τούτων  τών  μαρτύρων  σας,  καϊ 
όλης  ταύτης  της  Συνάξεως,  οτι  θέλετε  άτταρνηθή 
τον  Βιάβολον  καϊ  ολα  τά  ερ'γα  αυτού,  και  ττι- 
στεύει  σταθερώς  εΙς  τον  ά<^ιον  Λόγον  τού  θεού, 
καϊ  φύλάττει  εύττειθώς  τάς  εντολάς  αυτού. 
276 


το   ΒΑΠΉΣΜΑ  ΤΩΝ   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ    ΟΝΤΩΝ. 

"Επατα  3(\(ί  κάμΐΐ  6  Ίίρίύϊ  ίίϊ  ίνα  ίκαστον  των  μίΚΚόντων  ρα 

βαπτισθώσι  τα:  άκαίλονβονς  ίρωτησεΐί. 

'Έρώτησις. 

Λ  ΠΑΡΝΕΙΣΑΙ    σν  τον    8ίάβοΧον  και   ττάντα    τα 

βρ'γα   αύτον,   την  ματαίαν  ττομττην   καΐ   Βόξαν 

τον  κόσμου,   ομού  μ€  τά<{   ττλβονε^ιαί  αυτού,   και 

τάς   σαρκίκάς   €7Γίθυμία<;   του   σώματος,    ώστε   νά 

μην  άκο\ονθί]<;  μηΒβ  νά  σύρβσαί  άττο  αντάς; 

Άπόκρ.  Τά  άτταρνοΰμαί  δλα. 

Έρώτησις. 

ΤΤΙΣΤΕΤΕΙΣ  βίς  τον  Θεόν,  τον  ΥΙαντοκράτορα  Πά- 
τερα, τον  ΤΙοίητην  τοΰ  ουρανοί)  καΐ  της  'γής; 

Και  εΐ9  τον  Κυρών  ημών  ^ίησονν  'Κ.ριστον,  τον 
μονογενή  αυτού  Ύΐόν;  τον  συΧληφθέντα  Βιά '  τον 
Πνβύματοζ  τού  'Κηίου,  τον  γεννηθέντα  εκ  της  ΥΙαρ- 
θένου  Μαρίας•  τον  τταθόντα  εττΐ  Ποντίου  ΥΙιΧάτου, 
τον  σταυρωθεντα,  αποθανόντα,  καΐ  ταφεντα'  τον 
καταβάντα  εις  τον  αΒην,  καΐ  την  τρίτην  ήμεραν 
άναστάντα  εκ  των  νεκρών  τον  άναΧηφθέντα  εις 
τους  ουρανούς,  καΐ  καθημενον  εις  τά  Βεξιά  τοΰ 
θεού,  τού  Παντοκράτορας  Πατρός•  καΐ  εκείθεν  μεΧ- 
λοντα  νά  εΚθτ],  εις  το  τεΚος  τού  κόσμου,  Βιά  νά 
κρίντ]  ζώντας  και  νεκρούς; 

Πιστεύεις  και  εις  το  Πνεύμα  το  Ά'γιον•  εις  την 
ά/γί'αν  Καθο\ίκην  ΈκκΧησίαν  εις  την  Κοινωνίαν 
των  ά'γίων•  εις  την  ^Αφεσιν  τών  αμαρτιών  εις  την 
Χναστασιν  τού  σώματος,  και  εις  την  Ζωην  την 
αιώνιον  μετά  θάνατον; 

Άττόκρ.  "Ολα  ταύτα  σταθερώς  πιστεύω. 

Ερώτησα. 

^ΕΛΕΙΣ  νά  βατΓτισθης  εις  ταύτην  την  ττίστίν ; 
Άπόκρ.  ΜάΧιστα  Β^εΧω, 

Ερώτησα. 

ί^ΕΛΕΐΣ  ΧοΐΊΓον  φυΧάττει  ευπειθώς  το  ά^ιον  ^ε- 
Χημα  καΐ  τάς    εντοΧάς  τού   Θεού,    καΐ  ττερι- 

277 


το   ΒΑΠΉΣΜΑ  Τί2Ν   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ   ΟΝΤΩΝ. 

ττατύ  6*9  αύτα<;  καθ  οΚα'ζ  τάς  ημέρας  της   ζωη^ 
σου; 

Άπόκρ.  Θέλω  έττιμβΧηθή  να  κάμνω  οντω,  βχ^ων 
τον  θβον  βοηθόν  μου. 

Έπ€ΐτα  6   Ιίρεύί  λβγίί, 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ  Θεβ,  €υ8όκησ€  να  ταφή  οΰτω  6  ττα- 
Χαιος  Άδα/Λ  βίς  τους  ΒούΧους  σου  τούτους, 
ώστε  να  έΎβρθη  βίς  αυτούς  6  νέος  ανθρωττος. 
\μην. 

Έίύ^όκησζ  να  άττοθανωσιν  βίς  αυτούς  6\αι  αϊ 
σαρκικαΐ  βττιθυμίαι,  νά  ζώσι  δέ  καΐ  να  αύξάνωνται 
€ίς  αυτούς  6\α  τα  του  ΥΙνεύματος.     Αμήν. 

'Κάρίσβ  619  αυτούς  ^ύναμιν  καΐ  Ισχύν,  δίά  να 
νίκήσωσι  καΐ  νά  ^ριαμββύσωσίν  εναντίον  του 
Βι,αβόΧου,  του  κόσμου,  καΐ  της  σαρκός.     Αμήν. 

Ιίάρισε  βίς  αυτούς,  τους  ενταύθα  καθιερωμένους 
εΙς  σε  Βιά  της  ύττηρεσίας  καΐ  διακονίας  ημών,  νά 
κοσμηθώσί  καΐ  με  ουράνιους  άρετάς,  και  νά  βρα- 
βευθώσιν  αιωνίως,  8ιά  του  εΧέους  σου,  εύΧο'^ημενε 
Κύριε  θεε,  όστις  ζης  καί  κυβερνάς  τά  πάντα  εις 
αιώνας  αιώνων.     ^Αμήν. 

^|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ,  αιώνιε  Θεε,  του  όττοίου  6  απα- 
ιτητός Ύίος  ^Ιησούς  \ριστ6ς,  Βιά  την  άφεσιν 
των  αμαρτιών  ημών,  εγυσεν  εκ  της  τίμιας  αύτοΰ 
•πΧευράς  ϋ^ωρ  καΐ  αίμα•  και  τταρή'^'^ειΧεν  εις  τους 
μαθητάς  του,  νά  ύττά^ωσι  και  νά  ΒιΒάξωσι  ττάντα 
τά  έθνη,  βατΓτίζοντες  αυτά  εις  το  όνομα  του  ΐΐα- 
τρος,  καΐ  του  Ύΐοΰ,  και  του  Α<γίου  Πνεύματος" 
ΐίρόσδεζαι,  Βεόμεθά  σου,  τας  ικεσίας  του  Χαοΰ  σου' 
ά^ίασε  το  ΰΒωρ  τούτο  εις  μυστικόν  Χουτρον  άττο 
της  αμαρτίας•  και  -χάρισε  εις  τους  ΒούΧους  σου 
τούτους,  ο'ίτινες  τώρα  μεΧΧουν  νά  βατττισθώσιν  εν 
αύτώ,  νά  Χάβωσι  το  ττΧήρωμα  της  χάριτος  σου, 
και  νά  Βιαμενωσιν  εΙς  τον  αριθμόν  τών  πιστών  καΐ 
εκΧεκτών  τέκνων  σου•  Βιά  ^Ιησοϋ  Χρίστου  του 
Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

278 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ   ΤΩΝ    ΕΙΣ   ΗΛ1ΚΙΑΝ    ΟΝΤΩΝ. 

Έπατα  ό  Ίίρίΰί  θί'λίΐ  πιάσα  μι  την  δΕ^ίά»/  του  χΐίρα  ίκαστορ 
των  μίΚΚόντων  να  βαητισθωσι '  και,  5εσαί  αυτόν  άρμο^ίωδ 
■πΚησΙον  της  ΚοΧνμβηθρας  όπως  ήθ(\€  το  κρίνα,  3(λ(ΐ  ΐ'ρω- 
τησα,  τους  '\να8όχονς  κα\  τας  ΆναΒόχονς  ττΐρι  τοΰ  ονόματος ' 
χαΐ  (ΐΓίΐτα  θίλίΐ  τον  βυθ'ισα  (Ις  το  υ8ωρ,  η  3(Κα  χΰσα  ϋδωρ 
«πάνω  ίίί  αύτον,  Χίγων, 

Λ      ΒΑΠΤΙΖΩ  σ€  εις  το  "Ονο/ζα  του  Ώατρος,  καΧ 
του  Ύΐοϋ,  καΐ  τοΰ  Αιγίου  ΥΙι^βύματο'ί.     ^Αμήν. 

Ετι  είτα  λίγα  6  'ΐιρΐύς, 

Λ  ΕΧΟΜΕΘΑ  τούτον  βίς  το  πτοίμνων  της  ^ΕκκΧη. 

σία<ί  τοΰ  Χρίστοΰ'  καΐ  βττίσφρα'γίζομεν  αύτον 

μ€   το   σημα,ον   τοΰ   Σταυρού*,   ττρος   βνΒβιξίγ   οτι, 

μζτα   ταύτα   Ζίν  ^ελβί   αίσχ^υνθΡ)  να 

οαοΧο'γη  την  ττίστιν  τοΰ  Χρίστου  τοΰ        ,     οψ  ο    Ιε- 

,  '        /  \         \        '  ,         «      >  ρενς  κάμνει  ση- 

€σταυρωμ€νου,  καν  να  ττολε/χτ;  αν-  ^εΐον  τοΰ  Σ,ταυ- 
δρ€ίω?  ύττο  την  σημαίαν  αυτού,  έναν-  ρο^'  ίτάνω  εΙς 
τίον  της  αμαρτίας,  τοΰ  κόσμου,  και  '^°  μ^τωπον  του 
τοΰ  ΒιαβόΧου,  καΐ  νά  ζιαμένη  ττιστος 
στρατιώτης  καΐ  ύττηρέτης  τοΰ  Χριστού,  μ^χρο  τοΰ 
τεΧους  της  ζωής  του.     \\μήν. 

Έπειτα  ό  'ίερεΰί  λέγει, 

ρΠΕΙΔΗ  τώρα,  ά'^αττητοί  μου  άΒεΧφοϊ,  ούτοι 
άνε^εννήθησαν,  καΐ  ενεκεντρίσθησαν  εις  το 
σώμα  της  ^ΕκκΧησίας  τοΰ  Χριστού,  ας  εύχαριστη- 
σωμεν  τον  ΥΙαντοΒύναμον  θεον  δια  ταύτας  τάς 
ΐύερ'γεσίας'  και  ας  Βεηθώμεν  αυτού  οΧοι  ομοφώ- 
νως, ώστε  ούτοι  νά  Ζιάηωσι  το  εττίΧοιττον  της  ζωής 
των  κατά  ταύτην  την  αρχήν. 

Επειτα  λέγεται  ι;  Κυριακή  Ώροσινχη,  όλων  γονυκΧ  ιτονντων. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  είς  τους  ουρανούς,  *Α^ 
άιγιασθη  το  "Ονομα  σου•  Ά?  ε\θη  η  βασιλεία 
σοι»•  Άϋ  ^ένη  το  ^εΧημά  σου,  καθώς  είς  τον  ούρα- 
νον,  οΰτω  κάί  εττάνω  είς  την  'γήν.  Ύον  άρτον  ημών 
τον  ετΓΐούσιον  Βος  είς  ημάς  σήμερον.     Και  συηχώ- 

279 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ  ΕΙΣ  ΗΛΙΚΙΑΝ   0ΝΤί2Ν. 

ρησ€  €49  ήμας  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καϊ 
ημ€Ϊ<;  σν^γωρουμβν  6ΐ9  τους  άμαρτάνοντας  ζΐς 
ημάς.  ΚαΙ  μη  μας  φβρ'ρς  βίς  ΊΤβιρασμον,  Άλλα 
βΧβνθέρωσέ  μας  άττο  τον  Ίτονηροΰ.     ^Αμήν. 

^Ε  ττροσφέρομεν  ταττβίνάς  ζύγαριστίας,  ουράνιε 
ΐΐάτβρ,  Βίότί  βνΒόκησβς  νά  μας  κα\βστ)ς  προς 
την  εττί^γνωσιν  της  'χ^άριτός  σον,  καΐ  ττρος  την  είς 
σε  ττίστιν.  Αυξάνε  την  εττί^νωσιν  ταντην,  καΐ 
στερέονε  την  ττίστίν  ταύτην  Βιά  ιταντος  εις  ημάς. 
Αος  το  "Α'γιόν  σου  Πνεύμα  εις  τους  ΒούΧους  σου 
τούτους"  ώστε,  άνα'^εννηθεντες  τώρα,  καΐ  καταστα- 
θεντες  κληρονόμοι  της  αιωνίου  σωτηρίας  Βιά  του 
Κυρίου  ημών  Ιησον  Χ,ριστον,  νά  Βιαμένωσι  8ονΧοί 
σον,  και  νά  άττοΧαύσωσι  τάς  εττα'γ'γεΧίας  σον  Βιά 
του  αυτόν  Ύίον  σον,  τον  Κνρίου  ημών  ^Ιησον 
άριστοι),  όστις  ζη  καΐ  βασιλεύει  μετά  σου,  εις 
ενότητα  του  αυτού  Ά^ίου  ΤΙνεύματος,  εις  αιώνας 
αιώνων.     Αμήν. 

Επβιτα,  ολωι/  άντισταμίνων,  ό  Ίερεύί  θέλει  κάμ€ΐ  ταντην  την 
ακόλονθον  Ιίαραίνΐσιν,  ομίλων  ίϊε  τους  Άναδόχον!  καΐ  τάί 
Ανα8όχον5  πρώτον. 

'ΤΓΠΕΙΔΗ  ούτοι  ίττεσχ^εθησαν  ενώττιόν  σας,  νά 
άτταρνηθώσι  τον  Βιάβολον  και  ττάντα  τά  ερ^α 
αυτού,  νά  πιστεύωσιν  εΙς  τον  θεον,  καΐ  νά  λατρεύ- 
ωσιν  αυτόν  ττρεττει  νά  έχετε  κατά  νουν  'ότι  είναι 
€ρ<^ον  καϊ  χρέος  ΙΒικόν  σας,  νά  τους  ενθυμίζετε 
οτΓοΐον  νψηλον  τάξιμον,  ύττόσχεσιν,  καϊ  ετταγγβ-  . 
Χίαν  έκαμαν  ενώπτιον  ταύτης  της  Σννάξεως,  καϊ 
εζαιρετως  ενώττιόν  υμών,  οΐτινες  είσθε  εκΧελε/γ- 
μένοι  μάρτυρες  αυτών.  Καϊ  θέλετε  άκομη  ιταρα^ 
κινεί  αυτούς  νά  καταβάλωσι  ττάσαν  σττουΒήν  εις 
το  νά  ΒιΒαχθώσιν  ορθώς  τον  ά^ιον  Αό<γον  τού  Θεού' 
άστε  ούτω  νά  αύζηνθώσιν  εις  την  χάριν,  καΧ  εΙς 
την  εττίιγνωσιν  τού  Κνρίου  ημών  ^Ιησού  Χριστού, 
καϊ  νά  ζώσιν  εις  τον  -παρόντα  κόσμον  ενσεβώς^ 
Βικαίως,  και  σωφρόνως. 
280 


το   ΒΑΠΤΙΣΜΑ  Τί2Ν   ΕΙΣ   ΗΛΙΚΙΑΝ   ΟΝΤΩΝ. 

*Ε7Γίίτα  όμιΚων  ττροί    τους    νΐωστί  βαιττισβίνταί,    $(λ(ΐ  ΐξακο- 
Χουθίΐ  Χΐγων  εΐί  αυτού:, 

"ΟΣΟΝ  δε  δίο.  σας,  οΐίτίν^ς  τώρα  Βιά  του  βαπτί- 
σματος βνβΒύθητβ  τον  Χριστον,  είναι  ΙΒίκόν 
σας  ερ'γον  καΐ  γ^ρέος,  άφου  ^^ίν€τβ  τώρα  τέκνα  του 
ΘεοΟ  καΐ  του  φωτός  δια  της  ττίστβως  βίς  άριστον 
^Ιησοΰν,  νά  7Γ€ρΐ7Γατητ€  συμφώνως  μβ  την  Χρί- 
στιανικην  σας  κλήσιν,  καΐ  ώς  ιτρέτΓίΐ  εις  τά  τέκνα 
του  φωτός•  βνθυμούμβνοι "πάντοτβ,  οτι  το  βάπτισμα 
τταριστάνει  βίς  ημάς  την  έττα'γ'γβΧίαν  μας,  ήτις 
είναι  να  άκοΧουθώμεν  το  τταράΒει^μα  του  Σωτη- 
ρος  ημών  ^Ιησοϋ  \ριστοΰ,  καΐ  νά  ^ινώμεθα  όμοιοι 
με  αυτόν  ώστε,  καθώς  αύτος  άττέθανε  και  ανέστη 
Βι  ημάς,  οΰτω  και  ημείς  οι  βατττισθέντες  νά  άττο- 
θάνωμεν  κατά  την  άμαρτίαν,  καΐ  νά  άνασταθώμεν 
εις  δικαιοσύνην  νεκρόνοντες  ακαταπαύστως  6\ας 
τάς  κακάς  και  διεφθαρμένας  επιθυμίας  ημών,  καϊ 
ττροκότΓτοντες  καθ'  ημέραν  εις  ττάσαν  άρετην,  καϊ 
όσιότητα  βίου. 

Έ,ίναί  ιτρΐπον  καθΐ\ς,  άφοΰ  βαπτισθί}  ούτω,  να  ΐπιβΐβαιωθτΙ  νπο 
τοΟ  Έπίσκ.ύπον,  όσον  ταγ(.ωί  μίτα  το  βάπτισμα  τον  (μπορεί 
να  γίντ)  άρμοΒίωί  •  δίά  νά  ίμπορίστ}  ούτω  νά  προσίλθτ]  615  την 
αγίαν  Κοινωνιαν, 

Έάν  Τίΐ/ίί,  μη  βαπτίσθέντ€ς  €ΐς  την  νηπίότητά  των,  φΐρθωσιν  €?? 
το  αγιον  Βάπτισμα  πρ\ν  φθάσωσιν  εΐΓ  ηΧικιαν  ωστΐ  νά 
αποκρίνωνται  νπερ  ίαυτων,  άρκίϊ  νά  γίνη  η  Ακολουθία  του 
Αημοσίου  Βαπτίσματος  των  νηπίων,  η  (είί  πΐρίστασιν  εσχά- 
του κινΒΰνου)  ή  ^ΑκοΧονθία  τοΰ  κατ  ϊΒίαν  Βαπτίσματος•  μ€- 
ταβαλλομΐνης  μόνον  της  Χίξΐως  "  νήπιον"  (Ις  την  Χίζιν 
παώιον    η  '  δοΰλοί,"  όπως  ηβίΚί  το  καΧίσΐΐ  ηπ  (ρίστασις. 


281 


ΚΑΤΗΧΗΣΙ2• 

"ΗΓΟΥΝ, 

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ  ΤΗΝ  'ΟΠΟΙΑΝ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΜΑΘΗ  ΈΚΑ- 
2Τ0Σ,  ΠΡΙΝ  ΦΕΡΘΗ  ΔΙΑ  ΝΑ  ΈΠΙΒΕΒΑΙβθΗ  'ΥΠΟ 
ΤΟΥ  ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ. 

— ♦ — 

Ερώτησις. 

ΠΓΙ  βϊναί  το  ονομά  σου; 
Άπόκρ.  Αβΐνα,  η  Αεΐνα. 

Έρώτ.  Τ/ς•  σε  βΒωκβ  τούτο  το  όνομα ; 

Άπόκρ.  Οί  ^νάΖογοί  μου  και  αϊ  ^νά^ογοί  μου  εΙς 
το  βάτττισμά  μου'  βίς  το  όττοΐον  €<γίνα  μέλους  του 
Ιίριστοΰ,  τέκνον  του  θεοΰ,  καΐ  κληρονόμος  τη<ζ 
βασιλείας  των  ουρανών. 

Έρώτ.  Ύί  έκαμαν  τότε  δίά  σε  οί  Άι/άδοχοί  καΐ 
αϊ  \νάζοχ^οί  σου; 

Άπόκρ.  'Ύττεσ^έθησαν  καΐ  έταξαν  τρία  Ίτρά^ματα 
εις  το  ονομά  μου.  ΐΐρώτον,  οτί  ήθελα  άτταρνηθη 
τον  Βίάβολον  καΐ  "πάντα  τά  ερ^α  αυτοΰ,  την  ττομ- 
•κήν  και  την  ματαιότητα  του  ττονηροϋ  τούτου  κό- 
σμου, καΐ  ολας  τάς  αμαρτωλούς  εττιθυμίας  της 
σαρκός"  Βεύτερον,  δτι  ήθελα  ττιστεύει  δλα  τα 
άρθρα  της  Χριστιανικής  ττίστεως'  και  τρίτον, 
δτι  ήθελα  φυλάττει  το  ά>γιον  θέλημα  και  τάς  εν^ 
τολάς  του  Θεοΰ,  καΐ  ττεριττατεϊ  εις  αύτάς  καθ*  ολας 
τάς  ημέρας  της  ζωής  μου. 

Έρώτ.  Αεν  στο'χάζεσαι  Χοιττόν  οτι  είσαι  εις  -χρέος 
νά  Ίτιστεύης,  και  νά  κάμνης  καθώς  αύτοΧ  ύττεσχε- 
θησαν  Βιά  σε; 

Άπόκρ.  ΝαΙ  μάλιστα"  και,  με  την  βοήθειαν  του 

Θεοΰ,  ούτω  ^έλω  κάμει.   Και  εκ  καρδίας  ευχαριστώ 

τον  ούράνιον  ημών  ΥΙατερα,  οτι  με  εκάλεσεν  εις 

ταύτην  την  κατάστασιν  της  σωτηρίας,   Βίά  Ίτ/σοδ 

282 


ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ. 

Χ.ριστοΰ  του  Σωτήρος  ημών.  ΚαΙ  Ββόμαί  τοΰ  Θεοί) 
να  μ€  Βώστ)  την  χάριν  του,  ώστε  να  8ιαμένω  εΐζ 
αύτην  μεχρί  του  τβΧους  της  ζωής  μου. 

Ό  Κατηχητηί, 

Λεγ€  τά  "Αρθρα  της  ττίστβώς  σου. 

Άπόκρισιε, 

ΓΤΐΣΤΕΤίΙ   €ί9  τον  Θεόν,  τον  ΙΙαντοκράτορα  Πά- 
τερα, τον  Ποιητην  τοϋ  ουρανού  καΐ  της  'γής. 

ΚαΙ  βίς  τον  Κύριον  ημών  ^Ιησοΰν  Χριστον,  τον 
μονογενή  του  Ύίόν  τον  συΧληφθεντα  Βιά  τοΰ 
Πνεύματος  τον  Άγιου,  τόΐ'  ηεννηθέντα  εκ  της  Παρ- 
θένου Μαρίας,  τον  τταθόντα  εττΐ  Ποντίου  Π^λάτοι», 
τον  σταυρωθέντα,  άττοθανόντα,  καΐ  ταφεντα'  τον 
καταβάντα  εις  τον  α8ην,  καΐ  την  τρίτην  ήμέραν 
άναστάντα  εκ  των  νεκρών  τον  άνα\ηφθέντα  εΙς 
τους  Ουρανούς,  καϊ  καθήμενον  εΙς  τά  Βεξιά  τοϋ 
θεοΰ,  τοΰ  Παντοκράτορας  Πατρός•  "Οθεν  μεΧλεο 
νά  ελθυ  Βίά  νά  κρίντ]  ζώντας  καϊ  νεκρούς. 

Πιστεύω  και  εις  το  Πνεΰμα  το  "Α^ιον  εις  την 
ά^ίαν  ΚαθοΧικην  'ΚκκΧησίαν  εις  την  Κοινωνίαν 
τών  άηίων  εις  την  "Αφεσιν  τών  αμαρτιών  εις  την 
Άνάστασιν  τοΰ  σώματος,  και  εις  την  Ζωην  την 
αίώνιον.    Αμήν. 

Έρώτ.  Ύί  μανθάνεις  κυρίως  εις  ταΰτα  τά'Αρθρα 
της  πίστεως  σου; 

\Κιτόκρ.  Πρώτον,  μανθάνω  νά  ττιστεύω  εΙς  Θεον 
τον  Πατέρα,  όστις  εκαμεν  εμέ,  και  6\ον  τον  κό- 
σμον 

Δεύτερον,  εις  Θεον  τον  Ύΐον,  όστις  εξηηόρασεν 
€με,  και  οΧον  το  άνθρώττινον  '^ένος' 

Τρίτον,  εις  Θεον  το  "Αγ'.ον  Πνεΰμα,  το  όττοΐον 
άηιάζει  εμε,  καϊ  οΧον  τον  εκΧεκτον  Χαον  τοΰ  θεοΰ. 

Έρωτ.  Ειττες  οτι  οι  Ανάδοχοι  καϊ  αϊ  ^ΑνάΒοχοί 
σου  ΰττεσχεθησαν  Ζιά  σε,  οτι  ηθεΧες  φυΧάττει  τάς 
εντοΧας  τοΰ  Θεοΰ.     Έ,ίττέ  με  ττοσαι  είναι  αύται; 

Άπόκρ.  Αεκα. 

Έρύτ.  Πυΐαι  είναι; 

283 


ΚΑΤΗΧΗΣΙ2. 

Αποκρισΐ5. 

ρΊΝΑΙ  αϊ  αύταΙ  έκεΐναι,,  τάς  οττοίας  ελαλτ/σβν  ό 
©€09  βί9  το  βίκοστον  Κεφάλαι,ον  της  ^ΕξόΒου, 
λέγων,  Έγώ  βίμαί  Κύριος  6  Θεός  σου,  όστις  σε 
€κβαλα  άτΓο  την  ηην  της  Αιγυτττου,  άττό  τον  οίκον 
της  δουλείας. 

1 .  Μην  εχρς  αΧΚους  Β^εούς  ττΧην  εμοΰ. 

2.  Μ^  κάμΎ}ς  εις  τον  εαυτόν  σου  εϊΒώλον,  η 
ομοίωμα  κανενός  ττρά^ματος,  οσα  είναι  εΙς  τον 
ουρανον  επάνω,  η  οσα  είναι  εις  την  'γην  κάτω,  η 
οσα  είναι  μέσα  εις  τα  νΒατα  υττοκάτω  της  <γης' 
Μη  προσκύνησης  αυτά,  μη8ε  Χατρεύσης  αυτά'  Βιότο 
εγώ  Κύριος•  ό  Θεός•  σου  είμαι  Θεός  ζηΧότυττος,  και 
ατΓοδίδω  εττάνω  εΙς  τά  τέκνα  τάς  αμαρτίας  των 
ττατερων,  εως  την  τρίτην  καΐ  τετάρτην  γενεάν, 
εκείνων  οϊτινες  με  μισούν  και  κάμνω  εΧεος  εις 
γ^ιλιάΒας  γενεών,  εκείνων  ο'ίτινες  με  ά^αττοΰν  καΐ 
φυΧάττουν  τά  ττροστά'^ματά  μου. 

3.  Μ^  Χάβης  ματαίως  το  όνομα  Κυρίου  του 
ΘεοΟ  σου'  Βιότι  6  Κύριος  δεν  Γ&ελει  βχεί  Βιά  άθώον 
εκείνον  όστις  Χαμβάνει  ματαίως  το  ονομά  του. 

4.  ^Ενθυμοΰ  την  ημέραν  του  σαββάτου,  Βιά  νά 
ά^ιάζης  αύτην.  '^Ε^  ημέρας  ΒεΧεις  ερ>γάζεσθαι,  και 
€69  αύτάς  Τελείς  κάμει  οΧα  σου  τά  ερ^α'  η  ημέρα 
όμως  ή  εβΒόμη  είναι  το  σάββατον  Κυρίου  τοΰ 
θεού  σου'  κανέν  ερ^ον  δεν  -^έλελ9  κάμνει  εις  ταύ- 
την,  ούτε  συ,  οΰτε  ό  υιός  σου,  ούτε  ή  Βυ'^άτηρ  σου, 
ούτε  6  υττηρέτης  σου,  ούτε  ή  Βεράτταινά  σου,  ούτε 
το  κτήνος  σου,  ούτε  ό  ξένος  σου  όστις  είναι  μέσα 
εΙς  τάς  ητύΧας  σου.  Αιότι  εις  εξ  ημέρας  6  Κύριος 
€καμε  τον  ουρανον  καΐ  την  'γην,  την  3^άΧασσαν,  καΐ 
οΧα  όσα  είναι  εΙς  αυτά'  εΙς  δε  την  έβΒόμην  ήμεραν 
κατετταυσε'  Βιά  τούτο  6  Κύριος  εύΧό<^ησε  την  ημέ- 
ραν του  σαββάτου,  καΐ  ηιγίασεν  αυτήν. 

5.  Ύίμα  τον  πατέρα  σου  καϊ  την  μητέρα  σου'  Βιά 
νά  <γίνης  μακρο'χρόνιος,  επάνω  εις  την  'γην  την 
οποίαν  σε  ΒίΒει  Κύριος  ό  θεός  σου. 

284 


ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ. 

6.  Μ^  φον€νστ)ς. 

7.  Μ^  μοί'χζύσΎ)^. 

8.  Μ^  κΧέψτ/ς. 

9.  Μτ;  ψ€υ8ομαρτνρήσ7)<;  κατά,  του  ττΚησίον  σου 
μαρτυρίαν  ψ€υ8ή. 

10.  Μην  έ7Γίθυμΐ}σ7]ς  την  οΐκίαν  του  ττλησίον 
σου,  μην  ζττιθυμησης  την  γυναίκα  του  ιτΧησίον 
σου,  μήτ€  τον  ΰττηρέτην  αυτού,  μητβ  την  Β-€ρά- 
Ίταίναν  αυτού,  μήτ€  τον  βούν  αυτού,  μήτ€  τον  ονον 
αυτού,  μήτ€  καν^ν  ττρά^μα  το  όττοΐον  βίναν  του 
ττΧησίον  σου. 

Έρώτ.  Ύί  μανθάνβίς  κυρίως  αττό  ταύτας  τάς  έν- 
το\άς; 

\πόκρ.  Μανθάνω  Βύο  πράγματα•  το  χρέος  μου 
"ττρος  τον  θβον,  καΐ  το^'χρβος  μου  ττρος  τον  ττΧησίον 
μου. 

Έρώτ.  Τι  ζΐναί  το  χρίος  σου  ττρος  τον  θεόν; 

Άττόκρ.  Το  χρέος  μου  ττρος  τον  θεον  είναι,  να  τη- 
στεύω  εις  αύτον,  να  τον  φοβούμαι,  καΐ  να  τον 
αγαττω,  εζ  οΧης  της  καρΒίας  μου,  εξ  οΧης  της  Βια- 
νοίας  μου,  εξ  οΧης  της  -ψυχής  μου,  καΐ  εξ  οΧης 
της  Βυνάμεώς  μου•  νά  τον  Χατρεύω,  να  τον  ευχα- 
ριστώ, να  εχω  οΧην  μου  την  ττεττοίθησιν  εις  αύτον, 
νά  ετΓίκαΧούμαι  αύτον,  νά  τιμώ  το  α.'^ιον  "Ονομα 
καΐ  τον  Αό'^/ον  αυτού,  και  νά  τον  ΒουΧεύω  άΧηθώς 
οΧας  τάς  ημέρας  της  ζωής  μου. 

'Έρώτ.  Ύί  είναι  το  χρέος  σου  ττρος  τον  ττΧησίον 
σου; 

'Χττόκρ.  Τό  χρέος  μου  ττρος  τον  ττΧησίον  μου  είναι, 
νά  τον  απαιτώ  ώς  βμαυτον,  και  νά  κάμνω  ττρος 
δΧους  τους  άνθρώττους,  οττως  ήθεΧα  νά  κάμνωσιν 
αύτοι  ττρος  έμέ'  νά  άγαττω,  νά  τιμώ,  και  νά  βοηθώ 
τον  ττατέρα  μου  καΐ  την  μητέρα  μου•  νά  τιμώ  και 
νά  ύττοτάσσωμαι  εΙς  την  ΒασίΧισσαν,  και  εις  οΧους 
τους  ύττ  αύτην  εν  εξουσία  οντάς•  νά  ύττακόυω  εις 
οΧους  τους  οΒη^ούς  μου,  ΒιΒασκάΧους,  ττνευματι- 
κούς  τΓΟίμένας,  καΐ  κυρίους•  νά  φέρωμαι  ταττεινώς 
και  σεμνώς  ττρος   'όΧους   τους  ανωτέρους  μου•   νά 

285 


ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ. 

μη  βλάψω  κανένα  €ν  λόγω  ?;  βν  βρ^ω•   να  ημαί 

ά\ηθίν6<;  καΐ  Βίκαιος  βίς  δλους  μου  τού';  τρ07Γον<;' 
να  μη  φνΚ,άττω  κακίαν  οΰτε  μΐσος  εις  την  καρΒίαν 
μον  να  κρατώ  τα<;  χεΓρά?  μου  άττο  άρττα^ην  καΐ 
κΧοττην,  καΐ  την  <γ\ώσσάν  μου  άττο  κακοΧο^ίαν, 
τ^βΟδος,  κα\  8ιαβο\ήν'  να  Ζιατηρω  το  σωμά  μον 
€ΐς  ('γκράτβιαν,  σωφροσύνην,  και  άγνε/αν  να  μην 
εΐΓίθυμώ  μήτβ  να  ορεηωμαι  τα  άΧλότρια  άηαθα, 
αλλά  να  μανθάνω  καΐ  νά  ερ'γάζωμαι  μετά  άΧηθεία'ζ 
να  κερδίζω  τα  ττρός  το  ζην,  καΐ  νά  εκττΧηρώ  το 
χρέος  μου  εις  εκείνην  την  κατάστασιν  του  βίου, 
€ί<ί  την  ότΓοίαν  ηθέλεν  ευδοκήσει  6  Θε09  νά  μ^ 
καΧεση. 

Κατηχητης. 

^Α'γαθον  τεκνον  μου,  μάθε  τούτο,  οτι  Βεν  είσαί 
συ  Ικανός  νά  κάμνης  ταύτα  άή>  εαυτού  σου,  οΰτε 
νά  ττεριττατης  εις  τάς  εντοΧάς  τού  θεού,  καϊ  νά 
ΒουΧεύης  αύτον,  χωρίς  της  Ιοιαίτερας  του  χάριτος* 
την  ΟΊΓοίαν  τΓρέττει  νά  μανθάνης  ττάντοτε  νά  έτη- 
καΧησαι  με  εκτενή  ττροσευχήν.  \ς  ακούσω  Χοιττον 
εάν  εμτΓορης  νά  εϊττης  την  Κυρι,ακην  ΐΐροσευχήν. 

Άττόκρισις, 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  *Άς 
άιγιασθη  το^Όνομά  σου'  *Ας  εΧθη  η  βασιΧεία 
σου'  Ά.9  '^ένη  το  ^έΧημά  σου,  καθώς  εΙς  τον  ούρα- 
νον,  ούτω  και  εττάνω  εις  την  ηήν.  Ύον  άρτον  ημών 
τον  ετΓΐούσιον  Βος  εις  ημάς  σήμερον.  Και  συ^χώ- 
ρησε  εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καϊ 
ημείς  συι^χωρούμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας  εΐζ 
ημάς.  ΚαΙ  μη  μας  φέρης  εις  ττειρασμον,  αλλά 
εΧευθερωσέ  μας  άττο  τού  ττονηρού.     Αμήν. 

Έρώτ.  Ύί  ζητείς  άττο  την  θεον  εις  ταύτην  την 
•προσευχήν ; 

Άπόκρ.  Ζητώ  άττο  Κύριον  τον  Θεόν  μου,  τον  ού- 
ράνιον  ήμ(ον  Πατέρα,  τον  Βοτήρα  ττάντων  τών 
ά'^αθών,  νά  ττέμΊτη  την  χάριν  του  εις  εμε  και  εις 
286 


ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ. 

ττάντα  άνθρωττον  ώστε  να  Χατρβνωμεν  αυτόν,  να 
ΒονΧβυώμβν  αυτόν,  καϊ  να  ύττακούωμβν  εις•  αύτον, 
καθώς  οφβίΧομεν.  Και  Ζεόμαι,  του  Θβοί;  να  ττέμτΓΤ) 
βίς  ημάς  δΧα  τα  βις  τάς  -ψ-υχάς  ημών  και  τα  σώ- 
ματα ■χραώΒη'  καΐ  νά  ελετ]  ημάς,  καϊ  νά  ο-ν^γ^ωρί} 
τάς  αμαρτίας  ημών  καϊ  νά  εύΒοκτ}  νά  εΧευθερόντ) 
καϊ  νά  υτζζρασττίζζται  ημάς  εΙς  ττάντα  κίνΒυνον, 
ΤΓνβυματικόν  τε  καϊ  σωματικόν  καϊ  νά  φυΧάτττ) 
ημάς  άττο  ττάσαν  άμαρτίαν  καϊ  κακίαν,  καϊ  αττο 
τον  ττνευματίκον  ημών  βγ^θρον,  καϊ  άττο  τον  αΐώνιον 
Β^άνατον.  Καϊ  τούτο  βΧττίζω  'ότί  ΒβΧβί  κάμει,  κατά 
το  /χεγα  του  ελεο9  καϊ  την  άηαθότητα,  Βιά  τον 
Κυρίου  ημών  ^Ιησου  Χριστού"  καϊ  Βιά  τούτο  Χά'γω, 
^Αμήν  Γένοιτο. 

Έρωτησις. 

Τ10ΣΑ  Μυστήρια  Βιέταξεν  6  Χρίστος  εις  την  'Ελ- 
κΧησίαν  του; 

\πόκρ,  Αυο  μόνον,  ώς  γενικώς  άνα'^καΐα  ττρος 
σωτηρίαν  οηΧαΒη,  το  Βάτττισμα,  καϊ  το  Αεΐττνον 
τού  Κυρίου.  , 

Έρώτ.  Ύί  εννοείς  με  την  Χεξιν  Μυστήρια; 

Άπόκρ.  Εννοώ  εζωτερικόν  τι  καϊ  όρατον  σημεΐον 
εσωτερικής  τίνος  καϊ  ττνευματικής  γάριτος  ΒεΒο- 
μενης  εις  ημάς,  Βιατετα'^μενον  άττο  αυτόν  τον 
Χριστον,  ό^ς  μέσον  Βιά  τού  όττοίου  άττοΧαμβάνομεν 
αύτην,  καϊ  ώς  ένέ-χυρον  Βιά  νά  μας  βεβαίωση  ττερί 
αυτής. 

Έρώτ.  ΐΐόσα  τινά  μέρη  εΤναι  εις  το  Μυστήριον; 

Άπόκρ.  Αύο•  το  εζωτερικον  όρατον  σημεΐον,  καϊ 
7]  εσωτερική  ττνευματική  •χ^άρις. 

Ερώτ.  Ποιον  είναι  το  εξωτερικόν  όρατον  σημεΐον, 
η  ειΒος,  εις  το  Βάτττισμα; 

'λπόκρ.  '  ΎΒωρ '  εις  τό  όττοΐον  βατττίζεταί  τις  εις 
το  όνομα  τού  Πατρός,  καϊ  τού  Ύίού,  καϊ  τού  Άγιοι/ 
Ώνεύματος. 

Έρώτ.  Ποια  είναι  ή  εσωτερική  καϊ  ττνευματική 
χάρις; 

Άπόκρ.  θάνατος  κατά   την   άμαρτίαν,    καϊ  άνα• 

287 


ΚΑΤΗΧΗΣ1Σ. 

^€ννησί<;  €ίς  την  Βίκαιοσύνην  Βιότι  οντβς  €Κ  φύ- 
σβως  <γβννημένοι  έν  αμαρτία,  καΐ  τέκνα  της  ορ<γής, 
'^ι,νόμ€θα  Βιά  τούτου  τέκνα  της  'χ^άριτος. 

Έρώτ.  Τι  άτταιτβΐταί  άττό  τους  μέΧλοντας  νά 
βατττίσθωσι ; 

'λπόκρ.  Μ€τάνοία,  δίά  της  δττοίας  τταραίτουν  την 
άμαρτίαν  καϊ  Τϊίστις,  Βίά  της  οττοίας  ττιστβύουν 
σταθβρώς  βίς  τάς  Ιττα^'^βΚίας  του  (^)ζου,  τας  ιτρος 
αυτούς  <γ€νομένας  βίς  το  Μυστηρων  τοΰτο. 

^Ερώτ.  Αίά  τίΧοιτΓον  βατΓτίζονταο  νήττια,  βνω  Βιά 
την  νητΓίώΒη  ηΧικίαν  των  Βέν  εμττοροϋν  νά  έκτ€- 
Χωσίν  αυτά; 

Άπόκρ.  Αίότί  υττόσγονται  αμφότερα  Βίά  μέσον 
των  έ'•^^υητών  των  την  οττοίαν  ϋττόσ-χεσίν,  άφον 
φθάσωσιν  βίς  ηΧικίαν,  "χ^ρβωστοΰν  αύτοΙ  νά  έκττΧη- 
ρωσωσι, 

'Έρώτ.  Αίά  τΓοίαν  αΐτίαν  Βιετά-χθη  το  Μυστήριον 
του  Κυριάκου  Αβίττνου; 

Άπόκρ.  ΥΙρός  ιταντοτβινην  ενθύμησιν  της  θυσίας 
του  θανάτου  του  'Κριστοΰ'  και  τ„ών  ώφβΧβιών,  τάς 
δτΓοίας  Χαμβάνομβν  Βι  αύτης. 

Έρώτ.  ΐΐοΐον  βϊναι  το  έξωτερικον  μέρος  η  σημεΐον 
του  Κυριακού  Αβίττνου; 

Άπόκρ.  "Αρτος  καϊ  Οίνος,  τά  οττοΐα  βττρόσταξεν  6 
κύριος  νά  Χαμβάνωνται. 

Έρώτ.  Ώοΐον  €ΐναι  το  βσωτβρικδν  μέρος,  ή  το 
σημαινόμβνον  πράγμα; 

Άπόκρ.  Το  Σώμα  καϊ  Αίμα  του  Χρίστου,  τά  οττοΐα 
άΧηθώς  και  όντως  Χαμβάνουν  καϊ  Βέγρνται  οι 
ττιστοί  βίς  το  Αβΐττνον  του  Κυρίου. 

Έρώτ.  Τίοΐαι  βίναι  αι  ώφέΧβιαι  των  όττοίων  ^ινο- 
μζθα  μέτογοι  Βι  αυτών; 

Άπόκρ,  'Ο  στηριημδς  και  ή  άνάρρωσις  των  ψυ- 
γων  ημών  Βιά  του  σώματος  και  αίματος  τοΰ 
Χριστού,  καθώς  στηρίζονται  και  άναρρωννυονταί 
τά  σώματα  ημών  Βιά  τού  άρτου  καϊ  οϊνου. 

Έρώτ.  Ύί  άτταιτβΐται  άττο  τους  ττροσβρ-χομβνου^ 
615  το  Αβΐττνον  τού  Κυρίου; 
288 


ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ. 

\\πόκρ.  Νά  ^ξβτάζωσιν  βαυτούς  €αν  αληθώς  μξ- 
τανοώσι  Βιά  τάς  τταρζλθούσας  αμαρτίας  των,  στα- 
θβρώς  άτΓοφασισμένοι  νά  δίάγωσί  νέαν  ζωήν  €άν 
Ιχωσί.  ττίστιν  ζώσαν  εΙς  το  έ'λβος  τον  θβοΰ  8ιά. 
^Ιησού  Χριστού,  μβ  εύγνώ/Λονα  ενθύμησιν  του  θα- 
νάτου αυτού•  καΐ  βάν  ηναι  €ν  άγάτττ;  μβ  οΧον;. 

Ο  Εφημέριος  εκάστης  ^Ενορίας,  τας  Κνριακας  και  τας  Έορταί 
μ€τα  το  8€ντ(ρον  Χνα-γνωσμα  της  Εστΐερινης  ΊΙροσΐνχ^ης, 
θίλίί  διδάσκει  /χε  (ττιμίΧίίαν  δημοσίως  εΙς  την  Εκκλησίαν, 
και  €ξ(τάζ(ΐ  (ΐς  μίρη  τίνα  της  Κατηχήσεως  ταύτης,  οσα 
τταιδία  της  Ενορίας  του  σταΚεντα  ττρος  αντον  ή'θεΧε  κρίνει, 
(νλογον. 

Και  όλοι  ο'ι  πατέρες,  αΐ  μητέρες,  κύριοι,  καΙ  κυριαι  &έΧονν 
στέΧΚει  τα  τέκνα  των,  τους  νηπηρέτας  των  κα\  τους  μα- 
βητιωντας,  οιτινες  8εν  έμαθαν  ακόμη  την  Κατ7]χησιν,  εΐ£ 
την  Έκκ\ησίαν  κατά  τον  8ιωρισμένον  καιρόν '  δια  να  άκον- 
ωσιν  ενπειθώς,  κα\  να  διατάττωνται  άπο  τυν  Έφημέριον, 
(ως  να  μάθωσιν  ολα  οσα  είναι  ενταύθα  διωρισμένα  8ι  αυ- 
τονί  να  μάθωσι. 

Άμα  φθάσωσι  τα  παιδία  εις  ι]λικίαν  ΐιρμόδιον,  κη\  δύνανται  να  λε'- 
γωσιν  ίίί  την  μητρικην  των  γλωσσαν  το  Σνμβολον,  την  Κνρι- 
ακην  Τίροσενχην,  κάϊ  τας  ΑεκαΈντοΧας,  και  δύνανται  ωσαύτως 
νά  άποκρίνωνται  και  εις  τάς  ολλαί  ερωτήσεις  της  συντόμου 
ταύτης  Κατηχήσεως,  πρέπει  να  φέρωνται  εις  τον  Έπίσκο- 
Ίτον.  Και  εκαστον  άπο  αυτά  πρέπει  νά  εχΐ]  ενα  Άι^ά•• 
δοχο»/,  και /Αΐ'αι/ ΐ4ί'άδο;:^ο;',  ώς  μάρτυρας  της  Επιβεβαιώσεων 
αντων. 

Και  όταν  ό  Επίσκοπος  είδοποιηστ]  νά  φερθέοσι  τά  παιδία  προς 
αυτόν  διά  την  Επιβεβαίωσίν  των,  τότε  ό  Εφημέριος  εκά- 
στης Ενορίας  ΰίλβι  φέρει  αυτός,  η  στείλει  εγγράφως,  καΐ 
υπογεγραμμένος  Ιδιοχείρως,  τά  ονόματα  όλων  εκείνων  εκ 
της  Ενορίας  του,  όσους  νομίζει  άξιους  νά  παρουσιασθωσιν 
ΐΐς  τον  Έπίσκοπον  διά  νά  έπιβεβαιωθώσι.  Κα\,  εάν  ό 
ΈπίσκοτΓΟί  έγκρίντ]  αντονς,  !}ίλει  τους  έπιβεβαιώτει  κατά 
τυν  άκϋλουθον  τρόπον. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ 

ΤΗ2    ΈΠΙΒΕΒΑΙΩ2ΕΩ2• 

Η, 

ΤΗΣ  Επιθέσεως  των  χειρών  Έπανω  εις  Εκεί- 
νους, 0ΙΤ1ΝΕΣ  ΈΒΑΠΤΙΣΘΗΣΑΝ  ΚΑΙ  "ΕΦΘΑΣΑΝ  ΕΙΣ 
'ΗΛΙΚΙΑΝ   ΚΡΙΣΕΩΣ. 


Την  Βιωρισμίνην  ημίραν,  άφον  δλοί  όσοι  μέλλουν  να  \άβωσί  την 
ΐΤΐΐβφαίωσιν  τΐθώσι  και  σταβώσι  κατά  τάξιν  ίνώττιον  του 
ΕτΓίσκοπου,  αυτοί,  η  αΧλος  τΐί  Λ.ίΐτονργ6ς  παρ'  αντοϋ  διω- 
ρισμίνος,  5ελίί  αναγνώσει  το  άκόλουθον  τοϋτο  Τίροοίμιον, 

Λ  ΙΑ  να  βκτέλβσθτί  ή  ^Εττίβεβαίωσίς  ττρος  μβ'γάλη- 
τίραν  οίκοΒόμησιν  των  \αμβανόντων  αύτην,  ή 
^Εκκλησία  βστο'χάσθη  καλόν  να  Βοατάξτ],  "Οτι 
κανβΐς  €69  το  εξής  δεν  ^ελβί.  Χαμβάνει  την  ^Ετηβε- 
βαίωσιν,  τταρα  οΐ  δυνάμενου  νά  Χε^γωσί  το  Σνμ- 
βοΧον,  την  Κνρίακην  ΐΐροσενχην,  καΐ  τάς  Αέκα 
ΈντοΧάς,  καΐ  ακόμη  νά  άττοκρίνωνταο  εις  τοιαύτας 
αΧλας  ερωτήσεις,  όττοΐαι  εΙς  την  σύντομον  Κατή- 
χησον  εμπεριεγονταυ•  ή  όττοία  δίάταξις  ττρεττεϋ 
μάλιστα  νά  φυλάττεταί,  με  σκοττον  ώστε  τά  τται- 
Βία,  φθάσαντα  ή8η  εΙς  ηΧικίαν  κρίσεως,  καΐ  μα- 
θόντα  οσα  οι  ^νάΒο-χοί  καΐ  αΐ  ΆνάΒογοί  αυτών 
νττεσ'χεθησαν  άντ  αυτών  εις  το  Βάπτισμα,  νά 
εμτΓορώσιν  αυτά  με  τά  Ϊ8ιά  των  στόματα  καΐ  οι- 
κειοθε\ώς,  τταρρησία  ενώπιον  της  Εκκλησίας,  νά 
επικυρώσωσι  καΐ  νά  επιβεβαιωσωσι  τα  αϋτά'  καν 
νά  υποσ'χεθώσιν  ακόμη,  οτι,  δίά  της  •χ^άριτος  του 
&€οΟ,  θέλουν  προσπαθεί  πάντοτε  νά  φυλάττωσι 
πιστώς  άφ"  εαυτών  ολα  εκείνα,  εις  οσα  Βιά  της 
ομολογίας  των  εΒωκαν  την  συηκατάθεσίν  των. 

"ΕτΓΐΐτα  ό  ΈττίσκοτΓος  \€γίΐ, 

^ΝΑΝΕΟΝΕΤΕ   σεις  ενταύθα,  ενώπιον  του  Θεοΰ 
καΐ  της  συνάξεως  ταύτης,  την  επίσημον  ετταγ- 
'γεΧίαν  και  το   τάξιμον,   τά   οποία  έγιναν   εις  το 
290 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΗΣ  ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕίΙΣ. 

όνομα  σας  €ν  καιρώ  του  βατττίσματοζ'  €•7Γίκυροΰν- 
Τ€9  'καΐ  ίΤΓίβζβαίουντβ'ζ  τα  αντα  €ΐ<ϊ  τα  άτομα  σας, 
και  ό/ΛολογοΟντες  ίαντονς  χρεώστα^  να  ττ^στευετε 
και  να  κάμν€Τ€  6\α  εκείνα,  τα  οττοια  οι  \νάίιο•χοι 
και  αι  ΑνάΒοχ^οί  σας  ανέλαβαν  τότε  δίά  σας; 

Και  6καστοΓ  αυτών  5/λίΐ  άττοκρίι/ίσθαι  μεγάΚοφώνω:, 

Ναι. 

Ο   Επίσκοπος. 

'^^    ΒΟΗΘΕΙΑ    ημών    είναι     εις    το    όνομα    του 
Κυρίου, 
\\πόκρ.    '  Οστις  έκαμε  τον  ουρανον  και  την  ψ]ν, 
ΈτΓΐ'σκ.  Έϊη  το  όνομα  Κυρίου  εύΧοΎημένον 
Άπόκρ.    ΑτΓο  του  νυν  καΐ  εως  του  αιώνος. 
Έπίσκ.  Κύριε,  εισάκουσε  τάς  Βεησεις  ημών 
Άπόκρ.    Και  η  κραυ'^η  ημών  ας  εΧθη  ττρος  σε. 

Ό  Έπίσκοποί. 

Άς  Βεηθώμεν. 

]^ΑΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  και  αιώνιε  Θεέ,  όστις  ηύΒό- 
κησες  νά  άνα'^/εννηστ)ς  τους  ΒούΧους  σου  τού- 
τους δί.'  νΒατος  και  Ώνεύματος  Άηίου,  και  εΒωκες 
εις  αυτούς  την  άφεσιν  οΧων  τών  αμαρτιών  αυτών, 
ενΒννάμωσε  αυτούς,  Βεομεθά  σου,  Κύριε,  με  το 
Άγιόν  σου  ΧΙνεύμα,  τον  ΪΙαράκΧητον  και  αύξανε 
εις  αυτούς  καθημερινώς  τά  ττοΧΧαττΧάσια  Βώρα 
της  •χ^άριτός  σου,  ττνεύμα  σοφίας  και  συνέσεως, 
ττνεύμα  βουΧής  καΐ  Ίτνευματικης  Βυνάμεως,  ττνεύμα 
'^νώσεως  και  άΧηθινής  εύσεβείας•  και  εμττΧησε 
αυτούς,  Κύριε,  με  το  ττνεύμα  του  άηίου  σου  φόβου, 
νυν  και  άεΐ  και  εΙς  τους  αιώνας.     ^Αμήν. 

Έπίΐτα,  γονυκΧιτονντων  όλων  τούτων  κατά  τάξιν  ΐνώπιον  τον 
Επισκόπου,  .9ίλ€ί  (πίθ(σ€ΐ,  την  χ^ψά  τον  (πάνω  ΐϊί  την  κ(- 
φαΧην  ίνος  ίκάστου,  λίγωι/, 

ΎΠΕΡΑΣΠΙΖΟΤ,  Κύριε,  τούτο  το  τταιΒίον  σου,  [$ 
τούτον  τον  ΒούΧόν  σου,"}  με  την  ούράνιόν  σου 
ο2 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΗΣ   ΕΠΙΒΕΒΑΙΩ2ΕΩΣ. 

•χάριν,  8ίά  νά  Βι,αμέντ]  πάντοτε  18ίκόν  σον,  καΐ  νά 
αύξάντ)  καθημερινώς  μαΧλον  καΐ  μάΧλον  €69  το 
"Α<γιόν  σον  ΤΙνενμα,  εωσον  βΧθτ]  εις  την  αΐώνίον 
βασιλείαν  σον.     ^Αμ^ίν. 

"Επΐΐτα  6  Επίσκοπος  Χΐγει, 
Ό  κύριος  εϊη  μεθ'  νμών. 

Άπόκρ.  Και  μετά  τον  ττνενματός  σου.  _ 

Επΐίτα,  ΎονυκΚιτουντων  οΧων,  ό  Έττίσκοποί  προσθέτει, 
*Α<}  Βεηθώμεν. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εΙς  τονς  ουρανούς,  'Ας 
ά<^ιασϋη  το  "Ονομα  σον  *Ας  εΧθη  η  βασι- 
λεία σον  Άς  Ύενη  το  ^εΧημά  σον,  καθώς  εις  τον 
ονρανον,  ούτω  και  εττάνω  εις  την  'γήν.  Τον  αρτον 
ημών  τον  εττιούσιον  Ζος  εΙς  ημάς  σήμερον.  Καϊ 
συγχώρησε  εις  ημάς  τα  αμαρτήματα  ημών,  καθώς 
και  ημείς  σν^χωρονμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  Και  μη  μάς  φέρτ)ς  εις  ττειρασμύν,  Άλλα 
έΧενθέρωσέ  μας  άττο  τον  ττονηρον.     Αμήν. 

Και  τημ  Σνναπτην  ταντην 

ΥΙΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  καΐ  αιώνιε  Θεέ,  όστις  κάμνεις 
ημάς  καϊ  νά  ^εΚωμεν  και  νά  ττράττωμεν  τά 
δσα  είναι  καΧά  καϊ  εύττρόσΒεκτα  εις  την  Βείαν  σον 
Μεγαλειότητα,  Ήμεΐς  κάμνομεν  εις  σε  τάς  ταττεινάς 
ημών  ικεσίας  νττερ  τών  ΒούΧων  σον  τούτων  εττάνω 
εις  τονς  όττοίονς  (^κατά  το  τταράΒεΐ'^μα  τών  άηίων 
ΑτοστόΧων  σον,)  εττεθεσαμεν  τώρα  τάς  χείρας 
ημών,  8ιά  νά  βεβαιώσωμεν  αυτούς  με  το  σημεΐον 
τοντο  ττερι  της  ττρος  αυτούς  εννοίας,  καϊ  εύμενονς 
άηαθότητός  σον.  ί^εόμεθά  σον,  ας  ηναι  ττάντοτε 
η  τατρική  σον  χεΙρ  εττάνω  αντών  το  ΐΐνενμά  σον 
το  Α'γιον  άς  ηναι  ττάντοτε  με  αυτούς•  και  ούτω 
οΒή'γει  αυτούς  εΙς  την  γνώσιν  καϊ  ύττακοην  του 
Αογου  σον,  ώστε  εττΐ  τέΧονς  νά  άττοΧανσωσο 
την  αίώνιον  ζωήν  8ιά  τον  Κυρίου  ημών  ^ΙησοΟ 
Χρίστου,  όστις,  μετά  σον  και  τον  Ά^ίου  Πνεύματος, 
2  92 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ    ΤΟΥ    ΓΑΜΟΥ. 

ζτ]   καΐ  βασιΧβύβι,   €Ϊς   Θβος  "πάντοτε,    669   αΙωνα<ζ 
ίΐΐώνων.     \μην. 

ΤΤΛΧΤΟΔΤΝΑΜΕ  Κύριε  καΐ  αΙώνιε  Θββ,  εύδό- 
κησε,  Βεόμεθά  σον,  νά  κατευθύνρς,  ν'  ά'^ίάζτ]^, 
καΐ  νά  κνββρνας  τά<;  καρΒίας  ημών  καΐ  τά  σώ- 
ματα, βίς  τάς  οΒούς  τών  νόμων  σου,  και  εις  τά  ερ^α 
τών  εντοΧών  σον  ώστε,  Βιά  τήζ  κραταιοτάτηζ 
"προστασίας  σου,  νά  ΒιαφυΧαττώμεθα  τώρα  καϊ 
ττάντοτε,  σωματικών  τε  καΐ  ψυχ^ικώς'  Βιά  του 
Κυρίου  καϊ  Σωτήρας  ημών  ^Ιησον  Χριστού.    ^Αμήν. 

Έπίΐτα  ό   Έττισκοπος  θίλει  €ν\σγησ€ΐ  αυτούς,  Χΐγων  ουτω' 

*ΤΤ  ΕΤΑΟΓΙΛ  τον  ΥΙαντοκράτορος  Θεού,  τον  Πα- 
τρός, τον  Ύΐοΰ,  και  του  Ά'γίου  ΐΐνεύματος,  ας 
ηναι  εττάνω  σας,  και  ας  Βιαμεντ)  με  σας  Βιατταντός. 
^Αμην. 

Και  δίν  ΰίλίΐ  (ίσθαί  κανβΐ:  Βεκτος  ίίί  την  άγίαν  Κοινωρίαν,  ίωσοΰ 
λάβτ/  την  'ΈτΓΐβίβαίωσιν,  η  να  ηναι  (τοιμος  καΐ  πρόθυμος  να 
\άβη  την  'Έτηβ(βαΙωσιν. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ 

ΤΟΥ    ΓΑΜΟΥ. 


Ώρωτην  ηι  ^ιακηρνξας  ττίρί  ιτάντων  -των  μΐλΧόντων  να  σν- 
ζ(υχβώσί  δίά  "γάμον,  πρίττίΐ  να  Βημοσκνωνται  (Ις  την  Έκκλτ}- 
σίαν  τρεΐί  Βιαφόρονς  Κνριακας,  (Ις  τον  καιρόν  της  Έωθινης 
Ακολουθίας,  η  της  Εσπερινής  ^\κοΚουθίας  (βαι/  8ΐν  ηναι 
Ίίρωϊνη  ΑκοΧουθία),  (νθυς  μΐτάτο  8€υτ(ρον  Ανάγνωσμα"  Χ(- 
•γοντος  τοϋ  Έφημΐρίου  κατά  τον  συνήθη  τρόπον, 

Κ"  ΑΜΧίΙ  τάς  διακηρύξεις  τοϋ  "γάμου  μεταξύ  τον 

Βεΐνα   και    της    Βεΐνα  • .     Έάν    τις 

293 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  τΟΥ  ΓΑΜΟΥ. 

ατΓο  σας  ^ζ^νρ-η  αΐτίαν  τίνα  τ)  δίκαιον  βμττόΒίον, 
Βιά  το  οΊτοΙον  οι  Βύο  ούτοί  Ββν  'ττρέττβι  να  συ• 
ζενχθώσιν  βίς  ίβρον  ^άμον,  οφείΧβτβ  να  το  φανε- 
ρώσετε. Αντη  είναι  ή  ττρώτη,  [δευτέρα,  η  τρίτη"] 
φορά  τη<;  ερωτησεω<ζ. 

Έαν  οί  μεΧΚοντίς  να  σνζενχ^θωσί  κατοικώσιν  εΐί  διαψόρονε 
Ένορίαε,  αΐ  διακήρυξαν  πρεττα  να  γίνωνται  καΐ  (Ις  τας  δύο 
Ένορίαε'  κα\  6  Εφημέριος  της  μιας  'Ένορίας  δέν  πρέπει  να 
τεΧεαττ)  τον  γάμον  μεταξύ  αυτών,  χωρίε  της  βεβαιώσεως  άπο 
,  μέρους  του  Εφημερίου  της  άΧ\ης  'Ένορίας,  ότι  αι  διακηρύξεις 
έγιναν  τρεις  φοράΐς. 

Την  διωρισμενην  ημεραν  καϊ  ωραν  της  τε'Κετης  του  γάμου,  οί 
μεΧΚοντες  να  συζευχθωσι  9^ε\ουν  εΧβε7  εις  το  μέσον  της 
'ΈκκΧησίας  δμοΰ  με  τους  φίΧους  κα\  συγγενείς  των'  κα\  εκεΐ 
ιστάμενων  όμοΰ,  του  μεν  νυμφίου  εΙς  τα  δεξιά,  της  δε  νύμφης 
εΙς  τα  αριστερά,  6  'ίερευς  Χεγει, 

Λ  ΓΑΠΗΤΟΙ,  ημείς  σννηΧθαμεν  ενταύθα  ενώττίον 
του  θεού,  καϊ  έμπροσθεν  ταύτης  της  συνάξεως, 
Βιά  νά  συζεύξωμεν  τον  ανΒρα  τούτον  καϊ  την  <^υ- 
ναΐκα  ταύτην  εΙς  ιερόν  Γάμον  όστις  είναι  τιμία 
κατάστασις,  Βιατετα<^μενη  άτνο  τον  &εον  εις  τον 
καιρόν  της  άθώοτητος  του  άνθρώττου,  υττοσημαί- 
νουσα  εΙς  ημάς  την  μυστικην  ενωσιν,  την  μεταξύ 
άριστου  καϊ  της  ^ΈιΚκλησίας  αύτοΰ'  την  οποίαν 
ίεράν  κατάστασιν  6  Χ,ριστος  ετίμησε  καϊ  εκόσμησε 
με  την  τταρουσίαν  του,  καΐ  με  το  πρώτον  ^αΰμα 
το  όποιον  εκαμεν  εν  Κανά  της  ΤαΧίλαίας'  ήτις  καϊ 
συσταίνεται  άπο  τον  "Α<^ιον  ΙΙαυλον  ώς  τιμία  εις 
οΚους  τους  ανθρώπους•  καϊ  Βιά  τούτο  Βεν  πρέπει 
κανείς  νά  επιχ^ειρίζεται  αύτην  ούΒε  νά  άναΒέγ^εται 
άπροβουΧεύτως,  άπερισκεπτως,  η  άκοΧάστως,  Βιά 
νά  εύγαριστήση  τάς  ανθρωπίνους  η^υπαθείας  καϊ 
ορέξεις,  ώς  τά  αλο^γα  ζώα  τά  όποια  Βέν  ε'χουν 
νόησιν,  άΧΧά  ευΚαβώς,  φρονίμως,  εσκεμμένως, 
σωφρόνως,  και  εν  φόβω  θεού^  θεωρών  προσηκόν- 
τως τάς  αίτιας,  Βιά  τάς  οποίας  ό  Γάμος  Βιετά-χθη. 
294 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

Πρώτον  8ί€τά•χ^θη  ιτρος  τεκνοττοιίαν  δίά  να  άνα- 
τρίφωνται  τά  τέκνα  βν  φόβω  καΐ  τταιΒεία  του 
Κυρίου,  καΐ  βις  αϊνεσιν  του  ά'γίου  ^Ονόματος  αυτού. 

Αίύτερον,  8ί£τά^θη  ττρος  αΧβζίτήρίον  κατά  τ>}? 
αμαρτίας,  καΐ  ττρος  άττοφυ/γην  ττορνείας•  ώστε  οΐ 
μη  Ιχοι/τ€9  το  γάρίσμα  της  εγκράτειας,  νυμφευό- 
μενοί  να  φυΧάττωσιν  εαυτούς  μεΚη  αμόΧυντα  του 
σώματος  του  Χριστού. 

Τρίτον,  ^ιετά-χθη  δίά  την  άμοιβαίαν  συ<^κοινω- 
νίαν,  βοήθειαν,  και  τταρη'^ορίαν,  τας  οττοίας  χρεω- 
στούν ό  €49  ττρος  τον  α\Χον,  καΐ  εν  ευτυχία  καϊ  εν 
δυστυχία.  Έ,Ις  ταύτην  Χοίττον  την  ίεράν  κατά- 
στασιν  έρχονται  τώρα  ούτοι,  οί  8ύο  να  συζευχθώ- 
σιν  όθεν  εάν  τις  δύναται  να  8είζη  Ζικαίαν  τίνα 
αίτίαν,  Βία  την  όττοίαν  8εν  εμττορούν  να  συ- 
ζευχθώσι  νομίμως,  ας  ΧαΧήστ}  τώρα•  ει  δε  μη,  ας 
σιωττα  εις  το  μέΧΧον  Βιατταντός. 

Και  ακόμη  "Κάλων  πρόί  τούί  μεΧλονταί  να  σνζευχθωσι  8ια  του 
γάμου,  3ΐ\ΐΐ,  ριπεΐ. 

ΤΤΡ0ΤΡΕΤΤί2  και  τταρα'^'^εΧΧω  εσάς  καϊ  τους  8ύο, 
ώς  μέΧΧοντας  να  άττοκριθήτε  εις  την  φοβεράν 
ημεραν  της  κρίσεως,  οτε  τά  κρυτττά  'όΧων  των 
καρΒιών  3^έΧουν  φανερωθή,  εάν  τις  άττο  σας  <^νω- 
ρίζη  τι  εμττόΒίον,  8ιά  τυ  όττοΐον  Βεν  εμττορεΐτε  να 
συζευχθήτε  νομίμως  εις  <γάμον,  νά  το  δμοΧο^ησετε 
τώρα'  Βιότι  εστε  βέβαιοι,  'ότι  όσοι  συζεύ^νυνταί 
ομού  άΧΧως  ττως  τταρά  ώς  εττιτρέττει  6  Αό^ος  του 
θεού,  Βεν  είναι  συνεζευ'γμένοι  ύττο  θεού,  ούΒε  6 
'γάμος  αυτών  εϊναι  νόμιμος. 

Και  (ίιν  ίίΓ  ταΰτην  την  ημεραν  τοΐι  γάμου  άναφίρτ]  τΐί  και  φα- 
νΐρωστ]  κανεν  (μπό8ίον,  8ία  το  όποΊον  Βεν  δύνανται  να  συ- 
ζευχθώσιν  εις  γάμον  κατά  τον  Ί^όμον  του  θεοΰ,  η  τους 
νόμου!  του  Βασιλείου  τούτου,  και  9ε\τ]  αυτός,  κα\  ικανοί 
εγγυηται  μετ  αυτοΰ,  να  δεχθΡ]  υττοχρεωσιν  ττρος  τα  νυμφευ- 
όμενα  πρόσωττα,  η  να  εγκαταθεση  άσφά\ειαν,  8ια  τι»  ιτληρες 

295 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

Ισότιμον  της  Βαττάνηί,  οσην  οι  μίΚΚοντΐς  να  σνζΐνχθίσιν 
€ίί  "γάμον  ηθΐΧαν  ϋποφ^ρΐΐ,  οτι  -δίλει  αποδείξει  (Κΐϊνο  το 
όττοΐον  άνίφίρΐ,  τ6τ€  ή  τελ(τη  ττρεττει  να  αναβΧηθί] ,  εωσοΟ 
(ξΐτασθίί  ή  άλήθΐΐα. 

^λλ'  (αν  δεί'  άναφ{ρθ[ι  κανεν  εμττόδιον,   τότ€  δ    Εφημεριοί  Χίγΐΐ 
εΙς  τον  (ΐν^ρα, 

Λ  .  ΘΕΛΕΙΣ  συ  να  λά/3979  ''"')>'  '^νναΐκα  ταύτην  Βία 
σνζν^όν  σου,  δια  να  συζήσατε  κατά  την  δια- 
ταγίν  του  θβοΰ  €ί<;  την  ίβράν  κατάστασιν  τοϋ 
άγαμου;  θέΧβις  αγαττα  αύτην,  τταρη^ορεΐ,  τίμα, 
καΐ  φυΧάττβί  αύτην,  €ν  άσθβνεία  καΐ  βν  ύγ/εια;  καΐ 
άτΓομακρυνόμενος  άττο  ττάσαν  άΧλην,  Β^βΧεις  βίσθαο 
'7ΓροσκόΧλημζνο<ί  βίς  μονην  αύτην,  όσον  καιρόν 
ζήτβ  αμφότεροι; 

Ό  \\νηρ  3(\ΐΐ  άποκρίθη,    Θελο}. 

"Εττειτα  ό  Ίερίΰί  5ε'λει  ειπεί  εΐΓ  την  γνναΐκα, 

Α  ΘΕΛΕΙΣ  συ  να  €χη<}  τον  άνδρα  τούτον  Βια  σύ- 
ζυ^όν  σου,  8ιά  νά  συζήσετε  κατά  την  Βίαταηην 
του  Θεού  εΙς  την  Ιεράν  κατάστασιν  του  ^άμου ; 
θελβίΫ  ύτΓοτάσσεσθαι  εΙς  αύτον,  καΐ  υπηρετεί  αυ- 
τόν, ά'^αττα,  τίμα,  καΐ  φυΧάττεο  αύτον,  εν  ασθένεια 
καΐ  εν  ν'^ιεία ;  καΐ  άττο μακρυνο μένη  άττο  ττάντα 
άΧλον,  3^έ\εί<;  εϊσθαι  ττροσκοΧλημενη  εΙς  μόνον 
αύτον,  όσον  καιρόν  ζητε  αμφότεροι; 

Ή  'Ννμφη  5ε'λει  άποκριθη,    Θελώ). 
"Επειτα  ό  Λειτουργοί  λε'γει, 

Τ69  δ/δει  την  ηυναΐκα  ταύτην  νά  συζευχ^θτ}  με 
τούτον  τον  άνΒρα; 

Τότε  θέλουν  δώσει  την  πίστιν  των  ό  είί  ττρνς  τυν  αΧλον,  κατά 
τούτον  τον  τρόπον ' 

296 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

Ό  \(ΐτονρ•/υς,  \αβων  την  γνναΐκα  άπο  τάί  χ^Ίρας  του  πατρός 
η  τοΰ  φίλου,  θί'λίΐ  κάμα  τον  αν8ρα  μί  την  8(ξιαν  αντον 
χΐψα  να  πιάαη]  την  γυναίκα  άπο  την  8{ζιαν  αυτής,  καΙ  νά 
λί'γτ;  μΐτ  αυτυν  ως  ίπΐται  • 

ΧΓΓΩ  6  Δ.  Χαμβάνω  σε  την  Δ.  δίά  σύζυ^όν  μου, 
δί«  νά  σε  έχω  καΧ  να  σε  φύλ,άττω  άττο  ταύτην 
την  ημίραν  καΐ  βίς  το  εξής,  καΧητεραν  η  γειρο- 
τέραν,  ττλονσιωτέραν  η  τττω'χοτεραν,  εν  ασθένεια 
■η  εν  νιγιεία,  8ία  νά  σε  άηα'κω  καΐ  νά  σε  ττερι- 
θάΧττω,  εωσοΰ  μας  'χωρίση  6  θάνατος,  κατά  την 
ίίγ/αν  Βιατα'γην  τοϋ  θεοϋ'  καΐ  εττΐ  τούτω  σε  δι'δω 
την  ττίστίν  μου. 

Τίίτε  ΒίΧονν  λυσβί  τας  χύράς  των  •  και  η  "γννη,  με  την  8ΐξιάν 
της  πιάνονσα  τον  άνδρα  άττο  την  8(ξίάν  τον,  ^ελεί  ομοίως 
λεγεί  μετά  τον  'ίερε'α, 

ΤΓΓί2  η  Δ.  Χαμβάνω  σε  τον  Δ.  Βοά  σύζνγόν  μου, 
Βίά  νά  σε  'έ'χω  καΐ  νά  σε  φυΧάττω  άττο  ταύ- 
την την  ημεραν  καΐ  εις  το  εξής,  καΧήτερον  -η 
'χειροτερον,  ττΧουσιώτερον  η  τττωχότερον,  εν  άσθε- 
}/εία  ή  εν  ύ^γιεία,  Βίά  νά  σε  άγαττώ,  νά  σε  ττερι- 
θάΧττω,  και  νά  σε  ύττοτάσσωμαι,  εωσοΰ  μας  χω- 
ρίσει  6  θάνατος,  κατά  την  άγ/'αν  Βιατα'γην  του 
θεοϋ'  και  εττΐ  τούτω  σε  δ/,'δω  την  ττίστιν  μου, 

Ύοτΐ  ττάλιν  3^ΐ\ηνν  λύσει  τά?  χεΙράς  των  καΐ  δ  άνηρ  -ίελει  δώσεί 
είί  τήν  γυνα'ικα  8ακτν\ί8ίον,  βάΧλων  αντο  (πάνω  ευ  το  βί- 
βλων, όμοϋ  μ€  την  συνΐίθισμενην  προσφοραν  8ια  τον  Ίερία 
κα\  8ια  τον  κληρικόν.  Και  ό  'ίερεΰί,  Χαβων  το  ΒακτνΧίδιον, 
•3ελει  το  εγχΐίρησει  είί  τον  αν8ρα,  δια  νά  το  βάλ»;  δ  ιδιοί  εί? 
τον  τέταρτον  8άκτνλον  της  αριστεράς  χειρός  της  γυναικός. 
Και  ό  άνηρ,  κρατών  εκεί  το  δακτυλίδιΟΓ,  ΟεΧει  λέγει,  κα^ 
ίπαγορενσιν  τοΰ  'ίερεως, 

ΤγΤΕ  ΤΟ  ΒακτυΧίΰΐον  τοΰτο  ε'γώ  σε  νυμφεύομαι,  με 
το  σώμα  μου   σε  Βεραττεύω,   καΐ   με    'όΧα  τά 
κοσμικά  μου  άηαθά  σε  προικίζω•   εις  το  "Ονομα 
ο  3 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

του  ΥΙατρος,  καΐ  του  Τΐοΰ,   και  του  'ληίου  Πνεύ- 
ματος.     \μην. 

Τότε,  άφον  6  άνηρ  άφηστ]  το  δακτυλίδίοι/  «ϊί  τον  τέταρτον 
^άκτνΧον  της  άριστΐρας  χειρός  της  ννμ,φης,  •γοννκΚίτονντων 
αμφοτέρων,  ό    Ιερενς  3ΐΚεί  Χεγεί, 

Άς  Βεηθώμβν. 

Λ  ΙΩΝΙΕ  Θεβ,  Αημιουρ^β  καΐ  Συντηρητά  τταντος 
τον  ανθρωπίνου  γένους,  Αοτηρ  ττάσης  ττνευμα- 
τίκή<ί  'χ^άρίτο<ί,  ΤΙηγ]  τη<;  αΙωνίου  ζωής,  Κατά- 
ττεμψβ  την  βυΚο'^ίαν  σου  επάνω  βίς  τούτους  τους 
ΒούΧους  σου,  τον  άν8ρα  τούτον  καΐ  την  <γυναΐκα 
ταύτην,  τους  οποίους  βυΚοηοΰμβν  βν  τω  ονόματι 
σου'  ώστε,  καθώς  6  Ίσαά«  κα\  η  'νβββκκα  έζησαν 
ομού  πιστώς,  ωσαύτως  καΐ  ούτοι  οι  ΒοΰΧοί  σον 
βεβαίως  να  εκτεΧώσι  και  να  φύΧάττωσι  την  ύπό- 
σ'χ^εσιν  και  συνθήκην  την  <γενομενην  μεταξύ  αυτών, 
{της  οποίας  τούτο  το  Βακτυ\ί8ιον  Βοθεν  και  \η- 
φθεν  είναι  σημεΐον  και  άρραβών,)  και  να  Βιαμέ- 
νωσι  πάντοτε  εις  τεΧείαν  άηάπην  και  είρήνην 
ομού,  και  να  ζώσι  συμφώνως  με  τους  νόμους 
σου•  Βιά  Ίησον  Κριστού  του  Κυρίου  ημών. 
\μην. 

Ύότε  ό  Ίερενς,    ενωσας  όμοΐι   τας   8εξιας   αυτών   χείρας,    $εΚει 
Χίγει, 

^Εκείνους  τους  όποιους  ό  θεός  συνέζευξεν,    άν- 
θρωπος ας  μη  'χωρίσ'Τ). 

'Έπατα  ό  Αειτονργος  $ελΐΐ  εΙπεΙ  προς  τον  \α6ν, 

ρΤΙΕΙΔΗ  ό  Δ.  καΐ  η  Δ.  εσυμφώνησαν  εις  ίεράν 
κοινωνίαν  >γάμου,  και  εμαρτύρησαν^  τούτο  ενώ- 
πιον τού  θεού  και  της  συνάξεως  ταύτης,  και  επι 
τούτω  εΒωκαν  καΐ  ε<^ηυήθησαν  την  πίστιν  αυτών 
προς  άΧΧήΧους,  καΐ  εφανέρωσαν  τούτο  ΒίΒοντες 
και  Χαμβάνοντες  ΒακτνΧίΒιον,  και  συζενγνύοντες 
τάς  -χείρας  των,  κηρύττω  αυτούς  συζύγους,  εις  το 
298 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ    ΤΟΥ    ΓΑΜΟΥ. 

"Ονομα  τοΟ  Πατρός,  καΐ  του  Ύΐον,  καΐ  του  Άγιου 
Τϊν€νματο<;.     \\μήν. 

Κοί  ό  'ΐίρίύς  3ΐλίί.  ιτροσθίσα  την  (ϋλογιαν  ταντην 

'0  ΘΕΟΣ  ό  Πατήρ,  6  Θεός  ό  Ύίος,  6  Θεός  το 
Πνβνμα  το  'Άγίον,  νά  €ύ\ο<γ^,  να  ττβρισκέτΓΤ], 
κα\  νά  σας  ΒιαψυΧάττ^'  ό  Κύριος  νά  ε7Γίβλέ•\Ιττ) 
οίκτίρμόνως  βττάνω  σας,  καΐ  ούτω  να  σας  εμ- 
ττΚήστ}  άττο  ττάσαν  ττνβυματικην  εύΧο^ίαν  καΐ 
■χ^άριν,  ώστε,  ^εαρεστως  ζήσαντες  όμοΰ  εις  τον 
■παρόντα  κόσμον,  νά  άττοΧαύσετε  την  αΐώνιον 
ζωην  εΙς  τον  μέΧλοντα.     \μην. 

Επειτα  6  \(ΐτουργ6ς  η  οί  κληρικοί,  ττροσΐΧθόντα  (ϊς  την 
Ύράπΐζαν  τον  Κνρίον,  ^ίλουν  λέγει  η  ψάλλει  τούτον  τόι/  άκό- 
Χουθον  ψαΚμόν, 

Μακάριοι  πάντα.     'ί'αλ/Α,  ρκη  . 

Λ/ΓΑΚΑΡΙΟΙ  ττάντες  οί  φοβούμενοι  τον  Κύριον,  καΐ 
ττεριττατούντες  εΙς  τους  Βρόμους  αυτού. 

Αιότι  συ  3^ε\εις  τρώγει  άττο  τον  κόττον  των 
χ^ειρών  σου'  μακάριος  .^έΧεις  είσθαι,  και  εύτυ•χ^ία 
εις  σε. 

Ή  ιγυνή  σου  Β^έΧει  είσθαι  ως  άμττεΧος  εΰκαρ- 
ΤΓος  εΙς  τά  ττΧά/^ια  ττ\ς  οικίας  σου* 

Οί  υΙοί  σου,  ώς  νεόφυτα  εΧαιών  τρι<^ύρω  της 
τραττέζης  σου. 

Ιδού,  ούτω  Β^έΧει  εύ\ο>γηθη  ό  άνθρωττος  6  φο- 
βούμενος τον  Κύριον. 

Ό  Κύριος  Β^έΧει  σε  εύΧο^ησει  άττο  την  "Σιων, 
και  3^έΧεις  ιΒεΐ  το  καΧόν  της  ΊερουσαΧημ  οΧας  τάς 
ημέρας  της  ζωής  σου' 

ΚαΙ  Β^εΧεις  ιδεί  υιούς  των  υιών  σου,  και  εΐρηνην 
εττάνω  εις  τον  ^ΙσραηΧ. 

Αόξα  εις  τον  Πατέρα,  και  εις  τον  Ύ'ιόν,  και  εις 
το  Πνεύμα  το  "Αγιο  ν 

Καθώς  ητον  εις  την  άρχην,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
^εΧει  εισθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν, 

299 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

*Η  τοϋτον  τον  ψαλμόν. 
Ό  θίος  οίκτΐίρησαι  ημάς.      Ψαλμ.  ξζ  . 

*^  ΘΕΟΣ  νά  μας  ζύσττΧαη'χνίσθγι,  καί  να  μας 
βνΧο'γησ'τ] !  να  Χάμ^Ι^τ)  το  ιτρόσωττόν  του  εΐϊ 
ημάς,  καΐ  νά  ίΧβησΎ]  ημάς! 

Αιά  νά  <γνωρισθϊί  εις  την  γην  η  ϋ8ός  σου,  βίς  6\α 
τά  βθνη  7]  σωτηρία  σου. 

'Ά?  σε  έτταινώσιν  οΐ  \αοΙ,  θββ'  άς  σβ  βτταινωσίν 
ο\οο  οι  \αοί. 

'Άς  βύψρανθώσί  καΐ  άς  -χαρωσί  τά  έθνη '  8ιότο 
3^β\€ΐς  κρίνβί  τους  Χαούς  μ€  ευθύτητα,  και  τά  βθνη 
βίς  την  γήν  Β^έΧβις  όΖηψ^σβι. 

'^Ας  σε  ετταίνώσον  οΐ  ΧαοΙ,  Θεέ,  α9  σε  βτταινωσίν 
ολ,οί,  οί  Χαοί. 

Ή  ψ]  ^ε'λεί  δίδε/-  τον  καρττόν  της,  καΐ  ^έλεί• 
μάς  εύΧο^ησβι  6  Θεός,  6  Θεός  ημών. 

Θελεί,  μάς  εύΧογήσεί  6  Θεός,  καΐ  οΧα  τά  πέ- 
ρατα της  γ]ς  3^έΧουν  φοβηθή  αυτόν. 

Αοξα  εΙς  τον  Πατέρα,  καΐ  εΙς  τον  Ύίον,  καΐ  εις 
το  Τίνεΰμα  το  "Α<^ίον' 

Καθώς  ητον  εις  την  άργ^ην,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
ΒέΧει  είσθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

ΖΜίτά  τον  ψαλμον,  γοννκΧιτοΰντοί  του  άν8ρ6ς  και  της  γυναικός 
ί'μπροσθίν  της  Ύραπεζης  του  Κυρίου,  6  Ιερίύί,  ιστάμενος 
ττλησίον  της  Ύραττΐζης  κα\  στρέφων  το  πρόσωπον  του  προς- 
αυτούς,  9(λ(ΐ  Χΐγει, 

Κύριε,  έΧέησον  ημάς. 
"Άπόκρισις.     Κριστε,  εΧέησον  ημάς. 
Λειτουργός.   Κύριε,  εΧέησον  ημάς. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  %ς 
άγίασ^ϊ}  το  "Ονομα  σου'  '\ς  εΧθη  ή  βασιΧεία 
σου'  'Ας  <γένη  το  Β^έΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ου- 
ρανον,  ούτω  καΐ  έττάνω  εΙς  την  γ]ν.  Ύον  αρτον 
ημών  τον  ετΓΐούσιον  86ς  εΙς  ημάς  σήμερον.  Και 
συγχώρησε  εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς 
300 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

καΐ  7]μ€Ϊς  σνγ-χωροΰμ^ν  €ΐ?  τον<ί  άμαρτάνοντας  βίς 
ημά<;.  ΚαΙ  μη  μας  φ^ρ-ρι;  βίς  ττβιρασμον,  Άλλα 
^λβνθέρωσέ  μας  άττο  του  ττονηρου.     Αμήν. 

Αατονργός.  Κύριβ,  σώσε  τον  δοΰλόν  σου    καΐ  την 

8ού\ην  σου, 
Άττόκρισις.     Ύούς  ελπίζοντας  εΙς  σε, 
Αατονργός.  Κύρίβ,   εξαττόστζίΧε  εις    αυτούς  βοή- 

θειαν   εκ  του  άηίου  κατοικητηρίου 

σου' 
\\π6κρισις.     ΚαΙ  ύττερασττίζου  αυτούς  ττάντοτε. 
Αίΐτονργός.  Τενου  εις  αυτούς  ττύρ'^/ος  Βυνάμεως, 
Άπόκρισις.     ΑτΓο  ττροσωτΓου  του  έ'χθρού  αυτών. 
Αΐΐτονρ^ός.  κύριε,  εισάκουσε  της  Βειίσεως  ημών 
Άττόκρισις.     ΚαΙ  η  κραυ^/ή  ημών  ας  ε\θη  ττρος  σε. 

Ο  Χΐΐτονρ-γόί. 

^ΕΕ  του  ^Αβραάμ,  Θεέ  τυύ  ^Ισαάκ,  Θεέ  του  Ια- 
κώβ, εύλόγτ/σε  τους  ΒούΧους  σου  τούτους,  καϊ 
σττείρε  τον  σττόρον  της  αΙωνίου  ζωής  εις  τάς  καρ- 
Βίας  αυτών  ώστε  ττάν  ο,τι  μάθωσιν  εττωφεΧώς  εις 
τον  ά'γιόν  σου  Λόγον,  τοΰτο  και  εν  ερ^ω  νά  εκττΧη- 
ρώσωσι.  Έ,ττίβΧεψε  εζ  ουρανού,  Κύριε,  οίκτιρμό- 
νως  εττάνω  εΙς  αυτούς,  καϊ  εύΧό'γησε  αυτούς.  ΚαΙ 
καθώς  εττεμψες  την  ευΧοηίαν  σου  εττάνω  εις  τον 
Αβραάμ  και  την  Σάρραν,  εις  με^άΧην  αυτών  τταρ- 
η^/ορίαν,  ούτω  εύΒόκησε  νά  ττεμ-^ς  την  εύΧο^/ίαν 
σου  καϊ  εττάνω  εις  τους  ΒούΧους  σου  τούτους"  ώστε, 
νττακούοντες  εις  το  Β^έΧημά  σου,  και  φυΧαττόμενοο 
ττάντοτε  ύττο  την  ττροστασίαν  σου,  νά  Βιαμενωσιν 
εις  την  ά'^άττην  σου  μέχρι  τέΧους  τής  ζωής  αυτών 
Βιά  ^Ιησον  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Η  άκοΚονθος  αυτή  (ίχη  παραλείπεται,  εάν  ή  γυνή  τταρηλβί  την 
ήΧίκΙαν  της  τεκνοποιία:. 

ΓΤΟΛΤΕΛΕΕ  Κύριε,  και  Ουράνιε  Πάτερ,  Βιά  της 

ευμενούς   Βωρεάς    του    όττοίου   το   άνθρώττινον 

''/ένος  αυξάνεται,   Αεόμεθά   σου  ενθερμως,   βοήθει 

με  την  εύΧοηίαν  σου  τους    ΒούΧους   σου   τούτους, 

301 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

ωστ€  νά  ηναι  /γόνιμοι  €ίς  τβκνοττοι'ί'αν,  και  να  ζή- 
σωσιν  ομού  με  βνσββή  ά^γάττην  καΐ  τιμιότητα 
τοσούτον  ■χρόνον,  ωστβ  να  Ϊ8ωσι  τα  τέκνα  των 
'χριστιανικώ'ϊ  και  έναρέτως  άνατεθραμμένα,  6ΐ9 
αϊνεσιν  καΐ  δόζαν  σον  Βιά  ^Ιησον  άριστου  τοΟ 
Κυρίου  ημών.     \μήν. 

^ΕΕ,  οστί'ς  Βιά  της  κραταιάς  Βννάμεώς  σον  βκα- 
μες  τα  ττάντα  εκ  του  μηδενός '  όστις  ακόμη 
{άφοΰ  τα  ττάντα  Βιετά'χθησαν)  εδιώρισες,  ώστε  εκ 
του  ανδρός,  πΚασθεντος  κατά  την  ιδικήν  σον  ει- 
κόνα και  όμοίωσιν,  η  'γννη  νά  "λάβη  την  άργήν 
της'  καΐ  συζεύξας  αυτούς  όμοΰ,  εΒίδαξες  οτι  Βεν 
ηθεΧεν  εΐσθαι  ττοτε  νόμιμον  νά  γωρίζωνται  εκεί- 
νοι, τους  όττοίους  συ  Βιά  του  /γάμου  ηνωσες  εις  εν 
Θεέ,  όστις  καθιέρωσες  τον  Τάμον  εις  μυστήριον 
τοσούτον  υψη\όν,  ώστε  Βι  αύτοΰ  σημαίνεται  και 
άττεικονίζεται  6  ττνευματικός  /γάμος  και  η  ένότης 
η  μεταζν  του  Χρίστου  καΐ  της  ^ΕκκΧησίας  αύτοΰ ' 
^ΕττίβΧεψε  ευμενώς  εττάνω  εΙς  τους  ΒούΧους  σον 
τούτους,  ώστε  καΐ  ούτος  ό  άνηρ  νά  άγαττα  την  /γυ- 
ναικά του,  κατά  τον  Αό/γον  σου,  {καθώς  ό  Χριστός 
η/γάττησε  την  νύμφην  αύτοΰ  την  ^ΕκκΧησίαν,  καΐ 
εδωκεν  εαυτόν  ύττερ  αύτης,  άηαττών  καΐ  ττεριθάλ- 
ττων  αύτην  ώς  ιδίαν  του  σάρκα,)  και  ωσαύτως  η 
/γυνή  αύτη  νά  ηναι  ερασμία  και  ιτροσφίΧης,  ττιστη 
και  εύττειθης  εις  τον  άνδρα  της,  και  εν  ττάση  ησυ- 
χία, σωφροσύνη,  και  ειρήνη,  νά  μιμηται  τάς  ά/γίας 
και  Β^εοσεβεΐς  /γυναίκας.  Κύριε,  εύΧό/γησε  αμφό- 
τερους αυτούς,  και  χάρισε  εις  αυτούς  νά  κΧηρονο• 
μήσωσι  την  αίώνιόν  σου  βασιΧείαν  Βιά  ^Ιησον 
Χριστού  τοΰ  Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

"Έτΐΐίτα  6  ΊερΐΌ!  λέγει, 

*0  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Θεό^,  ό  εν  άρχτ}  ητοιήσας 
τούς  Ίτροττάτορας  ημών  ΑΒάμ  και  Εναν,  καΐ 
ά<γιάσας  αυτούς,  και  ενώσας  όμοΰ  εις  <γάμον,  νά 
ετΓίχέη  εττάνω  σας  τά  ττΧούτη  της  χάριτος  τον, 
νά  ά/γιάζη  και  νά  σας  εύΧο/γη•  Βιά  να  εύαρεστήτε 
302 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΤΟΥ   ΓΑΜΟΥ. 

€4«?  αυτόν  καΧ  σωματικως  καΐ  -ν^υχίΛτώς,  καϊ  νά 
ζήσ€τ€  ομού  με  ά'^άττην  άηίαν,  μέχρι  τεΚου<ζ  τί}9 
ζωη<ί  σας.     ^Αμήν. 

Μ(τά  ταΰτα,  (αν  8εν  ηναι  ^ι8αχη  (ξηγούσα  τα  χρ(η  τον  αν- 
θρόί  καϊ  τηί  γυναικός,  ό  Αίίτονργος  ^ελει  άναγνώσα  τα 
(πόμ(να. 

'^Γ\Α01  σβΐς  ο  Ι  νεννμφενμβνοι,  η  όσοι  έχετε  κατά 
νουν  να  εΧθητε  εί<;  την  ίεράν  κοινωνίαν  του 
άγαμου,  ακούσετε  τί  λέγβι  η  Άγια  Γραφή  ττερί  των 
χρεών  των  άνΒρών  ττρος  τάς  <γυναΐκάς  των,  καϊ  των 
•γυναικών  ιτρος  τού<;  άνΒρας  των. 

Ό  "Α^γιος  Πανλος,  €ΐ?  την  ττρος  Έφεσίου<ί  εττί- 
στο\ήν  του,  εΙς  το  ττεμτττον  Κεφαλαιον,  δίδει  ταύ- 
την  την  τταρα'γ'γεΧίαν  εις  δΧους  τους  νενυμφευ- 
μένους'  Οι  άνΒρες,  άγαττατε  τάς  γυναικάς  σας, 
καθώς  καϊ  υ  Χρίστος  η^γάττησε  την  ^ΕκκΧησίαν, 
και  τταρέΒωκε  εαυτόν  ΰττερ  αυτής,  δια  νά  ά'^ιάστ] 
αύτην,  καθαρίσας  με  το  Χουτρον  του  ΰΒατος,  δια 
του  Αόηου'  Ζιά  νά  τταραστήστ)  αύτην  εις  τον  εαυ- 
τόν του  ενδοξον  Έ^κκΧησίαν,  μη  εχουσαν  κηΧί8α  ή 
ρυτίδα,  ή  κανεν  άττο  τά  τοιαύτα,  άλΧά  νά  ηναι 
ά^ία  καϊ  άμωμος.  Ούτω  χρεωστούν  οι  άνδρες  νά 
άγαττωσι  τάς  •γυναικάς  των,  ως  τά  ϊδιά  των  σώ- 
ματα'  όστις  ά'γαττα  την  ηυναΐκά  τον,  τον  εαυτόν 
του  ά<γα7Γα•  διότι  κάνεις  δεν  εμίσησε  ττοτε  την  σάρ- 
κα του,  άΧΧά  τρέφει  και  ττεριθάΧττει  αύτην,  καθώς 
και  6  Κύριος  την  ^ΕκκΧησίαν  διότι  μεΧη  είμεθα 
τού  σώματος  του,  εκ  της  σαρκός  αυτού,  καϊ  εκ  των 
όστεων  αυτού.  Δια  τούτο  3-έΧει  αφήσει  ό  άν- 
θρωτΓος  τον  πατέρα  του  καϊ  την  μητέρα,  και  3-έΧεΰ 
ΤΓΟοσκοΧΧηθή  εις  την  ^γυναικά  του•  και  Ι^έΧουν 
εισθαι  οι  δύο  εις  σάρκα  μίαν.  Ύό  μυστήριον 
τούτο  είναι  μέ<γα•  εγώ  δε  λέγω  τοΟτο  ττερι  τον 
Χρίστου  και  ττερί  της  ^Εκκλησίας.  Ιΐλήν  και  σεις 
Ιδιαιτέρως,  οΰτω  άς  άγαττα  έκαστος  την  <γυναΐκά 
του,  ώς  τον  εαυτόν  τον. 

Όμοίως  ό  αυτός  "Α<γιος  ΙΙαύΧος,  /γράφων  ττρός 

303 


ΑΚΟΛΟΥΑΙΑ  ΤΟΥ  ΓΑΜΟΥ. 

Κο\οσσαβίς,  υμιλβΐ  οΰτω  ττρος  οΧονς  τους  νβνυμ- 
φτυμένους•  Οί  ανδρβς,  αγαττάτε  τάς  γυναικάς  σας, 
καΐ  μην  ησθβ  ττίκροί  εναντίον  €ίς  αύτάς. 

^Ακονσετβ  ακόμη  τι  λεγβί.  προς  τους  νενυμφβυ- 
μένους  ό'Ά^ιος  Ώέτρος,  6  Άττόστολο^  του  Χριστοί/, 
όστις  ητον  καΐ  αύτος  νβνυμφβυμένος'  Οι  άνΒρες, 
συζήτ€  φρονίμως  με  τάς  γυναικάς  σας,  άττοΒΙΒοντες 
τιμήν  έκαστος  εις  την  ^γυναικά  του,  ώς  εις  σκεΰος^ 
άσθενέστερον,  και  ώς  συγκληρονόμους  τον  χαρί- 
σματος της  ζωής,  8ιά  να  μην  εμττοΒίζωνται  αί 
ττροσευχαί  σας. 

"Εως  έΒω  ηκούσετε  τα  χρέη  του  άνΖρος  ττρος  την 
γυναίκα.  Τώρα  ωσαύτως,  σεις  αί  γυναίκες,  ακού- 
σετε καΐ  μάθετε  τά  ττρος  τους  άνΒρας  σας  χρ^η, 
ώς  ττΧηρέστατα  εκτίθενται  εις  την  Ά<γίαν  Γραφήν. 

Ό  "Α^ιος  ΥΙανΧος,  εις  την  ττροειρημένην  εττι- 
στο\ι]ν  του  προς  ^Έφεσίους,  σας  διδάσκει  οΰτω' 
Αί  'γυναΐκες,  νττοτάσσεσθε  εις  τους  άνδρας  σας,  ώς 
εις  τον  Κύριον  διότι  6  άνηρ  είναι  κεφαΧη  της  <γυ- 
ναικος,  καθώς  καΐ  6  Χριστός  είναι  κεφα\η  της 
^Έ,κκΧησίας'  καΐ  αυτός  είναι  ό  Σωτηρ  του  σώματος. 
"Οθεν  καθώς  η  ^ΕκκΧησία  υποτάσσεται  εις  τον 
Χριστόν,  οΰτω  και  αί  <γυναΐκες  ίίς  ύποτάσσωνταΰ 
εις  τους  άνδρας  των  κατά  πάντα.  Καί.  πάλιν  \έ- 
^ει,  Και.  ή  Ύυνη  νά  προσεχή  νά  φοβήται  τον  άνδρα 
της. 

Και  εις  την  προς  ΚοΧοσσαεΐς  επιστοΧήν  του,  ό 
"Α'^ιος  ΐΙαΰΧος  σας  δίδει  ταύτην  την  σύντομον  παρ- 
αίνεσιν  Αί  ηυναικες,  ύποτάσσεσθε  εις  τους  άν- 
δρας σας,  καθώς  ανήκει,  εν  Κυρίω. 

'Ω^σαύτως  καΐ  ό  "Α'γιος  ΐίετρος  σας  διδάσκει 
κάΧλιστα,  Χε'^ων  οΰτω'  Αί  γυναίκες,  ύποτάσσεσθε 
εις  τους  άνδρας  σας  •  ώστε  καΐ  άν  τίνες  άπειθώσιν  εις 
τον  Αό<γον,  νά  κερδηθώσι  χωρίς  τον  Λόγον  δια  της 
συναναστροφής  των  <γυναικών,  όταν  ϊδωσι  την  ενω- 
μένην  με  φόβον  καθαράν  συναστροφήν  σας.  Ύών 
οποίων  ό  στοΧισμός  ας  ηναι  οχι  6  εξωτερικός,  ο 
του  πΧεξίματος  των  τριχών,  και  της  περιθεσεωζ 
304 


Η   ΕΠΙΣΚΕίΊΣ  ΤΩΝ   ΑΣΘΕΝίΙΝ. 

των  γ^ρυσίων,  η  της  ^νΒνσ€ω<;  των  Ιματίων  αλλ'  ο 
κρυτΓτος  άνθρωττος  της  καρδίας,  συνιστάμενος  6ΐ9 
την  άφθαρσίαν  του  πράου  καΐ  ησυ-χ^ίου  ττνβύματος^ 
το  όττοΐον  €ΐναί  ττοΧύτιμον  ενώττίον  του  Θεοΰ* 
δίότί  κατά  τούτον  τον  τρόττον  καΐ  αΐ  άηίαι  ηυ- 
ναΐκες  αΐ  έΧττίζουσαί  εις  τον  θβον  εστοΧίζαν 
ττοτζ  τον  εαυτόν  των,  ΰττοτασσόμεναι  εις  τους 
άνΒρας  των  καθώς  ή  Σάρρα  ύττήκουσεν  εΙς  τον 
^Αβραάμ,  ονομάζουσα  αυτόν  κύριον  της  όττοίας 
€ηεννηθητε  τέκνα,  ττράττουσαι  τό  καΧόν,  καΐ  μη 
φοβούμεναί  κατ  ούΒένα  φόβον. 

Έΐναι  Τΐρίτΐον  να  μίταΚάβωσιν  οί  νεόνυμφοι  την  άγίαν  Κοινω- 
νιαν  ίίί  τον  καιρόν  τον  γάμου  •  η,  μετά  τ6ν  γάμον,  ττρωτη!  «υ-* 
καίριας  δοθείσης. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΤΗΣ 

ΈΠΙΣΚΕΨΕΩ2   ΤΩΝ  Ά2ΘΕΝΩΝ. 


"Οταν  τις  άρρωσττ],  ττρίττΐ  ι  να  8οθη  ("Βησις  ττερΧ  τούτον  εϊς  τον 
Έφημίριον  τηςΈνορίας  •  όστις,  (Χθων  εΙς  την  οϊκιαν  του  αρ- 
ρώστον,  3(\(ΐ  είτΓίΐ, 

"ρίΡΗΝΗ  €69  τον  οίκον  τούτον,  καΐ  εις  6\ους  του<ζ 
κατοίκοΰντας  εις  αυτόν. 

"Όταν    δε    ίλ^;;    έμπροσθεν   τον    αρρώστου,    ΟεΧει   εΙττεΊ  γονυ- 
κ\ιτών, 

ΛΤΗΝ  ενθυμηθης,  Κύριε,   τάς  ανομίας  ημών,  μηΒε 
τάς  ανομίας  των  ττατερων  ημών.      ΣττΧαΎχνί' 

305 


Η   ΕΠΙΣΚΕΨΙ2   ΤΩΝ    ΑΣΘΕΝΩΝ. 

σου,  'ττανά'γαθβ  Κύριβ,  σττΧα^'χνίσου  τον  Χαόν  σον, 
τον  ότΓοΙον  έζηηόρασβ^  Βιάτοΰ  τίμιου  σου  αίματο<!' 
καΐ  μην  ορ'γίζβσαο  κα&'  ημών  Βιατταντός. 
Άπόκρ.  'Σ'ττλα'^'χνίσον  ημάς,  ττανά^αθΐ  Κύριε. 

"Επίίτα  6  Αΐΐτονργος  Χίγΐΐ, 
'Ά?  Βζηθώμεν. 

Κύρίβ,  ελέησον  ημάς. 

"Κριστε,  έΧέησον  ημάς. 
Κύρί€,  βΧβησον  ημάς. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εΙς  τους  ουρανούς,  *Ας 
άτ^ιασθΐι  το  "Ονομα  σου'  'Ας  εΧθη  η  βασιλεία 
σον  'Α9  'γεν'τ)  το  ^εΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ούρα- 
νον,  ούτω  καΐ  εττάνω  εις  την  ηην.  Ύον  άρτον  ημών 
τον  ετΓΐούσιον  Βος  εΙς  ημάς  σήμερον.  Και  συγ- 
■χ^ώρησε  εις  ημάς  τα  αμαρτήματα  ημών,  καθώς 
και  ημείς  συ'^γωρούμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  Και  μη  μάς  φερης  εις  ττειρασμον,  αλλά 
ελευθέρωσε  μας  αττο  του  ττονηροΰ.     Αμήν. 

Αβιτονργός.  Κύριε,  σώσε  τον  ΒοΟΧόν  σου, 

Άττόκρισίί.    Ύον  εΧττίζοντα  εττι  σε. 

Αΐΐτονργός.  ^ΕξαττόστειΧε  εις  αύτον  βοήθειαν  εκ 

του  α<^ιου  κατοικητηρίου  σου' 
Άπόκρισίί.    ΚαΙ  ττάντοτε  ύττερασιτίζου  αύτον  κρα- 

ταιώς. 
Αΐΐτονρ-^ός.  'Άς    μην    υττερισχύση    κατ    αύτου   6 

εχθρός-      ^      ^  ,        ,     ν     , 

Άπόκρισις.     ΜηΒε  6  ΤΓονηρος  να  ττΧησιαση  εις  το  να 

βΧάψη  αυτόν. 
Ααταυργός.  Τενοΰ  εις  αύτον,   Κύριε,  πύργος  ισχυ^ 

ρος, 
\ττόκρισΐ5.    ΆτΓο  ττροσώίΓου  του  εγθρού  αύτον. 
Λειτουργοί.  Κύριε,  εισάκουσε  της  Βεήσεως  ημών 
\ιτόκρΐ(η5.    Κα\  ή  κραυ'^ή  ημών  ας  εΧθη  ττρος  σε. 

306 


Η   επίσκεψις   των   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

Ό  Λίΐτουργόί. 

ΙΓΤΡΙΕ,  €'7ΓίβΧ€ψ€  εξ  ουρανοί),  ίδβ,  εττίσκβψαι, 
καΐ  βοήθησε  τον  δοΟλόν  σου  τούτον  β\έψ€ 
εττάνω  βίς  αυτόν  μβ  το  ΪΧεών  σου  όμμα  •  δ09  €ΐ<? 
αυτόν  τταρη'γορίαν,  καΐ  σταθεράν  ττεττοίθησίν  €ί9 
σέ'  σκέττασε  αύτον  εκ  του  κινδύνου  του  ε'χθροΰ, 
καϊ  ΒιαφύΧαττε  αύτον  εν  είρήντ]  8ιηνβκεΐ  και 
ασφαΧεία'  Ζια  ^Ιησοΰ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

'ρΤΤΑΚΟΤΣΕ  ήμων,  τταντο^ύναμε  καϊ  ττανοίκτίρ- 
μων  Θεε  καϊ  Σωτήρ'  έκτεινε  την  συνήθη  άγα- 
θότητά  σου  εΙς  τούτον  τον  Βονλόν  σου,  τον  εν 
ασθένεια  κακουγούμενον.  Ά<γίασε  ττρός  αύτον,  δεο- 
μεθά  σου,  ταυτην  την  ττατρικήν  σου  τταιΒείαν, 
ώστε  το  αϊσθημα  της  άΒυναμίας  του  να  ενίσ'χυστι 
ετι  μάΧλον  την  ττίστιν  του,  και  να  κάμη  σττουΒαι- 
οτέραν  την  μετάνοιάν  του'  καΐ  οΰτω,  εάν  ευδο- 
κήσ7)ς  να  άτΓοκαταστήσ'ρς  αύτον  εΙς  την  ττροτέραν 
του  ύ^ιείαν,  νά  Βιά^η  το  εττιλοιττον  της  ζωής  του 
εις  τον  φόβον  σου  καϊ  εΙς  την  Βόξαν  σου•  ει  δε  μή, 
δ09  εί9  αυτόν  χάριν  νά  Βε-χθή  οΰτω  την  τταιΒείαν 
σου,  ώστε,  μετά  το  τεΧος  της  ττοΧυμόχθου  ταύτης 
ζωής,  νά  κατοικήστ)  μετά  σου  εις  αΐώνιον  ζωήν 
δίίί  ^Ιησού  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Επειτα  ό  Χατονργυί  θίλει  τταραινΐσ€(.  τον  αρρωστον  κατά  τού- 
τον, η  αλΧον  τινά  παρόμοιον  τρόπον. 

Δ  ΓΑΠΗΤΕ,  εξευρε  τούτο,  οτι  6  Παντοκράτωρ 
θεός  είναι  6  Κύριος  τής  ζωής  και  του  Β^ανάτου, 
και  ο\ων  τών  εΙς  αυτά  ανηκόντων  όττοία  ή  νεότης, 
ή  Βύναμις,  ή  ύ'γιεία,  το  <γήρας,  ή  αδυναμία,  καϊ  ή 
αρρώστια.  '  Οθεν  όττοιαΒήττοτε  καϊ  άν  ήναι  ή  αρ- 
ρώστια σου,  εξευρε  βεβαίως  οτι  αύτη  είναι  εττί- 
σκεψις  του  θεού.  Καϊ  δι'  οττοιανδήττοτε  αΐτίαν 
εστάΧη  εις  σε  ή  αρρώστια  αΰτη,  είτε  Βιά  νά  8οκι- 
μάστ]    την    ύττομονήν   σου    ττρος    τΓαράΒει<^μα   τών 

307 


Η  ΕΠΙΣΚΕ'ί'ΙΣ  ΤΩΝ  ΑΣΘΕΝΏΝ. 

αΧλων,  καΐ  δίά  να  ^ύρβθτ]  η  ττίστις  σον  εΙς  την 
ημέραν  τοΰ  Κυρίου  άξίβτταίνος,  βνΒοξος,  καν  τιμία, 
'ττρος  αΰζησιν  τη^  Βόξης  καΐ  άτέλβυτήτου  εύδαι/χο- 
νίας'  €Ϊτ€  εστάλη  εΙς  σε,  δίά  νά  τταώβύση  καΐ  να 
8ίορθώση  619  σε  ο,τί  φαίνεται  Βυσάρεστον  €69  τους 
6φθα\μού<;  τοΰ  ουρανίου  σου  ΐΐατρός'  βξβνρε 
βεβαίως,  'ότι,  έαν  αληθώς  μβτανοησης  8ίά  τάς 
αμαρτίας  σου,  καΐ  ύττοφέρι^ς  την  άσθβνειάν  σον 
με  ντΓομονην,  ελττίζων  εΙς  τον  θεον  τον  ελεοΰντα 
ημάς  δίά  την  ά^άττην  τοΰ  Ύΐοΰ  αύτοΰ  ϊησον 
άριστον,  κα\  άττοΒώσης  εις  αύτον  ταττεινάς  εύγα- 
ροστίας  δίά  την  ττατρικήν  του  τταιΒείαν,  ίητοτάσ- 
σων  τον  εαυτόν  σου  οίλοκληρως  εις  το  Β^ελημα 
αύτοΰ,  -^ελεί  σταθή  ττρος  δφε\6ς  σον,  καΐ  -9^ελεί  σε 
ττροβίβάσεν  εΙς  την  ευθείαν  6δ6ν,  την  φερονσαν 
ττρος  την  αΐώνιον  ζωήν. 

Έάν  ό  ΐπισκΐφθ(\ί  άρρωστος  τζάσχ]]  βαρΐωί,  τότε  6  Εφη- 
μέριο: εμιτορεί  να  τελαωστ}  ενταύθα  την  τταραίνεσίν  του' 
€1  δε  μη,  ττροχωρε'ι,  λέγω  ι/, 

Α  ΑΒΕ  λοίττόν  ε'ττΐ  κα\οΰ  την  παώείαν  τον  Κνρίου' 
δίότί,  καθώς  6  "Α^ίος  ΥΙαΰΧος  λεγεί  εί?  το  δω- 
ζεκατον  Κεφαλαων  της  ττρος  τους  Εβραίους  ετη- 
<7Τθ\ης  τον,  "Οντινα  άγαττα  6  Κύριος,  τταίΒενει 
αύτον,  καΐ  μαστί'^όνει  ττάντα  νίον  τον  όττοΐον  ττα- 
ραδεγεταί.  Έάν  ύττομένετε  ιταιΒείαν,  6  Θεός  φέρε- 
ται.  ττρος  εσάς  ως  ττρος  υιούς '  οίοτί  ιτοιος  υιός 
είναι,  τον  όττοΐον  Βεν  τταιΒεύει  ό  ττατ-ηρ ;  Εαν  όμως 
ησθε  χωρίς  τταιΒείαν,  της  όττοίας  οΧοι  εηιναν  μετο- 
Ύοι,  είσθε  Χοιττόν  νόθοι,  καΐ  ογι  νιοι.  Έττείτα 
τονς  μεν  ττατερας  της  σαρκός  ημών  ειχαμεν  τται- 
Βεντας,  καΐ  εσεβόμεθα  αύτονς'  Βεν  Β^έλομεν  ύττο- 
ταγθί)  ΊτοΧλω  μάΧλον  εις  τον  Υίατερα  των  ττνει/- 
μάτων,  καΐ  νά  ζήσωμεν;  Δ,ιότι  εκείνοι  μεν  ττρος 
ολί'^/ας  ημέρας  ετταίΒεναν  ημάς  κατά  την  Β^ελησιν 
των  ο  δε  Θεο9  μας  τταιΒεύει  ττρός  το  σνμφέρον, 
δίά  νά  ηίνωμεν  μέτοχοι  της  ά^ιότητός  τον.  Ούτοι, 
308 


Η   επίσκεψις   Τί2Ν   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

οΐ  Χό^οι,  αγατΓτ^τε  αδελφέ,  βίναί  ξεγραμμένοι  εις 
την  Άγ/αν  Γραφην  Βι"  ιΒικιίν  μας  τταρη'^/ορίαν  καΙ 
ΒιΒασκαΧίαν  •  ώστε  να  νττοφερωμεν,  με  νττομονην 
καΐ  με  εύχ^αριστίαν,  την  τταίΒείαν  τού  ουρανίου 
ημών  ΥΙατρο•;,  οσάκις  με  όττοιανΒηττοτε  συμφοραν 
^εΧήστ)  ή  ττατρικί)  άξαθότης  του  νά  μας  εττισκε- 
φθτ].  ΚαΙ  Βεν  τΓρέττει  εις  τους  Χριστιανούς  να. 
εγ^ωσι  με^αΧητεραν  τταρη^ορίαν  τταρά  ταύτην,  το 
νά  ομοιωθώσι  με  τον  Χριστον,  ττάσ-χοντες  με  ί/ττο- 
μονην  Βυστυχίας,  .^Χίψεις,  και  αρρώστιας•  Βιότι 
αύτος  6  ϊΒιος  Βεν  άνέβη  εις  την  γαράν  ττρίν  ύττοφέρτ} 
όΒύνην,  Βεν  εισήΧθεν  εις  την  Βόξαν  του  ττρίν  σταυ- 
ρωθτ).  Οΰτω  βέβαια  ή  οΒος  ημών  ττρος  την  αιώ- 
νων γαράν  είναι,  νά  συμττάσγ^ϋομεν  ενταύθα  με  τον 
\ριστόν•  και  ή  ^ύρα  Βιά  της  όττοίας  είσερ-χόμεθα 
εΙς  την  αίώνιον  ζωην,  είναι  νά  συναττοθάνωμεν  εύ- 
'χ^αρίστως  με  τον  Χριστον,  Βιά  νά  άνασταθώμεν 
ττάΧιν  εκ  νεκρών,  και  νά  κατοικώμεν  μετ  αύτοΰ 
εις  την  αίώνιον  ζωήν.  Τώρα  Χοιττον  σε  συμβου- 
Χεύω  εις  το  "Ονομα  του  θεοϋ,  με  ύττομονην  ύττοφέ- 
ρων  την  άρρωστίαν  σου,  την  τόσον  ώφέΧιμον  εις 
σε,  νά  ενθυμηθης  την  όμοΧο^ίαν  την  όττοίαν  έκαμες 
ττρος  τον  θεον  εις  το  βάτττισμά  σου.  Και  εττειΒη 
ύστερον  άττο  ταύτην  την  ζωην  μέΧΧει  νά  Βοθτ} 
λόγο9  ε49  τον  Βίκαιον  Κριτην,  όστις  3^έΧει  κρίνει 
άττροσωτΓοΧήτΓτως  ττάντας  άνθρώττους,  σε  νουθετώ 
νά  εξέτασης  τον  εαυτόν  σου,  7Γω9  ευρίσκεσαι  ώς 
ττρος  τον  θεον καΐ  ώς  ττρος  τους  άνθρώττους'  ώστε, 
κατηξορών  καΐ  καταΒικάζων  τον  εαυτόν  σου  Βιά  τά 
ϊΒιά  σου  σφάΧματα,  νά  εϋρης  εΧεος  εις  την  χείρα 
τού  ουρανίου  σου  Τίατρός,  Βιά  την  ά'γάττην  τού 
Χριστού,  και  νά  μη  κατη'^/ορηθης  και  καταΒικα- 
σθης  εις  εκείνην  την  φοβεράν  κρίσιν.  "Οθεν  3-έΧω 
σε  ατταγγβ/λεί  τά  "Αρθρα  της  ΐΐίστεως  ημών  Βιά 
νά  ξνωρίσης  εάν  ττιστεύης  ώς  χρεωστεΐ  ο  Χριστι- 
ανός, ή  οχι. 

3,09 


Η   επίσκεψις   Τί2Ν   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

Εντανβα  <5    Α€ΐτουργ6ί   άτταγγίλΧα    τα  "\ρ6ρα    της   Πίστίωϊ, 
\ΐγων  οντω* 

ΤΤΙΣΤΕΤΕΙΣ    €69   τον   Θεόν,   τον   ΐΐαντοκράτορα 
ΐΐατέρα,   τον    ΤΙοίητην  τον    ονρανον    και    τή<; 

Και  €ίς  τον  Κνριον  ημών  ^Ιησοΰν  "Κριστον,  τον 
μονο'γενη  αυτού  Τΐόν;  τον  σνΧΧηφθέντα  δί-ά  τον 
Ιϊνβνματος  του  Ά'^ίου,  τον  'γβννηθέντα  βκ  της  ΤΙαρ- 
θένον  Μαρίας"  τον  τταθόντα  €7γΙ  Ποντίου  ΐΐίλάτον, 
τον  στανρωθέντα,  άττοθανόντα,  καΐ  ταφέντα'  τον 
καταβάντα  ^Ις  τον  α8ην,  καΐ  την  τρίτην  ήμέραν 
άναστάντα  €Κ  των  νεκρών  τον  άναΧηφθέντα  βίς 
τους  ουρανούς,  καΐ  καθήμβνον  €ίς  τα  Ββξιά  του 
θβοΰ,  του  ΐΐαντοκράτορος  ΥΙατρός'  καΐ  βκβΐθεν 
μέΧλοντα  νά  βΧθτ],  βίς  το  τέΧος  του  κόσμου,  δίά  να 
κρίντ)  ζώντας  καΐ  νεκρούς; 

ΐΐιστεύβίς  καΐ  βίς  το  ΐΐνευμα  το  "Α'γιον  βίς  την 
ά>γίαν  ΚαθοΧικην  ^Έ,κκΧησίαν  εΙς  την  Κοίνωνίαν 
τών  ά<γίων'  βίς  την  "Κφεσιν  τών  αμαρτιών  εις  την 
Ανάστασιν  του  σώματος,  καϊ  εις  την  Ζωην  την 
αίώνιον  μετά  θάνατον; 

Ό  "Αρρωστο!  αποκρίνεται, 
"Ολα  ταύτα  ττιστεύω  σταθερώς. 

"Επειτα  ό  Αατουργος  ^«λει  (ξΐτάσει,  έάι/  μετανοη  άΚηθώ:  δια 
τάί  αμαρτίας  του,  και  ηναί  ει?  ά-γάπην  μέ  οΧορ  τον  κόσμον' 
νουθΐτών  αντον  να  σνγχωρηστ],  ΐκ  βάθονί  καρδίας  τον,  οΧους 
τους  ΤΓταΐσαντας  εϊί  αυτόν  •  και  εαν  αυτός  επταισεν  εΙς 
άλλου;  τινας,  να  ζητηστ]  παρ  αυτών  συγχώρησιν  καϊ  εάν 
τβίκησεν  η  (κακοποίησε  τινά,  να  κάμτ)  άνταπόδοσιν  καθ' 
όσον  μάλιστα  δύναται.  Και  εαν  δεν  Βιεβεσε  προτήτερα 
τα  υπάρχοντα  τον,  ας  παρακίνηση  αυτόν  τότε  6  Αειτονργος 
να  κάμη  την  διαθηκην  του,  και  1*0  φανέρωση  τα  χρέη  του, 
τι  χρεωστεΐ  καϊ  τι  χρεωστείται  εΙς  αυτόν,  δια  τεΧειοτεραν 
ίλενβερωσιν  της  συνειδήσεως  τον,  και  ησνχίαν  των  Έ,πιτρό- 

310 


Η  ΕΠΙ2ΚΕΫΙΣ  Τί2Ν  ΑΣΘΕΝΩΝ. 

ιτων  του.  Πρίττίΐ  ομω:  οί  άνθρωποι  να  ΰπίνθνμίζωνται  συν• 
(χίί)!,  να  8ιαθ€τωσι  τα  κοσμικά  των  πράγματα,  «τί  νγιαί- 
νοντα. 

Οί  προΐίρημίνοι  οντοι  \όγοι  ίμπορονν  να  Χ€γωνται  πρ\ν  6 
Αητονργο!  άρχηστ]  την  προσ€νχην  τον  οπω:  ηθΐΚΐ  το 
στοχασθή  κατάΧΚηΚον  δ  αυτός. 

Ο  Αίΐτονργος  Βίν  πρίπιι  να  παρα\εί\Ιη]  το  να  παρακιν^  €νθερ•. 
μω:  τοΰί  (νκαταστάτον:  άρρωστους,  να  8ίίξωσιν  ΐΚςυθίριό- 
τητα  προς  τους  ιττωχούς. 

Ένταΰθα  πρίπει  να  παρακινηθί}  6  ασθενής  να  κάμη  ε18ικην 
ί'^ομολόγί^σιι/  των  αμαρτιών  του,  (αν  αισθάνεται  την  συνεί- 
Βησίν  του  ταραττομενην  άπυ  βαρεΊαν  τίνα  άμαρτίαν.  Και 
μετά  την  εξομολόγησιν  ταυτην,  6  Ιερεύς  3εΧει  δώσει  εΙς  αυ- 
τόν την  "Α,φεσιν,  {^εάν  το  ζήτηση  ταπεινώς  κα\  εκ  καρ8ίας,) 
κατά  τον  άκοΧουθον  τρόπον. 

Γ\  ΚΤΡΙΟΣ  ημών  ^Ιησούς  Χρίστος,  όστις  άφησβν 
€ίς  την  ^Εκκλησίαν  του  την  βξουσίαν  νά  Χύτ] 
όλους  τους  αμαρτωλούς,  τους  αληθώς  μετανοοΰν- 
τας  καΐ  ττιστβύοντας  βίς  αυτόν,  ας  σε  συ'γ'χ^ωρήση, 
Βιά  το  μέ'γα  του  ελβος,  τα  τταραιττώματά  σου.  Και 
δίά  της  εξουσίας  αυτού  της  Βοθείσης  εις  εμε,  σε 
λύω  άτΓο  ολας  τάς  αμαρτίας  σου,  εις  το  όνομα  του 
ΊΊατρος,  και  του  Ύΐου,  καΐ  του  Ά<γίου  Υίνεύματος, 
^Αμήν. 

Και  έπειτα  6  'ίερείις  ΆεΧει  εΐπε'ϊ  την  άκόΧουθον  Συναπτην. 

^Ας  Βεηθώμεν. 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ  θεε,  όστις,  τταρά  το  πλήθος  των 
οίκτιρμών  σου,  οΰτω  εξαλείφεις  τάς  αμαρτίας 
των  αληθώς  μετανοούντων,  ώστε  Βεν  ενθυμεΐσαο 
αύτάς  ιτλέον  "Ανοιξε  τους  οφθαλμούς  του  ελέους 
σου  εττάνω  εις  τον  Βοΰλόν  σου  τούτον,  τον  ενθέρ- 
μως  ζητούντα  άφεσιν  και  συηγωρησιν.  ^Ανακαί- 
νισε εις  αύτον,  ελεήμον  Πάτερ,  ττάν  'ό,τι  εφθάρ'η  Βιά 
της  άττάτης  και  ττονηρίας  του  Βιαβόλου,  ή  Βιά  της 
ΙΒική'ί    του   σαρκικής    Β^ελήσεως    και    άΒυναμίας. 

311 


Η   ΕΠΙΣΚΕίΊΣ   ΤΩΝ   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

ΦυΧαξβ  καΐ  Βιατήρησ€  εΙς  την  βνότητα  της  ^ΕκκΧη- 
σιαί  το  άσθβνες  τούτο  μβΧος'  ίδβ  την  συντρφην 
αυτοΰ'  Βέξου  τα  Βάκρυά  τον  καταττράϋνβ  τού<ϊ 
ττόνους  τον,  οττως  φαντ]  €49  σε  συμφερώτβρον  εΐ'ζ 
αυτόν.  ΚαΙ  ΐττβώη  βίς  τό  6λε09  σου  μόνον  3^€Τ€0 
οΚην  την  έΧττίζα  τον,  μη  Χο/γαριάσης  €19  αυτόν  τα9• 
Ίτροτέρας  τον  αμαρτίας '  άΧλ  ενδυνάμωσε  αυτόν 
με  τό  ευλο'^ημενον  ΥΙνεύμά  σου'  και,  όταν  εναρε- 
στηθης  να  μβταφερης  αυτόν  εντενθεν,  τταράΧαβε 
αυτόν  εΙς  σε  ευμενώς"  δια  της  άξιομισθίας  του 
υττερα^αττητοΰ  Τ ίοΰ  σου,  Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
ημών.     Αμήν. 

"Έττατα  6  Ίίρΐνς  3^ΐλει  ΐΐπΐΐ  τοΐιτον  τον  ψ•αλ/χον. 

Έπι  σόι  ήΧπισα,  Κύριε.      ΨαΧμ.    οά, 

"ρίΣ  σε.  Κύριε,  ηΧτησα•  ας  μη  καταισ'χννθώ 
τΓοτέ'  8ίά  την  8ίκαίοσννην  σον  Χντρωσέ  με 
καΐ  εΧενθέρωσέ  με  •  κΧινε  ττρός  εμε  τό  ώτίον  σον, 
καΐ  σώσε  με. 

Γενού  εις  εμε  στέρεα  κατοικία,  οττον  να  κατα- 
φεύγω ττάντοτε '  συ  Βιέταξες  νά  με  σώσης,  8ιότν 
ττέτρα  μου  καΐ  φρουρών  μου  συ  είσαι, 

θεέ  μου,  Χύτρωσέ  με  άττό  "χείρας  άσεβους, 
άττό  χείρας  τταρανόμον  και  άζίκον. 

Αιότι  σι)  είσαι  η  ελττίς  μον,  Κύριε  Θεέ•  σν 
είσαι  τό  Β^άρρος  μου  εκ  νεότητας  μου. 

Έιίς  σε  εττεστηρίχθην  άττό  την  κοιλίαν  συ 
είσαι  σκέττη  μου  άττό  τα  σττΧάηγνα  της  μητρό<ζ 
μου '  ττερί  σού  3έ\ει  είσθαι  ττάντοτε  ό  ετταινό^ζ 
μον. 

'Ω-ς  τέρας  κατεστάθην  εΙς  τους  'ττοΧλούς'  άΧλά 
σν  είσαι  τό  Βυνατόν  καταφύ'^/ιόν  μου. 

*Α9  γέμιση  τό  στόμα  μου  άττό  τον  ετταινόν  σον, 
καΐ  άττό  την  Βόξαν  σου,  οΧην  την  ημέραν. 

Μ^  με  άτΓορρίψης  εΙς  καιρόν  <γηρατείου•  όταν 
με  άφίνη  ή  Βύναμίς  μου,  μη  με  ε^καταΧίττης. 

Αιότι  οι  εχθροί  μου  ΧαΧονν  εναντίον  μου,  καυ 
όσοι  τταραφυΧάττουν  την  ψνχ7ίν  μου,  συμβοϋΧευ- 
312 


Η   επίσκεψις   των    ΑΣΘΕΝΩΝ. 

ονται  ομον,  λε7οντ69,  Ό  Θβός  τον  εΎκατέΧιττε* 
χαταΒίώξβτβ  καΐ  ττίάσετε  αύτον,  Βίοτι  δερ»  βϊναί 
κανείς  νά  τον  Χυτρώστ}. 

Θεβ,  μη  μακρυνθης  άττο  εμέ  •  &€β  μου,  τά-χυνε 
εΙ<ζ  βοήθείάν  μου. 

*Α'ζ  καταισγυνθωσίν,  α<?  εξαλειφθώσιν  οι  ε-χ^- 
θροί  τη<;  ψυχρής  μου  •  ας  σκεττασθώσιν  άττο  όνειδος 
καΐ  άτιμίαν,  όσοι  ζητούν  το  κακόν  μου. 

Έ7ώ  δε  ττάντοτε  ^ε'λω  εΧττίζει  εις  σε,  και  -9ελ&) 
Ίτροσθετει  ετταίνους  εις  οΧους  τους  ετταίνου^  σου. 

Ύο  στόμα  μου  ^ε\ει  κηρύττει  την  Βικαιοσύνην 
σου  καΐ  την  σωτηρίαν  σου  6\ην  την  ημεραν  •  Βιοτι, 
Βεν  εμττορώ  να  τάς  άτταριθμησω. 

Θέλω  ττεριττατεΐ  με  την  Βύναμιν  Κυρίου  του 
Θεοί)  •  ^ελω  ενθυμίζει  την  Βικαιοσύνην  σου,  σον 
μόνου. 

Θεέ,  συ  με  εΒίΒαξες  άττο  τ?)ι/  νεότητα  μου ' 
και  εως  τώρα  εκήρυττα  τα  θαυμάσια  σου. 

ΛΙ?;  με  ε<^/κατα\ί7Γτ}ς  ούΒε  εως  εις  το  <^/ηρας  καϊ 
τας  \ευκας  τρί-χας.  Θεέ,  εωσοΰ  να  κηρύξω  τον 
βρα-χ^ίονά  σου  εις  ταύτην  την  <γενεάν,  την  Βύναμίν 
σου  εις  οΧους  τους  μετα'γενεστέρους. 

Διότι  η  Βικαιοσύνη  σου,  Θεέ,  είναι  ΰττερυψωμέ- 
νη  '  όσα  έκαμες  είναι  εξαίσια"  Θεέ,  τίς  όμοιος  σου  ; 

Δόξα  εΙς  τον  Πατέρα,  και  είς  τον  Ύ'ιόν,  και  εις 
το  Πνεύμα  τό'Άηιον 

Κα^ώς•  ητον  εις  την  άργ^ην,  είναι  και  τώρα,  καϊ 
^έΧει  είσθαι  ττάντοτε,  είς  αιώνας  αιώνων.  ν\.μήν. 

ΊΙροσθίτων  τοντη, 

%*ί2ΤΗΡ  τού  κόσμου,    ό  Βιά   του  σταυρού  καϊ  τον 
τιμίου  σου  αίματος  \υτρώσας  ημάς,  σώσε  ημάς 
και  βοήθησε  ημάς,  ταττεινώς  Βεόμεθά  σον.  Κύριε. 

ΕτΓίίτα  ό  Λίΐτουρτ'όί  3ί\(ΐ  ίίττεί, 

'0  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Κύριος,  ό  ισχυρός  ττύρ^ο'ζ 
Ο\ων    των   εΧτΓΐζόντων    είς    αυτόν,    είς     τον 
οΊΓοΊον  τά  ττάντα  τά  εν  ονρανώ,  τα.  ενττ}  7^»  ^(^ΐ/  "^^ 
Ρ 


Η  ΕΠΙΣΚΕ'ί'ΙΣ  ΤίϊΝ   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

υτΓΟκάτω  της  <γής,  ύττοκλίνονν  καΐ  υττακούονν,  ας 
ηναο  τώρα  καΐ  ττάντοτβ  η  νττβράστησίς  σον  καϊ 
«9  σε  κάμ,Ύ]  να  <γνωρίσΊ]<;  καϊ  να  αίσθανθ^ς,  οτι  δεν 
€ΐναί  υτΓο  τον  ουρανον  καν  εν  άΧλο  όνομα  Βεδομένον 
εΐ9  τους  ανθρώπους,  βίς  το  οττοΐον  καϊ  δίά  τον 
οτΓοίου  να  εμτΓορέστις  να  \άβ-τ}ς  υηίξίαν  καΐ  σω- 
τηριαν,  τταρά  μόνον  το  όνομα  τον  Κνρίον  ημών 
ϊησον  Χρίστου.     Αμήν. 

Και  μετά  τοΰτο  ΒίΧΐί  βίπεΐ, 
"ρΊΣ  το  ατΓβιρον  βΧεος  καϊ  την  ττροστασίαν  του 
ΘεοΟ  σε  συσταίνομεν.  Ό  Κύριος  νά  σε  εύλο- 
Ύηση,  καϊ  νά  σε  φυ\άξη•  6  Κύρους  νά  έττιλάμψτ) 
€7Γί  σε  το  τΓροσωττόν  του,  καϊ  νά  σε  ελ,βήσΎ)"  6 
Κύριος  νά  ύψώστ}  το  ττρόσωττόν  τον  βττΐ  σε,  καΐ  νά 
σε  8ώσϊ)'  βίρήνην,  νυν  καϊ  αεΙ  €ΐς  τους  αιώνας. 
^Αμήν. 

Ένχη  νπβρ  άσθίνονντος  ΐΐαώίου. 

][][ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  καϊ  ττοΧυέΧββ  Πάτερ,  εί9 
τον  οττοΐον  μόνον  άνήκονν  αϊ  εκβάσεις  της 
ζωής  καϊ  τον  Β^ανάτου,  ΈντΖ/βλει/τε  εξ  ουρανού, 
Βεόμεθά  σου  ταττεινώς,  με  τους  οφθαλμούς  τον 
εΧέους  σου,  εττάνω  εις  το  τταιδίον  τούτο,  κείμενον 
τώρα  εις  την  κΧίνην  της  αρρώστιας.  ^Εττισκέψου 
αντο.  Κύριε,  με  την  σωτηρίαν  σον  εΧευθέρωσε 
αύτο  εΙς  τον  άρεστόν  σοι  ά^αθον  καιρόν  άττό  τους 
σωματικούς  του  ττόνους,  και  σώσε  την  ψνχ^)ίν  του 
δίά  το  εΧεός  σου'  ώστε,  εάν  εύδοκησης  ν ά  μακρύνεις 
τάς  ημέρας  αυτού  ενταύθα  εττι  της  <γής,  νά  ζη  εις 
σε,  καϊ  νά  ηναι  όργανον  της  Βό'ξης  σου,  Χατρεύόν 
σε  ττιστώς,  καϊ  ιτράττον  το  ά'γαθον  εις  την  ^ενεάν 
του  '  ει  δε  μή,  Βεξου  αύτο  εις  εκείνας  τάς  ουράνιους 
μονάς,  'όττον  αΐ-^νχαΐ  τών  κεκοιμημενων  εν\ριστω 
^Ιησού  άτΓοΧαμβάνουσιν  αΐώνιον  άνάττανσιν  καϊ 
μακαριότητα.  ϋάρισε  τούτο.  Κύριε,  Βιά  τους 
οίκτιρμούς  σου  εν  τω  αύτω  Ύίω  σον,  τω  Κνρίω 
ημών  ^Ιησού  Χ,ριστω'  όστις  ζ•^  και  βασιΧευει,  μετά 
σον  και  τού  'Α'^ίου  Πνεύματος,  εις  θεός  ιτάντοτε, 
εις  αιώνας  αιώνων.  Αμήν. 
314 


Η  επίσκεψις  των   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

1£νχη  ίπτίρ  άσθίρονί,   όταν  φαίνΐται  οΧίγη   ί'λττίϊ  τον  να  άνα• 
\άβτ]. 

ΤΤΑΤΕΡ  τίον  οίκηρμων,  και  Θεε  ττάάης  παραμν^ 
θίας,  η  μόνη  βοήθβια  ημών  Ιν  τω  καίρω  της 
ανάγκης,  ττρος  σε  καταφβύ^ομζν  Βιά  βοήθβίαν  ύττβρ 
του  8ον\ον  σου  τούτου,  κζΐμένου  ενταύθα  ύττο 
την  'χ^βΐρά  σου  βίς  μ€'γά\ην  άσθένβιαν  σώματος. 
Βλει/τε  €ύμ€νώς  ε'ττ'  αύτον,  Κύρί€'  και  όσον  ττερισσό- 
τ€ρον  6  έξωτβρικος  ανθρωττος  μαραίνεται,  τόσον 
"ΊΓβρισσότζρον  Βυνάμονβ  αυτόν,  Ββόμεθά  σου,  εΙς 
τον  εσωτβρικόν  άνθρωττον  διηνβκώς  Βιά  της  χάρι- 
τος σου,  καΐ  Βιά  του  Ά'^ίου  σου  Ώνζύματος.  Αός 
€ΐς  αυτόν  άνυττόκριτον  μετάνοιαν  Βι  οΧα  τά  ττταί- 
σματα  του  τταρέΧθόντος  βίου  του,  και  σταθβράν 
ττίστιν  βίς  τον  Ύ'ιόν  σου  ^Υησούν  ώστε  αϊ  άμαρ- 
τίαι  του  νά  β'ζαΧβιφθώσι  Βιά  του  ΐΧβους  σου,  και 
η  άφβσις  αύτοΰ  νά  εττισφρα'^ίσθτι  εις  τον  ούρανον, 
ττρίν  αυτός  άττέΧθτ]  εντεύθεν  καΐ  '^/ίνη  αφανής. 
^Εξεύρομεν,  Κύριε,  ότι  κανεν  ρήμα  Βεν  άΒυνατεΐ 
•παρά  σοί'  και  δτι,  εάν  ^έΧης,  Βύνασαι  άκομη  νά 
τον  σηκώσγις,  και  νά  χαρίσης  εις  αυτόν  μακροτε- 
ραν  Βιαμονην  εν  μέσω  ημών.  Άλ-λ,'  εττειΒη  καθ 
δ\ον  τό  φαινόμενον  ό  καιρός  της  μεταστάσεως 
αυτού  ττΧησιάζει,  ούτω  Βιάθεσε  καΐ  ετοίμασε  αυ- 
τόν, Βεόμεθά  σου,  ττρός  την  ώραν  του  θανάτου, 
ώστε,  μετά  την  εντεύθεν  άναχώρησίν  του  εν  ειρήνη, 
και  εν  τω  ελέει  σου,  ή  '^νχή  του  νά  εισα-χθη  εις 
την  αιώνων  σου  βασιλείαν  Βιά  της  άξιομισθίας 
και  μεσιτείας  τού  ^Ιησού  Χριστού,  του  μονογενούς 
σου  Ύΐού,  τού  Κυρίου  καΐ  Σωτήρας  ημών,     Αμήν. 

Έ-νχη  συστατική,  νττ€ρ  ασθενούς  λΡνχομΛχονντος, 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  μετά  τού  όττοίου  ζουν  τά 
πνεύματα  τών  τετεΧειωμένων  Βικαίων,  αφού 
ίΚευθερωθώσιν  άττό  τάς  <γη'ίνους  αυτών  φυΧακας, 
ταττεινώς  συνιστώμεν  την  '^υχήν  τού  ΒούΧου  σου 
τούτου,  τού  άηαττητού  ημών  άΒεΧφού,  εις  τας 
χείρας  σου,  ώς  εις  χείρας  ττιστού  Δημιουργού,  και 
ρ  2 


Η  ΕΠΙΣΚΕ'ίΊΣ  ΤΩΝ   ΑΣΘΕΝΩΝ. 

ττανοίκτίρ μονός  Σωτήρος'  Ικετεύοντές  σβ  ταττεί- 
νότατα,  να  ηναι  ττοΧύτιμος  €ίς  τους  οφθαΚμού^ 
σου.  ΤνΚυνβ  αντην,  δεόμβθά  σον,  €ν  τω  αϊματί 
τον  αμωμητου  εκείνου  \μνον,  του  σφα'^βντο<ί 
Βιά  να  ζζαΧΐίφτ]  τάς  αμαρτίας  του  κόσμου"  ώστε 
ατΓΟ  οτΓΟίουσΒήτΓοτβ  μοΧυσμους  καΐ  άν  εΧαββν 
€ν  τω  μέσω  τον  μο'χθηροΰ  τούτου  καΐ  φαυΚου 
κόσμου  {Ζίά  των  ετηθυμιών  της  σαρκός,  η  Ζίά  των 
ΤΓονηριών  του  8ιαβό\ου,)  καθαρθεΐσα  καΐ  άττοττλ.υ- 
θείσα,  να  τταρουσίασθτ}  καθαρά  καΐ  άσττιλος  ενώ- 
ΤΓΐόν  σου.  Και  δ/δα^β  ημάς  τους  επιζώντας,  νά 
βΧεττωμεν,  εΙς  τοΰτο  καΐ  εις  τταρόμοια  ά\\α  καθη- 
μερινά θεάματα  της  ^νητότητος,  ττόσον  ασθενής 
και  αβέβαιος  είναι  η  κατάστασίς  μας'  και  ούτω 
νά  άναμετρώμεν  τάς  ημέρας  μας,  ώστε,  ετι  ζώντες 
ενταύθα,  νά  ττροσηΧώσωμεν  μετά  σπουδής  τάς 
καρδίας  μας  εις  εκείνην  την  άηίαν  και  ούράνιον 
σοφιαν,  ήτις  εττΐ  τέ\ους  νά  μας  φέρτ]  εις  την 
αίώνιον  ζωήν  •  διά  της  άξιομισθίας  του  μονογενούς 
σου  Ύίού,  του  Κυρίου  ημών^ίησού  Χριστού.    Άμ^ίν. 

Ένχη  χιττίρ    των    (χόντων    τ(ταρα•γμίνον  τον    νουν   η  την    συν- 
(ώησιν. 

«γΠΕΡΕΤΛΟΓΗΜΕΝΕ  Κύριε,  Πατήρ  των  οίκτιρ- 
μών  καΐ  θεέ  πάσης  παραμυθίας,  Βεόμεθά  σου 
ενθέρμως,  επίβΧεψε  οικτιρμόνως  καΐ  συμπαθώς 
επάνω  εις  τον  τεθΧιμμένον  τούτον  ΒούΧόν  σου, 
ΤΙικρά  καταγράφεις  εναντίον  αυτού,  καΐ  παρου- 
σιάζεις κατά  πρόσωπον  του  τάς  παρεΧθούσας 
ανομίας  του'  η  ορψ]  σου  επιβαρύνει  επάνω  εις 
αυτόν,  και  ή  '^υ'χή  του  είναι  ι^έμουσα  άπό  τα- 
ρα'χήν.  Άλλ',  ώ  ποΧυέΧεε  Θεέ,  όστις  ε'^ρα-^ες  τον 
α^ών  σου  Κό'^ον  προς  διδασκάλίαν  ημών,  διά  νά 
ί'χωμεν  εΧπίΒα  διά  της  υπομονής  και  της  παρηγο- 
ριάς τών  άγιων  σου  Γραφών,  δός  εις  αυτόν  ορθην 
νόησιν  τού  εαυτού  του,  καΐ  τών  απειλών  καΐ  υπο- 
σχέσεων σου'  ύοστε  μήτε  νά  άπορρίψΐί  την  €ΐς  σε. 
316 


ΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΤΩΝ    ΑΡΡΩΣΤΩΝ. 

^ΚτΓίΒα  τον,  μήτ€  νά  ^ύστ)  αυτήν  €ΐ9  α\\ον  τταρα 
ί49  σί.  Δός  619  αύτον  Βύναμίν  εναντίον  οΧων  των 
ΤΓβιρασμών  του,  καΐ  ϊασαί  πάσα^  τα<;  άσθβνβίας 
του.  Μ»;  συντρί•^τι^  κάΧαμον  σνντβθΧασμένον, 
μηδβ  σβύστ]ς  Χινάριον  καττνίζον.  Μτ;  κ\βίστ]<ζ  βκ 
τω  ^υμω  τα  σττλάγννα  του  εΧεους  σου,  αΚΚα 
κάμε  αύτον  νά  αισθάνεται,  ά'γαΧλίασιν  καΐ  εύ- 
φροσννην,  ώστε  τά  οστά  τά  όττοΐα  συνέτριψε^;  νά 
(ύφρανθώσιν.  ^ΕΧευθέρωσε  αύτον  άττο  τον  φόβον 
του  ε•χθρού,  καΐ  εττίΧαμψε  εττάνω  εΙς  αύτον  το  φώ<; 
Ύοΰ  ττροσώτΓου  σον,  καΐ  Βος  εις  αύτον  είρηνην  Βιά 
της  άξίο μισθίας  καϊ  μεσιτείας  του  Κνρίον  ημών 
'Ιησον  Χριστού.     *Αμήν. 


ΚΟΙΝΩΝΙΑ    ΤΩΝ    ΆΡΡΩ2ΤΩΝ. 


ΈτΓίΐδή  ολοί  οί  Βνητο\  άνθρωποι  ίπόκανται  (Ις  ττολλουί  αι- 
φνι8ίθνί  κινΒννονί,  νόσου!,  και  αρρώστιας,  κα\  αναι  αβΐ- 
βαιοί  ττάντοτΐ  πότ6  Βίλονν  άττίΧθα  άττο  ταντην  την  ζωην 
δια  τοΐττο,  μΐ  σκοπυν  να  ηναι  ττάντοτί  ιτοιμοι  (ϊς  τον  θά- 
νατον, οπόταν  (υδοκηστ]  ό  ΐΐαντο^νναμος  θίόί  να  τους  κα- 
Χίστ],  οΊ  ^Εψημίριοι  ΒίΧονν  παρακινεί  (πιμΐΧώς  τους  Ενο- 
ρΊτας  των  από  καιρόν  (Ιί  καιρόν,  μάΧιστα  δε  (ν  καιρώ  Χοι- 
μον,  η  ΐπιΒημικής  τίνος  νόσου,  (ΐς  το  να  προσίρχωνται 
συνίχως  (ΐς  την  ΜΐτάΚηψιν  τοΰ  άγιου  Σώματος  και  ΑιμΜτος 
τοΰ  Σωτήρας  ημών  'Κ.ριστοΰ,  οσάκις  'κρονργΐΊται  ^ημοσ'κί^ς 
(Ις  την  Έκκλησίαν  ωστί  κάμνοντΐς  ούτω,  αν  ποτί  (πι- 
σκ€φθτι  αυτονς  ό  θΐίις  αΙφνι8ιως,  να  ίγωσιν  οΚι-γωτίραν 
αΐτΐαν  ταραχής  δι'  Τλλαψιν  της  Κοινωνίας.  Άλλ*  €αν  ό 
άρρωστος  δίί/  δύναται  να  (λθτ)  (ϊς  την  ΈκκΧησίαν,  καϊ  όμως 
€πιθνμτι  να  Χάβυ  την  αγιαν  Κοινωνιαν  (ϊς  την  οΐκίαν  τον, 
τότί  πρίπΐΐ  νά  (ΐ^οποιηση  (γκαίρως  τον  Έφημίριον,  φαν(- 
ρόνων  ακόμη  καΐ  τον  αριθμόν  των  όσοι  μίΧλουν  να  κοινω- 
νησωσι  μΐτ'  αυτοΰ    (οιτίΐ/ίϊ  3(\ονν   (Ισθαι  τρΐ'ις,    η   τουΚά- 

.-317 


ΚΟΙΝΩΝΙΑ  Τί2Ν   ΑΡΡί2ΣΤί2Ν. 

χιστον  Βνο),  Και  δντοί  αρμοδίου  τόπον  ας  την  οΐκίαρ  του 
αρρώστου,  με  ολα  τα  αναγκαία  ούτω  ητοιμασμενα,  ώστε 
να  ΐμπορτ)  6  Εφημέριος  να  Χ^ιτουργηση  (νλαβώς,  ΒίΧα 
ίίρονρ•γησ(ΐ  ίκύ  την  αγιαν  Κοινωνιαν'  άρχΐζων  μΐ  τηρ 
Ένναπτην,  ΈπιστοΧην,  καΐ  ΈυαγγεΧιον,  ως  άκοΧονθΐΙ. 

ΣννατΓτη, 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΛΜΕ,  αΐώνιβ  Θεέ,  Ποι-ητά  του  αν- 
θρωττίνον  γένους,  όστις  τταώέυεί'ϊ  €Κ€ίνου<{  τονς• 
ότΓοίονς  αΎαττας,  καΐ  μαστι<γόν€ΐς  ττάντα  υΐον  τον 
ότΓοΐον  τταραΒέχ^βσαι,  Αβόμ€θά  σου,  '^βνου  Γλεωί 
€19  τον  δοΰλόν  σου  τούτον,  τον  οττοΐον  ή  χ^ίρ  σου 
'έτΓβσκέφθη'  καΐ  'χί'ιρισβ  βΙ<;  αυτόν,  ωστβ  να  ύττο- 
φβρτ]  την  άσθένβίάν  του  μβ  ύττομονην,  καΐ  να  άνα- 
"λάβτ},  έάν  ούτω  €ύ8οκτ)ς,  την  σωματικήν  του 
υιγιβίαν  όττόταν  δε  η  ψυ-χτ]  αυτού  άτταΧλαγ^θη  άττο 
το  σώμα,  να  τταρουσιασθ'η  ένώττιόν  σου  άστηΧος* 
δίά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

ΈτΓίστολη.      Έβρ.  0 .  5λ 

'νίΕ'  μου,  μη  καταφρονη<ί  την  τταιΖείαν  τού  Κυρίου, 
μηΖε   να   άττοκάμνης   έΧα'γ'χ^όμβνος   άττο    αυτόν. 
Αιότί  'όντινα  αηαττα  δ  Κύριος,  τταώβύβι  αυτόν  καϊ 
μαστν^όν^ι  ττάντα  υΐδν  τον  οττοΐον  τταρα^βχβται. 

Έυαγ^ίλιον.      Ίωάνν.  ε'.  24. 

ΐίΕΒΑΙΑ  βέβαια  σας  λέγω,  οτι  όστις  άκούβι  τον 
λόγον  μου  και  ττιστ^ύβι  €ΐς  τον  ττέμψαντά  μ€, 
€χ€ΐ   ζωην  αίώνιον'    καϊ   €ΐς    κρίσιν    Ββν   'έρχβται, 
άλλα  μβτέβη  άττο  τον  θάνατον  βις  την  ζωην. 

Μετά  ταντα  6  'ΐΐρΐνς  9ΐΧ(ΐ  (^ακ(ΐΚουθησ(ΐ  κατά  τον  προ8ια- 
ταχθίντα  τρόπον  της  άγιας  Κοινωνίας^  άργίζων  άπο  τούτους 
τους  λόγους  [Σβΐς,  οΐτίνβς  αληθώς  κ. τ. λ.]. 

Είϊ  τον  καιρόν  της  ματαΒύσεως  των  άγιων  Μυστηρίων,  δ 
Ίερενς  Βίλει  μεταλάβει  πρώτον  αυτός,  και  έπειτα  $ελ(ί 
μεταδώσει  εις  τους  ώρισμένονς  να  μεταλάβωσι  μετά  του 
αρρώστου,  καϊ  ύστερον  άηο  όλους  εΙς  τον  αρρωστον. 

318 


ΚΟΙΝΩΝΙΑ  ΤΩΝ   ΑΡΡΩΣΤώΝ. 

Αλλ  (άν  τις,  ίΐτε  διπ  το  άκρον  της  αρρώστιας,  (ϊτε  δι  ίλλίί^ίν 
(ΙΒοπαιησεως  (Ις  τον  Έφημίριον  (ν  καιρώ  τω  δ/ουτι,  ΐΐτε 
δι'  (\\ΐΐ•ψ•ιν  σνγκοινωνών,  (ΐτ(  δι  6τΓθΐον8ηιτοτ€  αλΧο  είΧο- 
γον  (μτΓ08ιον,  8ΐν  μίταΧάβΐ)  τα  άγια  Μυστήρια  τον  Σώματος 
καΐ  Αίματος  τον  Χρίστου,  6  'Έφημεριος  Βί\(ΐ  τον  8ώάξ(ΐ, 
ΟΤΙ,  €αν  άΧηθώς  μίτανοη  δια  ταί  αμαρτίας  του,  καΐ  σταθερώς 
ττιστενΐ)  οτι  ό  Ιησοΰς  "Κριστος  υττεφερε  Βάνατον  (πΐ  σταυ- 
ρού δι'  αυτόν,  κα).  έχυσε  το  Αί/ιιά  του  8ιά  την  Χύτρωσιν  αυτού  • 
και  εαν,  ενθνμονμενος  ενθερμως  τας  ώφεΧείας  τας  όττοίας  εκ 
τούτον  Χαμβάνει,  αττοδίδτ;  εγκαρ8Ίους  ευχαριστίας  8ι  αύτας, 
τότε  τρώγει  καΐ  πίνει  το  Σώμα  καΐ  Αίμα  τον  Σωτηρος  ημών 
Χρίστου  επωφεΧώς  εις  νγιείαν  της  ψυχής  του,  αν  και  8ΐν 
μεταΧαμβάνη  τα  άγια  Μυστήρια  με  το  στόμα  του, 

"Οταν  γίνεται  επίσκεψις  εΙς  τον  άσθενονντα,  και  ενταυτώ  μετα- 
Χαμβάνη  την  άγίαν  Κοινωνίαν,  τότε  6  Ιερεύς,  8ια  περισσο- 
τεραν  ταχύτητα,  ΒεΧει  8ιακόψει  την  ΆκοΧουθίαν  της  ΈτΓΐ- 
σκεψεως  εις  τον  ψαΧμον  [_  ΈιΤΓί  σοΐ,  Κνρΐβ,  "ηΚΤΓίσα 
κ.τ.Χ.γ  κα\  αμέσως ΒεΧει  περάσει  εΙς  την  Κοινωνίαν. 

Έϊς  καιρόν  πανώΧης,  η  κακοήθους  ί8ρώτος,  η  αΧΧων  τοιούτων  επι- 
δημικών νόσων  και  αρρωστιών,  όταν  κανείς  εκ  τών  ^Ενοριτών 
η  γειτόνων  8εν  τοΧμά  να  μεταΧάβτ]  με  τους  αρρώστους  εϊί 
την  οίκιαν  των,  από  φόβον  μοΧυσμοΰ '  εαν  6  ασθενής  ζήτηση 
επιμόνως,  τότε  ό  Αειτουργος  μόνος  8ΰναται  να  μεταΧάβτ] 
μετ  αυτόν. 


319 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ    νεκρώσιμος. 


"Σ,ημΐίωτίον  (ντανθα,  οτι  ή  ίζης  Ακολονθία  δίΐ/  ιτρίττα  να  "γίνεται 
^ια  κανίνα,  οστι:  άπεθανεν  άβάπτιστοί,  η  άφωρισμΐνος  •  η 
οστΐ5  (γιν€ν  αυτόχαρ. 

Ό  'ΐΐρίνί  και  οΐ  ΚΧηρικοΙ,  άτταντωντα  το  Αειψανορ  είί  την  ασο- 
8ον  τον  Κοιμητηρίου^  κα\  προττορΐνόμίνοι  αντοΰ,  €ΐτΐ  ττρόί 
την  ΈκκΚησίαν,  ί'ιτί  ττρυς  τον  τάφον,  9(Χονν  άναγνώσιι  η 
^|/άX(ι, 

'ΤΓΓίΙ  €ΐμαί  η  Άνάστασί9  καΐ  η  Ζωη,  βίττβν  6 
Κύ/3409.  "Οστί<ϊ  ΤΓίστβύβί  εΙς  βμε,  και  αν  άττο- 
θάντ),  ^ελεί.  ζήσβί'  καΐ  ττας•  όστις  ζχι  και  ττιστβύβι 
€ΐς  €/ιέ,  δεν  ^ελε^  άττοθάνζΐ  βίς  τον  αιώνα.  Ίωάνν,  ια'. 
25,  26. 

'ϋΓίΙ,  εξβύρω  οτι  ζ^  6  Αυτρωτης  μου,  και  5ελεί 
σταθη  βίς  τους  βσ^άτους  καιρούς  εττάνω  εις 
την  <γην.  Και  αν  μ€τά  το  Βέρμα  μου  το  σώμα 
τοΰτο  Β^ελτ]  ψθαρή,  ττάλιν  μβ  την  σάρκα  μου  ^ελω 
ΙΒβΐ  τον  Θεόν  τον  όττοΐον  αύτος  ε'γώ  θ^ελω  ΖδεΓ, 
και  οι  οφθαλμοί  μου  3^έΧουν  ^εωρήσβι,  και  δχ^ι  αλ- 
λο<?.     Ίώβ  ι5'.  25—2/. 

^ΤΊΠΟΤΕ  δεν  βφβραμβν  βις  τον  κόσμον  φανβρον 
είναι  οτι  δέμ  ουνάμεθα  ούδε  τίττοτε  να  εκφε- 
ρωμεν.  Ό  Κύριος  έδωκε,  καΐ  ό  Κύριος  εττηρεν  ας 
•ηναι  εύΧο'^ημενον  το  όνομα  του  Κυρίου.  1  Ύιμ.  $-'.  7. 
Ίώβ  α.  21. 

\φον    (λθωσιν    ΐΐί   την  'ΈκκΚησίαν,    5ίλίΐ  άναγνωσθη  ό  ίΐ5,  η 
κα\  οι  δύο,  των  άκοΧονθων  ψαΧμών, 

Έιπα,  Φυλάγω  τάί  όδονί  μου.      ΨαΧμ.  Χθ^. 

■ρ"1ΠΑ,  Θέλω  ττροσέχει  εις  τους  δρόμους  μου,  δια 
να  μην  άμαρτάνω  με  την  <γ\ώσσάν  μον  ^έΧω 
ι320 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΝΚΚΡΩΣΙΜΟΣ. 

φνλάττ€ΐ  το  στόμα  μου  μ€  χαλίνόν,  €νφ  €ΐναί  ο 
άσεβης  βμττροσθέν  μου. 

^Εστάθ7]ν  άφωνος  καΙ  σίωττηΧός'  βσιωττησα 
καΐ  άττο  το  νά  λέγω  καλόν  και  υ  πόνος  μου  άν€- 
ταρά-χθη. 

Έ,θερμάνθη  η  καρΖία  μου  Ιντός  μου'  και  ενω 
β/χελετουσα,  ζξήφθη  ζίς  εμα  ττϋρ'  βΚαΚησα  με  την 
<γ\ώσσάν  μου,  καΐ  είττα, 

Κάμε  'γνωστόν  εις  εμε,  Κύριε,  το  τεΧος  μου,  και 
τον  αριθμόν  των  ημερών  μου,  ττοΐος  είναι,  Βια  να 
^γνωρίσω  ττόσον  ακόμη  ^εΚω  ζήσει. 

Ιδού,  ώς  μετρον  ττιθαμής  κατέστησες  τάς  ημέ- 
ρας μου,  και  υ  καιρός  της  ζωής  μου  είναι  ώς  ούοεν 
εμττροσθέν  σου'  εττ  άΧηθείας  ττάς  ανθρωττος  ζών 
είναι  ό\οτε\ώς  ματαιότης. 

Βέβαια  ττάς  άνθρωττος  ττεριττατεΐ  εις  φαντα- 
σίαν  βέβαια  εις  μάτην  ταράττεταΐ'  θησαυρίζει, 
και  δεν  εξεύρει  ποιος  3^έΧει  τά  συνάξει. 

ΚαΙ  τώρα.  Κύριε,  τί  περιμένω ;  ή  εΧπίς  μου 
είναι  εΙς  σε. 

Άττό  6\ας  τάς  ανομίας  μου  Χύτρωσέ  με'  μή  με 
καμης  6νει8ος  του  ανόητου. 

Έγώ  ήμουν  άφωνος•  δεν  ήνοιξα  το  στάμα  μου, 
επει8η  συ  το  έκαμες. 

απομάκρυνε  από  εμε  την  ττλι/γ'ΐν'  σου'  απυ 
την  πάΧ-ην  της  'χειρός  σου  εγώ  άπέκαμα. 
ψ  Όποτε  με  τους  ε'λεγχου?  παιδεύεις  οιά  ανο- 
μίαν  τον  άνθρωπον,  κατατρώγεις  ώς  ό  σκώΧηξ 
την  ωραιότητα  του•  τώ  οντι  ματαιότης  είναι  πάς 
άνθρωπος. 

Εισάκουσε,  Κύριε,  την  προσευγι^ν  μου,  και 
ακροάσου  την  κραυ'γήν  μου•  μη  παρασιώπησης  εις 
τά  δάκρυα  μου,  Βιότι  πάροικος  και  Βιαβάτης  είμαι 
€μπροτθέν  σου,  καθώς  'όΧοι  ο  Ι  πατέρες  μου. 

*Άφες  με  εις  άνεσιν,  δια  να  άναΧάβω  Βύναμιν, 
προ  του  να  αποδημήσω,  και  νά  μην  υπάρξω  πΧεον. 

Αόξα  εις  τον  Πατέρα,  και  εις  τον  Ύιόν,  καΐ  €ΐ<ί 
το  Πνεύμα  το  Άγιον' 

Ρ  3 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   νεκρώσιμος. 

Καθώς  ητον  βίς  την  άρ-χριν,  €ΐναι  και  τώρα,  καΐ 
θ^6λ€6  ζΐσθαί  '7τάντοτ€,  619  αΙώνα<ζ  αιώνων.     \μήν. 

Κνρκ,  καταφυγή.       Ψαλμ.  V• 

Κ"  ΤΡΙΕ,   σν  εστάθης  το  κατάφυτων  μας  βις  δλας• 
τάς  '^βνβάς. 

ΪΙρΙν  ^βννηθώσι  τα  ορη,  καΐ  πΧασθη  η  ^η  και  η 
οικουμένη,  και  άττο  του  αιώνος  €ως  βίς  τον  αιώνα, 
συ  βΐσαι  6  θεός. 

Συ  φέρεις  τον  άνθρωττον  εΙς  φθοράν  και  \έ' 
7€ί9,  ^ΕτΓίστρβψετε,  υίοι  τών  ανθρώπων. 

Αιότι  γ^ίΧια  €τη  έμπροσθεν  τών  6φθα\μών  σου 
είναι  ώς  η  ημέρα  ?;  'χθεσινη,  ήτις  επβρασβ,  και  ώς 
φυΧακη  νυκτός. 

Ύούς  άφαρττάζβις  ωσάν  με  ρεΰμα  ύΒάτων  αύ- 
ται είναι  ώς  ονειρον  της  αυγής,  ώς  'χ^όρτος  ό  οποίος 
περνά. 

Το  πρω'ι  άνθεΙ  και  παρακμάζει"  το  εσπέρας 
κόπτεται  και  ξηραίνεται. 

Αιότι  άναΧυόμεθα  εις  την  όργην  σου,  και  εις 
τον  Β^υμόν  σου  ταραττόμεθα. 

^ΕβαΧες  τάς  ανομίας  μας  έμπροσθεν  σου,  τα 
κρύφια  μας  έμπροσθεν  εις  το  φώς  του  προσώπου 
σου. 

^Επειζη  οΧαι  αΐ  ημέραι  μας  περνούν  είς  την 
όργην  σου'  ^ιατρέ'χομεν  τους  γ^ρόνους  μας  ώϊ. 
νόημα. 

Αϊ  ημέραι  της  ζωής  μας  είναι  εβδομήντα  -χ^ρόνοί, 
και,  εΙς  εϋρωστίαν,  ογΒοήντα  'χρόνοι•  π\ην  και  το 
Χαμπρότερον  μέρος  αυτών  είναι  κόπος  και  πόνος, 
διότι  τα•νέως  περνά,  και  ημείς  πετώμεν. 

ΐΐοΐος  καταΧαμβάνει  την  Βύναμιν  τής  οργής 
σου,  και  του  Βυμοΰ  σου,  άναΧόγως  με  τον  είς  σε 
-χρεωστούμενον  φόβον ; 

ΑίΒαξέ    μας     οΰτω     νά    μετρώμεν    τάς  ημέρας 
μας,  ώστε  νά  προσκοΧΧώμεν  τάς  καρδίας  μας  είς 
την  σοφίαν. 
322 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΝΕΚΡί2Σ1Μ02.      ' 

Εττ/στρε^ψ-β,  Κύοιβ*  βως  ττότε;  καϊ  '^βνον  ίλεως" 
€4ς  τού(;  δοι^λους  σον. 

Χόρτασε  μα<;  τώρα  άττο  το  βλεος  σον,  καΐ 
^ζΧομεν  -χ^αίρβσθαι  καΙ  βνφραίνβσθαι  €α  οΧας  τά<ί 
ήμέρα<ς  μας. 

Εύφρανε  μα<;  δίά  τάς  ΐ]μέρα<;  βίς  τάς  όττοιας 
μας  βθΧίψες,  καΐ  Βίά  τους  -χ^ρόνονς  εις  τονς 
οτΓοίονς  ϊΒαμβν  κακά. 

*Ας  'γίντ]  το  ερ'γον  σον  φανβρον  εΙς  τους  Βον- 
Χονς  σον,  καΐ  ή  8όξα  σον  εΙς  τονς  νίονς  αντων. 

ΚαΙ  ας  ηναι  η  Χαμττρότης  Κνρίον  τον  θβοΰ 
ημών  εττάνω  βίς  ημάς•  καΐ  το  βρΎον  τών  γ^ειρών 
μας  στερεονβ  εττάνω  εις  ημάς•  ναΙ,  το  βρ<^ον  τών 
χ^ειρών  μας,  στερεόνε  αντο. 

Αόξα  εΙς  τον  ΐϊατερα,  καΐ  εΙς  τον  Ύΐον,  καΐ  εις 
το  Ώνενμα  το  "Α^γιον 

Καθώς  ητον  ευ;  την  άρ•χην,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
^εΧει  είσθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     ^Αμήν. 

Τότε  ίίλί-ί  ακολουθήσει    το   Ανάγνωσμα,  από  το  ιε'  Κεφαλαίοι» 
της  Ώρώτης  ιτρος  Κορινθίους  'Έ,πιστοΧης  τοί  Άγιου  Παύλου. 

1  Κορινθ.  ίε'.  20. 

'Τ'ίΙΡΑ  6  \ριστ6ς  ανέστη  εκ  τών  νεκρών,  καΧ 
ε'γινεν  άτταρ-χ^η  τών  κεκοιμημένων.  Αιότι,  εττει- 
Βη  6  θάνατος  ηΧθε  Βι  άνθρώττον,  οντω  καΐ  8ι  άν- 
θρώτΓον  ηΧθεν  ή  άνάστασις  τών  νεκρών  Βιότι 
καθώς  'όΧοι  άττοθνήσκονν  εΙς  τον  Άδά/ζ.,  οντω  καΐ 
οΧοι  ΒέΧονν  'ζωοτΓοιηθή  εις  τον  \ριστόν.  "Εκαστος 
όμως  κατά  την  ίΖίαν  τον  τάξιν  6  Χρίστος  είναι  ή 
άτταρ-χτ),  εττειτα  όσοι  είναι  τον  Χριστον  εις  την 
τταρονσίαν  τον.  Τότε  ^ελει  είσθαι  το  τέΧος,  όταν 
τταραΒώση  την  βασιΧείαν  εις  τον  θεον  και  Πά- 
τερα• όταν  καταρ'γηση  ττάσαν  άρ'χ^ην,  και  ττα,σαν 
εξονσίαν  και  8ύναμιν.  Αιότι  ττρεττει  να  βασιΧενη, 
εωσον  νά  βάΧτ}  οΧους  τονς  ε'χθρονς  τον  νττο  τονς 
ττόδας  τον.  Ό  εσ-χατος  ε-χ^θρος.  Οστις  ^εΧει  κατ- 
αργηθή,  είναι  6  θάνατος.  Αιότι  οΧα  νττεταξεν  νττο 

323 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  νεκρώσιμος. 

τους  7ΓΟδα9  τον  δταν  Ββ  €Ϊ7Γ7],  οτι  ο\α  ειναυ 
υττοτίτα^μένα,  φανβρον  οτι  βξαίρεΐταί  6  νττοτάξαζ 
€ΐς  αντον  τα  ττάντα.  "Οταν  δε  υττοταγΟώσιν  €19 
αυτόν  τα  "πάντα,  τότε  καΐ  υ  Τί09  τω  ύττοτάξαντο 
€19  αυτόν  τά  ττάντα  ^ελβί  υττοτα'χθη,  Βίά  να  ηναν 
6  0609  τα  Ίτάντα  εν  ττασι.  Έττελδί)  τι  Β^έΧουν 
κάμει  οι  βατττιζόμενοι  δίά  του9  νεκρούς,  εάν  νε- 
κροί ΤΓοσώς  δεν  άνασταίνωνται ;  8ιά  τί  και  βα- 
ΤΓτίζονται  δία  του9  νεκρούς;  Αιά  τί  και  ημείς 
κινΒυνεύομεν  ττάσαν  ωραν ;  Κα^'  ημέραν  άττοθνΐ]- 
σκω,  μά  την  εις  εσάς  καύ'χ7]σιν  την  οττοίαν  ε-χω 
Βιά  Ίησοΰ  χίριστού  του  Κυρίου  ημών.  Έάι/  κατά 
άνθρωτΓον  ετΓοΧέμησα  με  Βηρία  εις  την  "Εφεσον, 
τί  οφεΧος  εις  εμε,  εάν  οι  νεκροί  Ζεν  άνασταί- 
νωνται; ας  φά^ωμεν,  και  άς  ττίωμεν  Βιότι  αύ- 
ρων άττοθνήσκομεν.  Μη  ττΧανάσθε'  φθείρουν  τά 
καΧά  ηθη  αϊ  κακαΐ  συναναστροφαί.  ^Έ,ξυτΓνη- 
σετε  εΙς  την  Βικαιοσύνην,  καΐ  μην  άμαρτάνετε• 
ύιότι  τίνες  εγουν  ά<^/νωσίαν  ΘεοΟ*  ιτρος  έντροττήν 
σας  το  Χέ^^/ω.  Άλλα  .9ελει  τί9  ειττεΐ,  Ώώς  ανα- 
σταίνονται οι  νεκροί;  και  με  ττοΐον  σώμα  ερ'χον- 
ται;  "Αφρον,  εκείνο  το  όττοΐυν  συ  σττείρεις  Βεν 
ζωο'^ονεϊται,  εάν  Βεν  άττοθάνη'  και  εκείνο  το  οττοΐον 
σττείρεις,  Βεν  σττείρεις  το  σώμα  το  οττοΐον  με\- 
Χει  νά  ^/ίντ],  αλλά  ηυμνον  κοκκον,  αν  τύγΎ],  σίτου  η 
αΧλου  τινός.  Ό  δε  Θε09  δίδει  εΐ9  αυτό  σώμα, 
καθώς  ηθεΚησε•  καΐ  εις  εκαστον  άττο  τους  σττόρους 
ΒίΒει  το  ιΒικόν  του  σώμα.  Τϊάσα  σαρξ  Βεν  είναι 
-η  αύτη  σαρξ•  άλλ'  ά\\η  μεν  σαρξ  είναι  τών  άν- 
θρώττων,  άΧλΐ]  δε  σαρξ  τών  κτηνών,  αλΧη  δε  τών 
Ι'χθύων,  καΐ  άΧΧη  τών  τττηνών.  Είναι  και  σώματα 
€7Γ0υράνια,  και  σώματα  εττί^εια'  ττΧην  άΧΧη  μεν 
η  Βόξα  τών  επουρανίων,  άΧΧη  δε  ή  τών  ε7Γΐ<γείων. 
"Αλλτ;  Βόξα  του  ήΧίου,  και  άΧΧη  Βόξα  της  σεΧηνης, 
και  άΧΧη  Βόξα  τών  αστέρων  διότι  άστηρ  Βιαφερει 
αίΓο  αστέρα  κατά  την  Βόξαν.  Ούτω  είναι  και  η 
άνάστασις  τών  νεκρών  σττείρεται  με  φθοράν,  άνα- 
σταίνεται  με  άφθαρσίαν  σττείρεται  με  άτιμίαν•^ 
324. 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   νεκρώσιμος. 

ανασταίνεται  μέ  Βόξαν '  σττζίρβταί  με  άσθένβίαν, 
ανασταίνεται  με  δύναμιν  •  σττείρεταί  σώμα  'ψνχ^ί- 
κον,  ανασταίνεται  σώμα  "πνευματικόν  •  είναι  σώμα 
■ψνχ^ίκον,  και  είναι  σώμα  ττνευματικον.  Ούτω  είναι 
και  '^ε'^ραμμενον,  Ό  ττρώτος  άνθρωττο^;  ΑΒάμ  ε^ινε 
■ψνχ^ί]  ζώσα•  6  έσχατο ?  Άδα//,  ε'^ινε  -πνεύμα  ζωο- 
•ποιόν.  ΥΥΚην  Βεν  ε^ινε  ττρώτον  το  ττνευματικον, 
άΧλά  το  ψυχ^ικόν  εττειτα  το  ττνευματικον.  '(> 
•πρώτος  άνθρωττος  είναι  άττο  την  γην,  'χοϊκός  •  ό 
Ζεύτερος  άνθρωττος  είναι  6  Κύριος  εξ  ουρανού. 
'Οττοΐος  ό  -χοίκος,  τοιούτοι  και  οι  -χοϊκοί'  καϊ 
οττοιος  ό  εττουράνιος,  τοιούτοι  καϊ  οι  εττουράνιοΐ' 
καϊ  καθώς  εφορέσαμεν  την  εικόνα  τού  "χοΐκού,  ούτω 
^εΚομεν  φορέσει  καΐ  την  εικόνα  τού  εττουρανίου. 
Τούτο  8ε  λ,εγω,  άΒεΧφοΙ,  ότι  σαρξ  και  αίμα  βασι- 
\είαν  θεού  8εν  δύνανται  νά  κΧηρονομησωσιν  ούΒε 
η  φθορά  κΧηρονομεΐ  την  άφθαρσίαν.  Ίδοί),  μυ- 
στήριον  \έ^ω  εις  εσάς'  "0\οι  μεν  8εν  3^έΧομεν 
κοιμηθή,  6\οι  όμως  ^εΧομεν  άΧΚα-χθη,  εΙς  μίαν 
στιγμήν,  εν  ριττη  οφθαΧμού,  εις  την  εσ'χάτην 
σάλττί'γ'^/α•  8ιότι  Β^εΧει  σαΧττίσει,  και  οι  νεκροί 
^εΧουν  άνασταθη  άφθαρτοι,  καϊ  ημείς  ^εΧομεν 
άΧΧα-χθη.  Δίότί.  ττρεττει  το  φθαρτόν  τούτο  νά 
ενΒυθη  άφθαρσίαν,  καϊ  το  ^νητόν  τούτο  νά  ενΒυθτ} 
άθανασίαν.  "Οταν  δε  το  φθαρτόν  τούτο  ενΒυθί} 
άφθαρσίαν,  καϊ  το  Βνητόν  τούτο  ενΒυθτ}  άθανα- 
σίαν, τότε  3^εΧει  ηίνει  ό  Χόηος  ό  ηεηραμμενος, 
Κατεττόθη  6  θάνατος  εις  την  νίκην.  ΥΙού  είναι,  βά- 
νατε, το  κεντρον  σου;  ττού  είναι,  αΒη,  η  νίκη  σου; 
Ύό  κεντρον  δε  τού  θανάτου  είναι  η  αμαρτία"  καϊ  η 
οΰναμις  της  αμαρτίας  είναι  ό  νόμος.  Άλλ'  έστω 
χάρις  εις  τον  θεόν,  όστις  ΒίΒει  εις  ημάς  την 
νίκην,  Βιά  τού  Κυρίου  ημών  Ιησού  Χριστού.  "Ω,στε, 
άΒεΧφοί  μου  ά'^/αττητοϊ,  '^/ίνεσθε  στερεοϊ,  αμετακί- 
νητοι, ττερισσεύοντες  ττάντοτε  εις  το  ερ'γον  τοΰ 
Κυρίου,  ττΧηροφορημενοι  'ότι  ό  κόπος  σας  Βέν  είναι 
μάταιος  εις  τον  Κύριον. 

325 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   ΝΕΚΡί22ΙΜΟΣ. 

Άφον  δε  (Χθωσιν  βΐί  τον  τάφον,  ίνω  το  Αίίψανον  έτοιμάζΐται 
δια  να  Τίθ^  μέσα  ίΐς  την  γην,  6  Ιίρεύί  ^ελει  ειττεΐ,  η  6 
'ΐίρίνς  κα\  οί  ΚΧηρικοΙ  Βελονν  -ψ-άλει, 

*Γ)  Άνθρωπος  'γβννηθ€ΐ<ς  ίκ  γυναικός  είναί  βρα- 
'χνβιο'ζ,  καΐ  ττΧήρης  τάΧαιτΓωρίας'  αυζάνεν 
καΐ  κ07ΓΤ€ταί  ώς  άνθος,  τταρέρ'χ^εται  ώ?  σκιά,  καΐ 
7Γ0Τ€  δέν  στ€Κ€ταί. 

Έν  τω  μ€σω  τή'ί  ζωής  βϊμεθα  βίς  θάνατον  άττο 
τίνα  δυνάμεθα  νά  ζητησωμεν  βοηθβιαν,  εΙμη  άττο 
σ€,  Κύριβ,  όστις  Βιά  τάς  αμαρτίας  ημών  Βικαίως 
ώρ<γίσθης ; 

Άλλ',  ώ  ττανά'^αθε  Κύριε  Θεέ,  τταντοδύναμε 
Κύριε,  α^ιε  καΐ  ττανοικτίρμων  Σωτηρ,  μη  μας  ττα- 
ραδώσης  εις  τάς  ττικράς  βασάνους  του  αιωνίου 
θανάτου. 

Σύ  εξεύρεις,  Κύριε,  τα  κρύφια  των  καρδιών 
ημών  μη  κΧείσ-ρς  τά  ώτα  του  εΧέους  σου  εις  την 
δέησιν  ημών '  άΧλά  σττΧα'γ'χν ίσου  ημάς,  ττανά^γιε 
Κύριε,  "παντοδύναμε  Θεέ,  ά^ιε  καΙ  εΧεήμον  Σωτηρ, 
ί^ικαιοκρίτα  αίώνιε'  μη  μας  άφησης,  εις  την  τεΧευ- 
ταίαν  μας  ώραν,  οττοϊοι  και  αν  ηναι  οί  ττόνοι  του 
β^ανάτου,  νά  εκττεσωμεν  άττο  σε. 

"Εττειτα,    ε'ι/ώ  ρίπτεται  το  χώμα  επάνω  εΐί  τον  νεκρον  από  τίνα 
των  παρισταμένων,  6  'ίερενί  ΒεΚει  εΙπεΙ, 

'Χ^ΠΕΙΔΗ  ηύδόκησεν  6  Παντοδύναμος  Θεός,  διά 
το  μέ^α  του  εΧεος,  νά  ιταραΧάβη  εις  εαυτόν 
την  Λίτυ^ην  του  ά'γαττητοΰ  μας  άδεΧφοϋ,  του  εν- 
τεύθεν άττεΧθόντος,  τταρακατατιθεμεθα  το  σώμα 
αυτού  εΙς  την  <^ήν'  χώμα  εις  χώμα,  σττοδον  εις 
στΓοδον,  κόνιν  εις  κόνιν  με  βεβαίαν  και  σταθεράν 
εΧττίδα  της  εις  ζωην  αιώνιον  αναστάσεως,  διά  του 
^Ιησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών  όστις  3^έΧει  με- 
τασχηματίσει το  σώμα  της  ταττεινώσεως  ημών, 
εις  το  νά  '^ίνη  ομοιον  με  το  ενδοξον  σώμα  αύτοΰ, 
κατά  την  ενέργειαν  διά  της  όττοίας  δύναται  νά 
υτΓοτάξτ}  εις  εαυτόν  τά  ττάντα. 
326 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   νεκρώσιμος. 

ΕτΓίΐτα  ^ί'λίί  άναγνωσθη  η  ψαλθη, 

υΚΟΤΣΑ    φωνην    άττο    τον    ουρανον.    Χαλούσαν 

649   €μ€,    Τράψβ,   Μακάριοι  οι   ΐΈκροΙ   οϊτινβζ 

άτΓοθνησκονν  €ν  Κνρίω  άττο  τώρα.     Ναι,  λεγβί.  το 

Ών€υμα'    Βιά   νά   άνατταυθώσίν   άττο    τούζ   κόττου^ζ 

των.      Άποκαλυν//^.  ιθ'.  13. 

"Επειτα  ό  Ίερ^νς  ^ί'λει  ίίττεΐ, 

Κύρί€,  έΧβησον  ημάς. 

Χρίστε,  βΧύησον  ημάς. 
Κνρί€,  βΧβησον  ημάς. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  βισαι  €ΐς  τους  ουρανούς,  *Ας 
ά^ιασθη  το  "Ονομα  σου'  Άς  ε\θτ)  η  βασιΧβια 
σου'  *Ας  ^έντ]  το  3^έ\ημά  σου,  καθώς  βις  τον  ουρανον, 
ούτω  καΐ  ζττάνω  βίς  την  '^ην.  Τον  άρτον  ημών  τον 
ετΓίούσιον  Βος  €ΐς  ημάς  σήμβρον.  Και  συ^'χώρησε 
βίς  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  και  ημβίς 
συ'γ'χ^ωροΰμεν  €ΐς  τους  άμαρτάνοντας  €ΐς  ημάς.  Κα* 
μη  μάς  φέρΐ}ς  €ΐς  ττβιρασμον,  Άλλα  βΧζυθέρωσέ 
μας  άττο  του  πονηρού.     \μήν. 

Ό  'ΐ(ρ(νς. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  μβτά  τοΰ  όττοίου  ζουν  τα 
ττνεύματα  τών  εντεύθεν  άττερ'χομένων  εν  Κυρίω' 
και  μετά  τού  όττοίου  αι  ψυχ^αΧ  τών  ττιστών,  αφού 
άτταΧλ.α'χθώσιν  άττο  το  φορτίον  της  σαρκός,  είναι 
εΙς  -χαράν  και  μακαριότητα"  Σε  εύ'χαρ  ιστού  μεν  εκ 
καρΒίας,  οτι  ηύδόκησες  νά  εΧευθερώσης  τούτον 
τον  άΒεΧφόν  μας  άττό  τάς  3^Χίψεις  τού  άμαρτωΧρΰ 
τούτου  κόσμου"  Βεόμενοί  σου  Β^ερμώς  νά  εύαρε- 
στηθης,  Βιά  την  εΰσττΧα'^-χνον  ά'γαθότητά  σον,  τα- 
χέως νά  συμττΧηρώστις  τον  αριθμόν  τών  εκΧεκτών 
σου,  καΐ  νά  εττιταγύνης  την  βασιΧείαν  σου'  ώστε 
ημείς,  μετά  ττάντων  τών  άττεΧθόντων  εν  τη  άΧηθιντ} 
ττίστει  τού  άγιου  σου  ^Ονόματος,  νά  άττοΧαύσωμεν 
την  ττΧήρη  συντεΧειαν  και  μακαριότητα  μας,  σω- 
ματικώς  τε  και  ψυχικώς,  εν  τη  άϊΒίω  καΐ  αιωνία 

327 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   νεκρώσιμος. 

^ό^τ)  σον  Βιά  ^ϊησοΰ  άριστου  του   Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 

Ένναπτη. 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ  Θββ,  Πάτερ  του  Κυρίου  ημών  Ίτ/σοΟ 
άριστου,  οστίς  είναι  η  Άνάστασις  καΐ  η  Ζ,ωη• 
€ΐ?  τον  όττοΐον  ό  ττιστεύων  ^ελει  ζησβι  καϊ  αν 
άτΓοθάντ/,  καϊ  υ  ζών  καϊ  ττιστεύων  ε^'ς  αϋτον  ΒΙν 
5^ε'λεί  άτΓοθάνβί  αιωνίως"  6στί<ί  καΐ  εδ/δα^εν  ημάς, 
Βι,α  του  Ιβροΰ  Άττοστόλου  του  Άγιοι;  ΏαύΧου,  να 
μη  ΧυτΓούμεθα,  ως  οι  μη  €'χ^οντ€ς  εΆ,τΓίδα,  Βίά  τους 
κβκοίμημένους  €ν  αυτω'  ΎατΓβινώς  Ζβόμβθά  σου, 
Πάτερ,  να  ανάστησες  ημάς  άττο  τον  Β^άνατον  της 
αμαρτίας  βίς  την  ζωην  της  δικαιοσύνης"  ώστε, 
άφοΰ  άττέΧθωμβν  άττο  ταύτην  την  ζωην,  να  άνατταυ- 
θώμβν  έν  αύτω  [καθώς  έΧττίζομβν,  οτΐ  άνατταύβταύ 
6  άΒβλφός  μας  οΰτος)'  καϊ  βίς  την  κοινην  άνάστα- 
σιν,  την  βσγ^άτην  ήμβραν,  νά  βύρβθίαμεν  εύττρόσ- 
Ββκτοι  ενώπιον  σου'  καΐ  νά  Χάβωμεν  εκείνην  την 
εύΧο^ίαν,  την  όττοίαν  6  ά'^αττητός  σου  Τίος  .^ελεί; 
προφέρει  εις  ττάντας  τους  αγαπώντας  καϊ  φοβού- 
μενους σε,  λέγων,  Αεΰτε,  τά  ευΧο^ημενα  τέκνα  τον 
ΥΙατρός  μου,  κΧηρονομησετε  την  βασιΧείαν  την 
ητοιμασμένην  δίο.  σάς  άττο  καταβοΧης  κόσμου. 
Χ,άρισε  τούτο,  Βεόμεθά  σου,  πανοικτίρμων  Πάτερ, 
δίά  Ιησού  Χριστού,  τού  Μεσίτου  καϊ  Αυτρωτού 
ημών.     Αμήν. 

*υ  ΧΑΡΙΣ  τού  Κυρίου  ημών  'ϊησοΰ  Χριστού,  καϊ 

και  ή  άγάτΓτ;  τού  Θεού,  και  ή  κοινωνία  τού 

Ά<γίου  Πνεύματος,  εϊη  μεβ'  ημών  Βιατταντός.  Αμήν. 


328 


ΕΥΧΑΡΙ2ΤΙΑ     ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΛΟΧΕΙΑΝ. 


Η  γννη;  «ίί  τον  σννίΐβισμίνον  καιρόν  μίτα  την  "λοχίίαν  τηί,  3ί\(ΐ 
ί'λβίί  6ί?  την  ΈκκλησΙαν,  κοσμίως  (ν8ίδνμ(νη  •  και  εκεί  5ε'λε4 
•γοννκλιτησΐΐ  ίΐ5  άρμόδιον  τίνα  τόπον,  κατά  το  σννηθίσμίνον, 
η  καθωί  ήθ€λ€  8ιορΙσΐΐ  η  Εκκλησιαστική  \ρχη'  καΐ  έπειτα 
ό  Ίερεΰί  5ε'λει  είττεΐ  είί  αυτήν, 

Ρ]ΠΕΙΔΗ  ηύΒόκησβν  6  ΥΙαντοΖύναμο'ζ^  Θεό?,  άττό 

την  ά<^αθ6τητά   του,    να    σε    'χαρίστι    βύτνχτ] 

βΧζυθέρωσιν,   καΐ  σέ  βφύΧαζβν  €49  τον  μί<^αν  κίν- 

^υνον  της  γέννας,  δια   τούτο  ^ελ€ΐ9  δώσει   β^καρ- 

Βίους  ΐυγαρίστίας  εΪ9  τον  θβον,  καϊ  λεγεί, 

(τότε  ό  'ίερεύί  5ε'λει  άνα•γνωσΐΐ,  τούτον  τον  •^αΚμόν) 
Ψάλμ.  ρις-' , 

Λ  ΓΑΠίΙ  τον  Κυριον,   Βώτί  βίσήκουσε  την  φωνι^ν 
μου,  τας  Ββήσας  μου• 

Αιότι  βκΧινε  το  ωτίον  του  ττρος  €μέ'  καΐ  ενόσω 
ζω,  ^€\ω  τον  ετΓίκάλβΐσθαι. 

Πόνο6  θανάτου  μ€  ττεριβκύκλωσαν,  καϊ  στ€νο- 
'χωρίαυ  του  α8ου  μβ  εύρήκαν  Β^Χί^Ιην  καϊ  ττόνον 
άττηντησα. 

Καϊ  €7Γ€κα\€σθην  το  όνομα  του  Κυρ  ιού '  Κύριε, 
"λύτρωσε  την  ψυχην  μου. 

Έλε?;/ίων  είναι  6  Κύριος,  καϊ  Βίκαιος'  ναΙ,  6 
Θεός  μας  είναι  είίσττλαγχνος. 

'Ο  Κύριος  φυΧάττει  τους  άττΧοΰς'  εδνστύχι/σα, 
καϊ  αύτος  με  εσωσεν. 

^Επίστρεψε,  ψυχή  μου,  εις  την  άνάτταυσίν  σου, 
δίότ4  ό  Κύριος  σε  ευεργέτησε. 

329 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ  ΓΥΝΑΙΚΩΝ. 

Αιότι,  €Χντρωσ€ς  την  '\^νχΎ}ν  μου  άττο  θάνατον, 
του9  οφθαλμούς  μου  άττο  δάκρυα,  καΐ  τους  ττόδα^ 
μου  άτΓο  ττέσιμον. 

θέλω  ΤΓβριττατεΐ  εμιτροσθεν  του  Κυρίου  βίς  την 
Ύην  των  ζώντων. 

^Εττίστευσα,  8ιά  τοΰτο  ελάλησα'  βγω  ήμουν 
σφόδρα  τεθΧίμμβνος' 

Έγώ  βΖττα  εΙς  την  ταρα'χιίν  μου,  ΐΐάς  άνθρω- 
τΓος  βίναι  ^^βύστης. 

Ύί  να  άντατΓοδώσω  βίς  τον  Κύριον,  δι  ολαζ 
τάς  βύερ'γζσίας  του  τάς  όττοίας  €καμ€ν  επάνω  εΙς 
€μβ;  ^ 

Θέλω  ττάρβί  το  ττοτηριον  της  σωτηρίας,  καϊ 
3^έ\ω  βτΓίκαΧεσθη  το  όνομα  του  Κυρίου. 

Ύά  ταξίματα  μου  3^έ\ω  άττοδώσβι  εις  τον 
Κύριον,  τώρα  εμττροσθεν  όλου  του  \αοΰ  του•  εΙς 
τάς  αυλάς  του  οίκου  του  Κυρίου,  εΙς  το  μέσον  σου, 
ΊβρουσαΧήμ.     Αινείτε  τον  Κύριον. 

Αόξα  εις  τον  Ώατερα  και  εις  τον  Ύίον,  καϊ  εις  το 
ΐΐνεΰμα  το  "Α^ιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ'χτ]ν,  είναι  και  τώρα,  καϊ 
3^έΧει  είσθαι  "πάντοτε,  εΙς  αιώνας  αιώνων     Αμήν. 

Η  τοντον.      '^αλμ.  ρκζ  . 
*"ρΆΝ    6   Κύριος   δεν    οικοδομήστ]    τον    οίκον,    εις 
μάτην  κοπιάζουν  οι  οίκοδομοΰντες'   εάν  ο  Κύ- 
ριος δεν  φυ'λάξτ)  την  πόΧιν,  εις  μάτην  ά<γρυπνεί  ο 
φύΧαξ. 

Μάταιον  είναι  εις  εσάς,  το  νά  σηκόνεσθε  ποΧλα 
πρω'ϊ,  το  νά  πΧα'^ιάζετε  πο\\ά  άρηά,  τρώηοντε<ζ 
τον  άρτον  του  κόπου  •  ό  Κύριος  βέβαια  δίδει  ϋπνοΫ 
εις  τον  ά^γαπητόν  του. 

Ίδοι),  κΧηρονομία  από  τον  Κύριον  είναι  τα 
τέκνα'  μισθός  αυτού,  ό  καρπός  της  κοιλίας. 

Καθώς  είναι  τά  βέλη  εις  την  χ^ΐρΛ  του  δννα^ 
τοΟ,  ούτω  είναι  οι  υίοΙ  της  νεότητος. 

Μακάριος  ό  άνθρωπος,  ό  όποιος  ε^γέμισε  την  βε- 
330 


ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΛΟΧΕΙΑΝ. 

\ο0ήκην  του  αττό  αυτά•  οί  τοιοντοο  δβν  ^εΧουΡ 
καταισγυνθή,  όταν  ΧαΧώσι  μβ  τού<ί  εγ^θρους  των 
^^'?  την  ττύΧην. 

Αόξα  619  τον  Ώατβρα,  καΐ  €ί<ζ  τον  Ύίον,  και  619  το 
Πνεύμα  το  "Αγιοι/• 

Καθώς  ητον  (Ις  την  αρ'χΐ]ν,  βϊναί  καΐ  τώρα,  καΐ 
ΒέΧβί  ζΐσθαι  ττάντοτβ,  εις  αΙώνας  αιώνων.     \μήν. 

ΕίΓβίτα  6  Ίΐρΐίις  θί'λίΐ  6ΐ7Γ€Ϊ, 

*Α9  δεηθώ  μεν. 
Κύριε,  ελέησαν  ημάς. 

Χρίστε,  εΚεησον  ημάς. 
Κύριε,  εΚεησον  ημάς. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  Άί 
ά^ιασθη  το  "Ονομα  σου•  "Άς  εΧθη  ή  βασιΧεία 
σου'  *Ας  '^/έντ]  το  ΒεΧημά  σου,  καθώς  εις  τον  ούρα- 
νον,  ούτω  και  εττάνω  εις  την  ^ήν.  Τον  άρτον  ημών 
τον  ετΓΐούσιον  δος  εις  ημάς  σήμερον.  Και  συ'^'χώ- 
ρησε  εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καΐ 
ημείς  συ'^γωροΰμεν  εις  τους  άμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  Και  μη  μάς  φέρης  εις  ττειρασμον.  Άλλα 
εΧευθερωσε  μας  άττο  του  ττονηρου.  Αιότι  ιδική 
σου  είναι  ή  βασιΧεία,  ή  δύναμις,  καΐ  ή  δόξα,  εΐζ 
τους  αιώνας  τών  αιώνων     \μήν. 

Λειτουργοί.  Κύριε,  σώσε  την  ΒούΧην  σου  ταύτην, 

Άπόκρισις.  Ύην  εΧττίζουσαν  εις  σε. 

Αΐΐτουργός.  Γενού  εις  αυτήν  ττύρ^ος  Ισγύος, 

Άπόκρισΐ!.  ΑτΓΟ  ττροσώτΓου  του  έ'χθρού  αυτής. 

Αυτουργός.  Κύριε,  εισάκουσε  της  δεήσεως  ημών 

Άττόκρισίί.  Και  ή  κραυ'^ή  ημών  ας  εΧθη  εις  σε. 

Ο  Α€ΐτονργΟ!, 

*Ας  δεηθώμεν. 

Ρ^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  ταττεινώς  σε  ευχάριστου" 

μεν,  ότι  ηύδόκησες  να  εΧευθερώσης  την  δούΧην 

σου  ταυτην  αττο  τας  με'γάΧας  ώδΐνας  και  κίνδύνου<ί 

της  γέννας.    Χάρισε,  δεόμεθά  σου,  ττοΧυεΧεε  Πάτερ, 

331 


ΑΠΕΙΛΗ. 

ώστ6  αύτη,  Βιά  της  βοηθβίας  σον,  νά  ζήση  ιηστως, 
)οαΙ  νά  τΓορξύβταί  κατά  το  ΙΒίκόν  σου  3^έ\ημα  €ΐ? 
την  Ίταροΰσαν  ταντην  ζωήν,  καΐ  νά  '^ίνη  μέτο'χ^ος 
της  αιωνίου  Βόξης  βίς  την  μέΧλουσαν '  Βίά  ^Ιησοϋ 
\ριστοΰ  του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Η  γννη  ητα  'ίρχΐται  να  άπο^ώστ]  τα.!  ευχαριστίας  της,  πρΐττα 
να  προσφίρυ  τας  σννηθισμίνας  προσφοράς•  κα\  (αν  ηναι 
Κοινωνία,  ίΐναι  ττρίπον  και  να  μΐτάλάβτ]. 


ΑΠΕΙΛΗ, 

ήτοι 

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ   ΤΗΣ   ΌΡΓΗ2    ΚΑΙ    ΤΩΝ     ΚΡΙΜΑΤΩΝ     ΤΟΥ 
ΘΕΟΥ    ΚΑΤΑ   ΤΩΝ   ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ" 

]Με  Έυχας  τινας,  άναγνωστεας  την  ττρώτην  ήμίραν  της  Τεσσαρα- 
κοστής, καΙ  (Ις  άλλους  καιρούς,  όπως  ή'θΐλε  διορίσει  η  Εκ- 
κλησιαστική Αρχή, 

Μίτά  την  'Έωθινην  Τίροσενχην,  τελειωθείσης  της  Αιτανείας  κατά 
τον  σννηθη  τρόπον,  δ  ϊερενς.  Ιστάμενος  εις  το  Ανα•γνωστηριον, 
η  εις  τον  "Αμβωνα,  Βελει  ειπεΊ, 

^1  ΔΕΛΦΟΙ,  619  την  άργαίαν  ^ΕκκΧησίαν  ητον  €ν- 
σββής  τις  τάξίς,  καθ*  ην,  €19  την  άρ-χήν  της 
Ύβσσαρακοστής,  οσοί  ήθελαν  ^ζ^λβ'^'χθή  '^νογοϋ 
φανβράς  τίνος  αμαρτίας,  ύττεγ^ρ&όνοντο  νά  κάμωσι 
Βημοσίαν  μβτάνοίαν'  καΐ  βτιμωροΰντο  εις  τούτον 
τον  κόσμον,  Βίά  νά  σωθώσιν  αϊ  ψνχ^αΐ  αυτών  βίς 
την  ήμέραν  του  Κυρίου"  καΐ  Βίά  νά  φοβηθώσίν  οι 
ΧοίΤΓΟι  νά  άμαρτήσωσι,  νουθετούμενοι  άττό  το  ττα- 
ράΒ€ί<γμα  αυτών. 

\ντΙ  τούτου,    (έως  νά  άττοκατασταθη  ττάΧίν  ή 
ρηθείσα  τάζις,  ήτις  βίναο  ττοΧλά  Ιττιθυμητβα,)  ένο- 
μίσθη   καΧον,    νά    άνα'^νωσθώσιν    εΙς   τούτον    τον 
332 


ΑΠΕΙΛΗ. 

καιρόν  Ινόίττιον  ττάντων  αΐ  'γίνικαΙ'άττα-^/'γβΧίαι  τ^φ 
κατάρας  του  θ6ον  εναντίον  των  αμετανόητων 
άμαρτωΧών,  σν\\€<γμέναι  άττο  το  βίκοστον  €βΒο- 
μον  ΚβφάΧαων  του  Λβυτβρονομίου,  καΐ  άττο  άΧΧα 
μέρη  τη<;  Τραφής'  καΐ  να  άττοκριθήτε  βίς  εκάστην 
άττα'^'^εΧίαν  το  Χμήν'  ώστε,  υττενθυμίζόμενοι  ττερϊ 
τή'ί  με'γάΧης  ά'^ανακτησεω<;  του  ΘβοΟ  κατά  των 
άμαρτωΧών,  να  κινηθητε  ετί  μάΧΧον  εις  'ένθερμον 
καΐ  άΧηθινην  μετάνοιαν,  καϊ  να  ττερητατήσετε 
ττΧεον  ττροσεκτίκά  είς  αύτάς  τάς  ετΓίκινΒύνους  νμ^- 
ρα^'  άτΓοφεύ'^/οντες  τάς  κακίας  εκείνας,  εΙς  τάς 
ότΓοίας  όμοΧο^εΐτε  με  τα  ϊδ^ά  σας  στόματα  οτυ 
οφείΧεταί  η  κατάρα  του  θεού. 

'ΤΤΤΙΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ     ό     άνθρωττος,    οστά     κάμνει, 
ηΧυτΓτον  η  χ^ωνευτον  Βιά  να  Χατρενστ]  αυτό. — 

Δίυτ.  κζ'.  15—19. 

Και  ό  λαοί  5ίλίΐ  άττοκριθή  καϊ  (ΙτΓ(1,    Αμήν. 

Αατονργός.  ^ΕτΓίκατάρατος,  οστις  κακοΧο'^εΙ  τον  ττα- 

τερα  του  η  την  μητέρα  του. 
Άπόκρισΐ!.     Αμήν. 
Λίίτονρ/όί.  ^Υ^τΓίκατάρατος,     όστις   μετακινήσει    το 

όροθέσιον  του  ιτΧησίον  του. 
"Άπόκρισις.     ^Αμήν. 
Αυτουργός.    Έ,τΓίκατάρατος,  όστις  άτΓοττΧανα  τον  τυ• 

φΧον  άτΓΟ  τον  Βρόμον  του. 
Άττόκρισίί.     Αμήν. 
Λίΐτουργόί.  ^ΕτΓίκατάρατος,    όστις    διαστρέφει    τήν 

κρίσιν   του    ξένου,   του    ορφανού,    και    της 

χήρας. 
\πόκρισις.     Αμήν. 

\ατονρ•/ός.  ^ΕτΓίκατάρατος,  όστις  κτυττήσει  τον  ττλτ/- 
σίον  του  κρυφίως. — Δίυτ.  κζ'.  24. 

'Άπόκρισίί.    Αμήν. 

Αατουργόί.  ^ΕτΓίκατάρατος,    όστις  κοιμηθ^    με    την 
ηυναΐκα  τον  ττΧησίον  τον, — Λευ.  κ'.  10. 

\πόκρισις.     Αμήν» 

333 


ΑΠΕΙΛΗ. 

Λατονργός.  Έ,ΊΓίκαταρατο'ζ,  όστις•  ττάρβί  Βωρα  8ιά 
να  φονβύστ]  τον  άθώον, — Δευτ.  κζ'.  25. 

Άπόκρισις.     Αμήν. 

Αίΐτονργός.  Έ,ΐΓίκαταρατος,  όστί<;  ^έτβί  την  βλττ/δα 
τον  619  άνθρωτΓον,  καΐ  \αμβάν€ΐ  άνθρωττον 
Βί  νττζράστησίν  του,  και  τον  οττοίον  η  καρ- 
δία άτΓομακρννεται  άττο  τον  Θεόν. — Ίερ.  ιζ'.  5. 

Άττόκρισίί.      Αμήν. 

Αΐΐτονρ-γός.  Έ,ΤΓίκατάρατοί  οι  άν£λ.βημονβ^,  οΐ  ττόρ- 
νοι,  οι  μοί'χοί;  οι  -ττΧεονέκται,  οι  βιδωλολά- 
τραι,  οι  σνκοφάνται,  οι  μέθνσοι,  καΐ  οι 
αρτταΎβς. — Ματθ.  κ('.  11.      1  Κορινθ.  γ'.  9,  10. 

Άπόκρισίί.     Αμήν. 

Ό  \ΐΐτονρ•γός, 

"Ρ^ΠΕΙΔΗ  Χοίττον  α,ναι  βττικατάρατοί,  ώς  το  μαρ- 
τυρεί ο  Τίροφήτης  Ααβ18,  δΧοι  εκείνοι,  όσοι 
ατΓοττΧανώνται  και  εκτρέττονται  άττο  τάς  εντοΧάς 
τοϋ  θεον,  Βιά  τοντο  {ενθνμούμενοι  την  τρομεράν 
κρίσιν  την  ετΓίκειμενην  εττάνω  εις  τάς  κεφαΧας 
ημών,  και  ττάντοτε  ετοίμην  να  ττεση  εττάνω  μας,) 
ας  ετΓίστρέψωμεν  εις  Κύριον  τον  θεον  ημών  μετά 
•πάσης  συντριβής  και  ταττεινώσεως  καρδίας"  κΧαί- 
οντες  καΐ  Β^ρηνονντες  τον  ττοΧυαμάρτητον  βίον 
ημών,  άναηνωρίζοντες  και  εξομοΧο^ούμενοι  τάς 
τταραβάσεις  μας,  και  σιτουΒάζοντες  νά  κάμνωμεν 
καρττους  άξιους  της  μετανοίας,  Αιότι  τώρα  η 
άξίνη  κείται  εΙς  την  'ρίζαν  τών  δένδρων  ώστε  ττάν 
Βένδρον  μη  ττοιοΰν  καριτον  καΧον,  εκκοτττεται,  και 
€19  τίΰρ  βάΧΧεται.  Φοβερον  είναι  το  νά  ττεση  τις 
εις  χείρας  Θεοΰ  ζώντος.  ΘεΧει  βρέξει  εττάνω  εις 
τους  άμαρτωΧούς  ττα'γίΒας,  ιτυρ,  καΐ  3^εΐον,  3^νεΧ,- 
Χαν,  και  καταιγίδα•  αύτη  ^έΧει  είσθαι  ή  μερις  του 
ΤΓΟτηρίου  αυτών.  Αιότι,  ΙΒού,  ό  Κύριος  εξήΧθεν 
άττο  το  κατοικητήριον  αυτού,  Βιά  νά  εττισκεφθζ 
την  άνομίαν  τών  κατοικούντων  εττΐ  της  'γής.  Αλλά 
τ/9  Βύναται  νά  ύττοφέρτ)  την  ημεραν  της  εΧεύσεώς 
του;  Ύίς  ΒέΧει  άνθεξει  την  τταρουσίαν  του;  Το 
τΓτυάριον  αυτού  είναι  εις  την  χ^ΐρά  του,  καΧ  ΒεΧεί 
334 


ΑΠΕΙΛΗ. 

καθαρίσει  το  άΧώνιον  τον,  καΐ  συνάξβι  τον  σΤ,τόν 
του  619  την  άττοθήκην  το  8ε  ά^ζυρον  -^βλει  κατα- 
καύσα  μ€  άσββστον  ττνρ.  Ή  ημέρα  του  Κυρίου 
ίρ-χ^εται  ώς  κλ€7Γτη<;  €ν  νυκτί'  καΙ  ένω  οι  άνθρω- 
ττοί  Χύνουν,  Έ,Ιρηνη,  και  τα  ττάντα  €ίναΰ  βΙ<;  άσφά- 
\€ίαν,  τότ€  αίφνιΒιος  οΧβθρος  Β^βΧβί  ΙττεΧΘ^ί  βττάνω 
619  αυτούς,  ώς  ώΒΐνβς  γυναικός  κοιΧοττονυύσης,  καΐ 
δεν  ^έΧουν  βκφυΎβι.  Τότε  Β^βΧβι  φανή  ή  ορ^η  τον 
Θεοί,  ε/'ς  την  ημέραν  της  €κ8ίκήσ€ως,  την  όττοίαν 
οι  ττασματώΒβις  άμαρτωΧοΙ,  δια  την  σκΧηροκαρ- 
Ζίαν  των,  βττβσώρ^νσαν  βίς  ίαντούς'  ο'ίτινβς  κατα- 
φρόνησαν την  αηαθότητα,  την  υττομονην,  καΐ  την 
μακροθυμίαν  του  θβον,  του  άδιαΧβίτττως  ττροσκα- 
Χονντος  αυτούς  βίς  μβτάνοιαν.  Τότε  ^^έΧουν  κρά- 
ζβι  "προς  βμβ,  Χβ^€ί  υ  Κύριος,  αλλ'  ε'γώ  δεν  -^ελω 
αίσακούσβί'  3^βΧουν  με  ζητήσει  άττο  Ίτρωίας,  άΧΧα 
δεν  ^έΧουν  με  εύρεί•  διότι  εμίσησαν  την  σοφίαν, 
και  δεν  εδέ-χ^θησαν  τον  φόβον  του  Κυρίου,  άλλ,' 
άττέρρι-^αν  την  συμβουΧήν  μου,  και  κατεφρόνησαν 
τους  έλεγχους  μου.  Τότε  ττάρωρα  καΐ  ματαίως 
^έΧουν  κρούει,  όττόταν  κΧεισθη  η  3ύρα•  ττάρωρα 
και  ματαίως  ^έΧουν  εττικαΧεσθή  το  εΧεος,  όταν  ό 
καιρός  ηναι  της  κρίσεως.  'Ω,  τρομερά  φωνή  της 
δικαιότατης  κρίσεως,  ήτις  !^έΧει  ΧαΧηθή  κατ  αυ- 
τών ι  όταν  Χεγβη  εις  αυτούς,  Ώορεύεσθε,  οι  κατη- 
ραμενοι,  εις  το  ττύρ  το  αιώνιον,  το  ητοιμασμενον 
έίς  τον  διάβοΧον  και  εις  τους  άτ/'^έΧους  αυτού. 
"Οθεν,  άδεΧφοΙ,  άς  Χάβωμεν  ττρόβΧε-^^ιν  εν  καιρώ, 
ενώ  "παραμένει  η  ήμερα  της  σο)τηρίας'  διότι  ερ'χε- 
ται  ή  νύξ,  και  τότε  δεν  δύναται  τις  νά  ερ/γάζεταΐ" 
€νώ  δε  εχομεν  το  φώς,  άς  ττιστεύσωμεν  εις  το  φως, 
και  ας  ττεριττατησωμεν  ώς  τέκνα  φωτός,  διά  νά  μη 
ριφθώμεν  εις  το  σκότος  το  εξώτερον,  οττου  είναι  ό 
κΧαυθμός  και  ό  βρυ^μός  των  οδόντων.  *Ας  μη 
κατ  αγορασθώ  μεν  την  ά'^αθότητα  του  ΘεοΟ*  όστις 
μας  κράζει  εύστΐΧάηχνως  εις  διόρθωσιν  βίου,  καΐ, 
έίά  το  άττειρον  εΧεός  του,  μας  ύττόσ-χ^εται  άφεσιν 
των  τταρεΧθ όντων,  εάν  με  τεΧείαν  καΐ  άΧηθή  καρ- 

336 


ΑΠΕΙΛΗ. 

5/αν  €7Γίστρεψωμ€ν  εις•  αυτόν.  Αιότι  καΐ  αν  αΐ 
άμαρτίαί  ημών  ηναί  ώ?  φοινικονν,  ΒβΧονν  \€υ- 
κανθή  ώ<;  ή  χκόν'  καΐ  αν  ηναι  ώ?  κόκκινον,  3^έΧονν 
\€υκανθη  ώς  μαΧλίον.  ^Εττιστρέψβτβ,  λεγβί  6 
Κύριος,  άτΓο  6\ας  τάς  ανομίας  σας'  καΐ  αΐ  άμαρ- 
τίαι  σας  δεν  3^€\ονν  βίσθαι  βίς  άφανισμόν  σας. 
^ΑτΓορρίψβτβ  άττο  ε'ττάνω  σας  6\ας  τάς  άσβββίας 
σας  όσας  βττράξβτβ,  καΐ  κάμβτβ  €ΐς  τον  εαυτόν  σας 
νβαν  καρΒίαν,  καΐ  νβον  ττνβύμα.  Δίά  τι  ηθέΧβτε 
άττοθάνει,  οίκος  ^\σραη\;  Βιότΰ  ε'γώ  δεν  βύαρε- 
στοΰμαι  εις  τον  θάνατον  του  άττοθνήσ κοντός,  λεγεί- 
Κύριος  ό  Θε09.  Έ,ττιστρε-^ετε  Χοιττόν,  καΐ  θέλετε 
ζήσει.  Μ  6\ον  οτι  ημαρτήσαμεν,  μ"  6\ον  τούτο 
βγομεν  ΤΙαράκΧητον  ττρός  τον  ΐΐατερα,  ^Ιησούν 
ϋριστόν  τον  Βίκαιον'  καΐ  αυτός  είναι  ό  ίΧασμός 
δίά  τάς  αμαρτίας  ημών.  Αιότι  αυτός  ετραυματί- 
σθη  δια  τάς  παραβάσεις  ημών,  καΐ  εττΧη'γώθη  δια 
τάς  ανομίας  ημών.  'Ας  εττιστρεψωμεν  Χοιττόν  εις  αυ- 
τόν, όστις  Βέ-χ^εται  εΧεημόνως  όΧους  τους  άΧηθώς 
μετανοονντας  άμαρτωΧούς•  ττεττεισμένοι.  Οτι  εΧναι 
€Τθΐμος  νά  μας  δε-χ^θτ},  καΐ  προθυμότατος  νά  μας 
συ'^'χωρησΎ),  εάν  ττροσέΧθωμεν  εις  αυτόν  με  ττιστην 
μετάνοιαν  εάν  ύττοτα'χθώμεν  εΙς  αυτόν,  καΐ  ττε- 
ρίττατήσωμεν  του  Χοιττοΰ  εις  τους  δρόμους  τον 
εάν  ^εΧωμεν  νά  σηκώσωμεν  ε'ττάνω  μας  τον  καΧόν 
ζυ<γόν  αυτού,  και  το  εΧαφρόν  φορτίον  του,  δια  νά. 
άκοΧουθήσωμεν  αυτόν  με  ταττεινοφροσύνην,  ύττο- 
μονην,  και  ά^άττην,  και  νά  Βιοικούμεθα  διά  της 
κυβερνήσεως  τού  Ά^ίου  αυτού  Πνεύματος"  ζητούν- 
τες  ττάντοτε  την  Βόξαν  του,  και  ΒουΧεύοντες  αυτόν 
Ίτρεττόντως  εις  την  κΧησίν  μας  με  εύγαριστίαν. 
Έάν  κάμωμεν  τούτο,  6  Χριστός  3έΧει  μας  εΧεν- 
θερωσει  άττό  την  κατάραν  τού  νόμου,  καϊ  άττό  την 
εσ'χάτην  καταΒίκην  ήτις  ΒέΧει  εττιττεσει  έττάνω  εις 
τους  μέΧΧοντας  νά  ταγ^θώσιν  εξ  αριστερών  καϊ 
.9ελει  Βεσει  ημάς  εκ  Βεζιών,  καϊ  μας  Βώσει  την 
ευμενή  εύΧο<γίαν  τού  ΤΙατρός  τον,  ττροστάττων 
ημάς  νά  κΧηρονομήσωμεν  την  ενΒοξον  βασιΧείαν 
336 


ΑΠΕΙΛΗ. 

τον  €ί<?  την  ότΓοίαν  ας  βν^οκήστ)  νά  βίσάξτ)  ττάντας 
ημάς,  δία  το  άττ^ίρον  αυτού  εΧβος.     Αμήν. 

Ύότί  ')('Κονν  -γονυκλίτησα  ο\οι•  καϊ  ό  Ίΐρΐυς  και  οί  ΚΚηρικο\, 
γοννκ\ιτοΰντ€!  (Ις  τον  τόπον  οπού  συνΐΐθίζονν  να  Κί•γωσι 
την  Αίτανίίαν,  ΒίΧονν  άναγνώσα  τοντον  τον  ψάλμόν, 

Έλίτ^σοι/  μ(,  6  θίόί.      Ψάλμ.  να  , 

Ρ^ΑΕΗΣΕ'  μ€,  ώ  ©€€,   κατά  το   βΚβός  σον  κατά 
το  ττΧήθος  των  οίκτιρμών  σου,   έζάΧβίψί  τά 
άνομήματά  μου. 

ΠλΟνβ  μβ  βντβΧώς  άτΓΟ  την  άνομίαν  μου,  καϊ 
άτΓο  την  άμαρτίαν  μου  καθάρισε  με. 

Δίότί.  τά  άνομήματά  μου  ε^ώ  γνωρίζω,  καϊ  ή 
αμαρτία  μου  εΐναο  πάντοτε  εμττροσθέν  μου. 

Εις  σε,  ε^9  σε  μόνον  ήμάρτησα,  και  το  κακόν 
βμττροσθέν  σου  έπραξα•  Βιά  νά  Βικαιωθης  εις  τους 
Χό'γους  σου,  καϊ  νά  ήσαι  άμεμτττος  εις  τάς  κρίσεις 
σου. 

ΐΒον,  εσυΧλήφθην  εις  άνομίαν,  καϊ  εις  άμαρ- 
τίαν με  ε^γέννησεν  ή  μήτηρ  μου. 

'ΐδοΰ,  συ  ή'γάττησες  άΧήθειαν  εις  την  καρΒίαν, 
καϊ  εις  τά  ενΒόμυ-χα  ^εΧεις  με  ΒιΒάξει  σοφίαν. 

'Ράντισέ  με  με  ΰσσωττον,  καϊ  Β^εΧω  είσθαι 
καθαρός•  ττΧύνε  με,  και  ΒέΧω  εΙσθαι  Χευκότερος 
άτΓο  την  -χ^ιόνα. 

Κάμε  με  νά  ακούσω  ά'^αΧΧίασιν  καϊ  εύφρο- 
συνην,  Βιά  νά  εύφρανθώσι  τά  οστά  τά  όττοΐα  εσύν- 
ΘΧασες. 

Στρέψε  το  πρόσωπον  σου  από  τάς  αμαρτίας 
μου,  καϊ  οΧας  τάς  ανομίας  μου  εξάΧειψε. 

ΚαρΒίαν  καθαράν  πΧάσε  εις  εμε,  &εέ•  καϊ 
πνεύμα  εύθές  ανανέωσε  εις  τά  εντόσθια  μου. 

Μ/;  με  άπορρίψ•ης  άπό  το  πρόσωπον  σου• 
καϊ  το  Πνεύμα  σου  το  ίί^ιον  μή  σήκωσες  άπό 
έμέ. 

ΑπόΒοσε     με    την    ά'^/αΧΧίασιν    της    σωτηρίας 
σου,  καϊ  με  πνεύμα  ή'^/εμονικόν  στήριζε  με. 
Ο 


ΑΠΕΙΛΗ. 

Θέλω  Βώάξβι  €69  τους  τταραβάτας  τοίις  δρόμουκ 
σον  καΐ  άμαρτωΧοΙ  3-έ\ουν  βτΓίστρέφει  βίς  σε. 

Ελευθέρωσε  μβ  αττο  αίματα,  Θεέ,  Θεε  τη<ί 
σωτηρίας  μον  η  γλωσσά  μον  ^ελει  τ^άλλει  μέ 
ά-^α\\ίασίν  την  δικαίοσύνην  σου. 

Κύρίε,  ανοί^β  τά  'χ^βίΧη  μου°  καΐ  το  στόμα 
μου  .^ελεί  άναγγελλεί  τον  ετταίνόν  σου. 

Αίότί  δεν  Τελείς  Άυσίαν,  άΧλέως  σε  έδιδα - 
οΧοκαυτώματα  δεν  αρέσκεσαι. 

Ύοΰ  &εού  αϊ  Β^υσίαι  είναι  ττνεΰμα  συντβτριμ- 
μενον  καρδίαν  συντετριμμενην  καΐ  τεταττεινωμέ- 
νην  συ,  Θεέ,  δέν  θέλεις  καταφρονήσει. 

Έιύερ'γετησε  την  Σιων  με  την  εΰνοίάν  σον 
οικοδόμησε  τα  τεί'χτ]  της  ΊερουσαΧήμ. 

Τότε  ^έλεί9  ευαρεστηθη  εις  θυσίας  δικαιοσύ- 
νης, εΙς  ττροσφοράς  καϊ  όΧοκαυτώματα'  τότε  ^ε- 
Χουν  ττροσφέρει  μοσγ^άρια  εττάνω  εις  το  3υσια- 
στήριόν  σον. 

Αόξα  εις  τον  ΥΙατέρα,  καϊ  εις  τον  Ύών,  καϊ  εις 
το  ΐΐνενμα  το  "Α<γιον' 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ'χτ^ν,  είναι  καϊ  τώρα,  καϊ 
^ελεί  εισθαι  ιτάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

Κύριε,  εΧεησον  ημάς. 

'Κριστε,  ελέη  σον  ημάς. 

Κύριε,  εΚεησυν  ημάς. 
ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  όστις  είσαι  εις  τους  ουρανούς,  \ς 
ά<γιασθη  το  "Ονομα  σον  'Άς  εΧθη  η  βασιΧοία 
σον  %ς  ^ενη  το  ^ΗΧημά  σου,  καθώς  εΙς  τον  ούρα- 
νον,  ούτω  και  εττάνω  εΙς  την  ηήν.  Ύόν  άρτον  ημών 
τον  ετΓΐούσιον  δός  εις  ημάς  σήμερον.  Και  συγ^ώ- 
ρησε  εις  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  και 
ημείς  συ^•χωροΰμεν  εΙς  τους  άμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  Και  μη  μάς  φερης  εις  ττειρασμόν.  Άλλα 
εΧευθέρωσέ  μας  άττό  του  ττονηρού.     Αμήν. 

Λίίτου/ιγοί.   Κύριε,  σώσε  τους  δούΧους  σου, 
'Κπόκρισις.    Ύούς  εΧττίζοντας  εις  σε. 
338 


ΑΠΕΙΛΗ. 

λατονργός.  Έ^ατΓοστβίλε    619   αυτούς    βοηθβιαν    έζ 

ύψους ' 
Άπύκρισίί.    ΚαΙ  υτΓΐραστΓίζον  αυτούς  ττάντοτβ  κρα-  • 

ταιώς. 
\(ΐτονρ•γόί.   Βοήθησε  μας,  ©€€  Σωτηρ  ημών 
Άπόκρισις.     ΚαΙ   Βιά  την  Βόξαν  του  "Ονόματος   σου 

ύΧβυθβρωσβ    ημάς•    '^βνού    ΪΧβως    ^Ις    ημάς 

τους  αμαρτωλούς  Βιά  το  "Ονομα  σου. 
\(ΐτονργός.   Κύρΐ€,  βίσάκουσβ  της  Ββησβως  ημών. 
Άηόκρισις.    ΚαΙ  η  κραυ^η  ημών  ας  βΧθτ)  €ίς  σε. 

Ό  \(ΐτονργόί, 
*Ας  Ββηθώμβν. 

Κ'ΤΡΙΕ,  Ββόμεθά  σου,  βίσάκουσε  οίκτιρμόνως  τάς 
Ββήσ€ίς  ημών,  καΐ  σττΧα'γγ^νίσου  ττάντας  τους 
βξομοΧο'γουμένους  βίς  <τ€  τά9  αμαρτίας  των  ώστβ 
οΐ  ελεγχό^αενοί  ύττό  του  συνβίΒότος  Βι,ά  τας  αμαρ- 
τίας των,  νά  Χυθώσί  Βοά  της  εύσττΧα'γ-χνου  αφέσε- 
ως σου•  Βιά  του  Κυρίου  ημών  "ϊησοΰ  \ρίστου. 
Αμήν. 

ρς^ΡΑΤΑΙΟΤΑΤΕ  Θεε,  καΐ  οίκτίρμων  Πάτερ,  ό 
σττΧα'γχνίζόμενος  ττάντας  ανθρώπους,  καΐ  μη 
μισών  κανεν  άττο  τά  ερηα  τών  γ^βιρών  σου•  ο  μη 
■5ελων  τον  Βάνατον  του  άμαρτωΧού,  άΧΧα  μάΧΧον 
νά  ξΤΓίστρέψτ]  άττο  την  άμαρτίαν  του  και  νά  σωθη• 
Συ^-χ^ώρησβ  οίκτιρμόνως  τάς  τταραβάσβις  ημών 
Βέξου  καΐ  τταρη^όρησε  ημάς,  τόύς  ^Χιβομβνους  κα\ 
βασανιζομένους  άττο  το  φορτίον  τών  αμαρτιών 
ημών.  "Ιδιον  είναι  εις  σε  νά  βΧβης  πάντοτε•  εις 
σε  μόνον  ανήκει  νά  συ'γ'χ^ωρης  αμαρτίας.  '  Οθεν 
Χυττήσου  ημάς,  ττανά^αθε  Κύριε,  Χυττήσου  τον  Χαόν 
σου  τον  άττοΐον  ε^η^όρασες•  μην  είσέΧθης  εις  κρί- 
σιν μετά  τών  ΒούΧων  σου,  οϊτινες  είναι  εύτελές• 
γώμα,  καΐ  ταΧαίττωροι  άμαρτωΧοί•  άΧΧά  ούτω 
στρέψε  την  όρ^ήν  σου  άφ'  ημών,  οϊτινες  όμοΧο- 
•γοΰμεν  ταττεινώς  την  εύτέΧειαν  ημών,  καΐ  άΧηθώς 
μετανοοΰμεν  Βιά  τά  τταραιττώματά  μας,  καΐ  ούτω 
02 


ΑΠΕΙΛΗ. 

σττεϋσβ  να  βοηθήσΎ]<ζ  ημάς  βίς  τούτον  τον  κόσμον, 
θ)στβ  να  ζησωμεν  αιωνίως  μετά  σου  εις  τον 
μ,έΧλοντα'  8ιά  ^Ιησοϋ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 
\μην. 

Εττ είτα    ό    Ααος    5ί'λει    ίΐπύ    τοντο    το    άκόλονθον,    μετά    τον 
Αΐίτονργόν. 

1^  Π  [ΣΤΡΕΦΕ '  μας,  ττανά'γαθε  Κύριε,  καΐ  ^ελο- 
μεν  ετΓίστρέψβί.  Τενοΰ  ευμενής,  Κύριε,  ηενου 
^ύμενης  εις  τον  Χαόν  σου'  όστις  εττιστρέφει  ττρος 
σε  με  8άκρυα,  νηστείαν,  καΐ  προσενχ^ι^ν.  Διότι 
συ  είσαι  Θεός  Οκεήμων,  οίκτίρμων,  μακρόθυμος, 
.  και  ΊτοΧυεΧεος.  Συ  σιτΧα'^'χν ίζεσαι  όταν  ημείς 
ημεθα  άξιοι  τιμωρίας,  καΐ  εις  την  οργήν  σου  ενθυ- 
μεΐσαι  το  εΚ,εός  σου.  ΣτΓΧα^γ^νίσου  τον  Χαόν  σου, 
ττανά^αθε  Κύριε,  σττΧα^'χνίσου•  και  άς  μη  8ώστ}ς 
την  κΧηρονομίαν  σου  εις  αίσγύνην.  ^Εττάκουσε 
ημών,  Κύριε,  κατά  το  μέ<γα  εΧεος  σου•  καϊ  κατά  το 
ττΧηθος  τών  οίκτιρμών  σου  εττιβΧεψε  εις  ημάς• 
8ιά  της  άξιομισθίας  καϊ  μεσιτείας  του  ύττβρευΧο- 
'γημενου  Τΐού  σου,  τον  Κυρίου  ήμίον'Ιησοΰ  Χριστού. 
^Αμήν. 

Επειτα  ό  Αατονργος  3ί\(ΐ  είττεΐ  μόνος,  ' 

V")   ΚΤΡΙΟΣ  νά  μας  εύΧοψ]στ],  και  νά  μας  Βιαφυ- 
Χάξη•   6  Κύριος  νά  εττιΧάμψη  εττάνω  εις   ημάς 
το  ττρόσωττόν  του,    καϊ   νά  μάς   8ώση   ειρηνην,  νυν 
και  άεΐ,  και  εις  τού<^  αιώνας  τών  αιώνων.     ^Αμην. 


34 ') 


ΦΑΛΤΗΡΙΟΝ• 

4^  Α  Λ  Μ  Ο  Ι     ΤΟΥ     ΔΑΒΙΔ. 


Ή  πρίΐτΗ  Ήμερα. 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ   Έί2ΘΙΝΗ. 
ΦΑΛΜΟΣ  α. 

Λ/ΤΑΚΑΡΙΟΣ  ό  άνθρω7Γο<ί,  οστίς  δβν  βττίρίττάτησβν 
€19  την  σνμβουΧην  των  άσββών,   καϊ  βΙ<ζ  τον 
Βρόμον  των  άμαρτωΧων  δεν  €στάθη,  καϊ  εις•  καθέ- 
δραν  γΧβυαστών  8έν  €κάθησ€ν' 

2  Άλλ'  βίς  τον  νόμον  του  Κυρίου  ύναι  η  χαρά  του, 
καϊ  βίς  τον  νόμον  αυτού  μβΧβτα  ήμέραν  καϊ  νύκτα. 

3  Καί  3^€\€ί  βίσθαί  ώς  Βένδρον  φυτβυμένον  σιμά 
619  τά  ρυάκια  των  υδάτων,  το  ότζοΐον  δι'δβί.  τον 
καρττόν  του  6ΐ9  τον  καιρόν  αυτού,  καϊ  το  φύΧλον 
του  δεν  μαραίνεται•  και  οΧα,  όσα  αυτός  κάμνει, 
ΆέΧουν  ευδοκιμεί. 

4  Αεν  .^έΧουν  είσθαι  ούτω  οι  ασεβείς"  άλλ'  ώ9  το 
ΧετΓτόν  άχυρον,  τυ  όττοΐον  ττερνει  ό  άνεμος. 

5  Δία  τούτο  δεν  ^εΧουν  σταθή  οι  ασεβείς  εις 
την  κρίσιν,  ουδέ  ο'ι  άμαρτωΧοΙ  εις  την  σύναξιν 
των  δικαίων. 

6  Δίότ^  •γνωρίζει  ό  Κύριος  τόν  δρόμον  των  δι- 
καίων ό  δε  δρόμος  των  άσεβων  ^εΧει  άφανισθή. 

ΦΑΛΜ02  β'. 

Λ  ΙΑ  τί  εφρύαζαν  τά  έθνη,  καϊ  οι  ΧαοΙ  εμεΧετησαν 
μάταια ; 

341 


Μηνο!  ημίρα  α.  ΨΑΛΜΟΙ. 

2  ΐίαρβστάθησαν  οι  βασί\€ί<ϊ  της  'γής,  και  οι 
άρ'χοντβς  συνη'χθησαν  όμου  εναντίον  του  Κυρίου, 
καΐ  εναντίον  του  'Κρίστού  αυτού,  λέγοι^τες•, 

3  Άς  Βίασττάσωμεν  τους  8βσμούς  αυτών,  καΐ  ας 
άτΓορρί'^ωμεν  άττο  εττάνω  μας  τάς  άΧύσας  αυτών. 

4  Ό  καθήμενος  εις  τους  ουρανούς  ^έΧει  τους 
-ττερί'γεΧάσεί•  6  Κύριος  Ι^εΧει  τους  ττεριτταίξει. 

5  τότε  ^εΚ,ει  Χαλ,ήσει  ττρος  αυτούς  εις  την  6ρ<γήν 
του,  καΐ  εις  τον  ^υμόν  του  ^ε\ει  κατατρομάζει 
αυτούς. 

6  ΚαΙ  ^εΚει  είττει,  Άλλ'  ε<γω  ε-χρισα  τον  Βασιλέα 
μου  εττάνω  εΙς  την  "Σιων,  το  ορός  το  ά'^ιόν  μου. 

7  Έγώ  3^ελω  αναγγείλει  το  -πρόσταγμα•  6  Κύριος 
είττεν  εις  ε  με,  Σύ  είσαι  6  Τ  Ιός  μου'  ε•γώ  σήμερον 
σε  εγεννησα. 

8  Ζήτησε  άττο  εμέ,  και  εγώ  3^έ\ω  σε  δώσει  τά 
έθνη  κΧηρονομίαν  σου,  και  ίδιοκτησίαν  σου  τά 
ττερατα  της  γης. 

9  Συ  .^€λ€ΐ9  ΤΓΟίμάνει  αυτούς  με  ράβδον  σιδηράν 
ώς  σκεύος  κεραμέως  3^έΧεις  συντρίψει  αυτούς. 

10  Ύώρα  ΧοιτΓον,  βασιλείς,  σταθητε  συνετοί• 
διδα'χθητε,  κριταΐ  της  γης. 

1 1  Αουλεύετε  τον  Κύριον  με  φόβον,  και  άγάλ- 
λεσθε  με  τρόμον. 

12  Φιλεΐτε  τον  Ύ'ών,  μή  ττως  οργισθη,  και  άττο- 
λεσθήτε  άττο  τον  δρόμον,  όταν  ταγεως  εξαφθτ}  6 
^υμος  αυτού.  Μακάριοι  όλοι  εκείνοι,  οί  οττοίοι 
θαρρούν  εΙς  αυτόν. 

Φαλμος  γ. 

ΐζΤΡΙΕ,  ΤΓοσον  εττληθύνθησαν  οί  εγθροί  μου!  ττολ- 
λο\  σηκόνονται  κατ  εττάνω  μου. 

2  Πολλοί,  λέγουν  ττερί  της  ψνχης  μου.  Δεν  είναι 
δι   αυτόν  σωτηρία  εις  τόν  &εόν. 

3  Άλλα  σύ,  Κύριε,  είσαι  ή  άσττίς  μου,  ή  δόζα  μου, 
και  εκείνος  Οστις  ύψόνεις  την  κεφαλήν  μου. 

4  "Εκραξα  με  την  φωνήν  μου  ττρός  τόν  Κυριον, 
καΐ  αυτός  με  ήκουσεν  άττό  τό  ορός  το  άγιον  του. 

342 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  α  . 

5  Έγώ  ζΊΓΧα^ίασα,  καΐ  βκοίμήθην•  βζύττνησα' 
Βίότί  ό  Κύριος  /Α€  ΖίαφνΧάττξί. 

6  Δεν  ^ζ\(ύ  φοβηθή  άττο  μυριάδας  Χαου,  αί 
οτΓοΐαί  άντίτταρατάττονται  τριγύρω  μου. 

7  Σ}']κω,    Κύρί€'    σώσύ    μ€,    Θβε   μου•    8ιόη   συ 
κτύττησβ'ζ  οΧους  τους  βχ^θρούς  μου  βίς  την  σια- 
γόνα• συ  βσύντρίψβς  τους  υ8όντας  των  άσεβων. 

8  ΤοΟ  Κυρίου  είναι  ή  σωτηρία"  εττάνω  εις  τον 
Χαόν  σου  είναι  ή  εύΧο^ία  σου. 

ΦΑΛχΜΟΣ   δ'. 

'^ΟΤΑΝ  σε  εττικαΧοΰμαι,   είσάκουβ  μου,  Θεέ  της 
δικαιοσύνης  μου'   εν  καιρώ   στενο'χωρίας,  συ 
με  εβαΧες  εις   ευρυ'χωρίαν   εΧεησε  με,   και  εισά- 
κουσε την  ττροσενχ^ήν  μου. 

2  ΎίοΙ  άνθρώττων,  εως  ττότε  νά  μετατρέττετε  την 
δόξαν  μου  εις  καταισ-χύνην ;  εως  ττότε  νά  ά'γαττατε 
ματαιότητα,  νά  ζητήτε  ψεύδος ; 

3  Άλλα  μάθετε,  ότι  εκΧεξεν  ό  Κύριος  τον  οσιόν 
τον  ό  Κύριος  Β^έΧει  μου  εισακούει,  όταν  κράζω 
Ίτρός  αυτόν. 

4  ^Ορ^ίζεσθε,  και  μην  άμαρτάνετβ'  σνΧΧο^ίζεσθε 
μέσα  εις  την  καρδίαν  σας  εττάνω  εις  την  κΧίνην 
σας,  και  ήσυχ^άζετε. 

5  θυσιάσετε  Β^υσίας  δικαιοσύνης,  καΐ  εΧττίσετε 
εις  τον  Κύριον. 

6  Πολλοί  Χε<^ουν,  Ύίς  ΒεΧει  μας  δείξει  το  καΧόν ; 
"Ύψωσε  εττάνω  εις  ημάς  το  φως  του  ττροσώττου 
σου.  Κύριε. 

7  "Εδωκες  με^αΧητεραν  εύφροσύνην  εις  την  καρ- 
δίαν μου,  τταρά  οσην  άποΧαμβάνουν  αύτοΙ,  εις 
καιρόν  δτε  ττΧηθύνεται  ό  σίτος  αυτών  και  ό  οίνος 
αυτών. 

8  Με  ειρήνην  Β^έΧω  και  ττΧα^ιάσει  καΐ  κοιμηθή' 
διότι  συ  μόνος,  Κύριε,  με  κάμνεις  νά  κατοικώ  εις 
άσφάΧειαν. 

343 


Μηνός  ήμερα  α.  ΨΑΛΜΟΙ. 

ΦΑΛΜΟΣ    €'. 

ΛΟΣ  άκρόασιν,  Κύριβ,  €ί<;  τα  \ό<γίά  μον   βννόησβ 
τον  στβναΎμόν  μου. 

2  ΥΙρόσβξβ  €Ϊ9  την  φωνην  της  κρανγής  μου,  Βασί- 
Χβΰ  μου,  καΐ  Θβε  μου'   8ίότί  βίς  σέ  ,^ελω  ττροσβυ- 

3  Κνρί-ε,  το  Ίτρωϊ  -9^ελεί-9  άκούσβί  την  φωνήν  μου' 
το  ττρω'ί  3^β\ω  τταρασταθη  εί9  σε,  καί  ^9ελω  στβκβι 
ττροσβκτίκός. 

4  Δίότί.  δεν  βίσαι  συ  Θεός  6στι<;  να  βύαρβστήται 
€19  την  άσέββίαν  6  ττονηρος  δβν  ^ελεί  κατοικβΐ 
ττΧησίον  σου. 

•  5  Ουδέ  Γ&ελουν  σταθή  οΐ  άφρονες  βμττροσθεν  των 
οφθαΧμών  σου'  συ  μι,σβΐς  οΧους  τους  ερ^άτας  της 
ανομίας. 

6  Συ  θ^ελε69  έζοΧοθρβύσει  τους  \α\οΰντας  το 
ψεύδος'  6  Κύριος  βδέλύσσβται  τον  άνθρωττον  τον 
αίμοβόρον  καΐ  τον  8ό\ιον. 

7  Άλλ'  εγώ  8ίά  το  ττΧήθος  του  βλέους  σου  -^έλω 
€μβή  εΐ9  τον  οΙκόν  σου°  μβ  τον  φόβον  σου  -^ελω 
ττροσκυνήσβί  ττρος  τον  ναον  της  α<^ι,6τητός  σου. 

8  Κύρίβ,  όδί^γτ^σέ  με  μβ  την  δίκαιοσύνην  σου,  δίά 
τους  έ'χθρούς  μου'  κατεύθυνε  τον  Βρόμον  σου  εμ- 
ττροσθέν  μου. 

9  Αιότι  δεν  είναι  εΙς  το  στόμα  αυτών  αλήθεια•  ή 
καρ8ία  των  είναι  ττονηρία•  τάφος  άνοΐΎμένος  είναι 
6  Χάρυ'γξ  αυτών  με  την  ηΚώσσάν  των  ΒοΧίως 
κολακεύουν. 

10  Καταδίκασε  αυτούς,  Θεε*  ά9  άττοτύ^ωσιν  άττο 
τους  σκοτΓούς  των  Βίωξε  αυτούς  Βιά  το  ττΧήθος 
τών  τταραβάσεών  των,  διότι  άττεστάτησαν  εναν- 
τίον σου. 

11  Ά9  εύφραίνωνται  δε  όλοι  οι  Β^αρρούντες  εΙς 
σε'  ας  'χαίρωνται  πάντοτε,  διότι  σύ  ττερισκεττά- 
ζεις  αυτούς '  ας  καυχώνται  ομοίως  εις  σε  όσοι 
άγατΓουν  το  ονομά  σου. 

344 


ΊΆΛΜΟΙ.  Μηνυί  ημη^α  α  . 

1 Ί  ^ίοτί  συ,  Κύρί€,  ^ε'λβίΫ  βύΧο'^ήσξί  τον  δί- 
καιον ^ελ6ί9  7Γ6ρικυκΧώσ€ΐ  αυτόν  μ€  βύμβνβίαν, 
ωσάν  μ€  άσττί,'δα. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ς-'. 

ρζ^ΤΡΙΕ,  μή  με  €λά^ξ7)ς  βίς  τον  Βνμόν  σου,  μηΒΐ 
€ί9  την  όρ'γήν  σου  τταιΒεύσ'υς  με. 

2  ΕΧέησε  με,  Κύροε,  8ώτί  €γώ  είμαι  άΒύνατο^' 
ίάτρευσβ  με.  Κύριε,  8ίότι  εταρά•χθησαν  τα  οστά 
μου. 

3  Εταρά•χθη  και  η  ψυχ^}]  μου  σφό8ρα•  άΧΧά 
συ.  Κύριε,  εως  ττότε ; 

4  Εττίστρεψε,  Κύριε '  Χύτρωσε  την  ψυχην  μου• 
σώσε  με  δίά  το  εΧεός  σου. 

5  Αιότι  εις  τον  θάνατον  δεν  είναι  καμμία  ενθύ- 
μησις  ττερί  σοΰ'  εις  δε  τον  α8ην  ττοΐος  ^έΧει  σε 
άτΓθ8ί8ει  εύχ^αριστίαν ; 

6  Ε7ώ  ά-πεκαμα  εις  τον  στενα'γμόν  μου•  οΧην 
την  νύκτα  Χούω  την  κΧίνην  μον  με  τά  8άκρυά 
μου  βρεγ^ω  το  στρώμα  μου. 

7  Ο  οφθαΧμός  μον  εμαράνθη  άττο  την  κ^Χίψιν 
ε'γηρασεν  εξ  αιτίας  οΧων  τών  εγθρών  μου. 

8  ΑτΓομακρυνθητε  άττο  εμε,  οΧοι  σεις  οι  ερ^άται 
της  ανομίας•  8ιότι  ηκουσεν  ό  Κύριος  την  φωνην 
του  κΧαυθμοΰ  μου. 

9  'Ήκουσεν  6  Κύριος  την  Βέησίν  μου•  ό  Κύριος 
εΒέ-χθη  την  ττροσευγτ^ν  μου. 

10  Ας  εντραττώσι,  και  ας  ταραχ^θώσι  σφόΒρα, 
οΧοι  οι  ε-χθροί  μου•  ας  στραφώσιν  εΙς  τά  όττίσω• 
ας  καταισ'χυνθώσιν  αίφνιΒιως. 

Ψαλμός  ξ'. 

]^ΤΡΙΕ   ό  θεός  μου,  εΙς  σε  εΧττίζω•  σώσε  με  άττο 
οΧους  εκείνους  οι  οττοίοι  με  κατατρεγουν,  και 
Χύτρωσε  με• 

α3 


Μι^νόί  ημίρα  α  .  ΠΑΛΜΟΙ. 

2  Ή[ή  ττως  6  βγΘρο<;  άρπάξ-ρ  ώς  λέων  την  ψνχιίν 
μου,  καΐ  την  Βιαστταράξι^,  χωρίς  να  ηναί  κανβ\<ζ  να 
μ€  Χυτρωστ). 

3  Υ^ύρίβ  6  Θε09  μου,  αν  εγώ  'έττραζα  τούτο,  αν 
€49  τάς  χ€Ϊρά<;  μου  ηναί  ανομία" 

4  \ν  άνταττβδωκα  κακόν  εις  έκβϊνον  όστις  βίρή- 
νβυβ  μ€  €μ€,  η  κατβθΧίψα  τους  χ(ορΙ<;  αΐτίαν 
Βιώκοντάς  μξ• 

,  5  Άς  κατατρβξτ)  6  βχθρος  την  ψυχήν  μου,  καΐ 
ας  την  φθάση'  ναΙ,  ας  καταττατηση  βίς  την  ^ην 
την  ζωήν  μου,  καϊ  άς  καταβολή  την  Βόξαν  μου  €ΐς 
το  -χώμα. 

6  Σήκω,  Κύρί€,  εΐ9  την  ορ'^ην  σου'  ύψώσου  δια 
την  Χύσσαν  των  έχθρων  μου•  καϊ  έξύττνησβ  Βι"  €μ€ 
€ίς  την  κρίσιν  την  όττοίαν  έττρόσταξβς. 

7  Και  η  σύναξις  των  Χαών  ^ελβ^  σε  ττερικυκΧώ- 
σεΐ'  συ  δε  βττίστρβ-^ε  να  καθήσης  βίς  ϋψος  ύττβρ- 
άνωθβν  αυτής. 

8  Ό  Κύριος  Β^βΧβι  κρίνβι  τους  Χαούς'  κρΐνέ  μ€, 
Κύριβ,  κατά  την  Βικαιοσύνην  μου,  καϊ  κατά  την 
άκβραιότητά  μου,  ι]  όττοΐα  €Ϊναι  εις  βμέ. 

9  *Α9  τβΧβιώση  ττλέον  ή  κακία  των  άσεβων  καϊ 
στερέωσε  τον  δίκαιον,  συ  6  Θεός  ό  δίκαιος,  6 
ότΓοΐος  εξετάζεις  καρδίας  καϊ  νεφρούς. 

10  Ή  υττεράσπτισίς  μου  είναι  άττο  τον  Θβόν,  ό 
ότΓοΐος  σώζει  τους  ευθείς  την  καρδίαν. 

1 1  Ό  Θεός  είναι  Κριτής  δίκαιος,  καϊ  Θεός  όστις 
6ρ<γίζεται  καθ'  ήμέραν. 

12  Έαν  6  άσεβης  δεν  εττιστραφη,  αύτος  -^έλε* 
ακονίσει  την  ρομφαίαν  του'  ετέντωσε  το  τόξον 
του,  καϊ  ητοίμασεν  αύτο' 

13  ΚαΙ  εις  αύτο  ητοίμασεν  ορ'^ανα  θανάτου• 
Ίτροσηρμοσε  τά  βέΧη  του  εναντίον  των  διωκτών. 

14  Ίδοό,  6  άσεβης  κοιΧοττονεΐ  άνομίαν  συνέ- 
Χαβε  δε  ττονηρίαν,  καϊ  ε<γέννησε  ψεύδος. 

15  "Έ•σκαψε  Χάκκον  καϊ  τον  έβάθυνε•  ττΧην  αύτος 
^ελεί  ττεσει  εις  το  βάραθρον  το  όττοΐον  εκαμεν. 

346 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μί^ι^οΓ  ημίρα  Ιί . 

16  Ή  ΤΓονηρία  του  ^ε\βι  βττίστρβψζί  κατά  τή^ 
κεφαλής  του,  καΐ  ή  καταζυναστβία  αυτού  ^^\€ί 
καταβϊ)  βιτάνω  β/ς•  την  κορυφήν  τον. 

17  Εγώ  ^ελω  βτταιν^ΐ  τον  Κυρ  ων  κατά  την  ζι- 
καιοσύνην  του,  καΐ  Β^βΧω  •ψ•α\μωΒ€Ϊ  βίς  το  όνομα 
Κυρίου  του  'Ύ-^ίστου. 

ΨλλμοΣ  η' . 

^ΤΡΙΕ   ό   Κύρίθ<ζ   ημών,   ττόσον   ξίναι   3αυμαστ6ν 
το    ονομά  σου    βί<;    ολ,ην  την    >γην !    6    όττοϊος 
€θ€σ€ς  την  δοξαν  σου  ύττβράνω  των  ουρανών. 

2  ΆτΓο  το  στόμα  των  νηττίων  καΐ  τών  ^ηΧαζόν- 
των  ητοίμασβ'ζ  βτται,νον  βξ  αιτίας  τών  βχθρών  σον, 
Βίά  νά  κατάργησης  τον  έ'χθρον  καϊ  τον  έκΒικητήν. 

3  "Οταν  3€ωρώ  τους  ουρανούς  σου,  το  βρ^ον  τών 
ΒακτύΧων  σου,  την  σ^Κήνην  καϊ  τους  αστέρας,  τά 
οτΓοΙα  συ  έθβμελίωσες, 

4  Τι  εΙναί  ό  άνθρωττος,  δίά  νά  τον  βνθυμήσαι;  ή 
ό  υΙος  του  άνθρωπου,  Βίά  νά  τον  βττισκέτττβσαι ; 

5  Σύ  όμως  βκαμβς  αυτόν  οΧί'γον  τι  κατώτβρον 
άτΓΟ  τους  άγ/βΧονς,  καϊ  με  Βόξαν  καϊ  τιμήν  βστβ- 
φάνωσβς  αυτόν. 

6  Σι)  κατέστησες  αυτόν  κύριον  έττάνω  εις  τά 
βρΎα  τών  -χειρών  σου'  τά  ττάντα  νττβταζβς  νττο- 
κάτω  εις  τονς  ττόΒας  τον 

7  "Ολα  τά  ττρόβατα  καϊ  τονς  βόας,  καϊ  ακόμη 
τά  ζώα  του  ά'^ρού' 

8  Τά  ττετεινά  του  ουρανού,  και  τά  οψάρια  της 
'^αΧάσσης,  καϊ  ο,τι  Βιαττερνα  τονς  Βρόμους  τών 
^αΧασσών. 

9  Κύριε  ό  Κύριος  ημών,  ττόσον  είναι  Βανμαστόν 
το  ονομά  σου  εις  οΧην  την  <γήν  ! 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  'ΕΩΘΙΝΗ. 

Φαλμος  $'. 

ΩΕΛίϊ  σε   ΒοξρΧοηησει,  Κύριε,  με  οΧην  την  καρ- 
Βίαν  μου'  ΒεΧω  Βιη^ηθή  'όΧα  τά  θαυμάσια  σον. 

347 


Μ;7^'θϊ  ημίρα  βί .  ΨΑΛΜΟΙ. 

2  Θέλω  βνφρανθή  καΐ  χάρη  βίς  σβ•  ^έ\ω  ψαΧ- 
μωΒήσβί  βίς  το  ονομά  σου,  "Τψίστβ. 

3  '  Οταν  στραφώσιν  οι  εχθροί  μον  βίς  τά  οττίσω, 
Β^ίΧουν  7Γ€σ€ΐ,  καΐ  Β^βΧουν  άφανισθη  αιτ  βμττρο- 
σθβν  σον. 

4  Αίοτί  συ  €καμ€ς  την  κρίσιν  μου  και  το  8ί- 
καιόν  μον  έκάθησβς  ΙττΙ  Β^ρόνου  κρίνων  μΐ  Βικαιο- 
σύνην. 

5  Συ  €7Γ€τίμ.ησ€<;  τά  βθνη'  έξωΧόθρβυσες  τον 
άσεβη•  το  όνομα  αυτών  β^ι/λβί-ψ^βΫ  €ΐ?  τον  αιώνα 
του  αιώνος. 

6  Αί  ερημώσεις  του  εχθρού  εΧειψαν  Βιαττάντα• 
και  συ  κατη8άφισες  ττόΧεις•  το  μνημόσυνον  αυτών 
εχάθη  ομοΰ  με  αϋτάς. 

7  Άλλ'  ό  Κύριος  ^εΧει  Βιαμένει  εις  τον  αΐώνα' 
αύτος  ήτοίμασε  τον  ^ρόνον  του  Βιά  κρίσιν. 

8  Και  αύτος  3^έ\ει  κρίνει  την  οίκουμενην  με  Βι- 
καιοσύνην  αύτος  Β^έΧει  κρίνει  τους  Χαούς  με  ευ- 
θύτητα. 

9  Ό  Κύριος  ακόμη  3^εΧει  είσθαι  καταφύ^'^ιον  εις 
τον  ττένητα,  καταφύ^ιον  εις  καιρούς  Β^Χίψεως. 

10  Και  3^έΧουν  θαρρεί  εις  σε,  όσοι  <γνωρίζουν  το 
ονομά  σου•  Βιότι  σύ,  Κύριε,  8εν  ε'^κατεΧιττες  τους 
ζητούντάς  σε. 

1 1  Φαλ/Αωδβίτβ  εΙς  τον  Κύριον,  όστις  κατοικεί 
εις  την  Σιών  αναγγείλετε  μεταξύ  τών  Χαών  τά 
κατορθώματα  αυτού. 

12  Αιότι  όταν  κάμνη  εξέτασιν  ττερί  αιμάτων, 
ενθυμεΐται  αύτά'  8εν  ΧησμονεΙ  την  κρανγην  τών 
ταΧαιττω  ρου  μένων. 

13  Έλε77σ"ε  με,  Κύριε•  ι8ε  την  ^^Χίψιν  μου  άττο 
μέρους  τών  εχθρών  μου,  σύ  όστις  με  ύψόνεις  άττο 
τας  ττύΧας  του  3ανάτου' 

14  Αιά  νά  Βιη'γηθώ  οΧους  τους  ετταίνόυς  σου  εις 
τάς  ττύΧας  της  Β^υ^ατρός  της  Σιών  ε'γώ  ^ελω  χαί- 
ρει 8ιά  την  σωτηρίαν  σου. 

15  Τά  έθνη  κατεβυθίσθησαν  είς^τον  Χάκκον  τον 

348 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  (ί  . 

όττοΐον  έκαμαν  εις  την  7Γα<γίΒα,  την  όττοίαν  κρυφίω<ϊ 
έστησαν,  βττίάσθη  6  ττοΰς  αυτών. 

16  Ό  Κύριος  γνωρίζεται  Βιά  την  κρίσιν  την 
ότΓοΐαν  κάμνβΐ'  ό  άσββης  ττα'^ιΖβύζται  εις  το  ερ'γον 
των  γ^βιρών  τον. 

17  Οί  άσβββΐς  3^έΧουν  €7Γΐστραφή  εις  τον  αΒην 
και  6\α  τα  έθνη  οσα  Χησμονοΰν  τον  θβόν. 

18  Αιότι  ογ^ι  Βιαττάντα  Γ&ελεί  Χησμονηθή  ό 
7Γτωχ09•  ή  ύττομονη  των  7Γ€νήτων  δεν  ^ελει  χαθη 
διαττάντα, 

19  Σήκω,  Κνριε'  ά?  μην  ύττβρισχύτ)  άνθρωπος• 
ας  κριθώσι  τα  βθνη  εμττροσθέν  σου. 

20  Κατάστησε,  Κύριε,  νομοθέτην  εττάνω  εις  αυ- 
τούς• ας  '^νωρίσωσι  τα  έθνη,  οτι  είναι  άνθρωττοι. 

Ψαλμός  ι. 

Λ  ΙΑ  τί,  Κύριε,  στέκεσαι  άττο  μακράν ;  8ιά  τί  κρύ- 
τΓτεσαι  εις  καιρούς  3^Χίψεως; 

2  Ε 19  την  ύττερηφανίαν  του  άσεβους,  κατακαί- 
εται ό  τττω-χός•  ας  ττιασθώσιν  εις  τάς  ττανουρ^ίας 
τάς  οτΓοίας  ΒιαΧο'γίζονται. 

3  Αιότι  6  άσεβης  καυχάται  εις  τάς  επιθυμίας 
της  "^νχης  του,  και  6  ττΧεονέκτης  μακαρίζει  τον 
εαυτόν  του-  καταφρονεί  τον  Κύριον. 

4  Ό  άσεβης,  Βιά  την  άΧαζονείαν  του  ητροσώττον 
του,  δεν  ^ελεί.  ζητήσει  τον  Κύριον  'όΧοι  του  οί  8ια- 
Χο'γισμοι  είναι,  οτι  δεν  ύττάρχει  Θεός. 

5  0/  Βρόμοι  του  μοΧύνονται  εις  ττάντα  καιρόν 
αι  κρίσεις  σου  είναι  ττοΧΧά  ύψηΧά  άττο  το  ττρόσ- 
ωτΓον  αύτού'  αυτός  φυσά  εναντίον  οΧων  των 
εχθρών  του. 

6  Ειττεν  εΐ9  τήν  καρΖίαν  του.  Δεν  ^ελω  σαΧευθή 
άττο  'γενεάς  εις  ^ενεάν  8ιότι  δεν  ^ελω  ττέσει  εις 
Βυστυχίαν. 

7  Το  στόμα  του  ^έμει  άττο  κατάραν,  και  άττάτην, 
και  ΒόΧον  ύτΓΟκάτω  εις  τήν  <γΧώσσάν  τον  είναι 
κακία  και  ματαιότης. 

8  Κάθηται   εις  τάς    ενεΒρας  των  ττροαυΧίων,  εις 

349 


Μηνοε  ημίρα  β.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

τού<ζ  άτΓοκρύφους  τοττονί,  Βιά  να  φονβύτ)  τον  άθωον 
οι  οφθαΧμοί  του  άττοβΧβτΓουν  κρυφίω<ί  €ΐ9  τον 
Ίτίνητα. 

9  Ένεδ/ίεύβί.  669  του^  άττοκρύφονζ  τόπους,  ως 
λεωι/  €19  το  σττηλαι,όν  τον  βνβΒρεύβο  δίά  να  άρ- 
"ττάξτ)  τον  Ίττωγόν  άρττάζβι  τον  ιττωγον,  όταν 
(τνρτ)  αντον  €69  το  Βίκτυόν  του. 

10  ΣκύτΓτβί  και  'χ^αμηΧονβι,  Βιά  νά  ττέσωσιν  οί 
ΊΓτω'χοϊ  €69  τοΐ'9  ονυγά';  του. 

1 1  Εί,'ττεν  €69  την  καρΒίαν  του,  ^Ελησμόνησβν  6 
©€09 •   βκρυψβ  το  πρόσωττόν  του•   Βεν  ^εΧβι  ττοτζ 

το    10€1. 

12  Σϊίκω,  Κύριβ'  θββ,  ΰψωσβ  την  χβΐρά  σον 
μη  \ησμονήστι<ζ  τους  τεθΧιμμβνους. 

13  Αίά  τι  τταρώξυνβν  6  άσββη'ζ  τον  Θεόν;  αύτος 
είττεν  669  την  καρΒίαν  του,  οτι  συ  Ββν  -^€λ€ί9  τό 
έξετάσβί. 

14  Σύ  το  ϊΒβς'  Βιότι  συ  παρατηρείς  την  άΒικίαν 
καΐ  την  ϋβριν,  Βιά  νά  τα  άνταμείψης  με  την  χ^ΐρά 
σου'  εις  σε  άφιερόνεται  ό  τττωγός'  εις  τον  όρφα- 
νον  συ  είσαι  ό  βοηθός. 

15  Σύντριψε  τον  βραγ^ίονα  τού  άσεβους  και  πο- 
νηρού• εξερεύνησε  την  άσέβειαν  αυτού,  εως  νά  μην 
εύρης  αύτην  ττλε'ον. 

16  Ό  Κύριος  είναι  ΒασιΧευς  εις  τον  αιώνα  τού 
αιώνος•  τά  έθνη  3^έ\ουν  εζαΧειφθη  άττο  την  ^γήν 
τον. 

17  Κύριε,  συ  εισήκουσες  την  εττιθυμίαν  των  πε- 
νήτων συ  ^ελ€ί9  ετοιμάσει  την  καρΒίαν  των,  3^έ- 
Χεις  κάμει  προσεκτικόν  το  ωτιον  σου, 

18  Αιά  νά  κρίνης  τον  ορφανον  καΐ  τον  ταπεινω- 
μενον,  ώστε  6  άνθρωπος  6  'γήίνος  νά  μη  καταΒυνα- 
στεύτ}  πΧέον. 

Ψαλμός  ια'. 

"ΡΊΣ  τον  Κύριον  ^αρρώ  ε^ώ'  πώς  Χοιπον  Χέζετε 
εις  την  ψυ-χ^ίν  μου,   Φεύ^ε  εις   το   ορός   σας, 
<«>9  πουΧίον ; 
350 


ΦΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  $, 

2  ^ίότι,  ίοού,  οί  άσββεΐς  €τέντωσαν  το  τόξον 
των  ητοίμασαν  τ«  ββΧη  των  εττάνω  6ΐ<?  την  χορ" 
Βην,  δίά  να  τοξεύσωσι  κρυφίω<{  τους  €νθ6Ϊς  την 
καρδίαν. 

3  'Εάν  τα  ^βμβΧια  καταστραφώσιν,  6  Βίκαίος  τι 
€μ7Γ0ρ€Ϊ  να  κάμη  ; 

4  Ό  Κύ/34ος  εΖναί  €ΐ9  τον  ναον  τον  αγιόι/  του•  ό 
1\νρίο<;  €19  τον  ούρανον  έχει  τον  Βρόνον  τον  οί 
οφθαΧμοί  του  βΧέττονν,  τα  βΧέφαρά  του  εξετά- 
ζουν, τους  υίούς  των  άνθρώττων. 

5  Ό  Κύριος  εξετάζει  τον  οίκαιον  τον  δε  ασεβή 
και  τον  ά'^/αττώντα  την  άΒικίαν  μισεί  η  ψυχ^')  του. 

6  Θελεί  βρέξει  εττάνω  εις  τους  ασεβείς  τταγιδας• 
ττΰρ,  και  ^εΐον,  και  άνεμοζάΧη  εΊναι  το  μερ ίδιον 
τού  ΤΓΟτηρίου  των. 

7  Αιοτι  δίκαιος  ων  6  Κύριος,  άηαττα  και  δικαιο- 
σύνην  το  ττρόσωττόν  του  άττοβΧεττει  την  ευθύτητα. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ιβ'. 

^ίΙΣΕ,   Κύριε•   διότι  εΧειψεν  ό  όσιος  άνθρωπος 
διότι  εχάθησαν  οί  φιΧαΧηθεις  μεταξύ  των  νίών 
των  άνθρώττων. 

2  "Εκαστος  ΧαΧεΐ  ματαιότητα  ιτρός  τον  ττΧησίον 
του'  με  χείΧη  δόΧια  όμιΧούν  άττό  διττΧήν  καρδίαν. 

3  'Ας•  εξοΧοθρεύστ)  ό  Κύριος  'όΧα  τά  χείΧη  τά 
δόΧια,  και  την  <γΧώσσαν  η  όττοία  ΧαΧεΐ  ύττερήφανα. 

4  Δίότ4  αύτοΙ  εΙτταν,Ήμεΐς  3^έΧομεν  υπερισχύσει 
δια  της  ^Χώσσης  μας'  τά  χείΧη  μας  είναι  ιδικά 
μας•  ποιος  είναι  κύριος  επάνω  εις  ημάς; 

5  Δίά  την  ταΧαιπωρίαν  των  πτωχών,  δια  τον 
στενα^μόν  τών  πενήτων,  τώρα  3έΧω  σηκωθή,  Χέ- 
-γει  ό  Κύριος•  θ^ελω  βάΧει  εις  άσφάΧειαν  εκείνον 
τον  όποιον  ό  άσεβης  καταφρονεί. 

6  Τά  Χό^ια  του  Κυρίου  είναι  Χό^ια  καθαρά•  άρ- 
'^ύριον  δεδοκιμασμένον  εις  πηΚινον  χωνευτήριον, 
καθαρισμένον  επτά  φοραΐς. 

351 


Μψος  ημίρα  βί .  Ψ^ΑΛΜΟΙ, 

7  Σύ,  Κνρίζ,  .5ελ€ί9  φυΧάξβι  αυτούς•  3^€\βις  Βια- 
τηρησβί  αυτούς  αττό  την  'γβνβάν  ταύτην  €ίς  τον 
αιώνα. 

8  Οί  άσβββΐς  ττερίττατοΰν  τρί'^ύρω,  όταν  οΐ 
ά'χρβΐοι  ύψωθώσί  μεταξύ  των  υιών  τών  άνθρο')- 
ττων. 

Ψαλμός  ίγ'• 

'Έ^*^    '^^''"^'    Κύ|θίε,    ^€λ6ί9    με  Χησμονεΐ;    8ια- 
ττάντα;  εως  πότε  3^έ\είς  κρύτττει  το   ττρόσω- 
ττόν  σου  άττο  εμε; 

2  "Εως  ιτότε  3^έ\ω  συΧ\,ο<γίζεσθαί  μέσα  εις  την 
ψυ^^ίν  μου,  εγ^ων  Χύττην  καθ'  ημέραν  εις  την  καρ- 
δίαν  μου;  εως  ττότε  3^έ\ει  ύψόνεσθαι  6  ε'χ^θρός 
μου  εττανω  εις  εμέ ; 

3  ^ΕτΓίβΧεψε•  εισάκουσε  μου,  Κύριε  ό  &ε6ς  μου• 
φώτισε  τους  οφθαΧμούς  μου,  μη  ττως  ύττνώσω  του 
θανάτου  τον  ΰττνον 

4  Μ»;  ττως  εϊττη  ο  ε'χθρός  μου,  'Τττερίσχ^υσα  εναν- 
τίον του•  οι  8ε  3^\ίβοντές  με  -χ^αρώσιν,  εάν  εγώ 
σαΧευθώ. 

5  Άλλ'  ε'γώ  ηΧττισα  εΙς  το  εΧεός  σου•  ή  καρδία 
μου  ^ελεί  'χαίρει  εις  την  σωτηρίαν  σου. 

6  Έγώ  ^ελω  ψάΧλει  εις  τον  Κύριον,  διότι  με 
ευεργέτησε. 

Ψαλμός  ιδ'. 

"ΡΙΠΕΝ   ό  άφρων  εις  την  καρδίαν  του,   Δεν  ύττάρ- 
γει  Θεό<?.     Αιεφθάρησαν,  και  έγιναν  βδεΧυροι 
εις    τα   ερ^α•    δεν   είναι   κάνεις,    όστις    νά   κάμνη 
καΚόν. 

2  Ό  Κύριος  ατΓΟ  τον  ούρανον  εττέβΧε-^εν  εΙς 
τους  υιούς  τών  ανθρώπων,  δια  νά  ϊδη  εάν  ηναι 
κάνεις  όστις  νά  ε•)(τ]  νόησιν,  καΐ  νά  ζητη  τον  Θεόν. 

3  "ΟΧοι  έξέκΧιναν,  οΧοι  ομού  έξη-χρειώθησαν  δεν 
είναι  κανείς,  όστις  νά  κάμνη  καΧόν  ουδέ  εις. 

4  Δεν  'έ'χουν  γνώσιν  οΧοι  οί  έρ^άται  της  ανομίας, 
οί  οτΓοΐοι  κατατρώγουν  τον  Χαόν  μου,  ωσάν  νά 
€τρω'γαν  ψωμίον;  τον  Κύριον  δεν  έττεκαΧεσθησαν. 

352 


'ί'ΑΛΜΟΙ.  Μηρο:  ημίρα  γ'. 

5  ^Εκ€Ϊ  βφοβήθησαν  φόβον  /ίεγαν  8ίότί  6  Θ€0? 
(Ιναι  βίς  την  'γβνβαν  των  δικαίων. 

6  Σείς  ετΓβρίτΓαίξβτβ  την  βονΧην  του  τττωχοί), 
8ιότί  6  Κύριος  βίναι  ή  καταφυγή  του. 

7  Τί'ς•  ^ελβί.  δώσει  άττο  την  Σιων  την  σωτηρίαν 
του  Λσραη\;  "Οταν  ό  Κύριος  βττιστρέψη  τον  \αόν 
του  άττο  την  αί-χμαΧωσίαν,  ^ελελ  ά^άΧλεσθαι  ό 
Ιακώβ,  καΐ  ^ελεί.  εύώραίνβσθαι  6  ^ΙσραήΧ. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ΐ€. 

ΤΓ  ΤΡΙΕ,  ΤΓΟίος  ^έλεί  διατρίψει  εις  την  σκηνγ)ν  σου; 
ΤΓοΐος  .^ελει  κατοικήσει  εις  το  ορός  της  ίΐ•^ιό- 
τητός  σου ; 

2  ^Εκείνος  όστις  ττεριττατεΐ  με  ακεραιότητα,  καΐ 
ερ'γάζεται  την  δικαιοσύνην,  και  \α\εΐ  την  αλή- 
θειαν  μέσα  εις  την  καρδίαν  του' 

3  '  Οστις  δεν  καταΧαΧεΐ  με  την  'γΧώσσάν  του, 
ούδε  κάμνει  κακόν  εις  τον  σύντροφόν  του,  ού8ε 
δέχεται  ονειΒισμον  κατά  του  ττΧησίον  του• 

4  Εί9  του  οτΓοίου  τους  οφθαΧμούς  .καταφρονείται 
6  ά-χ^ρείος  άνθρωττος'  τίμα  δε  τους  φοβούμενους 
τον  Κύριον  όστις  ομνύει  εις  τον  ττΧησίον  του, 
και  δεν  άθετεΐ' 

5  "Οστις  δεν  δίδει  το  άρ'γύριόν  του  εις  τόκον, 
ούδε  Χαμβάνει  δώρα  κατά  τον  αθώου•  οττοιος  κά- 
μνει ταύτα,  δεν  Β^έΧει  σαΧευθη  εις  τον  αιώνα. 

Ψαλμός  ις'. 

φΤΛΑΗΕ'  με.  Θεέ,  διότι,  εις  σε  ηΧττισα. 

2  Συ,  "^υχΐ]  μου,  είττες  εις  τον  Κύριον,  Συ 
είσαι  ό  Κύριος  μου•  ά^αθον  δεν  είναι  εις  εμέ  γω- 
ρίς  σε. 

3  Εΐ9  τους  άβιους  οι  όττοΐοι  είναι  εις  την  γ^ν,  και 
εις  τους  εξαίρετους,  εις  τούτους  είναι  οΧη  μου  η 
εύγαρίστησις. 

4  Οί  ττόνοι  εκείνων,  οι  όττοΐοι  τρεγουν  εξοττίσω 

353 


Μηρο!  ημίρα  -γ  .  ΫΑΛΜΟΙ. 

αλΧων  ^βών,  Β^βΧουν  ττοΧνττΧασίασθη'  ^γο  δεν 
^€λα)  ττροσφέρβί  τας  αττό  αίμα  σ7Γονδά<?  των,  ουδέ 
.9^€λω  \άβ€ΐ  619  τα  χ^ϊ^ν  μου  τά  ονόματα  αύτ6)ν. 

5  Ό  Κύ/5ί09  βίναι  ή  μβρΙ<;  της  κληρονομιάς  μου 
και  τού  ποτηριού  μου•  συ,  Κύριε,  8ιαφυ\άττ€ΐς 
τον  κΧήρόν  μου. 

6  Το  μ€ρί8ίόν  μου  βττεσβν  εις  τόττους  τερττνούς' 
€\αβα  ωραιοτάτην  κΧηρονομίαν. 

7  Θέλω  ευλογεί  τον  Κύριον,  ό  υττοΐος  με  ένου- 
θετησεν  ακόμη  καΐ  εν  καιρώ  νυκτός  με  ΒιΒάσκουν 
οι  νεφροί  μου, 

8  Πάντοτε  βιχα  έμπροσθεν  μου  τον  Κύριον  καΐ 
εττειδη  είναι  εκ  Βεξιών  μου,  δεν  ,^ελω  σαΧευθή. 

9  Δία  τούτο  ευφραίνεται  η  καρΒία  μου,  καΐ 
α'γαΧλ,εται  η  γλωσσά  μου'  ετι  δε  καΐ  η  σάρζ  μου 
^εΚει  κατοικεί  εις  άσφαΚειαν. 

10  Αιότι  δεν  ^έλ6ί<?  αφρίσει  την  ψυχήν  μου  εΙς 
τον  α8ην,  ουδέ  -θέλεις  συγχωρήσει  τον  οσιόν  σου 
να  Ϊ8ρ  Βιαφθοράν. 

11  Συ  εΒειξες  εΙς  εμε  τον  Βρόμον  της  ζωής'  χορ- 
τασμός ευφροσύνης  είναι  το  πρόσωπον  σου•  τβρ- 
πνότητες  είναι  Βιαπαντός  εις  την  Βεξιάν  σου. 

Φαλμος  ιζ'. 

^'Ι  ΚΟΤΣΕ,    Κύριε,    το   Ζίκαιον    πρόσεξε    εις  την 
Βέησίν  μου'    8ός  άκρόασιν  εις  την  προσευχήν 
μου,  η  οποία  δεν  γίνεται  από  χε/λτ;  δόλία. 

2  ^^9  εδέχθη  ή  κρίσις  μου  παρά  του  προσώπου 
σου'  οι  όφθαΧμοί  σου  ας  ϊΒωσι  τό  ορθόν. 

3  Συ  ήρεύνησες  την  καρδίαν  μου'  την  επεσκεφθης 
εις  καιρόν  νυκτός•  συ  με  εδοκίμασες,  καΐ  δέν  ηύρες 
τίποτε  εις  εμέ'  ό  στοχασμός  μου  δέν  είναι  διάφο- 
ρος άπό  τους  Χό<γους  μου. 

4  'ί29  προς  τά  εριγα  των  ανθρώπων,  ε'γώ,  διά 
των  λόγων  των  χειΧεων  σου,  εφύΧαζα  τον  εαυτόν 
μου  άπό  τους  δρόμους  των  παρανόμων. 

5  Στήριζε  τά  διαβήματα  μου  εις  τους  δρόμους 
σου,  διά  νά  μη  σαΧευθώσιν  οι  πόδες  μου. 

354 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μι/ί/όί  τ)μίρα  γ' ■ 

6  Έγώ  σ€  εττβκαΧέσθην,  066,  ^ίότι  Β^βΧβις  μβ 
ΐΐσακούσβί'  κ\ΐν€  εις  ε'/^έ  το  ώτίον  σου,  καΐ  άκρο- 
άσου  τού<;  \ό^ον<ί  μου. 

7  θαυμάστωσβ  τα  έΧέη  σου,  συ,  6  όττοΐος  σώζβος. 
τους  βΧττίζοντας  βίς  σβ  άττο  έκβίνους  οί  οττοΐοί 
σηκόνονται  κατά  της  Ββξίάς  σου. 

8  ΦύΧαξά  μβ  ώς  κόρην  οφθαΧμοΰ,  κρύψ€  μβ  υπο 
την  σκιάν  των  πτερύγων  σου, 

9  Άτγ'  'έμττροσθβν  των  άσββών  οί  οττοΙοι  μ€  τα- 
Χαιττωρούν  οί  €•χθροΙ  της  "^υχ^ής  μου  με  ττερίεκύ- 
κΧωσαν. 

10  ΑύτοΙ  υτΓερεττά'χυναν•  το  στόμα  των  ΧαΧεΙ 
ύττερήφανα. 

1 1  Τώρα  ττεριεκύκΧωσαν  τά  Ζιαβηματά  μας  • 
ττροσήΧωσαν  τους  οφθαΧμούς  των,  Βίά  νά  μας 
κρημνίσωσι  κατά  ^ής' 

12  'ί29  λέων,  6  όττοΐος  εττιθυμεΐ  νά  καταφάγτ}, 
και  ώς  σκύμνος,  6  οττοΐος  κάθηται  εις  άττοκρύφους 
τότΓους. 

13  Σήκω,  Κύρι,ε,  ττρόφθασέ  τον,  βάΧε  τον  κάτω• 
εΧευθβρωσε  την  "ψυχ^ήν  μου  άττο  τον  άσεβη,  όστις 
είναι  ή  ρομφαία  σου' 

14  Άττο  άνθρώττους,  Κύριε,  οί  οττοΙοι  είναι  η  χειρ 
σου'  άττο  άνθρώττους  του  κόσμου,  οί  όττοΐοι  Χαμ- 
βάνουν  το  μερίΒιόν  των  εις  ταύτην  την  ζωην,  και 
των  ότΓοίων  την  κοιΧίαν  γεμίζεις  άττο  τους  3ΐ]σαυ- 
ρούς  σου'  εγορτάσθησαν  άττο  υιούς,  και  άφίνουν 
τά  ττΧούτη  των  εις  τους  ε^^όνους  των. 

15  ^Ε^ώ  8ε  με  Βικαιοσύνην  3^έΧω  ίΒεΐ  το  ττρόσω- 
Ίτόν  σου'  3έλω  γορτασθη  άττο  την  ^εωρίαν  σου, 
όταν  εξυττνήσω. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦΑΛΜΟΣ    ΐη'. 

ΟΕΛί2  σε  ά^αττα,  Κύριε,  η  Βύναμίς  μου. 

2  Ό  Κύριος  είναι  ττετρα  μου,   και   φρούριόν 
μου,    και    εΧευθερωτής   μου'    Θεός    μου,    βράχος 

355 


Μηνυς  ημίρα  γ'.  'ϊ'ΑΛΜΟΙ. 

μον   €<γω  -^ελω   ΐΧττίζβι  ζΐς  αυτόν  άσττίς  μου,  καΐ 
κεραΐζ  ΤΪ79  σωτηρίας  μον  νψηΧος  ττύργος  μου. 

3  Εγώ  ^έΧω  βτηκάλ,βσθη  τον  άζίύμνητον  Κύρίον, 
και  άτΓο  τους  ζγθρούς  μον  5ελω  Χυτρωθή. 

4  Πόνοι,  θανάτου  μ€  ΤΓβροεκύκΧωσαν,  καΐ  χε/- 
μαρ'ροί  ανομίας  με  κατατρόμαζαν. 

5  ΙΙονοί  τον  αΒου  μβ  ττβρίβκύκΧωσαν,  ττα'γίΒβς 
θανάτου  με  βττρόφθασαν. 

6  Εί.9  την  στενο-χ^ωρίαν  μου  εττεκαΧεσθην  τον 
Κνρων,  καΐ  ττρός  τον  Θεό  ν  μον  εφώναξα'  ηκονσεν 
αϊτό  τον  ναόν  τον  την  φωνήν  μον,  καΐ  η  κρανγή 
μον  εφθασεν  εμττροσθεν  του,  εως  εΙς  τα  ωτά  του. 

7  Τότε  εσα\εύθη  και  έντρομος  ε^ινεν  ή  γ],  και 
τα  ^εμελ,ια  των  ορέων  εταράγθησαν  και  εσαΧεύ- 
θησαν,  Βιότι  αντός  ωρ<^ίσθη. 

8  Καττνός  άνεβαινεν  άττό  τους  μνκτήράς  τον,  και 
ττνρ  άττό  το  στόμα  τον  κατεφ\ό<^ιζεν'  άνθρακες 
άνηφθησαν  αττ  αντό. 

9  ΚαΙ  εκΧινε  τονς  ονρανούς,  και  κατέβη•  και 
σκότος  ητον  νττό  τους  ττόΒας  τον. 

10  Και  άνέβη  εττάνω  εις  'χερονβΐμ,  και  επεταζε• 
και  εττέταξεν  εττάνω   εις  τάς  τττέρνγας  τον  άνεμου. 

11  'Έικαμε  τό  σκότος  άττόκρνφον  τοττον  τον  η 
σκηνή  τον,  Ίτεριξ  αύτον,  ήσαν  νδατα  σκοτεινά, 
σύννεφα  των  αέρων. 

12  Αττό  την  Χάμψιν,  η  όττοία  ητον  έμπροσθεν 
αυτού,  εττέρασαν  τά  σύννεφα  τον,  'χάΧαζα,  και 
άνθρακες  ττνρός. 

13  ΚαΙ  εβρόντησεν  εις  τονς  ονρανονς  ό  Κύριος, 
καΐ  ό  'Τ^ψιστος  έ'δωκε  την  φωνήν  τον  -χάΧαζα, 
και  άνθρακες  ττυρός. 

14  Και  εξαττέστειΧε  τά  βεΧη  του,  καΐ  τους 
εσκόρτΓίσεν  εττΧήθυνε  τάς  άστραττάς,  καΐ  τους 
ετάραζε. 

15  Τότε  έφάνησαν  τά  βάθη  των  υδάτων,  και 
εξεσκεττάσθησαν  τά  3^εμέΧια  της  οικουμένης,  άττό 
τον  φοβερισμόν  σον,  Κύριε,  άττό  τό  φύσημα  του 
άνέμον  των  μνκτήρων  σου. 

356 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ»;>/ΟΓ  ημίρα  γ'. 

16  Αυτός  βστβίλβν  άττο  το  ΰψος,  και  μ€  βττήρε• 
μ€  βσνρβν  βξω  άττο  νΒατα  ττολλά. 

17  Αΐ'τ09  μ€  η'Κ6νθέρωσ€ν  άττο  τους  Βυνατούς 
βχ^θρους  μου,  και  άττο  τού<;  μισούντάς  μβ,  Βιότί 
ήσαν  ΤΓθ\ύ  Βννατώτβροί  μου. 

18  Αύτοϊ  μ€  €7Γρόφθασαν  εις  την  ημβραν  της 
συμφοράς  μου'  άΧλ  6  Κύριος  βστάθη  το  άντι- 
στήρΐ'^μά  μου' 

1ί)  Και  μβ  €φ€ρβν  εξω  βίς  βύρυ'χ^ωρίαν  μβ  ήΧβυ- 
θβρωσβ,  Βιότι  με  η^άττησβν. 

20  Ό  Κύριος  μ€  άντήμβιψβ  κατά  την  Βικαιοσύ- 
νην  μου'  κατά  την  καθαρότητα  των  'χ^βιρών  μου 
μ€  άνταττέΒωκβ. 

21  Αιότι  εφύ\αξα  τους  Βρόμους  του  Κυρίου,  και 
Βεν  ησέβησα  €ΐς  τον  θεόν  μου. 

22  Δίότι  6\αι  του  αϊ  κρίσεις  ήσαν  έμπροσθεν 
μου,  και  τά  Βικαιώματά  του  Ββν  άττερριψα  άττο 
τον  εαυτόν  μου' 

23  Και  εστάθην  άμεμτττος  ττρος  αύτον,  και  εφυ- 
Χάγ^θην  άττο  την  άνομίαν  μου. 

24  Δια  τούτο  ό  Κύριος  με  άντήμειψε  κατά  την 
Βικαιοσύνην  μου,  κατά  την  καθαρότητα  των  χ€ΐ,- 
ρών  μου  εμττροσθεν  εις  τους  οφθαΧμούς  του. 

25  ΛΙε  τον  οσιον  Β^εΧεις  Βει-χθτ)  όσιος•  με  τον 
άνθρωτΓον  τον  άθώον  ^έΧεις  Βειχ^θή  αθώος. 

26  Με  τον  καθαρόν,  καθαρός  ^εΚεις  είσθαί'  και 
με  τον  Βιεστραμαένον,  Βιεστραμμενα  ^εΧεις  φερθί). 

27  Διότι  συ  ^ελ€ΐ9  Χυτρώσει  τον  Χαόν  τον  τε- 
ΘΧίμμένον  τους  οφθαΧμούς  δε  των  ύττερηφάνων 
^ελεΐ9  ταττεινώσει. 

28  Διότι  συ  Β^ελεις  ανάψει  τον  λιίχνον  μου• 
Κύριος  ό  θεός  μου  ^ελει  φωτίσει  το  σκότος  μου. 

29  Διότι  Βιά  σου  ^έλω  Βιασττάσει  στράτευμα, 
και  Βιά  του  Θεοΰ  μου  Β^ελω  ύττερτΓηΒήσει  τείγος. 

30  Ύοΐ)  Θεοί,  ό  Βρόμος  του  είναι  τέΧειος'  6  λόγος 
του  Κυρίου  είναι  ΒεΒοκιμασμενος  ωσάν  εις  ττυρ• 
αυτός  εΊναι  άστιΊς  'όΧων  των  ελττι^όντων  εις  αυτόν. 

357 


Μί^ί/οϊ  ήμίρα  γ  .  ΦΆΛΜΟΙ. 

31  Αιότί  τις  βίναι  Θβος,  ττΧην  τον  Κυρίου ;  και 
τις  φρούριον,  ττΧην  του  θβοΰ  ημών ; 

32  Ό  Θβος  €ίναί  6  όττοΐος  μβ  ττβριζώνβί  δύναμιν, 
καΐ  έξομαΧίζει  τον  Βρόμον  μου. 

33  Αυτός•  κάμνει  τους  ττόΒας  μου  ώς  των  έΧά- 
φων,  καΐ  με  σταίνει  εττάνω  εις  τους  ύ-^ηΧούς  μου 
τόττους' 

34  ΑιΒάσκεί  τάς  γεΐράς  μου  εΙς  ττόΧεμον,  και 
εκαμεν  ώς  τόξον  'χ/ΐΚκινον  τους  βρα-χ^ίονάς  μου. 

35  2;)  με  εΒωκες  ακόμη  την  ασττ/δα  τ^9  σωτη- 
ρίας σου'  καϊ  η  Βεξίά  σου  με  υπεστήριξε,  και  ή 
ά'^αθότης  σου  με  έκαμε  με'^αλ.ον. 

36  Σύ  εινΚάτυνες  τα  διαβήματα  μου  ύττοκάτω 
μον,  καϊ  οΐ  ττόΒες  μου  Βεν  άΒυνάτισαν. 

37  ΚατεΒίωξα  τους  εγθρούς  μου,  καϊ  τους 
εφθασα'  καϊ  8εν  εστράφην  οττίσω,  εως  ότου  εξω- 
Χοθρεύθησαν. 

38  Τους  εσύντριψα,  ώστε  8εν  ημπόρεσαν  να  ση- 
κωθώσιν  έπεσαν  ύποκάτω  εις  τους  πό8ας  μου. 

39  Αιότί  συ  με  περιεζωσες  Βύναμιν  εις  την  μά- 
χην  συ  κατεΒάμασες  υποκάτω  μου  εκείνους,  οι 
οποίοι  εσηκώθησαν  εναντίον  μου. 

40  Σύ  έκαμες  ακόμη  νά  τρέψωσιν  εις  εμε  τα 
νώτα  των  οι  εγ^θροί  μου,  και  εγώ  εξωΧόθρευσα 
τους  μισοΰντάς  με. 

41  ^Εφώναξαν,  άΧΧά  κάνεις  Βέν  ητον  όστις  νά 
τους  Χυτρώση'  εφώναξαν  εις  τον  Κύριον,  άΧΧά  Βεν 
τους  είσήκουσε. 

42  Καϊ  €γώ  τους  εΧεπτυνα  ώς  κόνιν  κατά  πρόσ- 
ωπον του  άνεμον  τους  άπετίναξα  ώς  την  Χάσπην 
τών  Βρόμων. 

43  Σύ  με  ήΧευθερωσες  από  τάς  άντιΧο<γίας  του 
Χαοϋ•  συ  με  κατέστησες  κεφαΧήν  τών  εθνών 
Χάος,  τον  όποιον  Βεν  ε^νώριζα,  με  εΒούΧευσε. 

44  Μόλ49  ήκουσαν  περί  εμού,  και  νπετά'χθησαν 
εις  εμέ'  οι  ξένοι  επροσποιήθησαν  ίιποταγ]ν  εις 
εμε. 

308 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  δ'. 

4ό  Οί  ζένοί  αδυνάτισαν,  καΐ  €φοβ7ίθησαν  άττο 
τους  άτΓοκρύφους  των  τόττους. 

4(5  Ζϊ]  Κύριος,  καΐ  εύλογτ/^ενον  ά9  ηναι  το  φρού- 
ριόν  μ,ου'  καΐ  ας  ύψωθίϊ  6  Θβό<?  της  σωτηρίας  μου• 

47  Ό  Θε09,  6  όττοΐος  με  8ί8ει  τρόττους  εκΒικησεως, 
και  υτΓοτάττει  τους  Χάους  ύττοκάτω  μου• 

48  Ό  ότΓοΐος  με  ελευθερόνει  ά-πο  τους  εγθρούς 
μου.  Συ  με  ύ\1τόνεις  ύττεράνω  εκείνων,  οί  όττοΐοί 
σηκόνονται  κατ  εμού•  συ  με  ηΚευθερωσες  αττο 
τον  βίαιον  άνθρωτΓον. 

49  Δία  τούτο  ^εΧω  σε  υμνεί,  Κύριε,  μεταξύ  των 
εθνών,  και  3έΧω  ψαΧμωδεΐ  εις  το  ονομά  σου. 

50  Αύτο9  είναι  όστις  με'^αΧύνει  την  σωτηρίαν 
του  βασιΧεως  του,  καΐ  κάμνει  εΧεος  εΙς  τον 
χριστόν  του,  τον  Ααβ18,  καϊ  εις  το  σττέρμα 
αυτού  εΙς  τον  αιώνα. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ί,^'. 

ΟΙ  ουρανοί   διηγούνται  την  Βόξαν  τού  θεού,    καϊ 
το   στερέωμα   άναη'^εΚΧει  το   ερ'^ον   τών  χει- 
ρών του. 

2  Ή  ήμερα  Ζίδει  λόγον  6ΐ9  την  ημέραν,  και  η 
νύξ  άνα'^^/έΧΧει  <γνώσιν  εις  την  νύκτα. 

3  Αεν  είναι  ΧαΧιά,  ούΒε  ηΧώσσα,  οττου  Βεν 
ακούεται  η   φωνή  των. 

4  Ο  φθο^^ος  αυτών  εζηΧθεν  εις  οΧην  την  'γήν,. 
και  τά  Χό^ιά  των  εως  εις  τα  άκρα  της  οικουμένης. 
Εΐ9  αυτούς  εβαΧε  σκηνήν  Βιά  τον  ηΧιον 

5  Και  αύτος  εκβαίνει  εξω,  ώς  υ  νυμφίος  άττο  τον 
^άΧαμόν  του•  ά^άΧΧεται  καθώς  ό  ανδρείος  εις  το 
να  τρέ'ζη  το  στάδιον. 

β  Αττο  το  άκρον  τού  ουρανού  είναι  η  εξοόός  του• 
καϊ  6  ιγύρός  του  καταντά  εως  εις  το  αΧΧο  άκρον 
αυτού•  καϊ  κανεν  ττρα'^^μα  δεν  είναι  κρυμμένον 
ίϊτΓο  την  θερμότητα  του. 

359 


Μηνός  ήμίρα  δ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

7  Ό  νόμ,ος  του  Κυρίου  βίναι  τέ\€ίος,  βττιστρβφων 
την  ψυ-χην  η  μαρτυρία  του  Κυρίου  τηστη,  κά- 
μνουσα  σοφον  τον  άττΧοΰν. 

8  Τα  ^ίατά<^ματα  του  Κυρίου  ξίναι  βύθία,  βύφραί- 
νοντα  την  καρ8ίαν•  η  έντοΧη  του  Κυρίου  Χαμττρα, 
φωτίζουσα  τους  οφθαΧμούζ. 

9  Ο  φόβο';  του  Κυρίου  βίναυ  καθαρός,  Βιαμβνων 
βίς  τον  αιώνα•  αϊ  κρίσβι,ς  του  Κυρίου  άΧηθοναΙ, 
καΐ  Είκαιαο  €ν  ταύτφ' 

10  Έ,Ιναί  ττλεον  έττιθυμηταΐ  παρά  το  γ^ρυσίον, 
•Ίτλέον  μάΧίστα  παρά  με'^α  π-Χήθος  καθαρωτάτου 
■χ^ρυσίον,  καΐ  <γΧυκύτ€ραι  υττ^ρ  το  μύΧί  καΐ  την 
κηρήθραν. 

110  δοί/λός  σου  μάΧιστα  νουθβτίΐταί  Βί  αυ- 
τών βίς  την  τήρησίν  των  η  ανταμοιβή  βίναι  μβ- 
<γάΧη. 

12  ΤΙοΐος  νο€ί  τα  σφάΧματά  του;  καθάρισα  μβ 
άτΓΟ  τα  κρύφια  αμαρτήματα  μου. 

13  ΚαΙ  ακόμη  ττροφύΧαξβ  τον  8οΰΧόν  σου  άττό 
ττράξβος  ύτΓβρηφανίας'  ας  μη  μβ  κυριβύσωσί'  τότε 
5^€λω  βίσθαί  τβΧβίος,  καΐ  καθαρός  άττό  μβ'γάΧην 
τταρανομίαν. 

14  'Ά9  ηναί  βύάρβστα  τά  Χό^ια  του  στόματος 
μου,  καΐ  ή  μβΧβτη  της  καρΒίας  μου,  ένώττίόν  σου, 
Κύρίβ,  φρούριόν  μου,  καΐ  Χυτρωτά  μου. 

Ψαλμός  κ. 

<  ΓΛ  ΚΤΡ10Σ    νά    σου    βττακούση   είς  ημβραν  3^Χί- 
ψβως !    το    όνομα    του  θβού    του  Ιακώβ   νά 
σε  ύττερασίΓίσθη  ! 

2  Νά  σε  εξαττοστβίΧη  βοήθειαν  άττό  το  άηια- 
στήριον,  καΐ  άττό  την  'Σίών  νά  σε  ύττοστηρίζΐ}! 

3  Νά  βνθυμηθη  οΧας  τάς  προσφοράς  σου,  και 
νά  προσΒβ-χθη  το  όΧοκαύτωμά  σου ! 

4  Να  σε  Βώστ)  κατά  την  καρΒίαν  σου,  και  να 
εκπΧηρώστ)  πάσαν  βουΧήν  σου  ! 

δ   Ήμεΐς  Β^έΧομβν  χάρη  βίς    την  σωτηρίαν   σου, 
και  εις  το  όνομα  του  Θεοΰ  μας  3^εΧομεν  υψώσει 
360 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  δ'. 

τα9   σημαίας  μας'  6  Κύριος    νά    εκτΓΧηρώσ-τ)   δλα 
τα  ζητήματα  σου! 

6  Τώρα  €<γνώρίσα  οτι  έ'σωσβν  ό  Κύριος  τον  χρί- 
στόν  τον  αύτος  ^βΧβί  τον  βίσακούσβι  άττο  τον 
ονρανον  της  ά'γώτητός  τον  η  σωτηρία  της  δβξιάς 
τον  "γίνβται  μβ  Βύναμιν. 

7  Άλλοί  έΧττίζονν  €ίς  άμαξας  ττοΧίμικάς,  καΐ  αλ- 
λθ6  669  ίτητονς'  ά\\  ήμβΐς  ^βΧομβν  κανχασθαι 
βίς  το  όνομα  Κνρίον  τον  &6ον  μας. 

8  ΑύτοΙ  'έκΧιναν  καΐ  ^ττ^σαν  ήμβΐς  δε  έσηκώθη- 
μ€ν  και  €στάθημ€ν  όρθιοι. 

ί)  Κύριβ,  σώσ€  τον  βασιΧέα•  και  βίσάκονέ  μας, 
βίς  ότΓοίαν  ήμβραν  σβ  βττικαΧώμβθα. 

Ψαλμός  κα . 

Ιζ^ΤΡΙΕ,   €19  την  Βύναμίν  σον  -9^ελ6ί  βνφραίνβσθαι 
6  βασιΚβύς•   και   ττόσον  ττοΧν  $έλβι  αγάλλε- 
σθαι  βις  την  σωτηρίαν  σον! 

2  Τί/ν  βτΓΐθνμίαν  της  καρΒίας  τον  βΒωκβς  €ίς 
αντον,  καΐ  άττο  την  αϊτησιν  των  χβιΧέων  τον  δεν 
έστέρησβς  αντόν. 

3  Αιότι  σν  τον  έττρόφθασβς  μβ  βνΧοιγίας  ά^αθό- 
τητος•  συ  'έθβσβς  εττάνω  εις  την  κβφαΧην  τον  στε- 
φανον  άτΓΟ  καθαρώτατον  χρνσίον. 

4  Ζωην  σε  έζήτησβ,  και  σν  τον  έδωκες  μακρότητα 
ήμερων  ζΐς  αιώνα  αιώνος. 

5  Ή  Βόξα  τον  βίναι  με'γάΧη  Βιά  την  σωτηρίαν 
σον  τιμήν  και  μξ'γαΧοτΓρβτΓβιαν  συ  βθβσες  βττάνω 
εις  αντόν. 

6  Αιότι  σν  τον  εβαΧβς  νά  ηναι  εύΧο^ία  εις  τον 
αιώνα•  σν  τον  έ-χαροττοίησες  καθ'  νττερβοΧήν  μβ 
το  ττρόσωττόν  σον. 

7  Αιότι  ό  βασιΧβύς  βΧττίζβι  €ΐς  τον  Κύριον,  και 
μβ  το  βΧβος  τον  'Ύψίστον  Ββν  ^βΧβι  σαΧβνθη. 

8  Ή  χ^ίρ  σον  ^ελβί.  βύρβΐ  οΧους  τονς  βχθρούς 
σον  ή  Ββζιά  σον  ^ελει  βνρβΐ  τονς  μισούντάς  σβ. 

9  Σύ  .^ελε^Ϋ  τονς   κάμει  ως  άναμμβνην  κάμινον 

κ 


Μηνο!  ήμερα  δ'.  Φ^ΑΛΜΟΙ. 

619  καιρόν  τή<ζ  6ρ^ή<ζ  σον  6  Κύριος  .θελβί.  τους 
καταττίζΐ  βίς  τον  3^υμόν  τον  και  το  ττΰρ  3^έΧ€ΐ 
τους  καταφά<γ€ΐ. 

10  Θ€λ6ί?  αφανίσει  άττο  την  'γήν  τον  καρττόν 
των,  καΐ  το  σττέρμα  των  άττο  τους  υιούς  των 
άνθρώττων. 

11  Αιότι  βμη'χ^ανβύθησαν  κακά,  εναντίον  σου• 
ζφαντάσθησαν  βουΧην,  την  όττοίαν  δεν  δύνανται  νά 
ίκτβΧβσωσι. 

12  Αιά  τοΰτο  Τελείς  τους  κάμει  νά  τρέψωσι  τά 
νώτα,  όταν  εττάνω  βίς  τάς  γορ^άς  σου  ετοιμάσης  τά 
βέΧη  σου  κατά  του  ττροσώττου  των. 

13  'Τψώσου,  Κύριε,  με  την  δύναμίν  σου'  ημείς 
3-έΧομεν  ΛίτάΧΧει  καΐ  ΛίταΧμωΒεΐ  την  Βύναμίν  σου. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Φαλμος  κβ'. 

^ΕΕ'  μου,   Θεε  μου,   διά  τί  με  ε'^κατεΧιττες;  δίά 
τί  στέκεσαι  μακράν   άττο   την   σωτηρίαν  μου, 
καΐ  άττο  τους  Χόλους  των  στεναγμών  μου; 

2  Θεε  μου,  κράζω  την  ημέραν,  καΐ  συ  δεν  άττο- 
κρίνβσαΐ'   ακόμη  καΐ  την  νύκτα,  και  δεν  σιωττώ. 

3  Και  όμως  συ  6  "Α'γιος  κατοικείς  μεταξύ  των 
επαίνων  του  'ΙσραήΧ. 

4  Ε 19  σε  ηΧτησαν  οΐ  ττατέρες  μας•  ηΧττισαν,  και 
σύ  τους  ήΧευθβρωσες. 

5  ΥΙρος  σε  έκραξαν,  καΐ  εΧυτρώθησαν  εις  σε 
ηΧτΓίσαν,  καΐ  δεν  καττ]σ'χύνθησαν. 

6  Πλ97ν  εγώ  είμαι  σκώΧηξ,  καΐ  ο-χ^ι  άνθρωττος• 
όνειδος  άνθρώττων,  και  εξουθενημα  του  Χαοϋ. 

7  Με  7Γερι<γεΧοΰν  οΧοι  οι  βΧέττοντές  με'  άνοί<γουν 
τά  γ^είΧη,  κινούν  την  κεφαΧην,  Χέ^οντες, 

8  Αύτος  ήΧτΓίσεν  εις  τον  Κύριον  άς  τον  εΧευθε- 
ρώση  Χοιτΐόν  άς  τον  Χυτρώση,  εττειΒη  καΐ  τον 
^θλει. 

9  Άλλα  σύ  είσαι  Οστις  με  εκβαΧες  άττο  την  κοι- 

362 


ΦΑΛΜΟΙ.  Μ»;ΐ'όί  ημίρα  δ'. 

Χίαν    συ    ζΐσαί  η   βΧττίς  μου  άττο    τους  μαστούς 
ακόμη  της  μητρός  μου. 

10  Εις  σε  βρρίφθην  άττο  την  μήτραν  άττο  την 
κοίλίαν  της  μητρός  μου  συ  €ίσαι  ό  Θεός  μου. 

11  Μην  άτΓομακρυνθης  άττο  €μέ•  8ιότι  ή  Β^Χίψις 
βίναί  σίμά'  8ίότί  κανείς  δβν  είναι  ό  βοηθών. 

12  Ύαΰροί  ττολλοί  με  ττερίεκύκΧωσαν  ταύροι 
ΒυνατοΙ  άττο  Βασαν  με  ττεριετρί'γύρισαν' 

13  'Ηνοιξαν  κατεττάνω  μου  τά  στόματα  των,  ως 
Χέων  άρττάζων  καΐ  βρυγ^ώμενος. 

14  "Ερρευσα  ως  το  νερόν,  καΐ  ολα  τα  οστά  μου 
εκβήκαν  εξω  άττο  τους  αρμούς  των  η  καρΒία  μου 
ε^ινεν  ως  κηρίον,  κατατήκεται  εις  το  μέσον  των 
εντοσθίων  μου. 

15  Ή  Βύναμίς  μου  εξηράνθη  ως  οστρακον,  καΐ  ή 
ηΚώσσά  μου  εκόΧλησεν  εις  τον  Χάρυ'γ'γά  μου•  καΐ 
συ  με  έφερες  εις  το  χώμα  του  θανάτου. 

16  Αίότί  κύνες  με  ττεριεκύκΧωσαν  σύναζις  πο- 
νηρών με  ττεριεκΧεισεν  ετρύττησαν  τάς  χείρας 
μου  καΐ  τους  ττόΒας  μου. 

17  Έ/χ7Γορώ  να  μετρώ  6\α  τά  οστά  μου•  αύτοΙ 
με  .θεωρούν  καΐ  με  παρατηρούν. 

18  Αιεμερίσθησαν  μεταξύ  των  τά  ιμάτια  μου, 
και  εττάνω  εις  το  ενΒυμά  μου  έρριψαν  Χάχνον. 

19  Αλλά  συ.  Κύριε,  μην  άττομακρυνθης'  συ,  η 
Βύναμίς  μου,  τάχυνε  εις  βοήθειάν  μου. 

20  ΈΧευθέρωσε  άττο  την  ρομφαίαν  την  ψυχην 
μου,  την  μεμονωμύνην  ■ψ•υχ7]ν  μου  άττο  του  κυνός 
την  Βύναμιν. 

21  Αύτρωσέ  με  άττο  το  στόμα  του  Χεοντος,  και 
εισάκουσε  μου,  εΧευθερόνων  με  άττο  τά  κέρατα  τών 
μονοκερώτων. 

22  Θέλω  Βιη^εΐσθαι  το  ονομά  σου  εις  τους  <χδελ- 
φούς  μου'  ^έΧω  σε  ετταινεΐ  εις  το  μέσον  της  συν- 
άξεως. 

23  "Οσοι  φοβεΐσθε  τον  Κύριον,  ετταινεΐτε  αυτόν 
δΧον  το  σττέρμα  τού  Ιακώβ,  Βοξάσετε  αυτόν  και 
φοβηθητε  αυτόν,  δΧον  το  σπέρμα  τού  ^ΙσραηΧ. 

κ2 


Μηνοί  ήμίρα  θ'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

24  Δίότί.   δεν  βξουΒβνωσεν  ονΒβ  άττεστράφη  την  ■ 
Β-Χί^Ιην  τον  τεθΧίμμένου,   ούΒε  έκρυψε  το  ττρόσ- 
ωττόν  τον  άτΓο  αυτόν  καΐ  οτε  έκραξε  ττρος  αύτον, 
του  είσηκουσεν. 

25  ΆτΓΟ  σε  5ελ€6  άργ^ίζει  6  ετταινός  μου  ει<ί  σύν- 
αξίν  με'γάΧην  ^ελω  άττοΒώσει  τάς  εύ^άς  μου, 
εμττροσθεν  εκείνων  οι  όττοΐοί  τον  φοβούνται,. 

26  Οί  τεθΧιμμένοι  Β^έλουν  φάγεί,  καΐ  3-έΧονν 
'χορτασθη'  οί  ζητονντες  τον  Κνριον  3^έ\ονν  τον 
επαινέσει•  η  καρΒία  σας  Β^έΧει  ζ^  εΙς  τον  αιώνα. 

27  θέλονν  ενθνμηθή,  καΐ  ετηστραφή  εις  τον 
Κνριον,  οΚα  τα  ττερατα  της  'γής'  καϊ  3^εΧουν 
Ίτροσκννήσει  εμιτροσθέν  τον  οΚαι  αϊ  φνΧαΙ  των 
εθνών. 

28  Αιότί  τον  Κνριον  είναι  ή  βασιλεία,  καϊ  αντος 
εζονσιάζει  τα  έθνη. 

29  0)εΧονν  φά^ει,  και  ^εΧονν  ττροσκννήσει,  οΧοι 
οί 'ττΧούσίοι  της  'γής'  εμττροσθεν  τον  Β^έΧονν  κΧί- 
νει  οΧοι  οί  καταβαίνοντες  εις  το  'χώμα'  καϊ  κανεϊς 
την  ζωην  του  Βεν  ^εΧει  Βυνηθή  να  φυΧάζη. 

30  Οί  μεταγενέστεροι  ^εΧουν  τον  ΒουΧεύσεΐ'  Β^έ- 
Χουν  άνα'γραφθή  εις  τον  Κύριον  ώς  ηενεα  αύτοΰ. 

31  @έΧουν  εΧθεΐ  καϊ  αναγγε/λεί  την  Βικαιοσύνην 
του,  εις  Χαον  όστις  μέΧΧει  να  ιγεννηθη'  Βιότί  αυτός 
έκαμε  τοντο. 

Ψαλμός  «γ'. 

'Γ\   ΚΤΡΙΟΣ  είναι  6  ττοιμήν  μου'  τίττοτε  Βεν  .^ελεί 
με  Χείψει. 

2  Αυτός  με  εβαΧε  νά  άνατταύωμαι  εΙς  βοσκάς 
τρυφερού  -χόρτου•  με  ώΒή'γησεν   εις  ΰΒατα  ήσυχα. 

3  Αυτός  ηνώρθωσε  την  ψνχήν  μου•  με  ώΒή/γησε 
Βιά  μέσου  Βρόμων  Βικαιοσύνης,  Βιά  το  ονομά  του. 

4  Ναι,  καϊ  εάν  ττεριττατησω  εις  την  κοιΧάΒα  της 
σκιάς  του  Βανάτον,  Βεν  ΒέΧω  φοβηθή  κακόν  Βιότι 
συ  είσαι  μετ  εμού•  η  ράβΒος  σον  καϊ  η  βακτηρία 
σου,  αύται  με  ιταρη'^ορούν. 

5  Σύ  ητοίμασες  εμττροσθεν  μου  τράττεζαν  άττέ- 

364 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ήμίρα  ί'. 

ναντι  των  ζγθρων  μον  συ  ήΧβίψβς  μβ  €\αων  την 
κζφαΧήν  μον  το  ττοτήριόν  μου  ύττβρχβίλιζ'βί. 

6  Βέβαια  χάρί<;  και  βλεος  Β^έΧουν  με  άκοΧουθβΐ 
οΧας  τάς  ημέρας  της  ζωής  μου•  καΐ  ^ελω  κατοι- 
κεί βίς  τον  οίκον  του  Κυρίου  εις  ττοΧΧάς  και  ττολ- 
λάί  ημέρας. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  κ8'. 

ΎΌΤ  Κυρίου  είναι  η  'γή,  καΐ  το  ττεριε'χόμενον  εις 
αυτήν    ή    οικουμένη,  καϊ   οι  κατοικοΰντες  εις 
αυτιών. 

2  Αιότι  αντος  την  εθεμεΧίωσεν  εττάνω  εις  τάς 
^αΧάσσας,  και  την  έστερέωσεν  εττάνω  εις  τους 
■ποταμούς. 

3  Ύίς  ^ελε^  άναβή  εις  το  ορός  του  Κυρίου;  και 
τις  ^ελεί  σταθή  εις  τον  τόττον  τον  ίί^ιον  του; 

4  Ό  άθωος  τάς  γ^εΐρας,  και  6  καθαρός  την  καρ- 
Βίαν,  όστις  δεν  εδωκεν  εις  ματαιότητα  την  ψνχήν 
του,  και  8έν  ώμοσε  με  ΒόΧον. 

5  Οΰτος  ^έΧει  Χάβει  εύΧο^ίαν  άττο  τον  Κύριον, 
και  Βικαιοσύνην  άττο  τον  Θεόν  της  σωτήριας  του. 

6  Αύτη  είναι  ή  <γενεά  εκείνων  οι  όττοΐοι  τον  ζη- 
τούν, οι  όττοΐοι  ζητούν  το  ττρόσωττόν  σου,  Θεέ  του 
^Ιακώβ. 

7  Σηκώσετε,  ττύΧαι,  τάς  κεφαΧάς  σας,  καΐ  ύψω- 
θήτε,  ^ύραι  αιώνιοι,  και  Β^έΧει  εμβή  ό  ΒασιΧεύς 
της  δόξης. 

8  Τι?  είναι  οΰτος  6  ΒασιΧεύς  της  δόξης;  Ό  Κύριος 
ό  κραταιός  και  δυνατός,  ό  Κύριος  ό  δυνατός  εις 
ττόΧεμον. 

9  Σηκώσετε,  ττύΧαι,  τάς  κεφαΧάς  σας,  και  υψω- 
θήτε,  ^ύραι  αιώνιοι,  καϊ  ^έΧει  εμβή  ό  ΒασιΧεύς 
της  δόξης. 

10  Ύίς    είναι   οΰτος   ό   ΒασιΧεύς   της    δόξης;    Ό 

365 


Μηνοί  ήμίρα  €  .  ΫΑΛΜΟΙ. 

Κύριος  των  Βννάμεων  αύτος  είναι  ό  Βασιλεύς  της 

Βόξης. 

Φαλμος  κε. 

ΤΤΡΟΣ  σε.  Κύριε,  ύψωσα  την  ψνχ^ήν  μου. 

2  ©€€   μου,    εις    σε   ηΧττισα'    ας  μη   καται- 
σγυνθω,  μη8ε  νά  'χαρωσιν  εΙς  εμε  οΐ  ε'χθροί  μου. 

3  βέβαια  οΧοι,  όσοι  σε  ιτροσμενουν,  δεν  ^εΧουν 
καταισγυνθή'  ας  αίσγυνθώσιν  οι  μωροί  τταρα- 
βάται. 

4  Αεΐζέ  με,  Κύριε,  τους  Βρόμους  σου•  δί8αξέ  με 
τα  Βιαβήματά  σου. 

5  ΌΒή'γησέ  με  εις  την  άΧήθειάν  σου,  και  ΒίΒαξέ 
με•  Βιότι  συ  είσαι  6  θεός  της  σωτηρίας  μου'  σε 
εττρόσμεινα  οΧην  τ-ην  ημέραν. 

6  Ένθυμ7ίσου,  Κύριε,  τους  οικτιρμούς  σου,  καϊ 
τα  εΧεη  σου'   Βιότι  αυτά  είναι  άιτ  αιώνος. 

7  Τά9  αμαρτίας  της  νεότητας  μου,  και  τάς  τταρα- 
βάσεις  μου,  μην  ενθυμηθης•  κατά  το  εΧεός  σου, 
Κύριε,  ενθυμήσου  με  Βιά  την  αγαθότητα  σου. 

8  Αγαθός  και  Βίκαιος  εϊναι  ό  Κύριος•  Βιά  τούτο 
^ελεί.  Βείξει  εις  τους  άμαρτωΧούς  τον  Βρόμον. 

9  ΘέΧει  όΒη<γήσει  τους  πράους  με  Βικαιοσύνην, 
καϊ  ^εΧει  ΒιΒάξει  τους  ττράους  τον  Βρόμον  του. 

10  '  ΟΧοι  οι  Βρόμοι  του  Κυρίου  είναι  εΧεος  καϊ 
άΧήθεια,  εις  τους  φυΧάττοντας  την  Βιαθήκην  του 
καϊ  τάς  μαρτυρίας  του. 

1 1  Αιά  το  ονομά  σου,  Κύριε,  συ^χ^ώρησε  την 
άνομίαν  μου  •   Βιότι  είναι  με^άΧη. 

12  Τ/9  είναι  ό  άνθρωττος  ό  φοβούμενος  τον  Κύριον; 
εις  αυτόν  ^ελεί  Βείζει  τον  Βρόμον,  τον  όττοΐον  ττρέττει 
νά  εκΧέξτ}. 

13  Ή  ψνχη  του  3^έΧει  κατοικεί  εις  τά  άηαθά' 
καϊ  το  σττερμα  του  ,^ελεί.  κΧηρονομήσει  την  'γην. 

14  Το  απόρρητον  του  Κυρίου  είναι  με  τους  φοβού- 
μενους αυτόν,  καϊ  την  Βιαθήκην  του  ^ελεί.  γνωστο- 
ποιήσει εις  αυτούς. 

366 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μί^νοί  ήμίρα  <'. 

15  0/  οφθαλμοί  μου  είναι  Βιατταντος  ιτρος  τον 
Κύριον  Βιότί  αύτ6<;  Β^έΧα  σύρα  άττο  την  ττα'^ί^α 
τους  ττόΒας  μου. 

16  ^ΕττίβΧβψβ  €<'9  €μ€,  καΐ  βλετ^σε  μβ,  Βίότί  με- 
μονωμένος καΐ  τεθλιμμένος  είμαι  εγώ. 

17  Αϊ  3\ίψεις  της  καρΒίας  μου  ηΰξησαν  εκ- 
βα\έ  με  άττο  τάς  στενο-χ^ωρίας  μου. 

18  Ίδβ  την  ^Χίψιν  μου  καΐ  την  βάσανόν  μου, 
καΐ  άφησε  6\ας  τάς  αμαρτίας  μου. 

19  'ΐδέ  τους  ε'χθρούς  μου,  Βιότι  εττΧήθυναν  και 
μίσος  α,Βικον  με  εμίσησαν. 

20  Φύλαγε  την  ψυχιίν  μου,  καϊ  Χύτρωσέ  με'  άς 
μη  καταισ'χυνθώ,  δίότι  εΐ9  σε  ηΚττισα. 

21  \κακία  και  εύθύτης  άς  με  φυΧάττωσί'  Βιότι 
σε  εττρόσμεινα. 

22  Αύτρωσε,  Θεέ,  τον  ^Ισραήλ,  άττο  οΧας  τάς 
Νίψεις  του. 

Ψαλμός  κς'. 

ΤΓΡΙΝΕ'   με.    Κύριε•  Βιότι    εγώ   εττεριττάτησα    εις 
την    άκακίαν   μου'     εττειΒη     ηΧττισα     εις    τον 
Κύριον,  δεν  ^ελω  σάΧευθή. 

2  Εξέτασε  με.  Κύριε,  και  Βοκίμασέ  με•  δοκί- 
μασε ώς  8ιά  Ίτυρος  τους  νεφρούς  μου  και  την 
καρΒίαν  μου. 

3  Αιότι  το  ελε09  σου  είναι  εμττροσθεν  των 
οφθαΧμων  μου'  και  εττεριττάτησα  εις  την  άΧη- 
θειάν  σου. 

4  Δεν  εκάθησα  με  άνθρώττους  ματαίους"  και  με 
'^ττοκριτάς  δεν  ^ελω  συναναστρέφεσθαι. 

5  ^Εμίσησα  την  σύναξιν  των  κακοποιών,  καϊ  με 
τους  ασεβείς  δεν  ^ελω  καθήσει. 

6  Θέλω  νί"^ει  εις  την  αθωότητα  τάς  'χεΐράς  μου, 
κ%ι  3^έΧω  ττεριτρί'^υρίζει  το  Βυσιαστήριόν  σου. 
Κύριε• 

'  Δία  νά  κάμω  νά  άντη'χτιση  φωνή  αινεσεω^, 
και  Βιά  νά  Βιη<•^ηθώ  οΧα  τά  θαυμάσια  σου. 

367 


Μηνός  ημέρα  (',  ΫΑΛΜΟΙ» 

8  Κύρί€,  εγώ  η^άττησα  την  κατοίκησιν  του  οϊκον 
σου,  και  τον  τοττον  τή<;  σκηνής  της  8όζης  σου. 

9  Μ^  συμτΓβριΧάβης  μβ  τους  άμαρτωΧούς  την 
'ψν'χην  μου,  καΐ  μ€  τους  αιμοβόρους  άνθρώττους 
την  ζωην  μου' 

10  Είς  των  όποιων  τάς  'χ^εΐρας  βιναί  ανομία,  καΐ 
η  Ββξίά  των  βίναι  ττλήρης  άττό  Βώρα. 

1 1  Χλλ'  έ>γώ  ,9^6λω  ττβρίττατβΐ  βίς  την  ακακίαν 
μου'  Χύτρωσέ  μβ,  καΐ  έΧέησέ  μβ. 

12  Ό  ΤΓοΰς  μου  στέκβί  εΙς  την  ευθύτητα•  εΙς  τά» 
συνάξεις  ^ελω  εύλογεΐ  τον  Κύριον. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έ2ΠΕΡ1ΝΗ. 

ΦΑΛΜ02    κζ'. 

'Γ\    ΚΤΡ10Σ    βίναι  φως    μου    καΐ    σωτηρία   μον 
ΤΓοΐον  3^έΧω   φοβηθή ;   6  Κύριος  είναι   8ύναμις 
της  ζωής  μου'  άττό  ττοΐον  Β^έΧω  ΒειΧιάσει; 

2  "Οτε  ωρμησαν  κατεττάνω  μου  οι  κακοποιοί  δία 
νά  καταφά<γωσι  την  σάρκα  μου,  οι  άντίΒικοι  καί 
οι  ε'χθροί  μου,  αύτοΙ  εττρόσκρουσαν  καΐ  εττεσαν. 

3  Και  αν  τταραταγ^θη  εναντίον  μου  στράτευμα, 
ή  καρΒία  μου  δεν  3^έΧει  φοβηθή'  καΐ  αν  ττόΧεμος 
σηκωθη  κατεττάνω  μου,  καΐ  τότε  Β^έΧω  εΧττίζει. 

4  '^Εν  ττρά'γμα  εζήτησα  άττό  τον  Κύριον,  και  τούτο 
ενθερμως  ΒέΧω  ζητεΐ'  το  νά  κατοικώ  εις  τον  οίκον 
του  Κυρίου  οΧας  τάς  ημέρας  της  ζωής  μου,  νά 
Βεωρώ  το  κάΧΧος  του  Κυρίου,  και  νά  σκέτττωμαι 
μέσα  εις  τον  ναόν  του. 

5  Αιότι  αυτός  την  ήμεραν  τής  συμφοράς  ^ελεί 
με  κρύψει  εις  την  σκηνήν  του•  αυτός  ΒεΧει  μ< 
σκεπάσει  εις  τό  άττόκρυφον  τής  σκηνής  του•  αυ- 
τός ^ελεί.  με  υψώσει  επάνω  εις  βρά-χ^ον. 

6  Και  ιδού,  τώρα  ή  κεφαΧή  μου  ΒεΧει  ύψωθη 
υπεράνω  των  ε-χ^θρών  μου,  οι  όποιοι  στέκουν  τρ,- 
'^ύρω  μου'  καΐ  ΒέΧω  Βυσιάσει  εις  την  σκηνήν  του 
Βυσίας  άΧαΧαημού'  ΒέΧω  ψάΧΧει  και  ^ελω  ψαΐ- 
μωδεΐ  εις  τόν  Κύριον. 

368 


ΫΑΛΜ01.  Μηνοί  ημ^ρα  ('. 

7  'Άκονσ€,  Κύρί€,  την  φωνϊ;ν  μου,  όταν  κράζω• 
καΧ  ΐΧβησέ  μβ,  καΐ  βίσάκονσέ  μου. 

8  Ζητ7]σ€Τ€  το  ττρόσωττόν  μου,  βίττβς'  καΐ  η  καρ- 
δί'α.  μου  άττβκρίθη  649  σβ,  Το  πρόσωττόν  σου.  Κύριε, 
ΒέΧω  ζητήσει. 

9  Μ^  κρύψτ}ς  άτΓο  βμε  το  ττρόσωττόν  σον  μην 
άτΓορρίψης  μβ  όρ^ην  τον  ΒοϋΧόν  σου'  συ  έστάθης 
βοήθαά  μου•  μη  μβ  άφήσης,  καΐ  μη  μ€  Ιηκατα- 
Χείψΐις,  ©€€  της  σωτηρίας  μου. 

10  Και  αν  6  ττατήρ  μου  καΐ  ή  μήτηρ  μου  με 
€<γκαταΧ€ίψωσιν,  6  Κύριος  όμως  Β^βΧεί  με  ττροσ- 

11  ΑίΒαξβ  με,  Κύριε,  την  68όν  σου,  και  όδή'γησέ 
με  εις  8ρόμον  ομαΧόν  εξ  αιτίας  των  ε'χθρών  μου. 

12  Μη  με  ΤΓαρα8ώστ]ς  εις  την  εττιθυμίαν  των 
εγθρων  μου'  Βιότι  εσηκώθησαν  κατεττάνω  μου 
μάρτυρες  ψευΒεΐς,  καΐ  ττνέοντες  άΒικίαν. 

13  Ούαί !  εάν  δεν  εττίστευα  νά  Ϊ8ω  τά  ά^αθά 
τοϋ  Κυρίου  εΙς  την  ^ήν  των  ζώντων! 

14  \\.νάμενε  τον  Κύριον  άνΒρίζου,  καΐ  ας  ενΒυ- 
ναμωθτ}  ή  καρ8ία  σου•  ττρόσμενε,  να\,  τον  Κύριον. 

Ψαλμός  κη'. 

ΤΤΡΟΣ  σε  .^ελω  κράξει.  Κύριε,  φρούριόν  μου•  μη 
σιωττήσης   ττρος   εμέ•  μη  ττως,  εάν  σιωττήσης 
ττρος    εμέ,    ομοιωθώ    με    τους    καταβαίνοντας    εις 
τον  Χάκκον. 

2  ^Ακουσε  την  φωνην  των  Βεήσεών  μου,  όταν 
φωνάζω  ττρος  σε,  όταν  ύψονω  τάς  -χ^εΐράς  μου  εις 
τον  ναον  τον  ά'γιόν  σου. 

3  Μη  με  κατασύρης  με  τους  ασεβείς,  και  με 
τους  ερ'^άτας  της  ανομίας,  οι  όττοΐοι  ΧαΧοΰν  είρη- 
νην  με  τους  ττΧησίον  των,  εγουν  όμως  κακίαν  εις 
τάς  καρΒίας  των. 

4  Δ09  εΐ9  αυτούς  κατά  τά  ερ'^/α  των,  και  κατά 
την  ττονηρίαν  τών  εττί'χειρήσεών  των  κατά  τά 
ερ'^α  τών  γ^ειρών  των  Βος  εις  αυτούς•  άττόΒοσε  εις 
αυτούς  την  άνταμοιβήν  των. 

κ3 


Μηνοί  ημ€ρα  ε'.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

5  ^ΕτΓβίΒη  δεν  ττροσ&γουν  €69  τά9  ττράζεις  τον 
Κυρίου,  ούτε  €49  τά  βρ'γα  των  •χειρών  του,  Β^έΧβί 
τους  κατακρημνί<τ€ΐ,  καΐ  Ββν  Β^έΧει  τους  άνοίκο- 
Βομησβι. 

6  Εύ\ο<γημ€νος  ας  ηναι  6  Κύριος,  Βιότΐ  ηκουσβ  την 
φωνην  των  Βεησεών  μου. 

7  Ό  Κύριος  βίναι  δύναμίς  μου,  και  ασπίς  μου• 
βις  αύτον  ηΧττισβν  ή  καρδία  μου,  καΐ  εγώ  εβοη- 
θήθην  8ιά  τούτο  η^αΧλίασεν  ή  καρδία  μου,  καΐ 
με  τάς  ωδάς  μου  Βέ\ω  τον  δοξοΧο'γεΐ. 

8  Ό  Κύριος  είναι  δύναμις  εις  τον  Χαον  του'  αύτος 
είναι  και  ύττεράσπισις  της  σωτηρίας  του  γυριστού 
τον. 

9  Σώσε  τον  Χαόν  σου,  καΐ  εύΧό<γησε  την  κ\ηρο• 
νομίαν  σου'  και  ττοίμαινε  τους,  καΐ  νψωσέ  τους 
εις  τον  αιώνα. 

Φαλμος  κ^'. 

ΤΤΡΟΣΦΕΡΕΤΕ  €^9  τον  Κύριον,   υ'ιοί  τών  δυνατών, 
ττροσφερετε  εις  τον  Κύριον  δόξαν  και  κράτος. 

2  Υίροσφέρετε  εις  τον  Κύριον  την  δόξαν  του 
ονόματος  τον  ττροσκννήσετε  τον  Κύριον  εις  την 
με<γα\θ7Γρέ7Γειαν  της  αγιότητας  τον. 

3  Ή  φωνή  του  Κυρίου  είναι  εττάνω  εις  τά  νδατα' 
ο  Θε09  της  δόξης  βροντά•  ό  Κύριος  είναι  εττάνω  εις 
νδατα  ττοΧΧά. 

4  Ή  φωνή  τον  Κυρίου  είναι  δυνατ7]'  ή  φωνή  του 
Κυρίου  είναι  με'^αΧοττρεττής. 

5  Ή  φωνή  του  Κυρίου  συντρίβει  τάς  κέδρους• 
ναΙ,  ό  Κύριος  συντρίβει  τάς  κέδρους  του  Αιβάνου• 

6  Και  τάς  κάμνει  νά  σκιρτώσιν  ώς  μοσ-χ^άριον 
τον  δε  Λίβανον,  και  τον  Σίριον,  ώς  νέον  μονοκέ- 
ρωτα. 

7  Η  φωνή  του  Κυρίου  καταδιαιρει  τάς  φΧό^γας 
τοϋ  ττυρός. 

8  Ή  φωνή  του  Κυρίου  σείει  την  ερημον  ό  Κύριος 
σείει  την  ερημον  Καδής. 

9  Ή  φωνή  του  Κυρίου  κάμνει  νά  κοιΧοττονώσιν 

370 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ?7ΐ^5  ήμίρα  γ'. 

αι  ςλαφοί,  καΧ  'γνμνόν€ΐ  τα  Ζάση'  εις•  δε  τον  ναόν 
του  καθβΐς  κήρυττα  την  Βόξαν  του. 

10  Ό  Κύριος  κάθηται  ε'ττανω  ε^'ς  τον  κατακΧυ- 
σμόν  ναι,  ό  Κύριος  κάθηται  Βασιλεύς  εις  τον 
αιώνα. 

1 1  Ό  Κύριος  ^ε'λει  δώσει  Βύναμιν  βίς  τον  Χαόν 
του'  ό  Κύριος  .^ελει  εύΧο'γήσβι  τον  Χαόν  του  μ€ 
€ΐρήνην. 


ΆΚΟΑΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Φαλμος  λ'. 

^ΕΑί2  σε  μβ'γαΧύνβι,  Κύριε•    Βιότι  συ  μβ  ανύψω- 
σες,  και  δέ)/  εύφρανες  τους  ε-χθρούς  μου  εναν- 
τίον μου. 

2  Κύριε  ό  Θεός  μου,  ε'^ώ  εφώναζα  προς  σε,  και 
συ  με  ιάτρευσες. 

3  Κύριε,  συ  ανέβασες  άττο  τον  α8ην  την  -ψυ-χ^ην 
μου'  συ  μ"  εφύΧαξες  την  ζωην,  Βιά  νά  μη  καταβώ 
εις  τον  Χάκκον. 

4  '•\''αΧμωΒησετε  εις  τον  Κύριον,  οι  οσιοί  του,  και 
υμνείτε  την  μνήμην  της  ά<γιωσύνης  του. 

5  Αιότι  ή  όρ'^ή  του  κρατεί  μίαν  μόνην  στιημήν 
ζωή  όμως  είναι  εις  τήν  εύμενειάν  του'  το  έσττέ- 
ρας  εμτΓορεΐ  νά  συγκατοίκηση  κΧαυθμος,  άΧΧά  το 
ττρωϊ  έρχεται  άηαΧΧίασις. 

6  ^Έ.'^ώ  δέ  ειττα  εις  τον  καιρόν  της  ευτυχίας  μου, 
Δεν  ^έλω  σαΧευθή  εις  τον  αιώνα• 

7  Κύριε,  συ  Βιά  της  εύμενείας  σου  έκαμες  το 
ορός  μου  νά  στεκη  στερεόν.  ^Αττέκρυ-^ες  το  ττρόσ- 
ωττόν  σου,  καΐ  εταρά-χθην. 

8  Προς  σε,  Κύριε,  έκραξα•  και  ττρος  τον  Κύριον 
εΒεήβην. 

9  Τις  ώφέΧεια  εις  το  αίμα  μου,  εάν  καταβώ  εις 
τον  Χάκκον;  μή  ττως  ΒέΧει  σε  υμνεί  6  κονιορτός ; 
ή  ^ελει  άνα'^'γέΧΧεί  τήν  άΧήθειάν  σου; 

371 


Μηνός  ημΐρα  γ'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

10  ^Ακουσε,  Κύριβ,  καΐ  βλέησέ  쀕  Κύριβ,  γενου 
βοηθός  μου. 

1 1  Σύ  8ίά  χάριν  μου  μ€Τ€βάλ€ς  τον  Β^ρήνόν  μου 
€ίς  "χαράν  συ  έ'λυσβς  τον  σάκκον  μου,  καΐ  μβ 
ΤΓβρίβζωσβς  βύφροσύνην 

12  Αιά  νά  ψαΧμωδΎ}  βίς  σε  η  8όξα  μου,  καΐ  νά 
μη  σιωττα.  Κύρί€  6  Θε09  μου,  €ί<{  τον  αιώνα  ^έλω 
σε  8οξο\ο^€Ϊ. 

Φαλμος  λα'. 

Τ7ΊΣ  σε,  Κύριε,  ηΧτησα•  α<ζ  μη  καταισχυνθώ  'ττοτέ• 
8ιά  την  Βικαιοσύνην  σου  Χύτρωσέ  μβ. 

2  Κλίνε  εις  ε'/^έ  το  ώτίον  σου•  τάχυνε  νά  μβ 
έΧβυθερώσης•  /γενοϋ  εΐ9  βμβ  Βυνατη  ττέτρα,  καΐ 
οίκος  κατάφυτης  Βιά  νά  σωθώ. 

3  Αιότι  ΤΓβτρα  μου  καΐ  καταφυγή  μου  είσαι  σύ' 
και  8ιά  το  ονομά  σου  όΒή<^ησε  με,   και  Βιάθρε•^ε 

4  'ΈικβαΧε  με  άττο  την  7Γα<γί8α,  την  όττοίαν  έστη- 
σαν κρυφίως  εις  εμέ'  Βιότι  συ  είσαι  ή  Βύναμίς  μου. 

5  Εί?  τά<?  χείρας  σου  τταραδ/δω  το  ττνευμά  μου' 
συ  με  εΧύτρωσες,  Κύριε  6  θεός  της  άΧηθείας. 

6  Έμίσησα  εκείνους,  οι  όττοΐοι  ττροσεχουν  εΙς 
τάς  ματαιότητας  του  '>^εύΒους'  ε'γώ  δε  εΪ9  τον 
Κύριον  εΧττίζω. 

7  Έγώ  ^ελω  ά'γάΧΧεσθαι  καΐ  εύφραίνεσθαι  βίς 
το  εΧεός  σου'  Βιότι  Ϊ8ες  την  Β^Χίψιν  μου,  ε'γνώ- 
ρισες  την  ψυχην  μου  εις  στενοχώριας" 

8  ΚαΙ  Βεν  με  συνεκΧεισες  εις  την  χ€Ϊρα  του 
εχθροί)•   έστησες  εΙς  εύρυχωρίαν  τους  ττόΒας  μου. 

9  Έλε?;σε  με.  Κύριε,  8ι6τι  είμαι  εις  3^Χίψιν•  κατε- 
μαράνθη  άττο  τον  3^υμ6ν  6  οφθαΧμός  μου,  η  ψυχή 
μου,  και  ή  κοιΧία  μου. 

10  Διοτί.  άναΧώθη  άττο  τον  ττόνον  η  ζωή  μου,  και 
τα  ετη  μου  αττο  τους  στενα'^μούς•  ήσθενησεν  αττο 
την  ταΧαιττωρίαν  μου  ή  8υναμίς  μου,  και  τά  κοκ- 
καΧά  μου  εφθάρησαν. 

1 1  Σιμά  εις  οΧους  τους  εχθρούς  μου  ε'γινα  ονει- 

372 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ήμίρα  γ'. 

δος,  καΐ  μάλιστα  6ΐ>>  τους  <γ€ίτονά<;  μον  καϊ 
φόβος  βίς  τους  γνωρίμους  μον  οσοί  μ€  ββΧζτταν 
έ'^ω,  €φ€υ'γαν  άττο  βμέ. 

12  ^ΕΧησμονηθην  ώς  ν€κρ6ς  άττο  την  καρΒίαν 
των   β'^ινα  ώς  ά'^'^^Ιον  σνντβτρίμμβνυν. 

13  Δίότί  ηκουσα  τον  6ν€ΐΒίσμ6ν  ττολλων  φόβος 
ητον  τταντα'χόθ^ν  ενώ  €συμβου\6ύθησαν  έναντίον 
μου,  εμηγανβύθησαν  να  σηκώσωσι  την  ζωήν  μου. 

14  Άλλ'  εγώ  669  σβ,  Κύριβ,  ηΧτησα'  βγω  α,ττα, 
Σί)  βίσαί  ό  Θεός  μου. 

15  Εις  τας  γεΐράς  σου  ζΐναι  οι  καιροί  μον  \υ- 
τρωσβ  μβ  αττο  την  %€ΐρα  των  βγΟρων  μου,  και  αττο 
βκβίνους  οι  όττοΐοι  μ€  κατατρβ'χ^ουν. 

16  Κάμ€  να  \άμψη  το  ιτρόσωττόν  σου  Ρίτάνω  βίς 
τον  δοΟλόν  σου'  σώσε  μβ  δια  το  έλεος  σου. 

17  Κύριβ,  ας  μη  καταισγυνθώ,  διότι  ε'γώ  σε 
βττβκαΧέσθην  ας  καταισγυνθώσιν  οί  άσβββΐς,  και 
ας  σιωτηίσωσιν  εις  τον  α8ην. 

18  Άλαλα  ας  ^γίνωσι  τα  χβι'λτ;  τά  δόλια,  τα 
ότΓοΐα  \α\οΰν  σκΧηρώς  κατά,  του  δικαίου  μβ  υττβρ- 
ηφανίαν  καϊ  καταφρόνησιν. 

1 9  "β  Ίτόσον  μβ'^αΚη  βίναι  η  ά^αθότης  σου,  την 
οποίαν  βφύΧαξβς  δια  τους  φοβούμενους  σε,  καϊ 
ητοίμασβς  δια  τους  βΚττίζοντας  εις  σε,  βμττροσθβν 
τών  υΙών  των  άνθρώττων ! 

20  Συ  θέλεις  τους  κρύψβι  βίς  το  αττόκρυφον  του 
ττροσώτΓου  σου  άττο  την  άΧαζονβίαν  τών  άνθρώ- 
ττων συ  -θέλεις  τους  σκβττάσβι  βίς  σκηνην  άττο 
την  άντιΧο'^ίαν  τών  γλωσσών. 

21  ΕύΧο^ημένος  ας  ηναι  6  Κύριος,  διότι  έθαυμά- 
στωσε  το  έλεος  του  ττρός  βμβ,  ώς  βίς  ώγνρωμβνην 
ττόΧιν. 

.22  Έττειδ^  ε'γώ  ειττα  εις  ττ^ν  βκττΧηξίν  μου,  Άττερ- 
ρίφθην  άττ'  βμττροσθβν  τών  όφθαΧμών  σου•   ττΧην 
συ    ηκουσβς   την    φωνην    τών    δβήσβών    μον,    ότε 
€κραξα  ττρός  σε. 
23  ΆγατΓί^σετε  τον    Κύριον,    οΧοι   οί   'όσιοί  τον 

373 


Μηνοί  ημίρα  Γ.  ΨΑΛΜΟΙ. 

δίότι  ό  Κύριος  φνλάττβι  τους  τηστούς,  καΙ  άνταττο- 
διδβί  'ΤΓβρισσώς  €ίς  τους  ττράττοντας  την  υτΓ€ρη- 
φανίαν. 

24  ^ΑνΒρίζβσθβ,  καΐ  ας  βνΒυναμόνεται  η  καρΒία 
σας,  6\οι  σβΐς,   όσοι  βΧττίζβΤζ  εις  τον  Κύρων. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦΑΛΜ02   λ^'. 

Λ/ΓΑΚΑΡΙΟΣ   βκβΐνος,   του   όττοίου  βαν^γωρήθη  η 
τταράβασις,  του  οττοίου  βσκβττάσθη  η  άμ,αρτία. 

2  Μακάριος  6  άνθρωττος,  €ίς  τον  οττοΐον  6  Κύριος 
δεν  Χο'γαριάζίΐ  άνομίαν,  και  €ΐς  του  όττοίου  την 
Βιάνοιαν  δεν  βίναι  ΒόΧος. 

3  "Οτ€  εγώ  άττβσιώττησα,  £7Γα\αιώθησαν  τα  κόκ- 
κα\ά  μου  άττο  τον  βρυχ^ισμόν  μου  'οΧην  την 
ήμεραν. 

4  Έττείδτ/  ημεραν  καΐ  νύκτα  εβάρυνβν  η  χειρ  σου 
κατεττάνω  μου•  το  ύγρόν  μου  μετεβΧηθη  εις  3^ερι- 
νην  ζηρασίαν. 

5  Τ^ν  άμαρτίαν  μου  σε  εφανέρωσα,  καΐ  την 
άνομίαν  μου  δεν  εκρυψα'  ε'γώ  εϊττα,  Έ.ις  τον 
Κύριον  5ελω  εξομοΧο^ηθή  τάς  τταραβάσεις  μον 
καΐ  συ  εσυ'γχώρησες  την  άνομίαν  της  αμαρτίας 
μου. 

6  Αιά  τούτο  ττάς  όσιος  3-έ\ει  ττροσεύχεσθαι  ττρος 
σε  εις  καιρόν  άρμόΒιον  βέβαια  εις  κατακΧυσμον 
ΤΓοΧΧών  ύΒάτων,  ταύτα  δεν  3-έΧουν  ε'γ'γίζει  εις 
αυτόν. 

7  Σύ  είσαι  το  καταφύ^ιόν  μου'  συ  3-εΧεις  με 
φυΧάττει  άττό  3\ί•\Ιην'  με  ά'γαΧΧίασιν  Χυτρώσεως 
Β^έΧεις  με  ττερικυκΧόνει. 

8  Έγώ  ,^ελω  σε  διδάξει,  καΐ  ^ελω  σε  Βείξει 
τον  δρόμον  εις  τον  όττοΐον  πράττει  να  ττεριτταττ/ς' 
ε'γώ  3ελω  σε  συμβουΧεύεΐ'  εις  σε  3ελεί  είσθαι  ό 
όφθαΧμός  μου. 

9  Μ^ν  ^σ^ε  ώς  ό   ϊτητος,  μηΒε  ώς  6  ημίονος,  τα 

374 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ήμ^ρα  γ'. 

ότΓοΐα  δβν  βγουν  σύνβσίν  των  όττοίων  το  στόμα 
ττρύτΓβί  να  κρατήταί  μ€  κημον  καΐ  -χαΚυνον,  α-λλεως 
^ίν  ηθβΚαν  ττΧησίάζβι  €ί.9  σε. 

10  ΠολλαΙ  ^έΧουν  βίσθαι  αϊ  μάστί^βς  τον  άσε- 
βοΰ^•  τον  δε  βΧττίζοντα  βίς  τον  Κύρι,ον  ελεο9  ^έλεί. 
ΤΓβρίκυκΧώσβί. 

11  Έ.ύφραίνβσθε  βίς  τον  Κύρων,  καΐ  άγάλλεσ^ε, 
ΒίκαίΟί•  και  αλαλάζετε,  οΧοί  οι  βύθβΐς  την  καρΒίαν. 

Ψαλμός  λγ'. 

'Λ  ΓΑΛΛΕΣΘΕ,  8ίκαιοί,  βίς  τον  Κύρων    εΐ9  των 
βύθεων  το  στόμα  αρμόζει,  η  αϊνβσις. 

2  Έτταινεΐτε  τον  Κύριον  με  κιθάραν  με  ψαΧ- 
τηριον  Βεκά-χορΒον  ψαΧμωΒήσετε  εΙς  αυτόν. 

3  Ψάλλετε  εις  αυτόν  άσμα  νέον  «άλως  τταίζετε 
τα  ορφανά  σας  εΙς  αυτόν  με  αΧαΧα'^μόν. 

4  Αιότί  ορθός  είναι  6  Χό<γος  τον  Κυρίου,  και  οΧα 
τον  τα  ερ'γα  είναι  ττιστά. 

5  Ά'γαττα  Βικαιοσύνην  και  κρίσιν  άττό  τό  εΧεος 
τον  Κνρίυυ  είναι  ττΧήρης  ή  ηή. 

6  Με  τον  Χό<γον  του  Κυρίου  έγιναν  οι  ουρανοί, 
και  με  τό  εμφύσημα  του  στόματος  τον  'όΧον  τό 
στράτενμα  αντων. 

7  Έσύναξεν  ώς  σωρόν  τα  νΒατα  της  ΒαΧάσσης' 
εβαΧεν  εις  άττοθήκας  τάς  άβύσσονς. 

8  Άς  φοβηθτ)  τόν  Κύρων  όΧη  η  ^η'  ας  τρο- 
μάξωσιν  άττό  αυτόν  οΧοι  οι  κάτοικοι  της  οικου- 
μένης. 

9  Αιότι  αυτός  ειττε,  καΐ  ε'γινεν  εττρόσταξε,  καΐ 
εστερεώθη. 

10  Ό  Κύριος  ματαιόνει  την  βουΧην  των  εθνών, 
και  άνατρέττει  τους  Χο^ισμούς  των  Χαών. 

11  Ή  βουΧη  τοϋ  Κυρίου  μένει  εις  τόν  αιώνα•  και 
οι  Xο^ισμοι  της  καρΒίας  του  άττό  γενεάς  εις 
ηενεάν. 

12  }Αακάριον  τό  έθνος,  τον  όττοίον  ό  θεός  είναι  6 
Κύριος"  και  ό  Χαός,  τόν  όττοίον  αυτός  εκΧεξε  Βιά 
κΧηρονομίαν  του. 

375 


Μηνοί  ημέρα  Γ.  ΨΑΛΜΟΙ. 

13  Ό  Κύριος  €ΤΓίβ\β7Γ€ΐ  άτΓο  τους  ουρανούς ' 
βΧέτΓβί  6\ους  τους  υιούς  των  ανθρώπων. 

14  ΆτΓΟ  τον  ητοιμασμένον  τόττον  της  κατοικίας 
του  3^€ωρ€Ϊ  οΧους  τους  κατοίκους  της  ^ής. 

15  ^Εξίσου  έ'ττλασε  τάς  καρΒίας  των  ιγνωρίζβί 
δλα  τά  €ρ^α  των. 

16  Δ€ν  σώζβται  βασιλβύς  8ίά  ττΧήθους  στρα- 
τβύματος'  6  Βυνατος  δεν  εΧβυθβρόνβται  Βια  της 
μ€<γά\ης  του  άνΒρίας. 

17  Μάταιος  βίναι  6  ΐτττΓος  ττρος  σωτηρίαν  ούδε 
με  την  ττοΧλήν  του  8ύναμίν  θέλει  \υτρώσ€ί  τινά. 

18  Ιδού,  ό  οφθαΧμος  του  Κυρίου  είναι  εττάνω  εΙς 
εκείνους  οι  οττοίοι  τον  φοβούνται,  εττάνω  εις 
εκείνους  οι  όττοΐοι  έΧττίζουν  εις  το  εΧεός  του• 

19  Δία  νά  Χυτρόνη  άττο  Β^άνατον  την  "^υ-χ^ην  των, 
και  εις  καιρόν  ττείνας  νά  τους  ΒιαφυΧάττη  εις  ζωήν. 

20  Ή  'ψυχ^}]  μας  ττροσμενει  τον  Κύριον  αύτος 
είναι  βοήθεια  μας,  και  ύττεράσττισίς  μας. 

21  Αιότι  εις  αύτον  ^εΧει  εύφρανθή  η  καρΖία  μας, 
εττειΒη  καΐ  εις  το  ονομά  του  το  αηιον  ήΧττίσαμεν. 

22  'Άς  ήναι  το  ελε09  σου.  Κύριε,  εττάνω  εις  ήμας, 
καθώς  ήΧττίσαμεν  εις  σε. 

Ψαλμός  λδ'. 

^ΕΛί2  εύΧο<γεΐ  τον  Κύριον   εΙς  ττάντα  καιρόν   ή 
αϊνεσίς    του   ^ελε*    είσθαι    Βιατταντος    εις    το 
στόμα  μου. 

2  Εί9  τον  Κύριον  ί)^έΧει  καυ-χασθαι  ή  ψυχ^ή  μον- 
οί ταττεινοί  ^έΧουν  το  ακούσει,  και  Β^έΧουν  χαρή. 

3  Μεγαλώνετε  τον  Κύριον  με  εμε,  και  ας  ύψώ- 
σωμ'εν  ομού  το  ονομά  του. 

4  Έζήτησα  τον  Κύριον,  καΐ  μου  εττήκονσε,  και 
άττο  οΧους  μου  τους  φόβους  με  ήΧευθερωσεν. 

5  ^Εκείνοι  άττέβΧεψαν  ττρος  αυτόν,  και  εφωτί- 
σθησαν  καΐ  τά  ττρόσωττά  των  δεν  κατησ-χύνθησαν. 

6  Ούτος  ό  ΤΓτωγος  εφώναξε,  και  ό  Κύριος  είσ- 
ήκουσε,  καΐ  άττο  όΧας  του  τάς  Βχίψεις  τον  εσωσεν. 

376 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ήμίρα  γ'» 

7  "Αγγβλος  Κυρίου  στρατοττβΒεύεί  τριγύρω  βίς 
τους  φοβούμενους  αυτόν,  και  τους  έΧβυθξρόνβί. 

8  Γευ^^τβ  καΐ  ιΒέτβ  οτί  ά^γαθος  είναί  6  Κύριος" 
μακάριος  6  άνθρωπος,  όστις  ίλττίζει  €ΐς  αυτόν. 

9  Φοβηθήτ€  τον  Κύριον,  οι  α^ιοί  του'  Βΐότι  Ββν 
είναι  καμμία  στερησις  εις  τους  φοβούμενους  αύτον. 

10  Οί  ττΧούσιοι  τττωγεύουν  και  ιτεινοΟν  άλΧ  οί 
ζητουντες  τον  Κυριον  δεν  στερούνται  αττο  κανεν 
αηαθόν. 

11  "Ελθετε,  τέκνα,  ακούσετε  μου•  τον  φόβον  του 
Κυρίου  5έλω  σας  8ι8άξει. 

12  Ποιος  είναι  6  άνθρωττος  όστις  Βελει  ζωην,  καΐ 
άηαιτα  ημέρας,  δία  νά  ϊΒτ)  καΧόν ; 

13  ΦύΧαττε  την  <γΧώσσάν  σου  αϊτό  κακόν,  και 
τα  χείΧη  σου  άττο  το  νά  ΧαΧώσι  ΒόΧον. 

14  ΆτΓομακρύνου  άττο  το  κακόν,  και  κάμνε  το 
άηαθόν   ζήτει  είρηνην,  καΐ  άκοΧούθει  αυτήν. 

15  Οί  οφθαΧμοΙ  του  Κυρίου  είναι  εττάνω  εις  τους 
8ικαίους,  και  τα  ώτία  του  εις  την  κραυ'^ην  των. 

16  Το  ττρόσωτΓον  του  Κυρίου  είναι  εναντίον  εις 
εκείνους  οί  όττοΐοι  πράττουν  κακόν,  Βιά  νά  άφαν ί- 
ση άττο  την  <γήν  το  μνημόσυνόν  των. 

17  Έφώναξαν  οί  Βίκαιοι,  και  6  Κύριος  είσήκουσε, 
και  άττο  'όΧας  των  τάς  ΒΧί-^εις  τους  ηΧευθέρωσεν. 

18  0  Κύριος  είναι  ττΧησίον  εις  τους  συντετριμ^ 
μένους  την  καρΒίαν,  και  σώζει  τους  ταπεινούς  το 
πνεύμα. 

19  Πολλαί.  είναι  αϊ  Β^Χίψεις  του  Βικαίου,  πΧην 
από  οΧας  ταύτας  ^εΧει  τον  εΧευθερώσει  6  Κύριος. 

20  Αύτο9  φυΧάττει  δΧα  τά  οστά  αύτού'  κανεν 
από  ταύτα  Βεν  ,^εΧει  συντριφθη. 

21  Ή  κακία  ^εΧει  θανατώσει  τον  άμαρτωΧόν 
και  οί  μισούντες  τον  Βίκαιον  Β^έΧουν  καταΒικασθή. 

22  Ο  Κύρκος•  Χυτρονει  την  ■ψυχην  των  ΒούΧων 
του'  και  Βεν  ΒεΧουν  καταΒικασθή  οΧοι  οί  εΧπί- 
ζοντες  εις  αυτόν. 

377 


Μηνός  ήμίρα  ζ.  •*ΑΛΜΟΙ. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  λε'. 

ΤΓ  ΡΙΝΕ,  Κύριβ,  τού<;  κρίνοντά<ζ  μβ'  ττοΧβμησε  τού<; 
'ΤΓοΧβμοΰντάς  μ€. 

2  Πάρε  δττλον  και  άσττίΒα,  καϊ  σήκω  ΐίς  βοή- 
θβιάν  μου. 

3  Αράξ€  το  κοντάριον,  και  άττόκΧασβ  τον  Βρόμον 
άττέναντι  των  καταδιωκόντων  μ€•  εΖττε  €49  την 
ψνχτίν  μου,  Έγώ  βΐμαι  ή  σωτηρία  σου. 

4  'Άς  αίσ'χυνθώσι,  καϊ  ας  €ντρα'πωσιν,  όσοι  ζη- 
τούν την  ψυχ^ίν  μου•  ας  στραφώσιν  €ΐς  τα  οττίσω, 
καϊ  ας  καταισγυνθωσιν,  όσοι  μη'χαν^ύονται  κακόν 
εναντίον  μου. 

5  "Ας  ηναι  ως  Χβτττον  αγυρον  βμττροσθβν  του 
ανέμου,  και  ά^^€\ος  Κυρίου  ας  τους  8ιώκη. 

6  'Άς  ηναι  6  Βρόμος  των  σκότος  και  γλιστρά,  και 
ά^<γ€\ος  Κυρίου  ας  τους  καταΒιώκη. 

7  Διότι  χωρίς  αίτίαν  βκρυψαν  δ/'  βμβ  την  ττα- 
^ιΒα  των  βίς  Χάκκον  χωρίς  αιτιαν  τον  βσκα-^αν 
^ιά  την  ΛΐΓυχ7]ν  μου. 

8  Άς  €\θη  βίς  αυτόν  αφανισμός  αΙφνίΒιος'  και 
η  ττα'γίς  του,  την  όττοίαν  βκρυψβν,  ας  τόν  ττιάση' 
και  ας  ττύση  βίς  αυτόν  τόν  οΧβθρον. 

9  Ή  δε  "^νχή  μου  ^ελεί  άιγάΧλβσθαι  βίς  τόν 
Κύριον,  και  -^ελει  χαίρει  €ΐς  την  σωτηρίαν  του. 

10  "Ολα  τά  οστά  μου  Β^έΧουν  ειττύ.  Κύριε,  τις 
όμοιος  σου,  όστις  βΧευθερόνβις  τόν  τττωχόν  αϊτό 
τόν  Βυνατώτ€ρόν  του,  τόν  τττωχόν  καϊ  τόν  ττένητα 
άττό  εκείνον  ό  όττοίος  τόν  Βιαρττάζει ; 

11  ^Εσηκώθησαν  μάρτυρες  άΒικοΐ'  με  ήρωτοΰ- 
σαν  Βιά  Ίτρά^γματα  τά  όττοΐα  Βεν  ήζευρα. 

12  Ανταττεδοσαν  εις  εμε  κακόν  άντΙ  καΧοΰ,  και 
στερησιν  εις  την  "^υχήν  μου. 

13  Έγώ  όμως,  δτε  αύτοι  ήσαν  εις  3\ίψιν,  εν- 
Βυόμην    σάκκον     εταττείνωσα    με     νηστείαν    την 

378 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μ>7ΐ/όί  ήμίρα  ^. 

ψνχι^ν  μον   και  η  ττροσβυγτ}  μου  βττέστρβφβν  €19 
τον  κόΧτΓον  μου. 

14  Έφζρόμην  ώς  €19  φίλον  καϊ  αδελφό  ν  μου' 
€σκυτττα  σκνθρωττάζων,  ώς  6  ητβνθων  δίά  την 
μητέρα  του. 

15  Άλλ'  αυτοί  €-χ^άρησαν  δια  την  συμφοράν  μου, 
καϊ  συνή-χθησαν  ομοΰ'  συνή-χθησαν  εναντίον  μου 
οΐ  ούτιΒανοΙ,  καϊ  εγώ  δει/  το  ήξβυρα•  μβ  εξβσ'χιζαν, 
καϊ  δεν  βτταυαν 

16  Με  ύτΓοκριτίκούς  γλεναστά•»•  είς  συμιτόσία, 
έτριζαν  κατ   βμοΰ  τους  οοόντας  των. 

17  Κύρΐ€,  ττότε  ^ελε^ς  ΐδει;  έΧβυθερωσε  την 
'ψ'υχήν  μου  άττο  τάς  ταρα'χ^άς  των,  την  μβμονωμέ- 
νην  ψυχ^ήν  μου  άττο  τους  Χβοντας. 

18  Εγώ  3ελω  σε  υμνεί  εις  με^άΧην  σύναξιν 
μεταξύ  ττοΧυαρίθμου  Χαοΰ  ^ελω  σε  ετταινεΐ. 

19  Ά9  μη  γαρώσι  δί'  ίμε  όσοι  με  ε'χθ ρεύονται 
αΖίκως'  όσοι  με  μισούν  χωρίς  αίτίαν,  ας  μη  κά- 
μωσι  νεύμα  με  τους  οφθαΧμούς. 

20  Αιοτι  8εν  εΧαΧούσαν  είρήνην,  άΧΧά  εμεΧε- 
τονσαν  ΒόΧους  κατά  των  ησυχαζόντων  εττάνω  εις 
την  ιγην 

21  Και  εττΧάτυναν  κατ  εμού  το  στόμα  των,  καϊ 
είτταν,  Εδγε,  εδγε.'  ϊΒεν  6  οφθαΧμός  μας. 

22  'Ιδες,  Κύριε•  μη  σιωττήσης•  Κύριε,  μην  άττο- 
μακρυνθης  άττο  εμε. 

23  "Σήκω,  καϊ  εξύττνησε  Βιά  την  κρίσιν  μου•  Θεε 
μου  και  Κύριε  μου,  Βιά  την  Βικαίωσίν  μου. 

24  Κρίνε  με,  Κύριε  6  Θεός  μου,  κατά  την  Βικαιο- 
σύνην  σου,  και  ας  μη  γαρώσιν  εναντίον  μου. 

25  *Α9  μην  εϊττωσιν  εις  τάς  καρΒίας  των,  Ενγε, 
ψυχή  μας !  μηΒε  νά  εΐττωσι,  Κατεττίαμεν  αυτόν. 

26  Ας  εντραττώσι,  καϊ  άς  αίσχυνθώσιν  ομού, 
όσοι  χαίρουν  εις  το  κακόν  μου•  άς  ενΒυθώσιν  εν- 
τροττήν  και  ονειΒος  οι  με^γαΧαυχοΰντες  εναντίον 
μου. 

27  Ας  εύφρανθώσι  καϊ  άς  χαρώσιν  όσοι  εττιθυ- 
μούν  την  Βικαιοσύνην  μου•   και  άκατατταύστως  άς 

379 


Μι^ΐ'όί  ήμΐρα  ζ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

λεγωσιν,  *Α9  μβΎολυνθτ}  6  Κύριος,  6  οττοΐος  Β-βλα 
την  είρήνην  του  8ούΧου  τον. 

28  ΚαΙ  η  <γλώσσά  μου  ΒβΧβί  μέΧ^τα  την  8ικαίθ- 
σύνην  σου  καΐ  τον  ετταινόν  σου  οΧην  την  ήμβραν. 

Ψαλμός  λς-'. 

'Τ'ΟΤ  άσββοΰς  ή  "παρανομία  λεγεί.  μέσα  βίς  την 
καρΒίαν  μου,    οτι    Ββν   βίναι  φόβος    θβοϋ    βμ- 
ττροσθβν  €ίς  τους  οφθαΧμούς  του. 

2  Αίότι,  αντος  άττατα  τον  εαυτόν  του  βμττροσθέν 
του,  οτί  δεκ  ^ελει  βύρβθή  η  ανομία  του  δίά  νά 
μισηθη. 

3  Τα  Χο^ία  του  στόματος  του  είναι  ανομία  καΐ 
8οΧος  '  δεν  ηθεΧησβ  να  εννοήση  8ίά  νά  ττράττη  το 
αηαθόν. 

4  Ανομίαν  ΒιαΧο^ίζβταί  βττάνω  βίς  την  κΧίνην 
τον '  στέκεται,  βίς  Βρόμον  6  όττοΐος  δεν  είναι  κα- 
\ός  '   το  κακόν,  δεν  το  μισεί. 

5  Κύριε,  εως  εις  τον  ονρανόν  φθάνει  τό  εΧεός  σου, 
και  ή  άΧήθειά  σου  εως  εις  τά  σύννεφα. 

6  Η  Βικαιοσύνη  σου  είναι  ώς  τά  ύψηΧά  ορη  •  αί 
κρίσεις  σου  είναι  άβυσσος  με'γαΧη  •  άνθρώττονς  και 
κτήνη  ΒιαφνΧάττεις,  Κύριε. 

7  Πόσον  τΓοΧύτιμον  είναι  τό  ελεό?  σου,  θεέ !  δίά 
τούτο  οι  υ'ιοί  των  άνθρώττων  εΧιτίζουν  εις  την 
σκιάν  των  τττερύηων  σου. 

8  Θελοι»ν  'χορτασθ))  αττό  τό  ττά-χος  του  οίκου 
σου'  καΐ  άττό  τον  γείμαρ'ρον  της  τρυφής  σου 
ΒέΧεις  τονς  ττοτίσει. 

9  Αίότι  εις  σε  είναι  η  ττη'γή  της  ζωής  •  ημείς  με 
τό  φως  σου  Β^έΧομεν  ι8εΐ  φως. 

10  Έ^άττλωσε  τό  εΧεός  σου  εΙς  εκείνονς  οι 
ότΓοΐοι  σε  γνωρίζουν,  και  την  Βικαιοσύνην  σου  εις 
τους  ευθείς  την  καρΒίαν. 

11  Ά^  μην  εΧθη  εττάνω  μον  ό  ττοΰς  τής  υττερη- 
φανίας  •  καΐ  ή  χ^ιρ  των  ασεβών  ας  μη  με  σα- 
Χεύση. 

12  Εκεί  εττεσαν  οΐ  ερ^άται  τή<ϊ  ανομίας '  κατε- 

380 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ήμίρα  ζ". 

σιτρώγθησαν,    και    δέν  ^έΧονν   8υνηθη    να    σηκω- 
θώσι. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  \ζ'. 

ΐγΤΗΝ  ά'^ανακτΐΐ';  δί'  αΐτίαν  των  ττονηρών,  μηΒβ  να 
ζηΧβύτ^ς  τους  ^ρ'^/άτας  της  ανομίας. 

2  Αίότι  ώς  -χόρτος  ο'γΧή^ορα  3^€Χουν  κοίτη,  καϊ 
ως  γΧωρά  βοτάνη  ^έΧονν  καταμαρανθή. 

3  "ΕΧτΓίζβ  619  τον  Κύρίον,  καϊ  κάμνε  καΧον  •  κατ- 
ά ίκβι  την  'γήν,  καϊ  -9€λ€ί9  βοσκηθη  μβ  άΧήθβίαν. 

4  Εύφραινε  τον  εαυτόν  σου  εΙς  τον  Υι,ύριον,  καϊ 
^εΧει  σε  8ώσει  τα  ζητήματα  της  καρΒίας  σου. 

5  ΈμτΓίστεύου  εις  τον  Κύριον  την  όδόν  σου,  και 
εΧτΓίζε  εις  αυτόν,  και  αυτός  3^έΧει  το  κάμει• 

6  Και,  ^εΧει  εκβάΧει  εξω  ώς  τό  φως  την  Βικαιο- 
σννην  σου,  και  την  κρίσιν  σου  ώς  την  μεσημβρίαν. 

7  Άνατταύου  εις  τόν  Κύριον,  και  ανάμενε  τον  με 
ύτΓομονήν  μην  ά^ανακτης  Βιά  τόν  κατευοοούμε- 
νον  εις  τόν  Βρόμον  του,  Βιά  άνθρωττον  Οστις  κατορ- 
θόνει  ττανουρΎΐας. 

8  Ώαϋσε  άττό  τόν  !^υμόν,  καϊ  άφες  την  όρ^ήν  • 
μην  ά'γανακτης  κατ  ούΒενα  τρόττον  ώστε  νά  ττρατ- 
τ-ης  κακόν. 

9  Διότι  οι  τΓονηρευόμενοι  ^εΧουν  εζοΧοθρευθη' 
εκείνοι  δε,  οί  όττοΐοι  νττομένουν  τόν  Κύριον,  ^εΧουν 
κΧηρονομησεί  την  'γήν. 

10  Αιότι  όΧί'γον  ακόμη,  καϊ  ό  άσεβης  δεν  ^εΧει, 
ΰττάργει•  καϊ  ^6λεί9  ζητήσει  τόν  τόπον  του,  καϊ  δεν 
&έΧει  ευρέθη. 

1 1  Οί  ττραοι  όμως  ΒέΧουν  κΧηρονομήσει  την  'γήν, 
καϊ  Β^έΧουν  κατατρυφα  εΙς  άκραν  είρήνην. 

12  Ό  άσεβης  μηχανάται  κατά  του  Βικαίου,  καϊ 
τρίζει  κατ  αυτού  τους  οΒόντας  του. 

13  Ό  Κύριος  Βέλει  τόν  κατα'^/εΧάσει,  εττειΒη 
βΧεττει  Οτι  έρχεται  η  ημέρα  αυτού. 

14  Οί  ασεβείς  έσυραν  εξω  την  'ρομφαίαν,  και 
ετέντωσαν  τό  τόζον  των,  Βιά   νά  καταβάΧωσι  τόν 

381 


Μηνοί  ήμίρα  ζ^.  ΨΑΛΜΟΙ. 

Ίττωγον  καϊ  τον  ττένητα,   8ιά  να   σφάξωσιν  εκβί- 
νονς  ο  ι  δίΓοΐοί  βίναι  άμβμτττοι  669  τον  Βρόμον  των. 

15  Ή  ρομφαία  των  .^έΧβι  βμβή  €49  την  καρΒίαν 
των,  καΐ  τά  τόζα  των  3^€\ουν  σνντριφθή. 

16  Κα\ητ€ρον  βΙναι  το  6\ί<γον  τον  Βικαίου,  παρά 
6  7Γθλ,ΐ'9  ΊΓ\ουτο<;  των  άσεβων. 

17  Αώτί  οι  βραχ^ίονες  των  άσεβων  3^έ\ουν  συν- 
τριφθη  '  τού<}  8έ  Βίκαίονς  νττοστηρίζει,  ό  Κύ/3ί09. 

18  Τνωρίζει  6  Κύριος  τάς  ημέρας  των  άμέμτττων 
καϊ  η  κληρονομιά  των  3^έΧεί  είσθαι  εΙς  τον  αΙωνα. 

19  Δεν  ^εΚουν  καταισ-χυνθη  εΙς  καιρόν  κακόν 
καϊ  εις  ημέρας  πείνας  3^έ\ουν  εϊσθαι  γορτασμένοι. 

20  Οι  ασεβείς  όμως  3^έΧουν  έζοΧοθρενθη,  και  οι 
εγθροί  τον  Κνρίον,  ώς  το  πάγιος  των  άρνίων, 
θ-ελουν  άφανισθή  •  εις  καττνον  Β^έΧονν  ΒιαΧνθή. 

21  Αανείζεται  6  άσεβης  και  Βέν  πΧηρόνει•  6  Βέ 
Βίκαιος  ελεεί  καϊ  ΒίΒει. 

22  Δίότι  οι  εν\ο<γημένοι  τον  θέλουν  κΧηρονο- 
μησει  την  ^ην  οι  Βέ  κατηραμένοι  τον  ^έΧονν 
εξοΧοθρενθη. 

23  ΆτΓΟ  τον  Κνριον  κατενθύνονται  τά  Βιαβήματα 
του  ά'^αθον  άνθρώττον,  και  6  Βρόμος  τον  είναι  αρε- 
στός εις  αντόν. 

24  Έάν  ττέστ),  Βέν  ^ε'λεί  σνντριφθή  •  Βιότι  6 
Κύριος  υποστηρίζει  την  χεΐρά  τον. 

25  Ν609  ημονν,  και  τώρα  ε'γήρασα'  καϊ  Βέν  ϊΒα 
Βίκαιον  ε^καταΧεΧειμμένον,  ονΒέ  το  σπέρμα  τον 
νά  Λ^τωμοζητη. 

26  "ΟΧην  την  ήμέραν  εΧεεΙ  καϊ  Βανείζει,  καϊ  το 
σπέρμα  τον  είναι  εις  εύΧο'^ίαν. 

27  ^ακρύνον  άπο  το  κακόν,  καϊ  κάμνε  καΧον, 
καϊ  -9^ελεΐ9  Βιαμένει  εις  τον  αιώνα. 

28  Αιότι  6  Κύριος  ά'^απα  Βικαιοσννην,  καϊ  Βέν 
ε'γκαταΧείπει  τους  όσίονς  τον  •  εΖ9  τον  αιώνα  ^ε- 
Χονν  ΒιαφνΧα'χθη '  το  Βέ  σπέρμα  των  άσεβων 
^έλεί.  έξοΧοθρενθή. 

29  Ο  ι  Βίκαιοι  ^έΧονν  κληρονομήσει  την  ψ]ν,  και 
επάνω  εις  αύτην  ^έΧουν  κατοικεί  εις  τον  αιώνα, 

382 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μι^ι/όρ  ήμίρα  η, 

30  Τό  στόμα  τον  Βικαίου  μ€\€τα  σοφίαν,  κα\  η 
γλωσσά  του  ΧαΚβΐ  το  Βίκαιον. 

31  Ό  νόμος  του  θβοΰ  του  ίΐναι  εις  την  καρΒίαν 
τον  •   τά  Βιαβηματά  τον  δεν  ^εΚουν  <γΧιστρήσ€ί. 

32  ΚατασκοτΓβύβν  ό  άμαρτωΧός  τον  Βίκαιον,  και 
ζ'ητβΐ  να  τον  ^ανατώστ)  • 

33  Άλλ'  ό  Κύριος  δεν  ^ελει  τον  άφησβο  βίς  τάς 
•χβΐρας  αυτού,  ουδέ  ^ελεί.  τον  καταΒικάσβί  βίς  την 
κρίσιν  του. 

34  'Ύττόμενβ  τον  Κύριον,  και  φύΧαττβ  τον  Βρόμον 
του,  καΐ  3ελεί  σε  ύψώσβι  Βιά  να  κΧηρονομήσης 
την  <γήν•  όταν  βξοΧοθρβυθώσιν  οι  άσβββΐς,  συ  ^ε- 
λε4?  τό  ιδεί. 

35  "Ιδα  τον  ασεβή  ύττερυψωμένον,  καΐ  εξαττΧω- 
μβνον  ως  την  'χΧωράν  8άφνην• 

36  Άλλ'  ήφανίσθη'  και  ί8ού,  δεν  ητον  ττΧέον  και 
τον  βζήτησα,  και  δεν  εύρβθη. 

37  ΐίαρατήρβι  τον  άκακον,  καΐ  βΧβττε  τον  βύθύν, 
δτι  τά  τέΧη  του  άνθρώττου  τούτου  είναι  ειρήνη. 

38  Άλλ'  οΐ  τταραβάται  -δελουν  όμοΰ  εξοΧοθρενθή' 
των  άσεβων  τό  τελθ9  '&ελεί.  είσθαι  αφανισμός. 

39  Των  Βικαίων  όμως  ή  σωτηρία  είναι  άττό  τον 
Κύριον  αυτός  είναι  ή  Βύναμίς  των  εις  καιρόν 
^Χί•\Ιτεως. 

40  ΚαΙ  3^έΧει  τους  βοηθήσει  ό  Κύριος,  και  εΧευ- 
θερώσει  αυτούς•  ^ελεί.  τους  έΧευθερώσει  άττο 
τους  ασεβείς,  και  σώσει  αυτούς•  Βιότι  ήΧττισαν 
εις  αυτόν. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίζΘΙΝΗ. 
Φαλμος  λτ^'. 

^ΓΤΡIΕ,  μή  με  εΧε^ξης  εΙς  τον  ^υμόν  σου,  μηΒε 
νά  με  τταιΒεύσης  εις  την  όρ^ήν  σου. 
2  Αιότι  τά  βεΧη  σου  εμιτή-χθησαν  εις  έμε,   καΐ 
ή  χείρ  σου  καταπιέζει  με. 

383 


Μηνός  ημίρα  η,  ΫΑΛΜΟΙ. 

3  Δεν  €ίναί  ύγε/α  ε^'ς  την  σάρκα  μου,  ίξ  αίτιας 
της  ορ^ής  σον  δεν  βιναι  άνβσις  βίς  τα  οστά  μου, 
βξ  αίτιας  της  αμαρτίας  μου. 

4  Αίότί  αϊ  άνομίαί  μου  ύττβρέβησαν  την  κβφαΧήν 
μου'  ώς  φορτίον  βαρύ  ύττβρββάρυναν  ε'ττάνω  βίς  €μέ. 

5  Έ,βρώμησαν  καΐ  €σάπησαν  αϊ  ττΚη'^αί  μου,  ζξ 
αιτίας  της  ανοησίας  μου. 

6  ^ΕταΧαιττωρήθην,  εκυρτώθην  βίς  άκρον  ο\ην 
την  ήμέραν  ττβριττατώ  σκυθρωπός. 

7  Δίότί.  τά  βντόσθίά  μου  ^εμουν  άττο  ψΧό^ωσιν, 
καΐ  δεν  βίναι  ύ<^εία  εις  την  σάρκα  μου. 

8  ^\{σθενησα,  καΐ  καθ'  ύττερβοΧην  κατεκόττην 
βρυγωμαί  άττό  την  άΖημονίαν  της  καρδίας  μου. 

9  Κύροε,  έμπροσθεν  σου  είναι  όΧη  η  εττιθυμία 
μου,  και  6  στενα'^μός  μου  δεν  κρύπτεται  άττο  σε. 

10  Ή  καρδία  μου  ταράττεται,  η  Βύναμίς  μου  με 
ε'γκαταΧείττει•  καΐ  το  φως  των  οφθαΧμων  μου, 
και  αύτο  εΧει-^εν  άττο  εμέ. 

11  Οί  φίΧοι  μου  καΙ  οι  ιΥ/αττημενοι  μου  στέκουν 
αντικρύ  της  ττΧη^γής  μου,  και  οί  ττΧησιέστεροί  μου 
στέκουν  άττο  μακρόθεν. 

12  Και  όσοι  ζητούν  την  ψυ-χ^ήν  μου,  με  στήνουν 
ενέδρας-  καΐ  όσοι  επιθυμούν  το  κακόν  μου,  ΧαΧούν 
πονηρά,  και  μεΧετούν  δόΧους  οΧην  την  ήμέραν. 

13  Άλλ'  ε'γώ  ωσάν  κωφός  δεν  ηκουα'  και  ήμουν 
ωσάν  άφωνος,  ό  όποιος  δεν  ανοίγει  το  στόμα  του. 

14  Και.  ήμουν  ωσάν  άνθρωπος  ό  όποιος  δεν 
ακούει,  και  δεν  ε%εί  άντιΧο'^ίαν  εις  το  στόμα  του. 

15  Δίότί.  εις  σε,  Κύριε,  ηΧπισα•  σύ  Β^εΧεις  εισ- 
ακούσει, Κύριε  ό  θεός  μου. 

16  Έττείδ//  είπα,  'Άς  μη  γαρώσιν  εναντίον  μου' 
όταν  κΧονισθτ)  6  πους  μου,  αύτοΙ  'με<γαΧαυχοϋν 
εναντίον  μου. 

17  Αιότι  είμαι  έτοιμος  να  πέσω,  και  ό  πόνος 
μου  είναι  πάντοτε  έμπροσθεν  μου. 

]  8  ^Επειδή   εγώ   ^ελω   ανάγγελλε*    τ^ν  άνομίαν 
μου,  και  5ελω  Χυπεΐσθαι  διά  την  άμαρτιαν  μου, 
384 


ΫΑχ\ΜΟΙ.  Μί7»'0£  ημίρα  η, 

19  Άλλ'  οΐ  ζ'χθροί  μου  ζουν,  καΐ  ΰττ^ρίσ'χυουν 
καΧ  €ΤΓ\ηθύνθησαν  οι  μισοΰντές  μ€  άΒίκως. 

20  Καϊ  €Κ6Ϊνοί  οί  ότΓΟίον  άνταττοΒίδουν  κακόν 
άντΙ  κάλου  βίναι  ενάντιοι  μου,  εττε^δτ)  ζητώ  ττάν- 
τοτ€  το  καλόν. 

21  Μτ;  μ€  €'γκαταλί7Γτ)<ς,  Κύρίβ'  Θβε  μου,  μη  μα- 
κρυνθτ)ς  άττο  €μέ. 

22  Αράμ€  ηλήηορα  6ΐ9  βοήθβίαν  μου,  Κύρί6,  σω- 
τηρία  μου. 

Ψαλμός  λ-9'. 

ρΊΠΑ,   Θβλω   ττροσβχ^βι  βίς  τους  Βρόμους  μου,  Βια 
να  μην  άμαρτάνω  μβ  την  ηλώσσάν  μου'  3έλω 
φυλάττβι  το  στόμα  μου  μ€  χαλίνόν,  ενω  ζΐναί  δ 
άσββης  βμττροσθέν  μου. 

2  ^Εστάθην  άφωνος  καϊ  σιωττηΧός'  βσιώττησα 
καϊ  άττό  το  να  λέγω  καΧόν  και  ό  ττόνος  μου  άνε- 
ταρά-χθη. 

3  ^Εθερμάνθη  η  καρδία  μου  βντός  μου•  καϊ  βνω 
ε/χελετοΰσα,  ζξήφθη  βίς  βμβ  ττυρ'  έλάλησα  μβ  την 
ηλώσσάν  μου,  καϊ  ειττα, 

4  Κάμβ  γνωστόν  βίς  ε/ζέ,  Κύριβ,  το  τύλος  μου, 
καϊ  τον  αριθμόν  των  ημερών  μου,  ττοΐος  είναι,  8ια 
να  '^/νωρίσω  ττόσον  ακόμη  3-έλω  ζήσα. 

5  Ίδοι),  ώς  μέτρον  ττίθαμης  κατέστησες  τά<^ 
ημέρας  μου,  καϊ  ό  καιρός  της  ζωής  μου  είναι  ώζ 
ουδέν  εμττροσθεν  σου•  εττ  αληθείας  ττάς  άνθρωττος 
ζών  είναι  όλοτελώς  ματαιότης. 

6  βέβαια  ττάς  άνθρωττος  ττεριττατεΐ  εις  φαντα- 
σίαν  βέβαια  εΙς  μάτην  ταράττεταΐ'  θησαυρίζει, 
και  Ζεν  εξεύρει  ττοΐος  θέλει  τά  συνάζει, 

7  Καϊ  τώρα.  Κύριε,  τί  ττεριμένω ;  ή  ελττίς  μου 
είναι  εις  σε. 

8  Άττό  'όλας  τάς  ανομίας  μου  λύτρωσε  με  •  μή 
με  κάμης  όνειδος  του  ανόητου. 

9  Έγώ  ήμουν  άφωνος '  δεν  ήνοιξα  το  στόμα  μου, 
εττειδή  συ  το  έκαμες. 

10  ΧτΓΟ μάκρυνε  άττό  εμε  την  ιτλη^γήν  σου'  άττό 
την  ττάλην  τής  ■χειρός  σου  ε'γώ  άττέκαμα. 

8 


ΤΛηνοί'  ημίρα  η'ί  ΫΑΛΜΟΙ. 

.  1 1  'Οττότε  μΐ  τους  έλεγχους  τταίΒζύβις  Βίά  άνο- 
μίαν  τον  άνθρωτΓον,  κατατρώγεις  ώ?  6  σκωληξ  την 
ωραιότητα  τον  τω  οντί  ματαιότης  είναι  ττας  άν- 
θρωπος. 

12  Είσάκουσβ,  Κύρίβ,  την  ιτροσευγιην  μου,  και 
άκροάσου  την  κραυ^ήν  μου'  μη  τταρασιωττήστις 
€ΐς  τά  Βάκρυά  μου'  Βιότι  ττάροικος  και  Βιαβάτης 
€ΐμαι  εμττροσθύν  σου,  καθώς  οΧοι  οι  ττατέρες  μου. 

13  "Αφβς  μ€  €ΐς  άνβσιν,  Βια  να  αναλάβω  Βύνα- 
μιν,  ττρο  του  νά  άττοΒημησω,  και  νά  μην  υττάργω 
7Γ\έον. 

ΦΑΛΜΟΣ  μ. 

<'νΠΕΜΕΙΝΑ  με  ϋττομονην  τον  Κύριον,  και  αύτος 
εστράφη   ττρος   έμβ,   και  ηκουσε  την  κραυ'γην 
μου. 

.  2  Και  με  εκβα\εν  αττό  λάκκον  ταΧαιττωρίας, 
άτΓο  βορβορώΒη  Χάσττην,  και  εστησεν  εττάνω  εις 
ττετραν  τους  ιτόΒας  μου,  καΐ  εστερέωσε  τά  Βιαβή- 
ματά  μου. 

3  Και  εβαΧεν  εις  το  στόμα  μου  άσμα  νέον, 
Ίτρος  ετταινον  του  Θεοΰ  ημών  Β^έΧουν  ιΒεΐ  ττολλοι, 
και  Β^εΧουν  φοβηθή,  και  θέλουν  εΧττίσει  εις  τον 
Κύριον. 

4  Μακάριος  6  άνθρω-πος,  6  οποίος  έθεσε  τον 
Κύριον  εΧττίΒα  του,  καΐ  Βεν  άττοβΧέττει  εις  τους 
ΰττερηφάνους,  ούτε  εις  εκείνους  οι  οττοΐοι  κΧίνουν 
εις  ψεύΒη. 

5  Πολλά  είναι,  Κύριε  6  θεός  μου,  τά  θαυμάσια 
τά  όττοΐα  έκαμες  *  κα\  τους  ττερί  ημών  ΒιαΧο/γι- 
σμούς  σου,  Βεν  είναι  Βυνατόν  νά  τους  έκθεση  τις 
εις  σέ'  εάν  ηθεΧα  νά  άτταηηέΧΧω  και  νά  όμιΧώ 
ττερΙ  αυτών,  είναι  τόσοι,  ώστε  ύττερβαίνουν  ττάντα 
αριθμόν. 

6  Θυσίαν  καΐ  ττροσφοράν  Βεν  εττεθύμησες•  άΧΧά 
κατεσκεύασες  εις  εμε  ώτια'  οΧοκαυτωμα  και 
-ττροσφοράν  ττερι  αμαρτίας  Βεν  εζήτησες. 

7  Τότε  ειττα.  Ιδού,  εργομαΐ'  εις  το  τυΧικτόν 
βιβΧίον  είναι  <γε'γραμμένον  ττερΙ  εμού' 

386 


ΦΑΛΜΟΙ.  Μΐ}!*^^  ημίρα  η", 

8  Χαφο),  Θ€€  μον,  €ΛΤ6λών  το  3€Χημά  σον  καΐ 
6  νόμος  σου  ειναί  βι-ί  το  μέσον  της  καρδίας  μου. 

9  ^Εκήρυξα  Βικαιοσύνην  €ίς  σύναξιν  μβ'γάΧην* 
ι8ον,  δεν  βμττόδισα  τα  χ€ΐ\η  μου'  Κύριε,  συ  το 
€ξ€ύρ€ΐς. 

10  Ύην  Βικαιοσύνην  σου  δεν  έκρυψα  μέσα  εις 
την  καρΒίαν  μου'  την  αλήθειάν  σου  και  την  σω- 
τηρίαν  σου  εγώ  άνη<^<^ει\α'  Βέν  έκρυψα  το  έ'λε09 
σου  και  την  αΧήθειάν  σου  άττό  σύναξιν  με^αλην. 

1 1  Συ,  Κύριε,  μην  άττομακρύνης  τους  οίκτιρμούς 
σου  ατΓο  έμέ'  το  έλεος  σου  καΐ  η  αλήθεια  σου  ας 
με  ΒιαφυΧάττωσι  Βιατταντός. 

]'2  Αιότι  με  "περιεκύκΧωσαν  αναρίθμητα  κακά• 
με  έφθασαν  αϊ  άνομίαι  μου,  καΐ  Βέν  εμττορώ  νά 
τάς  3^εωρώ•  είναι  ττερισσότεραι  τταρά  α'ι  τρίγες 
της  κεφαΧης  μου'  και  ή  καρΒία  μου  με  ε^κατα- 
Χείττει. 

13  Συγκατάνευσε,  Κύριε,  να  με  εΧευθερώσ•ης' 
Κύριε,  τά'χυνε  εΙς  βοήθειάν  μου. 

14  Ά9  καταισχυνθώσι,  και  ας  εντραττώσιν  6 μου, 
όσοι  ζητούν  την  ψυ^ήν  μου  Βιά  νά  την  άφανίσω- 
σιν  ας  στραφώσιν  εις  τα  οπίσω,  και  άς  εντρα• 
ττώσιν,  όσοι  επιθυμούν  το  κακόν  μου. 

15  'Άς   εξοΧοθρευθώσι  Βιά  μισθον  της  αίσγύνης 
•των,  όσοι  Χέζουν  εις  εμέ,  Εύ'^ε,  εν'γε ! 

16  *Α9  ά^άΧΧωνται  καΐ  άς  εύφραίνωνται  εις  σε, 
όσοι  σε  ζητούν  άς  Χέ'^/ωσι  τταντοτεινά,  όσοι  αγα- 
πούν την  σωτηρίαν  σου,  *Ας  με'^/αΧυνθη  6  Κύριος, 

17  Έγώ  δε  είμαι  πτωγος  καΐ  πένης•  ό  Κύριος 
όμως  φροντίζει  περί  έμού'  ή  βοήθεια  μου  καΐ  6 
ελευθερωτής  μου  συ  είσαι•  θεέ  μου,  μη  βραΒύνης. 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  μα. 

ΧΓΑΚΑΡΙΟΣ    όστις   επιβλέπει    εις   τον   πτωχόν 
εις  ήμέραν  ^Χίψεως  3έΧει  τον  ελευθερώσει  6 
Κύριος. 

82 


ΙΛηνο:  ημ-^ρο.  η  ,  ΠΑΛΜΟΙ. 

2  Ό  Κι5/)ί09  5έλ€6  τον  φυλάξει,  καΐ  τον  Βίατη• 
ρησβί  €19  ζωήν  μακάριος  Β^εΧβι  βίσθαι  βττάνω  €19 
την  ^γην  και  συ.  Θεέ,  δεν  ^ελεί9  τον  τταραΒώσβι 
εΙς  την  ίττιθυμίαν  των  εγθρων  του. 

3  Ό  Κύριος  ^εΧει  τον  εν^υναμόνει  εττάνω  εΙς 
την  κΧίνην  της  ασθενείας•  εις  την  άρρωστίαν  του 
συ  Β^έλεις  στρόνει  6\ην  την  κλ,ίνην  του. 

4  Έγώ  είττα,  Κύριε,  εΧεησέ  με'  Ιάτρευσε  την 
ψυχήν  μου,  Βιότι  ημάρτησα  εΙς  σε. 

5  Οι  εγβροί  μου  \εηουν  κακά  περί  εμοΰ'  Πότε 
!^έ\€ΐ  άτΓοθάνει,  καΐ  ^ελεί.  χαθή  το  ονομά  του; 

6  ΚαΙ  ε'άν  τις  αττο  αυτούς  έρχεται  να  με  ϊΒη, 
ομιΧεΐ  ματαιότητα"  η  καρΖία  του  συνάγει  εις 
έαυτην  άνομίαν  όταν  εκβη  εξω,  Χάλεΐ  αυτήν. 

7  ^Εναντίον  μου  -ψιθυρίζουν  όσοι  με  μισούν 
εναντίον  μου  ΒιαΧο^ίζονται  κακά.  Χάροντες, 

8  ΐΐρά^μα  ττονηρον  είναι  ττροσκοΧλημένον  εις 
αυτόν  τώρα  είναι  κατάκοιτος,  καΐ  ιτΧεον  δεν  θ^έ- 
Χει  σηκωθή. 

9  Και  αυτός  ό  άνθρωττος  με  τον  όττοΐον  εζούσα 
ειρηνικά,  εΙς  τον  όττοΐον  ε'γώ  ήΧττισα,  όστις  έτρωγα 
τον  άρτον  μου,  εσήκωσε  κατ  εμού  την  τττερναν. 

10  Άλλα  συ,  Κύριε,  ελέησε  με,  και  ανάστησε 
με,  και  3^έλω  τους  ανταμείψει. 

1 1  Έα:  τούτου  <^νωρίζω  οτι  συ  ευνοείς  εΙς  εμε, 
έττειΒή  και  δεν  θριαμβεύει  εις  εμε  ό  εχθρός  μου. 

12  "Οσον  δε  δι'  εμε,  συ  με  εστήριξες  εΙς  την 
ακεραιότητα  μου,  καΐ  με  εστερέωσες  εμττροσθεν 
του  ττροσώτΓου  σου  εις  τον  αιώνα. 

13  Ευλογημένος  ό  Κύριος  ό  θεός  του  Ισραήλ, 
άττό  αιώνα  εις  αιώνα.     ^Αμήν,  καΐ  αμήν. 

ΦΑΛΜ02  μβ'. 

ΪΓ  ΑΘίΙΣ  ετΓίτΓοθεΐ  ή  ελαφος  τους  ρύακας  τών  υδά- 
των, ούτω  ή  ψυχή  μου  σε  εττιττοθεΐ.  Θεέ. 
2  Αιψα  ή  ψυχή  μου  τον   Θεόν,   τον  Θεόν   τον 
ξώντα•  ττότε  θέλω  ελθεΐ,  καΐ  θέλω  φανή  εμιτρο- 
σθεν  του  Θεού; 
388 


ΫΑΛΜ01.  Μηνοί  ημίρα  η. 

3  Τα  Βάκρυά  μου  έγιναν  τροφή  μου  ημέραν  καΐ 
νύκτα,  ενώ  ^^ε  Χύ'γονν  καθ"  ήμίραν,  ΥΙου  ϋναυ  6 
0609  σου; 

4  ^Εξεχ^ύθη  ή  ψυχ^ί']  μου  βντός  μου,  6τ€  ενθυμή- 
θην  ταΰτα,  οτι  €'7Γ7']'γαίνα  μβ  το  ΤΓλήθος,  καΐ  βττβρι- 
ττατοΰσα  μ€τ  αύτου  βως  €19  τον  οίκον  του  θβοΰ, 
μ€  φωνην  -χαράς  καΐ  επαίνου,  μβ  νΧήθος  εορτάζον. 

5  Αίά  τί  είσαι  ττεριλυττος,  ψυχή  μου;  καΐ  Ζιά 
τι  ταράττβσαί  εντός  μου;  ελττισε  €49  τον  Θβόν 
Βιΐότί  ακόμη  ^ελω  τον  έτταονεΐ,  εττειδή  το  ττρόσωττόν 
του  είναι  σωτηρία. 

6  Θεε  μου,  ή  ψυχή  μου  είναι  ττερίΧυττος  εντός 
μου'  δια  τούτο  3^έ\ω  σε  ενθυμεΐσθαι  άττό  την  '^ήν 
του  ^Ιορδανού,  καΐ  άττό  τα  όρη  του  Έρμων,  άττό  το 
ορός  Μισάρ. 

7  "Αβυσσος  ττροσκαΧεΐ  άβυσσον  εΙς  τον  ήχον 
των  καταρρακτών  σου'  οΚα  τα  κύματα  σου  καΐ 
αϊ  τρικυμίαι  σου  εττέρασαν  εττάνωθέν  μου. 

8  Ύήν  ήμέραν  .^ελει  Ίτροστάξει  ό  Κύριος  το 
€'λε09  του•  την  δε  νύκτα  ^ελεί.  εισθαι  μετ  εμοΰ  ή 
ωδή  του,  και  ή  ττροσευχή  μου  ττρός  τον  Θεόν  της 
ζωής  μου. 

9  Θέλω  είττεΐ  εις  τον  Θεόν,  την  ττέτραν  μου,  Αιά 
τί  με  εΧησμόνησες ;  δια  τί  ττεριττατώ  σκυθρωττός 
άττό  την  κατάθΧιψιν  του  εχθροί; ; 

10  Οί  εχθροί  μου,  ως  να  εσύντριβαν  τα  οστά 
μου,  με  ονειδίζουν,  ενω  με  λέγουν  καθ^  ήμεραν, 
ΥΙοΟ  €ΐναι  6  Θε09  σου; 

11  Δίά  τί  είσαι  ττερίΧυττος,  ψυχή  μου;  και  δια 
τί  ταράττεσαι  εντός  μου;  εΧπισε  εις  τον  θεόν 
διότι  ΒέΧω  ακόμη  τον  ετταινεΐ'  αυτός  είναι  ή  σω- 
τηρία του  ττροσώτΓου  μου,  καΐ  6  θεός  μου. 

Ψαλμός  μ^/'. 

ΤΓ  ΡΤΝΕ'  με,  θεε,  καΐ  δίκασε  την  κρίσιν  μου  έναν• 
τίον  έθνους    ανόσιου•  άττό   άνθρωττον   άττάτΎ/ς 
καϊ  ανομίας  εΧευθερωσέ  με. 
2  Αιότι  συ  είσαι  ό  θεός  της  δυνάμεως  μου*  δια 

389 


Μί^νόί  ήμ^ρα  3^.  ΨΑΛΜΟΙ. 

τί  μ€  άττεβαλζς ;  δια  τι  ττεριττατώ  σκυθρωττος  άττο 
την  κατάθΧιψιν  τον  έγθρον; 

3  Έ^αττόστείΧε  το  φως  σον  και  την  αΚήθ^ίάν 
σον  αντά  ας  μβ  όΒη'γώσιν  ας  μβ  φάρωσιν  βίς  το 
ορός  της  ά'γιότητός  σον,  και  βίς  τα  σκηνώματα 
σον. 

4  Τότε  ^ελω  εΧθβΐ  €ΐς  το  ^νσιαστήριον  του 
Θεοί),  εί9  τον  θβον,  την  βνφροσννην  της  α'^α\• 
Χιάσβώς  μον  και  ^ελω  σε  8οξο\ο^€ΐ  μ£  την 
κιθάραν,  ώ  Θεέ  6  Θβός  μον. 

5  Δίά  τί  βίσαί  ττβρίΧνττος,  "^νχ^ή  μον;  καΐ  δια 
τί  ταράττ€σαι  εντός  μον;  βΧτησβ  €ίς  τον  Θεόν 
^ιότι  ακόμη  ^ελω  τον  έτταινβΐ  •  αντος  βίναι  η  σωτη- 
ρία τον  ττροσώτΓον  μου,  και  6  θβος  μον. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

.•  -     -  ΦΑΛΜΟΣ  μΒ'. 

νΟΕΕ,  με  τα  ώτία  μας  ηκονσαμεν,  οί  ττατέρες  μας 
Βιη^ήθησαν   'βΐς    ημάς,     το    ερ'γον    το     οποίον 

ίττραξες  βίς  τας  ημέρας  των,  εΙς  ημέρας  άρ'χαίας. 
.   2  Σύ  δί.ά  της  γειρός  σον  εκβαΧες  έθνη,  και  εφύ- 
\τενσες  αντονς'  κατεΟΧι^Ιτες  Χαούς,   καΐ  τονς  άττε- 

Βίωξες. 

3  Αιότί   δεν    άττέκτησαν  την   'γην  με  την  ίδικήν 
(Των   ρομφαίαν,    καΐ    6    ιδικός    των   βρα'χ^ίων    δεν 

εσωσεν  αυτούς  •  αλλ'  η  δεξιά  σον,  και  ο  βρα'χ^ίων 
σον,  και  το  φως  τον  ττροσώττον  σον  διότι  τονς 
'εΐ'χ^ες  εις  την  εννοιάν  σον. 

4  Συ  εΊσαι  αντός  6  βασιΧενς  μον.  Θεέ,  ό  οττοΐος 
διορίζεις  τάς  σωτηρίας  του   Ιακώβ. 

5  Δίά  σου  ^έΧομεν  καταβάΧει  τους  εχθρούς 
μας'  δια  του  ονόματος  σου  3^εΧομεν  καταιτατησει 
εκείνους,  οί  όττοΐοι  σηκόνονται  εναντίον  μας. 

6  Αιότί  δεν  ^έλω  εΧττίσει  εις  το  τόξον  μου,  και 
η  ρομφαία  μου  δεν  .^έλεί  με  σώσει. 

.   7   Σύ  μάΧιστά    μας   έσωσες    άττο    τους    εγθρούς 
390 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  $'. 

μας,  καΐ  κατησ'χυν€<ί    εκείνους  οι  όττοΐοι  μας  €μι- 
σοΰσαν. 

8  Έ.1ς  τον  Θβον  Β^έΧομεν  κανχ^ασθαι  οΧην  την  ημ€- 
ραν,  και  το  ονομά  σου  ττάντοτβ  Β^βΧομβν  ετταίνεΐ. 

9  Και  όμως  συ  μας  άττββαΧβς,  και  μας  καττρσγυ- 
ν6?•  καΐ  δέί'  βξέρχ^ζσαι  ττΧέον  μβ  τα  στρατεύματα 
μας. 

10  Μας  βκαμες  να  στρέψωμεν  βίς  τα  οπίσω 
βμττροσθβν  του  βάθρου•  και  εκείνοι,  οι  οττοΙοι  μας 
μισούν,  διαρττάζουν  τα  ττράγ/λατά  μας  8ίά  τον  εαυ- 
τόν των. 

1 1  Μας  τταρέΒωκες  ώς  ττρόβατα  Βιά  φα^ητον, 
και  εις  τα  έθνη  μας  ΒιεσκόρτΓίσες. 

12  ^ΕττώΧησες  τον  Χαόν  σου  Βιά  το  ούΒεν,  καΐ 
Βεν  ηΰξησες  τον  ττΧοΰτόν  σου  με  την  ττώΧησίν  των. 

13  Μα9  κατέστησες  δνειΒος  εις  τους  γείτονας 
μας,  ττερί'γέΧασμα  και  'χΧευασμον  εΙς  εκείνους  οι 
ότΓοΐοι  είναι  τριγύρω  μας. 

14  Μα9  κατέστησες  τταροιμίαν  μεταξύ  των 
εθνών,  κίνησιν  κεφαΧης  μεταξύ  των  Χαών. 

15  "ΟΧην  την  ημέραν  η  εντροττή  μου  είναι  έμπρο- 
σθεν μου,  και  η  αίσ'χύνη  του  προσώπου  μου  με 
εσκεπασε• 

16  Δια  την  φωνην  του  ονειΒίζοντος  καϊ  υβρί- 
ζοντος '   Βιά  τον  ε'χθρον  και  εκΒικητήν. 

17  "ΟΧα  ταύτα  ήΧθαν  επάνω  μας,  όμως  Βεν  σε 
εΧησμονήσαμεν,  και  Βεν  εφερθημεν  άπίστως  εις 
την  Βιαθήκην  σου' 

18  Ούδε  εστράφη  εΙς  τα  οπίσω  η  καρΒία  μας, 
ούΒε  εξεκΧιναν  τά  Βιαβηματά  μας  άπο  τον  Βρόμον 
σου• 

19  Μ'  οΧον  ΟΤΙ  μας  εσύντριψες  εις  τον  τόπον 
των  Βρακόντων,  και  μας  εσκέπασες  με  την  σκιάν 
του  θανάτου. 

20  Έάν  εΚησμονούσαμεν  το  όνομα  του  θεού 
μας,  και  ηπΧόναμεν  τάς  χείρας  μας  εις  3^εόν  άΧ- 
Χότριον, 

391 


'Μηνο!  ημίρα  Β',  ΫΑΛΜΟΙ. 

21  Ό  0609  δίν  ηθβΧβ  το  βξβτάσβι;  αύτος  βέβαια 
€ξ€ύρ€ΐ  τα  κρύφια  τή<ί  καρΒίας. 

22  Ήμβΐς,  ναΙ,  8ί  αΐτίαν  σου  φονβνόμεθα  οΧην 
την  ήμέραν  \ο<γιζόμβθα  ώς  ττρόβατα  σφαγής. 

23  ^Εξύττνα'  8ίά  τι  κοιμάσαι,  Κύρΐ€;  σήκω'  μη 
μας  άττοβάλτίς  Βιατταντός. 

24  Αιά  τι  κρύπτεις  το  'ττρόσω'πόν  σου;  Χησμο- 
νεΐς  την  ταΧαΐΊτωρίαν  μας  καΐ  την  καταΒυνα- 
στβίαν  μας  ; 

25  Δίότί.  εταττεινώθη  εως  εις  το  χώμα  ή  ψυχ7] 
μας'   εκόΧλησεν  εις  την  'γήν  η  κοιλία  μας. 

26  Σ-ήκω  ττρος  βοήθειάν  μας,  και  Χύτρωσέ  μα<ζ 
^ιά  το  ελβό^  σου. 

Ψαλμός  με. 

«ΧΤ    ΚΑΡΔΙΑ    μου  άναβρύει  λόγο  ν  αγαθόν   εγώ 
λέγω  τα  ττερί  του  βασιλέως  ττοιήματά  μου' 
■ϊ;  γλωσσά  μου  είναι  κάλαμος  <γραμματέως  ταχύ• 
^γράφου. 

2  Συ  είσαι  ωραιότερος  άττο  τους  υιούς  των  άν- 
θρώττων  εξε-χύθη  χάρις  εις  τά  χείλη  σου'  δίά 
τοΰτο  σε  εύλό'γησεν  6  Θεός  εις  τον  αιώνα. 

3  ΐίεριζώσου  την  ρομφαίαν  σου  εις  τον  μηρόν 
σου,  Δυνατέ,  με  την  8όξαν  σου  καΐ  με  την  μεγάλο - 
ιτρέττειάν  σου' 

4  Καί.  κατευοΒόνου  με  την  με<γάλ€ΐότητά  σου,  και 
βασίλευε  8ιά  την  άληθειαν,  και  πραότητα,  καΐ 
Βικαιοσύνην  και  η  Βεζιά  σου  Β^έλει  σε  Βείξει 
φοβερά  ττρά'γματα. 

5  Τά  βέλη  σου  είναι  οξέα'  λαοί  ΰττοκάτω  σου 
θέλουν  ττέσει  •  και  αυτά  θέλουν  εμττηχθη  εις  την 
καρΒίαν  των  εχθρών  του  βασιλέως. 

6  Ό  Βρόνος  σου,  θεέ,  είναι  εις  τον  αιώνα  του 
αΐώνος'  σκητττρον  εύθύτητος  είναι  το  σκητττρον 
της  βασιλείας  σου. 

7  'Ηγά7Γ7;σε9  Βικαιοσύνην,  και  ε  μίσησες  άνο  μίαν 
Ζιά  τούτο  σε  εχρισεν  6  θεός,  6  θεός  σου,  ελαιον 
ίίγαλλιάσεως  ΰττέρ  τους  μετόχους  σου. 

392 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μ»?ί/όί  ημίρα  $'. 

8  Σμνρναν  καΐ  άΧόην  καΐ  κασίαν  €ύο8ιάζονν  τα 
ίνΒνματά  σου,  όταν  εκβαίντ]^  αττο  τα  βΧβφάντινα 
ΤΓα\άτία,  δίά  των  οττοίων  σ€  €νφραναν. 

9  Θνγατύρβς  βασιλέων  παραστέκονται,  εΐ9  τα9 
τιμάς  σον  ή  βασίλισσα  έστάθη  έκ  δεξιών  σου, 
στο\ισμένη  μβ  γρυσίον  'Οφβφ. 

10  "Ακουσβ,  ^νγατβρ,  και  ιΒέ,  και  κΧίνε  το  ωτίον 
σου'  και  λησμόνησε  τον  λαόν  σου,  και  τον  οίκον 
του  ττατρός  σου' 

1 1  Κα!  3^έλει  εττιθυμήσει  6  βασιλεύς  την  ωραιό- 
τητα σον  Βιότι  αυτός  είναι  ό  Κύριος  σου'  και 
ττροσκύνησέ  τον. 

12  Και  η  Βυ^άτηρ  της  Τύρου  Β^έλει  τταρουσιασθή 
με  8ώρα•  το  ττρόσωττόν  σου  Ι^έλουν  -παρακαλεί 
οΊ  "πλούσιοι  του  λαού. 

13  "Ολτ;  η  Βόξα  της  3^υ'γατρός  του  βασιλέως  είναι, 
έσωθεν  το  ενδυμά  της  είναι  γ^ρυσούφαντον. 

14  Θελβί.  φερθή  ττρός  τον  βασιλέα  με  φόρεμα 
κεντητόν  τταρθένοι  συντρόφισσαί  της,  κατόττιν 
αυτής,  Β^έλουν  φερθή  εις  σέ. 

15  Θέλουν  φερθή  με  εύφροσύνην  και  αγαλλια- 
σιν  3^έλουν  εμβή  εις  το  τταλάτιον  του  βασιλέως. 

1  6  \\ντι  των  πατέρων  σου  3^έλουν  είσθαι  οι  υιοί 
σου'  αυτούς  θέλεις  καταστήσει  αρ'χοντας  εΙς  ολην 
την  '^/ήν. 

17  Θέλω  κάμει  άξιομνημόνευτον  το  όνομα  σου 
εις  ολας  τάς  '^/ενεάς'  8ιά  τούτο  οι  λαοί  3^έλουν  σε 
έτταινεΐ  εις  τον  αιώνα,  καΐ  εις  τόν  αιώνα  του 
αιώνος. 

Ψαλμός  μς'. 

*ίΛ    ΘΕΟΣ    είναι    καταφύ-γιόν   μας    και   Βύναμις* 
βοήθεια  ετοιμότατη  εις  τάς  ^λι'-ν^είς•. 

2  Αιά  τούτο  ημείς  Βέν  ^έλομεν  φοβηθή,  και  αν 
σαλευθή  ή  'γή,  και  μετατοττισθώσι  τά  ορη  εις  τό 
μέσον  τών  θαλασσών. 

3  Και  άν  ή'χώσι  και  ταράττωνται  τα  ϋΒατά  των 
καΐ  άν  σείωνται  τά  ορη  Βιά  τό  φούσκωμα  αυτών* 

83 


Μψο!  ημίρα  3'.  1ΆΛΜ0Ι. 

4  Είναι  ΊΓοταμο<ί,  του  όττοίον  τα  ρυάκια  3^έ\ονν 
€ύφραίν€ΐ  την  ητοΧιν  του  ΘεοΟ,  τον  ά<γιον  τόττον 
των  σκηνωμάτων  τοϋ  'Ύψίστου. 

5  Ό  Θε09  βίναι  6ΐ9  το  μέσον  τη<;'  8βν  ΒέΧει  σα- 
^€υθή'  3^€\€ΐ  την  βοήθησα  6  Θβος  βίς  το  -χ^άρα^μα 
της  αύ'γή'ί. 

6  ^Εφρύαξαν  τά  βθνη'  εσαΧςύθησαν  αϊ  βασι- 
λ€ίαι•   βΒωκβν  βξω  την  φωνήν  του'  ή  <γη  άνέλύθη. 

7  "^Ο  Κύριο'ζ  των  Βυνάμβων  βίναι  με  ημάς'  ύψη- 
Χον   καταφύ^ιόν   μας    είναι   6    θεός    του  ^Ιακώβ. 

8  "Ελ^ετβ,  ΙΒετε  τά  ερ'γα  του  Κυρίου"  οττοΐα 
τεράστια  εκαμεν  εις  την  γ]ν. 

9  Κατατταύει  τους  "ττοΧέμους  εως  εις  τά  άκρα 
.της  <γής'  συντρίβει  το  τόξον,  και  κατακότττει  την 
λόγχτ^ν   καίει  τάς  άμαξας  με  το  ττΰρ. 

10  'Υίσυγ^άσετε,  κα\  γνωρίσετε  οτι  ε^ώ  είμαι  6 
Θεός••  ^ελω  ύψωθή  μεταξύ  των  εθνών  3^έ\ω 
νψωθή  εις  την  <γήν. 

11  Ό  Κύριος  των  Βυνάμεων  είναι  με  ήμάς'  ύψη- 
\6ν  καταφύ'^ίόν  μας  είναι  6  ©εος  του  ^Ιακώβ. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Φαλμος  μζ'. 

"/~\ΛΟΙ    οι   \αοΙ,    κροτησετε  τάς   'χ^εΐρας'  ά\α\ά- 
ξετε  εις  τον  θεον  με  φωνην  θριάμβου. 

2  Δί.ότ4  6  Κύριος  είναι  ύψιστος,  φοβερός,  βασι- 
Ο^εύς  μέηας  εττάνω  εις  6\ην  την  ηην. 

3  'Ύττέταξε  Χαούς  εις  ημάς,  καΐ  έθνη  ύττοκάτω 
εις  τους  ττόΒας  μας, 

4  "ΕκΧεξε  Βιά  ημάς  την  κΧηρονομίαν  μας,  την 
'Βόξαν  του  Λακωβ,  τον  οποίον  ηηάττησε. 

5  \νέβη  ό  θεός  με  άλαλαγ/ζ.όν,  6  Κύριος  με 
φωνην  σάΧτΓΐ'γ'γος. 

6  "ί^αΧμωΒήσετε  εις  τον  Θεό^',  ψαΧμωΒήσετε' 
ψάλμωΒήσετε  εις  τον  βασιλέα  μας,  ψαΧμω- 
'οήσετε' 

.    .      .        .394 


*ΑΛΜΟΙ.  Μηνοε  ημίρα  5', 

'  7  Αίότι    Βασιλζύ';  6\ης  της   'γή<ζ  είναι  6  Θεός• 
ψαΧμωδήσ€Τ€  μβ  σύνξσιν. 

8  Ό  Θεός•  βασίΚζύβί  ε'ττάνω  εΖς  τά  έθνη  •  6  Θεο? 
κάθηταί  επάνω  εις  τον  Β^ρόνον  τήί  ά'^ιότητός 
του. 

9  Οι  άργοντες  των  \αων  ηνώθησαν  με  τον  Χαον 
του  θεοΰ  τοΰ  ^Αβραάμ•  Βιότι  του  θεού  είναι  αί 
άσττίΒες  της  /γης•  και  αύτος  ύψώθη  σφόδρα. 

Ψαλμός  μη. 

•ΤγΤΕΓΑΣ  εΊναι  6  Κύριος,  και  επαινετός  σφόδρα  εις 
την   ττόΧιν    του  ΘεοΟ  ημών,    εις  το  ορός  της 
αΎΐότητός  του. 

2  Ω,ραΐον  κατά,  την  Βεσιν,  χαρά  οΧης  της  'γής 
είναι  το  ορός  Σιών,  προς  τά  πΧά^ια  μέρη  του 
βορρά,  οπού  είναι  η  πόΧις  τοΰ  ΒασιΧεως  τοΰ  με- 
ΎαΧου. 

3  Ό  Θεός  εις  τά  πάΧάτιά  της  <γνωρίζεταί  ώς 
ν•<^ηΧόν  καταφύηιον. 

4  Διότι,  ιδού,  οι  βασιΧεΐς  συνήγθησαν  πΧην 
και  ομού  άνεχωρησαν. 

5  ΑύτοΙ,  ώς  ϊδαν,  εθαύμασαν  εταράχθησαν,  καΐ 
με  σπουδην  εφνγαν. 

6  Τρόμος  επίασεν  αυτούς,  πόνος  ώς  <γυναικός  η 
οποία  κοιΧοπονεΐ. 

7  Σύ  /χέ  άνεμον  άνατοΧικόν  συντρίβεις  τά  πΧοΐα 
της  θαρσείς. 

8  Καθώς  ηκούσαμεν,  ούτω  και  ϊδαμεν  εις  την 
πόΧιν  τοΰ  Κυρίου  των  δυνάμεων,  εις  την  "πόΧιν 
τοΰ  Θεού  ημών  6  θεός  θ^έλει  την  ΒεμεΧιώσει  εις 
τον  αιώνα. 

9  'ΙλμεΙς  εμεΧετούσαμεν,  Θεέ,  το  ελεός  σου  εις 
το  μέσον  τοΰ  ναού  σου. 

10  Κατά  το  ονομά  σου,  Θεέ,  οΰτω  κα\  6  έπαινος 
σου  είναι  εως  εις  τά  πέρατα  της  <γής'  η  δεξιά  σου 
είναι  πΧήρης  δικαιοσύνης. 

1 1  Άς  ευφραίνεται  το  ορός  Σιών,  ας  χαίρωσιν 
αι  Βυηατέρες  τοΰ  ^\ούδα,  δια  τάς  κρίσεις  σου. 

395 


'Μψος  ήμίρα  Β'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

12  ΚνΑ;λώσ€Τ€  την  Σιων,  καΐ  ττβρίέΧθίΤζ  αύτην* 
άριθμήσ€Τ€  τους  'ττνρ'γονς  αυτής. 

13  Βάλετβ  την  Ίτροσογ/ιν  σας  βίς  τα  ττερίταχί- 
σματά  της'  ττβριβρ'γασθήτβ  τά  παΧάτιά  της'  Βιά 
νά  το  Βιη'γήσθξ  ζΐς  'γενβάν  μ€τα<γεν€στβραν' 

14  Δίότί,  ούτος  6  θβος  είναι  ό  &£ος  ημών  εΙς  τον 
αιώνα  του  αιώνος•  αύτος  ^ελεί,  μας  68η<γεΐ  μέχρο 
θανάτου. 

Ψαλμός  μ^\ 

Λ  ΚΟΤΣΕΤΕ   ταΰτα,    6\α    τα   'έθνη'    άκροασθήτ€, 
6\οι  οι  κάτοικοι  της  οικουμένης" 

2  Και  μικροί  καΐ  μβ^άλοι,  ττΧούσιος  όμοΰ  καϊ 
Ίττωγός. 

3  Το  στόμα  μου  ^έΧει  \α\ήσ€ΐ  σοφίαν  καϊ 
-η  μεΧέτη  της  καρδίας  μου  3^έ\ει  είσθαι  ττερι  συν- 
έσεως. 

4  Έγώ  •5έλω  κΧίνει  εΙς  "παραβοΧην  το  ώτίον 
μου•  ^εΧω  εξηγήσει  εττάνω  εις  την  κιθάραν  το 
αινί'γμά  μου. 

5  Δια  τι  νά  φοβούμαι  εις  τάς  ημέρας  της  δυσ- 
τυχίας, όταν  με  'ττερικυκΧώση  η  ανομία  τών  ενε- 
Βρευόντων  με; 

6  Οι  όττοΐοι  εΧΐΓίζουν  εις  τά  άηαθά  των,  και  καυ- 
χώνται εις  το  'ττΧήθος  του  ττΧούτου  των, 

7  Κανείς  Βεν  εμττορεΐ  κατ  ούΒενα  τρόττον  νά  εξ- 
αηοράση  τον  ά8εΧφόν  του,  ούτε  νά  Βώση  εις  τον 
θεον  Χύτρον  Βι  αυτόν 

8  Αιότι  τΓοΧύτιμος  εϊναι  ή  άττοΧύτρωσις  τής^ 
^Ιτυχής  των,  και  ανεύρετος  Βιατταντός, 

9  "είστε  νά  ζτ}  αιωνίως,  και  νά  μη  βΧεττη  Βια- 
φθοράν. 

10  Αιότι  βΧέττει  τους  σοφούς  νά  άττοθνήσκωσι, 
καθώς  και  τον  άφρονα  καϊ  τον  άνόητον  νά  χάνων- 
ται,  και  νά  άφίνωσιν  εις  άΧΧους  τά  άηαθά  των. 

11  Ό  εσωτερικός  Χο'γισμός  των  εϊναι,  δτιοι  οικοί 
των  ΒέΧουν  ύττάρχει  εις  τον  αιώνα,  καϊ  αϊ  κατοι- 

396 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  »*, 

κίαί  των  €ί<;  ο\ας  τάς  γενεάς*  ονομάζουν  τά  ύττο- 
στατικά  των  μβ  τά  Ϊ8ιά  των  ονόματα. 

12  Ώ\ην  6  άνθρωτΓος,  όστις  βΐναι,  €69  τιμήν,  δεν 
δία/χενεί.•  'έ'^ίνβν  όμοιος  μβ  τά  κτήνη,  τά  όττοΐα  -χά- 
νονται. 

13  Ό  Βρόμος  των  ούτος  βίναι  μωρία  των  καΐ 
όμως  οι  άττό^ονοί  των  ήΒύνονται  €ίς  τά  \ο<^ιά 
των. 

14  'ίΐς  ττρόβατα  ββάΧθησαν  βις  τον  αΒην  θά- 
νατος &έ\€ΐ  τούιί  βοσκήσει•  και  ο  Ι  ευθείς  3^έ\ουν 
τους  κυριεύσει  το  ττρωί'  ή  δε  Βύναμίς  των  3^έ\ει, 
τταΧαιωθή  εις  τον  αΒην,  άφοΰ  έκαστος  άφήστ)  την 
κατοικίαν  του. 

15  ΐΙΧήν  6  θεός  -9ελεί  Χυτρώσει  την  ψυχήν  μου 
άττο  την  χ^ΐρα  του  αΒου'  Βιότι  αύτος  -9^ελεί  με 
^€χθή.  ^ 

16  ]Μ^  φοβείσαι  όταν  τΓΧουτήση  άνθρωττος, 
όταν  αύξηση  ή  Βόξα  της  οικίας  του' 

1  7  Διότί,  εΪ9  τον  θάνατον  του,  Βεν  ΒέΧει  συμττα- 
ραΧάβει  τίττοτε,  ούΒε  ^ελε^  καταβή  με  αύτον  η 
Βόξα  του. 

18  λΓ  δΧον  οτι  €ύΧό<γησε  την  ψυχήν  του  ενω 
εζούσε,  {καΐ  οι  άνθρωττοι  !^εΧουν  σε  Βοξάζει,  όταν 
χορταίνης  άττο  ά^αθά,) 

1 9  Θέλει  όμως  ύττά^ει  εις  την  ^ενεάν  των  ττατε- 
ρων  του'  εις  τον  αιώνα  Βεν  Β^έΧουν  ιΒεΐ  φως. 

20  Ό  άνθρωτΓος,  όστις  είναι  εις  τιμήν  και  Βεν 
εννοεί,  είναι  όμοιος  με  τά  κτήνη,  τά  όττοΐα  χά- 
νονται. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Φαλμος  ν', 

'(~)  ΘΕΟΣ  των  .^εών,  ό  Κύριος  εΧάΧησε,  και  εκα- 
Χεσε  την  'γήν,  άττο  την  άνατοΧήν  του  ηΧίου, 
εως  εις  την  Βύσιν  αυτού, 

397 


ίΛηροί  ημ/ρα  Λ  ΠΑΛΜΟΙ. 

2  ΆτΓΟ  την  Σιων,  την  εντελείαν  της  ωραιότητας, 
€\αμψ€ν  6  Θεός. 

3  Θέλεί  βΧθβΐ  6  Θε09  ημών,  καΐ  δει/  θ^ελεί  σίω- 
ιτήσ€ί•  ττΰρ  κατάτρωγαν  θ^ελεί.  είσθαι  εμττροσθέν 
του,  καΐ  τρί'γύρω  του  σφοΒρά  άνβμοζάΧη. 

4  Θελεί  ιτροσκαΧίσει  τους  ουρανούς  άνωθεν,  και 
την  'γην,  Βιά  νά  κρίνη  τον  Χαόν  του' 

5  "Συναθροίσετε  μου  τους  οσίους  μου,  οι  όττοΐοι 
€καμαν  μετ  εμού  συνθήκην  8ιά  μέσου  θυσίας. 

6  Και  οΐ  ουρανοί  ^εΚουν  αναγγέλλει  την  Βικαιο- 
σύνην  του'  διότι  ό  Θε09,  αύτος  είναι  6  Κριτής. 

7  "Ακουσε,  λαε  μου,  και  ^ελω  λαλί;σει•  ^ΙσραήΧ, 
και  3^έ\ω  8ιαμαρτυρήσει  κατά  σοΟ'  6  Θεός,  ό 
Θε09  σου  είμαι  εγώ. 

8  Αεν  ^έ\ω  σε  ελέγξει  Βιά  τάς  θυσίας  σου,  η 
8ιά  τά  οΚοκαυτώματά  σου,  τά  όττοϊα  είναι  ττάν- 
τοτε  έμπροσθεν  μου. 

9  Δεν  ^ελω  Βεγθη  αϊτό  τον  οίκον  σου  μοσ'χάριον, 
ούΒε  τράγους  άττό  τάς  μάνΒρας  σου. 

10  Αιότι  ιΒικά  μου  είναι  6\α  τά  ^ηρία  του 
Βάσους,  καΐ  τά  κτήνη  τά  εττάνω  εις  γρίλια  ορη. 

1 1  Τνωρίζω  ό'λα  τά  ττετεινά  των  ορέων,  καΐ  τά 
α^ρια  Β^ηρία  του  άηροΰ  είναι  μετ  εμού. 

12  Έάν  έττεινούσα,  Βέν  σε  το  έλεγα*  Βιότν  ΙΒική 
μου  είναι  ή  οικουμένη,  καϊ  τό  ττερίε'χόμενον  εΙς 
αυτήν. 

"  13  Μϊ7  ττως  ε'γώ  Βέ\ω  τρώγει  κρέας  ταύρων,  ή 
ττίνει  αίμα  τράγων; 

14  Θυσίασε  εις  τόν  Θεόν  Βυσίαν  Βοξο\ο<γίας,  και 
άττόδοσε  εις  τόν  "Ύψιστον  τά  ταξίματα  σου' 

15  Και  ετΓΐκάΧού  εμέ  εις  ήμέραν  στενο'χωρίας' 
εγώ  δε  Βέ\ω  σε  ελευθερώσει,  και  συ  Β-έΧεις  με 
Βοζάσει. 

16  Άλλ'  εΐ9  τόν  άσεβη  ειττεν  ό  Θεός,  Τι  ττρός  σε, 
νά  Βιηηησαι  τά  Βιατά<γματά  μου,  και  νά  εχης  την 
Βιαθήκην  μου  εις  τό  στόμα  σου ; 

17  Ένω  συ  μισείς  την  τταιΒείαν,  καϊ  άττορρίτττεις 
όττίσω  σοϋ  τους  λόγους  μου. 

398 


ΠΑΛΜΟΙ.  Μ;;ι/ϋί  ημίρα  ι< 

18  Έάν  18779  κΧέτΓτην,  τρέ•χ^£ίς  ομού  με  αυτόν 
καί  μ€  τους  μοιγους  είναι  το  μέρος  σου. 

19  Παραδίδεις  το  στόμα  σου  εις  την  κακίαν,  καΐ 
η  γλωσσά  σου  ττερίττΚεκεί  ΒοΧιότητα. 

20  Καθήμενος  ΧαΧεΐς  κατά  του  άΒεΧφοΰ  σου• 
βάΧΧ,εις  σ/ίάνδαλον  κατά  του  υιού  της  μητρός  σου. 

21  Ύαΰτα  έκαμες,  και  εσιώττησα'  ίητέΧαβες  οτι 
είμαι  τωόντι  ομοιός  σου'  ^ελω  σε  ελέγξει,  καΧ 
^ελω  τταραστήσει  6\α  εμττροσθεν  των  οφθαΧμών 
σου. 

22  Βάλετε  Χοιττον  τούτο  εΙς  τον  νουν  σας,  όσοι 
Χησμονεΐτε  τον  Θεό  ν  μή  ττως  σας  άρττάσω,  καΐ 
δεν  ηναι  κανείς  ό  όττοΐος  νά  σας  Χυτρώστ). 

23  Ό  ττροσφερων  ^υσίαν  ΒοξοΧοηίας,  ούτος  με 
Βοξάζεΐ'  εις  δε  τον  διαθέτοντα  ορθώς  τον  Βρόμον 
του,  ^ελω  8είζει  την  σωτηρίαν  του  θεού. 

Ψαλμός  να. 

'^'Ρ'ΛΕΗΣΕ'  με,  ω  Θεέ,  κατά  το  εΧεός  σου'  κατά 
το  ττΧηθος  των  οίκτιρμών  σου,  εξάΧειψε  τά 
Λνομηματά  μου. 

2  Πλι^νε  με  εντεΧώς  άττό  την  άνομίαν  μου,  καΐ 
άτΓΟ  την  άμαρτίαν  μου  καθάρισε  με. 
'  3   Αίότι  τά  άνομήματά  μου  ε'γώ  γνωρίζω,  καΐ  η 
αμαρτία  μου  είναι  ττάντοτε  εμττροσθέν  μου. 

4  Είς  σε,  εις  σε  μόνον  ημάρτησα,  και  το  κακόν 
εμττροσθέν  σου  εττραξα'  Βιά  νά  Βικαιωθγς  εις  τους 
Χό'γους  σου,  και  νά  ησαι  άμεμτττος  εις  τάς  κρίσεις 
σου. 

5  Ιδού,  εσυΧΧήφθην  εις  άνομίαν,  καΐ  εΙς  άμαρ- 
τίαν με  ε'^έννησεν  η  μήτηρ  μου. 

6  Ιδού,  συ  η'^άττησες  άΧήθειαν  εις  την  καρΒίαν, 
και  εις  τά  ε'νδό/χνχα  θέλεις  μ€  διΒάξει  σοφίαν. 

7  ' Ράντισε  με  με  ΰσσωττον,  και  -9ελω  είσθαι 
καθαρός"  ττΧΰνε  με,  και  ΒέΧω  εισθαι  Χευκότερος 
(ότΓΟ  την  γ^ιόνα. 

8.Κά/4€  με  νά  ακούσω  ά^αΧΧίασιν    καΐ    εύφρο- 

399 


ΙΛηνος  ημίρα  ι.  ΨΑΛΜΟΙ. 

σύνην,  Ζια  νά  βύφρανθώσι  τά  οστά  τα  όττοΐα  έσνν- 
θ\ασ€ς. 

9  Στ/36λ|γ6  το  ττροσωτΓον  σον  άττο  τάς  άμαρτίαζ 
μου,  και  6\ας  τάς  άνομία<;  μου  βξαλαψβ. 

10  Καρ8ίαν  καθαράν  ττλάσβ  6ΐ?  βμε,  Θβέ'  και 
ττνξνμα  ενθες  άνανέωσβ  649  τά  εντόσθια  μου. 

11  Μϊ;  με  ά'ττο  ρ  ρ  ι•^τ[]<^  αττο  το  ττρόσωττόν  σον 
και  το  ΥΙνεΰμά  σου  το  ά^ιον  μη  σηκώστ]^  άττο  εμε. 

12  Άττόδοσε  με  την  ά<γαΧλίασι,ν  της  σωτηρίας 
σου,  και  με  Υΐνευμα  η^εμονικον  στήριξε  με. 

13  Θέλω  ΒιΒάξει  εις  τους  τταραβάτας  τους  Βρό- 
μους  σου'  και  αμαρτωλοί  ΒεΧουν  επιστρέφει  εΙς 
σε. 

14  ^Ελευθέρωσε  με  άττο  αϊματα,  Θεέ,  Θεέ  της 
σωτηρίας  μου•  η  γλωσσά  μου  ^εΧει  ^^αΚΧει  με 
ά<γα\\ίασιν  την  Βικαιοσύνην  σου. 

15  Κύριε,  άνοιξε  τά  χβίΧη  μου'  και  το  στόμα 
μου  3έ\ει  αναγγέλλβί  τον  ετταινόν  σου. 

16  Δίότί  δέν  .5έλ6ί9  ^υσίαν,  άλλέω9  σέ  εΒιΒα' 
ολοκαυτώματα  δέν  αρέσκεσαι. 

17  ΤοΟ  ΘεοΟ  αι  ^υσίαι  είναι  ττνεΰμα  συντετριμ• 
μένον  καρΒίαν  συντετριμμέν7]ν  και  τεταττεινω- 
μένην  συ.  Θεέ,  δέν  -^έλεί,9  καταφρονήσει. 

18  αύεριγέτησε  την  Σιών  με  την  εύνοιάν  σου' 
οΙκοΒόμησε  τά  τείγτι  της  '\ερουσα\ήμ. 

19  Τότε  .^ε'λε69  εύαρεστηθή  εις  θυσίας  Βίκαιο- 
σννης,  εις  προσφοράς  και  ολοκαυτώματα•  τότε 
θέλουν  ττροσφέρει  μοσχάρια  εττάνω  εις  το  Β^υσι- 
αστήριόν  σου. 

Ψαλμός  νβ'. 

ΎΊ'  καυγασαι  εΙς  την  κακίαν,  Βυνατέ ;  ή  ά'^αθότης 
του  θεού  Βιαμένει  εις  τον  αιώνα. 

2  Ή  <γλώσσά  σου  μελέτα  κακίας '  ώς  ξυράφιον 
ηκονημένον  εργάζεται  Βόλον. 

3  Ήγά7Γί?σε9  το  κακόν  μάλλον  τταρά  το  καλόν, 
τό  ψεϋΒος  μάλ\ον  τταρά  νά  λαλ^9  Βικαιοσύνην, 

400 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνοϋ  ημ(ρα  Λ 

4  ΉγάτΓτ^σβς  δλοι;9  του<;  λόγοι;9  του  αφανισμού, 
ι^/Χώσσαν  ΒοΧίαν. 

5  Αίά  τούτο  6  ©€09  ^ελβί  σε  βξοΧοθρβύσει  Βια- 
ττάντα '  ΒέΧβί  σέ  άττοσττάσ^ί.  καΐ  σε  μβτατοττίσεο 
άττό  την  σκηνήν  σον,  καΐ  ^ίΧβί  σε  εκριζώσει  άττυ 
την  'γήν  των  ζώντων. 

Ο  Οι  δε  δίκαιοι  ΒεΧουν  ί8εΐ,  καΐ  φοβηθή,  και  3έ- 
\ουν  <^ξ\άσει  ΖΙ  αυτόν.  Χάροντες, 

7  Ιδού  άνθρωτΓος,  6  οττοΐος  δεν  εβαΧε  τον  θεον 
δύναμίν  του,  αλλ'  ηΧττισεν  ει<;  το  ττΧήθο'ί  του 
ττΧούτου  τον,  και  εθεμεΧίονε  την  δύναμίν  του  εΐζ 
την  ΤΓΟνηρίαν. 

8  Έγώ  όμως  3^έΧω  είσθαι  ως  εΧαία  κατάκαρττος 
εις  τον  οίκον  του  θεοΰ  •  εΧττίζω  εις  το  βΧεος  τον 
Θεού  εις  τον  αιώνα,  καΐ  εις  τον  αιώνα  του  αιώνος. 

9  Θέλω  σε  δοξοΧο'γεΐ  ττάντοτε,  διότι  έκαμες 
οΰτω'  καΐ  ΒεΧω  εΧττίζει  εις  το  δνομά  σον,  διότι 
είναι  ά^αθον  εμττροσθεν  τών  οσίων  σον. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  νγ'. 

"ρΊΠΕΧ  6  άφρων  εις  την  καρδίαν  τον.   Δεν  νττάρ- 
γ^ει'^θεος•   διεφθάρησαν  και   €<γιναν  βδεΧυκτοΙ 
δια  την  άνομίαν    δεν   είναι   κανείς,  6   οττοΐος   νά 
ττράτττ}  καΧόν. 

2  Ό  Θεός  άττο  τον  ουρανον  τταρετηρησεν  εις 
τους  υιούς  τών  άνθρώττον,  δια  να  ϊδτ]  εάν  ηναι 
κανείς  ό  όποιος  νά  νοη,  νά  ζητη  τον  θεόν. 

3  "ΟΧοι  εξέκΧιναν  οΧοι  όμοΰ  εζη-χρειώθησαν 
δεν  είναι  κανείς  ό  όττοΐος  νά  ττράτττ)  καΧόν,  ούδε 
εΙς. 

4  Δεν  έχουν  καμμίαν  "γνώσιν  οι  ερ>γάται  της  ανο- 
μίας, οι  ότΓοΐοί  κατατρώγουν  τον  Χαόν  μον,  ωσάν 
νά  έτρωγαν  ψωμίον ;  τον  Θεόν  δεν  επεκαΧέσθη- 
σαν. 

5  ^Εκεΐ  ^φοβήθησαν  φόβον  μέ'γαν,  οττου  δεν  ητο 

401 


^ϋηνοί  ήμίρα  ι'."  3ΆΛΜ0Ι. 

φόβο';"  Βιότί  6  0609  Βιβσκόρτησβ  τα  οστά  εκείνων, 
οι  οτΓΟίΟί  στρατοττεΒενουν  κατά  σοϋ'  τους  κατ'ρ^ 
σχυνες,  δίότι  6  0609  τους  κατβφρόνησε. 

6  Τ/9  ^έλεί  δώσει  άττο  την  Σίών  την  σωτηρίαν 
του  ^ϊσράήΧ;  "Οταν  6  θεός  εττιστρεψτ)  τον  \αόν 
του  άτΓο  την  αΙ'χμαΧωσίαν,  ^εΚευ  χάρη  ο  ^Ιακώβ, 
3-εΧει  εύφρανθή  6  ^ΙσραήΧ. 

Ψαλμός  ν8'. 

ίλΕΕ,  σώσε  με  δίά  του  ονόματος  σου,  καΐ  με  την 
Βύναμίν  σου  κρίνε  με. 

2  θεε,  άκουσε  την  ττροσευχήν  μου'  άκροάσου  τα 
λόγ^α  του  στόματος  μου. 

3  Δίότί.  ζενοι  εσηκώθησαν  κατεττάνω  μου,  καΐ 
καταΒυνάσται  ζητούν  την  "^υχην  μου'  Βεν  εβαΧαν 
τον  Θεόν  εμττροσθεν  των. 

4  Ιδού,  ό  Θεός  με  βοηθεί'  ό  Κύριος  είναι  μετ 
εκείνων,  οι  όττοΐοι  υττοστηρίζουν  την  ψυχήν  μου. 

5  ΘέΧει  στρέψει  το  κακόν  εις  τους  εχθρούς  μου; 
εξοΧόθρευσέ  τους  Βιά  την  άΧήθειάν  σου. 

6  Αύτοττροαιρέτως  ^ελω  θυσιάσει  εις  σέ'  Β^έΧω 
ετταινεΐ  τό  ονομά  σου,  Κύριε,  Βιότι  είναι  ά'γαθόν. 

7  Δίότι  ατΓο  ττάσαν  στενοχωρίαν  με  εΧύτρωσε, 
και  ό  όφθαΧμός  μου  ϊΒε  την  εκΒίκησιν  εττάνω  εις 
τους  εχθρούς  μου. 

Ψαλμός  νε'. 

Λ  ΟΣΕ  άκρόασιν,  0εέ,  εις  την  ττροσευχήν  μου,  και 
μη  συρθης  άτΓΟ  την  Βεησιν  μου. 

2  ΥΙρόσεξε  εΙς  εμε,  καΐ  εισάκουσε  μου'  Χυττοΰ- 
μαι  εις  την  μεΧετην  μου,  καΐ  ταράττομαι, 

3  Άττό  την  φωνην  του  εχθρού,  άττό  την  στενοχω- 
ρίαν  του  άσεβους '  Βιότι  ρίτττουν  κατεττάνω  μου 
άνομίαν,  και  με  όργιν  με  μισούν. 

4  Ή  καρΒία  μου  καταθΧίβεται  εντός  μου,  καΐ 
φόβος  Β^ανάτου  εττεσεν  εττάνω  μου. 

402 


ΊΆΛΜΟΙ.  Μηνυς  ημίρα  ι', 

5  Φόβος  καΐ  τρόμος  ηΧθβν  βίς  ε/χβ,  και  φρίκη  μβ 
έσκίττασβ. 

6  Και  είττα,  Ύίς  να  μ  εδ^δε  ιττίρν^ας  ως  ττβρι•*^ 
στβράς  !  ηθέΧα  ττβτάξβί  καϊ  καθησνχάσβι. 

.  7   Ιδού,  ήθ€\α  άτΓομακρυνθη  φεύγων,  ηθβΧα  Βια- 
τρίββι  εις  την  βρημον. 

8  "Η^ελα  τα-χύνβι  την  φυ<γην  μου  μακράν  από 
την  όρμην  του  ανέμου,  άττό  την  άν€μοταρα'χτ}ν. 

9  Καταττόντισε  τους,  Κΰρίβ'  Βιαίρξσβ  τάς  ηΧώσ- 
σας  των  Βιότι  Ϊ8α  κατα8υναστ€ίαν  καϊ  βριΒα  βίς 
την  ττόΧίν. 

10  Ήμέραν  και  νύκτα  αύται  την  ττερικυκΧόνουν 
7Γ€ρΙ  τά  τείχτ)  της,  καϊ  ανομία  καϊ  ΰβρις  βιναι  εις 
το  μέσον  της. 

1 1  ΤΙονηρία  είναι  εις  τό  μέσον  της  •  άττάτη  καϊ 
ΒόΧος  δεν  Χβί'ΤΓουν  άττό  τάς  ττΧατείας  της. 

12  Έττείδ^  δεν  μέ  ώνείΒισβν  έγΟρός,  το  όττοΐον 
ηθεΧα  υποφέρει '  ούΒβ  εσηκώθη  κατεττάνω  μου 
εκείνος  ό  όττοΐος  με  μισεί,  Βιότι  τότε  ηθεΧα 
κρυφθή  άτΓΟ  αυτόν  • 

13  Άλλα  συ,  άνθρωττε  όμόψυχε,  όδτ/γε  μου,  καί 
«ικειακέ  μου' 

14  Οι  ότΓοΐοι  συνωμιΧούσαμεν  με  ηΧυκύτητα, 
καϊ  έττη'^αίναμεν  ομού  εις  τον  οίκον  του  Θεοΰ. 

15  Άς  έ'λ^τ;  θάνατος  κατεττάνω  των  άς  κατά• 
βώσι  ζώντες  εις  τον  αΒην  Βιότι  μεταξύ  των,  εις 
τάς  κατοικίας  των,  άΧΧο  δεν  είναι  τταρά  κακίαι. 

16  Έγώ  δε  Ίτρός  τον  Θεόν  ^έλω  κράζει,  καϊ  ό 
Κύριος  Ι^έΧει  με  σώσει. 

17  Έσττέρας,  και  ττρω'ι,  και  μεσημβρίαν  3-έΧω 
ΊταρακαΧεΐ,  και  φωνάζει"  και  αυτός  3^έΧει  άκούσεί 
την  φωνήν  μου. 

18  Θελεί.  λυτρώσει  με  είρήνην  την  ψνχ^ήν  μου 
άττό  την  μά•χ7)ν,  ή  ότΓοία  γίνεται  κατ  εμοϋ'  Βιότι 
τΓοΧΧοι  είναι  εναντίον  μου. 

19  Ό  Θε09,  όστις  ΰττάργει  ττρο  αιώνων,  ΒέΧει 
εισακούσει,  και  3^έΧει  τους  ταττεινώσεΐ'  Βιότι  δεν 
μεταβάΧΧουν  τρόττον,  ούΒέ  φοβούνται  τον  Θεόν. 

403 


Μηνός  ημίρα.  ια,  ΫΑΛΜΟΙ, 

20  ΚαθεΙ<ί  βζ  αυτών  άττΚόνβί  τα<ζ  -χβΐράς  τον  κατ* 
βκβίνων,  οΐ  οΊΓοΙοί  ίζουσαν  ζίρηνι.κώ'ζ  μβ  αυτόν 
Ίταραβαίνα,  την  συμφωνίαν  του. 

21  Το  στόμα  τον  βίναι  άτταΧώτβρον  τταρά  το 
βούτυρον,  άΧλ'  εις  την  καρ8ίαν  του  βίναι  ττόΧβμος* 
τα  \όηιά  του  είναι  μαΚακώτερα  τταρά  το  βΧαίον, 
ττΧην  βΐναι  τόσα  ζίφη  ηυμνά. 

22  'νίψβ  βττάνω  €19  τον  Κύριον  το  φορτίον  σον, 
καΐ  αυτός  3^βΧ€ί  σε  άνακονφίσβί'  Ββν  -^ελεί  ττοτέ 
σν^γωρήσ^ί  νά  σαΧβυθϊ}  ό  Βίκαίος. 

23  !Α.λλά  συ,  Θεέ,  ^έλεί9  τους  καταβίβάσβύ  εις 
το  φρβαρ  της  άττωΧβίας'  άνθρωποι  αιμάτων  καϊ 
8ο\ίοτητος  δέΐ'  Β^έΧουν  ζησβι,  το  ημυσυ  των  ήμερων 
των  εγώ  όμως  Β^έΧω  βΧ'ττίζα  €ίς  σε. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Φαλμος  νς'. 

''ΡΛΕΗΣΕ'  μ€,  ω  Θεέ,  Βώτί  άνθρωττος  γάσκζί  νά 
μ€  καταττίτΐ'  καθ^  ήμέραν  ττοΧεμών  με  κατά• 
θχίβει. 

2  Οι  β'χθροί  μου  'χάσκονν  καθ*  ήμέραν  νά  με 
καταττίωσι,'  Ζιότι  ίτοΧΧοΪ  είναι,  "Τψιστβ,  οΐ  ιτοΧε- 
μοΰντές  με. 

3  Ε6<?  ότΓοίαν  ήμέραν  φοβηθώ,  εις  σε  ^ελα> 
εΧιτίζει. 

4  Εΐ9  του  Θεού  τον  Χό'γον  ΒέΧω  καυχάσθαί'  εις 
τον  Θεόν  ήΧτΓίσα'  δέν  ^ε'λω  φοβηθη  τι  νά  με 
κάμη  σαρξ. 

δ  Κα^'  ήμέραν  μεταπΧάττουν  τά  λόγίά  μον  οΧοι 
των  οι  ΒιαΧο^ισμοι  είναι  κατ  εμού  8ιά  κακόν. 

6  Συνάζονται,  κρύπτονται,  παρατηρούν  τά  βψ 
ματά  μου,  πώς  νά  πιάσωσι  την  ψυχήν  μου. 

7  ΘέΧουν  Χυτρωθή  Βιά  της  ανομίας;  Θεέ,  €49  την 
ορ<γήν  σου  κατακρήμνισε  τους  Χάους. 

8  Συ  αριθμείς  τάς  άποπΧανήσεις  μον  βάΧΧει^ 

404 


ΫΑΛΜΟΙ.  νΐηι/6:  ημίρα  ία, 

τά  8άκρυά  μου  εις  την  φιάλην  σον  δεν  είναί  ταΟτα 
'γβ'γραμμβνα  €1^  το  βιβΧίον  σον; 

9  Τότε  Βέλουν  έττοστρύψβι  οι  ζ-χθροί  μου  ει<?  τα 
ΟΊτίσω,  ε69  οττοίαν  ημέραν  σε  €7Γΐκά\βσθώ'  έξβύρω 
τούτο,  Βίότί  6  Θεός  βίναι  νττερ  βμον. 

10  Ε49  του  Θεοΰ  τον  λόγον  .^ελω  καυγασθαι* 
εΐΫ  του  Κυρίου  τον  ΧοΎον  ^ελω  καυ'χασθαί. 

11  Εΐ9  τον  Θεόν  βΧττίξω'  δεν  -^ελω  φοβηθή  τι 
να  μ€  κάμτ)  άνθρωττο^. 

12  Έττάνω  /ζου.  Θεέ,  είνα^  τά  ττροΫ  σε  ταξίματα 
μου'  ^ελω  σε  άττοδιδεί  ετταίνους. 

13  Δίότί  η\€υθέρωσ€<;  την  ψυ-χ^ν  μον  άττο  Βα^ 
νατον  ούχΙ  καΐ  τους  ττόδαί  μου  άττο  <γ\ίστρημα, 
Βια  να  ητβρυττατώ  βνώττίον  του  ΘεοΟ  ε^9  το  φώ'ζ 
των  ζώντων; 

ΦΑΛΜ02    νζ. 

"ΡΛΕΗΣΕ'  μ€,  ώ  Θεέ,  βλέησέ  μβ'    Βωτι  €ΐς  σε 
Βαρρεΐ  ή  ψυ'χ^τ']  μου,  καΐ  βίς   την   σκίάν  των 
ΤΓτερύγων  σου  !}έ\ω  ελττ/ζ'εί,   ίωσοΰ  να   ττεράσωσι, 
τά  δε^νά. 

2  Θέλω  κράζει  "Ττρος  τον  Θεόν  τον  ΰψιστον,  ττρόί 
τον  Θεόν  τον  εύοΒονοντα  τά  ττάντα  δι'  εμε. 

3  Θέλε/.  στείΧεί  άττο  τον  ούρανον,  καΐ  ^έλε6  με 
Χυτρώσεΐ'  3^έΧεί  άττο  καταστήσει  ό'νε6δο<?  εκείνον, 
οστί<ί  'χάσκεί  νά  με  καταττίη'  6  Θεός  ΒεΧει  εζαττο- 
στείΧεί  το  εΧεός  του  καΐ  τήν  άΧνβείάν  του. 

4  Ή  ψυχή  μου  είναν  μεταξύ  λεόντων  κοίτομαν 
μεταξύ  ανθρώπων  φΧο^ερών,  υιών  άνθρώττων,  των 
ότΓοίων  οί  οΒόντες  είναί  Χό'^'χ^αι  καΐ  βεΧη,  και  η 
<γΧώσσά  των  ξίφος  οξύ. 

5  'Ύψώσου,  Θεέ,  εττάνω  εις  τους  ουρανούς"  η 
Βόξα  σου  ας  ηναι   εττάνω  εις  οΧην  τήν  <^ήν. 

6  Παγί-δα  ήτοίμασαν  εις  τά  βήματα  μου'  η 
"ψ^χή  /^ο^  εκινΒύνευε  νά  ττεστ]•  έσκαψαν  εμττρο- 
σθέν  μου  Χάκκον,  ττΧήν  αύτοι  εττεσαν  μέσα  εις  αυ- 
τόν. 

7  Έτοίμη  είναι  ή  καρ8ία  μου,  Θεέ,  ετοίμη  είναι 
η  καρΒία  μου•  ϋ^εΧω  ψάΧΧει  καΐ  ψαΧμωΒεΐ. 

405 


Μί^νοί  ημίρα  ια',  ΨΑΛΜΟΙ. 

Β^Εξύττνησε,  Βόξα  μον  βξύττνησξ,  ψαΧτήριον 
καΐ  Κιθάρα"  εγώ  -^έλω  έξνττνήσει  το  ττρωΐ. 

9  Έγώ,  Κνρί€,  3^έ\ω  σε  ε'τταινεσε^  μεταξύ  Χαών 
ι&ελω  σε  "ν/ταλ/λωδεΐ  μεταξύ  εθνών. 

10  Δίότί  εμβ'γαΧύνθη  εω9  €69  του^  ουρανούς  το 
ελε09  σοι;,  «αι  εω9  εΐ9  τά  σύννεφα  ή  αλήθεια 
σου. 

11  'Ύψώσου,  Θεέ,  εττάνω  εΙς  τους  ουρανούς '  ή 
Βάζα  σον  ας  ηναι  εττάνω  εΙς  6\ην  την  ^ήν. 

ΦΑΛΜΟΣ    νη'. 

Λ  ΛΗΘΙΝΑ  ΧαΧεΐτε  Βίκαιοσύνην;  κρίνετε  Βικαίως, 

νΐοϊ  των  άνθρώττων ; 
.  2  ΣεΪ9   μάλιστα    εις    την    καρΒίαν   'ττεριττλέκετε 
κακίας"    σεις    Βίαμοοράζετε    την    Βυναστείαν    των 
-χ^εί,ρών  σας  εττάνω  εις  την  ^ήν. 

3  \ιτεζενώθησαν  ο  Ι  ασεβείς  άττό  αυτήν  την 
μήτραν  εττλανήθησαν  άττο  αυτήν  την  κοίλίαν  της 
μητρός  των  λαΧούντες  -^^τεύΒη. 

4  Το  φαρμάκίόν  των  είναι  ως  το  φαρμάκιον  τον 
ςιφεως"  είναι  όμοιοι  της  κωφής  άσ-πίΒος,  ή  όττοΐα 
φράττει  τά  ώτία  της' 

5  Ή  ΟΊΓοία  Βεν  ^εΧει  να  άκούση  τήν  φωνήν  των 
'^οήτων,  οΐτινες  γοητεύουν  τόσον  ετηΒεξίως. 

6  Θεέ,  σύντριψε  αυτών  τους  οΒόντας  εις  το 
στόμα  των  Κύριε,  κατάθραυσε  τους  κυνόΒοντα<ζ 
των  Χεονταρίων. 

7  *Α9  ρεύσωσιν  ως  το  νερόν,  το  όττοΐον  ρέεΐ'  ^ελει 
τεντώσει  το  τόζον  του  ό  θεός  Βιά  να  ρίψη  τα  βεΧτ) 
του,  εωσοΰ  να  εξοΧοθρευθώσιν. 

8  'ίΐ9  ό  κογΧιός  ό  όττοΐος  ΒιαΧύεται,  ούτω  ας  ττε- 
ράσωσιν  ως  έκτρωμα  γυναικός,  ας  μην  ϊΒωσι  τον 
ηΧιον. 

9  ΐίρο  του  νά  αύζηνθώσιν  αΐ  άκανθαί  σας,  ώστε 
να  ηίνωσι  ράμνοι,  ζώντας  καθώς  είναι,  καΐ  εις  την 
ορ^ήν  του,  ^εΧει  τους  άρττάσει  ως  ανεμοστρό- 
βιλος. 

10  Ό    Βίκαιος    $^έΧει    εύφρανθή,    όταν   ϊΒΐ)    την 

40(5 


ΦΑΛΜΟΙ.  Μι/ΐ'ΟΓ  ήμίρα  ια'. 

εκΕίκησιν  τους  ττόΒας  τον  ΒέΧεν  νίψα  €ί<;  το  αίμα 
του  άσίβούς. 

1 1  Και  £καστο<ζ  ^ε'λβι  λεγβι,  Έττ'  ά\ηθ£ία<ί  βιναί. 
καρίΓο^  δί-ά  τον  δίκαιον  €7γ  αληθείας  βίναι,  θβος, 
6  οτΓοΐος  κρίνει  έττάνω  εΙς  την  <γην. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Φαλμος  ν^'. 

Ρ^ΛΕΤΘΕΡίΙΣΕ'  μ€  άττο  τους  βγθρον<ϊ  μου,  Θεε 
μου'  νίΓβρασττίσου  μβ  άττο  βκβίνους,  οι  όττοΐοί 
σηκόνονται  κατ  εμοΰ. 

2  Λύτρωσε  με  άιτο  τους  ερ^άτας  της  ανομίας, 
καΐ  σώσε  με  άττο  τους  αίματο-χαρείς  ανθρώπους. 

3  Δίότί,  ιδού,  ενεδρεύουν  την  ψνχ^ήν  μου•  8υνα- 
τοί  συνή'χθησαν  κατ  εμοΰ,  ο-χ^ι.  Κύριε,  8ίά  άνομίαν 
μου,  άλλ'  οΐ;τε  δίά  άμαρτίαν  μου. 

4  Χωρί.9  νά  ηναι  εις  εμε  ανομία,  τρέγουν  καΐ  ετοι- 
μάζονται" εζύττνησε  εις  συναττάντησιν  μου,  καΐ  ιδέ. 

5  Σύ  ΧοίΤΓον,  Κύροε  δ  θεός  των  Βυνάμεων,  6  θεός 
του  \σραη\,  εξύττνησε  δια  νά  εττισκεφθης  6\α 
τά  εθνη'  μην  ελεησης  ούΒένα  άττο  τους  8ο\ίους 
τταραβάτας. 

6  ^ΕτΓίστρέφουν  το  εσττερας'  ύΧακτουν  ώς  σκύ- 
Χοί,  καΐ  ττερίτρι^υρίζουν  την  τιοΚιν. 

.  7  Ιδού,  αύτοΙ  εκ-χ^εουν  Χόλους  με  το  στόμα  των 
ρομφαΐαι,  είναι  εις  τά  χείΧη  των  εττειΒη  λε'γοι/ν, 
Πθ4θ9  ακούει; 

8  Άλλα  συ,  Κύριε,  Ι^εΧεις  τους  περι^εΧάσει*  συ 
3^έΧεις  ττεριτταίξει  οΧα  τά  έθνη. 

9  Ω  Βύναμίς  μου,  εΙς  σε  Β^έΧω  εΧττίζεΐ'  Βιότι  συ, 
θεε,  είσαι  το  ΤΓροιτύρ'^ιόν  μου. 

10  Ό  Θεό?  του  εΚεους  μου  ΒεΧει  με  ττροφθάσεΐ' 
6  θεός  .^εΧει  με  κάμει  νά  ϊΒω  την  εκΒίκησιν  επάνω 
εις  τους  τταραφυΧάττοντάς  με. 

1 1  Μη  τους  φονεύσης,  μή  ττως  το  Χησμονήση  6 
Χαός  μου  •  Βιασκόρττισε  τους  με  την  Βύναμίν  σον, 
καΐ  ταπείνωσε  τους,  Κύριε,  ή  άσπΙς  ημών. 

407 


αΐηνο!  ημίρα  ια,  ΠΑΛΜΟΙ. 

12  Δίά  την  άμαρτίαν  του  στόματος  των,  καΐ  δίά 
τα  Χό^ια  των  γβιΚίων  των,  ας  τηασθώσίν  €*?  την 
Ιητβρηφανίαν  των  καϊ  8ιά  την  κατάραν  καΐ  το 
•^βΟδοί  τά  ότΓοΐα  ΧαΧοΰν. 

13  Κατάστρεψε  τους  εις  την  οριγήν  σου,  κατά- 
στρεψε τους,  ώστε  νά  μην  ντταρχωσί -ΤΓλεον•  καΐ 
ας  <γνωρίσωσίν  οτι  6  &εος  δεσττόζει  εις  τον  Ία«ώ/3, 
καϊ  εως  εΙς  τά  ττερατα  της  <^ης. 

14  "Α9  ετηστρεφωσι  Χοιττον  το  εσττέρας,  ας  νΧα- 
κτώσιν  ώς  σκυΚοί,  καϊ  ας  'περιτρί'^υρίζωσί  την 
ΤΓολιν. 

15  Ά?  ΤΓερίΐτΧανώνταί  δίά  νά  εΰρωσι  τροφην,  καΐ 
αν  Βεν  'χορτασθώσίν,  άς  '^οηηυζωσιν. 

16  Έγώ  όμως  ^εΚω  ψάΧΚει  την  Βνναμίν  σου, 
καϊ  το  τΓρωΙ'  ^ελω  ε-παινεΐ  με^αΧοφώνως  το  εΧεός 
σον  Βίότι  εΎΐνες  ιτροττύρ^ίόν  μου,  καϊ  καταφύ^ίον 
εις  την  ημεραν  της  Β^Χίψεώς  μου. 

17  '«Ω-  Βύναμίς  μου,  σε  3^έΧω  ψαΧμωΒεΐ•  Βιότΰ 
συ,  Θεε,  είσαι  το  ττροττύρ'^ών  μου,  6  θεός  του 
€Χέους  μου . 

Φαλμος  ξ. 

^ΕΕ,  μας  άττέρρίψες'   μας  Βιεσκόρττισες'    ώργι- 
σθης'   εττίστρεψε  ττάΧιν  εις  ημάς. 

2  ^Έσεισες  την  <γήν '  Βιεσγ^ισες  αυτήν  Ιάτρευσε 
τά  συντρίμματα  αυτής,  Βώτί  σαΧεύεται. 

3  "Έ.Βείξες  εις  τον  Χαόν  σου  ττρά'^ματα  σκΧηρά  • 
μας  εττότίσες  οίνον  τταραφροσύνης. 

4  ^ΈΒωκες  εις  τους  φοβούμενους  σε  σημαίαν,  νά 
νψόνεται  υττερ  της  αληθείας. 

5  Αιά  νά  εΧευθερόνωνται  οι  ά'^αττητοί  σου, 
σώσε  Βιά  της  Βεζιάς  σου,  καϊ  εττάκουσέ  μου. 

6  Έ,ΧαΧησεν  6  &εος  εΙς  το  ά'^/ιαστήριόν  του' 
Θέλω  γαίρεί'  ^εΧω  μοιράσει  την  Συχεμ,  και  την 
κοιΧάΒα  του  'Σοκ'χωθ  ^έΧω  Βιαμετρήσει. 

7  \Βικός  μου  είναι  6  ΤαΧαάΒ,  και  ιΒικός  μου  ο 
Μανασσής'  6  μεν  ΈφραΙ'μ  είναι  ή  Βύναμις  της  κε- 
φαΧής  μου'  6  δε  ^ϊούΒας,  6  νομοθέτης  μου' 

8  Ό  Μωά/3  είναι  ή  Χεκάνη  του  ττΧυσίματος  μου' 

408 


ΦΑΛΜΟΙ.  ^Ιηνο!  ημίρα  ια'. 

εττανω  ε/ς  τον  Έδώ/ι  ΒέΧω  ρίψβι  το  ύτΓ08ημά  μον 
€ύφήμ€ί  €19  €μ£,  ΠαΧαιστίνη. 

9  Ώοΐος  θ^ελβί  μ€  φύρβί  εΙς  την  'ττβρίτβί'χισμένην 
•ποΧιν;   ττοΐος  ^βλβί  μβ  όΖψ/ήσζΐ  649  την  Έδώ/χ.; 

10  Ούχι  συ,  Θεέ,  ό  όττοΐος  μας  άττέρρίΛίτβς  ;  και 
δεν  ^ε'λεί9  €κβή  συ,  Θεέ,  μβ  τα  στρατεύματα  μας ; 

11  Βοήθησε  μας  άττο  την  !^\ίψίν'  8ίότι  ματαία 
βίναι  ή  τταρά  των  άνθρώττων  σωτηρία. 

12  Δίά  του  ΘεοΟ  ^έλο/χεν  κάμβι  άνΕρα^αθίας, 
δίότί  αύτος  ^ελεί  καταττατησει  τους  εγθρούς  μας. 

Ψαλμός  |α. 

"ρίΣΑΚΟΤΣΕ,   Θεέ,   την  φωνην  μου•  ττρόσβξβ  €ΐς 
την  ττροσβνχ^ην  μου. 

2  Άττό  τά  πέρατα  της  'γής  ττρος  σε  θ^ελω  κράζει, 
όταν  ΧείΤΓοθυμη  η  καρ8ία  μου•  οΒη^ησέ  μ€  εις  την 
ττέτραν,  ή  ότΓοία  είναι  τταραττοΧύ  ΰ-^^Χη  8 1   β  με. 

3  Δίότί  συ  έγινες  καταφυγή  μου,  καΐ  ττύρ'^/ος 
Ισ-χυρος  εμττροσθεν  τον  εγθρον. 

4  Ε49  την  σκηνήν  σου  ^έλω  κατοικεί  8ιατΓαντός• 
.9έλω  καταφύγει  νττο  την  σκέττην  των  ηττερύ^ων 
σου. 

5  Αιότι  συ,  Θεέ,  είσήκουσες  τάς  εύ'χ^άς  μου• 
/λ'  έδωκες  την  κΧηρονομίαν  των  φοβούμενων  το 
ονομά  σου. 

6  Θέλεί9  προσθέσει  ημέρας  εις  τάς  ημέρας  τον 
βασιΧέως•  οι  γ^ρόνοι  του  ας  εξακοΧονθήσωσιν  εις 
γενεάς  και  γενεάς. 

7  Θέλε*  8ιαμένει  εις  τον  αιώνα  εμττροσθεν  του 
Θεοΰ•  βάΧε  ελεο9  και  άΧήθειαν  νά  τον  ΒιαφυΧάτ- 
τωσιν. 

8  Ούτω  ^έλω  ψαΧμω8εΐ  Βιατταντος  το  ονομά  σου^ 
8ιά  νά  εκττΧηρώ  τά  ταξίματα  μου  καθ'  ημέραν. 


Μηνός  ήμίρα  ιβ .  ΨΑΛΜΟΙ. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ξβ'. 

Ρ^ΙΣ   τον  Θβόν  βέβαια  έφησνχ^άζβι  η  ψνχή  μον 
άτΓΟ  αύτον  τττ^γάζ'βί  η  σωτηρία  μου. 

2  Αύτ09  βββαια  ξίναι  ττβτρα  μον,  καΐ  σωτηρία 
μου•  ύψηΧον  Ίτροττύρ^γίόν  μου•  δεν  ^ελω  σαΧβυθή 
ΤΓοΧύ. 

3  "Εως  ττότβ  θέλετε  βΊτφονΧβύεσθαι  εναντίον 
άνθρώτΓου ;  σεις  6\οί  θέλετε  φονευθή•  είσθε  ως 
τοΐ'χος  κεκλιμένος,  καΐ  φραγμός  έτοιμος  νά  ττέστ). 

4  Δέΐ'  συμβουΧενονταί  τταρά  νά  τον  ρίψωσιν 
ατΓΟ  το  ΰ'^Ιτος  τον  ά^αττοΰν  το  "ψεΰΒος•  με  το 
στόμα  των  ενλογοΟν,  άλλ'  εις  την  καρ8ίαν  των 
καταρώνταί. 

5  Άλλα  συ,  ω  ψυγ^)]  μον,  εΙς  μόνον  τον  θεον 
άνατταύου,  Βιότι  άττο  αύτον  κρεμαται  η  εΧττίς  μου. 

6  Αύτος  βέβαια  είναι  πέτρα  μου,  και  σωτηρία 
μου•  ΰψηΧον  Ίτροττύρ^ιόν  μου•  δεν  -^ε'λω  σα- 
Χευθη. 

7  Ε69  τον  Θεόν  είναι  ή  σωτηρία  μου  καϊ  η  Βόξα 
μου•  ή  πέτρα  της  Βυνάμεώς  μου,  το  καταφν-γιόν 
μον,  είναι  εις  τον  θεόν. 

8  Θαρρείτε  εις  αύτον  κατά  πάντα  καιρόν ' 
άνοί<γετε,  ΧαοΙ,  έμπροσθεν  τον  τάς  καρΒίας  σας• 
6  Θεός  είναι  καταφνγη  εις  ημάς. 

9  Οι  άνθρωποι  βέβαια  του  Χαου  είναι  ματαιότης, 
και  οι  άρ'χοντες  είναι  -^εύΒος•  εΙς  την  ττλάστίγγα 
οΧοι  όμου  είναι  ελαφρότεροι  άπο  αύτην  την  μαται- 
ότητα. 

10  Μη  θαρρείτε  εις  την  άΒικίαν,  καΐ  εις  την 
άρπα'γην  μη  ματαιόνεσθε•  εάν  ρέη  6  πΧοΰτος,  μη 
προσηΧόνετε  την  καρΒίαν  σας  εις  αύτον. 

11  Μίαν  φοράν  εΧάΧησεν  ό  Θεός,  Βύο  φοραΐς 
ηκουσα  τούτο,  οτι  η  Βύναμις  είναι  του  θεού• 

12  Καϊ   ΙΒικόν   σον  είναι,  Κύριε,  το  εΧεος•  Βιότι 

410 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  ιβί, 

σύ  ^6λ€ί9   άτΓοδώσεί.   669   βκαστον  κατά   τα   βρ^α 
αυτού. 

Ψαλμός  |γ'. 

^ΕΕ,  σύ  είσαι,  ό  Θεός  μον  άττο  το  ττρω'ι  σε  ζητω' 
σε  δίΛ^Λα  η  "^ν^η  μου,  σε  ττοθεΐ  η  σάρζ  μου,  €49 
γην  ερημον,  ξηράν,  καΐ  άνυΒρον 

2  Αιά  να  βΧέττω  την  Βύναμίν  σου  καΐ  την  Βόζαν 
σου,  καθώς  σε  ϊδα  εις  το  ά<γίαστήρίον. 

3  Αίότι  το  €λ609  σου  είναι  καΧητερον  τταρα  την 
ζωην  τα  γείΧη  μου  ^εΧουν  σε  επαινεί. 

4  Οί/τω  ^ελω  σε  εύΧο'γεΐ  εττΐ  ζωής  μου'  εις  το 
ονομά  σου  3-έΧω  ύψόνει  τάς  'χ^εΐράς  μου. 

5  'ί29  άτΓο  ττά-χ^ος  και  μυεΧον  'χορταίνει  η  ψυ-χ^ί] 
μου,  καΐ  με  χείΧη  ττεριχαρή  σε  έτταινεΐ  το  στόμα 
μου, 

6  "Οταν  σε  ενθυμώμαι  εττάνω  εις  το  στρώμα 
μου,  καΐ  εις  σε  μεΧετώ  εις  τάς  φυΧακάς  της  νυκτός. 

7  Έ7Γεί.δί7  εστάθης  βοήθεια  μου,  Βιά  τούτο  εις 
την  σκιάν  των  πτερύγων  σου  ^εΧω  χαίρει. 

8  ^ΕττροσκοΧΧήθη  ή  ψυχή  μου  κατόπιν  σου'  ή 
Βεζιά  σου  με  ύττοστηρίζει. 

9  Οι  δε  ζητούντες  την  ψυχήν  μου,  Βιά  νά  την  εξ- 
οΧοθρεύσωσι,  3^έΧουν  εμβή  εις  τά  κατώτερα  μέρη 
της  ^ής. 

10  θέΧουν  ττέσει  ύττοκάτω  εις  τάς  χείρας  της 
ρομφαίας"  ^εΧουν  εισθαι  μερίΒιον  εις  τάς  άλώ,- 
ττεκας. 

1 1  Ό  βασιΧεύς  όμως  ^ελεί.  εύφρανθή  εις  τον 
θεόν  •  ^ελεί  Βοζασθή  πάς  όστις  ομνύει  εΙς  αύτον 
Βιότι  3^έΧει  φραχθή  το  στόμα  των  όσοι  ΧαΧοΰν 
ψεύΒος. 

ΦΑΛΜΟΣ   ^δ'. 

Λ  ΚΟΤΣΕ,    Θεέ,   την  φωνήν  μου,    εις   την    Βεησίν 
μου•  από  τον  φόβον  του  εχθρού  φύΧαξε  την 
ζωην  μου. 

2   "Σκέπασε  με  από  το  συμβούΧιον  των  πονηρών," 
από  τό  φρύα^μα  των  εργατών  της  άνομίας' 
Λ  2 


Μί^ί'όί  ήμίρα  ιβ*.  ΠΑΛΜΟΙ. 

3  οι  ότΓοΐοί  άκονονν,  ώς  ρομφαίαν,  την  ^γλωσσάν 
των  βτοιμάζουν,  ώ<;  βέΧη,  ΧοΎους  ττικρούς, 

4  Αια  να  τοξβύωσί  κρυφίω<;  τον  άθώον  βζαίφνη<! 
τον  τοξεύουν,  καΐ  δεν  φοβούνται. 

5  Στ€ρ€Ονονται  βττάνω  €ΐ<ζ  ττονηρον  ττρά'γμα'  μ€- 
Χβτοΰν  να  κρύτΓτωσι  ττα^ίΒας,  λέγοντες,  ΐΐοΐος 
.^ελεί,  τους  ΙΒβΐ; 

6  ^Ανιγνεύονν  ανομίας"  αττβκαμαν  €ρ€υνωντ€ς 
ακριβώς"  εκάστου  δε  τα  βντος,  καΐ  η  καρδία,  βίναν 
βυθός  απάτης. 

7  Άλ,ν  6  Θε09  -^ελεί.  τους  τοξβύσεί"  άττο  αίφνί- 
Ζων  ββΧος  3^έ\ουν  βίσθαι  αΐ  ττΧηηαί  των. 

8  ΚαΙ  οι  \ό<γοί  της  ηΚώσσης  των  Β^βΧουν  ττέσβί 
κατβττάνω  των"  Β^ελουν  φεύ'^εί  όσοι  τους  βΧεττουν. 

9  Και  θ^ελει  φοβηθή  ττάς  άνθρωττος,  καΐ  ^εΚουν 
Βίη<γηθή  το  ερ^ον  του  θεού,  καΐ  εννοήσει  τα  οσα 
βκαμε. 

10  Ό  Βίκαιος  ^ελει  ευφρανθη  εις  τον  Υ^ύριον, 
καΐ  ^έλει  εΧττίζει  εις  αυτόν  και  Β^εΧουν  καυχ^α- 
σθαι  'όΧοι  οι  ευθείς  την  καρ8ίαν. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ξε. 

^Ε  προσμένει  έπαινος,  Θεε,  εις  την  Σιών  καΐ  εις 
σε  Β^έΧει  άποΒοθή  το  τάξιμον. 

2  Συ,  6  άκούων  προσευ'χΎ)ν,  εις  σε  3^έΧει  ερ'χεσθαι 
πάσα  σαρξ. 

3  \νομίαι  ΰπερίσ'χυσαν  κατ  εμού"  αλλά  συ  -θέ- 
λεις καθαρίσει  τάς  παραβάσεις  μας. 

4  Μακάριος  εκείνος  τον  όποιον  εκΧεξες,  και  προσ- 
έΧαβες  8ιά  νά  κατοικη  εις  τάς  αύΧάς  σου"  •5ε- 
Χομεν  'χορτασθη  από  τά  άγα^ά  του  οϊκου  σου, 
του  άηίου  ναού  σου. 

5  Δια  τρομερών  πραημάτων,  μετά  δικαιοσύνης, 
.^ελεί9  άποκρίνεσθαι  εις  ημάς,  Θεέ  της  σωτηρίας 
μας,  ή  ελττις  όλων  των  περάτων  της  ^ής,  καΐ  των 
μακράν  εις  την  ^άΧασσαν 

412 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  0. 

6  Σν,  6  στίρβόνων  δια  τή<ϊ  8υνάμ€ώ<;  σον  τά 
ορη,  6  7Γ€ρί€ζωσμ€νο<ί  ισχύν 

7  Ό  κατασί'^άζων  τον  ηχον  τή^  ΒάΧάσσης,  τον 
ηχον  των  κυμάτων  αύτή^,  καΙ  τον  3όρυβον  των 
Χαών. 

8  Και  αύτοΙ  οι  κατοικοϋντβς  βίς  τά  άκρα  τή<;  'γή'ζ 
φοβούνται  τά  σημβΐά  σον  συ  χαροττοίβΐς  τάς 
αρχάς  της  αύ^ής  καΐ  της  βσττβρας. 

9  ΈτΓίσ/ίετΓτεσαί  την  '^ήν,  και  την  ττοτίζβις  •  την 
ΊτΧουτίζβις  μβ^άΧως  •  οι  ρύακβς  του  Θεοί  βίναι 
7Γ\ήρ€ΐς  ΰΒατος'  βτοιμάζβις  τον  σΐτον  αυτών, 
€7Γ€ί8η  ούτω  Βιβταξ^ς. 

10  Τα  αχίΚάκιά  της  ττοτίζβις•  βξομαΧίζβις  τους 
βώΧους  της'  την  άτταΧύνβις  με  σταΧακτην  βρο- 
χήν  εύΧο^βΐς  τά  βΧαστήματα  αυτής. 

11  Στβφανόνεις  το  βτος  μβ  τά  άηαθά  σου'  καϊ 
τά  ϊχνη  σου  σταΧάζουν  ττάχος. 

12  ΣταΧάζουν  αϊ  βοσκαΐ  της  έρημου,  και  οι 
Χόφοι  Ίτεριζόνονται  χαράν. 

13  Αι  ττεΒιάδβς  είναι  ενΒβΒνμβναι  άττο  ποίμνια, 
καϊ  αϊ  κοιΧάΒβς  σκεττασμέναι  άττο  σΐτον  άΧαΧά- 
ζουν,  και  μάΧιστα  υμνοΧοιγοϋν. 

Ψαλμός  ξς'. 

Λ  ΛΑΛΑΞΕΤΕ   εις  τον  θεον,  οΧη  η  'γή. 

2  'ί'αΧμωΒήσετε   εις  τιμήν  του  ονόματος  τον 
κάμετε  ενΒοςον  τον  ετταινόν  του. 

3  Εΐ7Γ€Τ6  εις  τον  Θεον,  'ί2  ττοσον  είναι  φοβερά  τά 
ερ'γα  σου !  Βιά  το  με-^εθος  της  Βυνάμεώς  σον,  Βεί- 
χνουν  ττΧαστην  ΰττοτα^ην  εις  σε  οι  εχθροί  σου. 

4  'Ολτ^  η  ψ]  !^εΧει  σε  ττροσκυνεΐ,  και  ψαΧμωΒεΐ 
εις  σε  •  '^}έΧουν  ψαΧμωΒεΐ  το  ονομά  σου. 

5  "ΕΧθετε  καϊ  ιΒετε  τά  ερ^α  του  Θεοΰ'  πόσον 
είναι  φοβερός  εις  τάς  πράξεις  του  προς  τους  νιους 
τών  ανθρώπων. 

6  ΜετέβαΧε  την  ΒάΧασσαν  εις  ξηράν  πεζοί 
επερασαν  Βιά  του  ποταμού '  εκεί  εύφράνθημεν  εις 
αυτόν. 

413 


Μηνο!  ημίρα  ιβ  .  ΠΑΛΜΟΙ. 

7  Αιά  της  Βυνάμβώς  τον  Ββσττόζεί  βίς  τον  αΐωνα' 
οί  οφθαΧμοί  τον  βττίβΧέττονν  βίς  τά  βθνη'  οι  άττο- 
στάται  ας  μην  υψόνωσι,  τον  εαυτόν  των. 

8  ΕυλογβΓτε,  \αοΙ,  τον  θβόν  μας,  καΐ  κάμν€Τ€ 
νά  άντηχτ)  η  φωνή  τον  βτταίνον  τον 

9  Ό  οτΓοΐος  8ιαφν\άττ€ί  βίς  ζωην  την  ψνχ^ν 
μας,  καΐ  Ββν  άφίνβί  να  κΧονίζωνται  οι  ττόΒβς  μας. 

10  Αίότί  σι)  μας  ηρίύνησες,  Θβέ'  μας  έΒοκί- 
μασβς,  ώς  Βοκιμάζβταί  μ€  το  Ίτνρ  το  άρ<^νριον. 

11  Μας  βμβασες  ζίς  το  Βίκτνον  ββαΧβς  στβνο- 
γωρίαν  βίς  τονς  'λ,α'^όνας  μας. 

12  ^Ανεβίβασβς  άνθρώττονς  βττάνω  εις  τας  κ€- 
φα\άς  μας'  έττβράσαμεν  Βίά  ττνρος  καΐ  νΒατος' 
άΧλά  μας  βκβάλβς  εΙς  άναψνχιίν. 

13  Θέλω  εμβη  βίς  τον  οΙκόν  σον  μβ  όΧοκαντώ- 
ματα'  ^ελω  σε  αποΒώσα  τά  ταξίματα  μον, 

14  Τά  ότΓοΐα  εττρόφβραν  τά  χε/λτ^  μον,  καΐ  ελα- 
\ησε  το  στόμα  μον,  βίς  την  ^λ/ι/τ/ν  μον. 

15  ΌΧοκαντώματα  πτα'χία  κριών  ^ί\ω  σε  ττροσ-- 
φέρει   με  ^νμίαμα'    ^εΧω   ττροσφερει  βόας  όμον 
με  τρά'^ονς. 

16  "Ελθετε,  ακούσετε,  ο\οι  οΐ  φοβούμενοι  τον 
θεον,  καΐ  Βέ\ω  Βιη'γηθή  οσα  εκαμεν  εις  την  ψν- 
χήν  μον. 

17  Ε^9  αντον  εφώναξα  με  το  στόμα  μον,  και 
εΒοζάσθη  Βιά  της  <^\ώσσης  μον. 

18  Έάν  εθεωρονσα  άΒικίαν  βίς  την  καρΒίαν  μον, 
6  Κύριος  Ββν  ήθεΧε  με  άκούσεΐ' 

19  Ό  Θεό?  όμως  βέβαια  με  ηκονσεν  βττρόσβξεν 
εις  την  φωνην  της  ττροσενχτις  μον. 

20  Εύλογ?7τ09  ο  Θε09,  ό  όττοΐος  Βεν  άττεμάκρννβ 
την  ττροσενχιίν  μον,  καϊ  το  εΧεός  τον  άττο  βμβ. 

Ψαλμός  ξζ'. 

'Γ\    ΘΕΟΣ   νά   μας   ενσττΧα'γ'χνισθτ],  και  νά  μας 
εύΧο^ηση  '  νά  Χάμψη  το   τΓρόσωττόν  τον  εις 


ημάς 


414 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μ^νόί  ημίρα  ιγ'. 

2  Δίά  νά  '^νωρισθτι  669  την  ^ην  ή  68ός  σου,  βίς 
δλα  τά  βθνη  η  σωτηρία  σου. 

3  *Α9  σε  έτταίνώσιν  οι  ΧαοΙ,  Θεέ,  ας•  σε  βτται- 
νωσιν  ο\οι  οι  Χαοί. 

4  *Α9  βύφρανθώσι  καϊ  α<;  -χαροίσι  τα  βθνη'  Βίότί 
5ελεί.9  κρίνβί  τους  \αονς  μΐ  ευθύτητα,  καΐ  τα  'έθνη 
649  την  Ύην  5ελ649  νΒη'^ήσα. 

δ  ^9  σε  έτταινώσίν  οΐ  \αο\,  Θεέ,  ά9  σε  έτταονώσιν 
οΧοί  οι  Χαοί. 

6  Ή  γϊ)  ^ε'λεί  δ/θεί  τον  καρττόν  της,  καϊ  Β^ελβί 
μας  βυλο'γήσβι  6  Θε09,  ο  Θίος  ημών. 

7  Θελεί  μας  βόΧο^ήσα  6  Θεός,  καϊ  οΚα  τα  ττε- 
ρατα  της  ηης  ^^Χουν  φοβηθή  αυτόν. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

ΦΑΛΜ02    ξη. 

*Δ  Σ   σηκωθτ)  6  Θε09>  και  ας  ΒιασκορτΓίσθώσιν  οι 
β-χθροί  του'    καϊ   ας    φύ'/ωσιν    αττ'  βμττροσθβν 
του  όσοι  τον  μισούν. 

2  Καθώς  αφανίζεται  ό  καττνός,  οΰτω  αφάνισε 
τους'  καθώς  άναΧύεται  το  κηρίον  βμττροσθεν  του 
ττυρός,  οΰτω  ας  άττοΧβσθώσιν  οι  ασεβείς  άττό  το 
ττρόσωτΓον  του  ΘεοΟ. 

3  Οί  δε  Ζίκαιοι  ας  εύφραίνωνταΐ'  ας  ά'^άΧΧων- 
ται  εμττροσθεν  του  Θεού'  ναι,  ας  τερττωνται  με 
-χα  ρ  αν  με^άΧην. 

4  Ψάλλετε  649  τον  Θεό  ν  ψαΧμωΒεΐτε  εις  το 
ονομά  του'  ετοιμάσετε  τους  Βρόμους  εις  εκείνον 
όστις  εΐΓίβαίνει  εις  τους  ουρανούς,  {Κύριος  είναι  το 
ονομά  του')  καϊ  γαρητε  εμττροσθεν  του. 

δ  ΥΙατηρ  των  ορφανών,  και  κριτής  των  γτ^ρών 
είναι  ό  Θε09  εΐ9  τό  άηιόν  του  κατ  ο  ι  κήτη  ρ  ιον. 

Ο  Ό  Θε09  κατοικίζει  εις  οίκο'^ενειαν  τους  μεμο- 
νωμένους'  εκβάΧΧει  τους  Βεσμίους  εις  άφθονιαν 
οι  δε  άτΓοστάταί  κατοικούν  εις  ηήν  άνυΒρον. 

41δ 


Μηνός  ημ€ρα  ιγ' .  ίΆΛΜΟΙ. 

7  Θβέ,  δτ€  €κβήκ6ς  εμττροσθβν  του  \αοΰ  σου,  δτε 
βΤΓβρίττατοΰσες  δίά  τη<;  έρημου  • 

8  'Η.  7^  εσβίσθη,  καΐ  αυτοί  οΐ  ουρανοί  έσταζαν, 
άτΓο  την  τταρουσίαν  του  Θεοΰ'  το  Σινά  αυτό 
εσείσθη  άττο  την  τταρουσίαν  του  Θεοί,  του  θεοΰ 
του  ΊσραήΧ. 

9  Θεβ,  εττεμψες  βρο'χην  άφθονον  εΙς  την  κΚη- 
ρονομίαν  σου,  καΐ  εί<ί  την  άΒυναμίαν  της  συ  άνε- 
ζωοτΓοίησες  αυτήν. 

10  Ή  συνα'γω'γή  σου  εκατοίκησεν  εΙ<;  αυτήν 
Θεέ,  έκαμες  ετοιμασίαν  εΙς  τον  τττωχόν  Βίά  την 
ά<γαθ6τητά  σου, 

11  Ό  Κύριος  ε8ωκε  λόγο  ν  •  οΐ  άνα'γ'γέΧλ,οντες 
ά'γαθάς  ά'γ'γβΧίας  ήσαν  στράτευμα  μεηα. 

12  ^ασιΚ,εΙς  στρατευμάτων  φεύ^οντες  έφυγαν, 
καΐ  αϊ  Βιατρίβουσαί  εις  την  οίκίαν  εμοίραζαν  τα 
Χάφυρα. 

13  Και.  άν  εκοίτεσθε  μεταξύ  εις  εστίαν,  μ  οΚον 
τοΰτο  Γ&ελετε  είσθαι  ώς  τττερυ^^ες  περιστεράς  ττε- 
ριηρηυρωμενης,  καΐ  της  οττοίας  τά  πτερά  είναι, 
ττερι^ιρυσωμενα  άττο  κίτρινον  'χρυσίον. 

14  "Οτε  6  ΥΙαντοΒύναμος  εσκόρττίζε  βασιλείς  εις 
αυτήν,  ε'γινε  λευκή  ώς  ή  χιών  εις  Σελμών. 

15  Το  ορός  του  θεοΰ  είναι  ώς  το  ορός  της  Βασάν 
ορός  ύψηΧον,  ώς  το  ορός  της  Βασάν. 

16  Αιά  τι  ζηλεύετε,  ορη  υψηλά;  τοΰτο  είναι  το 
ορός,  εις  το  οποίον  εύΒόκησεν  6  θεός  να  κατοική' 
ό  Κύριος,  ναι,  εις  αύτο  ^ελει  κατοικεί  εις  τον 
αιώνα. 

17  Το  ίππίκον  τοΰ  θεοΰ  είναι  Βύο  μυριάΒες, 
χιλιάΒες  χιλιάΒων  6  Κύριος  είναι  μεταξύ  των,  ώς 
εις  το  Σινά,  εις  τον  ά<γιον  τόπον. 

18  \νεβης  εις  ΰψος'  ήχμαλώτευσες  αιχμαλω- 
σίαν  έλαβες  χαρίσματα  Βιά  τους  ανθρώπους, 
ακόμη  και  Βιά  τους  άπειθεΐς,  Βιά  νά  κατοικής 
μεταξύ  των,  Κύριε  θεέ. 

19  Εύλο^ητός  6  Κύριος,  ό  όποιος  καθ'  ήμεραν 
μας  επιφορτόνει  ά<γαθά'  ό  θεός  της  σωτηρίας  μας. 

416 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  ί^'. 

20  Ό  0609  μα^  βίναί  Θβος  σωτηρίας•  και  8ιά 
Κυρίου  του  ΘεοΟ  <γίν€ταί  Χύτρωσις  άττο  τον  3^ά- 
νατον. 

21  Ό  Θ€0?  6^  ατταντος  ^€λ€ί  συντρίψβί  την 
κβφαΧην  των  έγθρούν  του,  καΐ  την  τρί'χ^ωμένην 
κορυφην  ίκβίνου,  6  όττοΐος  7Γ€ρΐ7Γατ€Ϊ  άδιακ07Γω<{ 
βίς  τάς  αμαρτίας  του. 

22  Ό  Κύριος  είττβ.  Θέλω  φβρβι  οττίσω  ττάΧιν 
άτΓο  Βασάν,  ^ελω  φέρει  οττίσω  τταλιν  τον  \αόν  μου 
άττο  τα  βάθη  της  ^αΧάσσης' 

23  ΔίίΙ  να  κοκκινίση  6  -πους  σου  βίς  το  αίμα 
των  εγθρών  σου,  καΐ  ή  ηΧώσσα  των  σκυΚων  σου 
ατΓο  αύτο. 

24  "Έθβωρήθησαν  τά  βηματά  σου,  Θεέ•  τα  βή- 
ματα του  &€ού  μου,  του  βασιλέως  μου,  βίς  το 
ά'^ιαστήριον. 

25  ΈττροτΓορβύοντο  οΐ  ψάΧται,  ήκοΧουθουσαν 
οττίσω  οι  τταίζοντβς  ορφανά"  εις  δε  το  μέσον  ήσαν 
κόραι  κρούουσαι  τύμττανα. 

26  Εύλθ7ειτε  τον  Θεόν  εΐ9  τα9  συνάξεις•  εύΧο- 
'γεΐτε  τον  Κύριον,  όσοι   είσθε  άττο  την  ττη^ήν  του 

ΙσραήΧ. 

27  Έκεΐ  ήτον  6  μικρός  Βενιαμίν,  και  6  άργτ^ηός 
των  οι  άρχοντες  του  'ΐουδα,  και  6  Χαός  των  οι 
άρ'χοντες  του  ΖαβουΧών,  καΐ  οι  άρχοντες  του 
ΝεφθαΧί. 

28  Αιέταξεν  ό  θεός  σου  την  Βύναμίν  σου•  στε- 
ρέωσε. Θεέ,  τούτο,  το  όττοΐον  ενήρ'^ησες  εις  ημάς. 

29  Δία  τον  ναόν  σου  τον  εις  'ΙερουσαΧήμ,  βασι- 
Χεΐς  θέλουν  ττροσφέρει  εις  σε  Βώρα. 

30  ^Έιττιτίμησε  το  τά'^μα  των  Χο<γ•χ^οφόρων,  το 
ττΧήθος  των  ταύρων,  και  τά  μοσ'χ^άρια  των  Χαών, 
εωσοΰ  έκαστος  νά  ττροσφέρη  ύττοτα'γήν  με  ττΧάκας 
αργυρίου•  Βιασκόρττισε  τους  Χαούς,  οι  όττοίοι  άγα- 
ττούν  τους  ττοΧεμους. 

31  θέΧουν  εΧθεΐ  μεγιστάνες  άττο  την  Αϊ'γυτττον 
ή  Αιθιοττία  ο^Χή^ορα  3έΧει  άττΧώσει  τάς  γ^ειράς 
της  εις  τον  Θεόν. 

τ3 


Μηΐ'Ο!  ημίρα  ι•/.  ΫΑΛΜΟΙ. 

32  Σ669  αϊ  βασίλ€Ϊαί  της  ηης,  ψά\\€Τ€  εις  τον 
Θβόι/,  ψαλμωΒήσβτβ  βίς  τον  Κύριον 

33  Ει?  €Κ€Ϊνον  6  υτΓοΐος  βττίβαίνβι  έττάνω  βίς  τού<ζ 
ουρανούς  των  βκτταΧαί  ουρανών  ΙΒον,  εκττέμττβί 
την  φ€ονήν  τον,  φωνην  κραταιάν. 

34  ΆτΓοδόσετε  το  κράτος  ζΐς  τον  Θβόν  ή  μβ^α- 
ΧοττρέτΓβίά  του  ζΐναι  έττάνω  εις  τον  ^ΙσραηΚ,  καΐ  ή 
Βύναμίς  του  €ίς  τους  ουρανούς. 

35  Φοββρος  βϊσαι,  Θεέ,  αττό  τους  τόττους  της 
άιγίότητός  σου'  6  Θεο9  τοΰ^ΙσραηΧ  βίναι,  βκβΐνος,  6 
ότΓοΐος  διδεί.  άνΒρίαν  καΐ  Ζύναμιν  ^Ις  τον  \αόν  του. 
ΈιύΧο'^ητος  6  θβός. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ξ^'. 

^ίΙΣΕ'   μ€,  Θεε•   8ίότί  βμβήκαν  τα  ΰΒατα  εως  βίς 
την  ψυχ^ήν  μου. 

2  ^Εβυθίσθην  εις•  βαθύν  ττηΧον,  οττου  δεν  €ΐναι 
τάητος  στβρβος  Βιά  να  σταθώ•  'έφθασα  βίς  τα  βάθη 
τών  υδάτων,  καΐ  τα  ρεύματα  μ€  καταποντίζουν. 

3  ^Ητόνησα  φωνάζων  6  Χάρυ^ξ  μου  βξηράνθη' 
άττέκαμαν  οι  οφθαλμοί  μου  να  ττβρι,μένω  τον 
Θεόν  μου. 

4  Οι  μισοΰντές  μβ  χωρίς  αΐτίαν  είναι  ττερίσσό- 
τεροί  τταρά  αΐ  τρίχες  της  κεφάΧης  μου'  οι 
ττασχίζοντες  να  με  άφανίσωσιν,  οντες  εχθροί  μου 
άΒίκως,  έγιναν  Βυνατοί'  τότε  εγώ  εττέστρεψα 
εκείνο,  το  όττοΐον  δεν  ηρττασα. 

5  Θεε,  συ  ιγνωρίζεις  την  άφροσύνην  μον  καΐ  αϊ 
αμαρτίαι  μου  δεν  είναι  κεκρυμμεναι  άττό  σε. 

6  Ά?  μην  αίσχυνθώσιν  εξ  αίτιας  μον,  Κύριε  Θεέ 
τών  δυνάμεων,  εκείνοι  οι  όττοΐοι  σε  προσμένουν 
ας  μην  εντραττώσι  δι'  εμε  εκείνοι  οι  όττοΐοι  σε 
ζητούν,  Θεέ  του  ^ΙσραήΧ. 

7  Αιότι  8ιά  σε  υπέφερα  όνειΒισμόν  αισχύνη 
έσκέπασε  το  πρόσωπον  μου. 

418 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  ιγ'. 

8  Ζ€νος  €^ίνα  σιμά  €ΐς  τους  ά8€\φούς  μου,  και 
άλλογεν?)9  σιμά  βίς  τους  νιους  τή<;  μητρός  μου' 

9  Αιότί  ό  ζίϊΧος  του  οϊκου  σου  μ€  κατβφα'^ζ•  καΐ 
οΐ  ονεώισμοί  €Κβίνων,  οι  όττοΐοί  σε  ονβιΒίξουν, 
€7Γ€σαν  εττάνω  βΐ9  εμβ. 

10  Και  €κ\ανσα,  ταΧαιττωρών  μβ  νηστβίαν  την 
ψυχ^7]ν  μου'  ά\\ά  τοΰτο  ε'γινβν  βίς  6ν€ΐ8ός  μου. 

1 1  "ΕβαΧα  ακόμη  σάκκον  δίά  βνΒυμά  μου,  και 
^'^ινα  ζίς  αυτούς  τταροιμία. 

12  ^Εναντίον  μου  όμιΧοΰν  οι  καθήμενοι  €ΐς  τάς 
ττυΚας,  και  β'γινα  το  τρα-γώΒιον  των  μεθυόντων. 

13  Άλλ'  δσον  δι  €μβ,  ή  ττροσβυχ^ή  μου  βιναι  ττρος 
σε,  Κύριβ'  είναι  καΐ  εύμβνείας  καιρός"  Θεέ,  Βιά  το 
ττΧήθος  του  εΧέους  σου  εττάκουσέ  μου,  κατά  την 
άΧήθειαν  της  σωτηρίας  σου. 

14  "ΕκβαΧέ  μβ  άττό  τον  ττηΧόν,  Βιά  νά  μη  βυ- 
θισθώ" άς  βΧευθερωθώ  άττό  τους  μισοΰντάς  μ€, 
και  άττό  τά  βάθη  των  ύΒάτων. 

1 5  Ά^  μη  μ€  κατακΧύση  το  ρεύμα  των  ύΒάτων, 
μηΒε  νά  με  καταττίη  ό  βυθός•  και  το  φρέαρ  ας  μη 
κΧείση  το  στόμα  του  εττάνω  εις  εμε. 

16  "Ακουσε  μου.  Κύριε,  Βιότι  αγαθόν  είναι  το 
€λεό<?  σου"  κατά  το  ττΧήθος  των  οίκτιρμών  σου, 
εττίβΧεψε  ττρός  εμε. 

17  Και  μη  κρύτττ-ρς  το  ιτρόσωττόν  σου  άττό  τον 
ΒουΧόν  σου  •  εττειΒη  3\ίβομαι,.  ό'γΧή'γορα  εττά- 
κουσε  μου. 

18  Πλ7;σιασε  εις  την  ψυχ^ίν  μου'  Χύτρωσε 
αυτήν"  Βιά  τους  ε'χθρούς  μου  εΧευθερωσε  με. 

19  Σι/  "γνωρίζεις  τον  όνειΒισμόν  μου,  και  την  άτι- 
μίαν  μου,  και  την  καταισ'χύνην  μου"  εμττροσθέν 
σου  είναι  οΧοι  οι  άντιΒικοί  μου. 

20  ^ΟνειΒισμός  Βιεσττάραξε  την  καρΒίαν  μου,  και 
είμαι  οΧος  Χύττη"  εττρόσμεινα  Βε  νά  με  συΧΧυ- 
ττηθη  κάνεις,  άΧΧά  κάνεις  δεν  εστάθη"  και  τταρη- 
'γορητάς,  άΧΧά  δεν  εύρηκα. 

21  Μ'  εΒωκαν  μάΧιστα  και  χοΧην  Βιά  φα'^ητον 
μου,  κα\  εις  την  Βίψαν  μου  με  εττότισαν  οξος. 

419 


Μηνός  ημίρα  ιγ' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

22  "Ας  'γίντ]  ή  τράττβζά  των  εμττροσθβν  των  εΙς 
'κα'^ί^α,  και  βίς  άνταττό^οσιν,  καΐ  βί^  /3ρόχον. 

23  'Άϋ  σκοτίσθώσιν  οι  οφθαλμοί  των  8ιά  να  μη 
βΧέττωσί'  καΐ  την  ρά-χτιν  των  τταντοτβινα  κύρ- 
τωσε. 

24  Χύσε  έττάνω  των  την  ορηήν  σον  καΐ  6  Β^νμος 
τή<;  ά'^ανακτησβώ'ζ  σον  ας  σνΧλαβη  αυτούς. 

2δ  'Άϋ  ^ίνωσιν  βρημα  τα  τταΧάτίά  των  και  €ΐς 
τάς  σκηνάς  των  ας  μην  ηναι  κανείς  όστις  νά  κατ- 
οίκηση. 

26  Αιότι  εκείνον,  τον  όττοΐον  συ  εκτύττησες, 
αύτοι  κατετρεξαν  καΐ  δμιλοΰν  ττερί  του  πόνου 
εκείνων,  τους  όττοίονς  συ  έττΧή'^ωσες. 

27  ΥΙρόσθετε  άνομίαν  εττάνω  εΙς  την  άνομίαν  των, 
καΐ  ας  μην  εμβωσιν  εις  την  Βικαιοσύνην  σου. 

28  'Άϋ  εξαΧειφθώσιν  άττο  το  βιβΧίον  των  ζών- 
των, και  με  τους  Βικαίους  ας  μη  καταΎραφθώσιν. 

29  Έ/Α€  δε,  όστις  είμαι  τΐτωγος  και  Χυττημένος, 
1]  σωτηρία  σου,  θεε,  ας  με  ύψωση. 

30  Θέλω  επαινέσει  το  όνομα  του  &εοΰ  με  ω8ην, 
καΐ  Γ^ελω  τον  με^αΧύνει  με  ετταινον 

31  Ύούτο  βέβαια  ^ελεί.  αρέσει  εΙς  τον  Κύριον, 
καΧητερα  τταρά  μοσγάριον  νέον,  ε'χον  κέρατα  καΐ 
ονύγ^ια. 

32  Οί  ταττεινοι  3^έΧουν  ιΒεΐ'  3^έΧουν  εύφρανθη• 
και  ή  καρΒία  σας,  σεις  οι  οττοΐυι  ζητείτε  τον  Θεον, 
^έΧει  ζήσει. 

33  Αιότι  εισακούει  τους  ττένητας  6  Κύριος,  και 
τους  Βεσμίους  του  Βέν  καταφρονεί. 

34  *Α9  τον  ετταινέσωσιν  οί  ουρανοί  καΐ  ή  γ],  αϊ 
β^άΧασσαι  και  Οσα  κινούνται  εις  αύτάς. 

35  Διότι  6  &ε6ς  ^έΧει  σώσει  την  Σιών,  και 
^ελε^  οΙκοΒομήσει  τας  ττόΧεις  του  'Τοιίδα*  καΙ 
^έΧουν  κατοικήσει  εκεί,  και  ^έΧονν  την  κΧηρονο- 
μήσει. 

36  Και  το  σττέρμα  των  ΒούΧων  του  ^έΧει  την 
κΧηρονομήσει,  και  Οσοι  ά'^αττούν  το  ονομά  του 
^έΧουν  κατοικεί  $1ς  αυτήν. 

420 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μτ^ΐ'όί  ημΐρα  »δ^. 

Φαλμος  ο. 

^ΕΕ,  ττρόφθασβ  να  μβ  ζΚβυθβρώσυς'  πρόφθασα, 
Κύρί€,  να  μ€  βοηθήστ/ς. 

2  Άς  αίσ'χυνθωσι,  και  ας  βντραττώσι,ν,  όσοι  ζη- 
τούν την  ψνχήν  μου•  ας  στραφωσιν  €ΐς  τα  οττίσω, 
και  ας  καταισ'χυνΘώσιν,  όσοι  εττιθυμοΰν  το  κακόν 
μου. 

3  Άς  στραφωσιν  οττίσω  ττρος  άνταμοιβην  της 
αίσγ^ύνης  των,  όσοι  \€<γουν,  Έ.ΰ<γ€,  βδγε/ 

4  Άς  γ^αρωσι,  καΐ  ας  βύφρανθώσιν  βίς  σε,  ολ,οί 
όσοι  σε  ζητούν  καΐ  όσοι  α'^αττονν  την  σωτηρίαν 
σου,  ας  λεγωσί  Βιατταντός,  'Άς  μβ'γαΧύνβται  δ 
Κύριος. 

δ  Ε7ώ  δε  είμαι  πτωγος  και  ττενης•  Θεέ,  τάγ^υνε 
να  εΚθης  εις  έμε•  συ  είσαι  βοήθεια  μου,  καΐ  ελευ- 
θερωτής μου•   Κύριε,  μή  βραΒύνης. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

,Φαλμος  οα. 

ΤΓΙ2    σέ,     Κύριε,    ηΧττισα•     ας    μή    καταισ'χννθω 
ΤΓΟτέ. 

2  Αιά  τήν  Βικαιοσύνην  σου  \ύτρωσέ  με,  καΐ 
ελευθέρωσε  με•  κλίνε  ττρός  εμε  το  ώτίον  σου,  και 
σώσε  με. 

3  ΓενοΟ  εΐ9  εμε  στέρεα  κατοικία,  όττου  να  κατα- 
φεύγω ττάντοτε•  συ  Βιεταξες  να  με  σώσης,  Βιότι 
■πέτρα  μου  και  φρουρών  μου  συ  είσαι. 

4  Θεε  μου,  λύτρωσε  με  άττό  γ^ειρας  άσεβους, 
άττό  γ^είρας  τταρανόμου  και  άΒίκου. 

5  Αιότι  συ  είσαι  ή  εΧττίς  μου,  Κύριε  θεέ•  συ 
είσαι  το  θάρρος  μου  εκ  νεότ?;τ09  μου. 

6  Εις  σέ  εττεστηρίχθην  άττό  τήν  κοιλίαν  συ  είσαι 
σκέττη  μου  άττό  τα  σττλάηγνα  της  μητρός  μον 
ττερί  σου  ^ελει  εισθαι  ττάντοτε  6  ετταινός  μου. 

421 


Μηΐ'Οί  ημέρα  ίδ*.  ΨΑΛΜΟΙ. 

7  'ί2?  τ£ρα<ί  κατβστάθην  βίς  τους  ττοΧΧούς'  αλλά 
συ  ζΐσαί  το  8υνατ6ν  καταφυγών  μου. 

8  Άς  Ύ^μίστ]  το  στόμα  μου  άττο  τον  βτταινόν  σου, 
και  αττο  την  8όξαν  σου,  οΧην  την  ήμεραν. 

9  Μη  μ€  άτΓορ ρίψης  €ίς  καιρόν  ηηρατβίου'  όταν 
μβ  άφίνη  η  Βύναμίς  μου,  μη  μ€  ζ'^καταΧίττης. 

10  Δίότί.  οί  εγθροί  μου  \α\οΰν  εναντίον  μου' 
και  όσοι  τταραφυΧάττουν  την  ψυ'χ^ν  μου,  συμ- 
βουΧβύονται  όμοΰ, 

11  Λέγοντες,  Ό  Θεός  τον  ε<^κατε\ηΓ€'  καταδιώ- 
ξετε καΐ  ΤΓΐάσετε  αυτόν,  Βιότι  δεν  είναι  κάνεις  νά 
τον  Χυτρώση. 

12  Θεέ,  μη  μακρννθτ}ς  άττο  εμε'  θεέ  μου,  τάγυνε 
εις  βοηθειάν  μου. 

13  Άς  καταισ'χυνθώσιν,  ας  εζαΧειφθώσιν  οί 
εγ^θροι  της  ψυ'χτις  μου'  ας  σκεττασθώσιν  άττο 
ονειΒος  και  άτιμίαν,  όσοι  ζητούν  το  κακόν  μου. 

14  Έγώ  δε  ττάντοτε  3^έΧω  έΧττίζει  εις  σε,  και 
^ελω  ττροσθετει  ετταίνους  εις  οΧους  τους  επαίνους 
σου. 

15  Το  στόμα  μου  ^έΧει  κηρύττει  την  Βικαιο- 
σύνην  σου  καΐ  την  σωτηρίαν  σου  οΧην  την  ήμεραν 
Βιότι  δεν  εμτΓορώ  νά  τάς  άτταριθμήσω. 

16  Θέλω  ττεριττατεΐ  με  την  Βύναμιν  Κυρίου  του 
ΘεοΟ'  ^έΧω  ενθυμίζει  την  Βικαιοσύνην  σου,  σου 
μόνου. 

17  Θεέ,  συ  με  εΒίΒαξες  άττο  την  νεότητα  μου' 
καΐ  εως  τώρα  εκήρυττα  τά  Β^αυμάσιά  σου. 

18  Μ?;  με  ε'^καταΧίττης  ουΒε  εως  εις  το  Ύηρας 
καΐ  τάς  Χευκάς  τρίχας,  Θεέ,  εωσοΰ  νά  κηρύξω  τον 
βραγ^ίονά  σου  εις  ταύτην  την  ^ενεάν,  την  Βύναμίν 
σου  εις  οΧους  τους  μεταγενεστέρους. 

19  Αιότι  ή  Βικαιοσύνη  σου,  Θεέ,  είναι  ύττερυψω- 
μένη'  όσα  έκαμες  είναι  εξαίσια'  Θεέ,  τις  'όμοιός 
σου, 

20  "Οστις  εΒειξες  εις  εμε  $\ίψεις  ττοΧΤ^ς  καΐ 
ταΧαιττωρίας,  και  ττάΧιν  με  άνεζωοττοίησες,  και 
άττο  τάς  αβύσσους  της  ^γης  ττάΧιν  με  ανέβασες ; 

422 


ΦΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  ίδ'. 

21  Ηΰζησζς  το  μ^^αΧύόν  μου,  καΐ  έτηστρύψας 
μ€  τταρη^όρησβς. 

*22  'Εγώ  ΧοίΤΓον,  Θβε  μου,  μ€  το  ορ'^ανον  του 
ψαλτηρίου  3^έ\ω  ετταινβί  σε,  καϊ  την  αληθβίάν  σου• 
€ίς  σβ  Βέ\ω  Λΐτα\μωΒ€Ϊ  με  την  κιθάραν,  "Α^ιβ  του 
Ίσρα^;λ. 

23  θέΧουν  ά^άΧλβσθαι  τά  χειλτ;  μου,  όταν  €^9 
σε  ΛίταΧμφΒώ'  καϊ  ή  ψυχί]  μου,  την  υττοίαν  εΧύ- 
τρωσες. 

24  "Ετι  δε  καϊ  η  ηΚωσσά  μου  οΧην  την  ημέραν 
^ελεί  μ€\€τα  την  Βικαιοσύνην  σου  •  δίότί  εντρά- 
Ίτησαν,  Βίότι  κατή σ'χΰνθη σαν  οι  ζητοΰντεις  το  κα- 
κόν μου. 

ΨΑΛΜ02  οβ'. 

^ΕΕ,  δόσε  τάς  κρίσεις  σου  εΙς  τον  βασιλέα,  καϊ 

την   δικαιοσύνην  σου  εις   τον  υΐόν  του  βασι- 
λέως. 

2  Κύτος  ^ελει  κρίνει  τον  λαόν  σου  με  Βικαιο- 
σύνην,  καϊ  τους  τττωχ^ούς  σου  με  κρίσιν. 

3  Τα  ορη  ,^ελουν  φέρει  είρήνην  εις  τον  λαον,  καν 
οΐ  λόφοι  Βικαιοσύνην. 

4  Θέλει  κρίνει  τους  Ίττω'χούς  του  λαού'  ^ελει 
σώσει  τους  υιούς  των  ττενήτων,  κα\  συντρίψει  τον 
καταΒυναστεύοντα. 

5  θέλουν  σε  φοβεΐσθαι  ενόσω  Βιαμένει  ό  ήλιος 
και  ή  σελήνη,  εις  γενεάς  '^ενεών. 

6  Θελεί.  καταβή  ώς  η  βροχτ)  εττάνω  εις  το  θ-ε- 
ρισμένον  λειβάΒιον  ως  ρανίΒες,  αϊ  όττοΐαι  σταλά- 
ζουν εττάνω  εις  την  <^ήν. 

7  Ε49  τάς  ημέρας  του  Β^ελει  ανθεί  6  Βίκαιος'  και 
αφθονία  ειρήνης  3^έλει  εϊσθαι  εωσοΰ  ΰττάρ-χει  η 
σελήνη. 

8  Και  ^ε'λεί  κατακυριεύει  άττό  θαλάσσης  εως 
θαλάσσης,  καϊ  άττό  του  ττοταμου  €ως  εΙ<!  τά  πέ- 
ρατα της  '^ής. 

9  "Εμττροσθέν  του  Βάλουν  ΤΓροσττέσεί  όσοι  κατ- 
οικούν εις  τάς  έρημους,  και  οι  εγθροί  του  θέλουν 
Ύλείψει  το  χώ/ια. 

423 


Μτ^νοί  ήμίρα  ιδ'.  ΠΑΛΜΟΙ. 

10  Οΐ  βασιΧεΐ'ζ  τή<;  ΘαρσβΙζ  καΐ  των  νήσων 
-θέλουν  ττροσφβρβί  προσφορά^;"  οι  βασιΧεΐς  τή<; 
Αραβίας  καϊ  τί}9  Σαβά  3^έ\ουν  ττροσφβρβί  Βώρα. 

11  Και  3^€\ουν  τον  ττροσκννήσβι  6\θί  οι  βασι- 
λ6ΐ9*  δλα  τα  έθνη  ^ίΧουν  τον  ΒονΧεύσει. 

12  Αιότι  -δ^ελβι  εΧβυθβρώσβί  τον  τττωχόν  όταν 
φωνάζτ}"  καϊ  τον  ττένητα,  καΐ  τον  άβθ7]θητον. 

13  Θέλει  βΧεήσβί  τον  τττω'χον  καϊ  τον  τΓβνητα' 
καϊ  τάς  '\^νχα<ί  των  ττενητων  ^έλει  σώσει. 

14  ΆτΓο  δόλον  καΐ  άττο  άΒικίαν  ^έλει  Χντρόνβί 
τάς  ψνχ^άς  των  καϊ  ττόΧντίμον  ^έλει  είσθαι  το 
αΙμά  των  εις  τους  οφθαΧμούς  τον. 

15  Και  ^έλει  ζτ},  καϊ  -^έλει  8οθή  εις  αυτόν  αϊτό 
το  'χ^ρνσίον  της  Αραβίας '  καϊ  ^έλει  ηίνεσθαι,  ττάν- 
τοτε  ττροσευχ^η  ττερί  αυτού•  οΧην  την  ήμέραν  ^6- 
\ουν  τον  ευλογεί. 

16  αφθονία  σίτου  .^ελει  είσθαι  εΙς  την  <^ην  εττάνω 
είς  τάς  κορυφάς  των  ορέων,  καϊ  6  καριτος  του  -^έλει 
σείεσθαί  καθώς  τά  ΒένΒρα  του  Αιβάνου'  καϊ  οι 
κάτοικοι  της  ττόΧεως  Β^έΧουν  ανθεί  ώς  6  'χόρτος  της 
Ύης. 

17  Το  ονομά  του  -^έλει  Βιαμένει  είς  τον  αίώνα' 
το  ονομά  του  Β^εΧει  Βιαρκεΐ  άττό  <γενεάς  είς  ^ενεάν, 
ενόσω  Βιαμένει  6  ήΧιος'  καϊ  οι  άνθρωποι  3^έΧονν 
είσθαι  εύΧο'^ημενοι  είς  αυτόν  οΧα  τά  έθνη  Β^εΧουν 
τον  μακαρίζει. 

18  ΕύΧο'γητός  Κύριος  6  Θευς,  6  Θεός  τοΰ^ΙσραήΧ, 
ό  ότΓοΐος  μόνος  κάμνει  Β^αυμασια' 

19  Και  ευΧο<^ημένον  ας  ηναί  τό  ενΒοξον  ονομά 
του  είς  τον  αίώνα'  καϊ  ας  ττΧηρωθη  άττό  την  8όξαν 
του  όΧη  ή  γτ}•     ^Ζ^^^'»  '^^'-  αμήν. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ογ'. 
Λ  ΓΑΘΟΣ  τωόντι  είναι  6  Θεός  είς  τόν^ΙσραήΧ,  είς 

τους  καθαρούς  την  καρΒίαν. 
2  Άλλ'  όσον  Βι   εμε,  οι  ττόΒες  μου  σχεδόν  ε'/ίλο- 
424 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μί^ί/ΟΓ  ημ€ρα  ιδ'. 

νίσθησαν     οΧί'γον    ελβί-ν^ε    να    <γ\ιστρήσωσί    τα 
βήματα  μου. 

3  Δίότλ  βζή\€υσα  τους  μωρούς,  βΧβττων  την  εύ- 
τνχ^ίαν  των  άσββών. 

4  Έττείδ^  δεν  βίναί  εις  αυτούς  καμμία  φροντίς 
τΓβρΙ  του  Β^ανάτου  των,  αλλ'  η  Βύναμίς  των  ζΐναο 
στερεά. 

5  Δεν  είναί  εΐ9  κόπους,  ως  οι  αΧλοί  ανθρωττοί' 
ούδε  μαστί'^όνονται  μβ  τους  Χοινούς  ανθρώπους. 

6  Δια  τούτο  τους  ττβρίκυκΧόν^ΰ  ή  ύττβρηφανία 
ώς  7Γ€ρι8βραιον'  ή  άΒίκία  τους  σκβττάζβί  ώς  έ'ν- 
Βυμα. 

7  Οΐ  οφθαΧμοί  των  (ξε-χ^ουν  άττό  το  ττά-χος'  ε^ε- 
ττέρασαν  τάς  επιθυμίας  της  καρ8ίας  των. 

8  ^Εμπαίζουν,  καΐ  ΧαΧούν  πονηρώς  περί  καταΒυ- 
ναστβίας•  ΧαΧουν  υπερηφάνως. 

9  Βάλλουν  €ως  εις  τους  ουρανούς  το  στόμα  των, 
καΐ  η  γλωσσά  των  Βιατρε^εί  την  ^ήν. 

10  Αίά  τούτο  Β^έΧει  στραφή  εδώ  6  Χαός  του'  καΐ 
ΰΒατα  ποτηριού  πΧήρους  εκθΧίβονται  Βι   αυτούς. 

11  ΚαΙ  Χέζουν,  ΥΙώς  τα  γνωρίζει  6  θεός;  καΐ 
εΙναί  τά•χα  ηνωσις  περί  τούτων  εις  τον  "Τψι,στον; 

12  'ΐΒού,  ούτοι  είναι  ασεβείς,  και  όμως  εύτυ-χούν 
Βιαπαντός'  αυξάνουν  τα  πΧυύτη  των. 

13  Έτγ'  άΧηθείας,  ματαίως  εκαθάρισα  την  καρ- 
Βίαν  μου,  και  ένιψα  εις  την  αθωότητα  τας  γ^εΐράς 
μου. 

14  Δίότί  εμαστί'^/ώθην  οΧην  την  ημεραν,  καϊ 
ετιμωρήθην  πάσαν  αύ^ήν. 

15  *Αν  εϊπω.  Θέλω  όμιΧεΐ  οΰτω'  ιΒού,  εξυβρίζω 
εις  την  '^/ενεάν  των  υιών  σου. 

16  Έττάσχίσα  μεν  να  καταΧάβω  τούτο,  πΧην 
αυτό  μ  εφάνη  ποΧύ  ΒύσκοΧον 

17  "Εως  ότου  εμβήκα  εις  το  ά^ιαστηριον  τού 
θεού,  και  ενόησα  τα  εσγατα  αυτών. 

18  Σι)  βέβαια  τους  έθεσες  εις  τόπους  ΎΧοστρώ- 
Βεις•   τους  ερριψες  εις  κρημνόν. 

19  Πώς     Βιαμιάς     κατήντησαν     €ΐς     ερήμωοΊν! 

425 


Μηνός  ήμερα  ώ' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

ηφανίσθησαν    καΐ   β•χάθησαν   άττο   αΙφνίΒίον  6\€- 
θρον. 

20  'ίΐί  6ν€ΐρον  άφον  βξνττνήστ]  τίς,  οΰτω,  Κύριβ, 
αφού  σηκωθ^<;,  ^€λ669  αφανίσει  την  εικόνα  των. 

21  Ούτω  Χοίττον  βκαίβτο  ή  καρΒία  μον,  καΐ  τα 
νεφρά  μου  ββασανίζοντο' 

22  ΚαΙ  εγώ  ήμουν  ανόητος,  καΐ  δεν  εγνώρίξα*  ώς 
κτήνος  ήμουν  βμττροσθβν  σου. 

23  Έγώ  όμως  βΐμαι  ττάντοτβ  μβτα  σοΰ'  συ  με 
βττίασες  άττο  την  δεξίάν  μου  γ^βΐρα. 

24  Με  την  συμβουλήν  σου  Β^εΧβίς  μβ  οΒη^ήσει, 
καΐ  μετά  ταΰτα  ^εΧείς  με  ύττοΒεγθή  εις  Βόξαν. 

25  ΐΐοΐον  άΧλον  έ'χω  εις  τον  ούρανόν ;  και  εττάνω 
€ΐς  την  ^ήν  Βεν  Β^ελω  άΧλον,  τταρά  σε. 

26  ^ΐΐτόνησεν  ή  καρΒία  μου  καΐ  η  σαρξ  μου• 
αλλ'  6  Θεός  είναι  ή  Βύναμις  της  καρΒίας  μου,  καΐ 
το  μερίΒιόν  μου  εις  τον  αιώνα. 

27  Αιότι,  ιΒού,  όσοι  άττομακρύνονται  άττο  σε, 
^έΧουν  γαθή'  συ  εξωΧόθρευσες  οΧους  εκείνους, 
οι  οτΓΟίοι  πορνεύουν  εκκΧινοντες  αττο  σε. 

28  Άλλα  δί'  εμε,  το  νά  ττλησιάζω  εις  τον  Θεον 
είναι  το  άηαθόν  μου•  έθεσα  την  εΧττίΒα  μου  εις 
σε  Κύριον  τον  θεον,  Βιά  νά  κηρύττω  οΧα  σου  τά 
ερηα. 

Φαλμος  οΒ'. 

ΑΙΑ  τι,  Θεέ,  μας  άττερριψες  Βιατταντός ;  Βιά  τι 
καττνίζει  ή  ορηή  σου  εναντίον  των  προβάτων 
της  βοσκής  σου ; 

2  ^Ενθυμήσου  την  συναηωηήν  σου,  την  οποίαν 
απέκτησες  εξ  άρ-χτ^ς•  την  ράβΒον  τής  κΧηρονο- 
μίας  σου,  την  οποίαν  ελύτρωσες•  το  οράς  τούτο 
Σιων,  εις  το  οποίον  έκατοίκησες. 

3  Ύάγυνε  τά  βήματα  σου  προς  τάς  παντοτεινας 
ερημώσεις,  προς  οΧον  εκείνο  το  οποίον  Βυσσεβώς 
€καμεν  6  ε'χβρος  εΙς  το  άηιαστήριον. 

4  Οί  εγβροί  σου  βρυγωνται  εις  το  μέσον  τής 
εορτής  σου  •  εβαΧαν  τάς  σημαίας  των  εις  σημεία. 

426 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ήμίρα  ιδ'. 

5  "Εγίνε  >γνωστόν'  καθώς  Ιάν  τις  ΐσήκονε  ττέλε- 
κυν  βττάνω  βίς  ττυκνά  ΒένΒρα, 

6  Οί/τω  τώρα  αντοϊ  έσνντριψαν,  μ€  ττελεκεί^ 
καΐ  σφυριά,  τα  ττβΧβκητά  βριγα  τον. 

7  Κατέκαυσαν  μβ  ττΰρ  το  άηιαστι')ριόν  σον  βως 
εις•  την  'γήν  ββζβήΧωσαν  το  κατοίκητήριον  τον 
ονόματος  σον. 

8  Είτταν  ε49  την  καρΒίαν  των,  *Α<;  τονς  έξοΧο- 
θρβνσωμεν  όμοΰ'  βκαυσαν  6\ας  τάς  σι>ναγωγά? 
τού  &€ον  649  την  'γήν. 

9  Ήμβΐς  δεν  βΧέττομβν  τα  σημβΐά  μας•  δεν  είναι 
ττλεον  -προφήτης,  ουδέ  κανύς  μ€ταξν  μας,  6  όττοΐος 
νά  'γνωρίση  το  €ως  ττότε. 

10  "Εω9  ττότε.  Θεέ,  ^ελει  ονεί.δί,'ζεί  6  ενάντιος; 
^ελεί  βΧασφημεΙ,ό  έ-χθρός  το  ονομά  σον  διατταν- 
τός; 

1 1  Δίά  τι  σύρεις  οηίσω  την  χ^ΐρά  σον,  καΐ  την 
Βεξιάν  σον;  εκβαΧε  αντήν  άττό  τον  κόΧττον  σον, 
και  αφάνισε. 

12  Ό  Θε09  βέβαια  είναι  εξ  αρχής  ^ασιΧενς  μου, 
εργαζόμενος  σωτηρίαν  εις  το  μέσον  τής  ^ής. 

13  Σύ  εχώρισες  με  την  Βύναμίν  σον  την  θάλασ- 
σαν σν  εσύντριψες  τάς  κεφαΧάς  των  Βρακοντων 
εις  τα  ύΒατα. 

14  Συ  εσνντριψες  τάς  κεφαΧάς  τον  Αεβιαθάν 
τον  εΒωκες  φα^ητον  εις  τον  Χαον  τής  ερήμον. 

15  Σύ  ήνοιξες  ττη'γάς  καΐ  χείμαρρους•  συ  εξή- 
ρανες  ττοταμονς  Βννατονς. 

16  ^ΐΒική  σον  είναι  ή  ήμερα,  και  ΙΒική  σον  η  νύξ' 
συ  ητοίμασες  το  φως  και  τον  ήΧιον. 

17  Σύ  έθεσες  οΧα  τά  όρια  τής  ^ής•  συ  έκαμες 
το  ^έρος  καΐ  τον  χειμώνα. 

18  Ένθυμοΰ  τούτο,  οτι  ό  εχθρός  ώνείΒισε  τον 
Κιίρίον  καΐ  Χαός  άφρων  εβΧασφήμησε  το  όνομα 
σου. 

19  Μ•^  τταραΒώσ-ης  εις  τά  ^ρία  την  ψνχήν  τής 
τρν^ρνος  σον  την  σνναξιν  των  τττωχών  σον  μή 
Χησμονήστ]ς  Βιατταντός. 

427 


Μηνός  ημίρα  ιε',  ΨΑΛΜΟΙ. 

20  ΈτΓίβΧβψβ  βίς  την  Βιαθηκην  σον  8ίότί  εγε- 
μίσαν  οΐ  σκοτβίνοί  τή<;  <γή<;  τόποι  άττο  οίκους 
κατα8νναστ€ία<;. 

21  Ά9  μη  στραφη  ό  ταΧαίττωρος  €69  τά  οττίσω 
κατησ'χυμμένος•  6  τττω'χ^ο^  καΐ  6  ιτένη'ί  άς  ετται- 
νώσι  το  ονομά  σου. 

22  Σήκω,  Θ倕  κρΐνβ  την  κρίσιν  σον  ένθυμήσου 
τον  ονβίΒισμον,  τον  όττοΐον  εΐ9  σε  κάμνβι  ο  άφρων 
6\ην  την  ήμέραν. 

23  Μ^  Χησμονήσης  την  φωνήν  των  β'χθρων  σον 
ο  3^ορνβος  €Κ€ίνων,  οι  οττοίοι  σηκόνονται  κατά 
σου,  αύξάνβί  Βιατταντός. . 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  οε'. 

^ΟΞΟΛΟΓΟΤΜΕΝ  σε,  Θεέ,  ΒοξοΧο^οΰμβν,  Βωτι 
ΊτΧησίον  ε69  ήμα'^  βίναι  το  ονομά  σου'  έκαστος 
Βίηηβΐται  τά  θαυμάσια  σου. 

2  "Οταν  \άβω  τον  διωρισμένον  καιρόν,  3^€\ω 
κρίνβι  μ€  ευθύτητα. 

3  Αΐ€\νθη  ή  γ-}  καΐ  οΧοι  οι  κάτοικοι  της'  ^^ώ 
€στ6ρ6ωσα  τους  στύΧους  της. 

4  Είττα  ττρος  τους  άφρονας,  Μη  φβρβσθβ  μβ 
άφροσύνην  και  βίς  τους  άσβββΐς.  Μην  ύψόνβτε 
την  κεφαΧήν 

5  Μή  σηκόνετβ  ύψηΧά  την  κβφαΧήν  σας'  μην 
όμιΧξΐτβ  με  τρά'χ7}Χον  σκΧηρόν. 

6  Δίότί.  οντε  άττο  την  άνατοΧήν,  οΰτε  άττο  την 
Βύσιν,  ούτε  άττο  την  ερημον,  εργεται  η  ϋψωσις• 

7  Άλλ'  ό  Θε09  είναι  ό  Κριτής"  τούτον  ταττεινόνει, 
και  εκείνον  ύψόνει. 

8  Αιότι  εις  την  χείρα  του  Κυρίου  είναι  ττοτηριον 
ττΧήρες  άττο  κέρασμα  οϊνου  άΒόΧου,  καΐ  εκ  τούτου 
Β^έΧει  γύσεΐ'  ττΧήν  την  τρυ<^ίαν  του  ^έΧουν  στραη- 
ηίσει  οΧοι  οι  ασεβείς  τής  ηης,  καΐ  Β^έΧουν  ττίει. 

428 


ΊΆΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  ΐί', 

9  Έγώ  ομως  ΒέΧω  κηρύττει  Βιατταντος,  Βέ\ω 
Λρ-αΧμωΒβΐ  εις  τον  Θβόν  τον  ^Ιακώβ. 

10  ΚαΙ  οΧην  την  Βύναμιν  των  ασεβών  Β^εΧω  συν- 
τρίψει" η  δε  Βύναμις  των  Βικαίων  -9ελει  με^α- 
Χυνθί], 

Ψαλμός  ος-'. 

Τ^ΝίΙΣΤΟΣ  είναι  εις  την  ^ΙουΒαίαν  6  Θεός•   είς  τον 
ΙσραηΧ,  με'γα  το  ονομά  του. 

2  Ή  δε  σκηνή  αύτοΰ  είναι  εΙς  ΣαΧημ,  καΐ  το 
κατ  ο  ι  κήτη  ρ  ιόν  του  εις  την  Σιών. 

3  Έ«εί  εσύντριψε  τά  βέΧη  του  τόζου,  την 
άσττίΒα,  και  την  ρομφαίαν,  και  τον  ττόΧεμον. 

4  Συ  Χάμττεις  ενδοξότερα  ύττερ  τά  ορη  των  άρ- 
ττακτήρων. 

5  0/  3^ρασυκάρ8ιοι  ειγυμνώθησαν  εκοιμηθησαν 
τον  ΰττνον  των  και  κανείς  των  ρωμαΧέων  άνΒρών 
δεν  εύρήκε  τάς  'χεΐράς  του, 

6  ΑτΓο  την  έτΓίτίμησίν  σου,  Θεε  τοΐ)  ^Ιακώβ, 
εττεσαν  εις  βαθύτατον  ΰττνον  και  ή  άμαξα  καΐ  6 

ΐτΓΤΓΟς. 

7  Σι)  είσαι  φοβερός,  σύ•  και  τις  δύναται  νά 
σταθτ]  έμπροσθεν  σου,  όταν  εξάτττεται  η  όρηη 
σου ; 

8  ΆτΓο  τους  ουρανούς  έκαμες  νά  άκουσθΐ]  κρίσις' 
ή  Ύη  εφοβήθη,  και  ησύγασεν, 

9  "Οτε  εσηκώθη  εις  κρίσιν  ό  θεός,  8ιά  νά  σώσ-η 
δΧους  τους  ττράους  της  '^ης. 

10  βέβαια  ό  Βυμός  του  άνθρώττου  θ^έλεί.  καταν- 
τήσει εις  ετταινόν  σου'  και  3^έΧεις  'χαΧινώσει  τό 
ύττόΧοιττον  του  Βυμού. 

1 1  Τάζετε,  και  άττοΒώσετε  εις  Κύριον  τόν  θεόν 
σας'  'όΧοι  εκείνοι,  οι  οττοΐοι  είναι  τριγύρω  τον,  ας 
φερωσι  οώρα  εις  τόν  φοβερόν 

12  "Οστί9  αφαιρεί  τό  ττνεΰμα  των  άργόντων,  και 
είναι  φοβερός  εις  τους  βασιΧεΐς  της  <^/ής. 


429 


Μήνυε  ημέρα  κ.  ΫΑΛΜΟΙ. 

Φαλμος  οζ. 

ΐγ/ΓΕ    την    φωνήν  μου    ζψώναξα    ιτρος   τον    θβον, 
μβ  την    φωνην  μου  ττρος    τον   θβον,   καΐ   αύ- 
τό?  μ   βΒωκβν  άκρόασιν. 

2  Εις  την  ημβραν  της  ^Χίψβώς  μου  βζήτησα  τον 
Κύρίον  ηττΧονα  την  νύκτα  τάς  'χ^βΐράς  μου,  καΐ 
Ββν  βτταυα'  η  '^υ-χτη  μου  δεν  ηθεΚβ  να  7Γαρη<γο- 
ρηθη. 

3  ^Ενθυμήθην  τον  Θβον,  καΐ  εταρά-χθην  βσυλ- 
\οηίσθην,  καΐ  ώλίγοτ/τζ^χί^σε  το  ττνβΰμά  μου. 

4  'Ε/ίράτ7;σε9  τού'ί  οφθαλμούς  μου  βίς  ά^ρυ- 
Ίτνίαν  βταρά-χθην,  καΐ  δεν  ημπορούσα  να  \α\ησω. 

5  Αί€\ο^ίσθην  τάς  άργαίας  ημέρας,  καΐ  τους 
'χρόνους  των  άργαΐων  καιρών. 

6  \νακ.α\ω  βίς  την  μνήμην  την  ω^ήν  μου•  την 
νύκτα  μβΧβτώ  μ€  την  καρΒίαν  μου,  καΐ  το  ττνβΰμά 
μου  Βίβρβυνα' 

7  Μ?;  ττως  6  Κύριος  3^βλ€ΐ  μβ  άττοβαλβι  αιωνίως, 
και  ττλβον  δεν  5ελεί  βίσθαι  βύμβνής ; 

8  'Ή  εξέΧΐΊΓβ  Βιά  πάντα  το  βΧβός  του;  ή  βτταυ- 
σεν  ό  λόγος  του  δι'  6\ας  τάς  γενεάς; 

9  Μη  ττως  βλησμόνησβ  νά  βΧβη  6  θβός ;  μη  πως 
βίς  την  6ργ']ν  του  -^ελει  κΧβίσβι  τά  σττλάγχνα  των 
οίκτιρμών  του; 

10  Τότε  βϊπα,  \Βυναμία  μου  βίναι  τοΰτο'  αΧΧοιο- 
νβται  ποτβ  ή  Βεξιά  του  'Ύψίστου; 

1 1  Θέλω  βνθυμβΐσθαι  τά  βρ^α  του  Κυρίου,  ναΙ, 
Β^έΧω  βνθυμβΐσθαι  τά  άρ'χαΐα  Β^αυμάσιά  σου. 

12  ΚαΙ  ,^ελω  μέΧβτα  βίς  όλα  τά  βρ^α  σου,  και 
πβρί  των  πράζβών  σου  3^έΧω  ομιΧβί. 

13  Θεε,  βίς  το  άηιαστήριον  είναι  ή  68ός  σου'  τις 
είναι  θεός  μέ<γας,  ώς  6  θεός; 

14  Σύ  είσαι  6  θεός  ό  οποίος  κάμνεις  Β^αυμάσια' 
συ  εφανέρωσες  μεταξύ  των  Χαών  την  Βύναμιν  σου. 

15  Σύ  εΧύτρωσες  με  τόν  βραγ^ίονά  σου  τόν  Χαον 
σου,  τους  υιούς  του  Λακώβ  καΐ  του  ^Ιωσήφ. 

430 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  ίί'. 

16  Τά  νΒατα  σε  Ϊ8αν,  Θεέ,  τά  ν8ατα  σε  ϊΒαν,  και 
ΐφοβήθησαν  ^ταρά-χθησαν  καΐ  αϊ  αβυσσοί. 

17  ΠΧημμύραν  νΒάτων  εγυσαν  αΐ  νεψέλαί' 
φωνην  έδωκαν  οι  ουρανοί"  καΐ  τά  βέΧη  σου  8ί€- 
Ίτεταξαν. 

18  Ή  φωνή  της  βροντής  σου  ήτον  εΙς  τον  ουρά- 
νίον  τρο-χόν  εΧαμψαν  αι  άστρατταϊ  εις  την  οίκου- 
μένην  εσαΧεύθη  καΐ  έντρομος  ε'γινεν  ή  ^ή. 

19  Δί-ά  της  ^αΧάσσης  είναι  6  δρόμος  σου,  καΐ  το 
ττερινάτημά  σου  εις  ύδατα  ττοΧΧα,  και  τά  ϊχνη 
σου  δεν  <^νωρίζονται. 

20  'ί2δί;γ7;σε?  ώς  ττρόβατα  τον  Χαόν  σον,  δίά 
•χειρός  Μωϋσή  και  \αρών. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦααΜΟΣ  οη. 

*^ΚΟΤΣΕ,    Χαε  μου,   τον  νόμον  μον    κΧίνετε  τα 
ωτια  σας  εΙς  τά  Χούγια  του  στόματος  μου. 

2  Θέλω  ανοίξει  με  τταραβοΧην  το  στόμα  μον 
3εΧω  ττροφερει  ττράγ/χατα  αξιομνημόνευτα,  τά 
ότΓοΐα  έγιναν  άττ'  αρχής" 

3  "Οσα  ήκούσαμεν  καΐ  ε^νωρίσαμεν,  και  οι  ιτα- 
τερες  μας  διη^ήθησαν  εις  ημάς. 

4  Δεν  3^έΧομεν  τά  κρύψει  άττο  τά  τέκνα  των  εις 
την  ερχομένην  <γενεάν,  διη<γούμενοι  τους  επαίνους 
του  Κυρίου,  και  την  δύναμίν  του,  και  τά  θαυμάσια 
του  τά  ότΓοΐα  έκαμε. 

5  Δλότί  έστησε  μαρτύρων  εΙς  τον  ^Ιακωβ,  και 
νομον  εθεσεν  εις  τον  ^ϊσραηΧ,  τά  όττοΐα  εττρόσταξε 
τους  ττατερας  μας,  νά  τά  κάμνωσι  <γνωστά  εις 
τους  υιούς  των 

6  Αιά  νά  τά  ηνωρίζη  ή  γενεά  ή  επερχόμενη,  οι 
νιοι  οι  ΟΎΓοΐοι  εμεΧΧαν  νά  '^εννηθωσί'  και  αύτοι, 
όταν  αναστηθώσι,  νά  τά  διη^γώνται  εις  τους  υιούς 
των 

7  Δίά    νά    βάΧΧωσιν   εις  τον  Θεόν    την  εΧττίδα 

431 


Μ7;ί'05  ημΐρα  κ  .  ΨΑΛΜΟΙ. 

των,    και    νά    μη   Χησμονώσί,  τά  €ρ'γα    του  Θεον, 
άλλα  νά  φυΧάττωσο  τάς  έντοΧάς  τον 

8  Και  νά  μη  '^ίνωσι,  καθώς  οι  ττατέρα  των, 
<γ€ν€ά  8ί€στραμμ€νη  καΐ  άττβιθης•  <γ€ν€ά,  ή  όττοία 
8βν  βφύΧαξεν  βύθεΐαν  την  καρΒίαν  της,  καΐ  Βεν 
βστάθη  ΊΓίστον  μβτά  του  θβοΰ  το  ττνβΰμά  της. 

9  Καθώς  οι  νΙοΙ  του  ^Εφραϊμ,  οΐ  οττοΐοι,  ώττΧι- 
σμβνοί,  βαστάζοντες  τόζα,  εστράφησαν  όττίσω  την 
ημεραν  της  μάχης. 

10  Αεν  εφυΚαξαν  την  Βιαθήκην  του  @εοΰ,  καΐ  εΙς 
τον  νόμον  του  Βεν  ηθέλησαν  νά  ττερίττατώσΐ" 

11  Και  εΧησμόνησαν  τά  ερ^γα  του,  καΐ  τά  θαυ- 
μάσια του,  τά  ότΓοΐα  εΒειζεν  εις  αυτούς. 

12  "Εμττροσθεν  εις  τους  πατέρας  των  έκαμε  θαυ- 
μάσια, εις  την  ^ην  της  Αί^ύιττου,  την  ττεΒιάΒα  του 
Σοάν. 

13  "Εσχισε  την  θάΧασσαν,  και  Βιεττερασεν  αυ- 
τούς, καΐ  έστησε  τά  ύΒατα  ώς  σωρόν 

14  Και  τους  ώΒή^ησε  την  ημεραν  με  νεφέΧην, 
και  οΧην  την  νύκτα  με  φως  ττυρός. 

15  "Εσχισε  ττετρας  εΙς  την  ερημον,  και  τους  εττό- 
τισεν  ώς  άττο  με^άΧας  αβύσσους" 

16  Και  εκβαΧε  'ρύακας  άττο  την  ττετραν,  και 
κατεβασεν  ΰΒατα  ώς  ττοταμούς. 

17  Χλλ'  αύτοϊ  έζηκοΧούθησαν  ακόμη  νά  άμαρ. 
τάνωσιν  εΙς  αύτον,  τταροξύνοντες  τον  "Τψιστον 
εις  τον  άνυΒρον  τοττον 

18  Και  εττείραξαν  τον  Θεον  εις  την  καρΒΙάν  των, 
ζητούντες  φα'γητον  κατά  την  ορεζίν  των 

19  Και  εΧάΧησαν  κατά  του  &εοΰ,  Χέ'γοντες,  Μή 
ττως  Βύναται  6  Θβος  νά  ετοιμάση  τράττεζαν  εις  την 
ερημον; 

20  ^ΐΒού,  εκτύττησε  την  ττετραν,  και  ερρευσαν 
υΒατα,  καϊ  χείμαρροι  εττΧημμύρησαν  μη  ττως  Βύ- 
ναται νά  Βώση  και  άρτον ;  η  νά  ετοιμάση  κρέας 
Βιά  τον  Χαον  του; 

21  Δια   τούτο  ήκουσεν  6   Κύριος,    και  ώρ<γίσθη' 

432 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  (»  . 

κα\  Ίτΐιρ  βξήφθη  κατά  τοΰ  ^Ιακωβ,   καΐ  οργή  ακόμη 
άνζβη  κατά  του  \σραη\• 

22  ί^ίότί  δει/  ίττίστ^υσαν  βΙ<ί  τον  Θεόν,  ουδέ  ^λ- 
ΤΓίσαν  ε/9  την  σωτηρίαν  τον 

23  Μ'  όλον  ότί.  ζττρόσταζβ  τάς  νβφεΧας  αττό 
άνωθεν,  καΐ  τά<ί  !^ύρας  του  ουρανού  ηνοιξβ, 

24  ΚαΙ  'έβρεξεν  εις  αυτούς  μάννα  8ιά  νά  φάγωσι, 
και  σΐτον  ουρανού  εδωκβν  €ί<;  αυτούς. 

25  "Αρτον  αγγέλων  εφαγεν  ό  άνθρωττος  •  τροφήν 
έ'στείλεν  ε49  αυτούς  μέχρο  χορτασμού. 

20  "Εκαμ€  νά  σηκωθη  βίς  τον  ούρανον  άνατο- 
Χίκος  άνεμος,  καΐ  Βίά  της  δυνάμεως  του  βττέφβρβ 
τον  νότον 

27  Και  ββρεξβν  βττάνω  βίς  αυτούς  κρέας  ώς  το 
χώμα,  καϊ  ττετεινά  τττερωτά  ώς  την  άμμον  της 
^αΧάσσης' 

28  Καϊ  έκαμε  νά  ττέσωσιν  εΙς  το  μέσον  τού 
στρατοπέδου  των,  τριγύρω  εις  τάς  σκηνάς  των, 

213-  Και  έφαγαν,  και  εχορτάσθησαν  σφόδρα•  καϊ 
εφερεν  εις  αυτούς  την  εττιθυμίαν  των 

30  Δεν  είχαν  χωρισθη  άττό  την  εττιθυμίαν  των. 
^Χκόμη  το  φαγητόν  ητον  εΙς  το  στόμα  των, 

31  Και  όργη  τού  ΘεοΟ  άνεβη  εττάνω  εις  αυτούς, 
καϊ  εφόνευσε  τους  μεγαΧητερους  εξ  αυτών,  και 
τους  εκΧεκτούς  τού  ^ΙσραήΧ  ερριψε  κάτω. 

32  Μ'  δλα  ταύτα,  ημάρτησαν  ακόμη,  καϊ  δεν 
εττίστευσαν  εις  τά  3^αυμάσιά  του. 

33  Αιά  τούτο  εφθειρεν  εις  ματαιότητα  τάς  ημέ- 
ρας των,  και  τούς  χρόνους  των  εις  ταραχην. 

34  "Οτε  τούς  εθανάτονε,  τότε  τον  εζητούσαν,  καϊ 
επέστρεφαν,  και  μετά  σπουδής  επρόστρεχαν  εις 
τον  Θεόν 

35  Και  ένθυμούντο,  ότι  ό  Θε09  ^τον  φρουρών 
αυτών,  και  ό  &εός  ό  ύψιστος  Χυτρωτής  των. 

36  Άλλα  τον  εκοΧάκευαν  με  το  στόμα  των,  και 
με  την  γΧώσσάν  των  εψεύδοντο  εις  αυτόν 

37  Ή  δε  καρδία  των  δεν  ητον  ευθεία  μετ  αυτού, 
ούδε  ήσαν  πιστοί  εις  την  διαθήκην  του. 

υ 


Μηνοί  ημίρα  ΐΐ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

38  Αυτός  όμως,  οίκτίρμων,  βσνγχ^ώρησβ  την  άνυ- 
μίαν  των,  καί  δεν  τους  ηφάνισβν '  άλλα  ττόΧΚάκις 
€σνστ€ίλ€  τον  ^υμόν  τον,  και  δεν  Βιή<γ€ίρ€ν  οΧην 
του  τηΐ'  6ρ<γήν' 

39  Και  ένθυμήθη  οτι  ήσαν  σαρξ  •  άνβμος,  6  οττοΐος 
ττερνα,  καΐ  δεν  έττιστρέφβι. 

40  ΐίοσάκις  τον  τταρώξυναν  €ΐς  την  ίρημον,  καΐ 
τον  'παρώρ'γισαν  εΐ9  την  άνυΒρον  <^ην, 

41  ΚαΙ  εστράφησαν  ττάΧιν,  καΐ  €ΤΓ€ίραξαν  τον 
Θεόν,  κα\  τον  "Ατ/ιον  του  ^ΙσραηΧ  τταρώξυναν ! 

42  Δεν  βνθυμηθησαν  την  χ^ΐρά  του,  ουΒβ  την 
ημέραν  βίς  την  όττοίαν  τους  βΧύτρωσβν  άττο  τον 
έγθρόν 

43  Πω9  έ'δει^εν  εΙς  την  Α.Ϊ'^υτΓΤον  τα  σημβΐά  του, 
καΐ  τα  θαύματα  του  βίς  την  ττεδιάδα  του  Σοάν 

44  Και  μβτέβαΧ^ν  €ΐς  αίμα  τους  ττοταμούς  των, 
καΐ  τά  ΰΒατα  αυτών,  Βιά  να  μη  ττίωσίν. 

45  "Εστείλεν  εις  αυτούς  ττάν  ε2δθ9  μυιών,  αϊ 
οτΓοΙαι  τους  κατέφα^αν,  καΐ  βατρά-χους,  οΐ  οττοΐοι 
τους  ηφάνισαν. 

46  ΐΙαρέΒωκ€ν  ακόμη  τους  καρττούς  των  €ίς  τον 
βρου-χον,  καΐ  τους  κόττους  των  βίς  την  άκρίΒα. 

47  Κατηφάνίσβ  με  την  'χαΧαζαν  τας  άμττέΧους 
των,  καΐ  τάς  συκαμινιάς  των  με  ττετρας  'χαΧάζης• 

48  Και  τταρέΒωκεν  εις  την  ■χάΧαζαν  τά  κτήνη 
των,  καΐ  τά  ττοίμνιά  των  εις  τους  κεραυνούς. 

49  "Εστείλεν  εττάνω  των  την  αγριότητα  του  Β^υμοΰ 
του,  την  ά<^ανάκτησιν,  και  την  ορ'γήν,  καΐ  την 
ι^λιτ|Γΐν,  άτΓοστελλων  αυτά  δι'  αγγέλων  κακοποιών. 

50  "Ηνοι^ε  Βρόμον  εις  την  6ρ<γήν  του•  δεν  εττρο- 
φύΧαξεν  άττο  τον  Β^άνατον  την  ψυ'χ^ήν  των,  και 
τταρεΒωκεν  εΙς  θάνατον  τά  κτήνη  των 

51  Και  εττάταξεν  'όΧα  τά  "πρωτότοκα  εις  την 
ΑΓγυτΓΤον,  τ^ν  άτταρ'χτιν  της  Βυνάμεώς  των  εις  τά 
σκηνώματα  του  Χά/λ. 

52  ΚαΙ  εστ^/ίωσεν  εκείθεν  ώς  ττρόβατα  τόνΧαόν 
του]  και  τους  ώΒή<^ησεν  ώς  ττοίμνιον  εις  την  ερη- 
μον 

434 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μτ/Ι'Ογ  ημίρα  ΐί'. 

53  Και  τους  ώδ?;γ7;σ€  μέ  άσφαλειαν,  καΙ  δέμ 
«ίδείλ/ασαν  τους  δε  βχ^θρούς  των  βσκίττασζν  η 
&ά\ασσα' 

54  Και.  τους  βμβασβν  €ΐς  το  οριον  της  αγίόττ/τός 
του,  €ΐς  το  ορός  τούτο,  το  οττοΐον  άττέκτησβν  ή 
Ββξιά  τον 

55  ΚαΙ  εδιω^βν  άττ  βμιτροσθβν  των  τα  βθνη,  καΐ 
τους  8ί€μοίρασ€  κΚηρονομίαν  <γής  με  σ'χοινίον,  και 
€ΐς  της  σκηνάς  των  εκατοίκίσβ  τάς  φυΧάς  τοΰ 
^ΙσραηΧ. 

56  Και  όμως  εττείραξαν  και  τταρώξυναν  τον  Θεον 
τον  ΰψιστον,   και  δέν   βφύΧαξαν  τα  μαρτυρία  του' 

57  Άλλ  εστράφησαν  οττίσω,  καΐ  εφέρθησαν  άττί- 
στως,  καθώς  και  οι  ττατέρες  των  εστράφησαν  ώς 
τόξον  στρεβΧόν 

58  Και  τον  τταρώρΎΐσαν  με  τους  ύψηΧούς  των 
τότΓους,  καΐ  με  τά  ηλ-υιττά  των  αυτόν  εκίνησαν  εις 
ζηΧοτυττίαν. 

59  "Ηκουσεν  6  &εος  τούτο,  και  ύττερωρ'γίσθη,  καΐ 
εβΒεΧύ-χ^θη  σφόΒρα  τον  ΊσραηΧ• 

60  Και  ειγκατέΧητε  την  σκηνην  τού  ΣηΧώ,  την 
σκηνην  οττου  εκατοίκησε  μεταξύ  των  άνθρώ- 
ττων 

61  Και  τταρεΒωκεν  εις  αΙ-χ^ιαΧωσ ίαν  την  Βύναμίν 
του,  καΐ  την  Βόξαν  του  εις  χ^ΐρα  ε•χθρού. 

62  ΥΙαρε^ωκε  και  εις  ρομφαίαν  τον  Χαόν  του,  και 
ΤΓοΧύ  ώρ'^ίσθη  την  κΧηρονομίαν  του. 

63  Τους  νέους  των  κατέφα'γε  το  ττύρ,  καΐ  αΐ 
τταρθενοι  των  δεν  ενυμφεύθησαν. 

64  Οι  ιερείς  των  εττεσαν  εν  μα-χαίρα,  καΐ  αϊ 
χήραί  των  Βεν  εττενθησαν. 

65  Τότε  εσηκώθη  ώς  εξ  νττνου  6  Κύριος,  ώς 
άνθρωτΓος  Βυνατος,  όστις  βοα  αττό  ο2νον' 

66  Και  εκτύττησε  τους  εχθρούς  του  εις  τά  οτη- 
σθεν  ονειΒος  αίώνιον  εβαΧεν  εις  αυτούς. 

67  Και.  άττερριψε  την  σκηνην  τού  ^Ιωσηφ,  καΐ 
την  φυΧην  τοΰ  ^Εφραιμ  Βεν  εκΧεξεν 

υ2 


Μηνοί  ήμίρα  »$-'.  ΊΆΛΜΟΙ. 

68  Αλλ,  βκΧβξβ  την  φύΧην  του  ^ΙούΒα,  το  6ρο<; 
της  Σιών,  το  οποίον  η'^άττησβ. 

69  Κα 6  ωκο8όμησ€ν  ώ?  ύψηΧα  τταΚάτια  το  αηια- 
στήρίόν  τον,  ώς  την  <γήν  την  όττοίαν  βθβμβΧίωσεν 
εις  τον  αιώνα. 

70  Και  βκΧβξε  τον  ΑαβΙΒ  τον  8ον\όν  του,  καΐ  τον 
έττηρβν  άτΓΟ  τάς  μάνδρας  των  προβάτων 

71  Αποττίσω  άττο  τά  πρόβατα  τα  ^ηΧάζοντα  τον 
βφβρβ,  να  ποίμαίνη  τον  Λακωβ  τον  Χαόν  του,  καΐ 
τον   ίσραηΧ  την  κΧηρονομίαν  τον. 

72  Και  τους  βποίμανβ  κατά  την  άκακίαν  της  καρ- 
Βίας  τον  καΐ  μ£  την  σύνεσιν  των  γβιρών  του 
ωοήΎησβν  αντονς. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Φαλμος  οΒ^'. 

^ΕΕ,    ηΧθαν    βθνη    βίς    την    κΧηρονομίαν    σον 
βμίαναν  τον  ναόν  τον  αγίόν   σον  κατέστησαν 
την  'ϊερονσαΧημ  βίς  σωρούς  ερείπιων. 

2  "Εδωκαν  τά  πτώματα  των  ΒονΧων  σον  φα'γη- 
τόν  εΙς  τά  πετεινά  του  ονρανον,  την  σάρκα  των 
ά'^ίων  σον  εΙς  τά  3ΐ]ρία  της  <γής. 

3  "Εχνσαν  το  αΙμά  των  ώς  νδωρ  τρί^νρω  της 
'ΙερονσαΧημ,  καΐ  κανείς  Βεν  ητον  να  Βάπτη. 

4  Έ^ίναμεν  ονεώος  εΙς  τονς  γείτονας  μας,  περί- 
ηεΧασμα  καΐ  γΧενασμός  εις  τους  τρί'γύρω  μας. 

5  "Εως  πότε,  Κύροε;  ΒέΧεις  ορ^ίζεσθαί  πάντοτε; 
3^έΧεί  καίει  ώς  πυρ  η  ζηΧοτνπία  σον; 

6  Χύσε  την  6ρ<γην  σου  επάνω  εις  τά  έθνη,  τα 
οποία  οεν  σε  γνωρίζουν,  και  επάνω  εις  τα  ρασι- 
Χεια,  τά  όποΐα  Βεν  επεκαΧέσθησαν  το  όνομα  σον 

7  Αιότι  κατέφα^αν  τον  Ιακώβ,  και  το  κατοικη'- 
τήριόν  τον  ηρήμωσαν. 

8  Μην   ενθνμηθης   καθ'  ημών  ανομίας    αρχαίας ' 

436 


ΫΑΛΜΟΤ.  Μηνοί  ημίρα  ιγ'. 

6'γΧή'γορα  ας  μας  ττροφθάσωσιν  οι  οίκτιρμοί  σου, 
δίότί  €τα7Γ€ίνώθημ€ν  σφόΒρα. 

9  Βοήθησε  μας,  &€€  της  σωτηρίας  μας,  8ιά  την 
8οξαν  του  ονόματος  σον  βΧβυθέρωσέ  μας,  καΐ 
<γ€νού  ϊλεως  βίς  τάς  αμαρτίας  μας,  8ιά  το  ονομά 
σου. 

10  Δίά  τι  να  (ϊττωσί  τα  βθνη,  Υ\ου  βΊναι  ό  0609 
αυτών;  ας  'γνωρίσθτ}  €ίς  τα  'έθνη,  εμττροσθβν  των 
οφθαΧμών  μας,  ή  βκΒίκησις  του  έκγυθ^ντος  αίμα- 
τος των  ΒουΚων  σου. 

1 1  *Α9  βΚθη  βμττροσθβν  σου  6  στεναημός  των 
δέσμιων  κατά,  την  με^γαΧωσύνην  του  βραγ^ίονός 
σου,  σώσε  τους  ευρισκομένους  εις  κίνΒυνον 
θανάτου ' 

12  Και  άττόδοσε  εις  τους  γείτονας  μας  ετττα- 
ττλάσία  εί9  τον  κόΧττον  των  τον  ονειΒισμον  αυτίον, 
με  τον  ότΓοΙον  σε  ώνείΒισαν,  Κύριε. 

13  Ήμεΐς  δε  ό  \αός  σου,  και  τά  ττρόβατα  της 
βοσκής  σου,  ^εΚομεν  σε  ΒοξοΧο^εΐ  εις  τον  αιώνα' 
άτΓΟ  γενεαν  εί9  "γενεάν  ^εΧομεν  άνα'^'^εΧΧει  τον 
ετταινόν  σου. 

ΦΑΛΜΟΣ  τγ'. 

Λ  ΟΣ   άκρόασιν,    Ποιμην    του  ^ΙσραηΧ,    συ    όστις 
68η^εΐς  ώς  ττοίμνιον  τον  ^Ιωσήφ-  6  καθήμενος 
μεταξύ  τίον  γερουβίμ,  εμφανίσου. 

2  "Εμπροσθεν  του  ^Εφραιμ,  και  του  Βενιαμίν, 
καΐ  του  ^Ιανασσή,  Βιέ'^/ειρε  την  Βύναμίν  σου,  και 
εΧθε  εις  σωτηρίαν  μας. 

3  ^Εττίστρεψέ  μας,  Θεε,  και  κάμε  να  Χάμψη  το 
ττρόσωττόν  σου,  και  .^έΧομεν  Χυτρωθή. 

4  Κύριε  Θεέ  των  Βυνάμεων,  εως  ττότε  ►9ε'λεί9  6ρ- 
Ύίζεσθαι  εναντίον  της  ττροσευχ^ης  του  Χαού  σου; 

5  Ύούς  τρέφεις  με  άρτον  Βακρύων,  και  τους 
ΤΓΟτίζεις  άφθόνως  με  Βάκρυα. 

6  Μά9  έκαμες  εριΒα  εις  τους  γείτονας  μας'  καΐ 
οΐ  εγθροί  μας  ^εΧουν  αναμεταξύ  των. 

7  Εττίστρεψέ  μας.  Θεέ  των  Βυνάμεων,   καΐ  κάμ€ 

437 


Μηνοί  ημίρα  ις-' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

νά  Χάμψ-τ)    το    ιτρόσωττόν  σου,    καΐ   ^ελο/^εν   λυ- 
τρωθή. 

8  "ΑμτΓβΧον  άτΓο  την  Α'ί'γυτΓΤον  μβτβκόμισες' 
έΒίωξες  βθνη,  και  την  βφύτβνσβς. 

9  '¥Ιτοίμασ€<;  τόττον  βμττροσθέν  της,  και  βκαμβς 
νά  \άβτ]  βαθείας  ρίζας•  και  €<γ€μισ€  την  <γην. 

10  Έσκζττάσθησαν  τά  ορη  άττό  την  σκι,άν  της, 
καΐ  αϊ  άναΒβνΒράΒβς  της  ήσαν  ως  αΐ  νψηΧαΙ 
κέ8ροί. 

1 1  "Ηττλονε  τά  κΧήματά  της  εως  βίς  την  θάλασ- 
σαν, καΐ  τους  βΧαστούς  της  βως  €ΐς  τον  ητοταμόν. 

12  Δια  τι  ΧοιτΓον  βκρημνισες  τους  φραγμούς  της, 
καΐ  την  τρυγούν  6\οι  οι  διαβάται ; 

13  Την  βρημόνει  ό  ά'•^ρι6')(θίρος  άττο  το  Βάσος, 
καΐ  το  θηρίον  του  ά<γροϋ  την  βοσκβται. 

14  ^Έ>7Γίστρ€•^ε,  σε  τταρακαΧοΰμεν,  Θεέ  των 
Βυνάμεων  έττίβΧβΛίτβ  άττο  τον  ουρανον,  καΐ  ^δέ^ 
και  έττίσκεψε  την  άμττέΧον  ταύτην, 

15  ΚαΙ  το  φυτον  το  οττοΐον  εφύτευσβν  η  Ββζιά 
σον,  καΐ  τον  βΧαστον  τον  όττοΐον  έκραταίωσες  Βιά 
τον  εαυτόν  σου, 

16  'Έικαύθη  με  ττΰρ'  εκόττη•  ε'χάθησαν  άττό  την 
ετΓίτίμησιν  του  ττροσώτΓου  σου. 

17  Ά9  ηναι  η  χειρ  σου  εττάνω  εΙς  τον  άνΒρα  της 
Βεζιάς  σου'  εττάνω  εις  τον  υΐον  του  άνθρώττου,  τον 
οίΓοΙον  έκαμες  Βυνατον  Βιά  τον  εαυτόν  σου. 

18  Ούτω  ημείς  Βεν  θεΧομεν  εκκΧίνει  άττο  σε• 
ζωοτΓοίησέ  μας,  καΐ  το  ονομά  σου  θεΚομεν  εττικα- 
Χεΐσθαι. 

19  ^Εττίστρεψε  μας.  Κύριε  Θεέ  των  Βυνάμεων 
κάμε  νά  Χάμψτ]  το  ιτρόσωττόν  σου,  και  θεΚομεν 
\υτρωθη. 

ΦαλμΟΣ  ττα'. 

φΑΛΛΕΤΕ  με  χαράν  εΙς  τον  Θεον,  την  Βύναμίν 
μας'  ά\α\άζετε  εις  τον  Θεόν  του  Ιακώβ. 
2  Αάβετε    ψαΧμον    εις    το    στόμα,    και    κρούετε 
τύμττανον,  κιθάραν  τερττνην  με  ψα\τήριον. 
438 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μι/νοΓ  ημίρα  ΙΓ. 

3  ΣαλτΓίσετε  την  σάΧττίγγα  €ίς  την  νβομηνίαν, 
εις  τον  καφον  τον  ώρισμένον,  την  ήμέραν  της  εορ- 
τής μας. 

4  Δίότί  ττρόσταΎμα  είναι  τούτο  εις  τον  ^ίσραηΧ, 
καΐ  νόμος  του  Θεοΰ  του  ^Ιακώβ. 

5  Δίά  μαρτυρίαν  8ίεταξε  τοΰτο  εΙς  τον  ^Ιωσηφ, 
οτε  εζηΚθεν  αττο  την  Ύην  της  Αιγύπτου '  οττου 
ηκουσα  ^Χώσσαν,  την  όττοίαν  8εν  ε^νώρίζα. 

6  \τΓεμάκρυνα  άττο  το  φορτίον  τον  ωμόν  τον 
αΐ 'χ^εΐρές  του  ηΧβυθερώθησαν  άττο  τα  κεράμια. 

7  Εις  καιρόν  3\ίψεως  με  εττεκαΧεσθης,  και  σε 
εΧύτρωσα'  σε  άττεκρίθην  άττο  τον  άττόκρυφον 
τότΓον  της  βροντής"  σε  εΒοκίμασα  εις  τα  ϋΒατα 
Μεριβά. 

8  "Ακουσε,  Χαε  μου,  καΐ  ΒεΧω  8 ια μαρτυρήσει 
κατά  σου•  ^ΙσραηΧ,  εάν  μου  ακούσης, 

9  Αεν  Β^έΧει  είσθαι  εις  σε  Β^εος  ξένος,  ούΒε  Β^έΧεις 
ττροσκυνήσει  3^ε6ν  άΧΧότριον. 

10  Έγώ  είμαι  Κύριος  6  Θεός  σου,  όστις  σε  εκ- 
βαΧα  εξω  άττο  την  <^ην  της  Αΐ'^ύτττου'  ττΧάτυνε 
το  στόμα  σου,  καΐ  ΒέΧω  >γεμίσει  αυτό. 

1 1  Άλλ'  ό  Χαός  μου  8εν  ηθεΧησε  να  άκούση  την 
φωνήν  μου,  και  ό  ^ΙσραηΧ  8εν  εττρόσεζεν  εις  εμε. 

12  Δίά  τούτο  τους  άφησα  εις  τάς  εττιθυμίας  της 
καρΒίας  των•  και  εττεριττάτησαν  εις  τάς  ιΒίας  των 
βουΧάς. 

13  Εϊθε  νά  με  ηκροάζετο  ό  Χαός  μου,  καΐ  6  ^Ισ- 
ραηΧ  νά  εττεριττατουσεν  εις  τάς  ό8ούς  μου ! 

14  Πάραυτα  ηθεΧα  καταβάΧει  τους  εγθρούς 
των,  καΐ  κατά  των  άντιΒίκων  των  ηθεΧα  στρέψει 
την  χεΐρά  μου. 

15  Οι  εγ^θροί  του  Κυρίου  ήθεΧαν  άττοτύ-χει 
εναντίον  του,  ό  δε  καιρός  εκείνων  η!^εΧε  Ζιαμένει 
Ίταντοτεινά• 

16  ΚαΙ  ηθεΧβ  τους  δρέψει  με  τον  καΧήτερον 
σΐτον,  και  με  μέΧι  άττο  την  ττέτραν  ηθεΧα  σε  χορ- 
τάσει. 

439 


Μηνοί  ήμερα  ιτ' ,  ΨΑΛΜΟΙ. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  -πβ' . 

*ΓΛ  ΘΕΟΣ  στέκβταί  βίς  την  σύναξιν  των  Βννατών 
άναμέσον  των  ^εων  ^ελβί.  κρίνβι. 

2  "Εω^  ττότε  θέλετε  κρίνβί  άΒίκως,  καΐ  -^ελβτε 
προτίμα  τα  ττρόσωττα  των  άσββών; 

3  'ΎτΓξραστΓίσθήτε  τον  τττωγον  και  τον  ορφανόν 
κάμ€Τ€  Βίκαίοσννην  ε/9  τον  τβθΧιμμένον  και  ττέ- 
νητα. 

4  Έλει^^ερόνετε  τον  τττωγον  και  τον  ττενητα' 
Χντρόνβτέ  τον  άτΓο  την  χ^ΐρα  τον  άσεβους. 

5  Δεν  γνωρίζουν,  ουδέ  νοονν  ττεριττατονν  βίς  το 
σκότος '  6\α  τα  Β^βμβΧια  της  ιγής  σαΧεύονται. 

6  Έ7ώ  βίττα,  Θεοί  βίσθβ  σεΖ?,  καϊ  οΧοι  σεις  υίοΙ 
τον  ^Τψίστον' 

7  Σε49  όμως  ώς  άνθρωποι  -θέλετε  αποθνήσκει, 
καϊ  ώς  εις  άττο  τους  άρ'χοντας  θέλετε  πίπτει. 

8  "Σήκω,  Θεέ,  κρίνε  την  <γην'  δίότί.  συ  .^έλεί?  εχεί 
€19  κΧηρονομίαν  6\α  τα  έθνη. 

Φαλμος  ττγ'. 

^ΕΕ,   μη   σιωπήσης'   μη   σιψίστ]ς,  καϊ  μην  ησν- 
-χάσης,  Θεε. 

2  /\ι6τι,  ιδού,  οι  ε'χθροί  σον  θορυβούν,  καϊ  οι 
μισοΰντες  σε  εσήκωσαν  κεφαΧήν. 

3  Κακήν  βούΧην  εΧαβαν  κατά  του  Χαοΰ  σου,  καϊ 
εσυμβουΧεύθησαν  κατά  των  εκΧεκτών  σου. 

4  ΈίΙπαν,  "ΕΧθετε,  και  ας  τους  έξοΧοθ  ρεύσω  μεν 
άπο  το  νά  ηναι  έθνος•  και  το  όνομα  του  ΛσραηΧ 
νά  μην  άναφερθη  πΧέον. 

5  Αιότι  εκ  συμφώνου  εσυμβουΧεύθησαν  ομού• 
έγιναν  κατά  σου  συνωμόται• 

6  Αι  σκηναί  του  ΈΒώμ,  και  οι  ^ΙσμαηΧΐταΐ'  ό 
Μ  ωά/3,  καϊ  οι  Ά^αρηνοί• 

440 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ»;ΐ'όί  ημίρα  ιτ', 

7  Ό  Τίβαλ,  καΙ  6  ^Αμμών,  και  6  \μαΧηκ'  οι  Φι- 
Χισταΐοι,  με  τους  κατοικούνται  την  Ύύρον. 

8  Και  αύτος  6  Άσσούρ  συνενώθη  μβ  αυτούς• 
(βοήθησαν  τους  υΙούς  του  Λώτ. 

9  Κάμζ  εις  αυτούς,  ως  έκαμες  εις  τους  ΜαΒιανί- 
τας•  ώς  έκαμες  εις  τον  Σισάραν,  ώς  εις  τον^ΙαβΙν 
ττΧησίον  του  'χειμάρρου  Κεισών 

10  Οί  ότΓοΐοι  εγάθησαν  εις^Αενδόρ'  έγιναν  κόττρος 
δια  την  "^ην. 

1 1  Κάμε  τους  άργοντάς  των  ώς  τον  ^Ω.ρηβ  και 
7.ήβ•  ναι,  ώς  τον  Ζεβεε  καϊ  ΣαΧμανάν  κάμε  οΧους 
τους  άργη'^ούς  των 

12  Οί  οτΓοΐοι  ειτταν,  *Ας  κΧηρονομησωμεν  Βιά  τον 
εαυτόν  μας  τά  κατοικητήρια  του  θεοΰ. 

13  θεέ  μου,  κάμε  αυτούς  άστατους  ώς  τρογρν, 
ώς  ά'^υρον  κατά  ττροσωττον  άνεμου. 

14  Καθώς  το  ττύρ  καίει  το  δάσος,  και  καθώς  η 
φ\6ξ  κατακαίει  τά  ορη, 

15  Ούτω  καταδίωξε  τους  με  την  άνεμοζάΧην 
σου,  και  με  τον  άνεμοστρόβιΧόν  σου  κατατρόμαζε 
τους. 

16  Τεμισε  τά  ττρόσωττά  των  άττο  άτιμίαν,  καϊ 
^έΧουν  ζητήσει  το  ονομά  σου,  Κύριε. 

1 7  Α?  καταισ-χυνθώσι,  καϊ  άς  ταρα'χθώσι  δια- 
τταντός'  ναΙ,  ας  εντραττώσι,  και  άς  άττοΧεσθο^σΐ' 

18  Και  ας  ^νωρίσωσιν  ότι  σύ,  του  όττοίου  το 
όνομα  είναι  Κύριος,  είσαι  6  μόνος  "Ύψιστος  εττάνω 
εις  δΧην  την  <γήν. 

Φαλμος  ττδ'. 

'  Ο  ΠΟΣΟΝ  άηαττηταΐ  είναι  αϊ  σκηναί  σου,  Κύριε 
των  δυνάμεων ! 

2  ^Εττιττοθεΐ,  ναΙ,  καϊ  Χειττοθυμεΐ  ή  ψυγ^  μου 
διά  τάς  αύΧάς  του  Κυρίου '  η  καρδία  μου  και  ή 
σαρξ  μου  ά'^αΧΧιώνται  διά  τον  Θεον  τον  ζώντα. 

3  Ναι,  τό  στρουθίον  εύρήκε  κατοικίαν,  καϊ  ή 
τρυ^/ών  φωΧεάν  διά  τον  εαυτόν  της,    οττου  3ετ€ί 

υ3 


ΜίίΓΟί  ήμ€ρα  ιγ.  ΊΆΛΜΟΙ. 

τους    νεοσσούς  της,    τα  θυσιαστήρια  σου,    Υ^ύριε 
των  δυνάμεων,  ΒασίλεΟ  μου,  καί  Θεε  μου. 

4  Μακάριοι  όσοι  κατοικούν  εις  τον  οίκον  σου' 
Ίτάντοτβ  θίΧουν  σε  Ιτταινβί, 

5  Μακάριος  6  άνθρωττος  του  οποίου  η  Βύναμις 
ΐΊναι  βίς  σε•  €ΐς  των  οττοίων  την  καρΒίαν  είναι  αΐ 
Ίτρος  τον  οΙκόν  σου  αναβάσεις• 

6  Οι  οτΓοΐοι  ττερνώντες  δια  της  κοιλά8ος  του 
κΧαυθμώνος,  την  ΐίύΤίαστ αινούν  ιτη^ην  υδάτων 
καΐ  η  βρο'χτ)  ακόμη  <^εμίζει  τους  Χάκκους. 

7  Υιη^αίνουν  άττο  δυνάμεως  εις  δύναμιν  έκαστος 
αυτών  φαίνεται  έμπροσθεν  του  θεού  εΙς  την  Σιών. 

8  Κύριε,  Θεέ  των  δυνάμεων,  εισάκουσε  της  προσ- 
ευχής μου'  δος  άκρόασιν.  Θεέ  του  ^\ακώβ. 

9  Ίδέ,  Θεέ,  η  άσπΙς  ημών,  και  επίβΧεψε  εις  το 
πρόσωπον  του  -χωριστού  σου. 

10  Αιότι  καΧητερα  είναι μίαημερα  εις  τάς  αύΧάς 
σου  από  'χ^ιΧιάδας'  ηθεΧα  καΧήτερα  να  ημαι  θυρω- 
ρός εις  τόν  οίκον  του  @εού  μου,  παρά  νά  κατοικώ 
€ΐ?  τάς  οικίας  της  πονηρίας. 

11  Αιότι  ηΧιος  και  άσπΙς  είναι  Κύριος  ό  Θεός' 
γάριν  καΐ  δόζαν  ό  Κύριος  ^ελεί.  δώσει '  δεν  θεΧει 
στερήσει  απο  κανεν  α'γασον  τους  περιπατουντας 
με  άκακίαν. 

12  Κύριε  των  δυνάμεων,  μακάριος  6  άνθρωπος  6 
όποιος  εΧπίζει  εις  σε. 

Φαλμος  ττε'. 

"Ρ^ΤΜΕΝΗΣ    εστάθης.    Κύριε,     εις    την  'γήν    σου' 
έφερες  από  την  αί-χμαΧωσίαν  τόν  Ία«ώ/3. 

2  ^Έισυ'^'χΐύρησες  την  άνομίαν  του  Χαοΰ  σου,  εσκε- 
πασες  όΧας  τάς  αμαρτίας  των. 

3  Κατέπαυσες  οΧην  την  όρ<^ην  σου,  εσύρθης 
οπίσω  από  την  όρ^γην  του  θυμού  σου. 

4  ^Επίστρεψε  μας,  Θεέ  τ^9  σωτηρίας  μας,  και 
κατάπαυσε  τόν  εναντίον  μας  θυμόν  σου. 

5  Θέλεις    είσθαι   πάντοτε    θυμωμένος    εναντίον 

442 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  ιζ . 

μας;  Ββλβίς   ^'ττβκτεΐνβι  την  ορηήν  σον  αττό  <γ€ν€άς 

6  Δεν  ^ελβις  ττάλιν  μας  ζωοττοιησει,  Βίά  να 
ευφραίνεται  6  \αός  σον  εις  σε; 

7  Αεΐξε  μας,  Κύριε,  το  εΧεός  σον,  καΐ  8ός  μας 
την  σωτηρίαν  σον. 

8  Θέλω  ακούσει  τι  Β^εΧει  ΧαΧήσει  Κύριος  6  Θεός* 
8ιότι  ^ελεί  \α\ήσει  ειρήνην  ττρος  τον  λαόν  τον, 
καΐ  ττρος  τους  ά'γίονς  τον  και  8εν  Β^ελουν  εττιστρέ- 
■\|τε6  εί'ς  άφροσύνην. 

9  Βέβαια  ττΧησίον  εις  τονς  φοβουμένονς  αύτον 
είναι  η  σωτηρία  του,  8ιά  να  κατοικτ}  Βόξα  εις  την 
'^ην  μας. 

10  "Ελεος  κα\  αλήθεια  συνατταντήθησαν '  ΒικαιΟ' 
σύνη  καΐ  ειρήνη  κατεφιλήθησαν. 

11  ^Αλήθεια  άττο  την  ηην  -^ελει  άναβλαστήσεί' 
καΐ  δικαιοσύνη  άττο  τον  ούρανον  ^εΚει  κύψει. 

12  Ό  Κύριος  βέβαια  3^έ\ει  δώσει  ο,τι  είναι  αρ{α- 
θόν  και  ή  γι  μας  ^ελε*  δώσει  τον  καρττόν  της. 

13  Αικαιοσύνη  εμττροσθέν  τον  3^έ\ει  ττροττορεύ- 
εσθαι,  καΐ  3έ\ει  βάλει  αντήν  εις  τον  Βρόμον 
των  διαβημάτων  τον. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί20ΙΝΗ. 

Φαλμος  ττς-'. 

Ι^ΛΙΝΕ,  Κύριε,  το  ώτίον  σον  άκονσέ  μον,   διότι 
7Γτωχ09  καΐ  ττένης  είμαι  ε^γώ. 

2  Φύλαγε  την  ψνχ^ήν  μον,  διότι  είμαι  όσιος '  συ, 
θεέ  μον,  σώσε  τον  δονλόν  σον,  6  οττοΐος  ελττίζει 
εις  σε. 

3  Έλε77σε  με,  Κύριε,  διότι  ττρός  σε  κράζω  οϊλην 
την  ήμέραν. 

4  Εύφραινε  την  ψυ•χτ]ν  του  δούλου  σου,  διότι  βίζ 
σε.  Κύριε ,  υψόνω  την  ψνχ^ήν  μου. 

5  Αιότι    συ,   Κύριε,  είσαι  άηαθος,  καϊ  ενσττλαγ- 

443 


"ί/Ιψο!  ημίρα  ιζ'.  ΠΑΛΜΟΙ. 

χνος,  καΐ  ιτολνέΧβο^;  €49  δλονς  εκείνους  οι  οττοΐοι 
σβ  έτΓίκαΚοΰνταί. 

6  "Ακουσε,  Κύριε,  την  ΐΓροσευγΎ^ν  μου,  και  ττρόσ- 
εξε  €19  την  φωνην  των  Βεήσεών  μου. 

7  Έ,Ις  την  ήμέραν  της  3\ίψεώς  μου  ^έλω  σε  επτι- 
καλεΐσθαι,  Βιότι  Β^εΧεις  μου  εισακούει. 

8  Αεν  είναι  όμοιος  σου  μεταξύ  των  Βεών,  Κύριε' 
ούδε  είναι  βρ^α  όμοια  των  ερ^ων  σου. 

9  "Ολα  τα  έθνη,  τα  οττοια  έκαμες,  ^ελ,ουν  ελ- 
θέΐ  και  ττροσκυνήσει  εμττροσθεν  σου.  Κύριε,  και 
3^ελουν  Βοξάσει  το  ονομά  σου' 

10  Δίότί  μέ^ας  είσαι  σύ,  καΐ  κάμνεις  θαυμάσια" 
συ  είσαι  @εος  μόνος. 

11  ΑίΒαξέ  με,  Κύριε,  τον  Βρόμον  σου,  καΐ  θ^ελω 
Ίτεριττατεΐ  εις  την  αΧηθειάν  σου'  ττροσηΚονε  την 
καρΒίαν  μου  εις  τον  φόβον  του  ονόματος  σου. 

12  Θέλω  σε  ετταινεΐ,  Κύριε  6  Θεός  μου,  με  οΧην 
την  καρΒίαν  μου,  και  3^έΧω  Βοξάζει  το  ονομά  σου 
εις  τον  αίώνα' 

13  Αιότι  το  εΧεός  σου  είναι  μέ<γα  εις  εμέ'  καΐ 
ηΧευθερωσες  την  ψυγι^ν  μου  άττό  τον  κατώτατον 
αΒην. 

14  Θεέ,  οι  ύττερήφανοι  εσηκώθησαν  κατεττάνω 
μου,  καϊ  αϊ  συνάξεις  των  βίαιων  άνθρώττων  εζή- 
τησαν  την  'ψυ'χ^ήν  μου'  καϊ  Βεν  σε  εβαΧαν  έμπρο- 
σθεν των. 

15  Άλλα  σύ.  Κύριε,  είσαι  Θεός  οικτίρμων,  και 
εΧεήμων,  μακρόθυμος,  καϊ  ττΧούσιος  εις  €λεο9  καΙ 
άΧήθειαν. 

16  ^Εττίστρεψε  Ίτρός  εμε,  και  εΧέησέ  με'  Βός  την 
Βύναμίν  σου  εις  τον  ΒουΧόν  σου,  καϊ  σώσε  τον  υΐόν 
της  ΒούΧης  σου. 

17  Δεί^ε  7Γρ09  εμε  σημεΐον  εις  ά'γαθόν,  Βιά  να  το 
ϊΒωσιν  όσοι  με  μισούν,  καϊ  να  αίσ-χυνθώσΐ"  Βιότι 
σύ,  Κύριε,  με  εβοήθησες,  καϊ  με  τταρη/γόρησες. 


444 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηροί  ημίρα  ιζ'. 

Φαλμος  ΐτζ. 

ΎΌ  ^ζμ,εΧίον  αυτοί)  α,ναι  €6?  τα  ορη  τα  αηια. 

2  Άγαττα   ο  Κύρ609   τα<ί   ττυΚα'ί  της  Σιών  ττβ- 
ρισσότβρον  πάρα  δλας  τάς  κατοικίας  του  Ία«ώ/3. 

3  "Ενδοξα  ττρά^ματα  βΧαΧιίθησαν  8ίά  σε,  7ΓΟλ*9 
του  θβου. 

4  Θέλω  άναφέρβί  την  Αϊ'γυτττον,  καΐ  την  Βαβυ- 
λώνα,  μεταζυ  έκβίνων  οι  όττοΐοί  μβ  γνωρίζουν 
ίΒού  7]  ΠαΧαίστίνη,  καΐ  ή  Ύύρος,  μβ  την  Αίθιο- 
ττίαν  ούτος  β^βννήθη  €Κ€Ϊ. 

5  Καί.  776/31  τ^9  Σίών  Ι^έΧουν  ξίττζΐ,  Ούτος  καΐ 
€Κ€Ϊνος  €^€ννήθη  €ίς  αντην  καΐ  αύτος  ό"Ύψιστος 
3^έ\€ΐ  την  στβρβώσβί. 

6  Ό  Κύριος  3^€\€ΐ  συ'γκαταΧέξβί,  όταν  κατα- 
Ύράψτ]  τους  Χαούς,  οτι  ούτος  €'^/€ννήθη  βκβΐ. 

7  Καί,  οι  ΛίτάΧται,  καθώς  καΐ  οι  ΧαΧηταΙ  των 
ορ'γάνων,  3^έΧουν  Χέ'γβι,  "ΟΧαι  αί  ττη'^αί  μου  ύναι 
ζίς  σ€. 

ΦααΜΟΣ   -πη'. 

ΐΤΤΡΙΕ    6    Θεός•    της  σωτηρίας  μου,    ήμέραν  και 
νύκτα  'ύκραξα  βμττροσθέν  σου• 

2  *Α9  έ'λ^τ;  ενώπιον  σου  ή  προσβυχη  μου•  κΧΐνε 
το  ώτίον  σου  εις  την  κραυ'^ην  μου• 

3  Αιότι  ε'76/ϋσεν  άπο  Β-Χίψίΐς  η  ψυ'χ^ή  μου,  και 
ή  ζωή  μου  πΧησιάζβι  βίς  τον  αΒην. 

4  Συ^κατηριθμήθην  μ€  τους  καταβαίνοντας  βις 
τον  Χάκκον   β^γινα  ώς  άνθρωπος  χωρίς  Βύναμιν 

5  Ε^καταΧβΧβιμμένος  μβταξύ  των  νβκρών,  ώς 
οι  φονευμένοι,  κοιτόμβνοι  εις  τον  τάφον,  τους 
οποίους  δεν  ενθυμεΐσαι  πΧέον,  και  οι  όποιοι  άπε- 
κόπησαν  άπο  την  χεΐρά  σου. 

6  Μ'  εβαΧες  εις  τον  κατώτερον  Χάκκον,  εις  το 
σκότος,  εις  τά  βάθη. 

7  Επάνω  εις  εμε  εστηρίγθη  δυνατά  ό  ^υμός 
σου,  και  οΧα  τα  κυματά  σον  έχυσες  κατεπάνω 
μου. 

8  Έμάκρννες  τους  γνωστούς    μου  από   εμε•    με 

445 


Μηνο!  ημίρα  ιζ" .  ΫΑΛΜΟΙ. 

βκαμβς  βΒβλνγμα  ττρος  αύτού<ί'  άττβκΧβίσθην,   καΐ 
δεν  βμτΓορώ  να  €κβώ  βξω. 

9  Ό  οφθαλμός  μου  ήτόνησβν  άττο  την  ^Χί^Ιην 
σε  βΊΓβκαΧέσθην,  Κύριβ,  οΚην  την  ήμβραν  ηττΧωσα 
ΤΓρος  σε  τά9  'χ^βΐράς  μου. 

10  Μη  7Γω<?  εΐ9  τους  νβκρούς  -Τελείς  Ββίξβί  Βαν•- 
μάσια;  ή  οι  άττοθαμένοί  Β^έΧουν  σηκωθή,  και  3^έ' 
Χουν  σε  βτταίνβσβι.; 

1 1  Μή  Ίτως  βίς  τον  τάφον  Β^έΧουν  ^ιη^βΐσθαι  το 
6λε09  σου,  η  την  άΧήθβιάν  σου  εΐ9  την  φθοράν ; 

12  Μή  Ίτως  ΒέΧουν  ηνωρισθη  βίς  το  σκότος  τα 
Βαυμάσιά  σου,  καΐ  ή  δικαιοσύνη  σου  εΙς  τον  τόττον 
της  Χήθης; 

13  Άλλ'  εγώ  ιτρος  σε,  Κύριβ,  'έκραζα'  καΧ  το 
ττρωϊ  η  ΤΓροσβνχΎ}  μου  ^ελε*  σε  προφθάσβι. 

14  Αιά  τι,  Κύριβ,  άττορρίτττβις  την  ψυ^ην  μου, 
άτΓοκρύτΓΤβις  το  ττρόσωττόν  σου  άττο  €μ€; 

15  Είμαι  τβθΧιμμένος  και  ψυχ^ομα'χ^ων  €Κ  νεό- 
τητας μου'  Βοκιμάζω  τους  φόβους  σου,  καΐ  ευρί- 
σκομαι €ίς  άμηγανίαν. 

16  Κατβττάνωθβν  μου  εττβρασβν  ή  φΧο<^βρα  όρ'^ή 
σου'  οι  τρόμοι  σου  μβ  ηφανισαν. 

17  Ώ9  ν^ατα  μβ.  βιτεριτρι^ύρισαν  οΧην  την  ήμέ- 
ραν  όμοΰ  μβ.  ττβριεκύκΧωσαν. 

18  \7Γβμάκρυνβς  άττο  βμβ  τον  α'^αττητον  και  τον 
φίΧον  καΐ  οι  ηνωστοί  μου  βίναι  άφανβΐς. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  τγΒ'. 

'Τ'Α  ελ,ετ;  του  Κυρίου  βίς  τον  αιώνα  .^ελω  ψάΧΧβΐ' 
μβ  το  στόμα  μου   ΒβΧω  αναγγέλλει  την  άΧή- 
θβιάν  σου  βίς  γενεαν  καΐ  γενεάν. 

2  Αιότι  βιττα,  Ύο  βΧβός  σου  ^ελεί  ΒβμβΧιωθή  βις 
τον  αίώνα'  βίς  τους  ουρανούς  ^ελεί9  στβρβώσει 
την  άΧήθβιάν  σου. 

3  "Εκαμα  Βιαθήκην  μβ  τον  βκΧβκτόν  μου'  ωμοσα 
6*9  τον  ΑαβιΒ  τον  8οΰΧόν  μον 

446 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνυ!  ημίρα  ιζ' . 

4  Δίατταντός  ^ελω  στβρβώσει  το  σττύρμα  σου, 
καΐ  ^ί\ω  οικο^ομησβι  τον  ^ρόνον  σου  €49  ^€νβαν 
και  <γ€ν€άν. 

5  Οί  δε  ουρανοί  ^εΧουν  υμνεί  τά  θαυμάσια  σου. 
Κύριε•  και  η  αΧηθειά  σου  ΒεΧει  εζυμνεΐσθαι  ει<ξ 
την  σύναξιν  των  άγιων. 

6  Δίότί  7Γ0?09  649  τον  ούρανον  εμτΓορεΐ  να  εξι- 
σωθτ]  με  τον  Κύριον;  καΐ  ττοΐος  μεταξύ  των  υιών 
των  Βυνατών  εμττορεΐ  να  όμοιωθτ)  με  τον  Κύριον ; 

7  Ό  ©€09  είναι  φοβερός  σφόΒρα  εις  την  βουΧην 
των  αηίων,  και  σεβαστός  εις  οΧους  εκείνους  οί 
οτΓοΙοι  είναι  τρτ/ύρω  του. 

8  Κύριε  Θεε  των  δυνάμεων,  τίς  είναι  όμοιος  σου; 
Βυνατος  είσαι,  Κύριε,  καΐ  ή  άΧήθειά  σου  είναι  τρι- 
•^ύρω  σου. 

9  Σΰ  Βεσττόζεις  την  ετταρσιν  της  ΒαΧάσσης' 
όταν  σηκόνωνται  τά  κύματα  της,  συ  ταττεινονεις 
αυτά. 

10  Συ  εσύντριψες  την  Αϊ^υτττον  ως  ενα  Χαβω- 
μενον  με  τον  βραχ^ίονα  της  Βυνάμεώς  σου  Βιε- 
σκόρτΓίσες  τους  εχθρούς  σου. 

11  ^ΐΒικοί  σου  είναι  οί  ουρανοί,  καΐ  ΙΒική  σου  η 
Ύη'  την  οικουμενην,  καΐ  το  ττΧήρωμα  αυτής,  συ 
τά  εθεμεΧίωσες. 

12  Ύον  βορ'ράν  και  τον  νότον,  συ  τους  έκτισες ' 
το  Θαβώρ  καϊ  6  Έρμων  εις  το  ονομά  σου  &εΧουν 
εύφραίνεσθαι. 

13  "Εχεις  ίσχυρον  τον  βραχίονα•  κραταιά  είναι 
η  χειρ  σου•   ύ^ΙτηΧη  η  Βεξιά  σου. 

14  Η  Βικαιοσύνη  και  ή  εύθύτης  είναι  η  βάσις 
του  θρόνου  σου•  το  εΧεος  καϊ  ή  άΧήθεια  Β^έΧουν 
ττροτΓορεύεσθαι  εμττροσθεν  του  ιτροσώττου  σου. 

15  }>Ιακάριος  6  Χάος,  όστις  ακούει  την  χαρο- 
ΤΓοιάν  φωνήν  αυτοί,  Κύριε,  ΒεΧουν  περιττατεΐ  εις 
το  φώς  του  ιτροσώττου  σου. 

16  ΕΪ9  το  ονομά  σου  ΒεΧουν  ά'γάΧΧεσθαι  οΧην 
την  ημεραν  καΐ  εις  τ^ν  Βικαιοσύνην  σου  3^έΧουν 
νψωθή. 

447 


Μ7;ι/όί  ήμίρα  ιζ' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

17  Αωτί  συ  βίσαι  το  καύγτιμα  της  Βυνάμεώς 
των  καΐ  Βίά  της  εύμενείας  σου  Β^εΧεί  ύψωθή  ή 
κεφαλή  μας. 

18  Δίότί  6  Κύρως  είναι  ή  ύττεράστησίς  μας•  καΐ 
6  "Α^ίος  του  ^ΙσραηΧ,  6  βασϊΧεύς  μας. 

19  ^ΚΚάΧησες  ττοτε  δί'  οράματος  εις  τον  "Α'^ίόν 
σου,  καΐ  είττες,  "Εθεσα  βοήθειαν  εττάνω  εΙς  τον 
Βυνατόν  ϋ'^ωσα  εκΧεκτον  αττο  τον  Χαόν. 

20  Έ,ύρήκα  ΑαβίΒ  τον  ΒοΰΧόν  μου•  με  το  εΧαιον 
το  αγί-όν  μου  ε'χ^ρίσα  αυτόν 

21  Ή  χειρ  μου  ^έΧεί  τον  στερεόνει•  καΐ  6  βρα- 
χίων  μου  3-έΧβί  τον  ενΒυναμόνεί. 

22  Αεν  ^έΧεί  ΰττερισ-χυσει,  ε'χθρος  εναντίον  του• 
ούδε  υίος  ανομίας  Β^έΧεο  τον  ταΧαίττωρήσει. 

23  ΚαΙ  ^εΧω  κατακάψει  άττ  εμττροσθεν  του 
τους  ενθρούς  του•  καΐ  τους  μισοΰντας  αύτον  ^εΧω 
κατατροπώσει. 

24  'Η  δε  άΧηθεί,ά  μου  καΐ  το  εΧεός  μου  Β^έΧονν 
εΐσθαί  μετ  αυτοί)•  καϊ  δίά  το  ονομά  μου  3-έΧεί 
ύψωθή  ή  κεφαΧή  του. 

25  Και  ^ελω  εκτείνει  την  χεΐρά  του  εως  εις  την 
^άΧασσαν,  και  εως  εις  τους  ποταμούς  την  Βεξιάν 
του. 

26  Αύτό<?  ^ελεί  κράξει  ττρος  εμε.  Πατήρ  μου 
είσαι  συ,  Θεός  μου,  και  ττέτρα  της  σωτηρίας  μου. 

27  Έγώ  βέβαια  ^έΧω  τον  κάμει  ττρωτότοκόν 
μου,  ΰψιστον  εττάνω  εις  τους  βασιΧεϊς  της  ηης. 

28  Αια-παντος  ^εΧω  φυΧάττει  8ι  αύτον  το  εΧεός 
μου,  καϊ  ή  Βιαθήκη  μου  Β^έΧει  εΙσθαι  στερεά  με 
αυτόν. 

29  Και  θ^ελω  κάμει  νά  Βιαμενη  το  σπέρμα  του 
εις  τον  αίωνα,  καϊ  6  θρόνος  του  ώς  αϊ  ήμέραι  του 
ουρανού^ 

30  Έάν  ε'γκαταΧίττωσιν  οι  υιοί  του  τον  νόμον 
μου,  καϊ  εΙς  τάς  κρίσεις  μου  δεν  ττερητατήσωσιν 

31  Έαν  βεβηΧώσωσι  τα  δικαιώματα  μου,  καϊ 
δεν  φυΧάξωσι  τάς  εντοΧάς  μου• 

448 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μΐ7ί'όί  ημίρα  ιζ . 

32  Τότε  .^ελω  βτησκβφθή  μβ  ράβΒον  τά<?  παρα- 
βάσεις των,  καΐ  μβ  ττΧη^άς  τάς  παρανομίας  των. 

33  Το  βλεός  μου  όμως  δεν  ^ελω  σηκώσει  άττο 
αύτον,  ουδέ  •&ε'λω  ακυρώσει  την  ειτα'^'^εΧίαν  μου. 

34  Δεν  ^έλω  τταραβή  την  Βιαθήκην  μου,  ουδέ 
.^ελω  αθετήσει  ο,τι  εκβήκεν  άττο  τα  χειΚη  μου. 

3δ  "Ατταξ  ώμοσα  εις  την  άηιότητά  μου,  οτι  δέν 
.^ελω  ψευσθή  εις  τον  Ααβίδ. 

36  Το  σπέρμα  του  ^έλει  Βιαμένει  εις  τον  αιώνα, 
και  6  Βρόνος  του  ώς  6  ηΧιος,  έμπροσθεν  μου' 

37  Ώ•»  '}  σεΧήνη  ^έλεί.  στερεωθή  εις  τον  αιώνα, 
καΐ  ώς  μάρτυς  πιστός  εΙς  τον  ούρανόν. 

38  Άλλα  σι)  άπεβαΧες  καΐ  εβΒεΧΰ'χθης,  συ  ώρ- 
■γίσθης  εναντίον  του  'χ^ριστου  σου. 

39  'ϋκύρωσες  την  διαθηκην  του  ΒούΧου  (Τον 
εβεβήΧωσες  το  ΒιάΒημά  του  εως  εις  την  'γήν. 

40  Έχάλασες  οΧους  τους  φραγμούς  του'  ήφά- 
νισες  τά  ο-χυρώματά  του. 

41  Τον  Βιαρπάζουν  'όΧοι  οι  Βιαβαίνοντες  τον  Βρό- 
μον  κατεστάθη  ονειΒος  εις  τους  'γείτονάς  του. 

42  "Ύψωσες  την  Βεξιάν  των  εναντίων  του•  εύ- 
φρανες οΧους  τους  ε-χθρούς  του. 

43  \\πεστόμωσες  το  κοπτερον  της  ρομφαίας  του, 
καΐ  δέν  τον  εστερέωσες  εις  την  μάγτιν. 

44  "Έ,παυσες  την  Βόξαν  του,  καΐ  τον  Βρόνον  του 
ερριψες  κατά  ^ής. 

45  ΏΧι^όστευσες  τάς  ημέρας  της  νεότητός  του' 
τον  ενΒυσες  με  αίσγυνην. 

46  "Εω?  ττότε.  Κύριε;  ^ε'λεί9  κρύπτει  πάντοτε 
τον  εαυτόν  σου;  εως  πότε  ΒέΧει  καιεσθαι  ως  πυρ 
ή  οργή  σου; 

47  ^Ενθυμήσου  πόσον  βραγυς  είναι  ο  καιρός  μου, 
εις  ποίαν  ματαιότητα  έκαμες  οΧους  τους  υιούς 
των  ανθρώπων. 

48  ΠοΓος  άνθρωπος  ΒέΧει  ζήσει,  και  δέν  ΒέΧεν 
ιΒεΙ  Βάνατον;  και  ποιος  ΒέΧει  Χυτρώσει  την  ψυ^ 
■χΐ)ν  του  από  την  χ^ϊρα  του  άΒου ; 

449 


Μηνός  ημίρα  ιη  .  ΨΑΛΜΟΙ. 

49  Τίοΰ  α,ναί  τα  βΧβη  σον  τα  αργαΐα,  Κνριβ,  τα 
οτΓοΐα  ώμοσ€<;  ττρος  τον  ΑαβΙΒ  βίς  την  αΚήθβιαν 
σου; 

50  ^Έ^νθυμησου,  Κύρίβ,  τον  6ν€ί8ισμ6ν  των  Βού- 
\ων  σον  7Γώ9  φέρω  βίς  τον  κόΧττον  μου  τον  6ν€ΐΒί- 
σμον  τόσων  ποΧναρίθμων  Χαών 

51  Με  τον  όττοΐον  ώνβίΒίσαν  οι  β'χ^θροί  σου, 
Κνριε'  μβ  τον  οττοΐον  ώνείΒισαν  τα  Ίχνη  του 
χριστού  σου. 

52  Ευλογημένος  ας  ηναι  6  Κύριος  εις  τον  αιώνα. 
\μην,  καϊ  άμ7]ν. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΛ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

ΦΑΛΜ02   ^'. 

Ι^ΤΡΙΕ,  συ  εστάθης  το  καταφυγών  μας  εις  δ\ας 
τάς  γενεάς. 

2  ΤίρΙν  <γεννηθώσι  τα  ορη,  καϊ  ΊτΚασθγ  η  <γή  καϊ 
η  οικουμένη,  και  άττο  του  αιώνος  εως  εις  τον  αι- 
ώνα, συ  είσαι  6  Θεός. 

3  Σύ  φέρεις  τον  άνθρωττον  εις  φθοράν  καϊ  Χέ- 
ζεις, ^Έ,τΓίστρέψετε,  υίοΙ  των  άνθρώττων. 

4  Αιότι  χίΧια  ετη  εμττροσθεν  των  οφθαλμών 
σου  είναι  ώς  η  ημέρα  η  χθεσινή,  ή  οττοία  εττέρασε, 
και  ώς  φυΧακη  νυκτός. 

5  Τους  αφαοττάζεις  ώσαν  με  ρεύμα  ύΒάτων  αυτοί 
είναι  ώς  ονειρον  της  αύ'γής,  ώς  χόρτος  ό  όττοΐος 
ττερνα. 

6  Το  Ίτρωϊ  ανθεί  καϊ  τταρακμάζεΐ'  το  εσττέρας 
κότττεται  καϊ  ξηραίνεται. 

7  Αιότι  άναΧυόμεθα  εις  την  όρηην  σου,  καϊ  εις 
τον  Β^υμόν  σου  ταραττομεθα. 

8  "Εβαλες  τάς  ανομίας  μας  εμττροσθεν  σου,  τα 
κρύφια  μας  εμττροσθεν  εις  το  φώς  τού  ττροσωττου 
σον. 

9  ΕττειΒη  ολαι  αι   ημέραι  μας  ττερνούν   εις  την 

450 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  ιη'. 

οργ]ν    σον    8ίατρε'χ^ομ€ν    τους    'χ^ρόνονς    μας    ώς 
νόημα. 

10  Αί  ημίραι  της  ζωής  μας  βϊναί  ββΒομήντα  χρό- 
νοι, καΐ,  €ίς  βυρωστίαν,  6<γ8οήντα  χρόνοι•  ττΧην 
καΐ  το  Χαμττρότβρον  μάρος  αυτών  ζΐναι  κόπος  και 
ΤΓονος,  Βιότι  ταχέως  ττβρνα,  και  ήμβΐς  ττβτώμεν. 

1 1  Ώοΐος  καταΧαμβάνβι  την  Βύναμιν  της  ορ^ής 
σου,  και  του  ^υμου  σου,  ανα\ό'^ως  μΐ  τον  €ΐς  σε 
χρβωστούμενον  φόβον  ; 

12  Δ/δα^ε  μας  οΰτω  να  μΐτρώμβν  τάς  ημέρας 
μας,  ώστβ  νά  ττροσκοΧλώμεν  τάς  καρΒίας  μας  εις 
την  σοφίαν. 

13  Έ,ττίστρβψβ,  Κύρΐ€'  €ως  ττότε•  και  <γ€νον 
ί'λεω9  649  τους  ΒούΧους  σου. 

14  Χόρτασε  μας  τώρα  άττό  το  €λε09  σον,  και 
^ελο/ζεν  χαίρβσθαι  και  βύφραίνβσθαι  εις  οΧας  τάς 
ημέρας  μας. 

15  Εύφρανε  μας  Βιά  τάς  ημέρας  βίς  τάς  όττοίας 
μας  εθΧιψβς,  και  Βιά  τους  χρόνους  €ΐς  τους  όττοίους 
ϊΒαμεν  κακά. 

16  *Α9  γ/ντ;  το  ερηον  σου  φανβρον  βίς  τους  Βού- 
Χους  σου,  καΐ  η  Βόξα  σου  εις  τους  υιούς  των 

17  Και  ας  ήναι  η  Χαμττρότης  Κυρίου  του  Θεοί) 
ημών  ε'ττάνω  ε69  ημάς'  καΐ  το  βρ^ον  των  χειρών 
μας  στερέονβ  ε'ττάνω  εις  ήμάς'  ναΙ,  το  ερ^ον  τών 
χειρών  μας,  στερέονε  αυτό. 

Ψαλμός  ^α'. 

''(~)ΣΤΙΣ  κατοικεί  εις  τον  κρύφιον  τόττον  του  'Ύψί- 
στου,    υττό    την    σκέττην    του    Παντοκράτορος 
Ι^έΧει  Βια,τρίβει. 

2  Θέλω  Χέ'^ει  εΙς  τον  Κύριον,  Συ  είσαι  καταφύ- 
^γιόν  μου,  καΐ  φρούριόν  μου'  συ  θεός  μον  εις  αυ- 
τόν ^ελω  εΧττίζει. 

3  Διότι  αυτός  ^έΧει  σε  Χυτρόνει  άττό  τάς  ττα^ί- 
Βας  τών  κυνηγών,  καΐ  άττό  Βανατηφόρον  Χοιμόν. 

4  Με  τά  τττερά  του  Β^έΧει  σε  σκεττάζει,  καΐ  υττό 
τάς  πτέρυγας  του  ^έλε^ς  είσθαι  άσφαΧής'  η  άΧη- 

451 


Μηνός  ημ,ίρα  ιη' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

θβιά  τον  Β^έλει  σε  ύττβρασττίζβσθαι,  ώ9  τΓανοττλία 
καΐ  ασπίς. 

5  Δεν  -9^ελεί9  φοββΐσθαο  άττο  φόβον  νυκτ€ριν6ν, 
ουδέ  την  ημέραν  άττο  βεΧος  ττβτώμβνον 

6  Ουδέ  ατΓο  Β^αναηκον,  το  όττοΐον  τΓβριητατεΐ  βίς 
το  σκότος"  ουδέ  άττο  οΧβθρον,  όστις  βρημόνει  €ΐς 
το  μέσον  της  ημέρας. 

7  Φιλίας  3-έΧεί  ττίτΓτεί  άττο  τα  αριστερά  σον, 
και  μνριας  άττο  τα  8βζιά  σον  ττΧην  €ΐς  σέ  δεν 
-9έλεί.  ττΧησιάζβι. 

δ  Μόνον  μέ  τονς  οφθαλμούς  σον  ^ελεί9  θεωρεί, 
καΐ  ^έλε69  βΧέπβι  των  ασεβών  την  άνταμοιβήν. 

9  'Έ,7Γ€ΐ8η  συ  τον  Κνριον,  όστις  είναι  η  ελ,ττίς 
μον,  τον  "Ύψιστον,  έκαμες  κατάφυτων  σον, 

10  Δέν  ^ελε^  σέ  συμβαίνει  κανέν  κακόν,  καϊ  ού- 
Βεμία  μάστιζ  δέν  Β^έΧει  ττΧησιάζει  εις  το  κατοι- 
κητήριόν  σον. 

1 1  Αιότι  ΒέΧει  προστάξει  εις  τονς  αγγέλους  του 
ΊτερΙ  σου,  νά  σέ  8ιαφυ\άττωσιν  εις  οΧους  σου 
τους  δρόμους. 

12  Θέλουν  σέ  σηκόνει  εις  τάς  'χείράς  των,  δια  να 
μη  ττροσκόψης  τον  ττόδα  σου  εις  ττέτραν. 

13  Θέλεί.9  πατήσει  επάνω  εΙς  τον  λέοντα  καΐ  εις 
την  άσπίΒα'  3^έΧεις  καταπατήσει  τον  σκύμνον  και 
τον  δράκοντα. 

14  Έττείδϊ)  εθεσεν  εις  έμέ  την  ά^άπην  τον,  δια 
τούτο  3^έΧω  τον  Χντρώσεΐ'  Β^έΧω  τον  υψώσει, 
διότι  έ'γνώρισε  το  ονομά  μου. 

15  Θέλεί  μέ  επικαΧεΐσθαι,  καϊ  ΒέΧω  τον  εισα- 
κούει• μετ  αυτοί)  3^έΧω  εϊσθαι  εις  καιρόν  3\ίψεως' 
-θέλω  τον  Χντρόνει,  καΐ  Β^έΧω  τον  δοξάζει. 

16  Θέλω  τον  'χ^ορτάσει  από  μακράν  ζωην,  και 
.^έλω  δείξει  εις  αντόν  την  σωτηρίαν  μον. 

Ψαλμός  ^,β'. 

'Λ  ΓΑΘΟΝ  είναι  νά  δοξοΧο^η  τις  τον  Κύριον,  και 
νά  ΛίταΧμωδη  εις  τό  ονομά  σου,  'Τψιστε' 
452' 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνοί  ημίρα  ιη. 

2  Να  άνα'γ'γβΧλτ)  το  ττρωί'  το  βλβός  σου,  καΐ  την 
άΧηθβίάν  σον  ττάσαν  νύκτα, 

3  Με  Βζκάχ^ορΒον  όργανον,  καΙ  μ€  ψαΧτήριον 
μ€  ω8ην  και  κιθάρας. 

4  Αιότί  μβ  €νφραν€ς,  Κύριε,  μβ  τα  ττοιηματά  σον 
3^έ\ω  ά'γάΧλ.εσθαι  βις  τα  βρ^α  των  γ^βιρων  σον. 

δ  ΙΙόσον  μξ'^αΚα  βίναι  τα  ερ'γα  σον,  Κνριβ ! 
βαθύς  €ΐναι  οί  διαΧο^ισμοί  σον  σφόδρα. 

6  Ό  άνθρωτΓος  6  ανόητος  Βεν  γνωρίζει,  και  6 
μωρός  δεν  εννοβΐ  τοντο' 

7  "Οτι  οι  άσεββΐς  βΧαστάνουν  ώς  ό  γ^όρτος,  και 
ανθούν  6\οι  οί  ερ'^άται  της  ανομίας,  8ιά  νά  άφα- 
νισθώσιν  αιωνίως. 

8  Άλλα  συ,  Κύρΐ€,  είσαι  ύψιστος  εις  τον  αιώνα. 

9  Αιότι,  ιδού,  οί  ε-χθροί  σον,  Κύριε,  διότι,  ιδού, 
οί  ε-χθροί  σον  ^εΚονν  εξοΧοθρενθή'  3^έΧονν  δια- 
σκορτΓίσθή  οΧοι  οί  ερ'^άται  της  ανομίας. 

10  Άλλα  σύ  ^εΧεις  υψώσει,  ώς  τον  μονοκέρω- 
τος,  το  κέρας  μον  εγώ  ^ελω  χρισθή  με  νέον 
εΧαιον 

1 1  Και,  ό  όφθαΧμος  μον  ^έΧει  ιδεί  την  ττοινην 
των  εχθρών  μον  τα  ώτία  μον  Β^έΧονν  ακούσει  ττερϊ 
των  κακοποιών,  οί  όποιοι  σηκόνονται  κατ   εμον. 

12  Ό  δίκαιος  ώς  6  φοίνιξ  ΒέΧει  ανθεΐ'  ώς  ό 
κέδρος  τον  Αιβάνον  3^έΧει  αυξάνει. 

13  Φντευμένοι  εις  τον  οίκον  τον  Κνρίον,  3^έΧονν 
ανθεί  εις  τάς  αύΧάς  τον  θεού  μας. 

14  θέΧονν  καρποφορεί  καί  εις  αυτό  το  βαθύ 
Ύηρας,   και  ^ελοι/ν  είσθαι  ακμάζοντες  καΐ  άνθηροί' 

15  Δίά  νά  άνα^^έΧΧωσιν  ότι  δίκαιος  είναι  ό 
Κύριος,  το  φρούριόν  μον  καΐ  δεν  υπάρχει  αδικία 
εις  αυτόν. 

ΆΚΟΑΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 
ΦΑΛΜ02   ^γ'. 

'ΓΛ  ΚΥΡΙΟΣ  βασιΧεύεΐ'  με  με'^αΧοπ ρέπε ιαν  είναι 
ενδεδνμένος'    ενδεδυμένος    είναι   ό   Κύριος  με 

453 


'Μηνο:  ημίρα  ιη'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

Βύναμιν,    καΐ   7Γ€ρί€ζωσμ€νο<}'    την    δε    οίκουμένην 
βστβρβωσβν,  ώστβ  δβν  3^έ\€ί  σαΧβυθή. 

2  Ατγ'  άργης  βίναι  στ€ρβωμβνο<{  6  3^ρόνο(;  σον 
άτΓο  του  αίώνο<ί  συ  βΐσαι. 

3  "Ύψωσαν  οι  ποταμοί,  Κνρίβ,  ύψωσαν  οΐ  ποτα- 
μοί την  φωνην  των  οι  ποταμοί  ύψωσαν  τά  κύ- 
ματα των. 

4  Ό  Κνρίος  6  εν  ύψίστοι<;  βΐναι  8υνατώτ€ρο<;  άπο 
τον  ηχον  ποΧλών  ύΒάτων,  άπο  τά  Βννατά  κύματα 
Τί}9  ^αΧάσσης. 

5  Τά  μαρτύρια  σου  βίναί  σφό8ρα  πιστά'  βίς  τον 
Οίκόν  σου  άνήκζ,ι  ά'^ί6τη<ί,  Κύρΐ€,  αΙωνίως. 

Ψαλμός  ^^δ'. 

^ΕΕ    των    εκδικήσεων,    Κύριβ'    Θεέ  των  €κ8ικΐ]- 
σβων,  παρ'ρησιάσου. 

2  'Σήκω,  Κ/Ε>6τά  τη<ζ  <γή<;•  κάμε  την  άνταπόΒοσιν 
€19  τους  υπερήφανους. 

3  "Εως  πότε  οι  ασεβείς,  Κύριε,  εως  πότε  οι  ασε- 
βείς Β^ελουν  θριαμβεύει ; 

4  "Εω9  πότε  θεΧουν  προφέρει  καΐ  λαλεί  σκΧη- 
ρούς  Χό<γους  ;  και  θεΧουν  καυ'χασθαι  'όΧοι  οι  έρ- 
ματα ι  της  ανομίας; 

5  Τον  Χαόν  σου,  Κύριε,  καταθΧίβουν,  και  την 
κΧηρονομίαν  σου  κακοποιούν. 

6  Τ^ν  χήραν  και  τον  ξένον  φονεύουν,  και  3^ανα- 
τόνουν  τους  ορφανούς. 

7  ΚαΙ  Χέζουν,  Δεν  .^ελε^  ι8εΐ  6  Κύριος,  ούδε 
^ελει  νοήσει  6  θεός  του  ^ϊακώβ. 

8  ^Εννοήσετε  σεις,  οι  άφρονες  μεταξύ  του  Χαού' 
και  σεις,  μωροί,  πότε  θ^έΧετε  φρονιμεύσει ; 

9  "Οστί-9  εφύτευσε  το  ώτίον,  δεν  3^έΧει  ακούσει; 
όστις  επΧασε  τον  όφθαΧμόν,  δεν  -^ελεί.  ΙΒεΐ; 

10  ''0στί9  σωφρονίζει  τά  έθνη,  δεν  ^έλεί.  ελέγ- 
ξει;  όστις  ΒιΒάσκει  τον  άνθρωπον  γνώσιν; 

11  Ό  Κύριος  γνωρίζει  τους  ΒιαΧο^γισμούς  των 
ανθρώπων,  οτι  είναι  ματαιότης. 

454 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  ιη', 

12  }ΐιϊακάρίος  6  άνθρωττος  τον  οττοΐον  σωφρονί- 
ζεις, Κνριβ,  καΐ  8ίά  του  νόμου  σου  διΒάσκβις  αυτόν 

13  Δία  νά  τον  ΒίΒτ)ς  άνάτταυσιν  αττο  τας  ημέρας 
της  συμφοράς,  €ωσοΰ  νά  σκαφθη  Χάκκος  Βίά  τον 
άσεβη. 

14  Αίότί  δβν  .^ίλεί  άττορρίψβι  ό  Κύριος  τον  \αόν 
του,  καΙ  την  κληρονομίαν  του  δεν  -^ελει   Ιηκατα- 

15  Έττειδί)  7]  κρίσυς  ^ελεί  εττιστρεψει  βίς  την 
Βικαιοσΰνην,  καΐ  Β^βΧουν  την  άκοΧουθήσει  οΚοι  οί 
ευθείς  την  καρΒίαν. 

1 0  ΤΙοΐος  Β^εΧει  σηκωθη  ύττερ  εμού  κατά  των 
ΤΓονηρευομένων  ;  η  ττοΐος  ^ελει  τταρασταθή  ύττερ 
εμού  κατά  των  εργατών  της  ανομίας ; 

17  Έάν  ό  Κύρως  δεν  με  εβοηθούσεν,  τταρ  ό\ί<γον 
ηθεΧε  κατοικήσει  η  ^υ-χτ]  μου  εΙς  τον  τόττον  της 
σιωπής. 

18  "Οτε  έλεγα,  Έγλί'στρτ/σεν  6  ττούς  μου,  το 
έλεος  σου,  Κύριε,  με  εβοηθούσεν. 

19  Ει<>  το  ττΧήθος  των  άμηγανιων  της  καρΒίας 
μου,  α'ι  τταρηηορίαι  σου  εύφραναν  την  ψυχ^ν  μου. 

20  Μτ;  ττως  ε'χει  μετά  σού  καμμίαν  συ'^κοινωνίαν 
ό  θρόνος  της  ανομίας,  όστις  μη-χανάται  άΒικίαν 
άντι  νόμου; 

21  ΧύτοΙ  εφορμούν  ομού  κατά  της  -ψυχτ^ς  του 
Βικαίου,  και  αίμα  άθώον  καταΒικάζουν. 

22  )\λλ  ό  Κύριος  είναι  εις  εμέ  καταφύ<γιον'  καΐ 
υ  θεός  μου,  το  φρούριον  της  εΧττίΒος  μου. 

23  Και  ^ελε6  εττιστρέψει  κατεπάνω  των  την 
ανομιαν  αυτών,  καΐ  Βιά  της  ιΒίας  των  πονηρίας 
.^ελεί  τους  άφανίσεΐ'  Κύριος  6  θεός  μας  ^ελεί 
τους  αφανίσει. 


455 


Μι;ι/όί  ημίρα  ώ' .  ΠΑΛΜΟΙ. 

ΆΚ0Λ0ΤΘ1Α  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Φαλμος  ^ε'. 

ΛΕΤΤΕ,    α9  ά'γαΧΚιασθώμβν  βίς  τον   Κύρων  ας 
αλαλάξωμβν  βίς  την  ττβτραν  της  σωτηρίας  μας. 

2  'Ά9  ττροφθάσωμβν  εμττροσθέν  του  μβ  8οξο\ο- 
<γίαν'  μβ  ψαΧμούς  άς  αλάΧάξωμβν  €ίς  αυτόν. 

3  Αιότί  θβος  μβ'γας  βίναί  6  Κύριος,  καΐ  Βασιλβύς 
μέ^ας  υττίρ  ττάντας  τους  3^€θύς. 

4  Αιότί  βίς  αυτού  την  χ^ΐρΟ'  €Ϊναί  τα  βάθη  της 
'γής•  και  τα  ϋψη  των  ορέων  βΙναι  ιΒικά  του. 

5  ^ΐΒικη  του  βϊναι  η  ^αΚασσα,  και  αύτος  βκαμεν 
αυτήν   καΐ  την  ξηράν  αΐ  γα,ρβς  αυτοί)  εττΧασαν. 

6  ΔεΟτε,  ά9  ττροσκυνήσωμβν  και  άς  ττροσττβσω- 
μεν  άς  ηονατίσωμεν  έμπροσθεν  του  Κυρίου,  του 
Πλαστού  μας. 

7  Δίότί,  αυτός  είναι  6  Θεό?  μας'  και  ήμεΐς  είμεθα 
6  Χάος  της  βοσκής  του,  καΐ  τα  ττρόβατα  της 
χειρός  του.    Σήμερον  εάν  ακούσετε  την  φωνήν  του, 

8  Μη  σκΧηρύνετε  την  καρΒίαν  σας,  καθώς  εις 
τον  τταρορ^ισμον,  καθώς  εις  την  ήμέραν  του  ττει- 
ρασμοΰ  εις  την  ερημον 

9  "ΟτΓου  οΐ  πατέρες  σας  με  έττείρασαν,  με  έΒοκί- 
μασαν,  και  ϊΒαν  ακόμη  τά  ερ'•^α  μου. 

10  Σαράντα  χρόνους  έΒυσαρεστήθην  με  την  ^ε- 
νεάν  εκείνην,  και  εϊττα.  Ούτος  είναι  Χαός  ττεττΧανη- 
μένος  την  καρΒίαν,  καΐ  αύτοΙ  8έν  εηνώρισαν  τάς 
οδούς  μου. 

11  Αιά  τούτο  ώμοσα  εις  την  όρ^ήν  μου,  οτι  εις 
την  άνάτταυσίν  μου  δεν  Β^έΧουν  εμβή. 

Φαλμος  ^ς'. 

φΑΛΛΕΤΕ   εις  τον  Κύριον  άσμα  νέον  ψάΧΧετε 

εις  τον  Κύριον,  οΧη  ή  <γή. 

2  Ψάλλετε   εις  τον  Κύριον   εύΧο^εΐτε  το  ονομά 

του'   κηρύττετε  άττό  ήμέραν  εΙς  ήμέραν  την  σωτη- 

ρίαν  του. 

456 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ήμίρα  ι3'. 

8  Άνα77^ίλ€Τ€  εις  τά  €θνη  την  Βόξαν  του,  £ΐ9 
ολον9  τους  Χαούς  τά  θαυμάσια  του. 

4  Δίότι  μέ'^ας  βίναί  6  Κύρίθ<;,  καΐ  άξιύμνητος 
σφόδρα•  αύτος  ίΐναί  φοββρος  ίιττερ  ττάντας  τους 
^€θύς. 

δ  Διότί.  δλοί  οΐ  ΒβοΙ  των  εθνών  βίναί  είδωλα•  ό 
δε  Κύριος  €καμ€  τους  ουρανούς. 

6  Τιμή  και  μ€'γάλθ7Γρβ7Γ€ία  βίναι  βμττροσθέν  του' 
Ισγυς  καΐ  ώραιότης  €ίς  το  ά'^ιαστήριόν  του. 

7  ΆτΓοδόσετε  βίς  τον  Κύριον,  οΙκο<^/€ν£οαί  των 
Χαών,  άτΓοδόσετε  βίς  τον  Κύριον  δόξαν  καϊ  ισχύν. 

8  ΆτΓοδόσετε  εΖς  τον  Κύρίον  την  δόξαν  του  ονό- 
ματος του'  φβρβτε  ττροσφοράς,  καϊ  έμβαίνβτβ  εΙς 
τάς  αυΚάς  του. 

9  ΪΙροσκυνήσβτζ  τον  Κύριον  ει<?  την  μ€<γάλοτΓρέ- 
7Γ€ΐαν  της  ά<γιότητός  του'  φοββΐσθε  εμττροσθέν  του, 
6\η  η  'γή. 

10  Είττετε  μεταξύ  τών  εθνών,  Ό  Κύριος  βασι- 
Χβύεΐ'  η  δε  οικουμένη  ^ελε^  βίσθαι  στερεωμένη" 
δεν  ^ε'λει  σαΧευθν'  αυτός  θ^ε'λε*  κρίνει  τους  Χαούς 
με  ευθύτητα. 

1 1  Άς  εύφραίνωνται  οΐ  ουρανοί,  και  ας  ά<^άΧΧε- 
ται  η  'γή•  ας  ηγ^η  ή  ^άΧασσα,  και  τό  ττεριε-χό- 
μενον  εις  αυτήν. 

12  Άς  γαίρωσιν  αϊ  ττεδιάδες,  καΐ  οσα  είναι  εΙς 
αύτάς'  τότε  Β^έΧουν  ά^άΧΧεσθαι  οΧα  τα  δένδρα 
του  δάσους, 

13  "Εμττροσθεν  του  Κυρίου•  διότι  ερ'χεται,  διότι 
εργεται  νά  κρίνη  την  ^ήν  ϋ^έΧει  κρίνει  την  οίκου- 
μενην  με  δικαιοσύνην,  και  τους  Χαούς  με  την  άΧή- 
θειάν  του. 

Ψαλμός  ^^ζ'. 

*Γ\  ΚΤΡΙΟΣ   βασιλεύει•  άς  ά'γάΧΧεται  ή  'γή•  ας 
ευφραίνεται  το  ττΧηθος  τών  νήσων. 

2  'ΝεφέΧη  και  όμίχΧη  είναι  τρι<γύρω  τον  δικαιο- 
σύνη και  κρίσις  είναι  η  βάσις  του  θρόνου  του. 

3  ΥΙύρ  ττροτΓορεύεται  έμπροσθεν  του,  και  φΧο- 
'γίζει  τταντα'χόθεν  τους  ε-χθρούς  του. 

χ 


Μηνόί  ήμερα  ώ' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

4  Αί  άστρατταί  του  φωτίζουν  την  οίκουμβνην' 
ϊΒεν  ή  '^η,  καΐ  εσαΧβύθη. 

5  Τά  όρη  αναλύονται  ώς  κηρο<ί  άττο  την  τταρου- 
σίαν  τον  Κυρίου,  άττο  την  τταρουσίαν  του  Κυρίου 
οΧης  της  <γή<ϊ, 

6  ^ναΎΎβΧλ,ουν  οΐ  ουρανοί  την  Βικαιοσύνην  τον^ 
καΐ  βΧβτΓουν  οΧοί  οι  \αοΙ  την  Βόζαν  του. 

7  "Αϋ  αίσ'χυνθώσιν  ολοί  ο  Ι  Χατρβύοντβς  τα 
γλυτΓτά,  οι  καυγωμβνοί  εις  τά  είδωλα•  ττροσκυ- 
νβΐτβ  αυτόν,  οΧοι  οι  3^€θί. 

8  "Ηκουσβν  η  Σιών,  καΐ  ζύφράνθη'  καΐ  βχ^άρησαν 
αΐ  Γ&υγατ€ρ€9  τον  Ιούδα,  δία  τάς  κρίσεις  σου,. 
Κύριε. 

9  Αιότι  συ,  Κύριβ,  είσαι  ύψιστος  επάνω  εΙς  6\ην 
την  ιγήν  σφόΒρα  νττερυψώθης  νττερ  ττάντας  τους 
3^εούς. 

10  "Οσοι  άγαττάτε  τον  Κύριον,  μισείτε  το  κακόν 
αύτος  φνΧάττει  τάς  ψνχ^ας  των  άγιων  τον  τους 
εΧευθερόνει  άττο  την  χ^ΐρα  των  ασεβών. 

1 1  Φω9  σττείρεται  δια  τον  δίκαιον,  και  ευφρο- 
σύνη Βιά  τους  ευθείς  την  καρδίαν. 

12  Έιύφραίνεσθε,  δίκαιοι,  εις  τον  Κύριον,  καΐ 
δοξο\ο<γεΐτε  την  μνήμην  της  άηιωσύνης  αύτον. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦΑΛΜ02    Ιηη' . 

;ρΑΑΛΕΤΕ  εις  τον  Κύριον  άσμα  νέον  διότι  έκαμε 
θαυμάσια"    με    την    δεζιάν    του,    καΐ    με    τον 
βρα^ζίονα  τον  α^ιόν  του,   αύτος  ενήργησε  την  σω- 
τηρίαν. 

2  Ό  Κύριος  έκαμε  ^γνωστην  την  σωτηρίαν  του' 
εμττροσθεν  των  εθνών  άττεκάΧυψε  την  δικαιοσύνην 
του. 

3  ^Ενθυμήθη  το  ελε09  του  καΐ  την  αλήθειάν  του 
ττρος  τον  οίκον  του  ^\σραήΧ•  οΧα  τά  πέρατα  της 
γ]ς  ϊδαν  την  σωτηρίαν  του  ΘεοΟ  μας. 

458 


ΠΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  ιΒ'. 

4  Αλαλάζετε  εις  τον  Κύρων,  οΧη  η  ηη•  ζύφραί- 
νβσθζ,  καΐ  ά^άΧλβσθζ,  και  ψαΧμωΒβΐτε. 

5  Ψαλ/ΐΑωδεΓτε  εις  τον  Κύριον  μ€  κιθάραν,  μβ 
κιθάραν,  και  μβ  φωνην  ψα\μω8ίας. 

6  Με  σάΧτΓΐ'γ'γας  'χα\κίνα<ί,  και  με  φωνην  σά\- 
ΤΓΐ'γ^ος  κεράτινης,  αλαΧάζετε  εμττροσθεν  του  Βα- 
σιΧεως  Κυρίου. 

7  Ά?  άντηχήστ]  η  ^άΧασσα,  καΐ  το  ττεριε'χόμε- 
νον  εις  αυτήν  ή  οικουμένη,  και  οι  κατοικοΰντες 
εις  αυτήν. 

8  Οί  ΤΓΟταμοΙ  ας  κροτώσι  με  τάς  γείράς  των  τα 
δρη  ας  ά'γάΧΧωνται  ομού, 

9  "Εμττροσθεν  του  Κυρίου•  Βιότι  εργεται  να  κρίντ) 
την  ηην  ^εΧει  κρίνει  την  οίκουμένην  με  Βικαιο- 
σύνην,  καΐ  τους  Χαούς  με  ευθύτητα. 

Φαλμος  ^5'. 

'Ο   ΚΤΡΙΟΣ  βασί,Χεύεΐ'  άς  τρέμωσιν  οί  Χαοί'  κά' 
θηται  εττάνω  των  γ^ερουβίμ '  ας  σεισθη  ή  ^ή. 

2  Ό  Κύριος  είναι  μέ'γας  εις  την  Έ^ιων,  και  εττάνω 
εΙς  οΧους  τους  Χαούς  αύτος  είναι  ύψηΧός. 

3  *Α9  ΒοζοΧο'^ίοσί  το  ονομά  σου  το  //.εγα  κα\  φο~ 
βερον,  (αυτό  είναι  ά'γιον) 

4  Και  την  Βύναμιν  του  βασιΧέως,  όστις  άηαττα 
την  Βικαιοσύνην  συ  Βιώρισες  την  ευθύτητα,  συ 
έκαμες  κρίσιν  και  Ζικαιοσύνην  εις  τον  ^Ιακώβ. 

5  'Τ-νίΛο^ετε  Κύριον  τον  Θεόν  μας,  καΐ  ττροσκυ- 
νεΐτε  εις  το  ύττοττοΒιον  των  ττοδών  του'  αύτος  είναι 
ά^ιος. 

6  Ο  Μωϋσής  και  6  Ααρών  μεταξύ  των  ιερέων 
του,  και  ο  ΣαμουηΧ  μεταξύ  των  εττικαΧουμενων 
το  ονομά  του,  εττεκαΧοΟντο  τον  Κύριον,  και  αύτος 
τους  άττεκρίνετο. 

7  Άττό  τον  στύΧον  της  νεφέΧης  εΧάΧει  ττρος  αυ- 
τούς- εφύΧαξαν  τά  μαρτύρια  του,  και  τα  ττροσ- 
τά'γματα  τά  όττοΐα  εΒωκεν  εις  αυτούς. 

8  Κύριε  θεέ  μας,  συ  αυτούς   είσήκουες'    έγινες 

Χ2 


Μηνοί  ημέρα  ώ'.  ΠΑΛΜΟΙ. 

€49  αυτούς   Θεό^   οίκτίρμων,   ττΧην   καΐ   έκΒιΚ7}τη<? 
Βίά  τά<;  ττράξβις  των. 

9  'Ύψόνβτβ  Κνριον  τον  θεόν  μ>α<;,  καΐ  ττροσκυ- 
ν£Ϊτβ  €49  το  ορός  της  ά'γιότητός  του'  Βιότο  α'^ίος 
βιναι  Κύριος  6  θεός  ημών. 

ΦΑΑΜ02   ρ. 

Λ  ΛΑΛΑΗΕΤΕ  669  τον  Κύρων,  6\η  η  <^η. 

"2  Λατρεύσετε  τον  Κύριον  μβ  γαράν  ελ^ετβ 
εμττροσθεν  του  μβ  άσμα  •χ^αρμόσυνον. 

3  Τνωρίσβτε,  ότι  6  Κύριος  είναι  6  θεός•  αύτος 
μας  έκαμε,  καΐ  6'χ^ι  ημείς•  ημείς  είμεθα  ό  Χαός 
του,  καΐ  τά  ττρόβατα  της  βοσκής  του. 

4  ΈιΙσέΧθετε  εις  τάς  Β^ύρας  του  με  ΒοζοΧο'^ίαν, 
εΙς  τας  αύΧάς  του  με  βτταινον  ΒοξοΧο^εΐτε  αυτόν 
ευλογείτε  το  όνομα  αύτον. 

5  Αιότι  6  Κύριος  είναι  ά'^αθός'  εις  τον  αιώνα 
Βιαμενει  το  6λ609  του,  καΐ  άττο  γενεάν  εΖς  γενεά  ν  η 
αλήθεια  του. 

ΦΑΑΜ02  ρα' . 

'^'ρΛΕΟΣ  κα\  κρίσιν  Β^ελω  ψάλεΐ'  εις  σε,  Κύριε, 
Β^έΧω  Λρ-αΧμωΒήσει. 

2  Θέλω  φερθή  φρονίμως  εις  οΒον  άμωμον  ττότε 
θ^ελεί9  ε'λ^εΐ  ττρος  εμέ;  3^εΧω  ττεριττατεΐ  με  ακε- 
ραιότητα της  καρΒίας  μου,  εις  το  μέσον  του  οϊκου 
μου. 

3  Δεν  ^ελω  βάΧει  ττρο  οφθαΧμών  μου  ιτρά^γμα 
ΤΓονηρόν  μισώ  τους  ττοιοΰντας  τταράνομα'  τίτνοτε 
αϊτό  ταύτα  Βεν  ΒεΧει  κοΧΧηθή  εις  εμε. 

4  Ή  Βιεστ ραμμένη  καρΒία  ^ελεί  άττοβΧηθή  άττο 
εμέ'  τον  ΤΓονηρον  Βεν  ^έλω  γνωρίζει. 

5  Τον  καταΧαΧούντα  κρυφίως  τον  ττΧησίον  του, 
τούτον  ΒέΧω  εξοΧοθρεύεΐ'  τον  εγοντα  ύττερήφανον 
βΧέμμα,  καΐ  εττηρμένην  καρΒίαν,  τούτον  Βεν  3ε'λω 
ύτΓοφέρει. 

6  Οί  οφθαΧμοί  μου  ΒεΧουν  είσθαι  εττάνω  εις  τους 

460 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνυς  ημίρα  κ'. 

■τηστούς   της  'γής,    Βιά   να  <τνηκατοίκωσί   μ€   εμέ' 
Όστις  τΓζρίττατύ  βίς   όδόν  άμζμτττον,  ούτος  ^έλα 

φΙ€  ύ'7Γ'ηρ€Τ€Ϊ. 

7  Δεν  .^ελβί.  κατοικεί  €ΐς  το  μέσον  της  οικίας 
μου,  όστις  βρ'γάζβται  άττάτην^  οστνς  λαλεί  ψβΰ- 
8ος,  δεν  -^ελελ  στ€ρ€ωθή  βμττροσθβν  των  οφθαΧ- 
μών  μου. 

8  Κατά  ττάσαν  ττρ-ω'ιαν  ^ελω  βξοΧοθρεύβι  6\ονς 
τους  άσζββΐς  της  γης,  δίά  να  εκριζώσω  άττο  την 
ΊτόΧιν  του  Κυρίου  οΧους  τους  ερ'^άτα<ς  της  ανομίας. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  'ΕΩΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρβ' . 

Ι^ΤΡΤΕ,    εισάκουσε    την    ττροσευ'χήν  μου,    και    η 
κραυγή  μου  ας  εΧΘτ)  ττρος  σε. 

2  Μη  κρύψιις  το  ττρόσωττόν  σου  άττο  εμέ'  την 
ημέραν  εις  την  οττοίαν  Β\ίβομαι,  κ\ΐνε  ττρος  εμε 
το  ώτίον  σου'  την  ημέραν  εις  την  οττοίαν  σε  εττι- 
καΧουμαι,  τα-χεως  άττοκρίνου  εις  εμέ. 

3  Αιότι  8ιε\ύθησαν  ώς  καττνος  αϊ  ήμέραι  μου^ 
και  τα  οστά  μου  ώς  φρύ^'/ανον  κατεξηράνθησαν. 

4  ^ΕττΧη'γώθη  η  καρΒία  μου,  και  εξηράνθη  ώς 
"χόρτος,  ώστε  εΧησμόνησα  να  τρώ'^ω  τον  άρτον 
μου. 

5  ΆτΓΟ  την  φωνην  του  στεναγ/ΑοΟ  μου,  εκόΧλ,ησαν 
τά  οστά  μου  εις  το  Βέρμα  μου. 

6  Κατεστάθην  όμοιος  του  ερημικού  ττεΧεκάνος' 
ε'γινα  ώς  νυκτικόραξ  εις  τάς  έρημους. 

7  ^'γρυιτνώ,  και  είμαι  ώς  το  στρουθίον,  το  όττοΐον 
μονάζει  εττάνω  εις  το  Βώμα. 

8  "Ολ7?ν  την  ημέραν  με  ονειΒίζουν  οι  εχθροί  μου' 
οί  μαινόμενοι  κατ   εμού  με  καταρώνται. 

9  Αιότι  εφα-γα  στάκτην  ώς  άρτον,  και  εσυη/- 
κέρασα  με  Βάκρυα  το  ττοτόν  μου' 

10  Έξ   αιτίας    της   ορ'γής    σου    καΐ    της    άηανα- 

461 


Μτ^ί'όί  7']μ(ρα  κ' .  ΨΑΛΜΟΙ. 

κτήσεως   σον    Βιοτί    σν    μ€   ϋψωσα,   καΐ   συ   μβ 
βρριψβς  κάτω. 

1 1  Αι  ήμβραι  μου  ττβρνουν  ωσάν  σκιά,  και  εγώ 
βξηράνθην  ώς  γόρτος. 

12  2ύ  δε,  Κυρί6,  βίς  τον  αιώνα  διαμένεις,  καΐ  το 
μνημόσυνόν  σον  εις  <γενεάν  καΐ  ιγενεάν. 

13  Σύ  Τελείς  σηκωθή  καΐ  σηΧαΎχνισθή  την 
Σιών  διότι  6  καιρός  του  νά  την  έΧεήσης,  διότι  6 
διωρισμένος  καιρός  εφθασεν. 

14  ΈτΓείδϊ)  οι  δοΰ\οί  σου  βγ^ουν  εύ'χαρίστησιν 
εις  τους  Χίθους  της,  και  Χυττοΰνται  το  χώμα  της. 

15  Τότε  τά  έθνη  3^έ\ουν  φοβηθή  το  όνομα  τον 
Κυρίου,  και  οΧοι  οι  βασιλείς  της  'γής  την  δόξαν 
σου. 

16  "Οταν  6  Κύριος  οικοδόμηση  την  Σίών,  ^εΧει 
φανη  εις  την  δόξαν  τον. 

17  Θελεί  έτηβΧέψβι  εις  την  ττροσενχην  τών  ε'γ- 
καταΧεΧειμμένων ,  καΐ  δεν  ^έλεί.  καταφρονήσει 
την  δέησιν  αυτών. 

18  Ύουτο  Β^έΧει  ιγραφθή  διά  την  ηενεάν  την  ερ- 
χομένην  και  6  Χάος,  όστις  ^ελεί  δημιονρ<γηθή, 
Β^έΧει  ετταινεΐ  τον  Κύριον. 

19  Αιότί  εσκνψεν  άττο  το  ΰψος  του  ά<γιαστη- 
ρίον  τον,  άττο  τον  ονρανόν  εττέβΧεψεν  ό  Κύριος 
εττάνω  εις  την  <γήν, 

20  Δίά  νά  άκούση  τον  στενα^μον  τών  δέσμιων, 
διά  νά  Χύση  τους  ιταραιτη μένους  εις  θάνατον 

21  Δίά  νά  άνα'γ'γείΧωσιν  εις  την  Σιών  το  όνομα 
του  Κυρίου,  καΐ  τον  ετταινόν  του  εις  την  'ίερουσα- 
Χήμ' 

22  "Οταν  συναγθώσιν  ομού  οΐ  ΧαοΙ  καΐ  αϊ  βα- 
σιΧεΐαι,  διά  νά  δονΧεύσωσι  τον  Κύριον. 

23  Αδυνάτισεν  εις  τον  δρόμον  την  ίσγύν  μου• 
εσύντεμε  τάς  ημέρας  μου. 

24  Έγώ  είττα,  Μή  με  άρττάσης.  Θεέ  μου,  εις 
το  ήμισυ  τών  ημερών  μου'  τά  ετη  σου  είναι  εις 
γενεάς  <γενεών. 

462 


ΫΑΛΜΟΙ,  Μηνός  ημίρα  κ. 

25  Κατ  αρχα<ϊ  συ,  Κύριβ,  την  γήν  (θβμβΧίωσ^ς, 
καΐ  βρΎα  των  χβφών  σου  βιναι  οι  ουρανοί. 

26  Αυτοί  Β^βΧουν  άφανισθή,  συ  δε  δία/Α€νεί<?• 
χαΐ  υ\θΰ  ώ<?  ίμάτιον  ^εΧουν  τταΧαιωθή"  καΐ  ως 
^βρίβνΒυμα  ^^εΧβις   τους   τυΧίζει,  και  Β^έΧουν  άΧ~ 

'21  Σύ  όμως  είσαι  6  αυτός,  και  τά  ετη  σου  Βεν 
■Β^έΧουν  εκΧείψει. 

28  Οί  υΙοΙ  των  ΒονΧων  σου  $^έΧουν  έχει  κατοι- 
κίαν,  και  το  σττέρμα  των  3^έΧει  Βιαμενει  εμττρο- 
σθεν  σου. 

Φαλμος  ργ'. 

"Ρ|ΤΛΟΓΕΙ,   ψυχή  μου,   τον  Κύριον   και   δΧα   τά 
εντός  μου,  το  όνομα  το  α'^ιον  αύτοΰ. 

2  Έ,ύΧό^ει,  "ψυχή  μου,  τον  Κύριον,  καΐ  μή  Χη- 
σμοντ)ς  οΧας  τάς  ευεργεσίας  του. 

3  Χυτός  συγχωρεί  οΧας  τάς  ανομίας  σου'  ια- 
τρεύει  δΧας  τάς  αρρώστιας  σου• 

4  Αυτός  Χντρόνει  άττό  την  φθοράν  την  ζωήν  σου' 
σε  στεφανόνεο  με  εΧεος  και  οίκτιρμούς' 

5  Αύτό?  χορταίνει  άττό  ά'γαθά  την  εττιθυμίαν 
<του'  ή  νεότης  σου  άνανεόνεται  ώς  του  άετοΰ. 

6  Ό  Κύριος  κάμνει  Βικαιοσύνην  και  κρίσιν  εις 
οΧους  τους  αδικούμενους. 

7  ^Εφανέρωσε  τάς  οΒούς  του  εις  τον  Μωϋσην,  τά 
€ρ^α  του  εις  τους  υιούς  του  ΊσραήΧ. 

8  Οίκτίρμ.ων  καΐ  εΧεήμων  είναι  6  Κύριος,  μακρό- 
θυμος  και  ττοΧυέΧεος. 

[)  Αεν  ΒέΧει  ΒικοΧο'γεΐ  Βιά  ττάντα,  ούΒέ  Β^έΧει 
φυΧάττει  την  ορ^ήν  του  εις  τόν  αιώνα. 

10  Αεν  εκαμεν  εις  ημάς  κατά  τάς  αμαρτίας 
ημών  ούΒε  άνταττέΒωκεν  εις  ημάς  κατά  τάς  ανο- 
μίας ημών. 

1 1  Αιότι  όσον  είναι  το  νψος  του  ουρανού  ύττερ- 
άνω  της  ^ής,  τόσον  μέ^α  είναι  τό  εΧεός  του  ττρός 
εκείνους  οι  όττοΐοι  τόν  φοβούνται. 

12  "Οσον  άττέχει  ή  άνατοΧη  άττό  την  Βύσιν, 
τόσον  εμάκρυνεν  άττό  ημάς  τάς  ανομίας  ημών. 

463 


Μηνός  ημίρα  κ  .  ΠΑΛΜΟΙ. 

13  Καθώς  εύσττΧα'γ'χνίζβταί  6  ττατηρ  τά  τέκνα, 
οντω  6  Κνρίο<;  εύσττλαγχνιξεταί  βκβίνους  οΐ  οττοΐοί 
τον  φοβούνται. 

14  Αιότί  αύτος  <γνωρίζ€ΐ  την  κατασκευήν  μας, 
ενθνμβΐταί  οτι  βϊμεθα  γωμα. 

15  Ύού  άνθρώτΓου  αΐ  ήμέραι  βίναι  ως  'χόρτος'  ως 
το  άνθος  του  ά<γροΰ,  ούτω  ανθίζει. 

16  Αιότι  περνά  6  άνεμος  εττάνωθέν  του,  καΐ  δεν 
ύττάρ'χ^ει  ττΧέον  καΐ  6  τόπος  αύτοΰ  ττΧέον  δεν  το 
'γνωρίζει. 

17  Άλλα  το  €λεο9  του  Κυρίου  είναι  άττο  τον 
αιώνος,  και  εως  εΙς  τον  αιώνα,  επάνω  εΙς  τους 
φοβούμενους  αυτόν  και  ή  δικαιοσύνη  του  επάνω 
εΙς  υιούς  υιών 

18  Ει?  εκείνους  οι  οποίοι  φυΧάττουν  την  Βιαθή- 
κην  του,  καΐ  ενθυμούνται  τάς  εντοΧάς  του  Βιά  νά 
εκπΧηρώσιν  αύτάς. 

19  'Ο  Κύριος  ητοίμασε  τον  Β^ρόνον  του  εις  τον 
ούρανον,  και  ή  βασιλεία  του  Βεσπόζει  τά  πάντα. 

20  Ευλογείτε  τον  Κύριον,  ά'γ'γεΧοι  αύτοΰ,  ισχυ- 
ροί κατά  την  8ύναμιν,  οι  όποιοι  εκτεΧεΐτε  την 
προσταηήν  του,  άκούοντες  εις  την  φωνην  τοϋ 
Χό<γου  αύτοΰ. 

21  Ευλογείτε  τον  Κύριον,  οΧαι  αί  Βυνάμεις  αύ- 
τοΰ" Xειτουρ^οι  αύτοΰ,  οι  οποίοι  κάμνετε  το  Βέ- 
Χημά  του. 

22  Ευλογείτε  τον  Κύριον,  'όΧα  του  τά  ποιήματα, 
εις  οΧους  τους  τόπους  της  8εσποτείας  του.  Ευ- 
λογεί, "ψ^υχή  μου,  τον  Κύριον. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρ8'. 

■ρΤΛΟΓΕΙ,    ψυχή  μου,   τον  Κύριον.     Κύριε    Θεέ 
μου,  σφό8ρα  εμε'γαΧύνθης'  τιμήν  και  /χεγαλο- 
πρέπειαν  είσαι  εν8ε8υμένος. 

2  Συ,  ο  οποίος  περιτυΧίττεσαι  το  φώς  ως  ιμά• 
τιον,  εξαπΧόνεις  τον  ούρανον  ώς  καταπετασμα' 
464 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ»7ί;ΟΓ  ήμίρα  κ. 

3  Ό  ότΓοΐος  στ^/άζζί  μβ  νΒατα  τα  ύψηΧά  οΐκή- 
ματά  τον  κάμνβι  τα  νέφη  άμαξάν  τον  7Γ€ρΐ7Γατ€ί 
ύττάνω  εΐ9  τάς  τττέρυ'γας  τον  άνέμον 

4  Ό  ότΓοΐος  κάμνβί  τους  ά'γ'γβΧους  του  ττνζύματα, 
τους  Χβίτουρ'γούς  του  7Γυρ6<ί  φ\ό<^α  • 

5  Ό  07Γ0ί09  έθβμ^Χίωσβ  την  'γήν  βττάνω  εις•  την 
βάσιν  της,  Βίά  να  μη  μβτατοττίζβται  ττοτέ. 

6  λΐέ  την  άβυσσον,  ως  μβ  Ιμάτιον,  βσκέττασίς 
αυτήν  τά  ϋ8ατα  βστάθησαν  εττάνω  βίς  τά  ορη' 

7  ΆτΓΟ  την  βτΓίτίμησίν  σου  βφνγαν  άττό  την 
φωνην  της  βροντής  σου  ίσύρθησαν  μβ  βίαν 

8  Άνέβησαν  βίς  τά  ορη,  κατέβησαν  βίς  τάς  κοί- 
Χάδας,  βίς  τοττον  τον  όττοΐον  Βιώρισβς  Βι  αυτά. 

9  "£^6σ•€9  ορών,  το  όττοΐον  δβν  Β^βΧουν  ύττβρβή, 
ούδβ  θέλουν  εττίστρβψβί  8ίά  να  σκβττάσωσι,  την 
Ύην. 

10  Ό  οτΓοΙος  βξατΓοστέΧΧβί  ττη'γάς  βίς  τάς  φά- 
ρα'^'^ας,  Βιά  νά  τρβ-χ^ωσι,  μβταζύ  των  ορέων 

11  Αύται-  ΤΓΟτίζουν  οΧα  τά  ^ρία  του  ά'^ρου'  οι 
αηριοι  δνοι  σβύνουν  την  δίψαν  των 

12  Πλτ^σιον  £19  αύτάς  τά  ττβτβίνά  του  ουρανού 
κάμνουν  την  κατοίκίαν  των,  καΐ  άνάμβσα  βίς  τους 
κΧάΒους  κβΧαΒουν. 

13  Ό  ότΓοΐος  ΤΓΟτίζβι  τά  ορη  αττό  τά  νψηΧά  οική- 
ματα του'  άτΓο  τον  καρττον  των  βρ^ων  σου  βίναι 
■χ^ορτασμβνη  ή  <^ή. 

14  Ό  ότΓοΐος  άναΒιΒβι  γόρτον  Βίά  τά  κτήνη,  καΐ 
βοτάνην  ττρος  γρήσιν  του  άνθρώττου,  Βιά  νά  άττο- 
Χαμβάνη  τροφην  άττό  την  'γήν, 

15  ΚαΙ  οΐνον,  όστις  βύφραίνβί  την  καρΒίαν  του 
άνθρώττου,  βΧαιον  Βίά  νά  του  Χαμττρύνη  το  ττρόσ- 
ωττον,  και  άρτον,  ό  ύττοΐος  στηρίζβι  την  καρΒίαν 
του  άνθρώττου. 

16  Έχορτάσθησαν  τά  ΒβνΒρα  του  Κυρίου•  αϊ 
κβΒροί  του  Αιβάνου,  τάς  όττοίας  βφύτβυσβν 

17  'Όττου  τά  ττβτβινά  κάμνουν  τάς  φωΧβάς  των 
αϊ  Ββ  ττβύκαι  βΙναι  ή  κατοικία  του  ττβΧαρ'γον. 

χ  3 


Μηνός  ημίρα  κ.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

18  Τα  όρη  τά  ύψη\ά  βίναι  8ια  τά  ζορκάΒία'  αϊ 
ττέτραΰ  βίναι  καταφυ<γη  Βιά  τους  ΒασύττοΒα•;. 

19  "Εκαμβ  την  σβΧηνην  δίά  τον<;  καίρού^'  6  ηΧιος 
ηνωρίζβί  την  Βύσιν  τον. 

20  Φέρβις  σιώτος,  καΐ  ^ίν€ταί  νύζ•  €ΐ9  ταύτην 
ΤΓβρίφέρονταο  6\α  τα  ^ρία  του  δάσους. 

21  Οι  σκύμνοι  βρυ'χ^ώνται  Βοά  νά  άρττάζωσι,  καΐ 
Βίά  νά  ζητήσωσον  άττό  τον  &βοι/  την  τροφήν  των. 

22  "^Ο  η\ίος  άνατβΧλβί'  συνάζονται,  καΐ  ττλα- 
'γιάζουν  βίς  τά  σττηλαιά  των. 

23  Έκβαίνβι  6  άνθρωίΓος  ζίς  το  βρ'γον  τον,  και 
€69  την  βρηασίαν  του,  €ως  το  έσττέρας. 

24  Πόσον  μβ^άΧα  είναι  τά  ερηα  σου,  Κύρΐ€ ! 
6\α  μβ  σοφίαν  τά  βκαμβς'  ή  <γή  είναι  πΧήρης  άττο 
τά  ά^αθά  σου• 

25  Κα^ώ<?  καΐ  αύτη  η  3^ά\ασσα  ή  μβ^άΧη  και 
εύρύχ^ωρος'  βίς  ταύτην  είναι  βρττετά  αναρίθμητα, 
ζώα  μικρά  και  μβ^άΧα. 

26  ^Εκεΐ  Βιατρεγουν  τά  ττλοΐα'  εκεί  6  Αεβιαθάν 
ούτος,  τον  οποίον  εττΚασες  Βιά  νά  τταίζτ)  εις  αυτήν. 

27  "Ολα.  ταΰτα  εις  σε  άττοβΧέττουν,  Βιά  νά  Βώσης 
εν  καιρώ  την  τροφήν  το^ν. 

28  ΑίΒεις  εις  αυτά,  συνάζουν  ανοίγεις  την  γ^εΐρα, 
'χορταίνουν  άττο  άηαθά. 

29  ^Αποστρέφεις  το  πρόσωπον  σον,  ταράττονταΐ' 
σηκόνεις  την  πνοήν  των,  άποθνήσκονν,  και  εις  το 
χώμα  των  επιστρέφονν 

30  ^ΕξαποστέΧλεις  το  πνεύμα  σου,  κτίζονται, 
και  άνανεόνεις  το  πρόσωπον  της  'γής. 

31  Ή  δόξα  του  Κυρίου  3^έ\ει  εισθαι  εις  τον 
αίώνα'  6  Κύριος  Β^έΧει  εύφραίνεσθαι  εις  τά  ερ<^α 
του. 

32  "^Ο  όποιος  επιβΧέπει  επάνω  εις  την  ^ήν,  και 
αυτή  τρέμει•  ε^^ίζει  τά  ορη,  καΐ  καπνίζουν. 

33  Θέλω  -ν^άλλβί.  εις  τον  Κύριον  ενόσω  ζώ•  3^έΧω 
ψαΧμωΒεΐ  εις  τον  θεόν  μου  ενόσω  υπάρχω. 

34  'Η  669  αυτόν  μελέτη  μου  ^ελε*  εΙσθαι  γλϋ- 
κεΐα•   εγώ  ^ελω  εύφραίνεσθαι  εις  τον  Κύριον. 

466 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  κα'τ 

3δ  *\9  εκΧζίψωσιν  οι  άμαοτωΧοΙ  αττό  την  'γήν, 
καΐ  Οί  άσβββΐς  άς  μην  ΰττάρ'χωσί  ττΧέον.  Εύλόγ^ί, 
"^^χή  ρΌν,  τον  Κύρίον.     \ΧΧηλουία. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈβΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρβ'. 

/\ΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ     τον    Κνριον     έττικαλβΐσθβ    το 
ονομά    τον    κάμ€Τ€  <γνωστά    619    τα    'έθνη   τ« 
βρ'^α  του. 

2  Ψάλλετε  ε69  αυτόν  ψαλμωΒήσ€Τ€  βίς  αυτόν 
ΧαΧβΐτβ  7Γ€ρΙ  οΧων  των  θαυμάσιων  του. 

3  Καυχ^ασθβ  εΐ9  το  ά'γίόν  του  όνομα•  άς  εύφραί- 
ν€ταί  ή  καρδία  εκείνων,  οι  όττοΐοί  ξητοΰν  τον 
Κύρίον. 

4  Ζητείτε  τον  Κύρίον  καΐ  την  8ύναμίν  του'  ζη- 
τείτε ττάντοτε  το  ιτρόσωττόν  του. 

5  Κνθυμεΐσθε  τα  Β^αυμάσιά  του  τα  όττοΐα  έκαμε ' 
τα  τέρατα  αυτού,  καΐ  τάς  κρίσεις  του  στόματό<: 
του' 

6  'ί2  σττέρμα  του  ^Αβραάμ  του  ΒούΧου  του,  υίοι 
του  Ίακωβ  οί  εκΧεκτοί  του. 

7  Αυτός  είναι  Κύριος  ό  Θεός  μας•  εις  όΧην  την 
'γήν  είναι  αϊ  κρίσεις  του. 

8  ^Έ,νθυμήθη  ττάντοτε  την  Βιαθήκην  του,  τον 
λόγον  τον  ότΓοΐον  εττρόσταξεν  εις  γ^ιΧίας  <γενεάς, 

9  Ύην  διαθήκην  του  την  όττοίαν  έκαμε  με  τον 
Αβραάμ,  και  τον  ορκον  του  με  τον  ^Ισαάκ' 

10  Και  τον  εβεβαίωσεν  εις  τον  ^\ακούβ  Βιά  νόμον, 
εις  τον   ΙσραηΧ  δια  διαθήκην  αίώνιον 

1 1  Λέγων,  Εΐ9  σε  -^ελω  Βώσει  την  <γήν  Χαναάν, 
μερίΒιον  της  κΧηρονομίας  σας• 

12  Ένω  ήσαν  αύτοΙ  τον  αριθμόν  όΧι<γοστοϊ,  όΧί- 
^01,  και  πάροικοι  εις  αυτήν. 

13'0τε  εττερνούσαν  αττό  έθνος  εις  έθνος,  άττό 
βασίΧειον  εις  άΧΧον  Χαόν, 

467 


Μί^ί'όί  ήμίρα  κα'.  ΊΆΛΜΟΙ. 

14  Δεν  άφήκ€ν  ανθρωττον  να  τους  αΖικηστ]"  μά- 
\ιστα  δί'  ά'^άττην  των  η\€<γξε  βασιλβΐς, 

15  Λέγων,  Μην  έ'^'^ίζβτβ  τους  κβχ^ροσμένους  μου, 
και  μη  κάμνετε  κακόν  εις  τους  ττροψήτας  μου. 

16  "Εκραξεν  ακόμη  ττεΐναν  εττάνω  εις  την  <γην' 
ηφάνισεν  οΚον  τον  άρτον,  την  βακτηρίαν  της  ζωής. 

17  "Εστειλεν  έμπροσθεν  των  ανθρωττον,  τον 
Ίωσηφ,  'όστίς  εττωΧήθη  ώς  8οΰ\ος' 

18  Ύού  ότΓοίου  τους  ττόΒας  εσφί^ζαν  με  8εσμά' 
εβαΧαν  αυτόν  εΙς  τά  σίδηρα' 

19  Έωσοΰ  νά  εΧθη  ο,τι  ττροεΐττεν,  6  \ό<γος  του 
Κυρίου  τόν  εΒοκίμασεν  ώς  εις  τό  ττΰρ. 

20  "Εστε^λεν  ό  βασιΧεύς,  καΐ  εΧυσεν  αυτόν  6 
αρ'χ^ων  των  Χαών,  καΐ  τόν  ηΧευθερωσε. 

21  Τόν  κατέστησε  κύριον  του  οϊκου  του,  καΐ 
άρ'χοντα  οΧων  τών  ύτταρ'χόντων  του' 

22  Δια  νά  τταώεύη  τους  άργοντάς  του  κατά  την 
άρέσκειάν  του,  καΐ  νά  Βίδάξη  σοφίαν  εΙς  τους  βου- 
Χευτάς  του. 

23  Τότε  ηΧθεν  6  ^ΙσραηΧ  εις  την  Αΐγυτττον,  καΐ 
6  ^Ιακώβ  εκατοίκησεν  ώς  ξένος  εΙς  την  ^ήν  Χάμ. 

24  ΚαΙ  6  Κύριος  ηύζησε  σφόδρα  τόν  Χαόν  του, 
καΐ  τόν  έκαμε  8υνατώτερον  άττό  τους  εχθρούς  του. 

25  ^Εστράφη  ή  καρδία  των  εις  τό  νά  μισώσί  τόν 
Χαόν  του,  εις  τό  νά  δοΧιεύωνται  εναντίον  τών  δού- 
\ων  του. 

26  ^ΕξαττέστειΧε  Μωύσήν  τόν  δούΧόν  του,  καΐ  τόν 
Ααρών,  τόν  ότΓοΐον  εκΧεξεν  εΙς  εαυτόν. 

27  Ουτοί  εκτεΧεσαν  εις  τό  μέσον  αυτών  τους  Χό- 
Ύους  τών  σημείων  του,  καΐ  τά  Β^αυμάσίά  του  εις 
την  Ύην  Χά/Λ. 

28  "Εστειλε  σκότος,  και  εσκότασε'  καΐ  δεν  ηττεί- 
θησαν  εις  τους  Χό<γους  του. 

29  ΜετέβαΧε  τά  ύδατα  των  εις  αίμα,  καΐ  εθα- 
νάτωσε  τά  οψάριά  των. 

30  Ή  7*}  '^^^  άνέβρυσβ  βατρά'χους,  και  εως 
μέσα  εις  τά  ταμεία  τών  βασιΧέων  των. 

468 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  κα'. 

31  Είττε,  καΐ  ηΧθβ  ττάν  βΙΒος  μυιών,  καΐ  σκνίττξς 
€ΐς  δλα  τά  όρια  αυτών. 

32  "ΕΒωκβν  βίς  αύτοΰς  γάΧαζαν  άντΙ  βροχής,  καΐ 
•πυρ  φΧο^βρον  εις  την  ηην  των 

33  Και,  βττάταξε  τάς  άμττέΧους  των,  καΐ  τάς  συ- 
κέας  των,  καΐ  εσύντριψε  τά  ΒένΒρα  των  ορίων  των. 

34  ΕΐτΓβ,  καΐ  ηΧθεν  άκρίς,  και  βροΰγος  αναρί- 
θμητος" 

35  ΚαΙ  κατέφα'γβν  οΧον  τον  χόρτον  εις  τον  τόττον 
των,  και  ηφάνισε  τον  καρττον  της  <γής  των, 

36  Και  εττάταξε  ττάν  ττρωτότοκον  βις  την  >γήν 
αυτών,  την  άτταρχην  ττάσης  δυνάμεως  των. 

37  Και  εκβαΧεν  αυτούς  με  άρ'γύριον  και  χρυσίον, 
και  κανείς  δεν  ητον  ασθενής  μεταξύ  εις  τάς  φυΧάς 
των. 

38  Εύφράνθη  ή  ΑΪ'γυτΓτος  εις  την  άναγωρησίν 
των,  διότι  6  φόβος  των  είχε  πέσει  εττάνω  εις 
αυτούς. 

39  ^ΕξήττΧωσε  νεφέΧην  δια  νά  τους  σκεττάζτ],  καΐ 
ττΰρ  διά  νά  φέ'^'^η  εΙς  αυτούς  την  νύκτα. 

40  ^Εζήτησαν,  και  ηΧθαν  ορτύκια"  και  άρτον 
ουρανού  τούς  εχόρτασεν. 

41  "Εσχισε  την  ττετραν,  καΐ  άνεβΧυσαν  ύδατα, 
και  έτρεξαν  ως  ττοταμος  εις  τόττους  ανύδρους. 

42  Διότι  ενθυμηθη  τον  λόγον  τον  ά-^ιόν  του,  τον 
δοθέντα  εΙς  τον  Αβραάμ  τον  δούΧόν  του. 

43  Και  εκβαΧε  τον  Χαόν  του  με  ά'^αΧΧίασιν, 
τούς  εκΧεκτούς  του  με  χαράν 

44  Και  τούς  έδωκε  τούς  τόττους  των  εθνών,  και 
εκΧηρονόμησαν  τούς  κόττους  τών  Χαών 

45  Διά  νά  φυΧάττωσι  τά  διατά'^ματά  του,  και 
νά  εκτεΧώσι  τούς  νόμους  του.     ^ΑΧΧηΧούϊα. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρς'. 

ΛΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον,  διότι  είναι  αγαθός• 
διότι  το  εΧεός  του  διαμένει  εις  τον  αιώνα. 

469 


Μηνός  ημίρα  κα'.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

2  Ύίς  βμτΓορεΐ  να  κηρύξτ)  τά  μβ'γαΧβΐα  του  Κυρίου, 
να  κάμτ}  άκουστού<;  6\ονς  τού^;  έτταίνους  του; 

3  Μακάριοι  όσοι  φυΧάττουν  €υθύτητα,  καΐ  κά- 
μνουν 8ίκαίοσύνην  βίς  ττάντα  καιρόν. 

4  ^Ενθυμήσου  μβ,  Κνρίζ,  μ&  την  βύμβνβιαν  την 
οτΓοίαν  έ'χ6ί9  ττρό'ς  τον  Χαόν  σου'  έττισκέψου  μ€  με 
την  σωτηρίαν  σου• 

5  Δια  να  βΧέττω  το  καΧον  των  €κ\€κτών  σου, 
Βιά  να  εύφραίνωμαι  εις  την  βύφροσύνην  του 
βθνους  σου,  Βιά  να  καυχ^ωμαι  όμου  μ€  την  κΧηρο- 
νομίαν  σου. 

6  Ήμαρτήσαμβν,  καθώς  καΐ  οι  τΓατέρβς  μας• 
ηνομησαμβν,  ησββησαμεν. 

7  Οί  ττατβρες  μας  εις  την  Αί'γυτττον  δέΐ'  ένό- 
ησαν  τά  θαυμάσια  σου•  Βεν  βνθυμήθησαν  το 
ττΧήθος  του  έΧβους  σου,  καΐ  σ€  τταρώρ'γισαν  βίς 
την  ^άΧασσαν,  εις  την  ^Έ,ρυθράν  Β^άΧασσαν. 

8  Και.  όμως  βσωσβν  αυτούς  Βιά  το  ονομά  του, 
Βιά  να  κάμη  /γνωστην  την  κραταιάν  του  ΒύναμΛν. 

9  Και  βτΓίτίμησε  την  'Έ,ρυθράν  ^άΧασσαν,  και 
ζξηράνθη•  καΐ  τους  €καμβ  νά  τΓβριττατήσωσι  Βιά 
μέσου  των  άβύσσων  ώς  Βι   ερήμου• 

10  ΚαΙ  τους  εσωσεν  άττο  την  χ^Ιρα  εκείνων,  οί 
οτΓοΙοι  τους  εμισουσαν,  καΐ  τους  έΧύτρωσεν  άττό 
την  χ^ΐρΟ'  του  εχθρού. 

11  Και  τά  ΰΒατα  εσκέττασαν  τους  εχθρούς  των 
ούΒε  εΙς  άττ'  αυτούς  Βεν  άττέμεινε. 

12  Ύότε  εττίστευσαν  εΙς  τους  Χό<γους  του•  εψα- 
Χαν  τον  επαινόν  του. 

13  Πλ^ν  6'γΧή'γορα  εΧησμόνησαν  τά  ερ^α  του• 
Βεν  εττρόσμειναν  την  βουΧήν  του• 

14  Άλλ'  εττεθύμησαν  εττιθυμίαν  εις  την  ερημον, 
καΐ  εττείρασαν  τον  Θεον  εις  την  άνυΒρον. 

15  ΚαΙ  εΒωκεν  εις  αυτούς  το  ζήτημα  των  εστει- 
Χεν  όμως  νόσον  Β^ανατηφόρον  εις  αύτους. 

16  Έφθόνησαν  ακόμη  τον  Μωϋσήν  εις  το  στρα- 
τόττεΒον,  και  τον  ^Ααρών  τον  ά^γιον  του  Κυρίου. 

470 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνυς  ήμίρα  κά , 

17  Ή  7^  ηνοίζΐ,  καί  κατέτΓίζ  τον  Ααθάν,  και 
€σκ€7Γασ€  την  φατρίαν  του  Άββιρών. 

18  Και  ττϋρ  βξήφθη  βίς  την  συνα<γω^ήν  των  η 
φ\6ξ  κατέκαυσβ  τους  άσβββΐς. 

19  Κατβσκβύασαν  μόσγον  669  το  Χωρηβ,  καΐ 
€7Γροσκύνησαν  το  'χυτον  ειδωλον 

20  ΚαΙ  μβτήΧλαξαν  την  δόξαν  των  εΐ9  ομοίωμα 
βοος,  6  ότΓοΐος  τρώ^βι  -χ^όρτον. 

21  ^Έ.\ΐ]σμ6νησαν  τον  θβον,  τον  σωτήρα  των, 
όστις  €καμ€  μ^^άΧα  €ρ^α  βίς  την  ΑΓγυτττον• 

22  "Εργα  Βαυμαστά  βίς  την  ιγήν  Χα/Λ,  καΐ  φοββρά 
βίς  την  ^Ερυθράν  ΒαΚασσαν. 

23  ί^ίά  ταύτα  βϊττβν,  'ότί  ηθβΧβ  τους  βζοΧοθρβύ- 
σβί,  αν  ό  Μωϋσης  6  βκΧβκτός  του  Β^ν  βστέκβτο 
βίς  την  μβσην  βμττροσθβν  του,  δίά  να  άτΓοστρβψΐ] 
την  ορ'^ήν  του,  να  μη  τους  άφανίστ]. 

24  Κατβφρόνησαν  ακόμη  την  <γήν  την  βτηθυμη- 
τήν   δεν  βττίστβυσαν  βίς  τον  Χόηον  του' 

25  Και  εγόγγυσαν  βίς  τάς  σκηνάς  των  Ββν 
ηκουσαν  την  φωνην  του  Κυρίου. 

26  Δια  τούτο  βσήκωσβ  την  χ^ίρά  του  εναντίον 
των,   δια  να  τους  καταστρέψη  βίς  την  βρημον 

27  Και  να  καταθΧίψη  το  σττβρμα  των  μεταξύ 
των  βθνών,  καΐ  να  τους  διασκορττίστ]  βίς  την  <γήν. 

28  Ήνώθησαν  ακόμη  μβ  τους  Χατρβυτάς  του 
ΒββΧφβ^ωρ,  καΐ  βφα^αν  θυσίας  ^ινομένας  βίς 
νβκρά• 

29  Και  τον  τταρώξυναν  μβ  τα  βρ'γα  των,  ώστε 
βφώρμησβν  βίς  αυτούς  η  ττΧηηή. 

30  Άλλ'  βσηκώθη  6  Φινββς,  καΐ  βκαμβ  κρίσιν 
καΐ  η  ττΧηΎη  βτταυσβ' 

31  Και  βΧο'^/ίσθη  τούτο  βίς  αυτόν  Βιά  δικαιοσύ- 
νην,  βίς  οΧας  τάς  ηβνβάς  βίς  τον  αιώνα. 

32  Τον  τταρώξυναν  ακόμη  βίς  τα  ύδατα  της  άντι- 
Χοηίας,  καΐ  βκακότταθβν  ό  Μωϋσής  δι  αυτούς• 

33  Αίότί  τταρώρ'γισαν  το  ττνβύμά  του,  ώστβ  βΧά- 
Χησβν  άστογάστως  μβ  τα  χβίΧη  του. 

471 


Μηνός  ήμίρα  κα.  ΨΑΛΜΟΙ. 

34  Δεν  εξωΧόθρευσαν  τα  έθνη,  τα  οττοΐα  6  Κύρίο<; 
τους  εττρόσταξβν 

35  Άλλ'  βσμί'χθησαν  μβ  τα  'έθνη,  καΐ  έμαθαν  τα 
€ρ<γα  των 

36  ΚαΙ  εΧάτρβυσαν  τά  γλντττά  των,  τα  όττοΐα 
€<γι,ναν  ττα'γίς  εις  αύτούς' 

37  ΚαΙ  εθνσίασαν  τους  νίού<}  των  καΐ  τάς  ^νγα- 
τέρα<;  των  εις  τά  Βαιμόνία• 

38  ΚαΙ  ε'χυσαν  αίμα  άθώον,  το  αίμα  των  υιών 
των  καΐ  των  ^ν^ατερων  των,  τους  οττοίους  εθυσία- 
σαν  εΙς  τά  ^Χυτττά  της  Χ,αναάν  καϊ  εμιάνθη  ή  <γη 
άτΓΟ  τά  αίματα. 

39  Και  εμοΧύνθησαν  με  τά  ερ^α  των,  καϊ  εττόρ- 
νευσαν  με  τάς  ττράξεις  των. 

40  Αίά  τοΰτο  η  ορηη  του  Κυρίου  ελήφθη  κατά 
του  \αοΰ  του,  καϊ  εβ8ε\ύχ^Θη  την  κΧηρονομίαν  του. 

41  Και  τοΐ'9  τταρέΒωκεν  εις  τάς  ■χ^εΐρας  των 
εθνών  καϊ  τους  έκυρίευσαν  εκείνοι,  οΐ  όττοΐοι  τους 
εμυσοΰσαν, 

42  Και  τους  εθΧιψαν  οΐ  εγθροί  των,  καϊ  ετα- 
ττεινώθησαν  ϋττοκάτω  εις  τάς  'χ^εΐράς  των. 

43  ΓΤολλάκί.9  τους  εΧύτρωσεν,  αλλ'  αύτοΙ  τον 
τταρώρ^ίσαν  με  τάς  βουΧάς  των  όθεν  καϊ  ετα- 
ττεινώθησαν  Βιά  την  άνομίαν  των. 

44  ΥΙΧην  εττέβΧεψεν  εις  την  3^Χίψίν  των,  'ότε 
ηκουσε  την  κραυηην  των 

45  ΚαΙ  ένθυμηθη  την  ητρος  αυτούς  8ιαθήκην  του, 
καϊ  μετεμεΧήθη  κατά  το  ττΧηθος  του  εΧεους  του. 

46  Καϊ  εκαμεν  αυτούς  νά  εΰρωσιν  εΧεος  έμπρο- 
σθεν δΧων  εκείνων,  οΐ  όττοΐοι  τους  η'χ^μαΧώτευσαν. 

47  Σώσε  μας.  Κύριε  6  Θεός  μας,  και  σύναξε  μας 
άτΓΟ  τά  έθνη,  Βιά  νά  ΒοξοΧο^ώμεν  το  ονομά  σου 
το  α^ιον,  και  νά  καυγ^ώμεθα  εις  τον  ετταινόν  σου. 

48  Έ.ύΧο'γητος  Κύριος  6  Θεός  του  'ΙσραηΧ,  άττο 
του  αιώνος  εως  του  αιώνος"  και  ας  λ,εγτ;  όλο<?  ο 
Χάος,  \μην.     \ΧΧηΧούϊα. 

472 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ήμίρα  κβί. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈΩΘΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρζ'. 

Λ  ΟΞΟΑΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον,  διότι  βίναι  άβαθος, 
Βιότί  το  ελεός  τον  Βιαμένβι  €ί9  τον  αιώνα. 

2  Άς  Χβ^ωσιν  οΰτω  οι  ΧεΧυτρωμένοι  τον  Κνρίον, 
τούζ  ότΓοίονς  βλύτρωσεν  άττο  την  χ^ΐρα  τον  £'χθροΐ)' 

3  Και  τον<;  εσύναξβν  αττο  τάς  ■χωρα<ζ,  άττο  την 
άνατοΧην  καΐ  άττο  την  δύσιν,  άττο  τον  βορ'ραν  καΐ 
άττο  τον  νότον. 

4  ΑντοΙ  €•7Γ€ρί7ΓΧανώντο  μβσα  €ΐς  την  €ρημον,  εΙς 
Βρόμον  άννδρον  Ββν  βνρισκαν  ττόΧιν  καμμίαν  Βιά 
κατοίκησιν. 

5  Ήσαν  7Γ66νωντ€9  καΐ  Βιψώντβς,  καΐ  ή  ψνχ^ 
των  άπτίκαμνβν  βίς  αντούζ. 

6  Τότε  βκραξαν  ττρος  τον  Κύριον  ει?  την  ΒΧίΛΐην 
των   καϊ  τον<;  ηΧβυθίρωσβν  άττο  τάς  άνά^κας  των. 

7  Και  τον<;  ωΒή'^ησβ  Βία  μέσον  εύ^εια9  οΒον,  Βιά 
να  ν'ι-ά^ωσιν  εΐ9  ττόΧιν  κατοικίας. 

8  Ά9  νμνοΧοηώσιν  6ΐ9  τον  Κύριον  τα  βΧέη  τον, 
καϊ  τα  ^ανμάσιά  τον  τα  οττοΐα  εκαμβ  ττρος  τονς 
νΐονς  των  άνθρώττων 

9  Αιότι  ίχόρτασε  "^νχ^ην  ττοθονσαν,  και  "^νχ^ην 
•7Γ€ίνασμ€νην  βνβττΧησεν  άττο  άηαθά. 

10  Του9  καθημ&νον<ί  εΐ9  σκότος  καϊ  σκιάν  5α- 
νάτον,  τονς  ΒβΒεμένονς  εΐ9  Β^Χίψιν  καϊ  βίς  σίΒηρον 

1 1  ό^ιότι  άτΓβστάτησαν  εΐ9  τά  Χό^ια  τον  ΘεοΟ, 
και  την  βονΧην  τον  'Ύψίστον  καταφρόνησαν 

12  ό^,ιά  τούτο  εταττεινωσε  την  καρΒίαν  αυτών  μβ 
κότΓον  €ΤΓ€σαν,  και  κανείς  δεν  ητον  να  τους  βοη- 
θήση. 

13  Τότε  ΐφώναξαν  ττρος  τον  Κύριον  βις  την 
ΒΧίψιν  των,  και  άττο  τάς  άνάηκας  των  τονς  εΧύ- 
τρωσε' 

14  Και  τους  εκβαΧβν  'έξω  άττο  το  σκότος,  καϊ  άττο 
την  σκιάν  τον  θανάτου,  καϊ  τά  Βεσμά  των  €σύν- 
τριψεν. 

473 


Μηνός  ημ,ίρα  κβ .  ΠΑΛΜΟΙ. 

15  ^9  υμνοΧοιγώσιν  €ίς  τον  Κύριον  τα  βλέη  τον, 
καΐ  τα  ^αυμάσίά  του  τα  όττοΐα  €καμ€  ττρος  τού<ζ 
υΙούς  των  ανθρώπων 

16  Αίότί  βσύντριψβ  τάς  'χ^αΧκίνους  ττύλας,  καΐ 
τους  μο'χ\ού<;  τους  σιΖηρους  κατέκοψβν. 

17  Οι  άφρονβς  βασανίζονται  8ίά  τας  τταραβά- 
σ6ί.9  των,  καΐ  Βια  τας  ανομίας  των. 

18  Παν  φα'γητον  β8β\ύσσ€ται,  ή  'ψ'νχ^ϊ]  των,  καΐ 
•πΧησιάζουν  εως  619  τάς  ττύΧας  του  Β^ανάτου. 

19  Τότ6  φωνάζουν  ιτρος  τον  Κύρίον  €19  την 
Ι^Χίψιν  των,  και  άττο  τάς  άνά'γκας  των  τους  \υ- 
τρόνβί. 

20  ΆτΓοστελΧβί.  τον  Χόγον  του,  καΐ  τους  Ιατρβύβί, 
καΐ  τους  βΧβυθβρόνβί  άττο  την  φθοράν  των. 

21  ')^9  νμνο\ο<γώσιν  βίς  τον  Κύρίον  τά  έΧβη  του, 
καΐ  τά  ^αυμάσίά  του  τά  όττοΐα  €καμ€  ττρος  τους 
νίούς  των  άνθρώττων 

22  Και  α9  ^υσιάζωσι,  θυσίας  ζύγαριστίας,  καΐ 
ας  κηρύττωσι  τά  έργα  του  μ  β  ά^αΧλίασιν. 

23  "Οσοί  καταβαίνουν  €ΐς  την  Β^άΧασσαν  μ€ 
ττΧοΐα,  κάμνοντας  €ρ<γασίας  βίς  ΰ8ατα  ττοΧλά, 

24  Αυτοί  βΧίττουν  τά  βρηα  του  Κυρίου,  και  τά 
θαυμάσια  του  τά  ηινόμ^να  βίς  τά  βάθη. 

25  Αίότί  ττροστάζζί,  και  σηκόνβται  άνβμος  βίαιος, 
6  ότΓοΐος  νψόνβι  τά  κύματα  της. 

26  αναβαίνουν  €ως  βίς  τους  ουρανούς,  καΐ  κατα- 
βαίνουν βως  βίς  τάς  αβύσσους"  ή  ψυχί]  των  άνα- 
Χύβται  άττο  την  ά^ωνίαν. 

27  Σβίονται  και  κΧονίζονται  ως  6  μβθυσμβνος, 
και  δ\η  των  ή  σοφία  γάνβται. 

28  Τότε  φωνάζουν  ττρος  τον  Κύριον  βίς  την 
3\,ίψιν  των,  καΐ  τους  βκβάΧλβι  βξω  άττο  τάς  στβ- 
νο'χωρίας  των. 

29  Καθησυ-χάζβι  την  άνβμοζάΧην,  καΐ  'γίνβται 
ηαΧήνη,  καΐ  τά  κύματα  της  σιωπούν. 

30  Τότε  βύφραίνονται,  Βιότι  ησύγασαν  και  τους 
οΒη^βΐ  βίς  τον  βττιθυμητόν  Χιμβνα  των. 

31  'Ά9  ΒοξοΧο'γώσιν  βίς  τον  Κύριον  τά  βΧβη  του, 

474 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  φ . 

καΐ  τα  θαυμάσια  του  τά  όττοΐα   'έκαμ,β  ιτρο'^  τού<; 
υιούς  των  ανθρώπων 

32  Και  ας  τον  ύψόνωσιν  βίς  την  σύναξιν  του 
\αοΰ,  καΐ  ίΐς  το  συνέΒρίον  των  ττρβσβυτβρων  ας 
τον  ζτταινώσιν. 

33  ΜβταβάΧλβί  ποταμούς  €ίς  βρημον,  καΐ  ττη'^άς 
υδάτων  ^ίς  ξηρασίαν 

34  Τ^ν  καρτΓοφόρον  ηην  €ίς  αλμνράν,  8ιά  την 
κακίαν  των  κατοίκούντων  βίς  αυτήν. 

3ό  ΜβταβάΧλβί  την  βρημον  €ΐς  \ίμνας  ύΒάτων, 
καΐ  την  ξηράν  'γήν  βίς  ττη^άς  υδάτων. 

30  ΚαΙ  €Κ€Ϊ  κατοίκίζβί  τους  πεινασμένους,  καΐ 
συ'^/κροτούν  πόΧεις  βίς  κατοίκησιν 

37  Και  σπείρουν  αβρούς,  καΐ  φυτεύουν  άμπε- 
Χώνας,  οι  όποιο ί  κάμνουν  καρπούς  <γεννήματος. 

38  Τους  εύΧο^εΐ  ακόμη,  καΐ  πΧηθύνονταί  σφό- 
δρα, καΐ  δεν  οΧί'γοστεύεί  τά  κτήνη  των. 

39  ^ΟΧί<γοστεύουν  όμως  έπειτα,  καΐ  ταπεινόνον- 
ταί,  από  την  στενογ^ωρίαν,  την  συμφοράν,  και  τον 
πόνον. 

40  ΕτΓίχεεί.  την  καταφρόνησιν  επάνω  εις  τους 
άργοντας,  και  τους  κάμνει  να  περιπΧανώνται  εις 
την  ερημον,  οπού  δεν  είναι  δρόμος. 

41  Ύόν  δε  πένητα  ύψόνει  από  την  πτωχ^είαν, 
καΐ  ποΧυπΧασ ιάζει  ώς  ποίμνια  τάς  οικο'^/ενείας. 

42  Οί  δίκαιοι  βΧέπουν,  καΐ  εύφραίνονταΐ'  πάσα 
δε  ανομία  ^έΧει  εμφράζει  το  στόμα  της. 

43  "Οποιος  είναι  φρόνιμος,  άς  παρατηρτ}  ταύτα' 
και  3-έΧει  εννοήσει  τά  έΧέη  του  Κυρίου. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦαΛΜΟΣ  ρη. 
*Ρ^ΤΟΙΜΗ  είναι  ή  καρδία  μου,  θεέ'  !^έΧω  ψάΧ- 
Χει,  και  ^έλω  ψαΧμωδεΐ  με  την  δόξαν  μου. 
2  Έξύπνησε,  ψαΧτήριον  και  κιθάρα'  €γώ  ^έΧω 
εξυπνήσει  πρωί. 

475 


Μτίΐ'όί  ήμίρα  κβ'.  ΠΑΛΜΟΙ. 

3  ^Ε<γώ,  Κύρί€,  -^ελω  σε  βτταίνβσξΐ  μεταξύ  \αων, 
και  ^ελω  σε  ψαΧμω^εΐ  μβταξύ  έθνων 

4  Δίότί  έμβ^αΧύνθη  έως  εΐ9  τους  ουρανούς  το 
έ'λε09  σου,  καϊ  έως  εις  τα  σύννεφα  η  άΧήθβίά  σου. 

5  'Ύψώσου,  Θεέ,  έττάνω  βίς  τους  ουρανούς"  καϊ 
η  Βόξα  σου  ας  ύ'^^ωθΐ)  βττάνω  βίς  οΧην  την  'γήν 

6  Αιά  να  εΧβυθβρόνωνται  οΐ  αηαττητοί  σου' 
σώσε  με  την  Βεξιάν  σου,  καϊ  εττάκουσέ  μου. 

7  ^ΕΧάΧησεν  6  Θεός  εΖς  το  αηι,αστηριόν  του' 
Θέλω  γαίρει,  -9ελω  μοιράσει  την  Συχ^εμ,  καϊ  την 
κοιΧάδα  της  Σοκ^ώθ  3^έΧω  8ιαμετρήσει. 

8  ^ΐΒικός  μου  είναι  6  ΓαΧαάΒ,  ί8ικός  μου  6  Μα- 
νασσης '  6  μεν  ^ΚφραΙμ  είναι  ή  8ύναμις  της  κεφα- 
Χης  μου'  ό  δε  ^ΙούΒας,  6  νομοθέτης  μου' 

9  Ό  Μωάβ  είναι  η  Χεκάνη  του  ττΧυσίματος  μου' 
εττάνω  εΙς  τον  Έδώ/ΐ6  ^ελω  ρίψει  το  ύττόΒημα 
μου'  εύφημει  εις  εμέ,  ΥΙαΧαιστίνη. 

10  ΙΙοΐος  .^ελεί  με  φέρει  εις  την  ττεριτεΐ'χ^ισμέ- 
νην  ττόΧιν;  ττοΐος  Ι^εΧει  με  όΒη<γήσει  εις  την 
Έδώ/ί; 

11  ΟύχΙ  συ,  Θεέ,  6  οττοίος  μας  άττέρριψες ;  καϊ 
Βεν   Β^εΧεις    εκβή    σύ,    Θεέ,    με    τα    στρατεύματα 

12  βοήθησε  μας  άττό  την  ΒΧίΛΐην,  Βιότι  ματαία 
είναι  ή  τταρά  των  άνθρώττων  σωτηρία. 

13  Αιά  του  θεοΰ  Β^έΧομεν  κάμει  άνδρα^αθίας" 
Βιότι  αύτος  Β^εΧει  καταπατήσει  τους  εγθρούς  μας. 

Ψαλμός  ρ^'. 

^ΕΕ   του  επαίνου  μου,  μη  σιωττήσης' 

2  Αιότι  το  στόμα  του  άσεβους,  καϊ  το  στόμα 
του  ΒοΧίου  ήνοί•χθησαν  κατεττάνω  μου'  εΧαΧησαν 
κατ   εμού  με  <γΧώσσαν  ψευΒή' 

3  Και  με  Χόλους  μίσους  με  ττεριεκύκΧωσαν,  καϊ 
με  ετΓοΧεμησαν  χωρίς  αΐτίαν. 

4  Εις  άνταμοιβην  της  άηάτΓης  μου,  είναι  αντι- 
Βικοι  εΙς  εμέ'  άλλ'  ε'γώ  προσεύχομαι. 

476 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μί/νόί  ήμίρα  κβ' . 

5  Και  μ€  άνταττέΒωκαν  κακόν  άντΙ  καΧοϋ,  και 
μ.ΐσο^  άντΙ  της  ά^άττης  μου. 

()  Κατάστησβ  ασεβή  Ιττάνω  εΖς  αυτόν  καΐ  άντί- 
Βίκος  ά<;  στίκ-η  βξ  Βεξιών  του. 

7  "Οταν  κρίνεται,  ας  εκβτ}  καταΒικασμένος'  και 
η  ττροσευ-χ^!]  του  ας  τον  '^ίντ]  εις  άμαρτίαν. 

8  "Ας  ηίνωσιν  αί  ημέραι  αυτού  οΧί'γαΐ'  και  άΧλος 
ας  Χάβτ]  την  έττίστασίαν  του. 

9  Άς  γινωσίν  οι  υιοί  του  ορφανοί,  και  η  >γυνή  του 

10  Άς  ΤΓβριττΧανωνται  ττάντοτβ  οι  υιοί  του,  ζη- 
τοΰντες  έΧεημοσύνην  και  ας  ψωμοζητώσιν  αττο 
τα  ερείπια  των  οικιών  των. 

1 1  Άς  του  ττα^ιΒεύση  6  Βανειστης  6\α  του  τα 
υ-ττάρ-χοντα'  καΐ  ας  Βιαρττάσωσιν  οι  ξένοι  τους 
κοτΓους  του. 

12  Άς  μη  σταθη  κανείς  βοηθός  εις  αυτόν,  καΐ 
κανείς  ας  μην  ηναι  εύσττΧα'^γνικός  εΙς  τα  ορ- 
φανά του. 

13  Άς  εξοΧοθρευθώσιν  οΐ  άττό'^ονοί  του'  εις  την 
άκόΧουθον  γβνεαν  α9  σβυσθη  τό  ονομά  των. 

14  Άς  εττανέΧθη  εις  ενθύμησιν  εμττροσθεν  του 
Κυρίου  η  ανομία  των  πατέρων  του'  και  ή  αμαρτία 
της  μητρός  του  ας  μ.ην  εξαΧειφθη ' 

15  "Ας  ηναι  ττάντοτε  έμπροσθεν  του  Κυρίου,  Βιά 
να  εκκόψη  άτΓΟ  την  ^γήν  τό  μνημόσυνον  αυτών. 

16  Δίότί  δεν  ενθυμήθη  να  κάμη  εΧεος'  άΧΧά 
κατέτρεξεν  άνθρωττον  πένητα  και  πτωγόν,  Βια  να 
θανάτωση  τον  συντετριμμένον  την  καροΐαν. 

17  ΕπειΒη  η'^άπησε  κατάραν,  ας  εΧθη  επάνω 
εις  αυτόν  επειΒη  Βέν  ηθέΧησεν  εύΧο^ίαν,  ας  άπο- 
μακρυνθη  από  αυτόν. 

18  Καθώς  ενΒύθη  κατάραν  ώς  ίμάτιον,  ούτω  αύτη 
ας  εμβη  ώς  νΒωρ  εις  τά  εντόσθια  του,  καΐ  ώς 
εΧαιον  εις  τά  κόκκαΧά  τον 

19  "Ας  "^ίνη  εις  αυτόν  ώς  τό  ίμάτιον  τό  οποίον 
ενΒύεται,  καΐ  ώς  ή  ζώνη  την  οποίαν  πάντοτε  ζώ- 
νεται, 

477 


Μηνός  ήμίρα  κγ' .  ΊΆΛΜΟΙ. 

20  Αντη  ας  ηναι  των  άντώίκων  μου  ή  ανταμοιβή 
άτΓο  τον  Κύρίον,  καΐ  εκείνων  οΐ  όττοΐοι  \α\ουν 
κακόν  κατά  τ?)9  ψνχ^ής  μου. 

21  Άλλα  σν,  Κύρίβ  066,  ενέργησε  μετ  έμου  δ/.α 
το  ονομά  σου'  εττειδη  είναι  ά'^αθόν  το  ελεός  σου, 
Χύτρωσέ  με. 

22  Αίότι  7Γτωχ09  καΐ  ττενης  είμαι  ε'γώ,  και  η 
καρδία  μου  είναι  ττΧη'γωμένη  εντός  μου. 

23  Έττερασα  καθώς  ή  σκιά,  όταν  φεύ^τ}"  άττο- 
τινάζομαι  ώς  η  άκρίς. 

24  Τά  γόνατα  μου  ητόνησαν  αττό  την  νηστείαν, 
καΐ  ή  σαρξ  μου  εξεττεσεν  άττό  τό  κάΧλος  της. 

25  Και  ε'γώ  έγινα,  όνειδος  εις  αυτούς"  οτε  με  ϊΒαν, 
εκίνησαν  τάς  κεφα\άς  των. 

26  Βοήθησε  με,  Κύριε  ό  Θεός•  μου'  σώσε  με 
κατά  τό  έλεος  σου' 

27  Καί  α9  <γνωρίσωσιν  οτι  η  χ^ίρ  σου  είναι  τοΰτο' 
ότι  συ,  Κύριε,  έκαμες  αυτό. 

28  Αυτοί  3^έΧουν  καταράσθαι,  συ  όμως  ^ελεί^ 
ευλογεί*  ^εΧουν  σηκωθή,  ττΧην  Β^εΧουν  καται- 
σγυνθη'  ό  δε  δοΰΧός  σου  .9^ελεί  εύφραίνεσθαι. 

29  Ας  ενδυθώσιν  εντροττήν  οι  αντίδικοι  μου'  και 
ας  φορέσωσιν  ως  εττανωφόριον  την  καταισχύνην 
των. 

30  Έγώ  ΒεΧω  δοζόΧο'^εΙ  σφόδρα  τόν  Κύριον  με 
τό  στόμα  μου,  και  εις  τό  μέσον  ττοΧΧών  3^έΧω  τόν 
ύμνοΧο^εΐ' 

31  Αιότι  στέκεται  εις  τά  δεξιά  του  τττωχού,  διά 
νά  τόν  Χυτρόνη  άττό  τους  καταδικάζοντας  την 
ψυχήν  του. 


ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Φαλμος  ρι'. 

ΡΊΠΕΝ  6  Κύριος   εις  τόν  Κύριόν  μου,  Κάθου  εις 
τά  δεξιά  μου,  εως  νά  βάΧω  τους  εχθρούς  σου 
ϋτΓΟΤτόδιον  τών  ττοδών  σου. 
478 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνο:  ημίρα  κγ' . 

2  ΆτΓΟ  την  Σίών  Βέλει  βξαττοστβίΧβί  6  Κύριος 
την  ράβΒον  τί}ς  Βυνάμβώς  σον  κατακυρίευε  εις 
το  μύσον  των  εγθρών  σου. 

3  Ό  λαός  σον  ^ελβι  βίσθαί  ττρόθυμος  εις  την 
ημέραν  της  Βννάμβώς  σου,  εις  την  Χαμττρότητα 
της  ά^ίότητος•  οι  νέοι  σου  ΒβΧουν  ύσθαι  εΙς  σε 
ως  η  Βρόσος,  η  όττοία  βκβαίνα  αττο  την  μήτραν  της 
αύηης. 

4  "ίΐμοσβν  6  Κύριος,  καΙ  δεν  -θελεί.  μβταμέΧηθη, 
Σύ  είσαυ  Ιερεύς  εΙς  τον  αιώνα  κατά  την  τάξιν 
^ΙεΧ-χ^ισεΒεκ. 

δ  'Ο  Κύριος,  όστις  είναι  άττο  τα  Βεξιά  σου,  Β^εΧει 
συντρίψει  βασιλείς  εις  την  ήμεραν  της  ορ'γής 
του. 

6  Θε'λε^  κρίνει  μεταξύ  των  εθνών  ΒεΧει  γεμίσει 
την  Ύην  άττο  τττώματα'  ^ελει  συντρίψει  τον  Βε- 
στΓοζοντα  έττάνω  εις  ττοΧλούς  τόττους. 

7  Θελεί  ττίει  άττο  τον  'χ^είμαρρον  εις  τον  Βρόμον 
του'  Βιά  τούτο  ΒεΧει  υψώσει  την  κεφαΧήν. 

ΦΑΛΜΟΣ  ρια. 

ΛΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον.  Θέλω  ΒοξοΧο^εΐ 
τον  Κύριον  με  οΧην  μου  την  καρΒίαν,  εις  το 
συμβούΧιον  των  ευθέων,  καΐ  εις  την  σύναξιν. 

2  Μεγάλα  είναι  τα  ερηα  του  Κυρίου,  εξηκριβω- 
μένα  άττο  οΧους  εκείνους,  οι  όττοΐοι  ήΒύνονται  εις 
αυτά. 

β  "ΕνΒοξον  και  με'^αΧοΊτρετΓες  είναι  το  ερ<γον  του, 
και  η  Βικαιοσύνη  του  μένει  εΙς  τον  αιώνα. 

4  \\ξιομνημόνευτα  έκαμε  τά  Β^αυμάσιά  τον 
εΧεήμων  και  οίκτίρμων  είναι  6  Κύριος. 

5  "Εδωκε  τροφην  εΙς  εκείνους  οι  όιτοΐοι  τον 
φοβούνται"  ΒέΧει  ενθυμεΐσθαι  Βιατταντος  την 
Βιαθήκην  του. 

6  "ΕΒειξεν  εις  τον  Χαόν  του  την  Βύναμιν  τών 
ε/ίγωί'  του,  Βιά  να  Βώση  εις  αυτούς  την  κΧηρονο- 
μίαν  τών  εθνών. 

479 


Μηνο!  ημίρα  κγ'.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

7  Ύά  'ύρ'^α  των  'χβιρων  του  βίναί  αλήθεια  και 
δικαιοσύνη"  άΧηθιναι  βΙναι  οΧαι  αϊ  βντοΧαί  τον 

8  Στβρβωμέναι  €ΐς  τον  αιώνα  του  αιώνος,  καμω- 
μέναι  μβ  άΧήθειαν  και  ευθύτητα. 

9  Άττεστείλε  Χύτρωσιν  εις  τον  \αόν  του'  Βιώ- 
ρισε  την  Βιαθήκην  του  εις  τον  αιώνα•  α'γιον  καΙ 
φοβερον  είναι  το  ονομά  του. 

10  Ρ^ρχή  σοφίας  είναι  6  φόβος  του  Κυρίου"  6\οι, 
όσοι  κάμνουν  τοιαύτα,  έχουν  σύνεσιν  κα\ήν'  ό 
ετταινός  του  μένει  εις  τον  αιώνα. 

Φαλμος  ριβ'. 

ΔΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ    τον    Κύριον.     Μακάριος    6    άν- 
θρωπος όστις  φοβείται  τον  Κύριον,  όστις  ήΒύ- 
νεται  σφόΒρα  εις  τάς  εντοΧάς  του. 

2  Το  σπέρμα  του  ^εΧει  εΐσθαι  Βυνατον  εις  την 
ηην  η  γενεά  τών  ευθέων  -^έλεί  εύΧο^ηθη. 

3  Άγα^ά  καΐ  ττΧούτη  3^έΧονν  είσθαι  εις  τον  οΙκόν 
του,  και  ή  Βικαιοσύνη  του  μένει  εις  τον  αιώνα. 

4  Φώς  άνατέΧΧει  εΙς  το  σκότος  Βιά  τους  ευ- 
θείς" 6  τοιούτος  είναι  έΧεήμων,  καΐ  οίκτίρμων,  καΐ 
Βίκαιος. 

5  Ό  καΧός  άνθρωπος  ελεεί  και  Βανείζει•  οικο- 
νομεί τά  πράγματα  του  με  Βιάκρισιν. 

6  Ούτος  βέβαια  ποτέ  Βέν  ^έΧει  κΧονισθη•  εΙς 
μνημόσυνον  αΐώνιον  ,^ελε*  είσθαι  ό  Βίκαιος. 

7  ΆτΓΟ  κακήν  φωνήν  Βέν  3^έΧει  φοβηθή"  ή  καρΒία 
του  είναι  στερεά,  εΧπίζουσα  εις  τον  Κύριον. 

8  Στηριγμένη  είναι  ή  καρΒία  του"  Βέν  ^έΧει  φο- 
βηθή, έωσού  να  ϊΒη  τήν  ποινήν  επάνω  εις  τους 
εχθρούς  του. 

9  ^Εσκόρπισεν,  εΒωκεν  εις  τους  πτωχούς"  ή  Βι- 
καιοσύνη του  μένει  εις  τον  αιώνα"  ή  κεφαΧή  του 
ΒέΧει  ύψωθή  με  Βόξαν. 

10  Ό  ασεβής  ^ελεί  ιδεί,  καΐ  3^έΧει  6ρ<γισθή• 
ΒέΧει  τρίζει  τους  οΒόντας  του,  και  Β^έΧει  άνα- 
Χυθή '  ή  επιθυμία  τών  ασεβών  ^έΧει  άποΧεσθή. 

480 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  κγ'. 

Φαλμος  ρΐ^γ'. 

Λ  ΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον.     ΑοξοΧο'γβΐτβ,  8ον- 
\οί    τον    Κυρίου,    δοξοXο^€ΐτ€    το    όνομα    του 
Κυρίου. 

2  Άς  ηναί  βύ'Κο'γημένον  το  όνομα  του  Κυρίου, 
άτΓΟ  του  νυν  καΐ  €ίς  τον  αιώνα. 

3  ΆτΓο  την  άνατοΧην  του  ηΧίου  εω<?  €ΐ9  την  Ζύσι,ν 
του,  α<ί  8οξο\ογ]ταί  το  όνομα  του  Κυρίου. 

4  Ό  Κύριος  βίναι  υψωμένος  βττάνω  ζίς  οΧα  τα 
βθνη•   βττάνω  βίς  τους  ουρανούς  βΐναι  ή  8όξα  του. 

5  ΐΐοΐος  βίναο  καθώς  Κύριος  6  θβός  μας;  όστις 
κατοικβΐ  εις  τα  ύψηΧά• 

6  "Οστις  συ'γκαταβαίνβι  8ιά  να  βτηβΧβττΐ]  "^^  ^^'* 
τον  ούρανον  και  €ΐς  την  <γήν' 

7  '  Οστις  σηκόνβι  άττο  το  χώμα  τον  ιττωγον,  και 
άτΓΟ  την  κοπρίαν  άνυψόνβι  τον  ττένητα, 

8  Δια  να  τον  καθίστ]  μβ  τους  άρχοντας,  με  τους 
άρχοντας  του  Χαού  του' 

9  "Οστις  κατασταίν€ΐ  βίς  οικο<γ€ν€ίαν  την  στβΐ- 
ραν  <^/υναΐκα,  καϊ  την  κάμνβι  μητέρα  βύφραινομέ- 
νην  €ίς  τέκνα.     ^ΧΧηΧούϊα. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΪΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρι8'. 

'^Γ\ΎΕ    έκβήκβν   6   ΊσραηΧ   άττο    την    ΑΪ'^/υτΓΤον,   6 
οίκος  του  Ιακώβ  άττο  Χαον  βάρβαρον, 

2  Ό  'ΙούΒας  β'^ινβν  ά<γιος  €ΐς  αύτον,  ό  'ΐσραηΧ 
ιδιοκτησία  του. 

3  Ή  ^άΧασσα  Ϊ8ε  και  βφυ'γβν  6  ^ΙορΒάνης  ε- 
στράφη εις  τά  οττίσω. 

4  Τα  ορη  εσκιρτησαν  ωσάν  κριοί,  και  οι  Χοφοι 
ωσάν  άρνία. 

5  Ύί  σε  ε^ινε,  ^άΧασσα,  δτι  εφν^ες;  καϊ  συ, 
ΙορΒάνη,  ότι  εστράφης  εις  τά  οττίσω; 

6  Τα  ορη,  ΟΤΙ  εσκιρτήσετε  ωσάν  κριοί,  και  οι 
Χοφοι  ωσάν  άρνια; 

Υ 


Μηνός  ημίρα  κγ',  ΨΑΛΜΟΙ. 

7  Ύρέμβ,  <γή,  €49  την  τταρονσίαν  του  Κυρίου,  €ΐ<ί 
την  τταρονσίαν  του  ΘεοΟ  τοί)  ^Ιακώβ' 

8  "Οστί.9  μβτέβάΧβ  την  ττετραν  €ί<;  \ίμνας  υδά- 
των, τον  σκΚηρον  βράγον  £ί<;  ττη'^ά'ζ  υδάτων. 

ΨΑΛΜ02   ρίβ'. 

/ΛΧΙ   €49  ήμα<ί,  Κύρΐ€,  ό'χί  €19  ημάς,  άλΧ'  €49  τ6 
ονομά  σου   δόσβ  8όξαν,   Βιά  το   βΧβός  σου  καΐ 
την  άΧήθειάν  σου. 

2  Αιά  τι  νά  εϊττωσί  τά  'έθνη,  ΥΙοΰ  είναι,  ττλ,εον  6 
©€09  των ; 

3  Ό  ©€09  μας  βέβαια  είναι  εις  τους  ουρανούς• 
δλα  οσα  ηθεΚησεν  έκαμε. 

4  Τά  €4δωλα  αυτών  είναι  άρηΰριον  και  'χρυσίον, 
ερ'^α  -χειρών  άνθρώττων. 

5  Στόμα  έχουν,  και  δεν  ΧαΧοΰν  οφθαΧμούς 
έχουν,  καΐ  δεν  βΧέττουν 

6  'ί2τ4'α.  έχουν,  καΐ  δεν  άκούουν  μύτην  έχουν, 
και  δεν  οσφραίνονταΐ' 

7  'Κεΐρας  έχουν,  και  δεν  ψηΧαφοΰν  ττόδας 
βχουν,  καΐ  δεν  ττεριττατοΰν  ούδε  ομιΚοΰν  με  τον 
Χάρυ'γ'γά  των. 

8  "Ομοιοι  τούτων  είναι  εκείνοι  οι  οττοΐοι  κάμνουν 
αυτά,  κα\  δλοί  όσοι  εΧιτίζουν  εις  αυτά. 

9  Ό  ^ΙσραηΧ  ήΧττισεν  εις  τον  Κύριον  αύτος 
είναι  βοηθός  καΐ  άσττίς  αυτών. 

10  Ό  04λ:ο9  τον  ^Ααρών  ηΧττισεν  εΙς  τον  Κύριον 
αύτος  είναι  βοηθός  και  άσττίς  αυτών. 

11  04  φοβούμενοι  τον  Κύριον  ηΧττισαν  εΙς  τον 
Κύριον  αύτος  είναι  βοηθός  και  άσττίς  αυτών. 

12  Ό  Κύριος  μας  ενθυμήθη'  3^έΧει  εύΧο<γεΐ,  3^ε- 
Χει  εύΧο^/εΐ  τον  οίκον  του  ^ΙσραηΧ'  Β^έΧει  εύΧοΎεΐ 
τον  οίκον  του  ^Ααρών. 

13  Θ€λ€4  εύΧο<γεΐ  τους  φοβούμενους  τον  Κύριον, 
τους  μικρούς  μετά  τών  με^άΧων. 

14  Ό  Κύριος  Β^εΧει  προσθέσει  άηαθά  εττάνω  εις 
ξσάς,  καΐ  εττάνω  εις  τά  τέκνα  σας. 

482 


ΫΑΛΜΟΙ.  ΉΙηνος  ημίρα  κδ'. 

15  ΣβΓς  βΙσ^6  οΐ  βύλο^γημένοί  τον  Κυρίου,  δστις 
€καμ6  τον  ουρανον  καΐ  την  <γήν. 

16  Οί  ουρανοί  των  οίφανων  βιναι  τυΰ  Κυρίου,  την 
δε  'γήν  €Βωκ€ν  €ίς  τους  υιούς  των  ανθρώπων. 

17  Οί'  νβκροί  Βα'  ^^έΧουν  βτταίνέσβί  τον  Κύριον, 
ούΒβ  κανβΐς  άττο  τους  καταβαίνοντας  εις  τον  τόττον 
της  σιωττής' 

18  Άλλ'  ήμ€ίς  ^ελο/Αβν  εύλογβι  τον  Κύρων,  άττο 
του  νυν  καΐ  βίς  τον  αιώνα.     \\\ηΧούϊα. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  'ΕΩΘΙΝΗ, 

^  Φαλμος  ρις\ 

Λ  ΓΑΠί2  τον  Κύριον,  Βίότο   βίσήκουσβ  την  φωνήν 
μου,  τάς  Βεήσείς  μου^ 

2  Αίότί  €κλιν€  το  ώτίον  του  ττρος  βμβ-  καΐ 
€νόσω  ζώ,  Β^βΧω  τον  βττίκαΧβΐσθαι. 

3  Ώόνοι  θανάτου  μβ  ττερίβκύκΧωσαν,  καΐ  στβνο- 
'χωρίαι  του  α8ου  με  ζύρηκαν  3\ίψίν  καΐ  ττόνον 
άτΓτιντησα. 

4  ΚαΙ  €7Γ€κα\€σθην  το  όνομα  του  Κυρίον  Κύριβ, 
Χύτρωσβ  την  ψυχ^ν  μου. 

5  Ελε?;/χων  βιναι  6  Κύριος,  και  Βίκαιος'  ναΙ,  6 
Θεός•  μας  βίναι  εϊ^σττλαγχνος. 

6  Ό  Κύριος  φυΧάττβι  τους  άττΧους'  εδυστύ- 
'χΎ}σα,  και  αύτος  μ€  'έσωσβν. 

7  ^Εττίστρβψβ,  ψυ'χ^ή  μου,  €ΐς  την  άνάτταυσίν 
σου,  διότι  6  Κύριος  σε  ευεργετούσε. 

8  Αιότι  εΧύτρωσες  την  ψυχ^ην  μου  άττο  Β^άνατον, 
τους  οφθαΧμούς  μου  άττο  δάκρυα,  και  τους  ττόδας 
μου  άτΓθ  ττβσιμον. 

9  Θε'λω  τΓβρητατβΙ  βμττροσθεν  του  Κυρίου  εις 
την  ^ήν  των  ζώντων. 

10  ΈτΓίστευσα,  δια  τοΐιτο  ίΧάΧησα'  εγώ  ήμουν 
σφόδρα  τβθΧιμμένος' 

11  Έγώ  εΓττα  εις  την  ταραγιίν  μου.  Πάς  άνθρω- 
ΊΓος  είναι  ψεύστης. 

υ2 


Μηρός  ημίρα  κ^.  ΠΑΛΜΟΙ. 

12  Ύί  να  άντατΓοΒώσω  βίς  τον  Κνριον  δί'  6\ας 
τάς  ξύβριγεσίας  τον,  τάς  οττοίας  βκαμβν  βττάνω  βίς 

13  Θέλω  ττάρα  το  ττοτήριον  τή^  σωτηρίας,  καϊ 
.θέλω  €7Γίκα\€σθή  το  όνομα  του  Κυρίου. 

14  Ύά  ταξίματα  μου  ^βλω  άττοδώσεί.  6^9  τον 
Κύριον,  τώρα  'έμιτροσθβν  6\ου  του  \αού  τον. 

15  ΤΙοΧύτιμος  είναι  βνώτηον  του  Κυρίου  6  ^άνα- 
τος  των  άγ/ων  του. 

16  'ί2  Κύριε!  ε'γώ  εϊμαι  βέβαια  ΒοΰΧος  ιδικός 
σου'  εγώ  είμαι  δοί}λθ9  Ιδικός  σου,  καΐ  υίος  της 
δούΧης  σου'  συ  εΧυσες  τα  δεσμά  μου. 

17  Ε 19  σε  ^ελω  θυσιάσει  Β^υσίαν  αΐνεσεως,  καϊ 
το  όνομα  του  Κυρίου  -9ελω  εττικάΧεσθή. 

18  Τα  ταξίματα  μου  3^έΧω  άττοδώσει  εις  τον 
Κύριον,  τώρα  έμπροσθεν  οΧου  του  Χαοΰ  του' 

19  ΕΪ9  τά9  αύΧάς  του  οϊκου  του  Κυρίου,  εις  το 
μέσον  σου,  ΊερουσαΧήμ.     ΆΧΧηΧούϊα. 

Ψαλμός  ριζ'. 

ΑΙΝΕΙΤΕ  τον  Κύριον,  οΧα  τα  έθνη•  δοξοΧοηειτε 
αυτόν,  οΧοι  ο  Ι  Χαοί' 

2  Αιότι  το  ελε09  τον  είναι  με^α  εττάνω  εις 
ήμάς'  καϊ  η  άΧήθεια  τον  Κνριον  μένει  εΙς  τον 
αιώνα.     ^ΧΧηΧούΐα. 

Ψαλμός  ριη. 

Λ  ΟΗΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον,  διότι  είναι  άβαθος} 
διότι  το  6λε09  τον  διαμένει  εις  τον  αιώνα. 

2  *Α9  βΐ'τΓτ;  τώρα  ό  ^ΙσραηΧ,  οτι  το  εΧεός  τον  δια- 
μένει εις  τον  αιώνα. 

3  *Α9  είττΎ}  τώρα  ό  οίκος  τον  Ααρών,  οτι  το  €λεο9 
τον  διαμένει  εις  τον  αιώνα. 

4  'Ά9  εϊττωσι  τώρα  όσοι  φοβούνται  τον  Κύριον, 
οτι  το  εΧεός  τον  διαμένει  εις  τον  αιώνα. 

5  Έ,ίς  την  στενο-χωρίαν  μον  εττεκαΧέσθην  τον 
Κύριον  ό  Κύριος  με  άττεκρίθη,  καϊ  με  εβαΧεν  εις 
ενρνχωρίαν. 

484 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μί^ι/όρ  ημίρα  κδ*. 

6  Ό  Κύριος  βίναι  ΰττβρ  βμού'  δεν  »^ελω  φοβηθή 
τι  ηθ€\€  με  κάμει  άνθρωπος. 

7  Ό  κύριος  βίναι  ΰττερ  εμού  μεταξύ  των  βοηθούν- 
των  με•  και  εγώ  ^ελω  /δε*  την  ττοινην  εττάνω  εις 
τους  ε'χθρονς  μου. 

8  ΚαΧήτερα  να  ελττίζη  τις  εις  τον  Κύριον,  τταρα 
να  ^αρ'ρη  εις  άνθρωττον. 

9  ΚαΧήτερα  να  εΧτΓίζτ)  τις  εις  τον  Κύριον,  τταρα 
να  ^αρ'ρη  εις  άρ'χοντας. 

10  "Ολα  τα  έθνη  με  ττεριεκύκΧωσαν,  ιτΧην  με  το 
όνομα  του  Κυρίου  ^ελω  τους  κατατροπώσει. 

1 1  Με  ττεριεκύκΧωσαν,  ναΙ,  με  ττεριεκύκΧωσαν 
ττανταγόθεν,  ττΚην  με  το  όνομα  του  Κυρίου  -^ελω 
τους  κατατροπώσει. 

12  Με  ττεριεκύκΧωσαν  ώς  μέΧισσαι•  εσβύσθη- 
<ταν  ώς  το  ττΰρ  των  ακανθών  δίότί.  με  το  όνομα 
του  Κυρίου  ^εΧω  τους  κατατροπώσει. 

13  Με  άμπωσες  Βυνατά  Βια  νά  πέσω'  άλλ'  6 
Κύριος  με  εβοήθησε. 

14  Αύναμίς  μου  καΐ  ΰμνος  είναι  6  Κύριος,  και 
€<γινεν  εις  εμε  σωτηρία. 

15  Φων^  ά7αλλίάσεω<?  και  σωτηρίας  είναι  ^Ις  τας 
σκηνάς  των  Βικαίων  η  Βεξιά  του  Κυρίου  κάμνει 
άνΒρα^αθίας. 

16  Ή  Βεξιά  του  Κυρίου  ύψωθη•  ή  Βεξιά  του 
Κυρίου  κάμνει  άνΒρα'^/αθίας. 

17  Δεν  -^ελω  αποθάνει,  άλλα  ^ελω  ζήσει,  και 
^έλω  Βιη'^/εΐσθαι  τα  ερ'γα  του  Κυρίου. 

18  Αυστηρά  με  επαίΒευσεν  6  Κύριος,  πΧήν  δεν 
με  παρεΒωκεν  εις  θάνατον. 

19  ανοίξετε  εις  εμε  τάς  πύΧας  της  Βικαιοσύνης' 
-5ελω  εμβη  εις  αύτάς,  και  ^εΧω  ΒοξοΧογ']σει  τον 
Κύριον. 

20  Αύτη  είναι  ή  πύΧη  του  Κυρίου'  οι  Βίκαιοι  θέ- 
λουν εμβη  εις  αυτήν. 

21  Θέλω  σε  ΒοξοΧο<γεΐ,  Βιότι  μου  είσήκουσες, 
κα\  με  'έ'^ινες  σωτηρία. 

485 


Μηνο!  ημΐρα  κδ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

22  Ό  \ίθος,  τον  όποιον  άττίρρί'ψαν  οι  οικοΒο- 
μονντ€<;,  οντος  €<γιν€  κ€φα\η  <γωνίας' 

23  ΆτΓΟ  τον  Κύριον  β^ινβ  τοϋτο,  καί  €ΐναι  Β^αυμα- 
στον  649  τον<ζ  οφθαλμούς  μας. 

24  Αύτη  είναι  η  ήμβρα  την  όττοίαν  εκαμβν  6 
Κύριος '  ας  γαρώμεν,  καΐ  ας  βύφρανθώμβν  €ΐς 
αυτήν. 

25  'ίΐ  Κνριβ!  Βέομαί  σου,  σώσε  τώρα•  ω  Κύριε! 
δέομαι  σου,  εύόδωσε  τώρα. 

26  Έ,ύ\ο<γημ€νος  6  έργ^όμενος  εις  το  όνομα  του 
Κυρίου"  σας  εύ\ογ']σαμεν  άττο  τον  οίκον  του 
Κυρίου. 

27  Ό  0609  είναι  6  Κύριος,  καΐ  έδειξε  φως  εις 
ήμάς°  φέρετε  την  Β^υσίαν,  δεδεμένην  με  σ'χοινία, 
εως  εις  τα  κέρατα  του  Β^υσιαστηρίου. 

28  2ι)  είσαι  ο  @εός  μου,  και  3^έ\ω  σε  δοξοΧοΎεΐ' 
συ  είσαι  6  θεός  μου,  καΐ  3^έ\ω  σε  ύψόνει. 

29  ΑοξοΧο^βΐτε  τον  Κύριον,  διότι  είναι  άβαθος, 
διότι  το  €\εός  του  διαμένει  εις  τον  αιώνα. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Φαλμος  ρι3-'. 

"^/ΓΑΚΑΡΙΟΙ    όσοι    είναι    άμωμοι    εις  τον  δρόμον 
των,     όσοι    ττεριττατούν     εις    τον    νόμον    του 
Κυρίου. 

2  Μακάριοι  όσοι  φυ\άττουν  τας  μαρτυρίας  του, 
όσοι  τον  ζητούν  εξ  δ\ης  καρδίας. 

3  ΑύτοΙ  βέβαια  δεν  πράττουν  άνομίαν,  άΧλά  πε- 
ριπατούν εις  τους  δρόμους  του. 

4  Σύ  επρόσταξες  νά  φυ\άττωνται  ακριβώς  αι 
έντο\αί  σου. 

5  Εί-'^ε  νά  κατευθύνωνται  οι  δρόμοι  μου  δια  νά 
φυ\άττω  τά  διατάγματα  σου  ! 

6  Τότε  δεν  ^ελω  αίσ'χυνθη,  όταν  επιβΧέπω  εις 
οΚα  τά  προστάγματα  σου. 

486 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  κδ*. 

7  Θέλω  σ€  ΒοξοΧο'γεΐ  με  ευθύτητα  καρΒία•;,  όταν 
μάθω  τά<?  Βικαίας  κρίσεί<;  σου. 

8  Ύα  Βιατά'γματά  σον  Β^έΧω  φυΧάττεΐ'  μή  με 
ε'^κατα\ί'πτ]<ζ  ό\οκ\ήρω^. 

ΐγΤΕ    ττοΐον   τρότΓον  ΒεΚεί    καθαρίζει  6  νεο<;    τον 
Βρόμον  του;  με  την  φύΧαξιν  των  λόγων  σου. 

10  Με  6\ην  μου  την  καρΒίαν  σε  εζήτησα•  μη 
συ'^/γ^ωρηση';  να  άττοττΚανηθώ  άττο  τα  ττροστά'γ- 
ματά  σου, 

1 1  ΕΪ9  την  καρΒίαν  μου  εφύΧαξα  τα  λόγίά  σου, 
Βιά  να  μην  άμαρτάνω  εις  σε. 

12  ΕύΧο^ητος  είσαι,  Κύριε•  ΒίΒαξέ  με  τα  Βια- 
τά^/ματά  σου. 

13  Με  τα  χείΧη  μου  εΒιη'^ήθην  οΧας  τάς  κρίσεις 
του  στόματος  σου. 

14  Έ,ίς  τον  Βρόμον  των  μαρτυριών  σου  εύφράν- 
θην,  ωσάν  Βί    'όΧα  τά  ττΧούτη. 

15  Εις•  τάς  εντοΧάς  σου  ^ελω  μεΧετα,  και  εΙς 
τούςΒρόμονς  σου  3^έΧω  άιτοβΧεττει. 

16  Έίίς  τά  Βιατά^ματά  σου  Β^έΧω  εύφραίνεσθαί' 
Βεν  ΒεΧω  Χησμονήσει  τους  Χόλους  σου. 

^^ΓΑΘΟΠΟIΗΣΕ    τον   ΒοϋΧόν    σου-     ούτω    ^ελω 
ζήσει,  καΐ  ^ελω  φυΧάξει  τον  λόγον  σου. 

18  "Ανοιξε  τους  ηφθαΧμούς  μου,  και  3έΧω  βΧέ- 
ττει  τά  θαυμάσια  τά  εκ  του  νόμου  σου. 

19  Ώάροικος  είμαι  εγώ  εί?  την  <^ην'  μη  κρύψης 
άττο  εμε  τά  ττροσταΎματά  σου. 

20  Ή  ψν'χι']  μου  Χειττοθυμει  άττο  τον  ττόθον  τον 
οποίον  εχω  εΙς  τάς  κρίσεις  σου  ττάντοτε. 

21  Σι)  εττετίμησες  τους  εττικαταράτους  ύττερηφά- 
νους,  οι  όττοΐοι  τταραΒρομίζουν  άττο  τά  ττροστά'^- 
ματά  σου, 

22  Σήκωσε  άττο  εμε  το  ονειΒος  καΐ  την  καταφρό- 
νησιν  Βιοτι  εφύΧαξα  τάς  μαρτυρίας  σου. 

23  "Αρχοντες   βέβαια  εκάθησαν  καΐ    εΧαΧοΰσαν 

487 


Μηροί  ημίρα  κε'.  ΠΑΛΜΟΙ. 

εναντίον  μον  αλλ'  6  δονλός•  (του  βμέλίτοΰσβν  βίζ 
τα  δίαταΎματά  σου. 

24  Αί  μαρτνρίαί  σον  βέβαια  είναί  ή  τρνφή  μου, 
καΐ  οί  σύμβουλοι  μον. 

*^^  ΦΤΧΗ'  μον  εκοΧληθη  669  το  ■χ^ωμα'  άναψν- 
χωσέ  μβ  κατά  τον  \ό<γον  σου. 

26  Έγώ  ο"^  εφανέρωσα  τους  δρόμους  μου,  καϊ  μέ 
ηκουσες•  δίδαξε  μβ  τα  δίατά<^ματά  σου. 

27  Κά/Α€  μβ  να  καταλαμβάνω  τον  δρόμον  των 
βντοΧών  σου,  καϊ  Β^βΧω  μβλβτα  βίς  τά  Βαυμάσίά 
σου. 

28  Ή  ψυχ7ί  μου  κατατηκβται  άττο  την  3^Χίψιν' 
ενδυνάμωσε  με  κατά  τον  \ό<γον  σου. 

29  απομάκρυνε  άττό  εμε  τον  δρόμον  του  ψβν- 
δονς,  καϊ  '-χάρισε  μβ  τον  νόμον  σον. 

30  Τον  δρόμον  της  αληθείας  εκλβξα'  ττρό  οφθαλ- 
μών μον  έβαλα  τάς  κρίσεις  σον. 

31  Έττροσκολλήθην  εις  τάς  μαρτυρίας  σου' 
Κύρίβ,  μ^ί  μβ  καταισχύνης. 

32  Ύόν  δρόμον  των  'ττροστα'γμάτων  σου  3^έλω 
τρέχει,  όταν  ττλατύνης  την  καρδίαν  μου. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  'ΕΩΘΙΝΗ. 

Α  ΙΔΑΗΕ'  με.  Κύριε,  τον  δρόμον  των  διαταγμά- 
των σου,  και  3-έλω  τον  φυλάττει  μέχρι  τέλονς. 

34  Δόσε  μβ  σύνβσιν,  καϊ  3^έλω  φνλάττει  τον 
νόμον  σον  ναΙ,  Β^έλω  τον  φνΧάττει  με  ολην  μου 
την  καρδίαν. 

3δ  Όδη<γησέ  με  εις  τον  δρόμον  των  προσταγμά- 
των σου,  διότι  ευφραίνομαι  εις  αύτον. 

36  Κλΐνβ  την  καρδίαν  μον  βίς  τάς  μαρτνρίας 
σου,  καϊ  μη  εις  ττλεονεζίαν. 

37  Άττόστρβ-ν^ε  τους  οφθαλμούς  μον  αϊτό   το  νά 

488 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ;;ί'θί  ημίρα  κΐ'. 

βΧζττωσι  ματαιότητα"  ζωοττοίησέ  με  βί'ζ  τον  8ρό- 
μον  σου. 

38  Εκτέλεσε  τον  λόγον  σου  ττρος  τον  δοΟλόν 
σου,  6στί<;  είναι  Βοσμένος  εΖς  τον  φόβον  σου. 

39  Σήκωσε  το  ονειΒός  μου,  το  οττοΐον  φοβούμαι" 
Βίοτι  αι  κρίσεις  σου  είναι  ά^αθαί. 

40  Ιδού,  εττεθύμησα  τά<ϊ  εντοΧάς  σου'  ζωοττοίησέ 
με  με  την  Βικαιοσύνην  σου. 

Ι^ΑΙ  ας•  εΧθη  εττάνω  εις  εμε  το  εΧεός  σου,    Κύριε, 
και  ή  σωτηρία  σου,  κατά  τον  Χό<γον  σου. 

42  Τότε  ^ελω  άττοκριθη  εις  εκείνον,  6  όττοΐος  με 
ονειΒίζεΐ'  Βιότι  εΧττίζω  εις  τον  Χό'^ον  σου. 

43  Και  μη  σήκωσης  οΧοτεΧώς  άττο  το  στόμα 
μου  τον  Χό'γον  της  άΧηθείας'  Βιότι  ηΧττισα  εις 
τάς  κρίσεις  σου. 

44  Οίίτω  ^ελω  φυΧάττει  τον  νόμον  σου  Βια- 
τταντός,  εις  τον  αΙωνα  του  αιώνος. 

45  ΚαΙ  .^ελω  ττεριττατεΐ  εις  εύρυγωρίαν  Βιοτι 
εζητησα  τάς  εντοΧάς  σου. 

40  Και  3^έΧω  όμιΧεΐ  ττερί  των  μαρτυριών  σου 
εμττροσθεν  βασιΧεων,  και  Βεν  ^εΧω  αίσ'χυνθη. 

47  ΚαΙ  .9ελω  εύφραίνεσθαι  εις  τά  προστάγματα 
σου,  τά  όττοΐα  ιρ/άττησα. 

48  ΚαΙ  3^έΧω  εξαττΧόνει  τάς  γ^εϊράς  μου  ττρός  τά 
ΊΓροστά<^ματά  σου,  τά  όττοΐα  ηηάττησα'  και  Β^έΧω 
μεΧετα  εις  τά  Βιατά<^ματά  σου. 

"ρΝΘΤΜΗΣΟΤ  τόι^  Χό'γον  τον  όττοΐον   εΒωκες  εις 
τον  ΒοΰΧόν  σου,  εις  τον  όττοΐον  με  έκαμες  νά 
εΧττίζω. 

50  ΤοΟτο  είναι  ή  τταρη'^ορία  μου  εις  την  ^Χί'^ιν 
μου,  ΟΤΙ  ό  Χό^ος  σου  με  εζωοττοίησεν. 

51  Οΐ  υττερήφανοι  με  εττερίτταιξαν  καθ*  υττερβο- 
Χην  ττΧην  ε'γώ  άττό  τον  νόμον  σου  Βεν  εξεκΧινα. 

52  ^Ενθυμήθην  τάς  άρ-χαίας  κρίσεις  σου.  Κύριε, 
καΐ  ετταρηηορήθην. 

υ3 


Μηνός  ημίρα  Κι  .  ΨΑΛΜΟΙ. 

53  Φρίκη  μβ  εκυρίβυσβν,  έξ  αίτιας  των  άσεβων, 
οι  ότΓοΙοί  άττορρίττΎουν  τον  νόμον  σον. 

54  Τά  Βίατά^ματά  σου  μβ  έστάθησαν  άσματα 
€ΐ<?  τον  τόπον  της  παροικίας  μου. 

55  ^Έ,νθυμήθην  την  νύκτα  το  ονομύ.  σον.  Κύριε• 
καΐ  εφύΧαζα  τον  νόμον  σον. 

56  Ύοντο  ε^ινεν  εις  εμε,  Βωτι  εφύΧαξα  τάς  εντο- 
Χάς  σου. 

■^Τ,    Κύριε,   είσαι  το  μερίΒιόν  μον    είπα  νά  φν- 
Χάξω  τους  Χόλους  σου. 

58  ΥΙαρεκάΧεσα  το  πρόσωπον  σου  με  οΧην  μου 
την  καρΒίαν  εΧέησέ  με  κατά  τον  Χό<γον  σου. 

59  ΑιεΧο<γίσθην  τους  Βρόμους  μον,  και  έστρεψα 
τονς  πόΒας  μον  εις  τάς  μαρτυρίας  σου. 

60  ΈστΓούδασα,  και  Βεν  ηρηοπόρησα  νά  φυΧάζω 
τά  προστάγματα  σου. 

61  Ύά^ματα  άσεβων  με  περιεκύκΧωσαν,  άΧΧ!  εηω 
Βεν  εΧησμόνησα  τον  νόμον  σου. 

62  Μεσάνυκτα  σηκόνομαι  νά  σε  ΒοξοΧοΎω  Βιά 
τάς  κρίσεις  της  Βικαιοσύνης  σου. 

63  Έγώ  είμαι  μετογος  οΧων  εκείνων  οι  όποιοι  σε 
φοβούνται,  καΐ  φυΧάττουν  τάς  εντοΧάς  σου. 

64  Ή  γ],  Κύριε,  είναι  πΧήρης  από  το  εΧεός  σου" 
ΒίΒαξέ  με  τά  Βιατά^ματά  σου. 

Ν*Τ,  Κύριε,   εύερ<^ετησες  τον  ΒοΰΧόν  σου  κατά  τον 
λ,όγον  σου. 

66  ΑίΒαξε  με  φρόνησιν  και  γνώσιν,  Βιότι  επί- 
στενσα  εις  τά  προστάγματα  σου. 

67  Τίριν  ταΧαιπωρηθώ,  εγώ  επΧανώμην  άΧΧά 
τώρα  εφύΧαξα  τον  Χό^ον  σον. 

68  Σύ  είσαι  άβαθος  και  ά^αθοποιός•  ΒίΒαξε  με 
τά  Βιατά'γματά  σου. 

69  0/  υπερήφανοι  επΧεζαν  κατ  εμοΐι  ψενΒος' 
άλλ'  εγώ  με  'όΧην  μου  την  καρΒίαν  Β^έΧω  φνΧάττει 
τάς  εντοΧάς  σον. 

490 


'ί'ΑΑΜΟΙ.  Μ?/ί/ϋί  ήμίρα  κ('. 

70  Ή  καρΒία  των  βπηξεν  ώς  ττάχος•  άλλ'  εγώ 
€ύφραίνομαί  6ΐ9  τον  νόμον  σου. 

71  Καλόν  βστάθη  δι'  βμε  οτί  έτάλαιττωρήθην,  δίά 
νά  μάθω  τα  Βίατά^ματά  σου. 

72  Ό  νόμο<;  του  στόματος  σου  βίναι  669  €/χ€  καλή• 
Τ6/309,  τταρά  χιλίάδβς•  •χρυσίου  καΐ  άρ<γυρίου. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Λ  Ι  γ^βΐρές  σου  μ€  βκαμαν,  καΐ  μβ  βττΚασαν  συν- 
έτισα μβ,    καΐ   Ββλω   μάθβί   τα   ττροστάηματα 
σου. 

74  "Οσοι  σε  φοβούνται  θέλουν  μ^  ΙΒβΐ,  καΙ 
ίύφρανθή,  Βιότι  ήΧττισα  649  τον  Χό^ον  σου. 

75  Γνωρίζω,  Κύριβ,  οτι  αϊ  κρίσ€ΐ<;  σου  βίναι  Βι- 
καιοσύνη,  καΐ  οτι  ττιστά  με  εταΧαιττώρησες. 

76  Ά9  με  τταρη'γορήστ),  Βέομαι,  το  ελε09  σου, 
κατά  τον  λόγον  τον  όττοΐον  εΒωκες  εις  τον  ΒοΰΧόν 
σου. 

77  *Α9  εΧθωσιν  εττάνω  εις  εμε  τά  εΧεη  σου  Βιά 
νά  ζω,  Βιότι  ό  νόμος  σου  είναι  ή  ηΒονή  μου. 

78  ^9  αίσ'χυνθωσιν  οι  υπερήφανοι,  Βιότι  ζητούν 
άΒίκως  νά  με  άνατρέψωσιν  άλλ'  ε'γώ  ^ελω  μεΧετα 
εΙς  τάς  εντοΧάς  σου. 

79  *Α9  άτΓοβΧέψωσι  ττρός  εμε  όσοι  σε  φοβούνται, 
καΐ  όσοι  'γνωρίζουν  τάς  μαρτυρίας  σου. 

80  *Α9  ήναι  ή  καρΒία  μου  άμώμητος  εις  τά  Βια- 
τά<γματά  σου,  Βιά  νά  μην  αίσγυνθώ. 

Λ  ΕΙΠΟΘΤΜΕΙ    ή   ψυχ^ή  μου,   ττροσμενουσα  την 
σωτηρίαν  σου•   εΙς  τον  λόγον  σου  εΧττίζω. 

82  Οι  όφθαΧμοί  μου,  ττροσμένοντες  τον  Χό'γον 
σου,  άττεκαμαν,  Χέιγοντες,  Πότε  ^ελ669  με  τταρη- 
ηορήσει ; 

83  Αιότι  β'^ινα  ώς  ασκός  εκτεθειμένος  εις  τον 
καιτνόν'  ττΧήν  τά  Βιατά'γματά  σου  δεν  εΧησμό' 
νησα. 

491 


Μί^ι/οΓ  ημίρα  κΐ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

84  Τΐόσαι  βίναι,  αϊ  ημβραί  τον  Βούλον  σον;  ττότε 
3^ε\€ΐ<;  κάμ€ί  κρίσιν,  εναντίον  βκείνων  σι  όττοΐοι 
με  κατατρεγονν ; 

85  Οι  ντΓβρήφανοί,  οι  οττοΐοι  φέρονταν  εναντίον 
τον  νόμον  σον,  έσκαψαν  εί<;  εμε  Χάκκονς. 

86  "Ολα  τα  "προστάγματα  σον  είναι  αλήθεια" 
ά8ίκω<;  με  κατατρε'χονν  βοήθησε  με. 

87  'Ολιγον  εΧειψε  νά  με  άφανίσωσιν  εις  την 
Ύην   αλλ'  εγώ  δεν  άφησα  τάς  εντο\άς  σον. 

88  ΖωοτΓοίησέ  με  κατά  το  εΧεος  σον,  καΐ  Β^έΧω 
φνΧάξει  την  μαρτνρίαν  τον  στόματος  σον. 

ρΡΙΣ    τον    αιώνα.    Κύριε,    μένει   στέρεος    6    \ό<γος 
σον  εις  τον  ούρανόν. 

90  Ή  αλήθεια  σον  νιτάργ^ει  άττο  ηενεάν  εΙς  γε- 
νεάν  εθεμεΧίωσες  την  ^ήν,  και  Βιαμένει. 

91  Κατά  τά9  διατάξεις  σον  Ζιαμένονν  εως  την 
σήμερον,  Βιότι  τα  σύμτταντα  είναι  ΒοΰΧοί  σον. 

92  Έάν  ό  νόμος  σον  Βέν  ητον  ή  χΟ'ρά  μον,  ττρό 
ΤΓοΧλον  ήθεΧα  'χαθή  εις  την  ΒΧίψιν  μον. 

93  Ε 19  τον  αιώνα  δεν  5ελω  Χησμονήσει  τάς  εν- 
τοΧάς  σον  Βιότι  με  αντάς  με  εζωοττοίησες. 

94  ^ΐ8ικός  σον  είμαι  ε'γώ•  σώσε  με'  Βιότι  τάς 
εντοΧάς  σου  εζήτησα. 

95  Οι  ασεβείς  με  εττρόσμειναν  8ιά  νά  με  άφα- 
νίσωσιν άλλ'  εγώ  ημονν  ττροσηΧωμένος  εις  τάς 
μαρτνρίας  σον. 

96  Ει<?  ττάσαν  τεΧειότητα  Γδα  οριον  αλλ  6  νόμος 
σον  είναι  ττΧατύς  σφόΒρα. 

Ο    ΠΟΣΟΝ   άγαττώ   τον    νόμον    σον !    ολην    την 
ήμέραν  είναι  μεΧέτη  μον. 

98  Με  τάς  έντοΧάς  σον  με  έκαμες  σοφώτερον 
άτΓο  τους  εγθρονς  μον  Βιότι  είναι  ιτάντοτε  με 
εμε. 

99  "Εχω  σύνεσιν  με^αΧητέραν  τταρά  οΧονς  όσοι 
με  ΒιΒάσκονν  Βιότι  αϊ  μαρτνρίαι  σον  είναι  μελέτη 
μον. 

492 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μι;ι»ΟΓ  ημίρα  'κγ'. 

100  "Εχω  φρόνησιν  με^αΧητέραν  τταρά  τους 
γέροντας '   Βιότί  €φύ\αξα  τάς  €ντο\άς  σου. 

101  ΆτΓο  ττάντα  Βρόμον  ττονηρον  ^κράτησα  τους 
ττόΒας  μου,  8ιά  νά  φυ\άζω  τον  Χό^ον  σου. 

102  ΆτΓΟ  τας  κρίσεις  σου  δεν  τταρβΒρόμησα' 
Βιότι  συ  μ€  ύΒίΒαξβς. 

103  *ί2  ττόσον  ιγΧυκβΐς  βίναι  οι  Χό'γοι  σου  βίς  την 
'γβΰσιν  μου !  βΖναι  ^\υκύτ€ροί  τταρά  το  μβΧί  ζίς 
το  στόμα  μου. 

104  ΆτΓο  τάς  €ντο\άς  σου  άττέκτησα  φρόνησιν 
Βίά  τούτο  ^μίσησα  ττάντα  Βρόμον  ψβύΒους. 


ΆΚΟΑΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Λ  ΤΧΝΟΣ  €19  τους  -πόΒας  μου  βΙναι  6  'λό'γος  σον, 
και  φως  βίς  τους  Βρόμους  μου. 

106  "Ω,μοσα,  και  Β^έΧω  το  βαστάξει,  νά  φύΧάττω 
τάς  κρίσεις  της  Βικαιοσύνης  σου. 

107  ^ΕταΧαιττωρήθην  σφόΒρα•  Κΰρΐξ,  ζωοττοίησέ 
με  κατά  τον  λόγον  σου. 

]  08  ΚαταΒέξου,  Βέομαι,  τάς  ΒεΧηματικάς  ττροσ- 
φοράς  του  στόματος  μου,  Κύριε'  και  ΒιΒαξε  με 
τάς  κρίσεις  σου. 

109  Ή  ψυχή  μου  είναι  ττάντοτε  εις  κίνΒυνον  τον 
νόμον  σου  όμως  Βεν  εΧησμόνησα. 

110  Οι  ασεβείς  μ"  έστησαν  ττα^ίΒα•  ιτΧην  εγώ 
ατΓο  τάς  έντοΧάς  σου  Βεν  άττεττΧανήθην. 

111  Ύάς  μαρτυρίας  σου  εΧαβα  κΧηρονομίαν  εις 
τον  αιώνα•  Βιότι  αύται  είναι  η  ά<γαΧΧίασις  της 
καρΒίας  μου. 

112  "ΕκΧινα  την  καρΒίαν  μου  εις  το  νά  εκτεΧώ 
τά  Βιατά<γματά  σου  ττάντοτε  μ^χρι  τεΧους. 

■ρ  ΜΙΣΗΣΑ    τους    Βιεστ ραμμένους    στοχασμούς ' 
τον  Βε  νόμον  σου  ψ/άττησα, 

493 


Μηνο5  ήμΐρα  κγ  .  ΠΑΛΜΟΙ, 

114  Συ  βίσαι  το  άσυλόν  μου,  και  η  άσττίς  μου' 
€49  τον  λόγον  σου  εΚιτίζω. 

115  Μακράν  αττο  βμβ,  σεί<;  οΐ  ττονηροί•  Βιότί 
Β^έλω  φυ\άττ€ί  τάς  €ντο\άς  του  Θεού  μου. 

116  'Ύττοστηρίζε  με  κατά  τον  Χό'γον  σου,  καΐ 
^έλω  ζϊ]  •  καΐ  μη  με  καταισχ^ύντ^ς  εις  την  εΧττίΒα 
μου. 

117  'ΎτΓοστήριζε  με,  καΐ  3^ε\ω  σωθή•  καΐ  Βελω 
εΐσθαι  Βιατταντο'ζ  ενησγοΧημενο^;  ει<ς  τα  Βιατά'γ- 
ματά  σου. 

118  Σύ  έφερες  εις  το  μηΒεν  οΧους  εκείνους,  οΐ 
ότΓοΙοι  άτΓοττΧανώνται  άττο  τά  Βιατά^ματά  σου' 
Βιότι  ματαία  είναι  η  ΒοΧιοτης  των. 

119  ΆττοσκυβαΧίζεις  οΧους  τους  ττονηρούς  της 
'γής'   Βιά  τούτο  η^άττησα  τάς  μαρτυρίας  σου. 

120  "Εφριζεν  η  σαρξ  μου  άττο  τον  φόβον  σου, 
και  άτΓΟ  τάς  κρίσεις  σου  εφοβ-ηθην. 

'^ΤΓΚΑΜΑ  κρίσιν  καΐ  Βικαιοσύνην    μή  με   τταρα- 
Βώσΐ]ς  εις  τους  άΒικοΰντάς  με. 

122  Τενοϋ  ε'γ'γυητης  του  Βούλ,ου  σου  εις  καΚόν' 
ας  μή  με  καταθΧίψωσιν  οι  ύττερήφανοι. 

123  Οι  οφθαΧμοί  μου  άττεκαμαν  ττροσμένοντες 
την  σωτηρίαν  σου,  καΐ  τον  λόγον  της  Βικαιοσύ- 
νης  σου. 

124  Κάμε  με  τον  Βοΰ\όν  σου  κατά  το  εΧεός  σου, 
και  τά  Βιατά'γματά  σου  ΒίΒαξέ  με. 

125  Δο0λ09  ο-ου  είμαι  εγώ•  συνέτισε  με,  Βιά  νά 
γνωρίσω  τάς  μαρτυρίας  σου. 

126  Καιρός  είναι  Βιά  νά  ενερ'•^ήση  ο  Κύριος•  ήκύ- 
ρωσαν  τον  νόμον  σου. 

127  Δία.  τούτο  η'γάττησα  τά  ττροστά'^ματά  σου 
ύττερ  το  ■χρυσίον,  καΐ  ύττερ  το  'χρυσιον  το  καθα- 
ρόν. 

128  Αιά  τούτο  ε^νώρισα  Βιά  ορθάς  δ\ας  τας 
εντο\άς  σου  ττερί  Ίταντος  πράγματος•  και  εμίσησα 
ττάσαν  οΒον  ψεύΒους. 

494 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μί^ι/οί  ημίρα  κς-'. 

ΩΑΤΜΑΣΤΑΙ  €Ϊναί  αΐ  μαρτυρία  ι  σον  Ζια  τοϋτο 
τάς  εφυΚαζζν  η  ψνγ^']  μου. 

130  Ή  φανέρίοσις  των  Χό^ων  σου  φωτίζβΐ'  δι'δεί 
σύνβσιν  βίς  τους  άττΧοΰς. 

131  "Ηνοίξα  το  στόμα  μου,  καΐ  άνβστέναξα' 
Βίότί  βττεθύμησα  τα  Ίτροστά/γματά  σου. 

132  ^ΕττίβΧβψε  εΙς  €μ€,  και  βλέησβ  μβ,  καθώς 
συν€ίθίζ€ΐς  νά  κάμντ}ς  εις  τους  απαιτώντας  το 
δνομά  σου. 

133  Στερέωσβ  τα  βήματα  μου  βίς  τον  Χό^ον 
σου'   καΐ  ας  μή  μ€  κατακυριβύσΎ]  καμμία  ανομία, 

134  Λύτρωσε  μ€  άττο  καταΒυναστβίαν  άνθρώ- 
ττων,  8ίά  νά  φυΧάττω  τάς  εντοΧάς  σου. 

135  Έττ/φανε  το  ττρόσωττόν  σου  έττάνω  βίς  τον 
δοΟλόν  σου,  καΐ  ΒίΒαζβ  με  τα  Βιατά'γματά  σου. 

136  'Ρυάκια  ύΒάτων  έτρεξαν  άττο  τους  οφθαΧ- 
μούς  μου,  εττείΒή  δεν  φυΧάττουν  τον  νόμον  σου. 

^Τ,  Κύριε,    είσαι    δίκαιος,    και  ορθοί  αϊ  κρίσεις 
σου. 

138  Αϊ  μαρτυρίαι  σου,  τάς  δττοίας  διέταξες,  είναι 
δικαιοσύνη  και  ύττερτάτη  άΧήθεια. 

139  Ό  ζηΧός  μου  με  κατέφα^ε,  διότι  εΚησμό- 
νησαν  τους  Χόλους  σου  οΐ  ε'χθροί  μου. 

140  Ό  λ0709  σου  είναι  εις  άκρον  καθαρός '  δια 
τούτο  6  δοϋΧός  σου  τβν  άγαττα. 

141  Έγώ  είμαι  μικρός  και  καταφρονημένος•  δεν 
εΧησμόνησα  όμως  τάς  εντοΧάς  σου. 

142  Ή  δικαιοσύνη  σου  είναι  δικαιοσύνη  αιώνιος, 
και  ό  νόμος  σου  άΧήθεια. 

143  ΘΧίψεις  καΐ  στενο'χωρίαι  με  εύρηκαν  τά 
ττροστά'γματά  σου  όμως  είναι  η  χαρά  μου. 

144  Α'ι  μαρτυρίαι  σου  είναι  δικαιοσύνη  αιώνιος• 
δόσε  με  σύνεσιν,  και  ^ελω  ζήσει. 


49δ 


Μηνοί  ήμίρα  κγ.  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

'^Ρ^ΚΡΑΗΑ  μβ  οΚην  μου  την  καρ8ίαν'  άκουσε  μου, 
Κύρίβ,  καΐ  3^€\ω  φυΧάξβί  τά  δικαιώματα  σον. 

146  "Εκραξα  €ΐ<{  σέ'  σώσβ  μβ,  καΐ  3^£λω  φν- 
"λάξβι  τα9  μαρτυρίας  σον. 

147  ^ΕττρόΧαβα  την  αν^ην,  καΐ  βκραξα'  ηΧττισα 
€ίς  τον  \ό^ον  σον. 

148  Οι  οφθαΧμοί  μον  ΊτροΧαμβάνουν  τάς  νυκτο- 
φυΧακάς,  Βιά  να  μβΧβτώ  €ί<;  τον  Χό<γον  σου. 

149  "Ακουσ€  την  φωνην  μου,  κατά  το  εΧεός  σου• 
ζωοτΓοίησέ  μζ,  Κύριβ,  κατά  την  κρίσιν  σον. 

150  ^Έ,ττΧησίασαν  οΐ  Βοσμένοί  €ί<ί  την  ιτονηρίαν 
άττεμακρύνθησαν  άττο  τον  νόμον  σον. 

151  Συ,  Κύριβ,  βίσαι  ττΧησίον,  καΐ  οΧα  τά  ττροσ- 
τάιγματά  σου  είναι  άΧήθεια. 

152  Προ  τΓοΧΧοΰ  εηνώρισα  ττερί  των  μαρτυριών 
σου,  ΟΤΙ  εις  τον  αιώνα  εθεμεΧίωσε<;  αυτά<;. 

>ΤΔΕ  την  3\ίψιν  μου,  καϊ  εΧενθέρωσε  με'   διότι 
δεν  εΧησμόνησα  τον  νόμον  σον. 

154  Κρίνε  την  κρίσιν  μον,  καϊ  Χντρωσέ  με'  ζωο- 
ΤΓοίησε  με  κατά  τον  λόγον  σον. 

155  Μακράν  άπο  τονς  ασεβείς  ή  σωτηρία•  διότι 
δεν  ζητούν  τά  διατά'^ματά  σον. 

156  Με^άΧοι  είναι  οι  οίκτιρμοί  σον.  Κύριε•  ζωο- 
ΤΓοίησε  με  κατά  τάς  κρίσεις  σου. 

157  Πολλοί  είναι  εκείνοι,  οΐ  όττοΐοι  με  κατατρέ- 
χουν, καϊ  με  3^Χίβουν•  άλλ'  άττο  τάς  μαρτυρίας 
σου  δεν  εξεκΧινα. 

158  "Ιδα  τους  τταραβάτας,  καϊ  εταράγθην  διότι 
δεν  εφύΧαξαν  τον  λόγον  σου. 

159  'ίδε  ττόσον  άγαττω  τάς  εντοΧάς  σου•  Κύριε, 
ζωοττοίησε  με  κατά  το  εΧεός  σου. 

160  Το  κεφάΧαιον  του  Χό<γον  σον  είναι  η  αΧηθεια' 
καϊ  εΙς  τον  αιώνα  διαμένουν  οΧαι  αϊ  κρίσεις  της 
δικαιοσύνης  σον. 

496 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνοι  ημίρα  κς-'. 

'Λ  ΡΧΟΝΤΕΣ  μ€  κατέτρβξαν  χωρΐ^:  αίτίαν  ττΧην 
ή  καρΒία  μου  τρέμβι  άττό  τον  λόγον  σου. 

162  Έγώ  ά^άΧλομαι  ζΐς  τον  Χό'γον  σου,  καθώς 
€Κ€Ϊνος  6στι<;  βΰρίσκβί  Χάφυρα  ττοΧλά. 

163  Μισώ  καΐ  βΒέΧύττομαι  το  ψβυΒος'  τον  δε 
νόμον  σου  άγαττω. 

164  Έτττάκίς  την  ήμέραν  σβ  ΒοξοΧο'γώ,  δια  τά<? 
κρίσβις  της  δικαιοσύνης  σου. 

165  Είρηνην  ΊΓοΧλην  'έγουν  οι  ά<^αΐτωντες  τόΐ/ 
νόμον  σου•  και  €ΐς  αυτούς  δβν  α,ναι  κανβν  "πρόσ- 
κομμα. 

166  "ΗΧτΓίσα  την  σωτηρίαν  σου,  Κύριβ'  καΐ 
€7Γραξα  τα  ττροστά'^ματά  σου. 

167  Έφυλα^βν  η  ψυ-χ^τ']  μου  τάς  μαρτυρίας  σου' 
καΐ  σφόδρα  η'^άττησα  αύτάς. 

168  Έφι^λα^α  τάς  βντοΧάς  σου,  και  τάς  μαρτυ- 
ρίας σου•  διότι  οΚοι  οι  δρόμοι  μου  βίναι  έμπροσθεν 
σου. 

■ΗΣ     Ίτλησιάση    η    κραυηή    μου    εμττροσθέν    σου, 
Κύρΐ€•  δόσβ  μ€  σύνεσιν  κατά  τον  λόγον  σου. 

170  Άς  εΧθη  η  δεησίς  μου  έμπροσθεν  σου'  Χύ' 
τρώσε  με  κατά  τον  λόγον  σου. 

171  Ύά 'χ^είΧη  μου  ^εΧουν  προφέρει  ΰμνον,  όταν 
με  διδάξης  τά  διατάγματα  σου. 

172  Ή  ηΧωσσά  μου  ^εΧει  ΧαΧει  τον  λόγον  σου' 
διότι  'όΧα  τά  προσταΎματά  σου  είναι  δικαιοσύνη. 

173  Άς•  ηναι  η  χειρ  σου  εΙς  βοήθειάν  μου•  διότι 
εκΧεζα  τάς  εντοΧάς  σου. 

174  Επεθύμησα  την  σωτηρίαν  σου.  Κύριε•  καΐ 
6  νόμος  σου  είναι  χαρά  μου. 

17δ  Άς  ζήση  ή  ψυχή  μου,  καϊ  ^εΧει  σε  δοξοΧΛ- 
7€ί•  καϊ  αϊ  κρίσεις  σου  ας  με  βοηθώσιν. 

176  ^ΕπεριπΧανήθην    ώς   πρόβατον     άποΧωΧός' 
ζήτησε  τον   δοΰΧόν  σου•  διότι  δέν  εΧησμόνησα  τά 
προστάηματά  σου. 
• 

497 


Μ7;ί'05  ήμερα  κζ' .  ΠΑΛΜΟΙ. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

Φαλμος  ρκ'. 

]^ΙΣ    την    στβνοχ^ωρίαν   μου    έφώναζα    ττρος    τον 
Κύρίον,  καΐ  μου  βίσήκουσβ. 

2  Κυρί€,  Χυτρωσβ  την  ψνχ^ν  μου  αττό  χε/λτ; 
τ/^ευδί},  καΐ  αττό  ^Χώσσαν  8ο\ίαν. 

3  Ύί  Β^έΧβι  σε  Βώσβί,  ή  τι  ^ελεί  βτηφάρβί  εΐ9  σε, 
η  ΒοΧία  γλωσσά; 

4  Τα  ήκονημένα  ββλη  του  8υνατοΰ,  και  άνθρακας 
άρκεύθου. 

5  \ΧΚοίμονον  €ίς  €μ£,  Οίότι  κάθημαι  βίς  Μεσέχ, 
καΐ  κατοικώ  €ίς  τάς  σκηνάς  του  ΚηΒάρ! 

6  Πολύν  καιρόν  βκατοίκησβν  η  'ψυ'χτ']  μου  μ€ 
τους  μισοΰντας  την  βιρήνην. 

7  Εγώ  αγαττώ  την  βίρήνην  αλλ'  όταν  ομιλώ, 
αύτοΙ  ετοιμάζονται  Βια  ττόΧεμον, 

Φαλμος  ρκα. 

^ΗΚΟΝί!  τους  οφθαλμούς  μου  ττρος  τα  ορη,  αττό 
τά  ότΓοΐα  βρχ^εται  ή  βοηθβιά  μου. 

2  Ή  βοήθβιά  μου  ίργβται  αττό  τον  Κύριον,  δστις 
βκαμβ  τον  ούρανον  καΐ  την  Ύην. 

3  Αβν  3^έ\€ΐ  συ'^γωρησβι  να  κλονισθτ}  6  ττοΰς 
σου'  ουδέ  .^ελε^  νυστάξβι  βκβΐνος,  όστις  σε  φυ- 
Χάττβι. 

4  Ίδου,  6  φύΧάττων  τον  ^Ισραήλ  δεν  θ^ελει  νυ- 
στάξει, ουδέ  .9^έλε£  άτΓΟκοιμηθή. 

5  Ό  Κύριος  είναι  6  φύΧαζ  σου'  6  Κύριος  είναι  ή 
σκέττη  σου  ττλησίον  εις  τά  8εξιά  σου. 

6  Τ^ν  ημέραν  6  ήλιος  8εν  -9^€λεί  σέ  βλάψει, 
ούΒε  ή  σελήνη  την  νύκτα. 

7  Ό  Κύριος  Β^ελει  σε  Βιαφυλάττει  άττοτταντος 
κακού '  αύτος  ^ελεί.  διαφυλάττει  την  'ν|Γΐ;χϊ;ν  σου. 

8  Ό  Κύριος  ^ελεί   Βιαφυλάττει  την  εξοΒόν  σου 

498 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημίρα  κζ" . 

καί  την  βϊσοΒόν  σον,    άττο  τον  ννν    καΐ    έως  τον 
αιώνος. 

Ψαλμός  ρκβ'. 

Τ7ΤΦΡΑΝΘΗΝ    δτ6  μέ  είτταν,  "Ας  νττά'γωμβν   εις 
τον  οίκον  τον  Κνρίον. 

2  Οί  7ΓΟδ€<?  μας  Β^βλονν  στέκβι  εΙς  τάς  ττνΧας 
σον,  ΊβρονσαΧημ. 

3  Ή  ΐ€ρονσα\ημ  είναί  ωκοΒομημβνη  ώς  "ττόΧις 
σννηρμοσμβνη  ομον. 

4  Έ/ί€6  άναβαίνονν  αΐ  φνΧαΙ,  αϊ  φνΧαΙ  τον 
Κνρίον,  κατά  το  ΒίατεταΎμένον  εΙς  τον  ^ΙσραηΧ, 
Βίά  να  Ζοζο'Χο'^ήσωσί  το  όνομα  τον  Κνρίον. 

5  Αίότι  έκβΐ  ετέθησαν  θρόνοι  δια  κρίσιν,  οι  θρό- 
νοι τον  οϊκον  τον  ΑαβίΒ. 

6  ΐίαρακαλεΐτε  8ιά  την  είρηνην  της  Ίερονσα- 
Χημ'  άς  εντνχωσιν  όσοι  σε  άηαττονν. 

7  Ά9  ηναι  ειρήνη  εις  τά  τείγτ)  σον,  καΐ  αφθονία 
εις  τά  τταΧάτιά  σον. 

8  Διά  τονς  άΒεΧφούς  μον,  και  τονς  ττΧησίον  μον, 
^ε\ω  \ε'^/ει  τώρα.  Ειρήνη  εις  σε ! 

9  Αιά  τον  οίκον  Κνρίον  τον  θεον  μας,  Β^έΧω 
ζητεί  το  κα\όν  σον. 

Φααμος  ρκ'γ'. 

'Ρ'ΣΗΚίΙΣΑ    τονς    οφθαλμούς   μον    ττρος    σε,     6 
ότΓοΐος  κατοικείς  εις  τονς  ουρανούς. 

2  Ίδοι),  καθώς  οι  οφθάΧμοΙ  των  δούλων  άτε- 
νίζονν  εις  την  χείρα  των  κνρίων  των,  καθώς  οι 
6φθα\μο\  της  8ού\ης  εις  την  χείρα  της  κνρίας 
της,  οντω  οι  6φθα\μοί  μας  άτενίζονν  ητρος  Κύριον 
τον  θεόν  μας,  εως  νά  μας  ελεήση. 

3  Έλετ/σε  μας,  Κύριε,  εΚεησε  μας•  Βιότι  καθ^ 
νττερβοΧήν  ενεττΧήσθημεν  άττο  καταφρόνησιν. 

4  Κα^'  νττερβοΧήν  ενεττΧήσθη  ή  ψνχ7ί  μας  άττο 
την  νβριν  των  τρνφώντων,  καΐ  άττο  την  καταφρό- 
νησιν των  νττερηφάνων. 

499 


Μηνός  ήμερα  κζ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

Ψαλμός  ρκΒ'. 

Λ  Ν   δει^  ητον  6  Κύριο<ϊ  μβ  ημάς,  ά<;  βϊτττ)  τώρα  ο 
ϊσραήΧ • 

2  'Άν  8βν  ητον  6  Κύρως  με  ημάς,  δτ€  Ισηιίώθη- 
σαν  άνθρωτΓΟί  κατεττάνω  μας, 

3  Ζώντας  ήθελαν  μας  I^ατα^τίβι,  τότ€,  ένώ  6  Βυ- 
μός  των  εφλεγετο  εναντίον  μας' 

4  Τότε  τά  ΰΒατα  ήθβΧαν  μάς  καταττοντίσεί,  6 
'χ^είμαρρος  ηθεΧε  περάσει,  εττάνωθεν  της  ψνχτΐς 
μας• 

5  Τότε  τα  νΒατα  εττηρμενα  ηθεΧαν  ττέράσευ  εττά- 
νωθεν της  -^νχτις  μας. 

6  ΕύΧο^ητος  6  Κύριος,  όστις  8εν  μάς  πταρίΖωκε 
Βήρενμα  εΙς  τους  οΖόντας  των. 

7  Ή  "ψν-χΐ]  μας  εΧντρώθη  ώς  τττηνον  άττο  την 
ττα^ίΒα  τών  κυνηγών  η  ττα^Ις  εσυνΤρίφθη,  καΐ 
ημείς  εΧντρώθημεν. 

8  Ή  βοήθεια  μας  είναι,  εΙς  το  όνομα  του  Κυρίου, 
Όστις  έκαμε  τον  ούρανον  και  την  Ύην. 

Ψαλμός  ρκε. 

^^Γ\Σ01  Β^αρροΰν  εις  τον  Κύριον,   είναι  ώς  το  ορός 
της  Σιών,  το  οττοΐον  Βεν  εμττορεΐ  να  σαΧευθ^, 
άλλα  Βιαμενει  εις  τον  αιώνα. 

2  Καθώς  ή  ΎερουσαΧήμ  κυκΧόνεται  άττο  τά  ορη, 
οΰτω  6  Κύριος  κυκΧόνει  τόν  Χαόν  του,  άττο  του 
νυν  και  εις  τον  αιώνα. 

3  Αιότι  Βεν  -9-ελεί,  Βιαμενει  ή  ράβΒος  της  ασε- 
βείας επάνω  εΙς  τον  κΧηρον  τών  Βικαίων,  Βιά  νά 
μην  εξαττΧώσωσιν  οι  Βίκαιοι  τάς  γεΐράς  των  εις 
την  άνομίαν. 

4  Κάμνε  καΧΌν,  Κύριε,  εΙς  τους  αβαθούς,  και  εις 
τους  ευθείς  την  καρΒίαν. 

5  ^Έ,κείνους  δε,  οι  οποίοι  εκκΧίνουν  εις  τους  Βιε- 
στραμμένους  των  Βρόμους,  6  Κύριος  3^έΧει  τους 
απορρίψει  ομού  με  τους  ερ^άτας  της  άνομιας' 
επάνω   Βε  εις  τον  ^ΙσραήΧ  -^ελεί  είσθαι  ειρήνη. 

500 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημέρα  κζ". 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Φαλμος  ρκς'. 

*^ίΎΤΕ  6  Κύριος   'ύφ^ρβν  οττίσω  τους  αΐ'χμαλώτονς 
της  Σίών,  ημ^θα  ώς  οι  ονβιρβυόμ^νοί. 

2  Τότε  €ν€7Γ\ήσθΐ]  το  στόμα  μας  άττο  'γεΧωτα, 
καΐ  ή  <γ\ώσσά  μας  άττό  ά'γαΧλίασιν  τότε  βΧέ- 
<γ€το  μεταξύ  των  εθνών,  Μεγάλα,  ττράγ^ατα  βκαμε 
Βί   αυτούς  6  Κύριος. 

3  'Με^γάΧα  τωόντι  ττρά'^/ματα  εκαμεν  ό  Κύριος 
Βι  ημάς•   ε^ίναμεν  οίΧοι  χαρά, 

4  ^Εττίστρεψε,  Κύριε,  τους  αΐ'χμαΧώτους  μας, 
καθώς  τους  'χ^ειμάρρους  εις  τά  νότια  μέρη. 

5  "Οσοι  σττείρουν  με  Βάκρυα,  με  ά'^α\\ίασιν 
Β^εΚουν  αερίσει. 

6  "Οστις  ύττά^ει  εζω,  καΐ  κΧαίει,  βαστάζων 
σττόρον  ΤΓοΧύτιμον,  ούτος  βέβαια  Β^έΧει  εττί- 
στρεψει  με  άγαλλιασίν,  βαστάζων  τά  γειρό- 
βο\ά  του. 

Ψαλμός  ρκζ'. 

ΤΓΑΝ    ό    Κύριος    δεν   οικοΒομήστ)   τον  οίκον,    εις 
μάτην  κοττιάζουν  οι  οΙκοΒο μουντές•    εάν  ό  Κύ- 
ριος Βεν  φυΧάξη  την  ττόΧιν,  εις  μάτην  ά'^ρυττνεΐ  6 
φύΧαζ. 

2  Μάταιον  είναι  εις  εσάς,  το  να  σηκόνεσθε 
ΤΓολλα  ττρω'ι,  το  νά  7ΓΧα>γιάζετε  ττοΧΧά  άρ^ά, 
τρώγοντες  τον  άρτον  του  κόττου•  ό  Κύριος  βέβαια 
ΒίΒει  ΰττνον  εις  τον  άγατττ/τόν  του. 

3  Ιδού,  κΧηρονομία  άττό  τον  Κύριον  είναι  τά 
τέκνα•  μισθός  αυτού,  ό  καρττός  της  κοιλίας. 

4  Καθώς  είναι  τά  βέΧη  εις  την  χ^ψΛ  του  Βυνα- 
τοΰ,  ούτω  είναι  οι  υίοΙ  της  νεότητος. 

5  Μακάριος  ό  άνθρωττος,  ό  όττοΐος  ε'^έμισε  την 
βεΧοθήκην  του  άττό  αυτά•  οι  τοιούτοι  Βέν  Β^έΧουν 
καταισχυνθή,  όταν  ΧαΧώσι  με  τους  εχθρούς  των 
εις  την  ττύΧην. 

501 


Μί^μόί  ημίρα  κζ'.  ΦΆΛΜΟΙ. 

Ψαλμός  ρκη. 

ίνΤΑΚΑΡΙΟΣ  όστις  φοββΐται  τον  Κύρίον,  και  ττί- 
ρπΓατβΐ  649  τού'ζ  8ρόμον<ί  τον, 

2  Αιότί  3^€\€ίς  τρώ^€ΐ  άττο  τον  κόττον  των  χ€ί- 
ρων  σον  μακάριο<;  3^β\€ΐ<}  βίσθαι,  και  βυτυ-χ^ία  βί'ς 
σε. 

3  Ή  'γυνη  σου  Γ&ελβί  εισθαι  ώ'ζ  αμττέλος  €νκαρ' 
7Γ09  ε^9  τά  πΧάιγια  τή<;  οικίας  σον  ο'ι  υιοί  σου,  ώς 
νεόφυτα  εΧαιών  τριγύρω  της  τρατβζης  σου. 

4  Ίδου,  οΰτω  3^έΧ€ΐ  €ύ\ο<γηθή  6  ανθρωττος  6  φο- 
βούμενος τον  Κύριον. 

5  Ό  Κύριος  3^έ\ει  σε  εύΧο^ησει  άττό  την  "Σιων, 
και  Ι^εΧεις  ι8εΐ  το  κα\6ν  της  'ίερουσαΧημ  6\ας 
τάς  ημέρας  της  ζωής  σου' 

Ο  ΚαΙ  θ6λ6ί9  ίδεΓ  υιούς  των  υιών  σου,  καΐ  είρήνην 
εττάνω  εις  τον  ^ΙσραήΧ. 

Ψαλμός  ρκΒ'. 

ΤΪΟΑΑΑΚΙΣ    μ^    εττοΧεμησαν    άττο    την    νεότητα 
μου,  εμτΓορεΐ  τώρα  να  ειττη  ό  ^ΙσραηΧ' 

2  ΤΙοΧΧάκις  με  εττοΧεμησαν  άττό  την  νεότητα 
μον  όμως  8εν  ύττερίσ'χυσαν  εναντίον  μου. 

3  06  'γεωρ'γοί  ήροτρίασαν  εττάνω  εις  την  ρά-χτ^ν 
μον   έσυραν  μακρά  τα  αύΧάκιά  των. 

4  Χλλ'  ό  Κύριος  είναι  Βίκαιος'  κατέκαψε  τα 
σγοινία  των  ασεβούν. 

5  Άϋ  αίσγυνθώσι  καΐ  ας  στραφώσιν  όττίσω  'όΧοί 
οι  μισοΰντες  την  Σιών. 

6  Ά9  <γίνωσιν  ως  το  γόρτον  των  Ζωμάτων,  τ,ο 
οτΓοΐον  ττρίν  εκριζωθη  ξηραίνεται• 

7  Άττο  το  ότΓοΐον  Βεν  γεμίζει  6  3^εριστης  την 
χ€Ϊρά  του,  ού8ε  εκείνος  6  όττοΐος  Βένει  τά  -χειρό- 
βόΧα  τον  κόΧτΓον  του" 

8  Εΐ9  τρότΓον  ώστε  οι  Βιαβάται  δεν  Β^εΧουν  είττεΐ, 
ΈύΧο^ία  Κυρίου  εττάνω  σας•  ημείς  σας  εύλογον- 
μεν  €19  το  όνομα  του  Κυρίου. 

502 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μτίί/ΟΓ  ημίρα  κζ' . 

ΨΑΛΜ02  /ολ'. 

Λ  ΠΟ  τά  βάθη  ^φώναξα  ττρός  σβ,  Ι^νρίζ. 

2  Κύ/9ί€,  άκουσε  την  φωνήν  μου•  ας  ηναι 
τά  ώτία  σου  ττροσβκτίκά  €ί<;  την  φωνην  των  §£?;- 
σβών  μου. 

3  Έ«ν,  Κύριε,  τταρατηρήσ-ης  ανομίας,  Κύρί€,  τις 
Βελβί  ΒυνηθΡ]  νά  σταθτ]  βμττροσθεν  σου; 

4  ΥΙΧησίον  όμως  (Ις  σε  βιναι  συ^γ-χωρησι,ς,  δίά  να 
σε  φοβώνται. 

5  ^Εττρόσμβίνα  τον  Κύρων,  έίΓρόσμεινεν  ή  ψυ'χ^ 
μου,  καΐ  ηΧττισα  ζΐς  τον  Χο^ον  του. 

6  Ή  ψυγ^ι']  μου  ττροσμένει  τον  Κύριον,  ττερισσό- 
τερον  τταρά  εκβΐνοί  οι  οττοίοι  ττροσμένουν  την 
αύ^ην,  ναΙ,  εκβΐνοί  οι  οττοΐοί  ττροσμένονν  την 
αύ'γήν. 

7  Ά?  ελττίζη  6  ^Ισραη\  εΙς  τον  Κύριον '  Βώτί 
ΊτΧησίον  του  Κυρίου  είναι  ί:'λεο9,  καΐ  Χύτρωσις 
άφθονος  ττΧησίον  αυτοί)• 

8  Και,  αύτος  ^εΧβι  Χυτρώσει  τον  ^ϊσραηΧ  άττο 
δΧας  τάς  ανομίας  του. 

Ψαλμός  ρΧα'. 

ΤΓΤΡΙΕ,    δεν  ύττερηφανεύθη   η   καρΒία  μου,    ούΒέ 
ύψώθησαν  οι  όφθαΧμοί  μου•  ούΒε  ττεριττατώ 
βίς  ττρά'γματα  /χεγάλα  και  ύψηΧοτερα  τταρά  βμέ. 

2  Βέβαια,  ύττέταξα  καΐ  καθησΰγασα  την  ψυ•χιίν 
μου,  ώς  το  άττο'^/ε'γαΧακτισμένον  τταιΒίον  πΧησίον 
εις  την  μητέρα  του•  η  ψυχ^ή  μου  είναι  εις  εμε  ώς 
άτΓΟ'^ε'^αΧακτισμένον  τταιΒίον. 

3  Άς  εΧττίζτ)  6  ΊσραηΧ  εις  τον  Κύριον,  άττο  του 
νυν  καΐ  εως  του  αιώνος. 


503 


Μ77!'όί  ημίρα  κη.  ΨΑΛΜΟΙ. 


ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

Φαλμος  ρ\β'. 

'£ΝΘΤΜΗΣΟΤ,    Κνρίβ,   τον   ΑαβΙΒ,    καΐ   δΧους 
τονς  άγωνά9  τον 

2  Με  ΤΓοΐον  τρόιτον  ώμοσβν  βίς  τον  Κυρών,  και 
€ταξ£ν  €69  τον  Ιαγυρον  Θεόν  τοΟ^Ιακώβ' 

3  Δεν  3^€\ω  βμβή  νττοκάτω  ζίς  την  στ€<γην  τον 
οϊκου  μου,  δεν  ,^ελω  άναβή  βίς  την  κλίνην  τη<ζ 
στρωμνής  μου, 

4  Δει/  θ^ελω  δώσε<,  νττνον  βίς  τους  οφθαΧμονς 
μου,  ουδέ  νυστα<γμ6ν  εΐ9  τά  βΧέφαρά  μου, 

5  Έωσοΰ  να  βΰρω  τόττον  8ίά  τον  Κύριον,  κατοι- 
κίαν  δίά  τον  ίσγυρον  Θεόν  του  ^Ιακώβ. 

6  Ιδού,  ηκούσαμεν  ττερί  αυτής  βίς  ^Εφραθά'  εϋ- 
ρήκαμεν  αυτήν  εις  τας  ττεδιάΒας  του  Βάσους, 

7  'Άς  εμβωμεν  εΙς  τάς  σκηνάς  του'  ας  ττροσκυ- 
νήσωμεν  εΙς  το  υττοττόΒιον  των  ττοΒών  του. 

8  Σήκω,  Κύριε,  νά  εΧΟτ/ς  εΙς  την  άνάτταυσίν  σου, 
συ,  και  ή  κιβωτός  τής  Βυνάμεώς  σου. 

9  Οί  ιερείς  σου  άς  εν8υθωσι  8ικαιοσύνην,  καΐ  ας 
ά^ά\\ωνται  οι  ά^γιοι  σου. 

10  Αιά  τον  ΑαβΙΒ  τον  8οΰΧόν  σου,  μην  άττοβά- 
Χης  το  ΤΓρόσωττον  του  κεντρισμένου  σου. 

1 1  "Ω,μοσεν  6  Κύριος  με  άΧήθειαν  εις  τον  ΑαβΙΒ, 
καΐ  δεν  ^ελεί  το  αθετήσει,  Άττό  τον  καρττον  του 
σώματος  σον  ^έλω  βάΧει  εττάνω  εΙς  τον  ^ρόνον 
σον. 

12  Έάν  φυΧάξωσιν  οί  υιοί  σου  την  Βιαθήκην 
μου,  και  τάς  μαρτυρίας  μου  τάς  όττοίας  .^ελω  τους 
8ι8άζει,  ακόμη  καΐ  οί  υίοΙ  τούτων  3^έΧουν  καθϊ]σει 
τταντοτεινά  εττάνω  εις  τον  Β^ρονον  σου. 

13  Αιότι  εκΧεξεν  ό  Κύριος  την  Σιών  εύηρε- 
στήθη  εις  αυτήν  δια  κατοικίαν  του. 

14  Α{/Τί?  είναι   ή   άνάτταυσίς   μου  εις  τον   αιώνα 

504 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  κη'. 

τον  αΐωνος'    εδώ   .^ελω   κατοι,κβΐ,  Βιότι  την  ή'γά- 
ττησα. 

15  Θέλω  βνΧο'γήσβι  ττλουσίοτταρόχωί  τάς  ζωο- 
τροφίας  της'  τους  τττωχούς  της  ^ελω  'χορτάσζο 
άτΓΟ  άρτον 

16  Και  τους  ΙΐρβΙς  της  ^ελω  ε'νδυσεί.  σωτηρίαν 
οι  δε  ά^γιοί  της  Β^έΧονν  ά'^αΚΚεσθαι  μβ  μβιγάΧην 
χαράν. 

17  Έκβΐ  ^ελω  κάμ€ί  νά  βΧαστήση  κέρας  εις 
τον  ΑαβίΒ'  ήτοίμασα  \ύ-χνον  8ιά  τον  κεχ^ρι- 
σμίνον  μου. 

18  Τους  β'χθρούς  του  -^ελω  ενδύσεί  αίσ-χύνην 
εττάνω  δε  εις•  αύτον  ^βΚβι  άνθύ  το  ΒιάΒημά  του. 

Ψαλμός  ρΧ^γ'. 

ΤΔΟΤ,  ττόσον  βίναι  κάλον  καΐ  ττόσον  τερττνον,  νά 
συ^κατοίκώσί  μ€  όμόνοίαν  άΒεΧφοί  ! 

2  Ύουτο  είναι  καθώς  το  ττοΧύτιμον  μΰρον  εττάνω 
εις  την  κεφαΧην,  το  όττοΐον  καταβαίνει  εις  τον 
ττώγωνα,  τον  ττώγωνα  του  Ααρών  το  όττοΐον  κατα- 
βαίνει εις  τα  άκρα  του  ενΒύματος  αυτού. 

3  Καθώς  η  δρόσος  του  Έρμων,  η  όττοία  κατα- 
βαίνει εττάνω  εις  τά  ορη  της  Σιών  Βιότι  εκεΤ 
Βιώρισεν  ό  Κύριος  την  εύλογιαν,  και  την  ζωην  εις 
τον  αιώνα. 

Ψαλμός  /3λδ'. 

'ΤΔΟΤ,  εύΧο^εΐτε  τον  Κύριον,  οΧοι  οι  ΒονΧοι  του 
Κυρίου,  οι  όττοιοι  στεκεσθε  την  νύκτα  εις  τον 
οίκον  του  Κυρίου. 

2  'Ύψώσετε  τάς  'χ^εΐράς  σας  εις  τά  ά<^ια,  καϊ 
ευλογείτε  τον  Κύριον. 

3  Νά  σε  εύΧο^ήση  ό  Κύριος  άττό  την  Σιών, 
όστις  έκαμε  τον  ούρανόν  καϊ  την  <^ην  ! 

Ψαλμός  ρΧε'. 

ΔΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ    τον    Κύριον.     ΑοξοΧο<γεΐτε    το 
όνομα    του    Κυρίου"    δοξοΧοιγεΐτε,    ΒούΧοι    του 
Κυρίου, 

ζ 


Μηνοί  ημίρα  κη.  ΦΑΛΜΟΙ. 

2  0/  οτΓοΐοι  στ€Κ€σθ€  €ΐ9  τον  οίκον  του  Κουρίου, 
€ΐ?  τάς  αυΚα<;  του  οϊκου  του  Θβοί!  μα<ί. 

3  Δ^οξο\ο<^ζΙτβ  τον  Κύριον,  8ίότι  ά'γαθοζ  βίναι  6 
Κύριος•  '\Ιταλμω8ήσ€Τ€  εις  το  ονομά  του,  Βωτί 
ζΐναι,  τβρττνον. 

4  Αίότι  τον  ^Ιακώβ  βκΚζξε  Βιά  τον  εαυτόν  του 
6  Κύριος,  τον  ^ΙσραηΧ  8ίά  ίδι,κόν  του  ^ησαυρόν. 

5  Δλότέ  εγώ  β'γνώρισα  οτι  με^ας  είναι  6  Κύριος ' 
καΐ  ό  Κύριος  μας  είναι  ύττερ  ττάντας  τους  3^εούς. 

6  Πάντα  οσα  ηθεΚησεν  ο  Κύριος  εκαμεν,  εις  τον 
ούρανον,  καΐ  εις  την  ^ήν,  εις  τάς  ^άΚάσσας,  καϊ 
ΐΐς  ο\ας  τάς  αβύσσους. 

7  ^Αναιβάζει  νεφέΧας  άττο  τά  έσχατα  της  <^ης' 
κάμνει  άστραττάς  Βιά  βρο-χτ^ν  εκβάΧλει  άνεμους 
μέσα  άττο  τους  θησαυρούς  του. 

8  Ό  όποιος  εττάταξε  τά  πρωτότοκα  της  Αί'γύ' 
ΤΓΤου,  άττο  ανθρώπου  εως  κτήνους" 

9  "Εστειλε  σημεία  καϊ  τέρατα  εις  το  μέσον  σου, 
ΑιγντΓτε,  επάνω  εις  τον  Φαραώ,  καϊ  επάνω  εις 
οΧους  τους  ΒούΧους  αύτου. 

10  Ό  όποιος  επάταξεν  έθνη  με'γάΧα,  και  εφό- 
νευσε  βασιλείς  κραταιούς" 

1 1  Τον  Σηών,  βασιλέα  των  Αμορραίων,  καϊ  τον 
*ί27ί  βασιλέα  της  Βασάν,  καϊ  δλας  τάς  βασιλείας 
^αναάν 

12  Και  εΒωκε  την  <γήν  αυτών  κληρονομίαν,  κλη- 
ρονομίαν  εις  τον  ^Ισραήλ  τον  \αόν  τον. 

13  Το  ονομά  σου,  Κύριε,  είναι  εις  τον  αιώνα•  καϊ 
το  μνημόσυνόν  σου,  Κύριε,  εις  ηενεάν  καϊ  ηενεάν. 

14  Διότι  ^ελει  κρίνει  ό  Κύριος  τον  \αόν  του' 
καϊ  εις  τους  8ού\ους  του  ^^έλει  Βείζει  έλεος. 

15  Τά  είδωλα  των  εθνών  είναι  άρ'γύριον  καϊ  χρν- 
σίον,  ερ<γον  ■χειρών  ανθρώπου. 

16  Στόμα  έχουν,  καϊ  δεν  Χαλούν  6φθαλμου<ί 
έχουν,  καϊ  δεν  βλέπουν 

17  Ώτία  έχουν,  καϊ  δεν  άκούουν  ούδε  είναι  πνοή 
«19  το  στόμα  αυτών. 

506 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μ?;»ο5  9Μ^'ρα  <η* 

18  "Ομοιοι  μβ  αυτά  νά  <γίνωσιν,  όσοι  τά  κάμνουν 
καϊ  ττάς  όστις  ^αρ'ρύ  €19  αυτά ! 

19  Οίκος  του  ^ΙσραηΧ,  βύλογί^σβτβ  τον  Κύριον 
οίκος  τοΐ)  Ααρών,  €υ\οψ]σ€τβ  τον  Κύριον. 

20  οίκος  του  ΑβυΙ',  6ύ\θ'γησ€Τ€  τον  Κύριον  οι 
φοβούμ€νοι  τον  Κύριον,  €ύ\ο^ήσ€Τ€  τον  Κύριον. 

21  ΕύΧοιγητος  ας  ηναι  6  Κύριος  άττό  την  Σιων, 
δστις  κατοικ€Ϊ  €ΐς  την  'ΙβρουσαΧημ.     ΑΧΧηΧούϊα. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

Ψαλμός  ρλς-'. 

Λ  ΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον,   διότι  βιναι  ά>γαθός' 
διότι  €ίς  τον  αιώνα  βίναι  το  βΧβός  του. 

2  Δοξολογείτε  τον  Θεόι/  των  3^€ών  διότι  βίς  τον 
αιώνα  €ΐναι  το  εΧβός  του. 

3  ΑοξοΧο<^/€Ϊτ6  τον  κύριον  τών  κυρ  ίων '  διότι  βίς 
τον  αιώνα  είναι  το  έ'λβός  του. 

4  Έκ€Ϊνον,  όστις  μόνος  κάμνει  3-αυμάσια  με- 
γάλα•   διότι  εΙς  τον  αιώνα  εΧναι  το  εΧεός  του. 

5  Έ/ίείνον,  όστις  έκαμε  τους  ουρανούς  με  σύν' 
εσιν   διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του. 

6  ^Εκείνον,  όστις  εξήττΧωσε  την  ηην  εττάνω  εις 
τά  ύδατα'   διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του. 

7  Εκείνον,  όστις  έκαμε  τους  φωστήρας  τους  με- 
^άΧους'   διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  έ'λ€θ9  του' 

8  Τον  ηΧιον,  διά  νά  εξουσιάζτ)  εττάνω  εις  την 
ημεραν   διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  τον 

9  Ύην  σεΧήνην  και  τους  αστέρας,  διά  νά  εζου- 
σιάζωσιν  εττάνω  εις  την  νύκτα'  διότι  εις  τον 
αιώνα  είναι  το  εΧεός  του. 

10  ^Εκείνον,  όστις  εττάταξε  την  Αϊ'^/υτττον  εις  τά 
ττρωτότοκά  της'  διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός 
του' 

1 1  Και  εκβαΧε  τον  ^ΙσραηΧ  άττό  το  μέσον  αύτής' 
διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  έ'λ609  του' 

12  Με  χ€Ϊρα  κραταιάν,  και  με  βραχ^ίονα  ηττΧφ- 
μένον  διότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  τον, 

ζ2 


Μηνο!  ημίρα  κη' .  'ί'ΑΛΜΟΙ. 

13  ^Έ,κεΐνον,  όστις  βΒιαίρίσβ  την  ^Έ,ρνθράν  Βά- 
Χασσαν  βίς  8ύο'  Βιότί  εις  τον  αιώνα  βίναο  το  έ'λεό•» 
τον 

14  Και.  Βί67Γ€ρασ€  τον  ^ΙσραηΧ  Βίά  μέσου  της• 
Βίότι  €49  τον  αιώνα  βΊναι  το  έ'λεός  τον 

15  Και  κατβιτόντισβ  τον  Φαραώ  καΐ  το  στρά- 
τβυμα  αύτοΰ  εΐ9  την  Ερυθράν  ^αΚασσαν  Βιότι 
649  τον  αιώνα  βΐναι  το  βΧβός  τον. 

16  ^ΈιΚ€Ϊνον,  όστις  ώΒήηησβ  τον  \αόν  του  Βια 
μέσου  της  βρήμου'  Βιότι  €ΐς  τον  αιώνα  €Ϊναι  το 
€λε09  του. 

17  ^Εκβΐνον,  όστις  βττάταξβ  βασιλβΐς  μβ^αλους' 
Βιότι  €49  τον  αιώνα  βίναι  το  βΧβός  του' 

18  ΚαΙ  εθανάτωσβ  βασιΚβίς  κραταιούς"  Βιότι  βίς 
τον  αιώνα  βιναι  το  βΧεός  του' 

19  Τον  Σηών,  βασιΧέα  τών  Άμορραίων  Βιότι  €ΐς 
τον  αιώνα  είναι  το  έ'λ,€09  του' 

20  ΚαΙ  τον  *ί2γ  βασιΧέα  της  Έασάν  Βιοτι  εΙς 
τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του' 

21  Και  εΒωκε  την  'γήν  αυτών  εις  κΧηρονομίαν 
Βιότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του ' 

22  ΚΧηρονομίαν  εις  τον  ΊσραηΧ,  τον  ΒούΧόν  του' 
Βιότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του. 

23  "Οστ49  €49  την  ταττείνωσιν  ημών  μας  ένθυ- 
μήθη'   Βιότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του' 

24  ΚαΙ  μας  εΧύτρωσεν  άττό  τους  εχθρούς  μας' 
Βιότι  εις  τον  αιώνα  είναι  το  6'λ€09  τον. 

25  "θστ49  δ4'δ64  τροφην  εις  οΧα  τά  ζώα'  Βιοτι  εις 
τον  αιώνα  είναι  το  ε^^εός  τον. 

26  Δο^ολογ€4Τ€  τον  θεόν  του  ουρανοί)•  Βιότι  εις 
τον  αιώνα  είναι  το  εΧεός  του. 

ΦΑΛΜ02   ρΧζ. 

"ρίΣ  τοΐ'9  "ποταμούς  της  ΒαβυΧώνος,  εκεί  εκαθή- 
σαμεν,  καΐ  μάΧιστα    εκΧαύσαμεν,  όταν   ενθν- 
μήθημεν  την  Σιών. 

2  Έττάνω  €4*9  τάς   Ιτέας  εις  το  μέσον  αντής  εκρε- 
μάσαμεν  τας  κιθάρας  μας. 
508 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  κη'. 

3  Δίοτί  €Κ€Ϊνοι,  οί  οτΓΟίΟί  μας  τίχ^μαΚώτβνσαν, 
μά<;  (ζήτησαν  €Κ€Ϊ  λόγους  ασμάτων  καϊ  βκβΐνοι, 
Οί  ότΓοΐοί  μας  ήρήμωσαν,  μας  βζητησαν  ΰμνον,  \&- 
Ύοντβς,  Ψάλλετε  μας  άττο  τάς  ω8άς  της  Σίών. 

4  Πώς•  νά  ■ψαλωμβν  την  ωΒην  του  Κυρίου  εις  'γΡ]ν 
ξύνην; 

5  Έάν  σε  \ησμονήσω,  ΊβρουσαΧημ,  νά  Χησμο- 
νήστ}  ή  δε^ίά  μου  γείρ  την  εττώεξι,ότητά  της ! 

6  Να  κοΧΚήσΎ)  η  γλωσσά  μου  βίς  τον  ούρανί- 
σκον  μου,  ε'άν  δεν  σε  ενθυμούμαι"  έάν  δεν  ττρο- 
τάξω  την  ΊβρουσαΧημ  βίς  την  άρ'χΐ]ν  ττάσης  ευ- 
φροσύνης μου  ! 

7  ^Έ,νθυμήσου,  Κύριβ,  τους  υΙούς  Έδώ/ί,  οί  οττοΐοί 
την  ήμέραν  της  ΊβρουσαΧημ  έλεγαν,  ΚατβΒ'αφί- 
σετε,  κατβΒαφίσβτβ  την,  έως  βίς  τά  3•€μ€Χιά  της. 

8  'ί2  ^υ'γάτηρ  της  ΒαβυΧώνος,  ή  μίΧΧουσα  νά 
€ρημωθτ}ς,  μακάριος  όστις  σε  άνταττοΒώση  την 
άνταμοιβήν  των  οσα  βκαμβς  εις  ημάς! 

9  Μα/ίάρίος  όστις  ττιάση  καϊ  ρίψη  τά  νήττιά  σου 
€77 άνω  βίς  την  ττέτραν  ! 

Ψαλμός  ρΧη'. 

ί^ΕΛίΙ  σε  ΒοξοΧο^ήσει  μβ  οΧην  μου  την  καρΒίαν' 
^έΧω  ψαΧμωΒ7ίσ€ΐ  βίς  σε  βμττροσθβν  των  ^βών. 

2  Θέλω  ττροσκυνήσβι  ττρος  τον  ναον  τον  ά<γιόν 
σου'  καϊ  ^βΧω  βτταινέσβι  το  ονομά  σου,  8ιά  το 
βΧβός  σου,  και  8ιά  την  άΧήθβιάν  σου•  διότι  βμβ- 
γάλυνες  τον  λόγον  σου  συμφώνως  μβ  οΧην  την 
φήμην  σου. 

3  Τ^ν  ήμβραν  βίς  την  όττοίαν  βφώναξα,  συ  μβ 
άτΓβκρίθης'  μβ  βνδυνάμωσβς  μβ  δύναμιν  βίς  την 
"ψυ-χ/ιν  μου. 

4  Θέλουν  σε  δοξοΧο<γήσβι,  Κύριβ,  οΧοι  οί  βασι- 
Χβΐς  της  "γης,  όταν  άκούσωσι  τους  λόγους  του 
στόματος  σου' 

5  Και.  ^βΧουν  ψάΧΧβι  βίς  τους  δρόμους  του 
Κυρίου,  ΟΤΙ  μβ'γάΧη  βίναι  η  δόξα  του  Κυρίου. 

6  *Αν  καϊ  ό  Κύριος  ηναι  ύψηΧος,  όμως  βττιβΧβττβί 

509 


Μί;ΐ'ΟΓ  ήμΐ'ρα  κΒ'.  ΝΙ'ΑΛΜΟΪ. 

€19  τον  τα/7Γ€ΐνόν'  τον  δε  νψηΧόφρονα  βΧέττει,  άττο 
μακρόθεν. 

7  Έάν  ητεριττατησω  εΙς  μέσον  στενο'χωρία<ζ,  Βέ' 
Χεος  με  ζωοτΓΟίήσεΐ'  3^εΧείς  εξαττΚώσεί  την  χεΐρά 
σου  κατά  της  ορ'γής  των  ε'χθρών  μον  καΐ  ή  δεξιά 
σου  Β^εΧει  με  σώσει. 

8  Ό  Κύριος  ^έΧει  εκτεΧέσει  τά  ττερί  εμοΰ' 
Κύριε,  το  ελεός  σου  διαμένει  εις  τον  αίώνα'  τά 
€ρ<γα  των  γειρών  σου  μη  τταραβΧέψυς. 


ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  Έί2ΘΙΝΗ. 

ΦΑΛΜ02  ρλ^'. 

ΙΓ  ΤΡΙΕ,  συ  με  εδοκίμασες,  και  με  ε^νώρισες. 

2  Συ  ^γνωρίζεις  το  κάθισμα  μου  και  το  σή- 
κωμα μου'  συ  νοεΐς  τους  Χοηισμούς  μου  άττο  μα- 
κρόθεν. 

3  Σύ  εξερευνάς  το  ττεριττάτημά  μου  και  το  ττλαγί'- 
ασμά  μου,  καΐ  οΧους  μου  τους  δρόμους  συ  εξεύρεις. 

4  Αιότι  και  ιτρίν  ακόμη  εΧθη  ό  'λό'γος  εις  την 
γλωσσάν  μου,  ιδού.  Κύριε,  συ  <γνωρίζεις  το  ττάν. 

5  Συ  με  ττερικυκΧόνεις  οττισθεν  και  εμττροσθεν, 
και  έθεσες  εττάνω  μου  την  χεΐρά  σου. 

6  Ή  ^νώσις  αύτη  είναι  ΰττερθαύμαστος  εΙς  εμε' 
είναι  ύψηΧή'  δεν  δύναμαι  νά  φθάσω  εΙς  αυτήν. 

7  Πον  νά  απομακρυνθώ  αττό  το  ττνεΰμά  σου; 
και  αττό  το  ττρόσωττόν  σου  ττοΰ  νά  φύγω; 

8  Έαν  άναβώ  εις  τον  ούρανόν,  συ  είσαι  εκεΐ'  εάν 
ττΧαγλάσω  ε^'ς  τον  αδην,  ιδού  συ  εκεί. 

9  Έάν  \άβω  τάς  πτέρυγας  της  αύ<γής,  καΐ  κατοι- 
κήσω εΙς  τά  έσχατα  της  3^α\άσσης' 

10  ΚαΙ  εκεί  -^έλεί  με  οδηγήσει  ή  χ^ίρ  σου,  καϊ 
ή  δεξιά  σου  Β^εΚει  με  κρατεί. 

11  Έάν  είττω.  Άλλα  το  σκότος  ^ε\ει  με  σκε- 
ττάσεΐ'  τότε  και  ή  νύξ  αυτή  ^ε'λεί  εισθαι  φώς  τρι- 
'^ύρω  μου. 

12  ΝαΙ,  το  σκότοζ  δεν  σκεπάζει  τίποτε  άττο  σέ' 

510 


ΫΑΛΜΟΙ.  Μηνο!  ημίρα  κ9'. 

μάλιστα  η  ννξ  Χάμττει  ως  ή  ημβρα'  €ίς  σε  το  σκό- 
τος είναί  καθώς  και  το  φως. 

13  Αιότι  συ  έμόρφωσβς  τα  νεφρά  μον  συ  με 
εττεριτυΚιξες  εις  την  κοιλίαν  της  μητρός  μου. 

14  Θέλω  σε  υμνεί,  Βιότι  φοβερώς  καΐ  ^αυμασί- 
ως  εττΧάσθην  θαυμάσια  είναι  τα  ερ^α  σου'  και  ή 
'ψυχ^ή  μου  κάΧλιστα  το  '^νωρ'ιζει. 

15  Δεν  εκρύφθησαν  τά  οστά  μου  απο  σε,  ενώ 
εττΧαττόμην  εις  το  κρυφόν,  καΐ  8ιεμορφονόμην  εις 
τά  κατώτατα  της  ^ής. 

16  Το  άΒιαμόρφωτον  του  σώματος  μου  Ϊ8αν  οί 
όφθαΧμοί  σου'  και  εις  το  βιβΧίον  σου  'όΧα  ταύτα 
ήσαν  '^εηραμμένα,  καθώς  και  αϊ  ημεραι  εις  τάς 
ότΓοίας  εσγτιματίζοντο,  ακόμη  καΐ  ενώ  κανεν  άττό 
αυτά  Ββν  ητον. 

17  'β  ττόσον  ΤΓοΧύτιμοι  είναι  εις  εμε  αϊ  βουΧαί 
σου,  θεέ !  ττόσον  μέ'γας  είναι  ό  αριθμός  αυτών ! 

18  Έάν  ήθεΧα  νά  τάς  άτταριθμήσω,  ύττερβαίνουν 
την  άμμον   εξυττνώ,  και  ακόμη  είμαι  μετά  σου. 

19  Βέβαια  3^έΧεις  θανατώσει  τους  ασεβείς,  Θεέ* 
φεύγετε  Χοιττόν  άττό  εμε,  άνΒρες  αιμάτων. 

20  Αιότι  ΧαΧουν  κατά  σου  άσεβώς'  οί  ε-χθροί 
σου  Χαμβάνουν  το  ονομά  σου  ματαίως. 

21  Δεν  μισώ  τάχ^α,  Κύριε,  τους  μισοΰντάς  σε; 
και  δεν  αγανακτώ  κατ  εκείνων,  οι  όττοΐοι  σηκό- 
νονται  κατά  σου; 

22  Με  τελείον  μίσος  τους  μισώ'  8ιά  εχθρούς 
τους  έ'χω. 

23  Αοκίμασέ  με,  Θεέ,  κα\  ηνώρισε  την  καρΒίαν 
μου'  ερεύνησε  με,  και  μάθε  τους  στοχασμούς  μου.. 

24  Και.  λδέ  αν  ηναι  εις  εμε  οΒός  ανομίας"  και 
όδή'γησέ  με  εις  την  όδόν  την  αίώνιον. 

Φαλμος  ρμ'. 

*^ΛΕΤΘΕΡί2ΣΕ'  με,   Κύριε,   άττό  άνθρωττον   ττο- 

νηρόν  Χύτρωσέ  με  άττό  άνθρωττον  ά,Βικον' 

2  Οί  ότΓοΐοί  ΒιαΧογίζονται  ττονηρά  εις  την  καρ- 

511 


Μηνο!  ημίρα  κ$'.  ΦΑΛΜΟΙ. 

Βίαν  6\ην  την  ημύραν  τταρατάττονταί  €ί<{  ττολε- 
μους. 

3  ^Η,κόνησαν  την  ηΚωσσάν  των  ά><;  οφζως'  φαρ' 
μάκίον  άσττίδος  είναι  ύττοκάτω  €ίς  τα  χβίΧη  των. 

4  Φυλάμε  μβ,  Κνριβ,  άττο  γ^εΐρας  άσββοΰς'  \ν- 
τρωσ€  μ€  άττο  άνθρωττον  άΒίκον  οι  οττοΐοι,  ίμηγα- 
νβύθησαν  να  ΰττοσκέΧίσωσι  τα  Βιαβήματά  μου. 

5  Οι  ύτΓβρήφανοί  μ"  έκρυψαν  ττα^ίΒα,  καΐ  μ€ 
σ'χοίνία  ήττΧωσαν  Βίκτυα  (Ις  την  Βιάβασίν  μου' 
έστησαν  Βν   βμε  βρόγ^ια. 

6  Έίττα  €69  τον  Κυρών,  Συ  είσαι  6  Θεός  μου' 
άκροάσου,  Κύριε,  την  φωνην  των  Βεήσεών  μου. 

7  Κύριε  θεε,  ή  Βύναμις  της  σωτηρίας  μου,  συ 
ττεριεσκέττασες  την  κεφαλήν  μου  εις  την  ήμέραν 
τοΰ  ΤΓοΧεμου. 

8  Μ^  -χαρίσης,  Κύριε,  εις  τον  ασεβή  τάς  εττιθυ- 
μίας  του•  μην  άφήσης  να  εκτε\εσθη  6  στο'χασμός 
του,  μη  ττως  ύψωθώσι. 

9  Ή  δε  πονηρία  των  γειΚεων  εκείνων,  οι  οττοΐοι 
με  ττερικυκΚόνουν,  ας  σκεττάση  την  κεφαΧην  αυτών. 

10  Ανθρακες  πυρακτωμένοι  ας  ττέσωσιν  εττάνω 
των  ας  ριφθώσιν  εις  το  ττΰρ,  εις  Χάκκους  βαθεΐς, 
Βιά  να  μη  σηκωθώσι  ττΧεον. 

1 1  "ΑνθρωτΓος  κακό<γ\ωσσος  ας  μη  στερεωθτ} 
εττάνω  εις  την  'γήν  η  κακία  ^ελεί.  κατατρέξει  τον 
άΒικον  άνθρωττον  εως  να  τον  άφανίση. 

12  Έ^ειίρω  οτι  6  Κύριος  ^ελεί.  κάμει  την  κρίσιν 
εις  τον  τεθΧιμμένον,  και  το  Βίκαιον  εις  τους  τττω- 
χονς. 

13  βέβαια  οι  Βίκαιοι  ^έΧουν  εύ'χαριστεΐ  το  ονομά 
σον  οι  ευθείς  Ι^έΧουν  κατοικεί  εμττροσθεν  του 
Ίτροσώττου  σου. 

Φαλμος  ρμα'. 

ΐΤ  ΤΡ1Ε,  649  σε  εφώναξα'  εΧθε  με  σττουΒην  ττρος 
έμέ'    Βος   άκροασιν  εις   την   φωνήν  μου,  όταν 
κράζω  ττρος  σε. 
512 


ΫΑΛΜΟΓ.  Μ^νοί  ημίρα  κ9  . 

2  *Α9  άναβτ)  εμττροσθέν  σου  ή  ττροσβυχί]  μου  ώς 
το  θυμίαμα•  το  σήκωμα  των  'χ^ιρών  μου  ά<{  '^ίνη 
ώς  η  ^υσία  η  ζσττβρίνή. 

3  Βάλε,  Κύ/346,  φυΧακην  6^9  το  στόμα  μου'  φύ• 
\αττ€  την  Β^ύραν  των  χβίλεωμ  μου. 

4  Μην  άφίντ}(;  να  €κκλίνη  ή  καρδία  μου  669 
ΊΓρά^μα  ΤΓονηρον,  ώστε  να  εκτελώ  ητράξεις  ασε- 
βείς ομοΰ  με  άνθρώττους  οι  όττοΐοί  εργάζονται  άνο- 
μίαν  μη8ε  φά^ω  άττό  τα  εκΧεκτά  των  φαγητά. 

5  *Α9  με  κτυττα  6  Βίκαως•  τούτο  Β^έΧει  είσθαι 
€λ609•  καϊ  ας  με  βλεγχτ;*  τοΰτο  .^ελβί.  είσθαι 
μύρον  εξαίρετον  δεν  ^ελει  βΧάψει  την  κεφαλήν 
μου'  δίότί.  μάλιστα  και  3^ε\ω  ιτροσεύ-χεσθαί  δί.' 
αυτούς  εΙς  τάς  συμφοράς  των. 

6  "Οτε  Οί  άρ'χτ]'γοί  των  ττεριήργοντο  εις  τόττους 
ττετρώΒεις,  ήκουσαν  τα  λόγίά  μου,  οτι  ήσαν  Ύλυκά. 

7  Τα.  οστά  μας  διασκορπίζονται  εις  το  στόμα 
του  τάφου,  καθώς  όταν  τις  κότττη  και  σ'χ^ίζη  ξύλα 
εττάνω  εις  την  'γήν. 

8  Αιά  τούτο  οί  οφθαλμοί  μου,  Κύριε  Θεέ,  ατενί- 
ζουν "ττρός  σέ'  εις  σε  ήλττισα'  μην  άφήσης  άττερι- 
σκετταστον  την  ψυχΐ}ν  μου. 

9  Φύλαγε  με  άττό  την  πα'^ίΖα,  την  όττοίαν  έστη- 
σαν Ζι  εμε,  καΐ  άττό  τα  βρόχ^ια  των  ερ'^ατών  της 
ανομίας. 

10  ^9  ττεσωσιν  ομού  οί  ασεβείς  εις  τα  Βίκτυά 
των,  ενώ  ε'γώ  ^ελω  περάσει  αβλαβής. 

'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

.ΦΑΛΜ02   ρμβ'. 

νΤΕ  την  φωνήν  μου  εφώναξα  εις  τον  Κύριον  με 
την  φωνήν  μου  εις  τον  Κύριον  εΒεήθην. 

2  Θέλω  εκγ^εει  έμπροσθεν  του  την  Βεησίν  μου' 
την  ΒΧίψιν  μου  έμπροσθεν  του  ^ελω  άτταγγελλεί. 

3  "Οτε  το  πνεύμα  μου  ητον  κακατεθλιμμενον  εις 
ΐμέ,  τότε  συ  Ιηνώρισες  τον  Βρόμον  μου.     Παγίδα 

ζ3 


νΐηνος  ημ€ρα  κ-ϊ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

βκρυψαν  δί'  €μ€,  βίς  τον  Βρόμον  τον  οττοΐον  €7Γ€ρί- 
ττατοΰσα. 

4  "Ε/3λ€7Γα  6ί?  τά  δε^ιά,  καΐ  τταρβτηροΰσα,  καΐ 
κανβΐς  δεν  ητον  να  με  ηνωρίσΎ)"  ττάν  καταφύ'γιον 
έ'χάθη  αττο  εμβ,  καΐ  κανβΐς  δεν  ητον  6  όττοΐος  να 
φροντίστ)  ττερί  της  'ψ'νχ^ής  μου. 

5  Ε6?  σε,  Κύριε,  εφώναξα,  καΐ  εϊττα,  Συ  είσαι  η 
καταφυψ]  μου,  καΐ  το  μερίΒών  μου  εις  την  ηην 
των  ζώντων. 

6  ΥΙρόσεξε  εις  την  φωνην  μου,  Βιότί  ταΧαιττω- 
ροΐιμαί  σφόΒρα'  εΧευθερωσε  με  αττο  εκείνους  οι 
οτΓοΐοί  με  κατατρε-χουν,  Βώτί  είναι  Βυνατώτεροί 
μου. 

7  "ΕκβαΧε  αττο  την  φυΧακην  την  ψυχήν  μου,  8ιά 
να  ΒοξοΧο'γώ  το  ονομά  σου'  οι  Βίκαιοι  Β^έΧουν  με 
περικυκλώσει,  όταν  με  άνταμείψης. 

ΦαΛΜΟΣ  ρμ^. 

"ρίΣΑΚΟΤΣΕ,  Κύριε,  την  ττροσευγτίν  μου'  άκρο- 
άσου    τάς    Βεήσεις   μου'     άττοκρίσου    εΙς    εμε, 
κατά  την  αλήθειάν  σου,  και  κατά  την  Βικαιοσύνην 
σου. 

2  ΚαΙ  μην  εμβης  εις  κρίσιν  με  τον  ΒούΧόν  σου' 
δίότί  δεν  Γ&ελεί  δικαιωθή  έμπροσθεν  σου  κανείς 
άνθρωπος  ζών. 

3  Δίότ6  κατετρεζεν  ο  ε-χθρος  την  ψυ'χ^ήν  μου' 
εταττείνωσεν  εως  εις  την  'γήν  την  ζωήν  μου'  με 
έκαμε  νά  καθήσω  εΙς  σκοτεινούς  τόπους,  ώς  οι 
προ  πόΧλ,ού  άποθαμενοι. 

4  Δία  τούτο  το  πνεύμα  μου  είναι  κατατεθΧιμμε- 
νον  εντός  μου,  και  η  καρΒία  μου  πα<γωμένη  εις  εμε. 

5  ^Ενθυμούμαι  τάς  αρχαίας  η  μέρας '  ΒιαΧο>^ί- 
ζομαι  οΧα  τά  ερ'γα  σου'  μεΧετώ  εις  τά  ποιήματα 
των  'χειρών  σου. 

6  ΆπΧονω  προς  σε  τάς  'χ^εΐράς  μου'  η  '^ν'χ^η  μου 
σε  Βιψα  ώς  γτ}  άνυΒρος. 

7  ^Ο'γΧη'γορα   εισάκουσε  μου,  Κύριε•  το  πνεύμα 

514 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνός  ημφα  λ'. 

μον  €/ίλ6ΐ7Γβι•  μη  κρύψτ)!;  χό  ττρόσωττόν  σον  άττό 
ε/χ€,  καΐ  ομοιωθώ  μ€  τους  καταβαίνοντας  βίς  τον 
Χάκκον. 

8  Κάμ€  με  νά  ακούσω  το  ττρω'Ι  το  έ'λβόί  σον 
8ίότί  βίς  σβ  βθεσα  το  θάρρος  μον  κάμε  ν ά  γνω- 
ρίσω τον  Βρόμον  εΙς  τον  όττοΐον  ττρέτΓει,  νά  ττερι- 
ττατώ'   δίότί  ττρος  σε  νψωσα  την  '^νχιίν  μου. 

9  ΈΧενθερωσέ  με  άττό  τους  ε-χθρονς  μου,  Κύρίβ' 
ττρος  σε  κατέφυγα. 

10  ΑίΒαξέ  με  νά  κάμνω  το  ^εΧημά  σου,  Βιότι  συ 
είσαι  ό  θεός  μου•  το  ΥΙνεΰμά  σου  το  ά<γαθ6ν  ας  με 
όδη'γήστ}  εις  686ν  ευθείαν. 

11  Αιά  το  ονομά  σου,  Κύριε,  ζωοττοίησε  με•  δίά 
την  δίκαιοσύνην  σου  εκβαΧε  την  ψυχ^ΐ]ν  μου  άττό 
την  ^^Χίψιν. 

12  Και  Βιά  το  ττρος  εμε  εΧεός  σου  εξοΧόθρευσε 
τους  εχθρούς  μου,  καΐ  αφάνισε  δΧους  εκείνους  οι 
ότΓοΐοι  3^Χίβουν  την  ψνχιίν  μου'  Βιότι  ε'γώ  είμαι 
ΒουΧός  σου. 


'ΑΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΈίΙΘΙΝΗ. 

ΦαΛΜΟΣ  ρμΒ' . 

■ΡΤΛΟΓΗΤΟΣ  6  Κύριος,  ή  Βύναμίς  μου,  6  υττοΐος 
ΒιΒάσκει    τάς    -χείρας    μου    εις    ττόΧεμον,    τά 
ΒάκτυΧά  μου  εις  μάχην 

2  Το  €'λ€0?  μου,  και  το  οχύρωμά  μου,  το  ύψηΧον 
καταφυγών  μου,  και  6  εΧευθερωτής  μου'  ή  άσττις 
μου'  εις  τον  όττοΐον  έθεσα  το  3^άρρος  μου,  καΐ  ο 
ότΓοΐος  υτΓοτάσσει  τον  Χαόν  μου  ύττοκάτω  εις  εμε. 

3  Κύριε,  τι  είναι  ό  άνθρωττος,  και  συ  Χαμβάνεις 
φροντίΒα  ττερι  αυτού !  η  ό  υιός  του  άνθρώττου,  και 
συ  τον  στοχάζεσαι  τόσον  ! 

4  Ό  άνθρωτΓος  ομοιάζει  την  ματαιότητα"  αι 
ημέραι  του  είναι  ώς  σκιά  ή  υττοια  ττερνα. 

5  Κύριε,  κΧινε  τους  ουρανούς  σοϋ,  και  καταΐβα,' 
ε'γ'γιζε  τά  ορη,  και  ΒεΧουν  καττνίσει. 

515 


Μί/ί^ε  ημίρα  λ'.  Ϋ^ΑΛΜΟΙ. 

6  Άστραψβ  άστραττην,  και  -^€λ€69  τον<ϊ  Ζίασκορ- 
"ττισβι•  ρίψζ  τά  βέΧτ}  σον,  και  ^9ελ€ί9  τού<ϊ  έξοΧο- 
θρβύσβι. 

7  Έ,ξαττόστειΧε  την  χ^ψά  σου  άττό  το  ΰψος  • 
\ύτρωσ€  μβ  καΐ  έΧενθέρωσύ  μ€  άττο  ΰ8ατα  μ€- 
Ύολα,  άτΓΟ  την  %βΐρα  των  υιών  του  άΧλοτρίου' 

8  Ύών  οτΓοίων  το  στόμα  λαλβί  ματαιότητα,  καΐ 
ή  Ββξιά  των  βίναι  Ββζιά  τ^ειίδους. 

9  Θβε,  €ί<{  σε  -5ε'λω  ψάΧλβι  άσμα  νέον  εις  σε 
^έ\ω  ψαΧμωΒεΐ  με  ψαΧτήριον,  καΐ  με  όργανον 
ΒεκάχορΒον. 

10  Αύτ09  είναι  όστις  8ί8ει  την  σωτηρίαν  εις  τούζ 
βασιλείς"  όστις  Χυτρόνει  τον  ΑαβΙο  τον  ΒοΰΧόν 
του  άττό  την  ^ανατηφόρον  ρομφαίαν. 

1 1  Λύτρωσε  με  και  εΧευθερωσε  με  '  άττο  την 
χείρα  των  υιών  του  άΧΧοτρίου,  των  όττοίων  το 
στόμα  ΧαΧεΐ  ματαιότητα,  καϊ  ή  Βεζιά  των  είναι 
8εζια  ψενΒους' 

12  Αιά  νά  ηναι  οι  υιοί  μας  ώς  νεόφυτα,  αυξά- 
νοντες εις  την  νεότητα  των  αϊ  Β^υ'γατέρες  μας, 
ώς  στύΧοι  τορνευμενοι  ττρός  στοΧισμόν  ιταΧα- 
τίου• 

13  Αί'  άτΓοθήκαί  μας  ΊτΧηρεις,  ώστε  νά  δίΒωσι 
ττάν  εΙΒος  τροφής•  τά  ττρόβατά  μας  ττΧηθυνόμενα 
εις  χιΧιάΒας  και  μυριάΒας,  μέσα  εις  τάς  ττΧατείας 
μας• 

14  Οι  βόες  μας  ττοΧύτοκοι'  νά  μην  ηναι  μήτε 
εφοΒος  εχθρών,  μήτε  εξόρμησις,  μηΒε  κραυγή  εις 
τάς  ττΧατείας  μας. 

15  Μακάριος  ό  Χαός,  6  όττοΐος  ευρίσκεται  εις 
τοιαύτην  κατάστασιν !  μακάριος  ό  Χαός,  του 
ότΓοίου  ό  Κύριος  είναι  ό  Θεός  του! 

Φαλμος  ρμε. 

^ΕΛ£2  σε  ύψόνει,   Θεε  μου,   βασιΧευ  μου'    και 
3^έΧω  ευλογεί  το  δνομά  σου  εις  τον  αιώνα,  και 
εις  τον  αιώνα  του  αιώνος. 
2  Κα^'  εκάστην  ήμέραν  ΒεΧω    σε   εύλογεΓ'    καϊ 
516 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνίϋί  ημίρα  λ*. 

^ελω    ετταίνεΓ  το   ονομά   σον   βίς    τον   αιώνα,   και 
ε/«?  τον  αιώνα  του  αιώνος. 

3  Μέγας  €ΐναι  6  Κύριος,  και  σφόΒρα  αξωμ,νητος^' 
καΐ  η  μβ^αΧωσννη  τον  €ΐναι  ανεζι-χνίαστος. 

4  Γενεά  ε49  '^ξν^αν  ^ελεί  ετταινβΐ  τά  ερ^α  σον, 
και  τά  /ζεγαλβΓά  σου  ^ελεί.  8ιηΎ€Ϊσθαι. 

5  Θελα)  λαλεί  ττερί  της  €ν8όξου  με^αΧοιτρεττείας 
της  μβ'γαΧβιότητός  σου,  καΐ  ττερί  τών  ^ανμαστών 
έργων  σον 

6  Καί.  θέλουν  λεγεί  ττ/ν  διίνα/χ.ίν  των  φοβερών 
σον  κατορθωμάτων,  και  .^ελω  Βιη'γεΐσθαι  την 
με'γαΧωσύνην  σου. 

7  Θελοι;ν  ΒιαΒίΒει  την  μνήμην  του  ττΧήθους  της 
ά'^αθότητός  σου,  καΐ  'χαρμοσύνως  θέλουν  ι^άλλεί 
την  Βικαιοσννην  σον. 

8  Οίκτίρμων  καΐ  ελεήμων  είναι  6  Κύριος•  μακρό- 
θυμος  καϊ  ττοΧυέΧεος. 

9  Ό  Κύριος  είναι  ά'γαθος  ττρος  οΧους'  και  οι 
οικτιρμοίτου  είναι  επάνω  εις  οΚα  τά  ττοιήματά  του. 

10  "Ολα  τά  ποιήματα  σον.  Κύριε,  ^εΧονν  σε 
επαινεί"  και  οι  ά'γιοί  σον  .^έΧονν  σε  εύλογεΐ. 

1 1  Ύήν  Βόξαν  της  βασιΧείας  σον  Ι^έΧονν  κηρύτ- 
τει, καϊ  θέλουν  Βιη'γεΐσθαι  το  με^αΧεΐόν  σον 

12  Αιά  νά  ηνωστοποιήσωσιν  εις  τονς  νΐονς  τών 
ανθρώπων  τά  με'γαΧεΐά  τον,  και  την  Βόζαν  της 
με'γαΧοπρεπείας  της  βασιΧείας  τον. 

13  Ή  βασιλεία  σον  είναι  βασιλεία  οΧων  τών  αιώ- 
νων, και  ή  Βεσποτεία  σον  εις  οΧας  τάς  γενεάς. 

14  Ό  Κύριος  υποστηρίζει  ολονς  τους  κινΒυνεύ- 
οντας  νά  πεσωσι,  και  άνορθόνει  ολονς  τονς  κνρ- 
τωμενονς. 

15  Οί  οφθαλμοί  όλων  άποβλεπονν  εις  σε'  καϊ 
σν  δίδεις  εις  αντονς  την  τροφήν  των  εν  καιρώ. 

16  Συ  ανοίγεις  τήν  χ^ΐρά  σον,  καϊ  χορταίνεις 
την  επιθνμίαν  παντός  ποιήματος  ζώντος. 

17  Ό  Κύριος  είναι  Βίκαιος  εις  ολας  τάς  οΒούς  τον, 
και  ά'γαθος  εις  δλα  τά  ερ'γα  τον, 

517 


ΐίηνοί  ημίρα  λ'.  ΨΑΛΜΟΙ. 

18  Ό  Κνρίος  βίναι  ιτΧησίον  €ΐ9  δλοι;9  όσοι  τον 
βτΓίκαλοννταΐ'  €49  οΧονς  δσοί  τον  έτηκάλοΰνται 
μβ  άΧήθβίαν. 

19  ^ΕκττΧηροί  την  €7Γίθυμίαν  €Κβίνων  οι  όττοΐοι 
τον  φοβούνται,  και  την  κραυ^ήν  των  βίσακούβι, 
και  σώζει  αυτούς. 

20  Ό  Κύριος  φυΧάττζΐ  οΧους  όσοι  τον  ά^αιτοΰν 
^ελβί  'όμως  βξοΧοθρεύσβι  οΧονς  τους  άσβββΐς. 

21  Το  στόμα  μου  ^€λ€6  λαλεί  τον  βτταινον  τού 
Κυρίον  και  ιτάσα  σαρξ  ας  βύΧο'γ'^  το  όνομα  το 
α,'γιόν  του  €ΐς  τον  αιώνα,  και  εις  τον  αιώνα  τον 
αιώνος. 

Φαλμος  ρμς•'. 

^ΟΗΟΛΟΓΕΤΤΕ  τον  Κύριον.     ΑοξοΧό^βι,   ψυχή 
μου,  τον  Κύριον. 

2  Θέλω  8οξοXο^6ΐ  τον  Κύριον  βις  οΧην  μου  την 
ζωην  βωσοΰ  ύττάρ-χω,  Β^βΧω  ψαΧμωΖζΐ  εΙς  τον 
Θβόν  μου. 

3  Μϊ)ν  έ'χετε  το  Β^άρρος  σας  βίς  άρχοντας,  μη^β 
€ΐς  κανβνα  υίον  ανθρώπου,  άττό  τον  όττοΐον  δεν  είναι 
σωτηρία. 

4  Το  ττνβΰμά  τον  εκβαίνβΐ'  αύτος  βττιστρέφει  εις 
την  <γήν  του•  εις  την  ήμέραν  εκείνην  οι  ΒιαΧο- 
^ισμοί  του  αφανίζονται. 

5  Μακάριος  εκείνος,  του  δττοίου  βοηθός  είναι  ο 
θεός  του  ^Ιακώβ•  του  οττοίου  ή  ελττίς•  είναι  εις 
Κύριον  τον  Θεόν  του• 

Ο  "Οστις  έκαμε  τον  ούρανον,  καΐ  την  <γήν,  την 
ΒάΧασσαν,  καϊ  ττάντα  οσα  ευρίσκονται  εις  αντα' 
όστις  φνΧάττει  ττάντοτε  την  άΧηθειαν' 

7  "Οστί.9  κάμνει  κρίσιν  εις  τους  αδικούμενους• 
όστις  δ/δει  τροφην  εΙς  τους  πεινασμένους.  Ο 
Κύριος  εΧευθερόνει  τους  Βεσμίονς• 

8  Ό  Κύριος  ανοίγει  τους  οφθαλμούς  τών  τυ- 
φΧών  6  Κύριος  άνορθόνει  τους  κυρτωμένους•  6 
Κύριος  ά'^αττα  τους  δικαίους• 

9  Ό    Κύριος    διαφυΧάττει    τους    ξενονς'    ύττερ- 

518 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μηνυς  ημίρα  λ'. 

ασ7Γίζ€ταί    τον    ορφανον    καΐ    την    'χτιραν,    τον    δε 
δρόμον  των  άμαρτωΧών  καταστρέφει 

10  Ό  Κύριος  ^έΧει  βασιλβύβί  €ΐ9  τον  αΐώνα'  6 
Θβός  σου,  Σιων,  βίς  γενβάν  καΐ  γενεάν.  Αλληλούια. 

ΆΚΟΛΟΤΘΙΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 

ΦαλΜΟΣ  ρμζ'. 

Λ  ΟΞΟΑΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον  Βιότί  είναι  καΧον  να 
ψα\μ(ρ8ώμ€ν   €ί<ί   τον   Θεόν  μας'    8ιότι    βϊναι 
τερττνον,  καΐ  6  βτταινος  ττρβττων. 

2  Ό  Κύριος  βΙναι  εκείνος  όστις  οικοδομεί  την 
ΊερουσαΧήμ'  αύτος  ^εΧει  συνάξει  τους  διεσπαρ- 
μένους τοΰ  ΊσραήΧ. 

3  Αύτος  ίατρεύει  τους  συντετριμμένους  την  καρ- 
Βίαν,  και  δένει  τάς  ττΧη^άς  αυτών. 

4  Αύτος  αριθμεί  τα  ττΧήθη  των  άστρων  τα  ονο- 
μάζει οΧα  με  τά  ονόματα  των. 

5  ^Ιέ'^ας  είναι  ό  Κύριος  μας,  και  με<^άΧη  η  δύ- 
ναμίς  του•   ή  σύνεσίς  του  είναι  αμέτρητος. 

6  Ό  Κύριος  ύψόνει  τους  ττράους,  τους  δε  ασεβείς 
ταττεινόνει  εως  εις  την  <γήν. 

7  Ψάλλετε  εις  τον  Κύριον,  εύ'χαριστούντες  αυτόν 
ψαΧμωδεΐτε  εις  τον  Θεόν  μας  με  κιθάραν' 

8  "Οστις  σκεπάζει  τον  ούρανόν  με  νεφέΧας' 
όστις  ετοιμάζει  βρογτιν  δια  την  ηην'  όστις  βΧα- 
στάνει  -χόρτον  εττάνω  εις  τά  ορη' 

9  "Οστις  δίδει  εις  τά  κτήνη  την  τροφήν  των,  καΐ 
εις  τά  νεο'^έννητα  των  κοράκων,  τά  όττοια  κράζουν 
ττρος  αυτόν. 

10  Δεν  -χαίρει  εις  την  δύναμιν  τοΰ  ΐττττου'  δεν 
ήδύνεται  εις  τους  ττόδας  τοΰ  ανδρός. 

1 1  Ό  Κύριος  ήδύνεται  εις  τους  όσοι  τον  φοβούν- 
ται, εις  τους  όσοι  εΧττίζουν  εις  το  εΧεός  του. 

12  Έτταινεί,  ΊερουσαΧήμ,  τον  Κύριον  δοξοΧό^ει 
τον  θεόν  σου,  Σιών 

13  Διότι  εδυνάμωσε  τους  μο-χΧούς  των  ττυΧών 
σον  εύΧο'^ησε  τους  υιούς  σου  εις  το  μέσον  σου. 

519 


ίΛηνο!  ημίρα  λ'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

14  Κντο'ζ  βά\\€ΐ  βίρηνην  βίς  τά  οριά  σον  καΐ  σε 
■χορταίνει  αττό  τον  ΙκΚεκτότβρον  σΐτον. 

15  ΑτΓοστέΧΧβι  το  "πρόσταγμα  του  €ΐ^  την  'γήν, 
και  6  λ0709  του  τρέχ^ει  ταγυτατα. 

16  ΑίΒβι  ■χιόνα  ώς  μαΧλίον  διασπείρει  την 
Ίτάχνην  ώ<;  στάκτην. 

17  'Ρίτττει  τον  κρύσταΧλόν  του  ώς  κομμάτια• 
εμττροσθεν  του  ψύχους  του  ττοΐος  Βύναται  νά 
σταθη; 

18  ΆτΓοστελλεί  τον  Χό'γον  του,  και  τά  8ια\ύεΐ' 
φυσά  τον  ανεμόν  του,  καΐ  τά  ΰ8ατα  τρέχουν. 

19  Άναγγελλβί  τον  λόγον  του  εις  τον  ^Ιακωβ,  τά 
Βιατά^ματά    του    και    τους    νόμους    του    εις    τον 

1σρα7]\. 

20  Δεν  εκαμεν  οΰτω  εις  κανεν  αΧλ,ο  έθνος•  ούΒε 
ε'γνώρισαν  τους  νόμους  του.     \Χλη\ούϊα. 

ΦΑΛΜΟΣ  ρμη'. 

^ΟΗΟΛΟΓΕΙΤΕ    τον    Κυριον.     ΑοξοΧο^εΐτε    τον 
Κύριον  άτΓο  τους  ουρανούς"  Βοξο\ο<γεΐτε  αυτόν 
εις  τά  ΰ'^η. 

2  ΑοξοΧο'γεΐτε  αυτόν,  6\οι  οι  ά'γ'γεΧοί  του'  Βοξο- 
Χο^εΐτε  αυτόν,  0\α  τά  τάγματα  του. 

3  ΑϋξοΧο^εΐτε  αυτόν,  ■ηΧιε  και  σελ,ήνη'  ΒοζοΧο- 
<γεΐτε  αυτόν,  όλα  τά  άστρα  του  φωτός. 

4  ΑοξοΧο^εΐτε  αυτόν,  οι  ουρανοί  των  ουρανών, 
και  τά  ΰΒατα  τά  όττοΐα  είναι  εττάνω  των  ουρανών. 

5  Άϋ  ΒοξοΧοιγώσι  τό  όνομα  του  Κυρίου•  Βιότι 
αυτός  εττρόσταξε,  και  εκτίσθησαν 

6  Και  τά  εστερέωσεν  εις  τον  αιώνα,  καϊ  εις  τόν 
αιώνα  του  αιώνος•  εβαΧε  Βιάτα^γμα  τό  όττοΐον  Βεν 
3^έΧει  σαΧευθή. 

7  ΑϋξοΧοιγεΐτε  τόν  Κύριον  άττό  την  'γήν,  Βράκον- 
τες,  και  όΧαι  αϊ  άβυσσο ΐ' 

8  Ώΰρ  καϊ  χάΧαζα,  χιών  καϊ  άτμις,  άνεμοστρό- 
βιΧος,  τά  όττοΐα  εκτεΧοΰν  τόν  Χό^ον  αύτοΰ' 

9  Τά  όρη,  καϊ  οΧα  τά  βουνά '  ΒένΒρα  καρποφόρα, 
κα\  'όΧαι  αϊ  κεΒροΐ' 

520 


ΨΑΛΜΟΙ.  Μΐ7ΐ»όί  ημίρα  λ'. 

10  Τα  ^ηρία,  καΐ  ό'λα  τα  κτήνη '  βριτίτά,  καΐ  ττβ- 
τ€ίνά  τΓΤ€ρωτά. 

1 1  Βασιλείς  της  >γή<;,  καΐ  οΧοι,  οι  Χαοί'  αρ-χοντβς, 
και  δ\οί  οι  κριταΐ  της  'γής' 

12  Ν€06  καΐ  τταρθβνοί,  ^βροντές  καΐ  τταίΒία' 

13  Ά?  ΒοξοΧο'γώσί  το  όνομα  του  Κυρίου•  Βωτί 
το  όνομα  αυτοί)  μόνου  €Ϊναί  ύψωμένον'  ή  Βόξα  του 
€ΐ,ναί  βττάνω  εΙς  την  <^ην  καΐ  εΙς  τον  ούρανόν, 

14  Και  αύτος  ΰψωσ€  κέρας  €ΐς  τον  Χαόν  του,  το 
ότΓοΐον  είναι  ύμνος  εις  οΧους  τους  ά<γίους  του,  εις 
τους  υιούς  τοϋ  ^ΙσραηΚ,  \αοΰ  όστις  είναι  ττΧησίον 
€ΐς  αυτόν.     ^ΑΧληΧούϊα. 

ΦαλΜΟΣ  ρμ^'. 

ΔΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ    τον   Κύριον.     Ψάλλετε  βις  τον 
Κύριον   άσμα   νέον,   τον   βτταινόν  του    €ΐς    την 
σύναξιν  των  άγιων. 

2  *Α9  ευφραίνεται  ό  *1σραή\  εις  εκείνον  όστις 
τον  εκαμεν'  οι  υιοί  της  Σιών  ας  άγάλλωνται  εις 
τον  βασιλέα  των. 

3  *Α9  ΒοξοΧο^ώσι  το  ονομά  του  γρροστατουντες' 
με  τύμττανον  και  κιθάραν  ας  '^αΧμωΒώσιν  εΙς 
αύτον. 

4  Δίότί  ό  Κύριος  ευδοκεί  εις  τον  \αόν  του'  αυ- 
τός ^ελβι  Βοξάσει  τους  πράους  με  την  σωτηρίαν. 

5  0/  α^ιοι  Β^έΧουν  άγάλλεσ^αί  με  Βό^αν'  Β^έΧουν 
ύ/ίνολογεΐ  έττάνω  εΙς  τάς  κΧίνας  των, 

6  Αϊ  εξυμνήσεις  του  ΒέΧουν  είσθαι  εις  την  Χά- 
ρυ'γ'γά  των,  και  ρομφαία  Βίστομος  εις  την  χεΐρά 
των 

7  ^ια  να  κάμνωσιν  εκΒίκησιν  εις  τα  έθνη,  καΐ 
τταιΒείαν  εις  τους  Χαούς' 

8  Δια  να  Βεσωσι  τους  βασιΧεΐς  αυτών  με  άΧν- 
σεις,  καΐ  τους  ένδοξους  αυτών  με  Βεσμα  σιΒηρά' 

9  Δίά  να  κάμωσιν  έττάνω  εις  αυτούς  την  γε- 
^ραμμένην  κρίσιν.  Ή  Βόξα  αΰτη  ΙίέΧει  εΙσθαι 
εΙς  οΧους  τους  άηίους  του.     \ΧΧηΧούϊα. 

521 


Μηνοί  ημίρα  λ'.  ΫΑΛΜΟΙ. 

Ψαλμός  ρν'. 

^ΟΗΟΛΟΓΕΙΤΕ    τον   Κνρων.     ΑοξοΧο^βΐτβ   τον 
θβον  8ίά  την  αγιότητα  του'  Βοζο'\,ο<γ€ίΤ€  αύτον 
8ιά  την  βκτασιν  της  8υνάμ€ώ<ί  του. 

2  Δο|^ολογ€6Τ€  αύτον  Βια  τα  μ€'γα\βΐά  του'  Βοξο- 
\ο^€ΐτ€  αύτον  κατά  το  'π\ηθο<;  της  μβΎαλωσύνης 
του. 

3  ΑοζοΧο'γβΐτε  αύτον  μ€  τον  ηχον  της  σαλτη^- 
709*  Βοζο\ο<γ€Ϊτ€  αύτον  μβ  ψαΧτήριον  και  κιθα- 
ραν. 

4  ΑοξοΧοηύτβ  αύτον  μβ  τύμττανον  καϊ  γοροστα- 
σίαν  ΒοξοΧο'γβΐτβ  αύτον  μβ  •χ^ορΒάς  καϊ  ορηανον. 

5  ΑοξοΧοΎβΐτβ  αύτον  μβ  κύμβαΧα  βύΧαΧα'  8οξο- 
λογβΐτβ  αύτον  μβ  κύμβαΧα  άΧαΧα<γμοΰ. 

6  Πάσα  ττνοη  ας  ΒοξοΧο'γϊ}  τον  Κύριον.  ΆΧΧη- 
Χούϊα. 


522 


ΤΤΠΟΙ 
ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ  'ΕΝ    ΘΑΛΑΣΣΗ». 


Ή  'Έωθινη  και  'Έσπΐρινη  Ακολουθία  ητΐί  πρίττΐΐ  να  γίνεται  ίν 
θαΚάσση  ^βλίΐ  (ίσθαι  η  αϋτη  με  την  8ιαταχθε'Ίσαν  εΙς  το 
Έυχο\ό•γιον. 

θεΧονν  δε  άναγινώσκεσθαι  καθ"  εκάστην  ημεραν,  εις  τόί»  ΣτοΚον 
της  αντης  Βασιλικής  Με•γαΧειότητος,  και  α'ι  8ύο  αύται  Έυχαί. 

Α  ΙΩΝΙΕ  ΑέστΓοτα  Θεβ,  6  μόνος  βκτβίνων  τον  ού- 
ρανον,  καΐ  δβσττόζων  τά  κύματα  της  Β^αλάσσης' 
οστίς  ΤΓβριέθηκβς  όρια  βίς  τα  ΰ8ατα,  τά  όποια  3-έ- 
\ονν  8ίαμ€ν€ί  μ^χρί  της  συντ^Χβίας  του  φωτός  καϊ 
του  σκότους"  ΕύΒόκησβ  νά  ^β-χθ^ς  ύττό  την  τταντο- 
8νναμον  καϊ  βύμβνβστάτην  ττροστασίαν  σου  ημάς 
τους  ^ουΚους  σου'  καϊ  τον  Έ,τόΧον,  μέσα  €ίς  τον 
όποιον  υτΓηρβτούμζν.  ΑιαφύΧαττβ  ημάς  άττό  τους 
κινδύνους  της  ^αΧάσσης,  καϊ  άττό  την  βίαν  του 
εχθρού,  Βίά  νά  ημβθα  βίς  την  εύμβνβστάτην  ή^εμο- 
νί8α  ημών  την  ΒασίΧισσαν  Βικτωρίαν,  καϊ  βίς  τάς 
έτΓίκρατβίας  αύτης,  φυΧακη•  βι'ς  δε  τους  εν  ^αΧάσση 
ττΧέοντας  8ίά  νομίμους  άττασχοΧήσβις  των,  άσφά- 
Χεια'  ώστε  οι  κάτοικοι  της  ^ήσου  ημών  νά  Χα- 
τρεύωσιν,  εν  ειρήνη  και  ησυχία,  σε  τον  θεόν  ημών 
και  ημείς  νά  εττιστρέφωμεν  εν  άσφαΧεία,  διά  νά 
άτΓοΧαμβάνωμεν  τάς  εύΧο^ίας  της  '^ης,  ομού  με 
τους  καρπούς  τών  κόπων  μας,  και  με  ευγνώμονα 
ενθύμησιν  τών  οίκτιρμών  σου  νά  αινώμεν  καϊ  νά 
Ζοξάζωμεν  το  "Αγίόν  σου  "Ονομα'  Βιά  Ιησού 
Χριστού  το  Ο  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

ΣυναΐΓτή. 

ΤΤΡΟΦΘΑΝΕ  ημάς,  Κύριε,  εις  'όΧα  τά  ερηα  ημών, 

με  την  εύμενεστάτην  χάριν  σου,  και  προβί- 

βαζε  ημάς  με  την  άκατάπαυστον  βοήθειάν  σου' 

523 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ  ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 


ωστ€  €19  όλα  ημών  τα  βρ'γα,  άρ-χρμβνα,  βζακόλον' 
θονντα,  καΐ  τ€Χο<;  Χαμβάνοντα  ξΐς  σβ,  να  Βοξάζω- 
μβν  το  Ά'γιον  σου  "Ονομα,  και  τβΧ^υταΐον,  Βίά  της 
€νσ'π\α<γ'χνίας  σου,  νά  άττοΧαύσωμίν  την  αιώνων 
ζωήν  δίά  'Ιησοΰ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών.  \μήν. 


ΕΥΧΑΙ  'ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΑΙ    ΕΙΣ   ΤΗΝ    ΘΑΛΑΣΣΑΝ 
'ΕΝ    ΚΑΙΡΩ    τρικυμίας. 

ίΤΣΧΤΡΟΤΑΤΕ  καΐ  βνΒοξβ  Αέσττοτα  Θεβ,  βΐ9  του 
ότΓοίου  το  ττροστα'γμα  οι  άνβμοί  πνέουν,  καΐ 
νψόνουν  τα  κύματα  της  ^αΧάσσης'  όστις  καΐ 
κατευνάζεις  την  ορμην  αυτής '  ημείς  τα  πλάσματα 
σου,  έΧεεινοι  όμως  άμαρτωΧοΙ,  εις  ταύτην  μας  την 
με<γά\ην  ανάγκην  ττρος  σε  βοώμεν,  εττικάλούμενοι 
την βοηθειάν  σου•  Σώσε,  Κύριε, 'χανόμεθα.  'Ο/λολο- 
>γοΰμεν  οτι,  εν  άσφαΧεία  οντες,  καΐ  τα  ττάντα  βΧέ- 
ΤΓοντες  <γαΧηνιαΐα  ττερί  ημάς,  εΧησμονήσαμεν  σε 
τον  Θεον  ημών,  καΐ  Βεν  ήθεΧησαμεν  νά  Βώσωμεν 
ττροσογτιν  εις  την  ήσυγον  φωνην  του  σου  Χό'γου, 
καΐ  νά  ύτΓοτασσώμεθα  εις  τάς  ττροστα^άς  σου. 
Άλλα  τώρα  βΧέττομεν  ττόσον  φοβερός  είσαι  εις 
οΧα  σου  τά  θαυμάσια  ερ^α,  6  μέ^ας  θεός  6  υττερ 
ττάντας  φοβερός.  "Οθεν  ττροσκυνοΰμεν  την  θείαν 
σου  Με'γαΧειότητα,  ομόΧο'^ουντες  την  8ύναμίν  σου, 
και  ετΓίκαΧούμενοι  την  αγαθότητα  σου.  Βοήθησε, 
Κύριε,  καΐ  σώσε  ημάς,  Βιά  το  εΧεός  σου  εν  Χριστώ 
^Ιησοΰ  τφ  Ύίώ  σου,  τω  Κυρίω  ημών.     \μήν. 

♦ττ        " 

Η  αυτή. 

'Υ^ΠΕΡΕΝΔΟΞΕ  καΐ  οίκτίρμων  Αέσττοτα  Θεε,  6 
κάτοικων  μεν  εις  τον  ούρανον,  βΧέττων  δε  τά 
ττάντα  εττΐ  της  <γής,  ^ΕττίβΧεψε,  Βεόμεθά  σου,  και 
εισάκουσε  ημάς,  εττ ι καΧου μένους  σε  άττο  το  βάθος 
Της  ταΧαιττωρίας,  καΐ  άττο  τάς  σιαγόνας  του  θα- 
νάτου τούτου,  μέΧΧοντος  ήΒη  νά  μάς  καταττίη' 
Σώσε,  Κύριε,  γανόμεθα.  Οι  ζώντες,  οι  ζώντες  3^έ- 
λουν  σε  εύΧο<γήσει.  ^Έ,ξαττόστειΧε  τον  λόγον  του 
524 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

ττροστά^ματός  σου,  Βίά  να  βττίΤίμηστ}  τονς  €ξα- 
'γρίωμένονς  άνεμους,  καΐ  την  βρυγωμενην  θάλασ- 
σαν ώστβ,  €\€υθ€ρωθέντ€ς  άττο  ταύτην  την  τα- 
Χαιττωρίαν,  να  ζώμ€ν  Βίά  νά  σε  Χατρεύωμβν,  καΐ 
νά  Βοξάζωμεν  το  "Ονομα  σου,  ττάσας  τα?  ημέρας 
της  ζωής  ημών.  Είσάκουσε,  Κύρΐ€,  καΐ  σώσ€  ημάς, 
δίά  το  άττειρον  βΚεος  του  ύττερβυΧο'γημένου  Σωτή- 
ρας ημών,  του  Τίού  σου,  του  Κυρίου  ημών  Ιησού 
Χρίστου.     Αμήν. 

ΐ^νχη   άνα-γίνωσκομίνη     ττρο    τηί    καθ    6τΓθίον8ητΓθΤ€    Πολρ/χιου 
Ί^ανμαχ^ίας. 

ΐςΡΑΤΑΙΟΤΑΤΕ  καΐ  βνΒοξβ  Δ.βσίΓοτα  Θβέ,  6 
Κύριος  των  Βυνάμβων,  6  κυβερνών  καΐ  Βια- 
τάττων  τά  πάντα,  συ  κάθησαι  ε'ττΐ  θρόνου  κρίνων 
Βίκαιοσύνην  καΐ  Βιά  τούτο  εττίκαΧούμεθα  την 
θείαν  σου  Μβ'γαΧεώτητα  εις  ταύτην  την  ανάγκην 
τιμών,  Βιά  νά  εύΒοκήσ-ης  νά  άνάλήβης  την  Βίκην 
ημών  εΙς  την  ΙΒίαν  σου  -χεΐρα,  και  νά  κρίνος  με- 
ταξύ ημών  και  των  εχθρών  ημών.  "Εγειρε  τ?7ν 
Βύναμίν  σου.  Κύριε,  καΐ  εΧθε  εις  βοήθειαν  ημών 
Βιότι  συ  δεν  δίδεις  την  νίκην  ττάντοτε  εις  τον 
Βυνατον,  άΧΧά  Βύνασαι  νά  σώσης  ή  Βιά  ττοΧΧών  η 
Βι  οΧί'γων.  *Ας  μή  φωνάζωσι  τώρα  αι  άμαρτίαι 
ημών  εναντίον  μας  ττρος  εκΒίκησιν  •  άΧΧ  εττάκουσε 
ημάς  τους  ταττεινούς  ΒούΧους  σου,  ζητούντας  εΧεος, 
και  ετΓ ι καΧου μένους  την  βοήθειαν  σου,  και  εύΒό- 
κησε  νά  ησαι  σκεττη  εΙς  ημάς  εναντίον  τού  ττολε- 
μίου.  Φανέρωσε  ότι  συ  είσαι  Σωτήρ  ημών,  και 
Βυνατος  Λυτρωτής,  Βιά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
ημών.      \μήν. 

ΈνχαΧ  σνντομοι  θιά  τονς  Ι^ιαιτίρονς,  όσοι  8(ν  δύνανται  νά  σνν- 
(Κβωσιν  ίίί  προσΐνχήν  μΐτά  των  αΚ\ων,  (ξ  αΙτΙα:  τηε  Μάχης 
η  της  Τρικυμίας, 

Ένχα\  ΓΐνικαΙ, 

ΐΤΎΡΙΕ,  'γενού  'ίΧεως  εις  ημάς  τους  άμαρτωΧούς, 
και  σώσε  ημάς,  Βιά  το  ελεός  σου. 

525 


ΠΡΟ^ΕΥΧΑΙ  ΕΝ   ΘΛΛΑ22Η. 

Στ)  βίσαί  6  μέ^ας  ©€09,  6  τά  ττάντα  ττοίησα<;  καΧ 
κυββρνών  λύτρωσε  ήμα<ί,  Βιά  το  "Ονομα  σον. 

Σν  βίσαί  ο  μέ'γα<;  0609}  ο  νττβρ  ττάντας  φοβερός ' 
σώσε  ημάς,  6ιά  να  σε  υμνώμβν. 

Ένχαί  18ιαίτ€ραί  κατά  του  ΤΙολιμίον. 

'^Τ,  Κύριβ,  ύσαι  Βίκαιος  καΐ  δυνατός '  ι/τΓβρασττι» 
σον  την  Οίκην  ημών  βναντίον  του  'ττολ^μιου. 

Θεε,  σι)  είσαι  ττύρ^ος  Ισγνρός  ύττερασΎτίσβως  ζΐς 
ττάντας  τους  καταφεύ'^οντας  €ΐς  σέ•  σώσε  ημάς 
άτΓο  την  βίαν  του  'ΤΓοΧεμίου. 

Κνρί€  των  δυνάμεων,  μάγου  ν^τερ  ημών.  Βία  νά 
σε  Βοξάζωμεν. 

Μη  σν'^'χωρησης  να  καταττοντισθώμεν  άττο  το 
βάρος  τών  αμαρτιών  ημών,  η  άττο  την  βίαν  τού 
ΤΓοΧεμίον  ημών. 

^Ανάστα,  Κύριε,  βοήθησε  ημάς,  και  λύτρωσε 
ημάς,  δια  το  "Ονομα  σον. 

Ένχαί  σύντομοι  ίίί  την  Ύρικνμίαν. 

^Τ,    Κύριε,    δστ69   καταττραννεις    την  οργην  της 
^αΧάσσης,    εισάκουσε,    είσάκονσε    ημών,    και 
σώσε  ημάς,  δια  νά  μην  άττοΧεσθώμεν. 

'Ύττερύμνητε  Σωτήρ,  όστις  έσωσες  τους  μαθητάς 
σου  μέΧλοντας  νά  άττοΧεσθώσιν  εις  την  τρικυ^ 
μίαν,  εισάκουσε  ημών,  καΐ  σώσε  ημάς,  δεόμεθά 
■σον. 

Κύριε,  εΧέησον  ημάς, 

άριστε,  εΧέησον  ημάς. 
Κύριε,  εΧέησβν  ημάς. 

Κύριε,  εισάκοχχτε  ημών. 
Χρίστε,  εισάκουσε  ημών> 

Θεέ  Πάτερ,  Θεέ  Τιέ,  Θεέ  το  ΙΙνενμα  το  "Αγίον, 
εΧεησον  ημάς,  σώσε  ημάς,  νυν  καΐ  εις  τους  αιώνας. 
\μήν. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  οστίς  είσαι  εΙς  τονς  ονρ&,νονς,  *Ας 
ά'γιασθτ)  το  "Ονομα  σον'    *Ας  εΧθτ)  ή  ΒασιΧεία 
626 


ΠΡ02ΕνΧΑΙ  ΕΝ  ΘΑΛΑ22Η. 

σον  *Α<;  "^^νγ  τό  3έ\ημά  σον,  καθώς  εΙς  τον  ουρα- 
νον,  οΰτω  καΙ  εττάνω  669  την  <γήν.  Τον  άρτον  ημών 
τον  €7Γΐούσίον  86ς  €ί9  ημάς  σήμ€ρον.  ΚαΙ  σι;γχώ- 
ρησ€  619  ημάς  τά  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  και, 
ημα,ς  σνγχ^ωρονμζν  ^Ις  τους  άμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  Και  μη  μας  φ^ρτ[)ς  619  ττξίρασμον,  ΑΧλά 
4\€υθέρωσέ  μας  άττο  τον  ττονηρον.  Αώτι  ιΒική 
σου  (Ιναί  η  βασιλεία,  η  Βνναμις,  καΐ  η  8όξα,  Εις 
τονς  αιώνας  τών  αιώνων.     Αμήν. 

'Οταΐ'  ηναι  ΐπικΐίμΐνοί  κίνδυνοί,  όσοι  δύνανται  να  ηναι  ίΚΐνθΐροί 
άττο  την  ΐΐ!  το  ηΧοΊον  άναγκαίαν  νπηρίσίαν  3ί\ουν  σνγκα* 
Χΐσθη,  κα\  3(\ονν  κάμίΐ  ταττεινην  ίζομοΧόγησιν  τών  αμαρτιών 
Των  προς  τον  Θ€Ον•  εΐΓ  την  οποίαν  πρίπΐΐ  €καστος  να  σνΧ- 
Χογίζΐται  στΓουδαίωί  ΐΚΐίνηί  τά$•  ϊδιαιτίρα!  αμαρτίας  τον,  διά 
Τας  όποιας  η  σννΐίδησις  ήθίΧΐ  τον  κατηγορά!,  κα\  να  Χίγη  τά 

Ή   ΕξομοΧόγησις. 

]^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θβε,  Πάτερ  τον  Κνρίον  ημών 
^Ιησού  Χρίστου,  Ώοιητά  τών  άττάντων,  Κριτά 
οΧων  τών  άνθρώττων,  'ΟμοΧο'γοΰμεν  καΐ  Β^ρηνουμβν 
τάς  άττείρους  ημών  αμαρτίας  και  ανομίας,  μβ  τας 
οτΓοίας  άτΓΟ  καιρόν  βίς  καιρόν  βαρβως  ήσεβήσαμβν, 
€ν  Βιανοία,  ε'ν  Χό^ω,  και  έν  ερ'γω,  εναντίον  εις  την 
θείαν  σου  Με^αΧειότητα,  τταροξννοντες  καθ^  ημών 
Ζικαίως  την  ορ'^ην  και  την  ά'^/ανάκτησίν  σου.  Μ 6^ 
τανοοΰμεν  ένθερμως,  και  ΧντΓονμεθα  εκ  καρΒίας 
Βιά  ταύτας  τάς  ττονηράς  ημών  πράξεις.  Ή  ενθύ' 
μησις  αύτών  είναι  οΒυνηρά  εις  ημάς'  το  βάρος 
αυτών  άνυττόφορον.  ^ΕΧέησον  ημάς,  εΧεησον 
ημάς,  ΤϊοΧυεύσ7ΓΧα<γχ^νε  Ώάτερ.  Αιά  την  ά'^άττην 
του  Ύίού  σου,  του  Κνρίον  ημών  Ίτ/σοΟ  Χρίστου, 
συ^-)(ώρησε  εις  ημάς  οΧα  τά  τταρεΧθόντα.  Καϊ 
•χ^άρισέ  μας,  ώστε  εις  το  εξής  νά  ΒουΧεύωμεν  και 
να  άρέσκωμεν  εις  σε  εν  καινότητο  ζωής,  Εις  τιμήν 
και  Βόξαν  του  "Ονόματος  σον  Βιά  Ιησού  Χρίστου 
του  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

627 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ    ΘΑΛΑΣΣΗ. 

Επίΐτα  ό  Ίίρίΰί,  εαν  νττάρχΐ}  ης  βίί  το  πλοΐοΐ',  ^ίλίΐ  ττροφΐρα 
ταΰτην  την  Αψεσιν, 

*0  ΠΛΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Θβό^,  ό  Πατήρ  ημών  6 
Ουράνιος,  όστις  8ίά  το  μέ<γα  του  βΧβος  ύττε- 
σ'χ^εθη  άφεσιν  αμαρτιών  ττρος  ττάντας  τους  βττί- 
στρβφοντας  βίς  αύτον  μ€  ε'γκάρζίον  μβτάνοιαν  και 
άΧηθινην  ττίστιν,  Να  σας  ελεηστ),  να  συ^χωρήστ}, 
καΐ  να  σας  βΚευθερώστ]  άττο  οΚ,ας  τάς  αμαρτίας 
σας'  να  στηρίζττ]  καϊ  να  σας  βνισχ^ύστ]  €ΐς  ττάσαν 
άηαθότητα•  καϊ  να  σας  φ^ρ^}  €ΐς  την  αιώνων  ζωιίν• 
Βιά  ^ϊησον  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μην. 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ    ΜΕΤΑ   ΤΗΝ    ΤΡΙΚΥΜΙΑΝ. 
Άλαλά^6Τ6  τω   θίώ.     ΨάΚμ.  ξς-' . 

'λ  ΛΑΛΑΞΕΤΕ  βίς  τον  Θβον,  6\η  η  ^ή. 

Ψα\μωΒήσ€Τ€  βίς  τιμήν  του  ονόματος  του' 
κάμβτε  βνζοςον  τον  'έτταινόν  του. 

Εΐττετβ  619  τον  θβον,  'ίΐ  πόσον  βίναι  φοβερά  τα 
€ρ<γα  σου !  Βιά  το  μβ'^βθος  της  Βυνάμβώς  σου,  8βί- 
γνουν  ττΧαστην  ύττοτα^ην  βίς  σβ  οι  β'χθροί  σου. 

"0\η  ή  ηη  ^βλβι  σβ  ττροσκυνβΐ,  και  ψαΧμωΒβΐ 
βίς  σβ  •  Β^βΧουν  ψα'λμωΒβΐ  το  ονομά  σου. 

"Ελθβτβ  καϊ  ίΒβτβ  τά  βρ^α  του  Θβοΰ•  ττόσον 
βΙναι  φοββρος  βίς  τάς  ττράξβις  του  ττρος  τους  υιούς 
τών  άνθρώττων. 

ΜβτββαΧβ  την  ^άΧασσαν  βίς  ξηράν  ττβζοϊ 
βΤΓβρασαν  διά  του  ■ποταμού•  βκεΐ  βύφράνθημβν  βίς 
αυτόν. 

Αιά  της  Βυνάμβώς  του  Ββσττόζβι  βις  τον  αιώνα• 
οι  όφθαΧμοί  του  βττιβΧβττουν  βίς  τά  βθνη•  οι  άττο- 
στάται  ας  μην  ύψόνωσι  τον  εαυτόν  των. 

Ευλο^εΐτε,  ΧαοΙ,  τον  Θεόν  ημών,  καϊ  κάμνετε 
νά  άντηγη  η  φωνή  τοΰ  ετταίνου  αυτοΰ' 

"Οστις  ΒιαφυΧάττει  εις  ζωην  την  ψυχήν  ημών, 
καϊ  Βεν  άφίνβι  νά  κΧονίζωνται  οι  ττόΒες  ημών. 
528 


ΠΡ0ΣΕΥΧΑ1   ΕΝ    ΘΑΛΑΣΣΗ. 

Αιότί  σύ  μας  ηρ€ννησ€<;,  Θεέ'  μας  βδοκίμασ^ς, 
ώς  Βοκίμάζ^ταί  μ€  το  ττνρ  το  άρ'γύριον. 

Μά«?  βμβασβς  βίς  το  Βίκτυον'  ββαΧες  στ€νο- 
γωρίαν  βίς  τους  Χα'γόνας  ημών. 

Αναβίβασες  ανθρώπους  εττάνω  βίς  τας  κβφάΧάς 
ημών  €7Γ€ράσαμ€ν  δίά  ττυρος  καΐ  ΰΒατος'  αλλά 
μας  €/{βα\€ς  εις  άναψυχ^ην. 

θβΧω  €ΐσέ\θ€ΐ  βίς  τον  οίκον  σου  μβ  ολοκαυ- 
τώματα" ^€λω  σε  άττοδώσει  τα  ταξίματα  μου, 

Ύά  ότΓοΐα  €7Γρόφ€ραν  τα  χείλτ;  μου,  καΐ  4\αλησ€ 
το  στόμα  μου,  εις  την  Ι^Χίψιν  μου. 

'ΟΧοκαυτώματα  τταγβα  κριών  ^ελω  σε  προσ- 
φέρει με  θυμίαμα"  -5έλω  προσφέρει  βόας  ομού 
με  τράγους. 

"Ελθετε,  ακούσετε,  6\οι  οι  φοβούμενοι  τον  θεον, 
καΐ  Β^έΧω  Βΐη^ηθη  όσα  εκαμεν  εις  την  ψυ•χτιν 
μου. 

Είς  αύτον  εφώναξα  με  το  στόμα  μου,  και  ε'δο- 
ξάσθη  δ<α  ΤΊ)ς  <γΧώσσης  μου. 

Έάν  εθεωρούσα  άΒικίαν  είς  την  καρΒίαν  μου,  ό 
Κύριος  δεν  ηθεΧε  με  ακούσει• 

Ό  Θε09  όμως  βέβαια  με  ήκουσεν  εττρόσεξεν 
είς  την  φωνην  της  προσευχής  μου. 

Έ,ύΧο<γητ6ς  ό  Θεός.  όστις  8εν  απεμάκρυνε  την 
προσευ-χτην  μου,   καΐ  το  εΧεός  του  άπο  εμέ. 

Λόξα  είς  τον  Πάτερα,  καΐ  είς  τον  Ύΐόν,  και  είς 
το  Πνεύμα  το  "Α^ιον 

Καθώς  ητον  είς  την  άρ'χτ]ν,  είναι  και  τώρα,  και 
ΒέΧει  είσθαι  πάντοτε,  είς  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

\Ιν(Ίτΐ  τον  Κνριον,  ΟΤΙ  ά•γαθός.     Ψαλμ.  ρζ'. 

ΔΟΞΟΛΟΓΕΙΤΕ  τον  Κύριον,  Βιότι  είναι  άβαθος,, 
Βιότι  το  εΧεός  του  Βιαμένει  είς  τον  αιώνα. 

*Ας  Χέ^ωσιν  ούτω  οι  ΧεΧυτρωμενοι  του  Κυρίου, 
τους  οποίους  εΧύτρωσεν  άπο  την  χ^ΐρα  του  εχθρού•^ 

Και   τους    εσύναξεν  άπο    τάς    χώρας,    άττο   την 

Α   Λ 


ΠΡ02ΕΥΧΑΙ  ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

άνατοΧην  καΐ  άττο  την  Βύσιν,  άττό  τον  βορραν  καϊ 
άτΓο  τον  νότον. 

ΑντοΙ  έτΓβριττλανωντο  μέσα  €ίς  την  βρημον,  εΙς 
8ρόμον  άννΒρον  δεν  εύρισκαν  ττόΧιν  καμμίαν  δίά 
κατοίκησι,ν. 

Ήσαν  7Γ€ίνώντε9  κα\  8ίψώντβ<ί,  και  η  ψννή 
των  άττέκαμνβν  669  αυτούς. 

Τότε  'έκραξαν  ττρος  τον  Κύριον  εις  την  ΒΧίψιν 
των  και  τους  ηΚβυθβρωσβν  άττο  τά<ί  άνάηκα<;  των. 

Και  τους  ώΒη<γησ€  8ιά  μέσου  ευθείας  68ον,  8ιά 
να  ύττά^ωσιν  εις  ττοΧιν  κατοικίας. 

\ς  ίιμνόΧοηώσιν  εις  τον  Κύριον  τα  ελέη  του, 
και  τα  θαυμάσια  του  τα  όττοΐα  έκαμε  ττρος  τους 
υιούς  των  άνθρώττων 

Αιότι  ε'χρρτασε  Λ^τυχ^ν  ποθούσαν,  καϊ  ■ψ'υ'χτ]ν 
ττεινασμένην  ενέττΧησεν  άττο  ά^αθά. 

Ύούς  καθήμενους  εις  σκότος  και  σκιάν  3^α- 
νάτου,  τους  8ε8εμένους  εις  3\ίΛΐην  και  εις  σίΒηρον 

Αιότι  άττεστάτησαν  εις  τά  Χό^ια  του  &εοΰ,  καϊ 
την  βουΧην  του  'Ύψίστου  κατεφρόνησαν 

Αιά  τούτο  εταττείνωσε  την  καρΒίαν  αυτών  μ€ 
κότΓον  εττεσαν,  καϊ  κανείς  Βέν  ητον  να  τους  βοη- 
θήστ). 

Τότε  εφωναξαν  ττρός  τον  Κύριον  εις  την  3\ίψιν 
των,  και  άττο  τάς  άνάηκας  των  τους  εΧύτρωσε' 

Και  τους  εκβαΧεν  εξω  άττό  το  σκότος,  καϊ  άττο 
την  σκιάν  τοϋ  3^ανάτου,  καϊ  τά  Βεσμά  των  εσύν- 
τριψεν. 

*Ας  ύμνοΧοηώσιν  εις  τον  Κύριον  τά  ελέη  του, 
καϊ  τά  θαυμάσια  του  τά  οττοΐα  έκαμε  ττρός  τους 
υιούς  των  άνθρώττων 

Αιότι  εσύντριψε  τάς  -χάλκινους  ττύΧας,  καϊ  τους 
μο'χΧούς  τους  σιΒηρούς  κατέκθ'<^εν. 

Οι  άφρονες  βασανίζονται  Βιά  τάς  τταραβάσεις 
των,  και  Βιά  τάς  ανομίας  των. 

Παν   φα^ητόν  βΒεΧύσσεται   η   ψυχή   των,   καϊ 
ττΧησιάζουν  εως  εις  τάς  ττύΧας  τοΟ  θανάτου. 
530 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

Τότε  φωνάζουν  ττρος  τον  Κύριον  βίς  την  ΒΧίψιν 
των,  και  άττο  τάς  άνά'γκα^;  των  τους  Χυτρόνβι. 

ΆτΓοστέΧλα  τον  \ό<γον  του,  καΐ  τους  Ιατρεύβι, 
καΐ  τους  ίλίυθζρόνβι  άττο  την  φθοράν  των. 

Ά  9  ΰμνοΧο'^ώσιν  €ΐς  τον  Κύρων  τά  έΧεη  του, 
καΐ  τά  Βαυμάσιά  του  τά  όττοΐα  βκαμβ  ττρος  τους 
υιούς  των  άνθρώττων 

Και  ας  Β^υσιάζωσι  Βυσίας  βύχ^αριστίας,  και  άς 
κηρύττωσι  τά  €ρ'γα  του  μ^  ά'γαΧλίασ-ιν. 

"Οσοι  καταβαίνουν  εις  την  ^άΧασσαν  με  ττΧοΐα, 
κάμνοντας  βρ'^ασίας  εις  ΰΒατα  ττοΧΧά, 

Αύτοι  βΧέτΓουν  τά  'έρ'^α  του  Κυρίου,  καΐ  τά 
θαυμάσια  του  τά  ιγινόμβνα  εις  τά  βάθη. 

Αίότί  ττροστάζβι,  και  σηκόνεται  άνεμος  βίαιος, 
6  ότΓοΐος  ύψόνει  τά  κύματα  της. 

αναβαίνουν  εως  εις  τους  ουρανούς,  καΐ  κατα- 
βαίνουν εως  εις  τάς  αβύσσους"  ή  ψυ'χ^  των  άνα- 
Χύεται  άττο  την  ά'^ωνίαν. 

"Σείονται  καΐ  κΧονίζονται  ως  ό  μεθυσμένος,  καΐ 
δΧη  των  η  σοφία  γάνεται. 

Τότε  φωνάζουν  ττρος  τον  Κύριον  εις  την  ΒΧίψιν 
των,  και  τους  εκβάΧΧει  εζω  άττο  τάς  στενογωρίας 
των. 

Καθησυ-χάζει  την  άνεμοζάΧην,  και  γίνεται  <γα- 
Χήνη,  και  τά  κυματά  της  σιωττούν. 

Τότε  ευφραίνονται,  Βιότι  ησύ-χασαν  και  τους 
οΖη<^/εΐ  εις  τον  εττιθυμητον  Χιμένα  των. 

*Ας  ΒοξοΧο'γώσιν  εις  τον  Κύριον  τά  εΧεη  του, 
και  τά  Βαυμάσιά  του  τά  όττοΐα  έκαμε  ττρος  τους 
υιούς  των  άνθρώττων 

ΚαΙ  άς  τον  ύψόνωσιν  εις  την  σύναξιν  του  Χαοΰ, 
καΐ  εις  το  συνέδρων  των  ττρεσβυτερων  άς  τον 
ετταινωσιν. 

'ίΛ.εταβά'ΚΚει  ττοταμούς  εις  ερημον,  και  ττη^άς 
ύΒάτων  εις  ξηρασίαν 

Ύην  καρττοφόρον  <γην  εις  άΧμυράν,   Βιά  την  κα• 
κίαν  των  κατοικούντων  εις  αυτήν. 
Α  Α  2 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣ2Η, 

ΜβταβάΧλζΐ  την  €ρημον  εις•  \ίμνας  ύΒάτων,  καΐ 
την  ζηραν  ^ην  βίς  ττη'^άς  νΒάτων. 

Καϊ  €Κ€Ϊ  κατοικίζει  τού<;  7Γ6ΐνασμ€νον<;,  και 
σν^γκροτονν  "ττόΧεις  βίς  κατοίκησιν 

Καϊ  σπείρουν  αΎρούζ,  καΐ  φυτεύουν  άμττέλώνας, 
οι  ότΓοΐοί  κάμνουν  καρττούς  <γ€ννήματος. 

Ύούς  ευλογεί  ακόμη,  καϊ  ττΧηθύνονται  σφοΒρα, 
και  δε^"  6\ι<γοστβύ£ΐ  τα  κτήνη  των. 

^ΟΧι^οστεύουν  όμως  εττείτα,  καϊ  ταττβινόνονται, 
άτΓΟ  την  στενογωρίαν,  την  συμφοράν,  καϊ  τον 
ττόνον. 

ΈτΓίχεεί.  την  καταφρόνησιν  εττάνω  εις  τους  άρ- 
•χοντας,  καϊ  τους  κάμνει  να  ΤΓερητλανώνται  εις 
την  ερημον,  οττου  δεν  είναι  8ρόμος. 

Τον  δε  ττένητα  ύψόνει  άττο  την  Ίττω-χείαν,  καϊ 
ΤΓοΧυττλασιάζει  ώς  ττοίμνια  τάς  οικογενείας. 

Οι  δίκαιοι  βΧεττουν,  καϊ  ευφραίνονταΐ'  ττάσα  δε 
ανομία  ΒέΧει  εμφράξει  το  στόμα  της. 

"ΟτΓΟίος  είναι  φρόνιμος,  ας  τταρατηρη  ταύτα• 
καϊ  3^έΧει  εννοήσει  τα  εΧεη  του  Κυρίου. 

Αόζα  εις  τον  Ώατερα,  καϊ  εις  τον  Ύίον,  καϊ  εις 
το  Ώνευμα  το  "Α^ιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ-χ^ην,  είναι  καϊ  τώρα,  και 
^έΧει  είσθαι  ιτάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     ^Αμήν. 

ΣυΐΌΤΓταΙ  Ευχαριστήριοι. 

'γΠΕΡΤΜΝΗΤΕ  καϊ  ύττερένΒοξε  Αεσττοτα  Θεε> 
6  έχων  αττειρον  άτ^αθότητα  καϊ  εΧεος,  ίΐμεΐς 
τά  άθΧια  ττΧάσματά  σου,  τους  όητοίους  συ  έκαμες 
καϊ  ΒιεφύΧαξες,  Βιατηρών  τας  ■ψυγας  ημών  εις 
ζωήν,  καϊ  τώρα  εΧευθερώσας  ημάς  άττό  τάς  σιαγό- 
νας του  θανάτου,  ταττεινώς  τταρουσιάζομεν  εαυτούς 
ττάΧιν  ενώτΓίον  της  θείας  σου  Με/γαΧειότητος,  οια 
νά  ττροσφερωμεν  Βυσίαν  αίνέσεως  καϊ  ευχαρι- 
στίας" Βιότι  είσήκουσες  ημάς,  'ότε  εις  την  ταΧαιττω- 
ρίαν  μας  εβοήσαμεν  ττρός  σε,  καϊ  δεν  άττερριψες 
την  •προσενχτ)ν  ημών,  την  όττοίαν  εκάμαμεν  ενω- 
532 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

ΤΓ/όν  σου  619  την  μβ^άΧην  ημών  άνά'γκην.  ϋαΐ 
ακόμη,  ό'τβ  έ-χάσαμεν  ττάσαν  βΧττίδα  καΐ  του  ττΧοίου 
ημών,  καΐ  τών  ύτταρχόντων,  καΐ  της  ζο)ής,  τότ€ 
€7Γ€β\€ψ€ς  οίκτίρμόνως  βίς  ημάς,  και  ^αυμασίως 
βττρόσταξες  την  σωτηρίαν  ημών  δία  το  οττοΐον 
ημβΐς  τώρα,  εν  άσφαΧβία  οντβς,  ττροσφέρομβν 
ττάντα  αΐνον  καΐ  ττάσαν  όόξαν  βίς  το  ά<γίόν  σου 
Ονομα,  δια  ^Ιησοΰ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 
Αμήν. 

Η  αντη. 

ΤΣΧΤΡΟΤΑΤΕ  καΐ  ευμενέστατε  ττανά^αθε  θεε, 
εΙς  6\α  τά  ττΧάσματά  σου  Βεικνύείς  το  εΧεός 
σου•  άλλ'  εξαιρέτως  ε8αψί\ευσες  αυτό  ττρος  ημάς, 
τους  όποιους  τόσον  ισ'χυρώς  καΐ  ^αυμασίως 
ύπερασττίσθης.  "Εδειξες  εις  ημάς  φοβερά  ττρά'^- 
ματα  και  Β^αυμάσια  εις  την  άβυσσον,  δια  νά 
ΐδωμεν  ττόσον  ισ-χυρός  και  ευμενής  &εός  είσαι• 
ττόσον  δυνατός  και  έτοιμος  εις  το  νά  βοηθης  τους 
ελ,τΓίζοντας  εις  σε.  Μάς  έδειξες  τίνι  τρόττω  οι 
άνεμοι  και  α'ι  ^άΧασσαι  ύττακούουν  εΙς  το  ττρόσ- 
τα^γμά  σου,  διά  νά  μάθωμεν  ημείς  καΐ  εξ  αυτών, 
νά  ύττακούωμεν  του  ΧοιττοΟ  εις  την  φωνήν  σου,  και 
νά  κάμνωμεν  το  ^εΧημά  σου.  "Οθεν  ευΚο^^ουμεν 
και  δοξάζομεν  το  "Ονομα  σου  διά  το  εΧεός  σου 
τούτο  το  όττοΐον  έδειξες,  σώσας  ημάς  εις  την 
άκμην  του  όΧεθρου.  Και  δεόμεθά  σου,  δός  εις 
ημάς  τώρμ  αϊσθησιν  τοσαύτην  του  ελέους  σου,  οσην 
εϊγαμεν  τότε  του  κινδύνου•  και  γκάρισε  εις  ημάς 
καρδίας  ττάντοτε  έτοιμους  εις  το  νά  τταριστάνωμεν 
την  εύηνωμοσύνην  ημών,  οχ^  μόνον  διά  λόγων, 
άΧΧά  και  διά  του  βίου  ημών,  ^γινόμενοι  εύττειθέ- 
στεροι  εις  τάς  ά'γίας  σου  εντοΧάς.  ^ΕξακοΧούθει, 
δεόμεθά  σου,  ταύτην  την  ττρός  ημάς  ά'γαθότητά 
σου•  ώστε  ημείς,  οι  ύττό  σου  σωθέντες,  νά  σε  Χα- 
τρεύωμεν  εν  όσιότητι  και  δικαιοσύνη  ττάσας  τάς 
ημέρας  της  ζωής  ημών  διά  του  Κυρίου  και  Σω- 
τήρας ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού.     ^Αμήν. 

533 


ΠΡ0ΣΕΥΧΑ1   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ.       • 

'Υμνο!  αΐνίσίωί  κα\  ίυχαριστίας  μΐτα  Ύρικνμίαν  (πικίν^υνον. 

Λ  ΕΎΤΕ,  ας  8οξο\ο<γήσωμβν  τον  Κύριον   δίότί  €1- 
ναι  ά'γαθο^;,  Βιότι  το  έ'λ€09  αντοϋ  μένει  €6?  τον 
αΙώνα. 

Μέ'γα';  6  Κύρως,  και  σφόδρα  άξίύμνητο<;•  ας 
εϊττωσι,ν  ούτω  οι  Χέλυτρωμένοι  τον  Κυρίου,  τού<; 
ότΓοίους  αύτος  ήΧβυθέρωσβν  άττο  τον  άνίΧβων  κλύ- 
δωνα της  θαλάσσης, 

Οίκτίρμων  καΐ  ελβήμων  είναι  6  Κύριος•  μακρό- 
θνμος  καΐ  ττοΧνέΧεος. 

Δεν  βκαμβν  εις  ημάς  κατά  τάς  αμαρτίας  ημών 
ούτε  άντα-ττέΒωκεν  εις  ημάς  κατά  τάς  ανομίας 
ημών. 

Άλλ'  δσον  άττεχεί  το  νψος  του  ουρανού  άττο  την 
<γήν,  τόσον  εμε^άΧυνε  το  εΧεός  τον  ττρος  ημάς. 

ΘΧίψιν  καΐ  οΒύνην  εύρηκαμεν  εττΧησιάσαμεν 
μάΧιστα  εις  τάς  ττύΧας  του  Β^ανάτου. 

Τα.  ΰΖατα  της  Β^αΧάσσης  σχεδόν  μάς  εΐ'χαν  ττερι- 
καΧύψει,  το  ΰ8ωρ  το  άνυττόστατον  σχεδόν  εΖχεν 
νττεραναβή  εττάνωθεν  της  ψυχτϊς  ημών. 

'Η.  ΒάΧασσα  η-χ7]σε,  καϊ  άνεμος  3^υεΧΧώΒης 
νψωσε  τά  κύματα  αύτης. 

^Ανεβαίναμεν  εως  εις  τον  ούρανον,  και  τότε 
ττάΧιν  κατεβαίναμεν  εις  την  άβυσσον  η  ψυχτ] 
ημών  ετήκετο  εντός  ημών  εκ  του  φόβου. 

τότε  εκράξαμεν  ττρός  σε,  Κύριε,  εις  την  3^Χίψίν 
μας'  καϊ  ηΧευθέρωσες  ημάς  άττο  την  ταΧαιττωρίαν 
ημών. 

ΕύΧο^ημένον  ας  ηναι  το  "Ονομα  σου,  οτι  δεν 
κατεφρόνησες  την  Βέησιν  τών  ΒούΧων  σου,  άλλ' 
είσήκονσες  την  βοην  ημών,  καϊ  έσωσες  ημάς. 

^ΕξαττέστειΧες  το  7Γρόστα<γμά  σον,  και  ή  καται- 
ιγίς  ησύγασε,  καϊ  εσί^ησαν  τά  κύματα  της  Βα- 
Χάσσης. 

Άς  ύμνησωμεν  Χοιττόν  τον  Κύριον  8ιά  το 
ελεο9  αντοΰ'  καϊ  ας  κηρύττωμεν  τά  θαυμάσια  τά 
ότΓοΐα  έκαμε,  καϊ  κάμνει  ακόμη  υττερ  τών  υιών  τών 
άνθρώττων. 

534 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ  ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

Ευλθ7Τ7τ09  Κύριος  ημβραν  καθημέραν  Κύριος  ο 
βοηθών  ημάς,  και  ε'/εχεων  τά<?  εύ^ρ'^εσίας  του  ε'ττά- 
νω  βίς  ημάς. 

Ό  Θεο9  ημών,  αύτος  είναι  6  Θεός  της  σωτη- 
ρίας'  και  του  Κυρίου  €ΐναι  ή  €Κ  του  θανάτου 
άτταλλαγί;. 

Σι»,  Κύριε,  εύφρανες  ημάς  Βιά  τών  ερ'^ων  σου' 
και  εις  την  αϊνεσίν  σου  ΒεΧομεν  ά'γάΧλεσθαι. 

Έ.ύΧο'γητος  Κύριος  ο  Θεός•  Κύριος  ό  Θεός,  ό  ττοιών 
θαυμάσια  μόνος• 

Και  εύΧο'γημένον  ας  ηναι  το  "Ονομα  της  Μεγα- 
λ€ΐότ77τός  του  εις  τους  αιώνας•  και  έκαστος  ημών 
ας  εϊτΓΤ],  Άμην,  αμήν. 

Αόξα  εις  τον  ΐϊατέρα,  και  εις  τον  Ύίον,  και  εις  το 
Ώνενμα  το  "Α.'γιον 

Καθώς  ητον  εις  την  άρ-χτ^ν,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
ΒέΧει  είσθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     \μήν. 

2  Κορ.  ίγ'. 

'ΤΤ  ΧΑΡΙΣ  του  Κυρίου   ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού,   και 
ή  ά'γάττη  του  θεού,  καΐ  ή  κοινωνία  του  Ά'^ίου 
ΥΙνεύματος,   εϊη  μετά  ττάντων  ημών,    εις  τους  αι- 
ώνας.    \μήν. 

ΜΕΤΑ  ΤΗΝ   ΝΙΚΗΝ,  *Η   ΤΗΝ  ΈΚ  ΤΟΥ   ΠΟΛΕΜΙΟΥ 

Σί2ΤΗΡΙΑΝ. 

"ί^άΚμος  η   Υμνος  αΐνίσΐως  και  εϋχαριστίαί  μΐτά  'Νικην, 

ρΆΝ   ό   Κύριος  δεν  ητον  με   ημάς,    ας   εϊττωμεν 
τώρα,    εάν  6   Κύριος    δεν   ητον  με  ημάς,    'ότε 
ηηέρθησαν  άνθρωποι  καθ^  ημών, 

Ζώντας  ηθεΧαν  μάς  καταττίει,  ενώ  6  $υμ6ς  αυ- 
τών ει-χεν  εξαφθή  εναντίον  μας. 

Τότε  τα  ύΒατα  ηθεΧαν  μάς  καταποντίσει,  6  χεί- 
μαρρος ηθεΧε  ττεράσει  εττάνωθεν  της  'ψυχής  ημών. 
Ύοτε    το   ΰ8ωρ   το  άνυττόστατον  ηθεΧε  ττεράσει 
εττάνωθεν  της  "ψ^υχής  ημών. 

ΕύΧο'γητος  6  Κύριος,  όστις  δεν  εΒωκεν  ημάς  εις 
^ηρευμα  εις  τους  οΒόντας  αυτών. 

535 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

Ο  Κύριος  €καμ€  κραταιάν  σωτηρίαν  €49  ημάς. 

Δει/  άττηΧανσαμβν  τοντο  με  την  ρομφαίαν  ημών, 
ούδε  βσωσβν  ημάς  ό  βραχειών  ημών,  άλλ'  ή  ^βξι,ά 
σον,  και  6  βραχειών  σον,  και  το  φως  τον  ιτροσώττον 
σον,  Βιά  την  €ΐς  ημάς  βννοιάν  σον. 

Ο  Κύριος  εφανβρώθη  υττίρ  ημών  6  Κύριος 
βσ/ίεττασε  τάς  κ€φα\άς  ημών,  και  μάς  βκαμβ  να 
σταθώμβν  βις  την  ημβραν  του  ττοΧέμον. 

Ο  Κύριος  ίφανβρώθη  νττβρ  ημών  6  Κύριος 
κατέστρβψβ  τους  ίγθρούς  ημών,  καΐ  κατεσύν- 
τριψβν  οΧους  τους  €<γ€ρθέντας  καθ^  ημών. 

'  Οθβν,  6'χι  βίς  ημάς,  Κύριβ,  οχ^ι  €ΐς  ημάς,  άλλ'  βίς 
το  "Ονομα  σου  ας  Βοθη  ή  8όξα. 

Με7άλα  ττρά^ματα  'έκαμβν  6  Κύριος  ΰττερ  ημών 
μ€<γά\α  ττρά^ματα  βκαμεν  6  Κύριος  ύττβρ  ημών 
Βια  τούτο  βύφράνθημβν. 

Ή  βοήθεια  ημών  είναι  εΙς  το" Ονομα  τον  Κυρίου, 
όστις  έκαμε  τον  ούρανον  και  την  <^ήν. 

ΕύΧο^γημένον  ας  ηναι  το  "Ονομα  του  Κυρίου,  άττό 
τον  ννν  και  εως  τον  αιώνος. 

Αόξα  εις  τον  ΥΙατέρα,  καΐ  εις  τον  Ύΐον,  και  εις 
το  ΐΐνενμα  το  "Α^ιον 

Καθώς  ητον  ης  την  άργτιν,  είναι  και  τώρα,  καΐ 
Β^έΧει  εισθαι  ττάντοτε,  εις  αιώνας  αιώνων.     \μήν. 

Μίτά  τούτον  τον   Υμνον,  ίμττορύ  να  ψαλθί)  ό  "  Σε  θ(6ν 
νμνονμίν." 

ΕτΓΡίτα  ή  Συναπτή. 

]Γ[ΑΝΤ0ΚΡΑΤί2Ρ  Θεέ,  'Ύττέρτατε  Κύριβ  τταντος 
του  κόσμον,  εις  τον  δττοίον  την  χβΐρα  είναι 
Βύναμις  καΐ  κράτος  άνυττόστατον  Εύλογοΰ/χεν  και 
με<^α\ύνομεν  το  μεηα  και  ενΒοξον  "Ονομα  σον  Βιά 
την  εντνχτ}  ταύτην  νίκην  της  όττοίας  ο\ην  την 
Βόξαν  άτΓοΒίΒομεν  εις  σε,  τον  μόνον  Βοτήρα  της 
νίκης.  ΚαΙ  Βεόμεθά  σον,  Βος  εις  ημάς  'χάριν,  ώστε 
να  μεταγειρισθώμεν  το  με'^α  τοντο  ενερ<γέτημα  εις 
Βόξαν  σον,  εις  εττίΒοσιν  του  ΕύαγγελιΌν  σον,  εις 
τιμήν  της  Βασιλίσσης  ημών,  και,  όσον  είναι  Βυνα- 
536 


ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ   ΕΝ   ΘΑΛΑΣΣΗ. 

τον  649  ί7/^«9,  €7Γ  ά'γαθω  6\ου  του  άνθρωττίνου 
'γένους.  Καϊ,  Β€Ομ€θά  σου,  'χάρισε  €Ϊ9  ημ'Ο,^;  τοι- 
αύτην  αισθησιν  τούτου  του  μ€<γάΧου  €\€ου<;  σου, 
ώστε  να  Βιβ'γείρτ]  ημάς  εΙς  άΧηθινην  βύ-χαριστίαν 
ήτις  να  φαίνεται  εις  τον  βίον  ημών,  δίά  ταττβινοΰ, 
οσίου,  καϊ  εύττειθους  ττοΧίτεύματος  ημών  ενώπιον 
σου  καθ  οΧας  τάς  ημέρας  ημών,  8ιά^\ησοΰ  Χριστού 
τουΚυρίου  τιμών  εΙς  τον  όττοΐον,  μετά  σου  καϊ  του 
Α'γίου  Πνεύματος,  (και  δι'  ό'λα  μεν  τά  ελέη  σου, 
ιδιαιτέρως  δε  δίά  ταύτην  την  νίκην  καϊ  την  σωτη- 
ρίαν  σου,)  ας  ηναι  ττάσα  Βόξα  και  τιμή  εις  αιώνας 
αιώνων.     Αμήν. 

2  Κορ.  ιγ'. 

'  ΪΤ  ΧΑΡΙΣ  του  Κυρίου  ημών  ^ίησου  "Κριστοΰ,   καϊ 
ή  άηάττη  του  θεού,   και  ή  κοινωνία  του  Ά'γίου 
Πνεύματος,   εϊη  μετά  ττάντων  ημών,   εις  τους  αι- 
ώνας.    Άμι']ν. 

ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΤΑΦΗΝ  ΤΩΝ  'ΕΝ  ΘΑΛΑΣΣΗ»  ΤΕΛΕΥΤΗΣΑΝΤΩΝ. 

Ή  Ά,κοΧονθία  η  8ιαταχθ(ϊσ•α  ΐΐ!  το  ΈνχοΧόγιον  ΒΐΧΐΐ  γίν€σθαι 
και  (νταΰβα•  μόνον  άντ\  τούτων  των  Χίξίων,  "  Παρακατα- 
Θετομεν  το  σώμα  αύτοΰ  εις  την  ηην,  χώμα  εις 
χώμα,  κ.  τ.  λ."  λεγί, 

"/^ΛΘΕΝ  ημείς  τταρακαταθετομεν  το  σώμα  αυ- 
τού εις  την  ^άΧασσαν,  όιά  να  μεταστραφη 
εις  φΘοράν  ττροσΒοκώντες  την  άνάστασιν  του  σώ- 
ματος, όταν  η  ^άΧασσα  άττοΖώση  τους  νεκρούς 
αύτης,  καϊ  την  ζωήν  του  μέΧΧοντος  αιώνος,  Βιά 
του  Κυρίου  ημών  ^Ιησοΰ  Χριστού•  όστις,  εις  την 
τταρουσίαν  του,  ^εΧει  μετασχηματίσει  το  σώμα 
της  ταττεινώσεως  ημών,  εις  το  νά  <γεντ)  σύμμορφον 
με  το  σώμα  της  Βόξης  του,  κατά  την  κραταιάν 
ενέρ'^ειαν,  Βιά  της  όττοίας  Βύναται  καϊ  νά  ύττοτάξυ 
τά  ττάντα  εις  εαυτόν. 


ΛΑ  3 


Ή  ΤΑΞΙΣ  ΚΑΙ  Ό  ΤΡΟΠΟΣ 

ΤΗΣ  ΠΡΟΧΕΙΡΗΣΕΩΣ,  ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ,  ΚΑΙ  ΚΑΘΙΕΡΩ2Ε£2Σ 

ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ,  ΊΕΡΕί2Ν,  ΚΑΙ  ΔΙΑΚΟΝίΙΝ- 

ΚΑΤΑ    ΤΗΝ    ΔΙΑΤΑΗΙΝ 

ΤΗΣ  ηνωμένης  "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ   ΑΓΓΛΙΑΣ  ΤΕ 
ΚΑΙ  ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ. 


ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ. 
Ρ^ΙΝΑΙ  φαν€ρ6ν  εΙς  οΧονς,  τους  βτημεΧώς  άνα^ί- 
νώσκοντας  την  Άηίαν  Τραφην,  και  τους  ττα- 
\αίον<;  ^Εκκλησιαστικούς  σνγΎραφεΐς,  οτί  άττο  τον 
καιρόν  των  Αττοστόλων  έστάθησαν  βίς  την  ^Έ,κκΧη- 
σίαν  του  Χριστού  αΐ  τάξβις  αύται  των  Χειτουρ- 
'γών,  ^ΈιΊτίσκοττοι,  Ίβρβΐς,  και  Αιάκονοι.  Αΐ  οττοΐαι 
τάξβις  βστάθησαν  ττάντοτβ  βίς  τοιούτον  σέβας  και 
βνΚαβη  νττόΧηψιν,  ωστβ  κανείς  δεν  βφαντάσθη  να 
ένερ'^ΐ)  καμμίαν  βξ  αυτών,  €κτ6ς  έάν  πρότερον  δβν 
ηθεΧε  κΧηθή,  Βοκιμασθή,  βξετασθη,  και  <γνωρισθη 
ΟΤΙ  έ'χ€ί.  τα  βίς  αύτην  άτταιτούμβνα  ττροτερηματα' 
καΐ  ακόμη,  8ιά  Δημοσίου  Ώροσευ'χης,  και  ^Εττιθέ- 
σβως  των  Χ,βιρών,  ήθβΧεν  €<γκριθή  και  είσα'χθη  €ΐς 
αύτην  ύτΓο  της  νομίμου  ^Εξουσίας.  Και  Ζια  τοντο, 
με  σκοΊΓον  νά  εζακοΧουθώσι  και  να  ηναι  εν  εύΧα- 
βεί  'χρήσει  και  ύττοΧήψει  αϊ  τάξεις  αύται  εις  την 
538 


ΠΡ00ΙΜ10Ν. 

ηνωμάνην  ^Εκκλησίαν  Άγγλια9  τ€  και  Ιρλανδίας, 
καν^Ι^  δεν  ^€λ€ί  \ο<γίζβσθαν  ή  ^βωρβίσθαι  ώς 
νόμίμο<;  ^Εττίσκοπος,  'Ίβρενς,  ή  Αιάκονος,  εις  την 
ήνωμένην  ^Εκκ'Κησίαν  ^Α'γ'γΧία';  τβ  καΐ  ^Ιρ'λανΒίας, 
V  ο-ν'γχ^ωρεΐσθαι  νά  κάμτ/  καμμίαν  άττό  τα.9  €ΐρ'η- 
μένας  Χβίτουρ^ίας,  €αν  δεν  κΧηθτ],  Βοκιμασθί},  βζβ- 
τασθτ},  καΐ  ΐΐσα-χ^θτ}  €ί<;  αυτήν,  κατά  την  άκόΧουθον 
Βίάταξιν,  ή  ε'αν  δεν  βΧαββ  ττρότερον  ^Ετησκοτηκην 
Καθίέρωσίν,  η  ^βοροτονίαν. 

ΚαΙ  καν€ΐς  δεν  βμττορεΐ  νά  γε'ντ;  Αίάκονο'ς,  ε'άν 
δεν  ηναι  βίκοσιτριων  ■χ^ρόνων  ηΧικίας'  €κτ6<ϊ  εαν 
^Χν  ε^αφβτόν  τίνα  αΒβιαν.  ΚαΙ  ό  μέΧλων  νά 
χειροτονηθη  Ιερεύς  ττρεττει  νά  εχτ;  τελείω/χ.ενοζ;9 
τους  βίκοσιτέσσαρας  χρόνοι/9  της  ήΧίκίας  του. 
"Οστις  δε  μέΧΧει  νά  'χ^ειροτονηθη  ή  νά  καθιερωθ^ 
^ΕττίσκοΊΓος,  ττρβττεΰ  νά  εχτ;  τβΧβιωμβνους  τους 
τ  ράντα  χρόνονς  τ^9  ηΧικίας  του. 

ΚαΙ  6  ^ΕττίσκοτΓος,  γνωρίζων  τίνα,  είτε  άφ  εαυ- 
τού, εϊτε  8ιά  μαρτυρίας,  άττο'χρώσης,οτι  είναι  ενά- 
ρετου Βια'γω^ής,  και  άνεττίΧητττος'  και,  μετά  την 
εξετασιν  και  Βοκιμην,  εύρων  αυτόν  εί8ήμονα  της 
Αατινικής  ΤΧώσσης,  και  αρκετά  ττετταιΒευμενον 
εις  την  Ά^ίαν  Γραφΐ]ν'  εμττορεΐ,  κατά  τους  Βιωρι- 
σμένους  εις  τον  Κανόνα  καιρούς,  η  (εις  κατεττεί- 
>γουσαν  ττερίστασιν)  εις  άΧΧην  τινά  Κυριακην  ή 
εορτάσιμον  ήμεραν,  νά  τον  Ίτρο^ειρίση  ενώττιον 
της  ΈκκΧησίας  Αιάκονον,  κατά  τόν  άκόΧουθον 
τρότΓον  και  τάξιν. 


539 


Ή   ΤΑ3ΙΣ    ΚΑΙ   Ό   ΤΡΟΠΟΣ 

ΤΗΣ  ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΕίΙΣ  Τί2Ν  ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 


Οταν  €λ%  ή  ^Ι^^ρο-  V  ^ιορισθ€ΐσα  αττο  τον  Έττίσκοττον,  μ(τα 
την  Έωθινήν  ΤΙροσ€υχην  ^«λίί  γίνει  Αιδαχη  η  ΙΙαραίνΐσις, 
ΐ^ηγοΰσα  το  Χρεοί  και  το  Αξίωμα  των  προσερχόμενων  εις 
το  να  χειροτονηθώσι  Αιάκονοι  ■  πόσον  αναγκαία  είναι  η 
Ύαξίί  αυτή  εις  την  ΕκκΧησιαν  τον  Χρίστου  •  κα\  άκομη,  πωί 
πρέπει  να  3εωρ§  αυτούς  ό  Ααος  εις  την  8ιακονίαν  των. 


ΤΙρωτον  6  Άρχώιάκονος,  η  ό  Επίτροπος  αυτοΰ,  3ε\ει  παρου- 
σιάσει εΙς  τον  'Έπίσκοπον  ί^καθημενον  εΙς  την  καθΐ8ραν  του, 
πλησίον  της  άγιας  Ύραπεζης,)  τους  επιθνμονντας  να  χειροτο- 
νηθώσι Αιάκονοι  {οντος  εκάστου  αυτών  ευπρεπώς  ενδεδυμε- 
νου),  Χεγων  τους  Χόγονς  τούτους  ■ 

νΕΒΑΣΜΙίΙΤΑΤΕ   Πάτερ   βν  Χριστώ,  Σας  τταρου- 
σίάζω  τούτους  τους  τταρόντας,   δια  να  ττροχει- 
ρισθώσί  Αιάκονοι. 

Ό  Επίσκοπος. 

ΓΛΤΎΟΙ  τους  όττοίους  τταρουσιάζεις  βις•  ημάς,  ττρόσ- 
€χ6,  να  ηναι  ικανοί  καΐ  άξιοι,  8ιά  την  τται- 
Βείαν  αυτών  καΐ  βυσεβΐ]  Βια^ω^ην,  €ΐς  το  να  €κτ€- 
\ώσι  ττροσηκόντως  την  Βιακονίαν  των,  βίς  8όξαν 
θεού,  καΐ  οΙκοΒομην  της  ^ΕκκΧησίας  αυτού. 

Ό  ΆρχιΒίάκονος  5ίλί(  άττοκρίνεσθαι, 

'υΡΕΤΝΗΣΑ  ΤΓβρΙ  αυτών,  καΐ  βτι  τους  εξέτασα• 
καΐ  νομίζω  οτι  είναι  τοιούτοι. 

τότε  6  'Έπίσκοπος  θεΧει  εΙπεΙ  προς  τον  Ααόν, 

'Λ  ΔΕΛΦΟΙ,  εάν  τις  άττο  σας  ^νωρίζτ}  τι  εμιτόδιον, 
ή  βαρύ  τι  άνόμημα,  εις  τινά  τούτων  των  τταρα- 
540 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ   ΤΩΝ    ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 
σταβέντων    νά    ττροχ^βίρισθώσί    Αιάκονοί,    Βίά    το 

ότΓοΐον    Ββν     67Γρ€7Γ€     να    ΎΐνΤ)    Β€Κτ6<{     61<?    ΤοΟτΟ     ΤΟ 

Αξίωμα,  ας  τταρουσιασθί]  βν  ονόματι  θβον,  καΙ  α? 
Ββίξυ  ΤΓΟίον  είναί  το  εμττόΒίον,  η  το  άνόμημα. 

Και  ΐαν  προβΧηθ;]  κανίν-  μΐγάΚον  άνομημα  ή  ΐμπ68ιον,  τότ(  ό 
Επίσκοπος  -^ίλίΐ  αναβίΧΐΐ  το  να  τον  γίΐροτονηίττ),  εωσοϋ 
ήθΐ\€  ενρΐθή  6  κατηγορούμενο!  αθώο:  τον  άνομηματος. 

"Επειτα  ό  Επίσκοπο!,  συνιστών  61$•  τα!  8(ησ(ΐ!  των  παρόντων 
Χριστιανών  τον!  (νρίθίντα!  άξιον!  χειροτονία!,  ΆίΧει  ψάΧλίΐ 
η  άναγινώσκΐΐ,  μετά  τον  ΚΧηρου  και  τον  παρόντο!  \αον,  την 
Αιτανΐίαν  μέ  τα!  (ίιχα!,  ω!  έπεται. 

Η  Λιτανεία,  και  οί    Επιψηφισμοί. 

^ΕΕ   Ώάτ€ρ  ούράνί€,  βλέησον  ημάς  τους  άθΧίονς 
άμαρτωΧούς. 

Θββ    Πάτερ    ονράνιβ,    έΧεησον    ημάς     τους 
άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Θεέ  Τίέ,   Αυτρωτά  του   κόσμου,    ζλβησον  ημάς 
τους  άθΧίους  άμαρτωΧούς. 

Θεέ    Τίέ,    Αυτρωτά    του    κόσμου,    βΧβησον 
ημάς  τους  άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Θεέ    ΤΙνβΰμα   "Α'γίον,    ιτροβρ'χόμβνον    άττο    τον 
Πατέρα  καΐ  τον  Ύΐον,   έΧέησον  ημάς  τους  άθΧίους 
άμαρτώΧους. 

Θεέ  ΥΙνβύμα  "Α^ιον,  ττροεργ^όμβνον  άττο  τον 
Πατέρα  και  τον  Ύΐόν,   έΧέησον  ημάς  τους 
άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Ά'γία,  βύΧο'γημένη,  καΐ  έ'νδο^ε  Ύριάς,  Θεέ  Ύρισ- 
υττόστατε,  έΧέησον  ημάς  τους  άθΧίους  άμαρτωΧούς. 
Ά'γία,   ζύΧοηημένη,   καΐ   βνΒοξβ  Ύρίάς,   Θεέ 
Ύρισυττόστατβ,    εΧέησον    ημάς    τους    ά- 
θΧίους άμαρτωΧούς. 
Μην  ένθυμηθης,  Κύριβ,  τάς  ανομίας  ημών,   μηΒε 
τάς  ανομίας  των  πατέρων  ημών  και  μη  τιμώ  ρή- 
σης ημάς  Βιά  τάς  αμαρτίας  ημών.      ΣττΧαΎχνίσον 
ημάς,   Πανάγαθε   Κύριβ'    σττΧα'^γνίσου    τον  Χαόν 
σου,   τον  όττοΐον  βζη^όρασες  Βιά  του  τιμίου  σου 

541 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ   ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

αίματος '   καΐ  μην  6ρ<γίζ€σαι  καθ"  ημών  δια  τταν- 
τός. 

Σττλαγχνισοι;  ημάς,  ΥΙανά<γαθ€  Κύρί€. 
Αττό  ττάν  κακόν  καΐ  ττάσαν  εττήρειαν,  άττο  άμαρ- 
Τίαν,    ατΓΟ   τάς  βττίβουΧάς   καΐ  έφόΒονς   του  δί.α- 
βόΧου,  ατΓο  την  ορ'γήν  σου,  καΐ  άττο  την  αΐώνίον 
κολασιν, 

Πανάγαθε  Κύρί€,  βΧβυθέρωσβ  ημάς. 
Αττό  ττάσαν  τύφΧωσίν  καρΒίας'  άττο   ύττερηφα- 
νίαν,     Κ€νο8οξίαν,     καΐ    ύττόκρίσιν     άττο    φθόνον, 
μίσος,   καΐ  μνησίκακίαν    καΙ    άττο    ττάν   εναντίον 
της  Χριστιανικής  ά^άττης,  , 

Ώανά'γαθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Αττό    ΤΓορνείαν,     και    ττάσαν    αΧλην   ^ανάσιμον 
άμαρτίαν  και  άττο  ο\ας  τάς  άττάτας  του  κόσμου, 
της  σαρκός,  και  του  8ιαβή\ου, 

ΐΐανά'γαθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς, 
Αττό  κεραυνον  και  Β^ύεΧλαν  άττο  Χοιμον  και  ττει- 
ναν  άττο  μάγκας  και  φόνους"  και   άττο   αίφνίΒιον 
3^άνατον, 

ΐΐανά^αθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Αττό  ττάσαν  στάσιν,  συνωμοσίαν,  καΐ  άττοστα- 
σίαν  άττο  ττάσαν  ψευΒή  8ι8ασκαλίαν,  αΐρεσιν,  καϊ 
σ'χίσμα'  άττο  ττώρωσιν  καρΒίας,  καϊ  καταφρόνησιν 
του  άγιοι;  σου  Αό'γου,  και  των  ^Εντολών, 

ΐΐανά^αθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Δί.ά  του  Μυστηρίου  της  ά^ίας  σου  ^Ενανθρωττή. 
σεως•  Βιά  της  ά^ίας  σου  Τεννήσεως  καϊ  ΐίεριτο- 
μής'  8ιά  του  Βατττίσματός  σου,  της  Νηστείας,  και 
της  ΐίειράσεως, 

ΐΐανά^αθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
Δίά  της  ^Α^ωνίας  σου,  καϊ  του  αίματώ8ους  'ΐ8ρώ- 
τος•  8ιά  του  Σταύρου  σου  και  του  ΐΐάθους'  8ιά 
τοΰ  τιμίου  σου  θανάτου  και  της  Ταφής '  8ιά  της 
ενΒόξου  Αναστάσεως  σου  και  Αναλήψεως•  και  Βιά 
τής  καταβάσεως  τοΰ  Α^ίου  Πνεύματος, 

ΐΐανά'γαθε  Κύριε,  ελευθέρωσε  ημάς. 
542 


Η  ΠΡ0ΧΕΙΡΙ2ΙΣ  ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

Εΐ9  ττάντα  καιρόν  &\ίψ€ω'ζ'  €49  ττάντα  καιρόν 
ενημβρίας'  είς  την  ωραν  του  Βανάτον,  και  εί^  την 
ημβραν  τή<;  κρίσβως, 

ΐΐανά'γαθβ  Κύριβ,  ε'λευ^ερωσε  ημάς. 
Ήμ€Ϊ<{  οι  αμαρτωλοί  Ββόμβθά  σου  νά  μας  βίσα- 
κονσης,  Κύρΐ€  Θεε*  καΐ  βύ^όκησβ  νά  8ιοικτ}ς  καϊ  νά 
8ΐ€υθύνης  την   ά<^ίαν  σου  ΚαθοΧικην  ^ΕκκΧησίαν 
εΐ9  την  βύθζΐαν  όδόν. 

Αβόμζθά  σου  νά  μας  €ΐσακούσ7]ς,  ΥΙανάηαθε 

Κνρΐ€. 

'ΈύΒόκησ€  νά  φυ\άττΐ)ς  και  νά  στβρεόνης  εις  την 

άΧηθή  Χατρβίαν  σου,   βίς  ευθύτητα  και  όσιότητα 

ζωής,  την  ΒούΧην  σου  Βικτωρίαν,  την  βύμβνβστά- 

την  ημών  "Χνασσαν  και  Ή'γβμονίΒα. 

Δβομεθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  ΥΙανά^αθε 

Κύρΐ€. 

Έύ8όκησ€  νά  όΒη<γης   την  καρΒίαν  αυτής  €ΐς   την 

ττίστιν,  εις  τον  φόβον,   και  εις   την  ά^άττην  σου' 

και  νά   εγτ]  πάντοτε   εις  σε  την  εΧττίΒα  της,   και 

ττάντοτε  νά  ζητη  την  τιμήν  και  την  Βόζαν  σου. 

Δεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσης.  Πανάγαθε 
Κύριε. 
Έ,ύΒόκησε  νά  ύττερασττίζεσαι  και  νά  ΒιαφυΧάττης 
αυτήν,   Βί8ων  εις  αυτήν   νίκην   κατά  ττάντων   των 
εχθρών  της. 

Δεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούστ^ς,  ΙΙανά^αθε 
Κύριε. 
Έ,ύΒόκησε  νά  εύΧο<γής  καϊ   νά  Βιαφυλάττ^ς  την 
•χτίρεύουσαν    ΒασίΧισσαν    Άδελαΐδαν,    καϊ    ττάσαν 
τήν  ΕασιΧικήν  Οίκοηενειαν. 

Δεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούστις,  ΤΙανά^αθε 
Κύριε. 
ΕύΒόκησε  νά  φωτίζης  οΧους  τους  Έττισκόττους, 
τους  Ιερείς,  καϊ  Διακόνους,  ώστε  άΧηθώς  νά  ηνω- 
ρίσωσι  καϊ  νά  εννοώσι  τον  ^εΐόν  σου  Αό^ον  καϊ 
νά  Βυνηθώσι,  Βιά  της  ΒιΒασκαΧίας  αυτών  καϊ  τοΟ 
ΤΓοΧιτεύματος,  άξίως  νά  ε'^αγγελλωσι  καϊ  νά  τταρι- 
στάνωσιν  αυτόν. 

543 


Η   ΠΡ0ΧΕΙΡΙΣΙ2  ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

Αξόμΐθά  σον  να  μας  είσακούστις,  ΤΙανά'γαθε 
Κνριβ. 
ΈύΒόκησε  να  €ύ\ο'γήστ}<;  τούτους  τους  ΒούΧους 
σον,  τους  Ίτροσεργομίνονς  τώρα  δια  να  'χ^αροτο- 
νηθώσι  Αιάκονοι  \_ή  'Ιβρεΐς],  και  νά  €κγεΎ}ς  την 
χάρίν  σου  εττάνω  €19  αυτούς,  8ίά  νά  βκτβΧώσί 
ττροσηκόντως  το  €ρ<γον  της  Βίακονίας  των,  προς  οΐ- 
κοΒομην  της  Εκκλησίας  σου,  καΐ  Βόξαν  του  Ά^Ιου 
σου  Όνόματος. 

Αβόμβθά  σου  νά  μας  βίσακούσχίς,  Υίανά<^αθ€ 
Κύρί€. 
ΈνΒόκησ€  νά  'ττβρικοσμης  τους  ΐΐροκρίτους  της 
Βασιλικής  Βουλής,   και  ττάντας  τους  Εύ^€V€ΐς,  μβ 
"χάριν,  σοφίαν,  καΐ  σύνβσιν. 

Αβόμβθά  σου  νά  μας  βίσακούστις,  ΐΙανά<γαθ€ 

Κύρΐ€. 

ΕύΒόκησβ    νά    €νλο<γής    και    νά   φυ\άττ7]ς   τους 

εν   ζζουσία    οντάς '    ΒίΒων    βίς     αυτούς    χάριν    νά 

€ΚΤ€λώσι  την  Βικαιοσύνην,   και  νά  Βιατηρώσι  την 

άληθειαν. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  εισακούσης,  Πανάγαθε 
Κύριε. 
Έ,ύΒόκησε  νά  εύλογης  και  νά  φυλάττης  όλον  τον 
λαόν  σου. 

Αβόμεθά  σου  νά  μας  βίσακονσης,  ΥΙανά'γαθε 
Κύριβ. 
Έ,ύΒόκησε  νά  χαρίζης   εις  ολα  τά  έθνη  ενότητα, 
είρηνην,  και  ομόνοιαν. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  Πανάγαθε 
Κύριε. 
ΚύΒόκησε   νά   Βιευθύνης   την  καρΒίαν  ημών   εις 
την   ά'^ά'πην  καΐ  εις  τον  φόβον   σου,    ώστε   ττρο- 
θύμως  νά  ζώμεν  κατά  τάς  εντολάς  σου. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  Υίανά'^αθε 
Κύριε. 
ΕύΒοκησε    νά    χαρίζης   εις    όλον   τον  λαον   σου 
αύζησιν  χάριτος,   Βιά  νά  άκούωσιν  ευπειθώς  τον 
544 


Η   ΠΡ0ΧΕ1ΡΙΣΙΣ   ΤΩΝ    ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

Λόγον  σου,  καΐ  να  δεχωντα*  αύτον  μβ  καθαράν 
'^νχην,  καΐ  να  γεννώσί  τους  καριτού^;  του  ΥΙν^ύ- 
ματος. 

Αεόμζθά  σου  να  μά<ί  €ίσακούσ7]<;,  Ώανά'γαθβ 
Κύρίβ. 
Εύ8όκησ€  να  €ΤΓαναφ€ρ7]ς  βίς  την  6Β6ν  της  άΧη- 
θεία<ϊ    ττάντας    τους    άττοττΧανηθεντα'ζ    αττο   αυτήν 
καΐ  7Γαρ€κτρα7Γ€ντας. 

Αβόμβθά  σου  να  μας  βίσακούστίς,  Πανάγαθε 

Κύριε. 

Έ,υ8όκησ€  νά  υτΓοστηρίζτ}<;  τους   ισταμένους,  να 

'ΤΓαρη'•γορτ)ς  καΐ  να  βοηθης  τους  άκαρδους,  νά  άνορ- 

θόντ}ς    τους    ττετττωκότας,    καΐ    τεΧος    ττάντων    νά 

συντρίψιις  τον  Σατανάν  ύττο  τους  ττόΒας  ημών. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσι^ς,  ΐΐανά^αθε 
Κύριε. 
Έ,ύΒόκησε  νά  ττροστατεύης,   νά  βοηθης,  καΐ  νά 
τταρη'γορης  οΧους  τους  ευρισκομένους  εις  κίνΒυνον, 
εις  άνά'^κην,  και  εις  3^Χίψιν. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  εισακούστ}ς,  Υ1ανά<γαθε 
Κύριε. 
ΕύΒόκησε  νά  ΒιαφυΧάττης  οΧους  τους  οΒοιττο- 
ροΰντας  Βιά  <^ης  και  Β^αΧάσσης,  οΧας  τάς  εύρι- 
σκομένας  εΙς  τους  πόνους  της  <γέννας,  οΧους  τους 
ασθενείς,  και  οΧα  τά  μικρά  τταιΒία  •  και  νά  Βείγνης 
το  εΧεός  σου  εις  δΧους  τους  φυΧακωμένους  και 
αΙγμαΧωτους. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσης,  Ώανά^αθε 
Κύριε. 
ΕύΒόκησε  νά  ύττερασττίζεσαι  και  νά  ττρονοης  τά 
ορφανά  τταιΒία,  τάς  γτιρας,  και  οΧους  τους  ερημω- 
μένους και  καταθΧιβο μένους. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  είσακούσ-ης,  ΥΙανάηαθε 
Κύριε. 
ΈίύΒόκησε  νά  εΧετ)ς  ττάντας  τους  άνθρώττους. 

Αεόμεθά  σου  νά  μας  εισακούστ)ς,  Ώανά'γαθε 
Κύριε. 

545 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ  ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

ΈιύΒόκησβ  να  σνγ'χ^ωρ'^'ί  τους  όσοι  βγθρευον- 
ται,  κατατρί'χονν,  καϊ  συκοφαντούν  ήμα<;,  καΐ  νά 
στρέψ'ρς  τάς  καρΒίας  αυτών. 

Αβόμεθά  σου  νά  μας  βίσακούστις,  ΤΙανά'γαθβ 
Κύριε. 
ΕύΒόκησβνά  Βίδ^ς,  καϊ  νά  Ζιατηρΐις  προς  'χρησιν 
ημών,  τους  άβαθους   καρττούς  της  '^ης,    ώστε    νά 
άττόΧαμβάνωμβν  αυτούς  εν  καιρώ. 

Αβόμβθά  σου  νά  μας  βίσακοϋσης,  Υ1ανά<^αθ€ 
Κύριε. 
Ευδόκησε  νά  Βώσης  εις  ημάς  αληθινην  μετά- 
νοιαν  νά  συ'^'χωρησης  πάσας  τας  αμαρτίας  ημών, 
τάς  άμεΧείας,  καϊ  τάς  άηνοίας'  καϊ  νά  μας  περι- 
κοσμης  με  την  χάριν  του  Ά^ίου  σου  Πνεύματος, 
Βιά  νά  8ιωρθώσωμεν  την  ζωην  μας  κατά  τον  ά<γι6ν 
σου  Αό<γον. 

Αεόμεθά  σον  νά  μας  είσακούσης,  ΐΙανά<γαθε 
Κύριε. 
Ύίε  του  Θεού,  Βεόμεθά  σον  νά  μας  είσακούσης. 
Τί€  του  0)εοΰ,   δεόμεθά  σου  νά  μας  είσα- 
κούσης. 
^Αμνε  του  @εοΰ,  6  αϊρων  τάς  αμαρτίας  του  κό- 
σμον. 

Χάρισε  εις  ημάς  την  είρήνην  σον. 
Αμνέ  του  ΘεοΟ,  ό  αϊρων  τάς  αμαρτίας  τον  κό- 
σμου, 

^Κλεησον  ημάς. 
Χρίστε,  εισάκουσε  μας. 

Χρίστε,  εισάκουσε  μας. 
Κύριε,  ελέησον. 

Κύριε,  ελέησον. 
Χρίστε,  εΧέησον. 

Χρίστε,  ελέησον. 
Κύριε,  ελέησον. 

Κύριε,  ελέησον. 


546 


Η  ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ   Τί2Ν   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

ΕτΓίίτα    ό    Αΐΐτονργοί,    και    ό    Ααος    μ€τ     αυτόν,    λίγουν    την 
Κυριακην  Ώροσΐνχην. 

ΤΤΑΤΕΡ  ημών,  δστις  α,σαι.  €65  τού<ί  ουρανούς,  *Α<; 
ά<^ιασθτι  το  "Ονομα  σον  Άς  βΧθτι  ή  βασιΧβία 
σον  'Άς  'γέν-τ]  το  $€\ημά  σου,  καθώς  βίς  τον  ούρα- 
νον,  οΰτω  καΐ  εττάνω  6ί9  την  <γήν.  Τον  άρτον  ημών 
τον  έτΓΐούσιον  Βος  βίς  ημάς  σήμερον.  ΚαΙ  σι/γ- 
'χώρησε  βίς  ημάς  τα  αμαρτήματα  ημών,  καθώς  καΐ 
ημβΐς  συ'^'χωροΰμβν  εις  τους  αμαρτάνοντας  εις 
ημάς.  ■  ΚαΙ  μη  μάς  φβρης  βίς  ττβίρασμον.  Άλλα 
εΧβυθβρωσέ  μας  άττο  του  ττονηρου.  Αμήν. 

Ίβρίυί.  Κνρί€,  μη  φερθης  ττρος  ημάς   κατά  τάς 
αμαρτίας  ημών 

Άπόκρ.  Μτ^δε  νά  άνταττοΒώσης  €ΐς  ημάς  κατά  τάς 
ανομίας  ημών. 

*Ας  Ββηθώμεν. 

^ΕΕ,  οίκτίρμων  Πάτερ,  όστις  δεν  άττορρίτττείς 
τον  στενα'γμον  της  συντετριμμένης  καρΒίας, 
ούΒβ  τάς  €7Γίθυμίας  τών  Β^λίβομένων  ^ΕττίβΧβψε 
ευσττΚά'^-χνως  εις  τάς  Βεήσας  ημών,  τάς  όποιας 
κάμνομβν  ενώττών  σου,  εις  οΧας  τάς  στενογ^ωρίας 
καΐ  συμφοράς  ημών,  οττόταν  μάς  καταθΧίβωσι•  και 
εττάκουσέ  μας  ευμενώς,  ώστε  τά  κακά,  οσα  ή  Βο- 
Χιότης  και  ττανουρ'γία  του  ΒιαβόΧου  η  καΐ  άνθρώ- 
ττων  μη'χανεΰεται  καθ*  ημών,  νά  ματαιωθώσι,  και, 
Βιά  της  προνοίας  της  αγαθότητας  σου,  νά  ΒιαΧυθώ- 
σιν  ώστε  ημείς  οι  ΒοΰΧοί  σου,  μένοντες  άβΧαβεΐς 
από  πάσαν  επιβουΧήν,  νά  άποΒίΒωμεν  εις  σε  πάν- 
τοτε εύ'χαριστίας  εις  την  άηίαν  σου  ^ΕκκΧησίαν, 
Βιά  'ϊησοΰ  Χριστού  του  Κυρίου  ημών. 

Ανάστα,  Κύριε,  βοήθησε  ημάς,  καΐ  Χντρωσε 
ημάς,  Βιά  το  "Ονομα  σου  το  ά'γιον. 

^ΕΕ,   με  τά  ώτά  μας  ήκούσαμεν,  και  οι  πατέρες 
ημών  άνή'^'^ειΧαν  εις  ημάς,  τά  θαυμαστά  ερ^α 
τά  όποια  έκαμες  εις  τάς  ημέρας  αυτών»   και  €ΐ<? 
τους  αρχαίους  χρόνους  προ  αυτών. 

547 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ  ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

^Ανάστα,  Κύριβ,  βοήθησε  ημάς,  καΐ  Χύτρωσε 
ημάς,  Βιά  την  Βόξαν  σου, 

Αόξα  619  τον  ΤΙατέρα,  καΐ  βίς  τον  Ύίον,  καϊ  €49 
το  ΥΙνβΰμα  το  "Κηνον 

Καθώς  ητον  βίς  την  άρ-χ^ην,  (Ιναι  καϊ  τώρα,  καϊ 
^έλ€6  βίσθαί  ττάντοτε,  €19  αιώνας  αΙώνων.     Αμήν. 

ΆτΓΟ  τους  ε'χθρους  ημών  φύΧαττβ  ημάς,  Χρίστβ. 
Ευμενώς  ΐΤτίβΧβψβ  βίς  τάς  3\ίψβι,ς  ημών. 
Εύσττλά'γ'χνως    ΙΒε    τους    ττόνους    των    καρΒιών 
ημών. 

ΣυΎγ^ώρησβ  οίκτίρμόνως  τας  αμαρτίας  του 
\αοΐ)  σου. 
Με   εΰνοιαν    καϊ   €λ€09   εισάκουσε    τάς   Βεήσεις 
ημών. 

Τίέ  του  ΑαβΙΒ,  εΚέησον  ημάς. 
Και  τώρα  καϊ  ττάντοτε  ευδόκησε  να  μάς  εισα- 
κούσης.  Χρίστε. 

Ευμενώς  εισάκουσε  ημάς,  'Κριστέ'  ευμενώς 
εισάκουσε  ημάς,  Κύριε  'Κριστέ. 
Ίερβνί.  Κύριε,  εττίφανε  το  εΧεός  σου  εΙς  ήμάς' 
Άττόκρ.  Καθώς  ημείς  ηΚιτίσαμεν  εις  σε. 

*Ας  Βεηθώμεν. 

'Τ'ΑΠΕΙΝίΙΣ  σε  τταρακαΧοΰμεν,  Πάτερ,  εττίβΧεψε 
ευμενώς  εις  τάς  ασθενείας  ημών  καϊ,  Βιά  την 
Βόξαν  του  ^Ονόματος  σου,  άττόστρεψε  άττο  ημάς 
οΧα  τά  Βεινά,  τών  οττοίων  ττοΧΧά  Βικαίως  είμεθα 
άξίοΐ'  καϊ  'χάρισε  μας,  ώστε  εΙς  οΧας  ημών  τάς 
στενο'χωρίας  νά  ε'χωμεν  τεΧείαν  εΧττίΒα  καϊ  ττε- 
ττοίθησιν  εΙς  το  εΧεός  σου,  καϊ  νά  σε  Χατρεύωμεν 
ττάντοτε  με  ά'^ιότητα  καϊ  καθαρότητα  βίου,  εις 
τιμήν  καϊ  Βόξαν  σου'  Βιά  του  μόνου  Μεσίτου  ημών 
καϊ  Αικαιωτοϋ,  ^ϊησοϋ  Χρίστου  του  Κυρίου  ημών. 
^Αμήν. 


548 


Η   ΠΡ0ΧΕΙΡΙ2ΙΣ   Τί2Ν    ΔΙΑΚ0Νί2Ν. 

ΕτΓίίτα   5ίλίΐ    ψάΧλΐσθαι  η  άναγινώσκίσθαι    η   'λκοΚονθία  της 
Μίταλΐ7\|^ίωΓ'  /:ζ€  τι;»»  Ένναπτην,  ΈπιστοΧην,  και  ΈναγγίΧιον, 

Συναπτή. 

ΡΙΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  ©€€,  οστίς  δίά  τής  Θείας  σου 
Προνοίας  κατέστησες  Βιαφήρους  Ύάξ€^ς  Αει- 
τουρ'γών  εΙς  την  ΈκκΧησίαν  σου,  καΐ  ενέπνευσες 
εις  τους  ΑττοστόΧους  σου  να  εκΚέζωσιν  εις  την 
Ύάξιν  των  Αιακόνων  τον  Πρωτομάρτυρα  Στέφανον, 
συν  τοις  αΧλοι,ς'  Έ,ττίβΧεψε  οίκτιρμόνως  εΙς  τους 
8ού\ους  σου  τούτους,  τους  κεκΧημένους  τώρα  εις 
την  αύτην  Ύάξιν  καΐ  ΑειτουρΎίαν.  "ΕμττΧησε  αυ- 
τούς ούτω  με  την  άΧήθειαν  της  ^ώασκαΧίας  σου, 
καΐ  κόσμησε  αυτούς  με  αθωότητα  βίου,  ώστε,  καΐ 
8ιά  Χό'γου  καΐ  8ίά  καΧού  τταραδβί'γματος,  νά  σε 
ύττηρετώσί  πιστώς  εις  ταύτην  την  Ύάξιν,  ττρός 
Βόζαν  τού  ^Ονόματος  σου,  καΐ  οίκοΒομην  της  'Ελ- 
κΧησίας  σου'  Βιά  της  ά^ίο μισθίας  τού  Σωτηρος 
ημών^Ιησού  Χριστού,  όστις  ζτ}  και  βασιΧευει,  μετά 
Σου  και  τού  Ά'γίου  Πνεύματος,  νύν  και  άει,  και  εΙς 
τούς  αιώνας  τών  αιώνων.     \μην. 

*ΈπιστοΚη,      1  Ύιμ.  γ'.  8. 

Γ\\  διάκονοι  ωσαύτως  πρέπει  νά  ηναι  σεμνοί,  ογ^ι 
Βί'γΧωσσοι,  ογ^ι  Βεδομένοι  εις  οΊ,νον  ποΧύν,  6-χ^ι 
αισ•χροκερ8εΐς'  νά  εγωσι  το  μυστήριον  της  πίστεως 
με  καθαράν  συνείΒησιν.  ΚαΙ  ούτοι  άς  Βοκιμάζωνται 
πρώτον  έπειτα  άς  >γίνωνται  διάκονοι,  εάν  ηναι 
άνέ'^/κΧητοι.  Αΐ  <γυναΐκές  των  ωσαύτως,  ογ^ι  ι|τ€ΐ>δο- 
κατή<γοροι,  εγκρατείς,  πισται  κατά  πάντα.  Οι  διά- 
κονοι άς  ηναι  μιας  γυναικός  άνδρες,  κυβερνώντες 
καΧώς  τά  τέκνα  των  και  τούς  οίκους  των.  Αιότι  οι 
καΧώς  διακονησαντες  αποκτούν  εις  εαυτούς  βαθ- 
μόν  καΧόν,  και  ποΧΧην  παρρησίαν  εις  την  πίστιν 
την  εις  τον  Ίτ/σοΰν  Χριστόν. 

549 


Η   ΠΡ0ΧΕ1ΡΙΣ1Σ   ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

Η  άντΙ  τοντου,  αττό  το  γ'.  Κίφάλαίον  των  ΙΙράξΐων  των  Απο- 
στόλων το  ΐζη5• 

Πράξ.  ί-'.  2. 

'ΤΌΤΕ  οί  δωδε/ία,  7Γροσκάλ€σαντ€<;  το  ττλήθος  των 
μαθητών,  βίτταν.  Δεν  α,ναι,  άριστον  να  άφτισω- 
μ€ν  ημ€Ϊ<;  τον  Αό'^ον  του  Θβοΰ,  καΐ  να  υττβρβτώμβν 
€49  τρατΓβζας'  φροντίσβτ€  Χοίττον,  άΒβΧφοΙ,  να  €ν- 
ρ€Τ€  ετΓτά  άνΒρας  άττό  σας  μαρτυρημένους,  ττΧή- 
ρ€ΐς  αττό  Ώνβΰμα  "Α'γιον  καΐ  σοφίαν,  τους  οττοίους 
Β^έΧομβν  καταστήσει,  έττάνω  €ίς  την  'χρβίαν  ταύτην. 
Ήμβΐς  δέ-9ελο/Λεν  βϊσθαιάφιβρωμύνοί  €ίς  την  ττροσ- 
ενχ^ν,  καΐ  ζίς  την  Βιακονίαν  τοΰ  Αό^ου.  Και 
ηρβσεν  6  Χο^ος  ενώττιον  οΚου  του  ττΧήθους•  καΐ 
βκλβξαν  τον  Στέφανον,  άνΒρα  ττΧήρη  ττίστεως  καΐ 
ΥΙνβύματος  Ά<γίου,  καΐ  τον  ΦίΧιττττον,  καΐ  τον  Πρό- 
'χορον,  καΐ  τον  Νικάνωρα,  καΐ  τον  Ύίμωνα,  καΐ 
τον  ΐίαρμβνάν,  και  τον  ΝικόΧαον  ττροσήΧυτον  Αν- 
τιοχεα•  τους  οττοίους  έστησαν  ένώττιον  των  Αττο- 
στόΧων  καΐ  ττροσβυ'χτιθέντες  εθβσαν  βττάνω  €19 
αυτούς  τάς  γ^ύράς  των.  Κα*  6  Λόγος  του  ΘεοΟ 
ηΰξανβ,  καΐ  ίττΧηθύνβτο  σφόΒρα  6  αριθμός  των 
μαθητών  βίς  την  ΊερουσαΧήμ•  καΐ  ττοΧύ  ττΧήθος 
€κ  τών  ιερέων  υττήκουαν  εις  την  ττίστιν. 

ΤΙρΙν  δί  τον  ΈναγγΐΧίον,  6  Επισκοττοί,  καθήμενος  ΐΐς  την  καθί- 
8ραν  τον,  3(\{ΐ  κάμΐΐ  να  προφίρΐται  ΐξ  ίνο!  (κάστον  τών 
μΐΧλόντων  να  χ^€ΐροτονηθωσιν,  ό  Ορκο5  της  Υπΐροχης  της 
Βασίλίσ<της,  καΐ  εναντίον  της  δυνάμεως  και  εξουσίας  όλων  τών 
ξένων  Ηγεμόνων. 

Ό  "Ορκοί  της  Υπέροχης  της  Βασιλίσσης. 

υΤίΙ  6  Δ.  ομνύω,  οτι  εξ  οΧης  μου  καρΒίας  μισώ, 

άτΓοστρέφομαι,    καΐ    απαρνούμαι,    ώς    ασεβή 

καϊ  αίρετικήν,   εκείνην  την  άξιοκατάκριτον  ΒιΒα- 

σκαΧίαν  και  Βόημα,  "Οτι  Ηγεμόνες,  εξεκκΧησια- 

σμένοι  η   κατηρ<γημένοι  τταρά  του  ΥΙάττα,  η  τταρά 

550 


Η   ΠΡ0ΧΕΙΡΙ2Ι2  ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

τίνο<;  εξουσίας  της  καθεΒρας  της  'Ρώμης,  βμττορουν 
νά  βκθρονίζωνται  η  νά  φονβύωνται  άττο  τοίις  νττηκό- 
ους  αυτών,  η  αΧλον  τίνα  οττοίονδήττοτε.  ΚαΙ  κηρύτ- 
τω, ΟΤΙ  κανβΐς  ξένος  η<γ€μών,  άνθρωπος,  άρχ^ιβρβνς, 
κράτος,  η  Βυνάστης,  δεν  έ'χβί,  ούδε  ττρέττει  νά  'έ-χτ], 
καμμίαν  Βίκαίθ8οσίαν,  Βύναμίν,  νττβροχ^ην,  ττρω- 
τ€ίον,  η  βξονσίαν,  €Κκ\ησοαστίκην  η  ττνβνματίκην, 
εντός  του  βασιΧζίου  τούτου. — Ούτω  νά  μ€  βοη- 
θηση  ο  Θεός. 

Επίΐτα  -^βλει  ΐξΐτάσα  ό  ΈττισκοττοΓ  ίνα  ίκαστον  των  ττροσίΚθόν- 
των  να  χ€ΐροτονηθώσί,  (νώττίον  τον  Ααον,  κατά  τον  άκόλουθον 
τρόπον • 

ΓΤΕΠ01ΘΑΣ  οτι  κινείσαι  εσωτερικώς  νττο  του 
Ά^ίου  Ώνεύματος,  εις  το  νά  άναΒε-χ^θης  το 
αξίωμα  τούτο  και  την  ύττηρεσίαν,  Βιά  νά  ΒουΧεύης 
τον  Θεόν,  ττρος  αΰξησιν  της  Βόξης  αυτού,  και  οίκο- 
Βομην  τού  \αού  του; 

Άπόκρισι:.  "Εχω  τοιαύτην  ττεττοίθησιν. 

Ό  Επίσκοπος. 

Στοχάζεσαι     6τι     είσαι    άΧηθώς    κεκΧη μένος, 
κατά    το    ^έΧημα    τού    Κυρίου    ημών   ^Ιησού 
\ριστού,   και  κατά  την  νόμιμον  τάξιν  τού  Βασι- 
\είου  τούτου,  εις  την  ύττηρεσίαν  της  ^ΕκκΧησίας; 
Άπόκρισίί.  Στοχ^άζομαι  ούτω. 

Ό  Επίσκοποι, 

ΤΤΙΣΤΕΤΕΙΣ  άνυττοκρίτως    οΧας    τάς    Κανονικάς 
Τραφάς  της  ΏαΧαιάς  καϊ  Νέας  Διαθήκης ; 
Άπόκρισα.  ΙΙιστεύω  αύτάς. 

Ό  ^Έπίσκοποί. 

£^ΕΑΕΙΣ    άνα^ινώσκει    αύτάς    εττιμεΧώς   εις  τον 
Χαον,  τον  συναθροιζόμενον  εις  την  ΈκκΧησίαν, 
οτΓου  ήθεΧες  Βιορισθή  να  Βιακον^ς; 
Άπόκρισα.   Θβλω. 

651 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ   ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 
Ο  Επίσκοπος, 

Δ  ΝΗΚΕΙ  €49  τον  Αιάκονον,  και  'έρηον  αύτον  ειναί, 
619  την  ^Εκκλησίαν  'ένθα  ηθβλβ  Βιορισθή  να 
Βιακυν^,  να  βοηθτ}  τον  'Ιβρέα  €ΐ9  την  θβίαν  Αβιτουρ- 
<^ίαν,  καΐ  μάλιστα  Οταν  ίβρουρΎη  την  ά<γίαν  Κοι- 
νωνίαν,  καΐ  νά  τον  ύττηρβττ}  βίς  την  μ€τά8οσιν 
αύτή<;,  καΐ  νά  άνα^ινώσκη  Ιεράς  Τραφάς  και  Όμι- 
Χίας  €19  την  'ΈκκΧησίαν,  και  νά  8ιΒάσκ7}  την  Ν€θ- 
Χαίαν  €19  την  Κατή'χτ]σιν•  εν  άττονσία  δέ  του 
'Ίερβως,  νά  βατττίζη  τταιΒία,  καΐ  νά  κηρύττη  τον 
Αο^ον,  εάν  \άβη  την  άΒειαν  εις  τούτο  άττο  τον 
Έττ/σΛοττον.  ΚαΙ  7Γρ09  τούτοις  είναι  ερ<^ον  αυ- 
τού, 'ότΓου  ηθεΧε  ηίνει  Ίτρόβλεψις  ττερι  τούτου,  νά 
εκζηττ}  τους  αρρώστους,  ΤΓτω-χούς,  και  αδυνάτους 
της  ^Ενορίας,  νά  ΒηΧοττοιη  εις  τον  ^Εφημεριον  την 
κατάστασιν  αυτών,  τά  ονόματα,  καΐ  τους  τόπους 
οτΓου  κατοικούν  ώστε,  Βιά  της  τταρακινήσεως  τού- 
του, νά  άνακουφίζωνται  με  τάς  εΧεημοσύνας  των 
^Ενοριτών,  η  άΧΧων  τινών.  Θ€λ€ί9  κάμνει  τούτο, 
ζύ'χαρίστως  και  εκουσίως; 

Άπόκρνσίί.   θέΧω  το  κάμνει,   με  την  βοήθειαν  τού 
θεού. 

Ό  Επίσκοπος. 

^ΕΛΕΙΣ  καταβάΧΧει  ολην  σου  την  εττιμεΧειαν 
εΙς  το  νά  μόρφωσης  καΐ  νά  ρύθμισης  τον  βίον 
σου,  καΐ  τον  βίον  της  οικογενείας  σου,  κατά  την 
ΒιΒασκαΧίαν  τού  Χριστού;  και  νά  κάμ-ρς  καΐ  τον 
εαυτόν  σου  και  αυτούς,  καθόσον  εξαρτάται  άττο 
σε,  ώφεΧιμα  7ΓαραΒεί<γματα  εις  το  ττοίμνιον  τού 
Χ,ρ  ιστού; 

Απόκρισις.   Θέλω  κάμνει  ούτω,  ε-χων  βοηθόν  μου 
τον  Ι^ύριον. 

Ό  ^Έ,πίσκοπος. 

^ΕΛΕΙΣ    ύττακούει    εύσεβάστως    εις   τον   ΤΙροε- 
στώτά  σου,  και  εις  άΧΧους  ανωτέρους  Ίερουρ- 
552 


Η   ΠΡ0ΧΕΙΡΙ2ΙΣ  ΤΩΝ    ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

70^9  της  ^ΕκκΧησίας,  καΐ  €49  €Κ€ίνους,  ύττο  την 
ττροστασίαν  και  κνβέρνησιν  των  οττοίων  -^ελε^ί 
Βίορισθή,  άκοΧουθών  μ€  βύχ^άρίστον  ΤΓνβύμα  καΐ 
ττροαίρβσιν  τάς  €ύσ€β€Ϊς  νουθβσίας  των ; 

Άπόκρισα.   Θέλω   ττροστταθβΐ,    έ'χωμ    βοηθόν  μου 
τον  Κύριον. 

Επατα  ό  Εττίσκοποϊ,  ίπιθίτων  τας  χΐΊραί  (πάνω  ΐΐς  την  κΐφαΧην 
(νοί  (καστον  ΐζ  αυτών  χ^ωριστα,  ταπανως  γονυκΧίτοΰντοί 
(μπροσθίν  αυτόν•,  3ί\(ΐ  ίίπεί, 

Λ  ΑΒΕ  την  βξουσίαν  του  νά  εκτίΧηροΐς  το  βρηον 
του  Αιακόνου  €ίς  την  ΈιΚκΧησίαν  του  Θβου,  την 
^μτΓίστβυμένην  €ΐς  σά'  €ί<;  το  "Ονομα  του  Πατρός, 
και  τον  Ύίού,  καΐ  του  Ά'γίου  Πνεύματος.     \μήν. 

Έπΐΐτα  6  Επίσκοπος  3ί\(ΐ  (γχαρησα  ας  (να  ΐκαστον  (^  αυτών 
την  'Νΐαν  Αιαθήκην,  Χΐγων, 

Λ  ΑΒΕ  την  ζξουσίαν  του  νά  άνα'^ινώσκης  το  Εύ- 
α'γ'γβΧιον  βίς  την  ^ΕκκΧησίαν  του  ΘεοΟ*  και  νά 
κηρύττης    αύτο,   βάν    σου   Βοθ^   ή   άΒβια  άττο   τον 
^ΕττίσκοτΓον  αυτόν. 

Επΐΐτα  ας  (ξ  αϊτών,  ^ιωρισμίνος   άπο    τον  ^Επίσκοπον,  θί'λίΐ 
αναγνώσα  το  ΕυαγγίΧιον, 

ΕυαγγίΧίΟΡ.      Αονκ.  φ'.  35. 

^Λ  Σ  ηναι  αϊ  οσφύβς  σας  ττβριεζωσμίναι,  και  οΐ 
Χύχνοι  αναμμένοι•  και  σ€Ϊς  όμοιοι  με  αν- 
θρώπους, οΐτινβς  προσμένουν  τον  κύριόν  των, 
ττότβ  νά  βτΓίστρέψτ)  άττο  τους  'γάμους,  Βιά  νά 
άνοίξωσιν  ευθύς  εις  αυτόν,  όταν  εΧθη  και  κτυ- 
ττήση.  Μακάριοι  οι  ΒοΰΧοι  εκείνοι,  τους  οττοίους 
εΧθά>ν  ο  Κύριος  3^έΧει  εΰρεΐ  ά^ρνττνοΰντας.  Βέβαια 
σας  Χέ'γω,  ότι  -θέλει  ττεριζωσθη,  και  !^έΧει  καθίσει 
αυτούς  εις  την  τράττεζαν,  και  παρασταθείς  ^έΧει 
υπηρετήσει  αυτούς•  και  εάν  εΧθη  εις  την  Βευτέραν 
φυΧακην,  και  εις  την  τρίτην  φυΧακην  εάν  'εΧθη, 
και  εΰρτ)  οΰτω,  μακάριοι  είναι  οί  ΒοϋΧοι  εκείνοι. 


Η   ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΙΣ    ΤΩΝ   ΔΙΑΚΟΝΩΝ. 

Έπατα  6  Έπίσκοττοί  ^βλίΐ  ττροχωρησίΐ  εις  την  Κοινωρίαν  καΐ 
όλοι  οί  χίΐροτονηθίΐη-ΐς  ^ίΧονρ  μίνΐΐ  και  Χαβά  κατά  την  αντην 
ημίραν  την  ά-γίαν  Κοινωνίαν,  όμον  μ€  τον  'Έπίσκοπον, 

Αφοΰ  τΐΚίΐώση  ή  ΜΐταΧηψίί,  μΐτά  την  τΐλΐνταίαν  "Συναπτην, 
και  α/χεσωί  πρί)  τηί  ΈύΧογίας,  $εΧονν  άναγνωσθη  αί  άκόΧονθοι 
ανται  Συναπτοί. 

ρ|ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θββ,  6  Αοτηρ  ττάντων  των 
ά<^αθών,  όστις,  δια  την  μβ^άλην  αγαθότητα 
σον,  ηύΒόκησ€ς  νά  δ€χ^^9  καΐ  να  \άβτυ<;  τους  8ον- 
Χονς  σου  τούτους  €ΐς  την  τάξιν  των  Αιακόνων  βίς 
την  'ΈιΚκΧησίαν  σον  Κάμβ  αυτούς,  Ββόμβθά  σου, 
Κύρΐ€,  νά  ηναι  κόσμιοι,  ταττβινόφρονες,  καΐ  στα- 
θβροί  €19  την  Βιακονίαν  των  νά  έ'χωσί  ττροθυμίαν 
€ίς  το  νά  υττακούωσιν  βίς  ττάσαν  Ίτν^υματικην  8ιά- 
ταξιν  ωστ€,  β-χοντβς  ττάντοτβ  την  μαρτυρίαν  της 
ά'γαθής  συνβιΒήσβως,  καΐ  Βιαμβνοντβς  ττάντοτβ 
σταθβροι  καΐ  ΙσγυροΙ  εν  βριστώ  τω  Τίω  σου,  νά 
φέρωνται  τόσον  κα\ώς  βίς  την  κατωτβραν  ταύτην 
νττηρβσίαν,  ώστε  νά  εύρβθώσιν  άξιοι  νά  κΧηθώσιν 
6ΐς  τάς  ανωτέρας  ύττηρβσίας  βις  την  ^ΕκκΧησίαν 
Βιά  του  αύτοΰ  Ύίοΰ  σον,  του  Σωτήρος  ημών  ^Ιησοΰ 
άριστου,  (ίς  τον  όττοΐον  είη  8όξα  καΐ  τιμή  εις 
αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

ΤΤΡΟΦΘΑΝΕ  ημάς,  Κύριβ,  εις  6\α  τά  ερ^α  ημών 
με  την  εύμενεστάτην  χάριν  σου,  καΐ  ττρο- 
βίβαζε  ημάς  με  την  άκατάτταυστον  βοηβειάν 
σου'  ώστε  εΙς  ολα  ημών  τά  ερ^α,  αρχόμενα,  εζα- 
κοΧουθούντα,  και  τέΧος  λαμβάνοντα  εις  σε,  νά 
Βοξάζωμεν  το  ά'^ιόν  σου  "Ονομα,  και  τεΧευταΐον, 
Βιά  τον  εΧέους  σου,  νά  άττοΧαύσωμεν  την  αιώνιον 
ζωήν  Βιά  ^ίησοΰ  άριστον  του  Κυρίου  ημών.   Αμήν. 

'ΤΤ  ΕΙΡΗΝΗ  του  Θεού,  η  πάντα  νουν  ύττερβχουσα, 

νά  ΒιαφυΧάττη  τάς  καρΒίας  και  τά  ττνεύματά 

σας   εις  την  εττν^νωσιν  και  ά'^άττην  του  Θεοΰ,  και 

τον  Ύίοΰ  αύτον  ^Ιησον  Κριστον  τον  Κνρίον  ημών 

554 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   ΤΩΝ    ΙΕΡΕΩΝ. 

καΐ  η  βύΧο'γία  τού  Ώαντοκράτορος  ΘεοΟ,  του  Πα- 
τρός, τον  Ύ'ιοΐ),  καϊ  του  'ληίου  ΥΙν^ύματος,  να  ηναί 
μεταξύ   σας,    καϊ    να   Βιαμέντ}    μ€    εσάς    ττάΐ'τοτβ. 

Καϊ  ίδώ  ττρίπα  να  γνωστοποιηθη  €ΐς  τον  Αιάκονον,  οτι  οφ(ίλ(ΐ 
να  (ξακοΧονθη  (ν  όΧόκληρον  ΐτοί  (Ις  τοΰτο  το  νπονργημα 
τον  διακόνου,  {ίκτος  (αν  δι'  (υλόγονί  αΐτίαί  ηθ(\ΐν  ϊγκρίνα 
όίλλωί  ό  Επίσκοπος,)  δίά  να  τΐΧΐίοποιηθτ],  καϊ  να  Χάβη 
πΐΐραν  €1!  τα  της  ^Εκκλησιαστικής  υπηρεσίας  •  κα\  (αν,  (Ις  την 
(κπΧηρωσιν  τούτων,  (ΰρΐθτ]  πιστός  καϊ  (πιμίΧης,  (μπορΐΐ  να 
π ροβιβασθτ)  άπο  τον  Έπίσκοπον  της  ^Επαρχίας  του  (Ις  το 
αζιωμα  της  Ιιρωσΰνης,  (Ις  τους  καιρούς  τους  προσΒιορι- 
σθίντας  (Ις  τον  Κανόνα  (η,  τυχούσης  ανάγκης,  (Ις  μίαν  αΧΧην 
Κυριακην  η  Έορτην^,  (μπροσθ(ν  της  Εκκλησίας,  κατά  τον 
ακόΧονθον  τρόπον  κα\  τάξιν. 


Ή   ΤΑαΙΣ    και   Ό    ΤΡΟΠΟΣ 

ΤΗΣ  χειροτονίας  ΤίΙΝ  'ίΕΡΕί2Ν. 


Όταν  (Χβτι  η  από  τον  ^Επίσκοπον  Βιορισθΐίσα  ημ(ρα,  άφον  τ(- 
Χίίωστ]  η  Έωθινη  ΤΙροσ(υχη,  3(Χ(ί  γίν(ΐ  Αώαχη  η  Ώαραί- 
ν(σις,  φανίρόνουσα  το  χρίος  καϊ  το  αξίωμα  των  προσ(ρχο- 
μίνων  να  χίΐροτονησωσιν  ΐ(ρ(ΐς•  ποσόν  αναγκαία  (ίναι  η 
τάξις  αυτή  (ϊς  την  Έκκλησίαν  τοϋ  Χρίστου*  κα\  ακόμη,  (ΐς 
ποίαν  ΰπόΧηψιν  πρ(π(ΐ  να.  (χωσιν  αίιτοΰς  οΐ  άνθρωποι  (Ις 
την  νπουργίαν  των. 


Ώρωτον  ό  '^.ρχι8ιάκονος,  η,    (ν   απουσία    αίιτοΰ,    ό    τοποτηρητής 
του,  ΟίΧίΐ  παρονσιάσίΐ  (ϊς  τον  ^Επίσκοπον,  καθημίνον  (ΐς  την 
καθίδραν  τον  πΧησίον  της  άγιας  Ύραπίζης,   δΧονς  τους  μ(Χ- 
Β    1ί   "2 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   ΤΟΝ     ΙΕΡΕΩΝ. 

"Κοντας  να  Χάβωσι  την  τάξιν  τήί  Ίΐρωσίινης  €Κ€ίνην  την 
ημίραν  {οντος  ίνυς  ίκάστον  (ξ  αυτών  ΐυπρίπώί  (ν8(:δυμ€νου)  • 
καΐ  Β^ΐΧΐΐ  ίίΤΓίί, 

νΕΒΑΣΜΙίΙΤΑΤΕ  Ώάτβρ  βν  Χριστώ,  σας  τταρου- 
σιάζω   τούτου<;   τους    παρόντα^;,   Βιά   να  κατα- 
τα'χθώσιν  €69  την  τάξιν  τή<;  'Ιβρωσύνης. 

Ό    Έττίσκοπος. 

ΟΤΤΟΙ,  τού<;  οτΓΟίους  τταρονσίάζβίς  €ί<;  ήμά<;, 
ττρόσβ'χ^β,  να  ηναι  ικανοί  καΐ  άζιοί,  8ίά  την 
παίΒβίαν  αυτών  καΐ  ευσββή  Βια^ω^ην,  €ί<;  το  νά 
€κτ€λώσι  προσηκόντως  την  Βιακονίαν  των,  €ίς 
Βόξαν  &€ον,  καΐ  οίκο8ομην  της  ^ΕκκΧησίας  αύται). 

Ο  Αρχ^ι8ιακονος  ^β'λίΐ  άποκρ'ινΐσθαι, 

υΡΕΤΝΗΣΑ  τΓβρΙ  αυτών,  καΐ  βτυ  τους  εξίτασα' 
καΐ  νομίζω  οτί  ίΐναι  τοιούτοι. 

Ε7Γ€ίτα  ό    ΕτΓίσλΓΟΤΓΟΓ  ^ίλβί  εί7Γ6Ϊ  €ΐ?  τον  Ααον, 

Α  ΓΑΠΗΤΟΙ,  τούτους  β%ω,  Θβοί)  Β^βΧοντος,  νά 
Ββγ^θώ  σημβρον  εις  την  ά/^ίαν  τάξιν  της  'ίβρω- 
σύνης'  έττβιΖη  μβτά  την  ττροσήκουσαν  8οκιμασίαν 
Ββν  ζύρίσκομβν  τι  βναντίον,  αλλ'  ότι  βΐναι  νομί- 
μως κβκΧημβνοι  €ίς  την  ύττουρ'^ίαν  και  ύττηρβσίαν 
των,  και  οτι  βιναι  άξιοι  αυτής.  Μ'  όλοι/  τούτο,  έάν 
τις  άτΓο  σας  <γνωρίζη  τι  βμττοΒιον,  ή  βαρύ  τι  άνό- 
μημα,  €ΐς  τινά  έξ  αυτών,  Βιά  το  οττοΐον  Β^ν  ιτρέττει 
νά  βίσα^χθη  εΙς  ταύτην  την  Ιξράν  ύπηρβσίαν,  άς 
ττροσβΧθ-τ]  βν  ονόματι  του  ΘεοΟ,  και  άς  φανβρώστ} 
ΤΓοΐον  βϊναι  το  άνόμημα,  ή  το  εμττόΒιον. 

Και  εάι/  ττροβληθη  κανίν  μ€γα  άνόμημα,  η  (μπ68ιον,  τότε  6 
Έ,πισκοΊΤοί  ΒίΧα  άναβαΧα  το  νά  τον  χ€ΐροτονησυ,  ίωσον 
ήθΐΧίν  (νρΐθη  ό  κατηγορούμ€νθ!  αθώος  τοΰ  άνομηματος. 

Επειτα  ό  Έττίσκοηοί,  σννιστών  ίϊί  τας  Βίησεΐί  των  παρόντων 
Χριστιανών  τον:  ΐνρίθίντας  άξίονς  χειροτονίας,  -^ίλει 
■ψάλλει  η  άναγινωσκίΐ,  μίτα  τον  ΚΧηρον  καΐ   τον  τταροντο! 

556 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕΩΝ. 

Λαοΰ,  την  λιταιχίαν  μ(  τάς  (ύχάί•  ω:  ί8ιορΙσθη  πρότΐρον 
ίίί  την  ταξίν  της  χαροτονίας  τών  διακόνων.  Υΐροσΐκτίον 
μόνον  οτί,  ίίί  την  Ιδιαιτΐραν  (κ.(ΐ  ττροστ(θ(ΐσαν  Βίησιν,  ή 
λί^ΐί  "Αιάκονοί  '  τΓρΐττ€ΐ  να.  άψίν£ται,  και  άντ  αυτής  να  (Ισά- 
γ(ται  η  Χίξΐί  "  Ίίρίίί.' 
Επίΐτα  θί\€ΐ  ψάλΧίσθαι  η  άναγινωσκ€σθαί  η  Ακολουθία  τη: 
Μ(τα\η\ρ-€ωί  •  μι  την  Σννατττην,  ^Επιστολήν,  κα\  ΈυαγγίΧιον, 
ώί    (πΐται. 

Συναπτή. 

Ρ[ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεβ,  ό  Αοτηρ  ττάντων  των  αηα- 
θών,  οστίς,  Βιά  τον  Ά'γίου  σον  ΤΙνεύματος, 
ίδίώρίσβς  Βιαφόρονς  τάξβις  ΑβιτουρΎων  βίς  την 
^ΕκκΧησίαν  σον  ^ΕττίβΧβψβ  οίκτιρμόνως  βίς  τους 
ΒούΧους  σον  τούτονς,  τους  νυν  κβκΧημένονς  €ίς  το 
αξίωμα  της  'Ιβρωσύνης•  καΐ  βμττΧησβ  αυτούς  οντω 
μ€  την  άΧηθααν  της  δίΒασκαΧίας  σον,  καΐ  κό- 
σμησ€  αυτούς  μ€  αθωότητα  βίου,  ώστβ,  καΐ  δία 
λόγοι»  κα\  Βία  καΧον  τταραδβί'γματος,  να  σε  νττηρβ- 
τωσυ  ττιστώς  βίς  ταύτην  την  τάξιν,  ττρος  Βόξαν 
τον  Ονόματος  σον,  καΐ  οΙκοΒομην  της  ^ΚκκΧησίας 
σον  Βία  της  άξίομίσθίας  του  Σωτΐ)ρος  ημών 
^Ιησον  \ρίστον,  όστις  ζη  καΐ  βασίΧβύβί,  μβτα  σου 
καΧ  τον  Ά'γίον  Ώνβνματος,  νυν  καΐ  άβΐ,  καΐ  €ίς  τους 
αιώνας.     ^Αμήν. 

Έττιστολή.      Έφεσ.    δ'.    7. 

ρΊΣ  €να  βκαστον  άττό  ημάς  βΒόθη  η  χάρις  κατά 
το  μέτρον  της  Βωρεάς  του  Χρίστου.  Αίά  τού- 
το Χΐ^γβί,  Άφον  άνββη  €ίς  νψος,  7}χμαΧώτ€νσ€ν 
αΙχμαΧωσίαν,  καΐ  βΒωκβ  χαρίσματα  εΙς  τους  άν- 
θρώτΓους.  (Το  δ^,  Άνέβη,  τι  α,ναί,  βί  μη  οτί  και 
κατββη  ττρώτον  €ΐς  τά  κατώτερα  μέρη  της  'γής ;  Ό 
καταβάς,  αύτος  είναι  και  ο  άναβάς  νττβράνω  όλων 
των  ουρανών,  Βιά  νά  ττΧηρώση  τά  ττάντα.)  ΚαΙ 
αυτός  εΒωκεν  αΧΧονς  μεν  ΑττοστόΧονς,  άΧΧονς  δε 
ΐΙροφι']τας,  άΧΧονς  δε  Ενα^^εXιστάς,  άΧΧονς  Βε 
Ποιμένας  καΙ  ΑιΒασκάΧους'  Βιά  την  συμττΧήρωσιν 
των  άγιων,   Βιά  το    'έρ'^ον  της  Βιακονίας,  Βιά    την 

557 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  Τί2Ν   ΙΕΡΕΩΝ. 

οικοοομην  του  σώματος  τον  ^ρι,στοΰ'  εωσον  να 
καταντησωμβν  6\οι  βίς  την  ενότητα  τ?7?  ττ/στεω^, 
κα\  της  εττ^γνώσεως  του  Ύΐου  τον  θεού,  βίς  άνΒρα 
τβΧειον,  649  το  μέτρον  της  ήΧικίας  τον  ττλ,ηρώματος 
τον  άριστον. 

Μβτά  ταντην    θίλβι    άνατγνωσθη    μίρος  τον    (ννάτον  Κ(ψάλαίον 
τοΰ  κατά  Ματθαίον   ΕναγγίΧιον,  ωί  (ττΐται. 

Ματθ.   3'.   36. 

'ΤΔίΙΝ  6  Ιησούς  τονς  6'χΧονς,  έσττΧα'^'χνίσθη  αυ- 
τούς" 8ιότι  ήσαν  εξησθβνημένοί  καΐ  έρρίμμέ- 
νοί,  ως  πρόβατα  μη  β-χοντα  ττοιμβνα.  Τότβ  λεγεί. 
βίς  τονς  μαθητάς  τον,  'Ο  μβν  Β^βρισμός  βίναι  ττοΧύς, 
οΐ  δε  €ρ<γάταί  6Χί<γοι•  τταρακαΧέσετβ  Χοίττον  τον 
Κνρίον  τον  3^βρισμον,  8ίά  νά  εζαττοστβίΧη  ερ-γάτας 
εΙς  τον  ^βρισμόν  τον. 

Η  το  άκοΚονβον  τοντο,  (Κ  τοΰ   Βΐκάτον    Κεφαλαίου    τοΰ    κατά 
Ιωάννην  Έ.ναγγίΧίον. 

^Ιωάνν.  ί. .  1. 

ΏΕΒΑΙΑ,  βέβαια  σας  ΧεΎ  ω /Όστις  8εν  είσεργ^εται 
8ιά  της  3^ύρας  εις  την  αύΧην  των  προβάτων, 
αΧΧα  αναβαίνει  άΧΧα-χ^όθβν,  εκείνος  είναι  κΧετττης 
καΐ  Χηστής'  όστις  όμως  εισβρχ^εται  8ιά  της  Β^ύρας, 
είναι  ΊΓΟιμην  των  ττροβάτων.  Εις  τούτον  6  θυρω- 
ρός άνοΐΎβΐ'  και  τα  πρόβατα  άκούουν  την  φωνην 
αύτού'  και  κράζει  κατ  όνομα  τα  ιΒικά  τον  πρό- 
βατα, και  εκβάΧΧει  αύτά'  και  όταν  εκβάΧη  τα 
ίΒικά  του  πρόβατα,  ύπά'γει  έμπροσθεν  αυτών  καΐ 
τα  πρόβατα  τον  άκοΧουθούν,  Βιότι  γνωρίζουν  την 
φωνήν  του.  Ξένον  όμως  δεν  Β^έΧουν  άκοΧονθήσει, 
άΧΧά  -θέλουν  φύ^ει  από  αυτόν  Βιότι  δεν  <^νωρί- 
ζονν  την  φωνην  τών  ζενων.  Ύαντην  την  παρα- 
βοΧην  εΊπεν  εις  αυτούς  ό  ^Ιησούς•  εκείνοι  όμως 
δεν  εκατάΧαβαν  ποια  ήσαν  εκείνα  τα  όποια  εΧα- 
Χούσεν  εΙς  αυτούς.  Είττε  Χοιπόν  πάΧιν  εις  αντονς 
6  Ιησούς,  Βέβαια,  βέβαια  σας  Χε^ω,  οτι  ε'γώ  είμαι 
558 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  Τί2Ν    ΙΕΡΕΩΝ. 

77  Βνρα  των  ττροβάτων.  "Ολοί  δσοί  ηΧθαν  ττρο 
€μυΰ,  κΧβτΓταί  βίναλ  καΐ  \τ}σταί•  άΧλά  Ζεν  ηκουσαν 
αυτούς  τα  ττρόβατα.  Έγ^  βΐ,μαί  ή  ^ύρα'  8ι  εμού 
εάν  Τις  είσέΧθτ},  ^έΧει  σωθή•  καΐ  ^εΧει  εΙσίΧθεί 
καϊ  εξεΧθει,  καΐ  ^έΧει  εύρεΐ  βοσκήν.  Ό  κΧετΓτη<ί 
δβν  ερχ^εταί,  είμη  δια  να  κΧέψτ)  καϊ  να  ^ΰστ]  καϊ 
νά  άτΓοΧεστ]"  εγώ  ηΧθα  δία  νά  βχωσί  ζωην,  και  να 
ε'χ^ωσιν  αύτην  με  τζερισσείαν.  Έγώ  είμαι  6  ΪΙοί- 
μην  6  καΧός'  6  Ώοιμην  6  καΧος  την  ζωην  του 
βάΧΧει  ύττερ  των  ττροβάτων  •  εκείνος  όμως  όστις 
είναι  μισθωτός,  και  οχ^ι  ττοιμην,  του  όττοίου  Βέν 
είναι  τα  ττρόβατα  ιΒικά  του,  βΧέττει  τον  Χύκον 
εργόμενον,  και  άφίνει  τά  ττρόβατα,  και  φεύ^εΐ' 
χαΐ  ό  Χύκος  άρττάζει  αυτά,  και  σκορττίζει  τά  ττρό- 
βατα. Ό  8ε  μισθωτός  φεύ'γει,  Βιότι  είναι  μισθω- 
τός, και  8εν  τόν  μεΧει  ττερί  των  ττροβάτων.  Έγώ 
άμαι  ό  Ποιμην  6  καΧός,  καϊ  γνωρίζω  τά  ιΒικά  μου, 
και  γνωρίζομαι  άττό  τά  ιΒικά  μου.  Καθώς  με  ^γνω- 
ρ'ζει  ό  Πατήρ,  ούτω  καϊ  εγώ  ηνωρίζω  τόν  Πάτερα• 
κΛί  την  ζωήν  μου  βάΧΧω  ύττερ  των  ττροβάτων. 
Καϊ  άΧΧα  ττρόβατα  εχω,  τά  όττοΐα  Βεν  είναι  άττό 
την  μάνΒραν  ταύτην  και  εκείνα  ττρεττει  νά  συν- 
άξω, καϊ  3έΧουν  ακούσει  την  φωνήν  μου'  καϊ 
3^έΧει  Ύΐνει  μία  ττοίμνη,  εΙς  Ποιμην. 

"Επβιτα  ό  Έττίσκοττος,  καθημΐνοί  ΐΐί  την  καθί^ραν  τον.  Βίλα 
δώσίΐ  ίίί  ίνα  (καστον  (ξ  αντων  τον  Ορκον  της  Υτηροχης  της 
Βασιλίσσης  ■  ως  ϊΒιωρίσθη  πρόηρον  (Ις  την  ^Ακολονθίαν  της 
γΐΐροτονίας  των  Λιακονων. 

Και  τ(Κ(ΐωθίντος  τούτου,  ΒίΚα  ίίΤΤίΙ  €15  αυτούς  τα.  ακόλουθα. 

υΚΟΤΣΕΤΕ,  άΒεΧφοϊ,  τόσον  εις  την  ΙΒιαιτεραν 
σας  εξέτασιν,  καθώς  και  εις  την  τταραίνεσιν 
την  <γενομένην  ηΒη  εις  εσάς,  καϊ  εις  τά  ιερά  ανα- 
γνώσματα εκ  του  ιερού  ^Έ.υα'γ'γεΧίου,  καϊ  εκ  των 
Γραφών  τών  Άττοστόλων,  όττοίας  άξιας  καϊ  όττοίου 
με'^έθους  είναι  τό  ύττούρ^ημα  τούτο,  εις  τό  όττοΐον 
εκΧτ/θητε.  Καϊ  τώρα  ττάΧιν  σας  τταραινούμεν,  εν 
ονόματι  του  Κυρίου  ημών  ^Ιησού  Χριστού,  νά  εν- 

559 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕΩΝ. 

θνμησθβ  βίς  ττόσον  νψηΧον  άξιώμα,  και  6ΐ<;  ττοσον 
βαρύ  ντΓονριγημα  καΐ  φορτίον,  €κλήθητ€'  8ηΧαΒη, 
βίς  το  νά  ησθβ  ττρέσββί'ί,  φύΧακβ'ζ,  καΐ  οικονόμοι 
τον  Κυρίου•  νά  ΒιΒάσκ€Τ€  καΐ  νά  νονθβτβΐτβ,  νά  ττοί- 
μαίνετβ,  καΐ  νά  ττροβΧέττβτε  ττβρί  τον  οϊκου  τον 
Κυρίον  νά  ζητητβ  τά  ττβττΧανημβνα  ητρόβατα  τον 
\ριστοΰ,  καΐ  τά  ευρισκόμενα  εις  το  μέσον  τον 
ΤΓονηροϋ  τούτον  κόσμου  τέκνα  αυτού,  δίά  νά  σω- 
θώσι  8ιά  μέσου  τού  Χ,ριστού  εις  αιώνας. 

"Έ,'χ^ετεΧοιτΓον  ττάντοτε  εντετυττωμένυν  εις  τον  νουν 
σας,  ττόσον  μέ^ας  Βησανρος  ενεττιστεύθη  εΙς  εσάς. 
Αιότι  αύτοϊ  είναι  τά  "πρόβατα  τον  Χ,ριστού,  τά 
οτΓοΐα  έξη'^όρασε  με  τον  Β-άνατόν  του,  και  Βιά  το 
ότΓοΐα  β'χυσε  το  αΙμά  του.  Ή  ΈιΚκΧησια  και  7 
σύναξις  των  ττιστών,  εις  την  όττοίαν  μέΧλετε  νί 
ύττηρετητε,  είναι  ]>ΐύμφη  αυτού  και  Σώμα  αυτόν 
καΐ  εάν  σνμβϊ},  η  ^Ε,κκΧησία  αύτη,  η  κανέν  μέ\ος 
αύτης,  νά  Χάβτ)  ζημίαν  τινά  η  εμττόδιον  εξ  αιτίας 
της  άμεΧείας  σας,  <γνωρίζετε  το  μέγεθος  τού  ττταί- 
σματος,  και  ακόμη  την  τρομεράν  τιμωρίαν  ήτις 
Β^έΧει  άκοΧονθήσει  αυτό.  "Οθεν  στογ^ασθήτε  καθ 
εαυτούς  τον  σκοττον  της  ΰττηρεσίας  σας  ττρός  τα 
τέκνα  τού  Θεού,  ιτρός  την  Νύμφην  και  το  Σώμα 
τού  Χριστού'  καΐ  βΧέττετε  νά  μη  Βιακόψετε  ττοτέ 
τον  κότΓον  σας,  καΐ  την  έττιμέΧειαν  καΐ  σττουδήν 
σας,  έωσού  νά  κάμετε  ττάν  ο,τι  εξαρτάται  άττό  σας, 
{κατά  το  οφειΧόμενον  χρέος  σας,)  νά  φέρετε  οΧους 
οσοί  είναι  εμπιστευμένοι,  η  μέΧΧουν  νά  εμιτιστευ- 
θώσιν  εις  εσάς,  εις  εκείνην  την  εν  ττ}  ττίστει  καΐ 
<γνώσει  τού  θεού  όμοφροσύνην,  και  εις  εκείνην  την 
άκμην  καΐ  τεΧειότητα  της  εν  Χρίστω  ηΧικίας, 
ώστε  νά  μη  μέντ)  τόττος  μεταξύ  σας,  ούτε  7ΓΧάνη<^ 
εΙς  την  Βρησκείαν,  ούτε  κακίας  εις  την  ζωήν. 

ΈτΓβί-δ^  Χοιττόν  το  ερ<Ύον  σας  έχει  τόσον  με<^ά• 
Χην  ύττεροχην,  και  τόσον  με'γάΧην  ΒυσκοΧίαν,  βΧέ- 
ττετε με  ττόσην  έττιμέΧειαν  και  σττουΒην  χρεω- 
στεΐτε  νά  κατα^ίνεσθε,  τόσον  εις  το  νά  Βείξετε  εαυ- 
τούς ττίστονς  και  ευγνώμονας  εις  τον  Κύριον, 
560 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ    ΙΕΡΕΩΝ. 

όσης  σας  βθβσβν  βίς  τοωντον  νψηΧον  αξίωμα, 
καθώς  και  βίς  το  να  φυΚάττβσθβ  μ,ήτβ  σβΐς  να 
αμαρτήσατε,  μήτε  €ΐς  άΧλονς  νά  Ύίνβσθβ  αίτια  τον 
να  άμαρτήσωσι.  Μ'  όλον  τοντο,  σβΐς  8βν  εμττο- 
ρεΐτβ  νά  έχ6Τ€  άφ'  εαυτών  την  Βιάθβσιν  καΐ  Β^εΧη- 
σιν  εις  τούτο '  Βιότι  ή  3^ε\ησις  εκείνη  και  ικανότης 
άτΓο  μόνον  τον  θεόν  δ/δεται.  "Οθεν  γ^ρεωστείτε 
καΐ  εχ^ετε  άνά'^κην  νά  Ίτροσεύ-χ^εσθε  εκτενώς,  εττι- 
κα\ούμενοι  το  "Α'γιον  αυτού  ΥΙνεύμα.  ΚαΙ  εττειοή 
δέν  δύνασθε  Βι  ούδενος  άΧλου  μέσου  νά  εκτεΧητε 
ερ^ον  τόσον  βαρύ,  άττοβΧέτΓον  την  σωτηρίαν  του 
άνθρώτΓου,  τταρά  με  δι8ασκα\ίαν  και  τταραίνεσιν 
Χαμβανομενην  εκ  τών  Ά^ίων  Γραφών,  καΐ  με  βίον 
σύμφωνον  με  αυτήν  στο-χασθήτε  ττόσον  ετημε- 
Χεΐς  ττρέττει  νά  ησθε,  εις  το  νά  άνα^ινωσκετε  και 
νά  μανθάνετε  τάς  Γραφάς,  καΐ  νά  ρυθμίζετε  τά 
ηθη  και  τά  ι8ικά  σας,  καΐ  τά  τών  άΧΧων  όσοι 
ιδιαιτέρως  ανήκουν  εΙς  εσάς,  κατά  τον  κανόνα  τών 
αυτών  Γραφών  καΐ,  δί'  αύτην  ταύτην  την  αΐτίαν, 
ττόσον  'χρεωστεΐτε  νά  ε^γκαταΧείψετε  καΐ  νά  άττο- 
βάΧετε,  όσον  Βύνασθε,  οΧας  τάς  κοσμικας  φρον- 
τίδας και  ττεριστΓασμούς. 

ΈΧττίζομεν  ττοΧΧά,  ότι  ττρο  ττοΧΧού  η8η  'χ^ρόνου 
έζυ'^/ίσετε  και  εσταθμίσετε  καΧώς  ταύτα  τά  ττράγ- 
ματα  καθ^  εαυτούς•  και  ότι  άττεφασίσετε  σταθε- 
ρώς, Ζιά  της  -χάριτος  τού  Θεού,  νά  αφιερώσετε  οΧον 
τον  εαυτόν  σας  εις  τούτο  το  ερ^ον,  εις  το  οττοΐον 
ηύΒόκησεν  ό  &ε6ς  νά  σας  καΧεση'  εις  τροττον 
ώστε,  όσον  εξαρτάται  άττό  σας,  Β^έΧετε  κατα'^ίνε- 
σθαι  οΧως  εις  τούτο  το  εν  ττρά'^/μα,  και  ΒέΧετε 
Βιευθύνει  οΧην  την  εττιμέΧειάν  σας  και  σττουΒήν 
εις  τούτο•  και  ότι  ΒέΧετε  Βέεσθαι  άΒιαΧείτττως  εις 
τον  Θεόν  τον  Πατέρα,  Βιά  της  μεσιτείας  τού  Σω- 
τηρος  ημών  Ιησού  \ριστού,  εκζητούντες  την  ον- 
ράνιον  βοήθειαν  τού  Ά'^/ίου  Πνεύματος•  ώστε,  Βιά 
της  καθημερινής  αναγνώσεως  καΐ  ερεύνης  τών 
Γραφών,  νά  ακμάσετε  καΐ  νά  ενισχυθήτε  μάΧΧον 
και  μάΧΚον  εις  τό  €ρ<γον  σας,  καΐ  νά  ττροστταθήτε 
Β   Β   3 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   ΤΩΝ    ΙΕΡΕΩΝ. 

οΰτω  συ퀕χω<ί  να  άγλάσετ^  του9  βίου<;,  και  τού<ζ 
ΙΒικούς  σα^  καΐ  των  ττροσηκόντων  βίς  εσάς,  και  να 
ρυθμίσξτε  αυτούς  κατά  τον  κανόνα  καΐ  την  ΒίΒα- 
σκαΧίαν  του  άριστον,  ώστε  να  ησθβ  €ΐς  τον  Χαον 
σωτήρια  και  βνσββη  τταραΒβί^ματα,  και  τυττοι 
ττρος  μίμησιν. 

Και  τώρα,  Βιά  νά  καταΧάβτ)  καΐ  η  ενταύθα  γε- 
νομένη  αύτη  Σύναξι^  του  \ριστοϋ  την  Ζιάθβσιν 
και  ^ίΧησίν  σας  εΖς  ταύτα  τα  Ίτρά^ματα,  και  Βιά 
νά  σας  ΒιβΎβίρτ}  μάΧΧον  η  ε'τταγγελ/α  σας  αΰτη  είς 
το  νά  βκτεΧήτβ  τά  χρβη  σας,  -θέλετε  άττοκριθη 
καθαρά  εις  ταύτα  τά  όττοΐα,  βν  ονόματι  τού  Θεοί) 
και  της  ΕκκΧησίας  αυτού,  3^βΧομεν  σας  βρωτη- 
.σ€ΐ  ΤΓβρΙ  τούτου. 

'Ι^ΤΟΧΑΖΕΣΘΕ  ε/ς  την  καρΒίαν  σας,  οτι  €κΧη~ 
θητ€  άΧηθώς,  κατά  το  3^έΧημα  τού  Κυρίου  ημών 
^Ιησού  Χριστού,  και  την  τάξιν  ταύτης  της  Ά'γ'γΧι- 
κανής  ^ΕκκΧησίας,  εις  την  τάξιν  και  το  ερ'γον  της 
'ίερωσύνης ; 

'Απόκρισα.   Τό  στο'χάζομαΐ. 

Ό  ΈτΓΐ'σΑίοποΓ. 

"ρΐ^ΘΕ  ττεττεισμένοι,  οτι  αϊ  Ίεραι  ΓραφαΙ  ττερι- 
εγουν  άττο-χ^ρώντως  ττάσαν  την  ΑιΒασκαΧίαν 
την  εξ  ανάγκης  άτταιτουμένην  ττρός  την  αίώνιον 
σωτηρίαν  Βιά  της  ττίστεως  της  εν  Χριστώ  ^Ιησού; 
Και  είσθε  άττοφασισμένοι,  εκ  των  ειρημένων 
Γραφών  νά  ΒιΒάσκετε  τον  Χαόν  τον  εμττιστευ- 
θεντα  εΙς  εσάς,  και  νά  μη  κηρύττετε  εις  αυτούς 
τίτΓΟτε  (ώς  εξ  άνά'^κης  άτταιτούμενον  εΙς  την  αίώ- 
νιον σωτηρίαν\  εΙμη  ο,τι  ηθεΧετε  ττεισβή  οτι 
Βύναται  νά  συνάγεται,  και  νά  άττοΒεικνύεται,  άττό 
την  'Α-γίαν  Τραφην; 

Άιτόκρισίί.  Οΰτω  είμαι  ττεττεισμενος,  και  οΰτω 
άττεφάσισα,  με  την  χάριν  τού  θεού. 

Ό  ΈτΓί σκοποί. 

Λ^ΕΛΕΤΕ    Χοιττόν    καταβάΧΧει    την   ττιστην   σας 
στΓουΒην  εις  το  νά  Βιακονητε  -πάντοτε  τά  Δόγ- 
562 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ  ΙΕΡΕΩΝ. 

ματα,  καΐ  τα  Μυστ^ίρια,  καΐ  την  τταιδβίαν  τού 
Χριστού,  καθώς  €ΤΓρόσταξ€ν  6  Κύριος,  και  καθώς 
τταρβΒβχ^θη  αυτά  ή  Εκκλησία  αύτη  και  το  Βασί- 
\€ΐον  τούτο,  κατά  τάς  έντοΧάς  τού  Θεοί)•  ώστε  νά 
ΒιΒάσκ€Τ€  τον  Χαον  τον  εμττιστβνθέντα  βίς  την 
βτΓΐμβΧβιαν  καΐ  φροντίΒα  σας,  νά  φυΚάττΎ)  αυτά 
μ€  ττάσαν  έττιμΛΧβιαν; 

\\πόκρισις.   Θέλω  κάμει  ούτω,  μβ  την  βοήθβιαν  τού 
Κυρίου. 

Ό  Έττίσκοπος. 

^ΕΛΕΤΕ  ζΐσθαι  "πρόθυμοι  μβ  ττάσαν  ττιστην 
έττιμέΧειαν  νά  άττοΒιώκβτε  και  νά  άττορρί- 
ΤΓτετε  ττάσαν  ττεττΧανημένην  καΐ  άΧΧοτρίαν  8ιΒα~ 
σκαΧίαν,  έναντίαν  εΙς  τον  Αό'γον  τού  Θβού;  και 
θέλετε  κάμνβι  και  κοινώς  και  μερικώς  νουθεσίας 
καΐ  τταραινέσεις,  τόσον  εις  τους  άρρωστους  καθώς 
και  εις  τους  ύ^ιεΐς  εντός  της  ^Ενορίας  σας,  ώς 
ηθεΧε  το  καΧεσει  ή  γ^ρεία,  και  ηθεΧε  τταρουσιασθη 
ττερίστασις ; 

Άπόκρισίί.  ΘέΧω,  έχων  βοηθόν  μου  τον  Κύριον. 

Ό  ΈττΙσκοπος. 

^ΕΑΕΤΕ  είσθαι  ετΓΐμεΧεΐς  εις  Προσενχάς,  καΐ  εις 
άνάγ'ωσιν  των  Άγί'ων  Γραφών,  και  εις  τοιαύ^ 
τας  φροντίδας,  οσαι  συντείνουν  εΙς  την  ηνώσιν 
αυτών,  άττορρίτττοντες  την  σττουΒην  τού  κόσμου 
και  της  σαρκός; 

Άπόκρισι$.  Θέλω  ττροστταθησει  νά   κάμνω    ούτω, 
βοηθούντός  μοι  τού  Κυρίου. 

Ό  ^Επίσκοπος. 

^ΕΑΕΤΕ  ετΓΐμεΧεΐσθαι  νά  Βιατνττώσετε  και  νά 
ρυθμίσετε  τον  εαυτόν  σας,  καΐ  τάς  οικογενείας 
σας,  κατά  την  8ιΒασκαΧίαν  τού  Χριστού"  και  να 
κάμετε  και  τον  εαυτόν  σας  καΐ  αυτούς,  όσον  εξαρ- 
τάται άττό  σας,  σωτήρια  τταραΒεί^ματα  καΐ  τν- 
ΤΓονς  εις  το  ττοίμνιον  τού  Χριστού; 

Άπόκρισις.   Θέλω    ετΓΐμεΧεΐσθαι,    βοηθούντός    μοι 
τού  Κυρίου.  563 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕΩΝ, 
Ο    Επίσκοπος, 

^ΕΛΕΤΕ  8ιαφυ\άττ6ί  και  ττροβιβάζβί,  όσον  βζ- 
αρτάται  άττο  σας,  την  ησνχ^ίαν,  την  είρήνην^ 
καΐ  την  ά^γάττην  μβταξύ  6\ων  των  Χ-ριστίανών  καΐ 
μάλιστα  μβταξύ  βκβίνων,  οΐτινβς  βίναι  έμττιστβυ- 
μβνοί,  η  ^έΧουν  βμττιστβυθή,  βίς  την  φροντίΒα  σας; 
Άποκρισίί.  Θέλω  κάμει  οΰτω,  €χα>ν  βοηθόν  μου 
τον  Κύριον. 

Ο    Επ^σκοπος. 

^ΕΛΕΤΕ  νττακούβι  βύσββάστως  εις  τον  ΐΙρο€- 
στωτά  σας,  καΐ  εις  τους  αΧλους  ανωτέρους 
Α€ίτονρ<γούς,  εις  τους  οττοίους  ενβτηστβνθη  η  ττβρί 
υμών  φροντίς  και  κυββρνησις•  άκοΧονθοΰντβς  με 
ιΧαραν  διάθβσιν  και  ττροαίρβσιν  τάς  βύσβββΐς  νου- 
θεσίας αυτών,  και  ύττοτασσόμενοι  εις  τάς  ευσεβείς 
κρίσεις  των; 

\πόκρισις.  Θέλω  κάμει  ούτω,    έχων  βοηθόν  μου 
τον  Κύριον. 

Επ€ίτα  6  Επίσκοπος  άι>ιστάμ€νος  5ίλ?ι  είπβί, 

'0  ΠΑΝΤΟΔΤΝΑΜΟΣ  Θεός,  όστις  σας  εΖωκε 
ταύτην  την  ^έΧησιν  νά  κάμετε  δΧα  ταύτα,  ας 
χαριση  ακόμη  εις  εσάς  ισχύν  καΐ  8ύναμιν  8ίά  νά 
εκτεΧήτε  αυτά•  ώστε  νά  τεΧειώση  το  ερ^ον  τον  το 
οτΓοΐον  ηρχισεν  εις  εσάς,  8ιά  ^Ιησού  Χριστού  τού 
Κυρίου  ημών.     ^Αμήν. 

Μ€τα  ταντα  ^ίλει  παρακαΚΐσβη  η  Έ,ύναξίς  να  κάμωσι  μυστικως, 
ίΐς  τας  προσΐνχάς  των,  ταπΐΐνας  ίκΐσίας  προς  τον  θΐον  ίπΐρ 
πάντων  τούτων  δια  τάς  όποιας  προσενχάς  Β(\ει  (ίσθαι 
σιωπή  ολίγον  καιρόν. 

Και  μΐτά  ταντα  &(\€ΐ  ψΑΧλΐσθαι  η  άναγινωσκίσθαι  άπο  τον 
'Έπίσκοπον  [γονυκλιτοί/ντων  των  μΐΧΚόντων  να  χειροτονηθώ - 
σιν  'ίερείί, )  ό  άκοΚουθος  "Ύμνος•  του  Επισκόπου  αρχομένου, 
των  δε  Ιερεωι/  και  των  αΧλων  παρΐστωτων  άποκρινομίνων 
αμοιβαίως,  ως  ιπεται  ■ 

ρΆΘΕ,    ΤΙνεύμα   "ληιον,    εμττνευσε    τάς    ψυχά<; 
ημών, 
Καϊ  φώτισε  ημάς  με  ούράνιον  ττνρ. 
564 


Η    ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   Τί2Ν    ΙΕΡΕΩΝ. 

Σύ  €ΐσαί  το  χρίον  ΐΐνβνμα, 

Το  οτΓοΐον  8ιανέμβί<;  τα  βπταττΧάσια  δώρα  σου. 
Το  βύΧοΎημβνον  χρίσμα  σου,  άνωθεν  καταβαΐνον, 

Ε6ναί  τταρη'γορία,  ζωη,  καΙ  ττΰρ  αΎαττης. 
Ενίσχυε,  μβ  το  αίώνιόν  σου  φως, 

Ύην  άμβΧυωττίαν  των  ψυχών  ημών. 
Χρ/ε  καΐ  Χάμττρυνε  το  ρυτταρον  ημών  ττρόσωττον, 

Με  την  βξ  ουρανού  αφθονον  χάριν  σου. 
ΑπέΧαυνε  τους  εχθρούς  ημών,  καΐ  δίδε  είρηνην  εις 
τας  οίκίας  ημών ' 
"ΟίΓου  συ  είσαι,   όδη'γος,   κακόν  εκεί  8εν  8ύναται 
να  εΧθτ). 
ΑίΒαξε  ημάς  να  >γνωρίσωμεν  τον  ΥΙατέρα  καΐ  τον 
Των, 
Και   Σε   το    εξ  αμφοτέρων,   ενα  θεον  εν  ΎρίσΙ 
ΊΊροσώτΓοις. 
Αίά  νά  ηναι  τούτο,  εΙς  οΧους  τους  αιώνας, 
Το  άτελεντ7;τον  άσμα  ημών 
"Εστω  αίνος  εις  το  αιωνιον'  σου  κράτος, 
Πάτερ,  Τιε,  και  Πνεύμα  "Αγιον. 

Η  ουτθ5. 

'ρΆΘΕ,  ΥΙνεύμα'Ά'^ίον,  αΐώνιεθεε,  άνωθεν  εκττο- 
ρευόμενον 
Έλ  του  Πατρός  καΐ  εκ  του  Τΐού,  Θεέ  ειρήνης 
καΐ  ά^άττης' 
^Εττίσκεψαι  τάς   διανοίας  ημών,   καΐ  εΙς  τάς  καρ- 
Βίας    ημών    εμττνευσε    την  ούράνιόν  σου 
χάριν- 
Αιά    νά  εμίΓορώμεν   με    ενθερμον    ττόθον  την 
άΧήθειαν  και  την  εύσέβειαν  νά  άκοΧου- 
θώμεν. 
Συ  είσαι  6  άΧηθης  ΥΙαράκΧητος,  εις  ττάσαν  9-Χίψίν 
καΐ  στενοχωρίαν 
Το    ούράνιόν  Βώρον    τού   'Τψίστου  Θεού,    τύ 
ότΓοΐον  ούΒεμία  'γΧώσσα  Βύναται   νά  εκ- 
φράστ) ' 

565 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕί2Ν. 

Ή  άίνναο<;  καΐ  ζώσα  ττη'γη  της  ουρανίου  'χαράς' 

Το   Χαμττρότατον  ττΰρ,    η  <γ\υκυτάτη   ά^γάττη, 
ττνβυματικον  -χάρισμα. 
Συ  ύσαί  6  χορη<γ6ς  ττοικίΧων  'χ^αρισμάτων   δι'  αυ- 
τών Ίσταται  η  ^Εκκλησία  του  Χριστού. 
Εί9  τάς  τΓίστάς  καρΒίας  έ'γ'γράφβις  τον  νόμον 
σου,  6  ΒάκτυΧος  της  'χ^βίρος  του  Θβου. 
Κατά  την  έτΓα'^'^αΧίαν  σου,  Κύριε,  ΒίΒβις  Χό'γον  βΰ- 
χαριν, 
Αίά  νά  άντηχώσι  ττανταχού  οι  αίνοι  του  Θεοί), 
Βία  της  βοηθείας  σου. 
Τίνευμα  Ά^ιον,  κατάττεμψε  εΙς  τάς  Βιανοίας  ημών 
το  ούράνιον  σου  φώς' 
"Εξαψε  τάς  καρΒίας  7}μών  με  ζηΧον  Βίάττυρον, 
ώστε  ημέραν  καΐ  νύκτα  νά   Χατρεύωμεν 
τον  θεόν. 
Ύην    άσ^^ένειαν   ημών    Βυνάμωσε    καΐ    κραταίωσε, 
{Βιότί  συ  ιγνωρίζεις,    Κύριε,    το    εΰθραυ- 
στον  ημών,) 
"Ω,στε  νά  μην  υττερισχύση  καθ'  ημών  6  Βιά- 
βοΧος,  6  κόσμος,  ούΒέ  η  σαρξ. 
^ττεΧαυνε  μακράν  άή>   ημών  τους  εχθρούς  ημών 
καΐ  βοηθέ  ι  ημάς,  ώστε  ν  άττοΧαμβάνωμεν 
Είρήνην  εις  τάς  καρΒίας  ημών,   καΐ  ττρος   τον 
θεον,  καΐ  ττρος  τους  άνθρώττους  {το  κάΧ- 
Χιστον,  το  άΧηθεστατον  κτήμα). 
Και  ιγενόμενος.  Κύριε,   χειρα'^ω'^ος  ημών,   καΐ  6Βη- 
'γος  ημών,  Βος  εις  ημάς  την  χάριν 
Ύού  νά   εκφεύ^ωμεν   τάς  ττα^ίΒας   της  αμαρ- 
τίας, καϊ  τΓΟτε  νά  μην  εκττέσωμεν  άττο  σε. 
Αος  εις  ημάς.   Κύριε,  Βεόμεθά  σου,  τοιαύτα  μέτρα 
της  κραταιάς  σου  χάριτος, 
"Ω,στε  συ  νά  ησαι  6  ΏαράκΧητος  ημών  εις  την 
εσχάτην  φοβεράν  ημέραν. 
ΑιάΧυσε,  Κύριε,  τά  Βεσμά  ττάσης  εριΒος  καϊ  Βιχο- 
νοίας, 
ΚαΙ  σύνΒεσε  με  είρηνην  και  ά'^άττην  Βιά  ττασης 
•γης  τον  Χριστιανικόν  σου  Χαόν. 
566 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   ΤΩΝ    ΙΕΡΕί2Ν. 

Δο9    εις    ημα^  την  χάριν  του  να  'γνωρίζωμβν  τον 
ΥΙαντοκράτορα  Πάτερα, 
Δίά    να    άτΓοΧαύσωμβν    την   ίύΒαιμονεστάτην 
^€αν  του  ά'^αττητοΐ)  αυτού  Υιού• 
ΚαΙ   με  τεΧείαν  ττίστιν   νά   όμοΧο'^ωμβν    ττάντοτε 
σε, 
Το  ΤΙνβύμα  τού  Πατρ6<;  καΐ  τού  Ύίού,  'ένα  Θεόν 
ε'ν  Ύρισϊ  ΥΙροσώττοις. 
Αόξα  και  αΐνυς  ε/<?  Θεόν  τον  Πάτερα,   καΐ  βίς  τον 
ύτΓ6ρ€υ\θ''/ημένον  αυτού  Τΐον, 
Και  ε/ς  το  Άγίον  ΠνεΟ/χα  της  χάριτος,  ομοού- 
σιον  Ύριά8α  ε'ν  Μονάδί. 
Και   Ββόμεθα    νά   βύδοκήστ}   6    μόνος    ημο)ν  Κύριος 
νά  ζξατΓοστβίΧη  το  ΐΐνεύμά  του 
Εττάνω  εΐ9  οΧους  τους   έττα'^^εΧΧομενους   το 
'  Ονομα  αυτού,  άττο  τού  νύν  καΐ  €ως  τού 
αιώνος.     \μήν. 

Ύ(\ΐΐωθ€ντος  τούτον,  ό   Επίσκοπος  ΒίΚα  δ(ηθη  οντω,  λί'γωι/, 

*Α9  δεηθώμεν. 

]^ΑΝΤ0ΔΤΝΑΜΕ  Θεέ,  και  Πάτερ  Ουράνιε,  όστις, 
διά  την  ττρος  ημάς  άττειρόν  σου  ά^άττην  και 
αγαθότητα,  έδωκες  εις  ημάς  τον  ά'^αττητόν  σου 
μονο'^ενή  Τ/όν  ^Ιησούν  Χριστον,  διά  νά  ηναι  6  Αυ- 
τρωτης  ημών,  και  Ι^ρχη-γος  της  αιωνίου  ζωής• 
όστις,  αφού  έκαμε  τεΧείαν  την  Χύτρωσιν  ημών  διά 
τού  Βανάτου  του,  και  άνέβη  εις  τους  ουρανούς, 
εξαττεστειΧεν  εις  τον  κόσμον  τους  ΆττοστόΧους 
αυτού,  ΥΙροφήτας,  Έιύα'^'^εΧιστάς,  ΑιδασκάΧους, 
και  Ποιμένας,  διά  των  κόττων  και  της  διακονίας 
των  ότΓοίων  εσύναξεν  ομού  /λέγα  ττοίμνιον  καθ'  οΧα 
τά  μέρη  τού  κόσμου,  ττρός  κήρυξιν  της  αιωνίου 
αίνέσεως  τού  ά^γίου  ^Ονόματος  σου'  Δια  ταύτας 
τάς  ούτω  με'^/άΧας  ευεργεσίας  της  αιωνίου  ά-^αΰό- 
Τ7;τός  σου,  και  διότι  ηύδόκησες  νά  καΧέσης  τους 
δούΧους  σου  τούτους,  τους  ενταύθα  τταρόντας,  εις 

567 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ   Τί2Ν   ΙΕΡΕΩΝ. 

ΤΟ  αύτο  βρηον  καΐ  8ιακονίαν,  την  Βιορισθεΐσαν 
7Γρο9  σωτηρίαν  τον  ανθρωπίνου  γένους,  άττοδ/δο- 
/*6ν  €49  σε  4<γκαρ8ίον<ί  βύ-χ^αριστίας,  αΐνοΰμέν  σε 
και  ττροσκννονμέν  σε.  ΚαΙ  ταττεινώς  8εόμεθά  σον, 
8ίά  τον  αύτον  ν'ίτερενΧο'γημένου  Ύΐον  σον,  να  δώ- 
'  σης  %«ρίν  εΙς  οΧονς  τους  εϊτε  ενταύθα  εϊτε  αλ- 
"λοθι  έτΓίκαΧονμενους  το  αηών  σου  "Ονομα,  δια  να 
Βεικνύωμεν  εαυτούς  ττάντοτε  ευγνώμονας  ττρος  σε 
νττερ  τούτων,  καΐ  ύττερ  6\ων  των  άλλων  ευεργε- 
σιών σον  καΐ  να  αύξανώμεθα  καθ^  ήμεραν,  και  να 
ιτροκότΓτωμεν  εις  την  γνώσιν  καΐ  ττίστιν  σου  και 
του  Ύίον  σον,  Βια  τον  Ά'γίον  ΐΐνεύματος'  εις  τρό- 
πον ώστε,  και  δια  τούτων  των  Αειτονρ^ών  σον, 
και  δί'  εκείνων  εττάνω  εις  τονς  οττοίονς  ^εΧονν 
Βιορισθή  ΑειτονρΎοί  σον,  να  Βοξάζεται  Βιατταντος 
το  ά'γιόν  σου  "Ονομα,  και  η  εύΧο^ημενη  βασιλεία 
σου  νά  ττλατύνεταΐ'  δια  του  αύτοϋ  Ύίον  σον,  του 
Κνρίον  ημών  ^Ιησον  Χ,ριστον•  όστις  ζη  και  βασι- 
λεύει μετά  σον,  εις  ενότητα  τον  αύτοϋ  Ά>γίον 
ΐΐνεύματος,  εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

Μίτά  την  ττροσΐνχην  ταντην,  ό  ^Επίσκοττοί,  μέ  τονς  τναρόντας 
'ΐίρίίί,  3ΐΚονν  ΐτηθίσΐί  τας  χΐΊράς  των  ίπι  της  Κίφαλης  εΐΌί 
(κάστον  των  λαμβανόντων  την  τάξίν  της  Ιίρωσννης,  γονν- 
κλιτονντων  ταπΐΐνώς  των  χΐΐροτονουμίνων,  τον  δί  Εττισκο- 
ΤΓον  λίγοντος, 

Λ  ΑΒΕ  Πνεύμα  "ληιον  Ζια  το  νττούρ'γημα  και  το 
ερ'^ον  τού  Ιερέως  εις  την  ^Εκκλησίαν  τον 
θεού,  το  εμτΓίστενθεν  τώρα  εις  σε  δια  της  επιθέ- 
σεως τών  χειρών  ημών.  Εάν  τίνων  συηγωρησης 
τάς  αμαρτίας,  3έλονν  εισθαι  σνγχωρημέναι  ξίς 
αυτούς '  καΐ  εάν  τίνων  κρατης  τάς  αμαρτίας,  ^ε- 
λονν  εΙσθαι  κρατημέναι.  ΚαΙ  εσο  πιστός  οικο- 
νόμος του  Αό<γον  τον  θεού,  καϊ  τών  ιερών  Μυστη- 
ρίων αύτού'  εΙς  το  "Ονομα  τού  Πατρός,  καϊ  του 
Ύίον,  καϊ  τού  Άγιοι;  Πνεύματος.     Αμήν. 

568 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕΩΝ. 

ΕτΓίΐτα  ό    Επίσκοπος   ΒίΧίΐ  (γχΐΐρίσα  (Ις  ίνα   ΐκαστον  αυτών, 
γοννκΚίτοΰντα,  την  ΒίβΧον,  Χίγων,  , 

Λ  ΑΒΕ   την   €ξουσίαν  του  να  κηρύτττ]ς  τον  Αό^ον 
του  ΘβοΟ,  καΐ  να  τβλ^^ς  τα  αηια  Μυστήρια,  €19 
την  ΈκκΧησίαν    βίς  την  όττοίαν   ηθ€\€ς    Βιορισθή• 
νομίμω'^. 

Μίτα  ταντα  3€\ίΐ  ψαΧθη,  η  άναγνωσθη,  το  ΣνμβοΧον  της  Νι- 
καίας• κα).  ίΤΓίίτα  ό  Επίσκοπος  ΒίΚει  προχώρησα  (Ις  την 
ΤΐΧΐτην  της  Κοινωνίας•  την  οποίαν  3€Χονν  μίταΧάβίΐ  όμον 
οΧοι  οί  χίΐροτονονμίνοι,  μΐνοντΐς  ΐΐς  τον  αυτόν  τόπον,  οπού 
(^ινΐν  η  χΐΐροθΐσία,  (ως  να  Χάβωσι  την  άγίαν  Κοινωνίαν. 

ΎίΧΐΐωθασης  της  Κ,οινωνίας,  μ€τα  την  τίΧΐνταίαν  Σνναπτην, 
κα\  άμίσως  προ  της  ΈύΧο•γίας,  3ΐΧονν  άναγνωσθη  ανται  αί 
Σνναπταί. 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ  Πάτερ,  Ββόμβθά  σου  να  κατα- 
7Γ€μψτ]<;  βττάνω  βις  τούτους  τους  8ού\ους  σον 
την  ούράνιον  σου  βύΧο'γίαν  ώστ€  νά  βνΒυθώσι  την 
Βικαιοσύνην,  και  6  Αό^γος  σου  κηρυττόμβνος  8ία 
του  στόματος  αυτών  νά  εττίδιδτ;  ούτω,  ώστε  ττοτε 
νά  μη  ΧαΧηθτ)  βίς  μάτην.  Αος  ακόμη  νά  εχ^ωμβν 
την  χάριν  του  νά  άκούωμβν  καΐ  νά  Ββχώμβθα  ο,τι 
ηθβΧαν  τταραδώσβί  εκ  του  ά^Ιου  σου  Λόγου,  ή 
σύμφωνον  με  αυτόν,  ώς  το  μέσον  της  σωτηρίας 
ημών  ώστε,  εις  όΧους  ημο)ν  τους  Χόλους  και  τάς 
ττράξεις,  νά  ζητώμεν  την  δόξαν  σου,  καΐ  την  αύξη- 
σιν  της  βασίΧείας  σου'  Βίά  Ίησου  Χριστού  του 
Κυρίου  ημών.      Αμήν. 

ΤΤΡΟΦΘΑΝΕ  ημάς.  Κύριε,  εις  οΧα  τά  ερ'^α  ημών, 
με  την  εύμενεστάτην  χάριν  σου,  και  ττροβί- 
βαζε  ημάς  με  την  άκατάτταυστον  βοήθειάν  σου' 
ώστε,  εις  'όΧα  ημών  τά  ερ'^α,  αρχόμενα,  εξακοΧου- 
θούντα,  και  τεΧος  Χαμβάνοντα  εις  σε,  νά  Βοξά- 
ζωμεν  το  ά^ιόν  σου  "Ονομα•  και  τεΧευταΐον,  διά 
του  εΧεους  σου,  νά  άττοΧαύσωμεν  την  αίώνιον  ζωήν, 
δια  ^ϊησού  Χριστού  του  Κυρίου  ημών.     \μήν. 

569 


Η   ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΕΡΕΩΝ. 

'ΤΤ  ΕΙΡΗΝΗ  τον  Θβον,  η  ττάντα  νουν  υττβρζ'χουσα, 
να  δίαψυΧάττ-ρ  τάς  καρδίας  καΐ  τά  ττνβύματά 
σας  €19  την  βτΓί'γνωσιν  καΐ  ά'^άττην  του  ΘβοΟ,  και 
του  Ύΐον  αύτον  ^Ιησον  Χριστού  του  Κυρίου  ημών 
καΐ  η  βύΧο^ία  του  ΥΙαντοκράτορος  Θεοΰ,  τον  ΤΙα- 
τρος,  του  Ύίου,  καΐ  τον  Ά-^ίον  ΐΐνβύματος,  να  ηναο 
μβταζύ  σας,  και  να  Βιαμέντ)  μ€  βσάς  ττάντοτ^. 
^Αμην. 

Έάν  θε  ίΐΓ  την  αντην  ημίραν  ηναί  ην(ί  να  χαροτονηΰώσι  Διά- 
κοι/οι, και  άλλοι  'ΐφίΐί,  οί  Αίάκονοι  Βίλονν  παρονσιασθη 
πρώτον,  και  ί'πειτα  οί  Ίΐρ(Ίς•  κα\  όρκεΐ  να  άι/αγνωσθΐ/  η 
Αίτανεία  άπαξ,  και  δια  τας  δυο  χαροτονίας.  Αί  Συναπτοί 
πρίπει  να  άναγινωσκωνται  αμφοτΐραι  •  πρώτον  η  νπ(ρ  των 
Αιακόνων,  και  ΐ'πατα  η  υπιρ  των  Ίεριων.  ΈπιστοΧη  δε  θελ« 
βίσθαι  ή  προς  Έφεσίουί,  δ'.  7 — 13,  ώϊ  πρότιρον  εΐϊ  ταντην 
την  ^ΑκοΧονθίαν.  Μετά  την  οποίαν  άμίσωί,  οΐ  μίΧΚοντ^ς  να 
•χΐΐροτονηθωσι  Αίάκονοι  3(\ονν  λάβει  τον  Ορκον  τον  περί 
της  Ύπίροχης,  Βελονν  (ξΐτασθη,  καϊ  χΐΐροτονηθη,  ως  8ΐ€τάχθη 
ανωτέρω.  "Επειτα,  άφοϋ  είί  ε'|  αυτών  άνα^νωστ]  το  Έυαγγε- 
Χιον,  [το  όποιον  $(\(ΐ  (ΐσβαι  εί'τε  ε'κ  του  κατά  Ματθαίον  $  . 
36 — 38,  ως  άνωτίρω  εΐί  ταΰτην  την  Άκο\ονθίαν•  είτε  ε'κ  τον 
κατά  Αονκάν  ι/3'.  35 — 38,  ώί  πρόηρον  εΐί  την  \κολουθίαν 
της  χειροτονίας  των  Αιακόνων,)  ο'ι  μίΧλοντες  να  προχειρι- 
σθώσιν  ΊερεΊς  &(\ουν  λάβει  ομοίως  τον  περί  της  Υπέροχης 
"Ορκον,  θέλουν  εξετασθη,  κα\  χειροτονηθη,  ως  διετάχθη  προ- 
Χαβόντως    εΙς   ταντην  την  ΆκοΧονθιαν. 


570 


Ή  ΚΑΘΙΕΡί2ΣΙΣ  ΤΩΝ  ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ• 

4 

Ακολουθία  της  χειροτονίας   η  καθιεριιςεως 
ΆΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΤ  ί)  'ΕΠΙΣΚΟΠΟΤ• 

ΉτίΓ  ττρΐπα  να  €κτ(\ηται  πάντοτε  η  την  Κνριακην  η  Εορτην  τίνα. 


Αφον  ο\α  δίοντωΓ  (τοιμασθωσιν  6ΐί  την  Έ.κκΚησι.αν  και  ΐυτρ(- 
ΤΓίσθώσι,  μ(τα  το  τ(\θ5  τηί  Έωθινης  Ίΐροσΐνχης,  ό  Αρχκ- 
πίσκοτΓος,  η  αλΧος  τα  διωρίσμβνοί  Έττίσκοττος,  5ελ€ΐ  άρχισα, 
την  τΐλΐτην  τηί  Κοινωνίας•  (Ιί  την  οττοίαν  αυτή  5ελίί  €ΐσθαι 
η  ΣνναΐΓτη. 

ΈννατΓτη. 

^^ΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  όστις  δίά  τον  Ύΐον  σου 
Ίί/σοΟ  Χριστού  βδωκες  €ΐς  τους  ίβρούς  Άττο- 
στόΧους  σον  ττολλά  βξαίρβτα  'χαρίσματα,  καο 
€7Γρόσταξ€ς  αυτούς  να  ττοιμαίνωσι  το  ττοίμνίον 
σον  Αος  'χάριν,  δβόμβθά  σον,  βίς  οΧους  τονς  Έττ^- 
σκότΓους,  τους  Ώοιμβνας  της  ^ΕκκΧησίας  σον,  να 
κηρύττωσιν  €7Γίμ€Χώς  τον  Αό'γον  σον,  και  νά  βνερ- 
^ώσι  προσηκόντως  την  βύσββΡ]  ττοΧίτβίαν  αυτής• 
και  'χάρισε  βίς  τον  λαόν  σον,  να  άκοΧουθώσιν 
αυτά  βύτΓζΐθώς,  ώστε  'όΧοι  νά  άττοΧαύσωσι  τον 
στέφανον  της  αιωνίου  8όξης'  διά  ^ίησοΰ  Χριστού 
τού  Κυρίου  ημών.     Αμήν. 

Και  ίΐ5  αλλοϊ  Έπίσκοττοί  $(\€ΐ  άναγνά)σ€ΐ  την   Έπιστολην. 
^Ετηστολη.       1   Ύιμ.  γ.  1• 

ΤΤΙΣΤΟΣ  €ΐναι  οντος  6  λόγος•  Έάν  τις  ορβ^βται 
ΈτΓίσκοττην,  καΧον  βρ'γον  βττιθνμβΐ.  Πρβττβι 
ΧοιτΓον  ό  ^Έ,ττίσκοτΓος  νά  ηναι  άνέ'γκΧητος,  μιας 
Ύνναικος  άνηρ,  ά'^ρν'ΊΓνος,  σώφρων,  κόσμιος,  φιΧό- 
ξβνος,  8ιΒακτικός'  οχ^ι  μέθυσος,  ογ^ι  Ζάρτης,  ο^ι 
αισ-χ^ροκβρΒής•    άλλα  ττράος,   άμαχ^ος,   άφνΧάρ'^ν- 

571 


Η   ΚΑΘΙΕΡΩΣΙ2   ΤΩΝ    ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

ρος•  να  κυββρνα  καλώς  τον  ιΒιόν  τον  οίκον,  να  εχί/ 
τα  τ&κνα  τον  6^9  νττοτα'^ην  με  ττάσαν  σεμνότητα• 
(δίότί.  εάν  τις  δεν  εξεύρτ)  να  κνβερνα  τον  ϊΖών  τον 
Οίκον,  ττως  ^ελβί  ετημεληθή  την  ^ΈιΚκΧησίαν  τον 
θεον ;)  να  μην  ηναί  νεοκατή-χητος,  Βιά  να  μην 
νπερηφανενθτι,  καΐ  ττεση  εί<;  την  καταΖίκην  τον 
ΒιαβόΧον.  Ώρεττει  δε  αύτό<?  νά  'έ'χτ]  καΐ  άττο  τού^; 
έξωθεν  μαρτνρίαν  κα\ην,  δίά  νά  μη  ττεση  εΙ<;  ονεί- 
Βισμον,  και  ττα'^ίΒα  τον  8ιαβό\ον. 

Η,  άντΙ  Έπιστοληί,    Ώράξ.  κ' .  17. 

Ρ^ΕΜΦΑΣ  6  Πανλος  άττο  την  ΜίΧητον  εις  την 
"Έ,φεσον,  εττροσκάΧεσε  τονς  ττρεσβντέρονς  της 
^ΕκκΧησίας.  ΚαΙ  άφον  ηΧθαν  ττρός  αυτόν,  ειττεν 
εις  αυτούς,  Σεις  εξεύρετε,  άττο  την  ττρώτην  ημεραν 
καθ'  ήν  ηΧθα  εΙς  την  Άσίαν,  ττώς  εττερασα  μαζύ 
σας  οΚον  τον  καιρόν,  ΒονΧεύων  τον  Κύριον  με 
ττάσαν  ταττεινοφροσύνην,  καΐ  με  ττοΧλά  Βάκρνα 
καϊ  ττειρασμούς,  οΐτινες  με  σννεβησαν  εις  τάς 
ετΓΐβουΧάς  των  ΊονΒαίων  'ότι  Βεν  νπέκρνψα  κανεν 
άττο  τα  σνμφεροντα,  ώστε  να  μην  άνα'^'^είΧω  αντο 
εις  εσάς  καϊ  νά  σάς  ΒιΒάξω,  Βημοσία  καϊ  κατ  οι- 
κονς'  Βιαμαρτνρόμενος  και  εις  ^Ιονοαίονς  και  εις 
"ΕΧληνας  την  εις  τον  Θεον  μετάνοιαν,  καϊ  την 
ττίστιν  την  εις  τον  Κύριον  ημών  ^Ιησονν  Χριστόν. 
Καϊ  τώρα,  ιΒον,  εγώ  Βεμένος  άττο  το  ΥΙνενμα 
ύττάγω  εις  την  'ίερονσαΧημ,  μη  γνωρίζων  τα 
μέΧΧοντα  νά  με  άκοΧονθήσωσι  μέσα  εις  αντην 
έκτος  ΟΤΙ  το  ΐΐνενμα  το  'Άγίον  μαρτνρεΐ  εις  ττά- 
σαν ττόΧιν,  λεγον,  "Οτι  Βεσμά  καϊ  3^Χίψεις  με  ττερι- 
μενονν.  Δεν  φροντίζω  όμως  ττερί  ονΒενος  τοντων 
ονΒε  στογ^άζομαι  την  ζωην  μον  ττοΧντιμον  εις  τον 
εαυτόν  μου,  καθώς  το  νά  τεΧειώσω  τον  Βρόμον  μου 
με  -χαράν,  καϊ  την  Βιακονίαν  την  όττοίαν  εΧαβα 
τταρά  του  Κνρίον  ^Ιησοΰ,  νά  μαρτυρήσω  το  Ει^αγ- 
^έΧίον  της  'χ^άριτος  του  θεού.  ΚαΙ  τώρα,  ιΒού,  ε'γώ 
εξεύρω  'ότι  ττΧέον  δεν  θέλετε  ιΒεΐ  το  ττρόσωττον 
μου  σεις  οΧοι,  μεταξύ  των  όττοίων  Βιεττερασα  κη- 
572 


Η   ΚΑΘΙΕΡΟΣΙΣ   ΤΩΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

ρύττων  την  βασιΚΐίαν  του  Θβοΰ.  Όθεν  μαρτύρομαί 
€ΐς  εσάς  την  σήμερον  ήμέραν,  ότι  εγώ  ΐΐμαι  κα- 
θαρός άτΓΟ  το  αίμα  οΧων  Βιότι  δεν  συνβστάΧην 
να  σας  κηρύξω  'όΧην  την  βονΧην  του  ΘεοΟ.  ΥΙροσ- 
€χετ€  ΧοιτΓον  εις  τον  εαυτόν  σας,  καΐ  εις  οΧον 
το  ΤΓοίμνιον  βίς  το  όττοΐον  το  Ώνεΰμα  το  "Α'γοον 
σας  ε'^εσεν  ^Εττισκόττους•  Βία  νά  ττοιμαίνετε  την 
^ΕκκΧησίαν  του  θεού,  την  όττοίαν  άττέκτησε  μβ  το 
ϊΒίόν  του  αίμα.  Αιότί  ε'γώ  εζεύρω  τούτο,  'ότι,  μετά 
την  άνα-)^ωρησίν  μου,  3^έΧουν  είσέΧθεί  εις  εσάς 
Χύκοί  βαρείς,  μη  Χυττούμβνοί  το  ττοίμνιον  καΧ 
άττο  σας  αυτούς  ΒεΧουν  σηκωθή  άνθρωττοι  Χα- 
Χούντες  διεστραμμένα,  Βιά  νά  άττοσττώσι  τους 
μαθητάς  οττίσω  των.  ΰ^ιά  τούτο  αΎρυιτνεΐτε,  εν- 
^υμούμενοι  οτι  τρεις  -χρόνους,  νύκτα  καΐ  ήμέραν, 
Βεν  ετταυσα  νά  νουθετώ  μετά  Βακρύων  ενα  καθ^ 
ενα.  Και  τώρα,  άΒεΧφοΙ,  σας  συσταίνω  εις  τον 
Θεόν,  καϊ  εις  τον  Αο-^ον  της  χάριτος  αύτού'  όστις 
Βύναται  νά  εττοικοΒομήστ],  και  νά  Βώστ}  εις  εσάς 
κΧηρονομίαν  μεταξύ  δΧων  των  ηλιασμένων.  Άργύ- 
ριον,  ή  χρυσίον,  ή  ιμάτια  κανενός  άνθρώττου  Βεν 
εττεθύμησα.  Σεις  Βε  αύτοι  εξεύρετε,  οτι  εις  τάς 
χρείας  μου  καϊ  εις  τους  οντάς  ομού  με  εμε  αί 
χείρες  αύται  ΰττηρέτησαν.  "Ολα  εΒειξα  εις  εσάς, 
οτι  ούτω  κοτΓΐάζοντες  ττρέττει  νά  βοηθήτε  τους 
ασθενείς"  καϊ  νά  ενθυμήσθε  τους  Χόλους  του 
Κυρίου  Ίτ/ίτοΟ,  οτι  αύτος  είττε,  Μακάριον  είναι  νά 
ΒίΒη  τις  μάΧΧον  τταρά  νά  Χαμβάντ}. 

"Έπατα  (ΐί  αΧΧο!  Επίσκοπος  9(λ€ΐ  αναγνώσει  το  ΕϋαγγίΚιον. 
Έυαγγίλιον.       Ίωάνν.  κα' .   15. 

'ίΛ  'ΙΗΣΟΤΣ  είττεν  εις  τον  Σίμωνα  ΥΙέτρον,  Σίμων 
Ίωνά,  ά^αττας  με  ττερισσοτερον  άττο  τούτους; 
Λεγίί•  ^^9  αυτόν.  Ναι,  Κύριε•  σύ  εξεύρεις  οτι  σέ 
άηαττώ.  Λέγει  εις  αυτόν,  Βόσκε  τά  άρνία  μου. 
Λέγει  ει<?  αυτόν  ττάΧιν  Βευτέραν  φοράν,  Σίμων 
Ίωνά,  άγαττα^  με;  Λέγει   6ΐ9  αυτόν,   Ναι,   Κύριε• 

573 


Η   ΚΑΘΙΕΡΩΣΙΣ   Τί2Ν   ΕΠΙΣΚ0Πί2Ν. 

συ  έξβνρξίς  οτί  σβ  άγαττώ.  Λε'γβί  €49  αυτόν,  Ποι- 
μαινβ  τά  ττρόβατά  μου.  Λεγβλ  €69  αύτον  την  τρί- 
την  φοράν,  Σίμων  Λωνα,  αΎαττας  μβ ;  ΈΧυττήθη  6 
ΤΙέτρος  οτι  βίττβν  €69  αύτον  την  τρίτην  φοράν, 
Άγα7Γα9  μ€;  καΐ  €ΐ•π€ν  €6?  αύτον,  Υ^ΰρίβ,  συ  εξεύ- 
ρεις τά  ττάντα'  συ  <γνωρίζ€ίς  οτι  σε  ά/γαττώ.  Αέ<γεο 
€69  αύτον  6  ^Ιησούς,  Βόσκε  τά  ττρόβατά  μου. 

Η  τοΰτο, 

Έναγγΐλιον.      'ΐωάνμ.  κ.  19. 

'ΤΉΝ  αύτην  ήμέραν  το  εσττέρας,  ήτις  ητον  η 
ττρώτη  ημέρα  της  εβΒομάΒος,  ενω  αϊ  ^ύραι 
ήσαν  κεκΧείσμέναι  οπού  οΐ  μαθηταΐ  εύρίσκοντο 
συνημμένοι,  δίά  τον  φόβον  των  'ΐουδα/ων,  ηΧθεν  ό 
^Ιησούς,  καΐ  εστάθη  εις  το  μέσον,  καΐ  Χέμεί  εις 
αυτούς,  Έ.1ρήνη  εις  εσάς.  Και  αφού  εϊττεν  τούτο, 
εΒείξεν  εις  αυτούς  τάς  -χείρας  καΐ  την  ττΧευράν 
του.  ^Έί-χάρησαν  Χοίττον  οι  μαθηταΐ  ίΒόντες  τον 
Κύριον.  Εί7Γ€  δβ  ΊτάΧιν  εις  αυτούς  ό  ^Ιησούς,  Ει- 
ρήνη εις  εσάς.  Καθώς  με  άττέστείΧεν  υ  ΐΐατήρ, 
οΰτω  καΐ  ε'γώ  "πέμττω  εσάς.  ΚαΙ  αφού  είττε  τούτο, 
ενεφύσησε,  καΐ  Χέμει  εις  αυτούς,  Αάβετε  ΐΐνεύμα 
"Αμιον.  Έάν  τίνων  συγχωρήσετε  τάς  αμαρτίας, 
είναι  συ<γχωρημέναι  εις  αυτούς•  εάν  τίνων  κρα- 
τήτε  αύτάς,  είναι  κρατημέναι. 

Η  τοΰτο, 
Εναγγίλίον.      Ματθ.  κη'.  18. 

'ίΛ  'ΙΗΣΟΤΣ  εΧθών  εΧάΧησεν  εις  αυτούς,  Χέμων, 
Με  εδόθη  ττάσα  εξουσία  εις  τον  ούρανον  και 
εττΐ  της  μης.  'Τττάγετε  Χοιττον  καΐ  μαθητεύσετε 
οΧα  τά  έθνη,  βατττίζοντες  αυτούς  εις  το  "Ονομα  του 
ΥΙατρός,  καΐ  του  Τΐού,  καΐ  του  Άμίου  Πνεύματος• 
Βιδάσκοντες  αυτούς  νά  φυΧάττωσιν  όΧα  δσα  τταρ- 
ήμιγειΧα  εις  εσάς•  και  ιδού,  ε<γώ  είμαι  μαζύ  σας 
οΧας  τάς  ημέρας,  εως  της  συντεΧείας  του  αιώνος. 

574 


Η   ΚΑΘ1ΕΡΩΣ1Σ  ΤΩΝ    ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

Μετά  το  ΈναγγΐΚιον,  και  τό  ΣυμβοΚον  της  Νίκηι'αί,  καί  την'Ομι- 
\ίαν,  6  νπο•ψηφιοί  Επίσκοπος,  (νδ(8υμ(ΐ>ος  το  ώμοφυριον 
τον,  3(\ίΐ  παρουσιασθη  από  δύο  Επίσκοπους  προς  τον  ^Αρχι- 
(ΐτίσκοπον  (ΚίΙνης  της  'Έπαρχίας,  η  προς  α\\ον  τινά  Έπί- 
σκοπον  ^ιορισθΐντα  άπο  νόμιμον  Έπιτροττην,  καθημΐνον  (Ις 
την  καθ(8ραν  τον  πΧησίον  τής  άγιας  Ύραπίζης•  και  οί  Επί- 
σκοποι οΊ  παρονσιάζοντίς  αντον  3(Κονν  (ΙπεΙ, 

^ΕΒΑΣΜΙίΙΤΑΤΕ   ΤΙάτβρ  έν  Χριστώ,  τταρουσιά- 
ζομβν  ττρος  σβ  τούτον  τον  βύσεβή  καΐ  ττετται- 
Ββνμένον   άνΒρα,  δίά  να  'χ^βίροτονηθτ)  και  να  καθ- 
ιερωθεί ^ΈΑΤτίσκοτΓΟ^. 

Ύοτ(  ό  Αρχιεπίσκοπος  Β(\ΐΐ  ζητήσει  το  ένταλμα  της  ΒασιΚισσης 
δια  την  καθιερωσιν,  καΐ  3ε\ει  κάμει  να  άναγνωσθη.  Και  ό 
περ\  της  Υπέροχης  της  Βασιλίσσης  "  Ο  ρ  κος  ΒεΧε  ι  8οθη  εΙς  τονς 
ίπο\Ι/ηφίονς,  ως  διετάχθη  πρότερον  εις  την  Ακολονθίαν  της 
χειροτονίας  των  Λιακόνων  κα\  τότε  Βελει  8οθη  εις  αντονς 
ακόμη  ό  "Ορκος  της  οφειλομένης  Υπακοής  εις  τον  Άρχιεπίσκο- 
πον,  ως  έπεται. 

Ο    Ορκος  της  οφειλομένης  Υπακοής  (ϊς  τ6ν  Αρχιεπισκοπον. 

ΤΓΙΣ  τό  "Ονομα  του  θβον.  \μήν.  Έγώ  ό  Δ., 
ντΓοψήφιοί;  Έ7Γ/σΛ:ο7Γθ9  της  ^ΕκκΧησίας  καΐ 
τής  καθέδρας  τής  Δ.,  εττα'γ'^/βΧλομαι  και  ύττοσχο- 
μαι  ττάσαν  την  οφβίλομβνην  εύΧάβειαν  καΐ  ύττα- 
κοήν  εις  τον  Άρχ^ιεττίσκοττον,  και  εις  την  Δ. 
ΜητρότΓοΧιν  ^ΕκκΧησίαν,  και  εις  τους  διαδόχους 
αυτών. — Οίίτω  νά  με  βοηθήση  6  @εος,  δια  Ίτ^σοΟ 
Χριστού. 

Ό  "Ορκος    οντος  δεν   Βελει    γίνεσθαι    εΙς   την  Καθιερωσιν  τον 
Αρχιεπισκοπον, 

"Έπειτα  ό  Αρχιεπίσκοπος  3ελει  παραινέσει  την  παρονσαν  2ννα- 
ζιν  νά  δεηθη,  λίγων  εις  αντους  ούτω  • 

Λ  ΔΕΛΦΟΙ,  είναι  '^/ε'^ραμμένον  εις  το  κατά  Αονκαν 
Έ.ύα'γ'γέΧιον,    'ότι  6  Σωτήρ  ημών  Χρίστος  εττβ- 

576 


Η   ΚΑΘΙΕΡΩ2ΙΣ   ΤΩΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

ρασ€ν  όΧην  την  νύκτα  619  7Γροσ€υ'χτ]ν,  πριν  να 
έκΧεξτ]  καί  να  βξαττοστβίΧτ}  τους  8ώ8βκα  Άττοστό- 
"Χους  τον.  Εϊναί  ακόμη  ^βΎραμμένον  €ί<;  τάς 
ΐίράξείς  των  ^ΑτΓοστόΧων,  οτι  οι  μαθηταΐ  οί  οντά 
€19  την  Άντιό'χ^βιαν  βνηστενσαν  και  ττροσενχ^ήθη- 
σαν,  'ττρίν  να  εττιθέσωσι  τά<;  χ^βΐρας  εττάνω  6^9  τον 
ΥΙαυΧον  καΐ  Βαρνάβαν,  καΐ  να  βξαττοστβίΧωσιν 
αυτούς.  Α.κοΧουθοΰντβ<;  Χοίττον  καϊ  ημείς  το  ττα- 
ράΒεΐ'γμα  του  Σωτήρος  ημών  Χωριστού  καϊ  των 
ΑτΓοστόΧων  αύτοΰ,  ας  ττροσενχτ^θώμβν  Ίτρότβρον, 
ΊτρΙν  ^ε-χθώμεν  καϊ  εζαττοστείΧωμεν  τον  άνΒρα 
τούτον,  τον  παρουσιασθέντα  εΙς  ημάς,  εις  το  €ρ<γον 
669  το  οτΓοΐον,  [καθώς  ημείς  ε'ίμεθα  πεπεισμένο  ι)  το 
ΐΐνεύμα  το  "Α^ων  εκάΧεσεν  αυτόν. 

ΕτΓίΐτα  5€λει  άναγνωσθη  η  Αιτανιία,  ως  τνρότΐρον  (Ις  την 
\κολονθίαν  τηί  Χαροτονίηί  τών  Λιακόνων  ττροσΐκτίον 
μόνον  ΟΤΙ   μΐτα  τοντο    το   χο^ρίον,    "  Να   ευ00Κ7]σης    νά 

φωτίστ]ς  οΧονς  τους  ^Επισκόπους  κ.  τ.  λ.,"  ή  18ιά- 
ζονσα  ίκ€σΙα  η  €Κ(Ί  άκοΧονθοΰσα  ΒίΧΐΐ  ΤΓαράλ€ΐφθή  •  καΙ  άντ\ 
(Κΐ'ινης  5ίλίΐ  (Ισαχθη  αυτή  • 

ΤΓΤΔΟΚΗΣΕ  να  εύΧοψ]σΎ]ς  τούτον  τον  άδεΧφόν 
ημών  τον  ύπο-^ήφιον,  καϊ  νά  πέμψης  εις  αυτόν 
την  χάριν  σου•  8ιά  νά  ενεργή  Βεόντως  το  ερ<γον 
εις  το  όποιον  εκΧήθη,  προς  οικοΒομην  της  ^ΕκκΧη- 
σίας  σου,  καϊ  εις  τιμήν,  καϊ  αινον,  καϊ  δόξαν  του 
^Ονόματος  σου. 

Άπόκρισ-ις.   Αεόμεθά  σου  νά  μας  άκούσΎ]ς,   ΥΙανά- 
'γαθε  Κύριβ. 

"ΕΐΓίΐτα  ΒίΧίΐ  άναγνωσθη  η  άκόΚουθοί  αυτή  ΐ•υχη. 

ΤΤΑΝΤΟΔΤΝΑΜΕ  Θεε,  ό  Αοτηρ  πάντων  τών 
άβαθων,  όστις  8ιά  τού  Ά'γίου  σου  Πνεύματος 
εδιώρίσες  διαφόρους  τάξεις  λειτουργών  εις  την 
"ΈκκΧησίαν  σου•  ΈπίβΧεψε  οίκτιρμόνως  εις  τον 
δούΧόν  σου  τούτον,  τον  νύν  κεκΧημένον  βίς  το 
€ρ<γον  καϊ  ύπούρ^ημα  τού  Επισκόπου•  και  βμ- 
ΊτΧησε  αυτόν  ούτω  με  την  άΧηθειαν  της  δίδασκα- 
576 


Η   ΚΑΘΙΕΡΩΣΙΣ   ΤΩΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

\ίας  σου,  καϊ  κόσμησα  αντον  με  αθωότητα  βίον 
ώστε,  καϊ  δία  λόγου  καΐ  δίά  καΚού  τταραΒεί^ματος, 
να  σε  ύττηρετ^  ττίστως  €ΐ?  ταύτην  την  τάξιν,  ττρός• 
Βόξαν  του  "Ονόματος  σου,  καϊ  οίκοΒομην  καϊ  κα\ην 
κυβέρνησιν  της  "ΕκκΧησίας  σου'  δίά  της  άξίομι- 
σθίας  του  Σωτήρος  ημών  "Ιησοϋ  Κριστον,  όστις  ζη 
καϊ  βασίΧεύει,  μετά  σου  καϊ  τού  Ά^ίου  Πνεύ- 
ματος, νϋν  και  άεΐ,  καϊ  εις  τους  αιώνας.     Αμήν. 

Επατα  6  \\ρχΐ€πίσκοπος,  καθημίνος  είί  την  καθί^ραν  τον,  ΒίΚΐΐ 
ίίπίΐ  προς  τον  μίΚλοντα  να   καθι^ρωθη, 

Λ  ΔΕΛΦΕ,  εττειΒη  η  Ά'γία  Γραφή  και  οΐ  άρ-χαίοι 
Κανόνες  ττροστάζουν  νά  μή  εττιθετωμεν  τα-χ^εως 
τάς  'χεΐρας,  μηΒε  νά  ττοοσΒεγώμεθα  ττροττετώς  τινά 
εις  κυβερνησιν  εν  τη  ΕκκΧησία  του  Χρίστου,  την 
ότΓοίαν  εξη^γόρασεν  ογ^ι  με  μικροτεραν  τιμήν,  τταρά 
με  την  γΰσιν  του  ιΒίου  αυτού  αίματος•  Βιά  τούτο, 
ττριν  νά  σε  ιτροσΒε^χθώ  εΙς  την  Βιακονίαν  ταύτην, 
^έ\ω  σε  εξετάσει  εις  τίνα  "Αρθρα,  Βιά  νά  Χάβη 
Βοκιμασίαν  η  τταροϋσα  Σύναξις,  καϊ  νά  μαρτυ- 
ρήση  τίνι  τρόττω  άττεφάσισες  νά  ττοΧιτευεσαι  εις 
τήν  Έκκλησίαν  του  Χριστού. 

ρΊΣΑΙ  ττεττεισ μένος,  δτι  άΧηθώς  εκΧήθης  εις  τήν 
Βιακονίαν  ταύτην,  κατά  το  ^εΧημα  τού  Κυρίου 
ημών  Ιησού  Χριστού,   και  τήν  τάξιν  τούτου  τού 
ΒασιΧείου ; 

Άπόκρισα,     Εΐμαι  ττεττεισμένος. 

Ο  ^ρχκπίσκοπος. 

ρΊΣΑΙ  ττεττεισμίνος,  οτι  α'ι  Ίεραι  Τραφαι  περιέ- 
χουν άτΓογρώντως  ττάσαν  τήν  ΒιΒασκαΧίαν  τήν 
εξ  άνά'^κης  άτταιτουμενην  ττρος  τήν  αιωνιον  σωτη- 
ρίαν  Βιά  της  ττίστεως  της  εν  Χριστώ  Ιησού;  και 
είσαι  άττοφασισ μένος,  εκ  των  ειρημενων  Γραφών 
νά  ΒιΒάσκης  τον  Χαον  τον  εμττιστευθεντα  εις  σε, 
καϊ  νά  μή  κηρύττης  εΙς  αυτούς  τίττοτε,  ώς  εξ 
άνώγκης  άτταιτούμενον  εις  τήν  αιωνιον  σωτηρίαν, 
€  Ο 


Η   ΚΑΘΙΕίΏΣΙΣ  Τί2Ν   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

€ΐμη  ο,τί  ηθβΧβς  7Γ€ΐσθή  οτί  Βνναταί  νά  συνάγεται 
καί  νά  άτΓοΒβικννβταί  άττο  την  Ά^ίαν  Τραφήν ; 

\πόκρισις.  Οΰτω    ίΐμαί   7Γ€ΤΓ€ΐσμένος,     και    οντω 
αττεφάσισα,  μβ  την  χάριν  του  θβοΰ. 

Ό  ΆρχίΐττίσκοτΓΟί. 

^ΕΛΕΙΣ  λοίΤΓον  €ξασκ€Ϊσθαι  ττιστώς  βίς  τάς  αύ- 
τάς  'Ιβράς  Τραφά<;,  και  βττικαΧβΐσθαι  τον  Θεόν 
δίά  της  Ίτροσ^υχης,  νά  χαρίστ]  €ΐ<;  σβ  την  ορθην 
νοησιν  αυτών,  ώστε  νά  ησαι  δί,  αυτών  Βυνατος  νά 
δώάσκ7]<ί  και  νά  νουθετης  μβ  σωτήριον  ΒιΒασκα- 
λί'αν,  καΐ  νά  άνθίστασαι  και  νά  ε'^ελ€7%?7?  τους 
άντιΧέ'γοντας ; 

Άπόκρίσΐί.  Θέλω  κάμει  οΰτω,  βοηθονντός  μοι  τον 
θεοΰ. 

Ό  ^Αρχιρπίσκοποί, 

Ρ^ΙΣΑΙ  έτοιμος,  με  ττάσαν  ττιστην  εττιμεΧειαν  νά 
άτΓοΒιώκης  και  νά  άττορρίτττης  ττάσαν  ψευΒή 
και  άΧλότριον  ΒιΒασκάΧίαν,  έναντίαν  εις  τον 
Λόγοι/  του  θεοΟ'  και  μερικώς  και  Βημοσία  νά 
ττροτρεττης  και  νά  ενθαρρύνης  τους  άΧλονς  εις 
το  αυτό; 

'λπόκρισΐ5.   Έΐμαι    ετοιμος,    βοηθοΰντός   μοι    τοϋ 
Κυρίου. 

Ό  ^Αρχιεπίσκοπος. 

^ΕΛΕΙΣ  άτταρνεΐσθαι  ττάσαν  άσέβειαν  και  τάς 
κοσμικάς  εττιθυμίας,  καΐ  Β^έΧεις  ζη  σωφρόνως, 
καΐ  Βικαίως,  και  ευσεβώς  εις  τον  τταροντα  τούτον 
κόσμον,  Βιά  νά  δε/χντ^ς  τον  εαυτόν  σου  κατά  ττάντα 
κα\ών  έργων  τταράΒει^γμα  ττρος  τους  άΧλους,  ώστε 
6  αντικείμενος  νά  καταισχυνθτ},  μη  έχων  τί  νά 
εϊττη  κατά  σου; 

Άπόκρισις.  Θε'λω  κάμει  οΰτω,  βοηθοΰντός  μοι  τοϋ 
Κυρίου. 

Ό  Άρχίΐπίσκοποί. 

^ΕΛΕΙΣ  Βιατηρεΐ  καΐ  ττροά^ει,  όσον  εξαρτάται 
άττο  σε,   την  ήσυχίαν,   την   ά^άττην,  και   την 
578 


Η    ΚΑΘΙΕΡΩΣΙΣ   ΤΩΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

βίρήνην  μ€ταξύ  6\ων  των  άνθρώττων;  τούί  δε  άν- 
ησύχ^ους,  άττ^ιθβΐ'ί,  καϊ  εγκληματικούς  έντος  της 
ΕτΓίσκοτΓης  σον  ^βΧας  Βωρθόν€ΐ  καϊ  τταώεύβί, 
κατά  την  βξουσίαν  ήτις  ΒιΒβται,  €ίς  σε  Βιά  του 
Λόγου  του  θεού,  καϊ  ήτις  ήθ^Χβ  τταραγωρηθή  βίς 
σε  ε'«  Βιατα'γής  τού  Βασιλείου  τούτου; 

Άπόκρισίί.  Θέλω,  βοηθοΰντός  μοι  τού  ΘεοΟ. 

Ο  \ρ\ΐΐπΙσκο•ποί . 

^ΕΛΕΙΣ    (Ισθαι  ττιστος   €ΐς   το   νά   Βιορίζης,   νά 
ατΓοστέλλης,  καϊ  νά  'χβιροτονής  ά\\ους ; 
Άπόκρισίί.   θέλω     ο,σθαι,     βοηθοΰντός    μοι     του 
Θεού. 

Ό  \ρχΐ(πί(ΧΚ07Γ0ί, 

^ΕΛΕΙΣ  Ββικνύει  τον  εαυτόν  σου  ήττιον,  και  θέ- 
λεις είσθαι  ελεήμων,  Βι  ά'^άττην  του  Χριστού, 
ττρός  τους  τττωγούς  καϊ  ενΒεεΐς,  και  ττρος  ττάντας 
τους  ξένους  στερούμενους  βοηθείας; 

^Απόκρισίί.  Θέλω    Βειγθή    ούτω,    βοηθούντός    μοι 
τού  θεού. 

ΕτΓΐΐτα  ό  Αρχ^κπισκοποί  άι/ιστάμΐνος  3ίΧ€ΐ  «ίπεΐ, 

'0  ΠΑΝΤ0ΚΡΑΤί2Ρ  Θε09,  ό  Ουράνιος  ημών  Πα- 
τήρ, δστις  σε  έ'χάρισε  την  καλήν  ^έλησιν  τού 
νά  κάμης  ολα  ταύτα,  άς  γ^αρίση  εις  σε  και  ίσ-χυν 
και  Βύναμιν  Βιά  νά  εκτεΧέσης  αυτά'  ώστε,  τέλει- 
ούντος  αυτού  εις  σε  το  αγαθόν  ερηον  το  υττοΐον 
ήρ'χισε,  νά  ευρέθης  τέλειος  καΐ  άμεμτττος  εις  την 
εσγάτην  ημέραν,  Βιά  τού  Κυρίου  ημών  'ίησον 
Χριστού.     Αμήν. 

Τότ€  ό  χπΓοψηφιο!  Επίσκοπος  3ίλ{ΐ  (π(ν8ν6η  την  Επίλοιποι» 
Επισκοπικην  στολην  και,  -γοννκΚιτυΰντος  αυτόν,  •3ίλί<  άμα- 
■γνωσθη  η  ψαλθη  ί'π'  αυτόν  ό  "Υμνος  "  Ελ^έ  ΐΐνεύμα 
Α'γίον  Κ.  Τ.  λ.,  τον  όποΐον  ^ίλίΐ  άρχισα  ό  ^Αρχκπί- 
σκοποΓ•  και  οι  Επίσκοποι,  μΐτα  των  παριστωτων,  3(λονν 
αποκρινίσΟαι  οια  στιγων,  ως  (πΐται• 

[_Βλ«Γί  την  Χΐΐροτονίαν  των  'ΐίρίων'}. 

α  Ο  2 


Η  ΚΑΘΙΕΡΩΣ1Σ    ΤΟΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

Τ€\€ΐωθ€ντο5  τούτον,  ό  Άρχκπίσκοπος  ^ελβί  (ϊττΐΐ, 

Κνρί€,  €ΐσάκονσ€  τή^  8εήσ6ω<;  ημών 
Άπόκρ.  ΚαΙ  ή  κραυγή  ημών  ας  εΧθτ}  ΤΓρός  σε. 

Ό  Αρχιεπίσκοπος, 
'Ά9  Ββηθώμβν. 
]^ΑΝΤ0ΚΡΑΤί2Ρ  Θεέ,  καΐ  ττολυελεε  Πάτβρ, 
οστίς,  8ία  την  άττβίρον  αγαθότητα  σου,  εδωκβς 
τον  μονογενή  καϊ  αηαττηΊον  σου  Ύίον,  Ιησονν 
Χριστον,  βίς  το  να  ήναο  6  λυτρωτής  ημών,  καϊ 
Αρ'χ7]'γ6ς  της  αιωνίου  ζωής '  'όστίς,  αφού  έκαμε 
ττΧήρη  την  Χύτρωσιν  ημών  δία  του  Β^ανάτου  του, 
καϊ  άνεΧηφθη  εις  τους  ουρανούς,  εττεχεεν  άφθόνως 
τα  'χ^αρίσματα  αυτού  επάνω  εΙς  τους  ανθρώπους, 
καθίστάνων  τους  μεν,  ΑττοστοΧους,  τους  δε,  ΥΙρο- 
φήτας,  καϊ  άΧλους,  ^Έ,υα'^ηεΧίστάς,  καϊ  άΧ\.ους, 
ΤΙοίμενας  καϊ  Αΰ8ασκαλους,  ττρος  οΙκοΒομην  καϊ 
καταρτυσμον  της  ΈκκΧησίας  του'  Δ09,  Βεόμεθα 
σου,  εις  τούτον  τον  δούΧόν  σου  τοιαύτην  'χάριν, 
ώστε  να  ηναι  πάντοτε  έτοιμος  νά  κηρύττη  το  Εύ- 
α'γ'γέΧιόν  σου,  το  Εύα'γ'γέΧιον  της  ττρος  σε  διαΧ- 
Χαγής  •  καΐ  νά  μεταχ^ειρίζεται  την  εξουσίαν  την 
Βοθεΐσαν  εις  αυτόν,  ό'χι  ττρος  καθαίρεσιν,  άλ,λά 
ττρός  σωτηρίαν  ογ^ι  ττρος  βΧάβην,  άΧΧά  προς  βοη- 
θειαν  εΙς  τρόπον  ώστε,  ώς  φρόνιμος  καϊ  πιστός 
ΒούΧος,  ΒίΒων  εις  τόν  οΐκόν  σου  την  μερίΒα  αυτών 
εις  τόν  πρέποντα  καιρόν,  νά  είσέΧθη  τέΧος  πάν- 
των εις  την  αιώνων  γαράν,  Βιά  ^ Ιησού  Χριστού 
του  Κυρίου  ημών  Οστις,  μετά  σού  και  τού  Α<γιον 
Πνεύματος,  εν  μια  Θεότητι,  ζη  καϊ  βασιΧεύει  πάν- 
τοτε, εις  αιώνας  αιώνων.     Αμήν. 

Επειτα  6  '^ρχιεπίσαοποί  καϊ  οΊ  παρόντα  Επίσκοποι  ΒΐΧονν 
ΐπιθίσει  τας  χεΊράς  των  επάνω  ΐϊς  την  κεφαΧην  του  νποψη~ 
φίον  Επισκόπου,  -γονυκΚιτοΰντος  έμπροσθεν  αυτών  και  ό 
Αρχιεπίσκοπος  ΒέΧει  εΙπεΐ, 

ΛΑΒΕ    ΐΐνεύμα   "Α^ιον    Βιά    το    ύπούρ<γημα    και 
τό  ερ'γον  τού  ^Επισκόπου   εις  την    ΕκκΧησίαν 
580 


Η   ΚΑΘΙΕΡίΙΣΙΣ  ΤΩΝ   ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ. 

του  θεον,  το  εμττιστευθεν  τώρα  βίς  σε  δια  της 
βτΓΐθέσεως  των  'χ^ειρων  ημών  εις  το  "Ονομα  του 
Ώατρος,  καΐ  του  Ύΐοΰ,  καΐ  του  Αιγίου  Πνεύματος, 
Αμήν.  ΚαΙ  ενθυμου  να  άναζωττυροΐς  την  χάριν 
τού  θεού,  την  Βοθεΐσαν  εΙς  σε  8ίά  ταύτης  της 
ετΓίθέσεως  των  χειρών  ημών.  Αιότι  6  θεός  δεν 
εΒωκεν  εις  ημάς  το  ττνεΰμα  τού  φόβου,  αλλά  της 
Βυνάμεως,  και  ά'γάττης,  καΐ  σωφρονισμού. 

Επατα     ό    ^Αρχίΐπίσκοποί     θίλίΐ    (γχΐΐρίσα     ίΐί     αΰτον    την 
Βίβλοι/,  Χίγωι/, 

ΤΤΡΟΣΕΧΕ  εί9  την  άνά'^νωσιν,  εις  την  νουθεσίαν, 
και  την  8ι8ασκα\ίαν.  Μελέτα  τα  περιεχόμενα 
εις  τούτο  το  βιβΧίον.  ^ΈινασχοΧού  εις  αυτά,  ώστε 
η  εκ  τούτων  ττροερχομενη  ττροκοττη  σου  νά  ^ίνη  φα- 
νερά εις  ττάντας.  ΥΙρόσεχε  εις  τον  εαυτόν  σου,  και 
εις  την  Βι8ασκα\ίαν•  καΐ  εττίμενε  εις  αυτά•  8ιότι 
κάμνων  ούτω  ^έλεί9  σώσει  και  σεαυτόν,  καΐ  τους 
άκούοντάς  σε.  Τίνου  ττοιμην  εΙς  το  ττοίμνιον  τού 
Χριστού,  και  οχι  Χύκος'  ττοίμαινε  τά  ττρόβατα, 
και  μη  κατατρώ^ης  αυτά.  ^Ενίσχυε  το  άΒύνατον, 
Ιάτρευε  το  ασθενές,  δε'νε  το  συντετριμμένον,  επ- 
αναφέρε το  ττεττΧανημενον,  ζητεί  το  άττοΧωΧός. 
Τίνου  οικτίρμων  εις  τρόπον  όμως,  ώστε  νά  μην 
ησαι  ράθυμος.  Μεταχειρίζου  ούτω  την  παιδείαν, 
ώστε  νά  μη  \ησμονης  το  εΧεος  •  διά  νά  Χάβης,  όταν 
φανερωθη  ό  Άρχιττοιμήν,  τον  άμαράντινον  στέ- 
φανον  της  8όξης,  δίά  ^Ιησού  Χριστού  τού  Κυρίου 
ημών.      Αμήν. 

"Επατα  6  ^ρχΐΐπίσκοπος  ΒίΧΐΐ  ττροχωρησΐί  ίΐς  την  τΐΧιτην  της 
Κοινωνίας•  μΐτα  τον  ότιοίου  και  6  νΐωστ\  καθκρωθίΐς  'Έπί- 
σκοπος,  όμοΰ  μ€  αΧΧονς,  5ελίΐ  κοινωνήσει. 

Και  δια  τΐΚενταΊαν  Σνναπτην,    (υθνς  προ  της  ΕυΧο-γίας,  3εΧονν 
άναγνωσθη  ανται  αι  Εν;^αι. 

ΤΤΟΛΤΕΛΕΕ    Πάτερ,    Βεόμεθά    σου,    κατάπεμψε 

επάνω  εις  τον  δοΟλόν  σου  τούτον  την  ούράνιον 

σου  εύΧο^ίαν  καΐ  ούτω  κατακόσμησε  αυτόν  με  το 

581 


Η   ΚΑΘΙΕΡΩΣΙ2  Τί2Ν   ΕΠΙΣΚ0Πί2Ν. 

Ά'γιον  σου  Υ1ν€νμα,  ώστβ  αύτ6<ί,  κηρνττων  τον  Αό- 
γον  σον,  νά  ηναι  οχί  μόνον  πρό^υμο';  €ί9  το  να 
βλεγχτ;,  να  τταρακαΧτ},  καΐ  νά  ίττίτιμα,  μ€  ολ,ην  την 
μακροθνμίαν  και  Βι8ασκα\ίαν,  άλλ'  ακόμη  νά 
ηναι  €49  τους  ττιστούς  σωτήριον  παράΖβΐ'^μα  €ν 
λόγω,  έν  ανάστροφη,  €ν  ά^γάττη,  βν  ττίστβι,  εν 
άγμεια,  καΐ  βν  καθαρότητι•  ώστ€,  τελέσαν  ττιστώς 
τον  8ρόμον  τον,  νά  Χάβη  βίς  την  τβΧβνταίαν  ημβ- 
ραν  τον  στέφανον  της  8ικαιοσύνη<ί,  τον  άττοκβί- 
μβνον  Ίταρά  τω  Κνρίω,  τω  Βικαίω  Κριτη'  όστις  ζη 
και  βασιλβνβι,  εν  μια  Θεότητι  μετά  του  ΥΙατρος 
και  τον  Ά'γίον  Ώνενματος,  εις  αιώνας  αιώνων. 
Αμήν. 

ΤΤΡΟΦΘΑΝΕ  ημάς.  Κύριε,  εις  6\α  τά  ερ<γα  ημών 
με  την  εύμενεστάτην  χάριν  σου,  και  ττροβί- 
βαζε  ημάς  με  την  άκατάτταυστον  βοηθειάν  σον 
ώστε  εις  οΧα  ημών  τά  ερ^α,  αρχόμενα,  εξακοΧον- 
θοΰντα,  καΐ  τέΧος  Χαμβάνοντα  εις  σε,  νά  8οξά~ 
ζωμεν  το  ά^ιόν  σον  "Ονομα,  και  τεΧενταΐον,  8ιά 
του  εΧέους  σου,  νά  άττοΧαύσωμεν  την  αίώνιον 
ζωήν.     ^Αμήν. 

*  ΧΙ  ΕΙΡΗΝΗ  τοΐ) .  &εον,  ή  ττάντα  νονν  νττερέ- 
χονσα,  νά  ΒιαφνΧάττη  τάς  καρΒίας  καΐ  τά 
πνεύματα  σας  εις  την  εττίηνωσιν  και  ά^άττην  του 
θεον,  και  τον  Ύίον  αντον  ^Ιησον  Χριστού  του 
Κνρίον  ημών  καΐ  ή  εύΧο^ία  τον  ΐΐαντοκράτορος 
θεού,  τον  Ώατρός,  τού  Ύίού,  και  τού  Α'γίον  Πνεύ- 
ματος, νά  ηναι  μεταξύ  σας,  και  νά  Βιαμενη  με  σας 
ττάντοτε.     Αμήν. 


582 


Άρθρα 

1ΥΜΦ0ΝΗΘΕΝΤΑ 

Άπο  ΤΟΥΣ  Αρχιεπίσκοπους  και  Επίσκοπους 

"ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ  Τί2Ν  ΕΠΑΡΧΙΩΝ,  ΚΑΙ  ΆΠΟ 
"ΟΛΟΝ   ΤΟΝ   ΚΛΗΡΟΝ, 

Είί  την  ΣννίΧΐνσιν  την  γ(νομ€νην  (ν  Αον81νω,  το  1562  ΐτος- 
προς  αποφυγήν  Βιαφόρων  8οξασίών,  και  πρόί  στίρίωσιν 
όμοφροσννηί  ΤΓ€ρ\  άΧηθοΰς  θρησκ(ίας. 


ΆΡΘΡΑ    ΠΙΣΤΕίΙΣ. 

Α'.    Πίρΐ  Πιστ6ωί  βι$  την  Άγίαν  ΎριάΒα. 

ρΊΝΑΙ  €Ϊς  μόνος  ζών  καΐ  άΧηθης  Θβος,  αΙώνιος, 
ασώματος,  άμβρης,  καΐ  άτταθής'  τταντοΒύναμος, 
ττάνσοφος,  καΐ  ττανά'γαθος•  6  ΥΙοιητης  καΐ  Αιατη- 
ρητης  ττάντων,  ορατών  τ€  καΐ  αοράτων.  Και  βίς 
την  Ενότητα  ταύτης  της  0€Οτητος  βϊναι  τρία 
Ώρόσωττα,  'έ-χοντα  την  αύτην  ούσίαν,  Βύναμιν, 
καΐ  αιωνιότητα"  ο  ΤΙατηρ,  ό  Ύίός,  καΐ  το  'Άγιον 
Ώνβΰμα. 

Β'.    ΤΙΐρΙ  τοΰ  Λόγου,  η  Ύ'ιοϋ  του  θίοΰ,  οστίί  (γίν€ν 
άΚηθινο!    Ανθρωττος. 

'ί)  ΤΙΟΣ,  όστις  βΙναι  ό  Λόγος  του  ΐΐατρος,  προ 
αιώνων  'γβννηθβΐς  €κ  τοΰ  ΥΙατρος,  αληθινός 
και  άίδιος  Θεός,  ων  και  ομοούσιος  μβ  τον  Πα- 
τέρα, €Χαβ€ν  άνθρωττίνην  φύσιν  εν  τη  μήτρα  της 
ύτΓβρβυΧο'γημένης  ΤΙαρθβνου,  άττό  την  ούσίαν  αυ- 
τής• £ΐς  τρόπον  ωστ€  Βύο  όΧόκΧηροι  και  τέλβιαι 
φύσεις,  ΒηΧαΒη  θεότης  και  Άνθρωττότης,  ηνώθη- 
σαν  ομού  εις  ενΥΙρόσωττον,  αδιαιρέτως  βίς  αιώνας• 

583 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 

4κ  των  οτΓοίων  βίναι  6*9  Χρίστος,  αΚηθινος  Θεός 
καΙ  αληθινός  "Ανθρωττος'  όστις  αληθώς  βτταθεν, 
€στανρώθη,  άττέθανβ,  και  €τάφη,  Ζια  να  συν8ια\- 
λά^ϊ;  τον  ΤΙατβρα  του  με  ημάς'  και  Βιά  να  ηναι 
Β^υσία,  ο^ι  μόνον  ύττβρ  του  προττατορικοΰ  αμαρτή- 
ματος, άλλ'  ακόμη  και  υττερ  των  βν  έργω  αμαρ- 
τιών τών  ανθρώπων. 

Ϋ .   Περί  της  Κατηβάσΐως  τον  Χρίστου  (19  τον  "Α8ην. 

ΧζΑΘΩ.Σ    6    Χριστός    άττβθανβν    νττβρ   ημών,    και 
€τάφη,    ούτω  ττρένει  να  ττιστεύωμεν   καΐ   'ότι 
κατέβη  εις  τον  "Α8ην. 

Δ  .    Περί  τήί  \ναστάσ(ως  τον  Χριστον. 

'Γ\  ΧΡΙΣΤΟΣ  ανέστη  αληθώς  €κ  νεκρών,  καΐ  άνβ- 
Χαββ  το  σώμα  του,  μετά  της  σαρκός,  τών 
όστεων,  καΐ  'όλων  τών  ανηκόντων  εΙς  την  τελειό- 
τητα της  άνθρωττίνης  φύσεως"  με  το  όττοΐον  άνεβη 
εΙς  τους  ουρανούς,  καΐ  κάθηται  εκεί,  εως  να  εττι- 
στρέψη  Βιά  νά  κρίνη  οΧους  τους  άνθρώττους  εις  την 
εσ'χάτην  ημέραν. 

Ε'.   Περί  τοΐ)  Άγίον  ΤΙνίνματος. 

Ύ^Ο  "Α^γιον  Πνεύμα,  έκττορευόμενον  εκ  του  ΐΐατρός 
καΐ  του  Υιού,  είναι  μιας  ουσίας,  με^αΧειότητος, 
καΐ  8όξης,  με  τον  Πατέρα  και  τόν  Ύΐόν  αληθινός 
και  αιώνιος  θεός. 

<^  .    Περί   Ικανότητος  τών  'ίερών  Τραφών  προς  Σωτηρίαν. 

*ΤΤ  ΑΓΙΑ  Γραφή  ττεριέγ^ει  όλα  'όσα  είναι  άναηκαΐα 
ττρός  σωτηρίαν  εις  τρόττον  ώστε  ο,τι  Βέν  άνα- 
ηινώσκεται  μέσα  εις  αυτήν,  ούτε  εμττορεΐ  νά  άττο- 
Βεΐ'χθ^  Βι  αυτής,  Βέν  ττ ρέπει  νά  άτταιτήται  άττό 
κανένα,  ώστε  νά  πιστεύεται  ώς  άρθρον  της  Πί- 
στεως, η  νά  νομίζεται  άπαιτούμενον  ή  άναηκαΐον 
εις  σωτηρίαν.  Μέ  το  Ονομα  Βέ  της  Αηίας  Γρα- 
φής εννοούμεν  εκείνα  τά  Κανονικά  Βιβλία  τής 
ΠαΧαιάς  καΐ  Νέας  Αιαθήκης,  περί  του  κύρους  τών 
584 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 


ότΓοίων  Ββν  νττήρξβ  ττοτε  άμφίβοΧία  εις  την   Εκ- 
κΧησίαν. 

Πβρι  των  ^Ονομάτων  και  Άριθμοΰ  των  Κανονικών  Βιβλίων. 
Τύ  Α'.  Βιβλίον  των  Χρονικών, 
Το  Β'.  Βιβλίον  τώΐ'  Χρονικών, 
Τό  Α'.  Βιβλίον  του  Έσορα, 
Ύ6  Β'.  Βιβλίον  τον  Έσβρα, 
Τό  Βιβλίον  τοϋ  Έσθήρ, 
Τό  Βιβλίον  τυϋ  Ίωβ, 
Οι  Ψαλμοί, 
Α'ι  ΤΙαροιμίαι, 
Ο  Εκκλησιαστής, 
Ασμα  'Ασμάτων, 
01  Τέσσαρες  Μεγάλοι  ΤΙροφηται, 
Οι  Δώίεκα  Μικροί  Προ^^ται. 


Γενεσις, 

Έξ,οοος, 
Αενΐτικον, 
Αριθμοί, 
Δευτερονόμιον, 

Ιησονς  τον  Ναυζ, 

Κρίταί, 

■Ροι'θ, 

Τό  Α'.  Βιβλίον  τοϋ  Σαμουήλ, 

Τό  Β'.  Βιβλίον  τον  Σαμουήλ, 

Τύ  Α'.  Βιβλίον  των  Βασιλέων, 

Τό  Β'.  Βιβλίον  των  Βασιλέωΐ', 


Τά  δε  άΧλα  ΒίβΧία  {ώς  λεγεί.  6  'ίβρώννμος)  η 
^ΕκκΧησία  άνα'^ίνώσκβί  7Γρ6<ί  τταράΒζΐ'γμα  ζωής 
καΐ  ΒίΒασκαΧιαν  των  ηθών  δεν  μβτα-χ^βιρίζβταί 
όμως  αυτά  εΐ9  τό  νά  συστήστ)  κανβν  ΒοΎμα.  Ύοί- 
αύταί  βίναο  τά  €ξής' 

Τό  Γ'.  Βιβλίον  τοϋ  "Εσί^ρα, 

Τό  Δ'.  Βιβλίον  τοϋ  Έσδρα, 

Τό  Βιβλίον  Γοΰ  Τωβία, 

Τό  Βιβλίον  της  ΊουοΊΘ, 

Τό  ΈπίλοιτΓον  τοϋ  Βιβλίου  της 

Έσθήρ, 
Τό  Βιβλίον  της  Σωφίας, 
Ίί;σοΰς  ύ  Υιός  τοϋ  Σεφάχ, 
Βαρονχ  ό  ΤΙροψήτης, 


Τό'Ασ/χα  των  Τριών  ΤΙαίοων, 
Ή  Ιστορία  της  Σωσάννης, 
Περί.  τοϋ  Έήλον   και  τοϋ  Λρά• 

κοντός, 
Ή  Προσευχή  τον  Μανασσ^, 
Τό    Α'.    Βιβλίον    των    Μακκα- 
βαίων, 
Τό    Β'.    Βιβλίον    τών    Μακκα- 
βαίων. 

'  Ολα  τά  ΒίβΧία  της  Νεα<?  διαθήκης,  ως  κοινώς 
€ΐναί  τταραδεδεγ/^ενα,  τταραΒβχ^όμβθα  αυτά,  και 
Χο^ιζομβθα  αυτά  Κανονικά. 

Ζ  .    Περί  της  Παλαίάί  Αιαθηκης, 
'ΤΤ  ΠΑΛΑΙΑ  Αιαθηκη  δεν  €ΐναι  εναντία  της  Νεα^• 
Βιότι,  και  ζίς  την  ΥΙαΧαιάν  και  εις  την  Νεαν 

€  Ο  3 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙ2ΤΕΩ2. 

Αιαθήκην,  'προσφβρβταί  €ΐς  το  άνθρώττινον  ^ένος  η 
αΙώνίο<ί  ζ(ύη,  8ιά  τον  Χρήστου•  όστις,  ων  Θβός  και 
"Ανθρω7Γ0<ί,  €Ϊναι  6  μόνος  Μβσίτης  μβταξύ  θβον  καΐ 
άνθρώτΓου.  "Οθεν  δεν  τιρβ-πει  να  ΒίΒβταί  άκρόασις 
βίς  εκείνους,  οϊτίνες  ττΧάττονν  οτί  οι  άρ'χαϊοι  Πα- 
τερες  εττρόσμεναν  μόνον  τάς  ττροσκαίρους  Έτταγ- 
'γεΧίας.  'Άν  καΐ  ό  'Νόμος  6  ΒοθεΙς  αϊτό  τον  Θεόν 
Ζια  τον  Ήίωνσεως,  ως  ττρός  τα  εθη  καΐ  τεΧετάς, 
8εν  υττογ^ρεόντί  τοίις  Χριστιανούς,  ουδέ  πρεττει 
άνα<^καίως  να  ηναι  ΒεκταΙ  αι  ττοΧιτικαι  αντον  8ια- 
ταγαι  6ί9  καμμίαν  ττόΧιτείαν  μ  6\ον  τοντο  κανείς 
"Κριστιανός  οστισΒήττοτε  8εν  είναι  εΚεύθερος  τί^ς 
νττακοής,  ήτις  όφείΧεται  εις  τάς  λεγο/ζ-ενα^  Ή^ί- 
κάς  ^Έ,ντοΧάς. 

Η'.    Περί  των  Ύριων  Συμβόλων. 

'Τ'Α  τρία  Σύμβολα,  το  ΣνμβοΧον  της  Νικαίας,  το 
ΣνμβοΧον  τον  \θανασίον,  καΐ  το  κοινώς  κα- 
Χούμενον  ΣνμβοΧον  των  Άττοστόλων,  είναι  όΧοκλη- 
ρως  Ζεκτεα  καΐ  ττιστεντεα'  8ιότι  ταντα  Βύνανται 
νά  άτΓοΒει-χ^θώσιν  άττό  βεβαιοτάτας  μαρτνρίας  της 
Ά<^ίας  Τραφής. 

θ'.    Πίρι  τήε  ΙΙροΊΓατορικης,  η  της  (κ  γΐνετης,  Αμαρτίας. 

'ΤΤ  ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΗ  αμαρτία  Βεν  σννίσταται  εις 
την  μίμησιν  τον  Άδα/6  {ώς  οι  ΥΙεΧα<γιανοΙ  μα- 
ταιοΧο^ονν),  άλλ'  είναι  το  ττταΐσμα  και  η  Βιαφθορά 
της  φύσεως  τταντός  άνθρώττον,  οστίς  γεννάται  φν- 
σικώς  άττό  το  'γένος  τον  ΑΒάμ'  8ιά  των  όττοίων  6 
άνθρωτΓος  άττέστη  ττοΧΧά  μακράν  άττό  την  ττρώτην 
αντον  ευθύτητα,  καΐ  εξ  ιΒίας  αυτοί)  φύσεως  κΧίνει 
εις  το  κακόν,  ώστε  η  σαρξ  εττιθνμεΐ  πάντοτε  εναν- 
τίον του  ττνεύματος'  και  διά  τούτο,  εις  ττάντα  άν- 
θρώττον /γεννημένον  εις  τούτον  τον  κόσμον,  είναι 
άξια  της  '6ρ'γής  καΐ  καταΒίκης  τού  θεού.  ΚαΙ 
τοντο  το  μόΧνσμα  της  φύσεως  Βιαμενει  ακόμη, 
και  εις  τονς  άνα'γεννημένονς•  όθεν  η  εττιθνμία  της 
σαρκός,  ή  το  Χε'γόμενον  φρόνημα  της  σαρκός,  Βέν 
586 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕίϊΣ. 

νττόκαται  εις  τον  νόμον  του  θβοΰ.  Και  μ  όλον 
δτι  δεν  βίναι  καμμία  κατάκρισί^  €19  του^  τηστευ- 
οντας  καί  βατττίζομένους,  μ  όλον  τοΟτο  ο  Αττο- 
στοΧος  όμοΧο^^ΐ,  οτί  ή  σαρκική  βττιθυμία  καΐ  ορβ- 
ξις  έ'%€ί  άφί"  ζαυτής  την  φυσιν  της  αμαρτίας. 

ΐ'.  Πίρί  τηί  Έλίπ^ίραί  θ(\ησ€ως. 
Ή  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ  τον  άνθρώττον  μβτα  την  τττωσιν 
του  ^Α8άμ  βίναι  τοιαύτη,  ώστβ,  Βιά  της  ΙΒίας 
αύτοΰ  φυσικής  Βυνάμβως  καΐ  καΧών  ερ^ων,  δεν 
εμτΓορβΐ  να  στράφι]  και  να  βτοιμασθη  βίς  ττιστιν 
και  βττίκΧησιν  του  Θβοΰ.  "Οθβν  δεν  βχομεν  την 
Βύναμιν  να  κάμωμβν  €ρ^α  κα,Χά,  αρεστά  καΐ  εύ- 
ττρόσΒβκτα  €ΐς  τον  Θεόν,  χωρίς  να  μας  ττροφθάστ] 
ή  χάρις  τον  θεού,  δια  ^Ιησον  Χριστού,  8ιά  να 
βχωμεν  ά<γαθην  Β^έΧησιν  και  να  σννερ'γήστ)  με 
ημάς,  όττόταν  Χάβωμεν  εκείνην  την  ά'γαθήν  3-έ- 
Χησιν. 

ΙΑ'.    Πβ/ίί  τη!  Αικαιώατΐωί  τον  Άνθρωπου. 

Α  ΟΓΙΖΟΜΕΘΑ  Βίκαιοι  ενώττιον  τον  Θεον,  μόνον 
Βιά  την  άξιομισθίαν  τον  Κνρίον  και  Σωτήρος 
ημών  ^Ιησον  Χριστού  Βιά  της  πίστεως,  και  δχι  Βιά 
τά  ιΒικά  μας  ερ^α  η  άξιας.  "Οθεν  το  ότι  εΒικαιω- 
θημεν  Βιά  της  ττίστεως  μόνης,  είναι  σωτήριος  8ι- 
ΒασκαΧία,  και  ττΧήρης  τταρη^ορίας•  ώς  αναφέρεται 
ττΧατύτερον  εις-  την  ττερί  Αικαιώσεως  ΟμιΧιαν. 

ΙΒ'.    ΙΙΐρΙ  των  Καλών    Εργων. 

Μ'  "ΟΛΟΝ  ότι  τά  καΧά  ερ^α, ,  τά  όττοΐα  είναι  6 
καρτΓος  της  ττιστεως,  και  ακοΚουυουν  την 
Αικαίωσιν,  δεν  Βύνανται  νά  εξαΧείφωσι  τάς  αμαρ- 
τίας ημών,  και  νά  νττοφερωσι  την  αυστηρότητα 
της  Κρίσεως  τού  θεον•  μ'  οΧον  τούτο,  είναι  αρεστά 
και  εύττρόσΒεκτα  εις  τον  θεον  εν  Χριστώ,  και  εκ- 
ττη^άζονσιν  άνα^καίως  εκ  της  άΧηθούς  και  ζώσης 
ττίστεως,  εΙς  τρόττον  ώστε  Βι  αντών  Βύναται  νά 
•γνωρισθη  εναρ^ώς  ή  ζώσα  ττίστις,  ώς  το  ΒένΒρον 
•γνωρίζεται  άττό  τον  καρττον  αυτού. 

587 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 
ΙΓ  .    Περί   Εργων  γινομένων  προ  της  Λικαιώσίως. 

'  ΕΡΓ'-^  Ύίνόμβνα  πρΙν  της  "χάριτος  του  Χρίστου, 
καΐ  της  εμττνβύσβως  του  ΐΐνβύματος  αυτού,  δεν 
αρέσκουν  βίς  τον  Θβον,  καθ'  όσον  δέι/  βκττη'^ά- 
ζουσι,ν  βκ  ττίστβως  €ΐς  τον  'ίησοΰν  άριστον  ούδε 
κάμνουν  τους  ανθρώπους  ικανούς  νά  Χάβωσι  την 
χάριν,  η  (ώς•  οί  ΣχοΧαστικοι  Χέιγουσιν)  ^Ιναι  άξια 
της  έκ  του  ττροσηκοντος  χάριτος"  μάΧλον  δβ,  βττβιΒη 
δεν  πράττονται  καθώς  6  Θεός  ηθβΧησβ  καΐ  ε'ττρόσ- 
ταξβ  νά  ττράττωνται,  δεν  άμφιβάΧλομβν  οτι  'έχουν 
την  φύσιν  της  αμαρτίας. 

ΙΔ  .    Περί '  Εργων  Ύττερτάκτων. 

'^Ρ'ΡΓΑ  ξκούσια  γενό/χενα  ύττερ  το  Βιαταττόμβνον 
άτΓΟ  τάς  βντοΧάς  του  θβοϋ  {τά  υττοΐα  ονομάζον- 
ται βρ'γα  ύτΓβρτακτα,)  δεν  Βύνανται  νά  ΒιΒάσκωνταί 
χωρίς  άΧαζονβίαν  και  άσβββιαν  €7Γ€ΐ8η  μβ  ταύτα 
οι  άνθρωτΓοι  φανβρόνουν  οτι  άττοΒιΒουν  εις  τον 
Θεόν,  δχι  μόνον  δσα  βίναι  ύττοχρεωμένοι  νά  κά- 
μνωσιν,  άλλα  οτι  Βιά  άγάτττ^ν  αυτού  κάμνουν  καϊ 
ΤΓβρισσότβρον  άττδ  το  οφβιλ,όμβνον  χρέος  των  ενώ 
ε'^  εναντίας  6  \ριστ6ς  λεγεί  καθαρώς,  "Οταν  ττρά- 
ξητ€  δΧα  οσα  βιτ  ρ  ο  στ  άχθη  σαν  ζΐς  εσάς,  λέγετε, 
'Υίμβΐς  είμεθα  ΒούΧοί  άνωφεΧεΐς. 

ΙΕ  .   Πίρι  τον  'Χ.ριστοΰ  μόνον  άναμαρτητον. 

Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ,  εις  την  άΧηθινην  ημών  φύσιν,  ε'γινεν 
όμοιος  με  ημάς  καθ'  οΧα,  εκτδς  της  αμαρτίας" 
της  οττοίας  ητον  οΧως  αμέτοχος,  καϊ  κατά  την  σάρ- 
κα καϊ  κατά  το  πνεύμα.  Αυτός  ^λ^ε  Βιά  νά  '^έντ) 
^Αμνος  άμωμος,  όστις  Βιά  της  εαυτού  θυσίας,  άτταξ 
<γενομένης,  εμεΧΧε  νά  εξαΧείψη  τάς  αμαρτίας  του 
κόσμου"  καϊ  αμαρτία,  καθώς  λεγεί  6  "Α<γιος  ^Ιω- 
άννης, Βέν ητον  εις  αυτόν.  "ΟΧοι  Βέ  ημείς  οΙΧοιττοΧ, 
μ  δΧον  ότι  εβαπτίσθημεν,  καϊ  άνε^εννήθημεν  εις 
ϋριστον,  μ  οΧον  τούτο  άμαρτάνομεν  εΙς  ττοΧ- 
λά  ττράηματα"  και  εάν  εϊττωμεν  οτι  άμαρτίαν 
588 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 

δίν  €χομ€ν,  ττΧανώμβν  ζαυτού<;,  καΐ  ή  αΧηθβια  δ^ν 
€ίναί  6ί9  ημάς. 

Ις'  .    Π(ρ),  τηί  Αμαρτίας  μ(τα  το  Βάπτισμα. 

]^ΑΣΑ  θανάσιμος  αμαρτία,  ίκονσίως  'γβνομένη 
μ€τά  το  ΒάτΓτίσμα,  δεν  βίναί  αμαρτία  εναντίον 
του  Α^ίον  ΥίνΕύματος,  καΐ  αανΊνώοΎΐτος.  "Οθβν  το 
όωρον  της  μετάνοιας  οβν  ττρβττβι  να  αττοκΧβιεταί 
εις  τους  όσοι  ττέσουν  (ίς  άμαρτίαν  μβτά  το  Βά- 
ΤΓΤισμα.  Αφοΰ  βλάβαμβν  το  "Αγίον  Υίνβνμα,  εάν 
ηθύΧαμεν  μακρννθή  αττό  την  χάριν  την  Βοθβΐσαν 
εις  ημάς,  και  ττεσει  εις  άμαρτίαν,  δυνάμεθα  8ιά  της 
χάριτος  του  Θεού  να  σηκωθώ  μεν  ττάΧιν,  και  νά 
επανορθώσω  μεν  τον  βίον  μας.  Και  Βιά  τοντο 
είναι  άξιοκατάκριτοι,  όσοι  Χέιγουν  οτι  8εν  εμττορονν 
νά  άμαρτήσωσι  ττΧέον,  όσον  ζουν  ενταύθα  εττι  της 
<γής•  η  αρνούνται  τον  τόττον  της  αφέσεως  εις  τους 
άΧηθώς  μετανοούντας. 

ΙΖ  .    ΤΙΐρϊ  τον  Προορισμού  καΐ  τηΐ  Έκλογηί. 

ΤΤΡΟΟΡΙΣΜΟΣ  βι'ς  ζωην,  είναι  η  αιώνιος  ττρόθε- 
σις  του  Θεού,  8ιά  της  όττοίας  {ττρο  καταβοΧής 
κόσμου)  βεβαίως  απεφάσισε,  Βιά  της  άττορρήτου 
εις  ημάς  βουΧής  αυτού,  νά  ελευθερώστ}  εκ  της 
κατάρας  και  της  καταΒίκης,  όσους  εκΧεξεν  εν 
\ριστω  εκ  τού  ανθρωπίνου  γένους"  και  νά  φερτ) 
αυτούς  Βιά  Χριστού  εις  αίώνιον  σωτηρίαν,  ώς 
σκεύη  πεπΧασμένα  εις  τιμήν.  "Οθεν  όσοι  ηξιώ- 
θησαν  τοσαύτης  εξαίρετου  ευεργεσίας  τού  θεού, 
καΧούνται  κατά  την  πρόθεσιν  τού  θεού  Βιά  τού 
Ώνεύματος  αυτού,  ενερ'γούντος  εν  τω  Βεόντι  χρόνω  • 
αυτοί  Βιά  της  χάριτος  υπακούουν  εις  την  κΧησιν 
Βίκαιόνονται  Βωρεάν  γίνονται  τέκνα  θεού  Βιά 
Υιοθεσίας•  εξομοιόνονται  με  την  εικόνα  τού 
μονογενούς  αυτού  ^Ιησού  Χριστού"  περιπατούν 
εύσεβώς  εις  καΧά  ερ'γα'  και  τεΧευταΐον,  Βιά  του 
εΧέους  τού  θεού,  άποΧαμβάνουν  την  άιώνιον  μα- 
καριότητα. 

Καθώς  ή  ευσεβής  θεωρία  τού  Προορισμού  και 

589 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 

•7^9  Εκ\ο^ή<;  ημών  έν  Χριστώ  βϊναι,  ττΧήρης  ιγΧν- 
κβίας,  'χ^αροτΓΟίάς,  καΐ  άνβκφράστου  τταρη'γορία'; 
βίς  τους  αληθώς  βύσβββΐς,  καΐ  τους  αίσθανομένονς 
βν  €αυτοΐς  την  ένέρΎβιαν  του  Ώνβύματος  του 
Χρίστου,  νβκρόνουσαν  τα  'έρηα  της  σαρκός  καΐ  τα 
^ήϊνα  αυτών  μβΧη,  καΐ  άνυψόνουσαν  τον  νουν 
αυτών  βίς  τα  ύψηΧά  καΐ  ουράνια,  και  Βιότι  αύτο 
ΤΓα<^ι6νβι  μβ^άΧως  και  στερβονβι  την  ττίστιν  αυτών, 
ΟΤΙ  3-βΧουν  άτΓοΧαύσβι  Βιά  ^Ιησοΰ  Χριστού  την 
αιώνων  σωτηρίαν,  καΐ  Βιότι  σφοΒρώς  εξάτττβι  την 
•προς  Θεον  ά^άττην  αυτών  ούτω  βίς  τους  άνθρώ- 
ΤΓους  τους  ττβριβρ'γους,  τους  σαρκικούς,  καϊ  τους 
στβρημένους  άττο  το  Ώνεΰμα  του  ΘβοΟ,  το  να 
€'χωσιν  άΒιαΧβίτττως  βνώιτιον  τών  οφθαΧμών  αυ- 
τών την  άττόφασιν  του  Θείου  Προορισμού,  είναι 
ΤΓοΧΧα  ετΓΐκίνΒυνος  κρημνός"  Βιά  του  όττοίου  ά 
ΒιάβοΧος  σττρώ-χνει  αυτούς,  η  εις  την  άττεΧτησίαν, 
η  εις  την  άμεριμνησίαν  της  ακαθάρτου  ζωής, 
την  ογ^ι  οΧΐ'γώτερον  εττικίνΒυνον  άττο  την  άττεΧττι- 
σίαν. 

ΥΙρος  τούτοις,  ττρέττει  να  Βε-χωμεθα  τάς  ετταγ- 
^έΧίας  τού  &εού  ούτω,  ως  •παρίστανα νται  εις  ημάς 
γενικώς  εις  την  Ά^γίαν  Τραφήν  και,  εις  τάς 
πράξεις  μας,  εκείνο  το  ^εΧημα  τού  Θεού  πρεττει 
νά  άκοΧουθώμεν,  το  όττοΐον  ε'χομεν  ρητώς  άττοκε- 
καΧυμμενον  ττρος  ημάς  εις  τον  Λόγον  τού  Θεού. 

ΙΗ  .    Πίρί  τηί  ^ια  μόνον  τοΰ     Ονόματος   τοΰ  Χρίστου   Ελπίδος 
της  αΐωνίον  Σωτηρίας. 

ΤΤΡΕΠΕΐ  ωσαύτως  νά  ^εωρώνται  ως  ανάθεμα  οι 
τοΧμώντες  νά  Χε<γωσιν,  "Οτι  ττάς  άνθρωττος 
μέΧΧει  νά  σωθη  Βιά  τού  νόμου  η  Βιά  της  αφέσεως 
την  ότΓοιαν  εττα'γ'γέΧΧεται,  εάν  μόνον  εττιμεΧηται 
ττροθύμως  νά  μορφόνη  τον  βίον  του  με  τον  νόμον 
εκείνον,  και  τον  φυσικον  Χό'γον.  Αιότι  η  Ά'γία 
Γραφή  μάς  αναγγέλλει,  οτι  μόνον  Βιά  τού  ονόμα- 
τος τού  Ιησού  Χριστού  ιτρέττει  νά  σωθώσιν  οί  άν- 
θρωττοι. 

590 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 

Ιθ  .    ΏΐρΙ   τηί  'Έκκλησίας. 

*υ  'ΟΡΑΤΗ  του  Χρίστου  ^Εκκλησία  βιναί  σύν- 
α^ί9  ΤΓίστών,  649  την  υττοίαν  ΒίΒάσκβταί  6 
καθαρός  Λόγος  τοί)  θεού,  καΐ  τα  ^Ιυστήρια  τβ- 
Χοΰνται  ορθώς  κατά  Βιάταξιν  του  Χριστού  βίς  ο\α 
τα  εζ  άνά'γκης  άτταιτούμενα. 

Καθώς  η  'Έ,κκΧησία  της  ΊβρουσαΧημ,  της  ^Αλεξ- 
ανδρείας, καΐ  της  ^ντιογείας  εττΧανήθη'  οΰτω 
εττΧανήθη  καΐ  ι)  ^ΕκκΧησία  της  'νώμης,  ό'χί  μόνον 
εΙς  τον  βίον  αυτών,  καΐ  τον  τρόττον  τών  τεΧετών, 
ίίλλ,'  ακόμη  καΐ  εΙς  τά  της  πίστεως. 

Κ  .    Πίρι  τηί  'Έξονσίας   της  Εκκλησίας. 

* ^^  Εκκλησία   έ'χει  τό   δικαίωμα    να   Βίατάτττ] 

Βεσμούς  καΐ  τεΧετάς,  καΐ  εξουσίαν  εις  τάς 
ττερί  ττίστεως  άντιΧο'γίας.  Αεν  είναι  όμως  νόμιμον 
εις  την  Έκκ\ησίαν,  να  8ιορίζη  τίποτε  εναντίον  εις 
τον  ^ρατΓτον  Λόγον  του  Θεού'  ούτε  Βύναται  να 
εζη^η  κανεν  -χωρίον  της  Γραφής  ούτω,  ώστε  να 
άντίφάσκτ)  με  άΧλο.  "Οθεν  μ  6\ον  ότι  η  ^Εκκλη- 
σία είναι  μάρτυς  καΐ  φύΧαξ  της  Ιεράς  Γραφής,  μ* 
δλον  τούτο  καθώς  8εν  ττρέττει  να  Βιατάττη  τι  εναν- 
τίον αυτής,  ούτω  έκτος  αυτής  τίττοτε  Βεν  ΤΓρεττει 
νά  ετηφορτίζη,  ώς  εξ  άνά'γκης  ττιστευτέον  Βιά  την 
σωτηρίαν. 

ΚΑ  .    Τ1(ρ\  της  Εξουσίας  των  Τίνικων  2ννόδων. 

■ΡΕΝΙΚΑΙ  ΣύνοΒοί  Βεν  Βύνανται  νά  συ'^κροτηθώσί, 
■χωρίς  την  •προστα'^ην  και  ΒέΧησιν  τών  ή^γε- 
μόνων  καΐ  αφού  συ'''/κροτηθώσιν,  {εττειΒη  είναι 
συνάθροισις  άνθρώττων,  ο'ίτινες  Βεν  οΒη^γούνται 
όλοι  άτΓΟ  το  Ώνεύμα  και  τον  Αό'γον  τού  θεού,)  Βύ- 
νανται νά  Ίτλανηθώσι,  και  ενίοτε  εττλανηθησαν, 
ακόμη  καΐ  εις  τά  θεια  •  Βιά  τούτο  τά  Βιαταττόμενα 
ΰττ  αυτών  ώς  άναηκαΐα  εις  σωτηρίαν,  Βεν  έχουν 
ούτε  ίσχύν,  ούτε  κύρος,  αν  Βεν  Βύναται  νά  άττο- 
Βειχθή  ΟΤΙ  ελήφθησαν  εκ  τής  Ιεράς  Γραφής. 

591 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 

ΚΒ  .    Πίρί  τοΰ  Καθαρτηρίου  ΐΐνρός. 

'Τ'Ο  Βο<γμα  των  Αατίνων  ττβρί  τον  Καθαρτηρίου 
ΪΙνρος,  ΤΓβρΙ  των  σν^'χωρο'χ^αρτίων,  της  ττροσ- 
κννησβως  καΐ  Χατρβίας,  τόσον  των  βίκόνων  καθώς 
και  Χειψάνων,  καΐ  ακόμη  ττβρΙ  της  ίττίκλ,ησβως  των 
Αγιων,  βΐναι  ττραΎμα  μωρόν,  ματαίως  βφβυρημένον, 
και  ό'χί  ετΓοστηρίζόμβνον  εΙς  καμμίαν  μαρτνρίαν 
της  Ά'γίας  Γραφής,  άΧλά  μάΧλον  άντίψάσκον  εις 
τον  Λόγοι/  τοΰ  &€θΰ. 

ΚΓ  .    ΐΐΐρΐ  της  ίν  Εκκλησία  Αιακονίας. 

ΛΕΝ     βίναί     νόμιμον    εΙς    κανένα    άνθρωττον    νά 

άναΧάβη  εττάνω  του  το    ερΎον   της    Βημοσίον 

ΒιΒαχης,  ή  της  Βιακονίας  των  Μυστηρίων,  εΙς  την 

ΕκκΧησΙαν,  ττρίν  καΧεσθη  νομίμως,  καΐ  άττοσταΧη 
€69  το  νά  ενεργή  αυτά.  Καϊ  εκείνους  'χ^ρεωστούμεν 
νά  κρίνωμεν  νομίμως  κεκΧημένονς  καΐ  άττεσταΧ- 
μένους,  οϊτινες  εκΧί'χθησαν  καΐ  εκΧήθησαν  εις  το 
βρΎον  τούτο,  άτΓο  άνθρώττους  εις  τους  όττοίους 
εΒόθη  Βημόσίος  εξουσία  εις  την  ^ΕκκΧησίαν,  νά 
καΧωσί  καϊ  νά  άττοστεΧΧωσιν  ερ'^άτας  εις  την 
άμττεΧον  τοΰ  Κυρίου. 

ΚΔ'.    Ώ.ΐρ'ί  τοΰ    λαλεΐΐ'    βΐί   την  ^ Έκκλησίαν  ίίί   γΧωσσαν  κατα- 
ΧητΓτην  (Ις  τον  Χαόν. 

Ρ^ΙΝΑΙ  Ίτρά^μα  φανερά  εναντίον  εΙς  τον  Λόγο  ν 
τοΰ  θεοΰ,  καϊ  εις  την  συνήθειαν  της  άργ^αίας 
Έ,κκΧησίας,  νά  ^γίνεται  η  Αημόσως  Προσευχτ)  εΙς 
την  ^ΕκκΧησίαν,  ή  νά  ίερουρ'γοΰνταί  τά  Μυστήρια, 
€19  γλωσσαν  άκατάΧητττον  εις  τον  Χαόν. 

ΚΕ  .    Πίρι  των  Μυστηρίων. 

'Τ'Α  Μυστήρια  τά  Βιαταγθεντα  από  τον  Χριστόν 
είναι  6•χ^ι  μόνον  σημεία  ή  σύμβοΧα  της  ετταη- 
ηεκίας  των  Χριστιανών,  άλλα  μάΧΧον  είναι  βέ- 
βαιαί  τίνες  μαρτυρίαι  και  ενεργά  σημεία  της 
•χάριτος,  και  της  προς  ημάς  εΰΒοκίας  τοΰ  Θεοΰ• 
592 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 

δίά  των  οττοίων  ενίρΎεΐ  άοράτως  εν  7]μΐν,  και  ο'χ^ι 
μόνον  άν€'γείρ€ΐ,  άλλ'  ακόμη  καί  ένισγύβι  καϊ 
στβρβόνει  την  βίς  αυτόν  ττίστιν  ημών. 

Αύο  βίναί  τα  Μυστ?;ρία  τα  όττοΐα  Βιέταξβν 
6  Κύριος  ημών  ^Ιησούς  Χριστός  €ίς  το  Εύαγγε- 
Χιον  8η\α8η,  το  Βάτττισμα,  και  τό  Αβΐττνον  του 
Κυρίου. 

Ύά  δε  Ίτέντβ  κοινώς  καΧούμενα  Μυστήρια,  Βη- 
ΧαΒη  τό  Χρίσμα,  ή  Μετάνοια,  ή  '^ερωσύνη,  ό 
Τάμος,  και  τό  Χρίσμα  τών  αποθνησκόντων,  δεν 
ττρεττει  νά  Χο'γίζωνται  ώς  Μυστήρια  του  Έ,ύα'γ'γε- 
Χίου•  €7Γ€ΐΒή  'έΧαβαν  την  άρ-χην,  μέρος  μεν  κατά 
μίμησιν  τών  ΆττοστόΧων  οχ^ι  καΧώς  'γενομένην, 
μέρος  δε  είναι  τάξεις  βίου  άττοΒεΒεΐ'γμέναι  εις  τάς 
Γραφάς'  άλλ'  δμως  δεν  εγουν  όμοίαν  φύσιν  με  τα 
Μυστήρια  του  Βαπτίσματος  και  του  Αείπνου  τον 
Κυρίου,  διότι  δεν  εχ^ουν  κανεν  όρατόν  σημείον  η 
τεΧετήν  Βιατετα^μένην  από  τόν  θεόν. 

Τα  Μυστήρια  δεν  εσυστήθησαν  από  τόν 
Χριστόν  Βιά  νά  Β^εωρώνται  η  νά  περιφερωνται, 
άΧΧά  Βιά  νά  μετα-χειριζώμεθα  αυτά  προσηκόντως, 
Κ,αϊ  εις  μόνους  τους  άξίως  Χαμβάνοντας  αυτά 
έχουν  σωτήριον  άποτεΧεσμα  η  ενέρ'γειαν  οί  δε 
άναξίως  Χαμβάνοντες  αυτά  αποκτούν  εις  εαυτούς 
κατάκριμα,  ώς  λεγεί.  ό  "Α^γιος  ΏανΧος. 

Κζ"  .    Πίρι  τοΰ  ΟΤΙ   η  Κακία  τών  'ΐΐρουργών   8ΐν  ΐμποδίζ€ΐ  τα 
άποτΐΚίσματα  τον  Μυστηρίου. 

ΤγΤ  "ΟΛΟΝ  ότι  εις  την  όρατήν'ΕκκΧησίαν  οΊ  κακοί 
είναι  πάντοτε  άναμεμί'γμενοι  με  τους  καΧούς, 
και  ενίοτε  οι  κακοί  εχ^ουν  την  ύπερτέραν  έζουσίαν 
εις  την  Βιακονίαν  του  Θείου  Αό'γου  και  τών  Μυστη- 
ρίων άλλ  επειΒή  ενερ'^οΰν  αυτά,  οχ^ι  εις  τό  'ίΒιον 
αυτών  όνομα,  άλλ'  εΐ9  του  Χριστού,  και  υπηρετούν 
Βι  επιτα'^ής  αυτού  και  εξουσίας,  εμπορούμεν  νά 
μετα•χειριζώμεθα  την  ύπηρεσίαν  αυτών,  και  εις  τό 
νά  άκούωμεν  τόν  Λόγον  τού  θεού,  και  εις  τό  νά 
Χαμβάνωμεν   τά   Μυστήρια.     Ουδέ    κωΧύεται   τό 

593 


ΑΡΘΡΑ    ΠΙΣΤΕΩΣ. 

άτΓΟτέλβσμα  της  Βιατάξβως  του  Χριστού  Βιά  της 
κακίας  αυτών,  ούδ'  ή  χάρις  των  δωρεών  του  Θβοΰ 
εΧαττοΰται  εις  τους  μ€τά  ττίστβως  και  προσηκόν- 
τως μ€τα\α μ, βάνοντας  τά  ^Ιυστηρια  τά  προς  αυ- 
τούς Βιακονούμ^να'  τά  όποια  είναι  €ν€ρ<γά  Βιά  την 
Βιάταξιν  και  επα'^'^εΚίαν  του  Χρίστου,  αν  και  δια- 
κονούνται άπο  κακούς  ανθρώπους. 

Μ  6\ον  τοΰτο,  προσήκει  εις  την  κυβερνησιν  της 
^ΕκκΧησίας,  νά  γίνεται  εξετασις  περί  τών  κακών 
Ιερουρ'^ών,  και  νά  κατη^ορώνται  άπο  τους  γνωρί- 
ζοντας τάς  παραβάσεις  αυτών  καΐ  τεΧος  πάντων, 
ευρεθέντες  ένοχοι,  Βιά  Βικαίας  κρίσεως  νά  καθαι- 
ρώνται. 

ΚΖ  .  Περί  τοΐι  Βαπτίσματος. 
'ΤΌ  Βάπτισμα  Βεν  είναι  μόνον  σημεΐον  έπα'^'γεΧίας 
και  σύμβοΧον  Βιακρίσεως,  Βιά  του  οποίου  οι 
Χριστιανοί  Βιακρίνονται  άπο  τους  μη  Χριστιανούς, 
αλλ'  είναι  ακόμη  και  σημεΐον  αναγεννήσεως,  Βιά 
του  όποιου  {ως  Βι  οργάνου)  οι  Χαμβάνοντες  ορθώς 
το  Βάπτισμα  ε•^ κεντρίζονται  εΙς  την  ΈκκΧησιαν 
αϊ  επα'^'^εΧίαι  της  αφέσεως  τών  αμαρτιών  και  της 
υιοθεσίας  ημών  εις  το  νά  η  μέθα  τέκνα  Θεού  Βια 
του  Ά^ίου  Πνεύματος  επικυρούνται  ορατώς  και 
σφραγίζονται•  η  πίστις  βεβαιούται,  και  ή  χάρις 
αυξάνει,  ενεργεία  της  προς  τον  Θεόν  Βεήσεως. 
Ύό  Βάπτισμα  τών  νηπίων  πρέπει  άνα'γκαιως  να 
φυΧάττεται  εις  την  ^ΕκκΧησίαν,  ως  καΧΧιστα 
συμφωνούν  με  την  Βιάταξιν  τού  Χριστού. 

ΚΗ  .  Πψι  τον  Κυριάκου  Αΐίπνον, 
'ΤΌ  Κυριακόν  Αεΐπνον  Βεν  είναι  μόνον  σημεΐον 
της  ά<γάπης  την  οποίαν  πρέπει  νά  εχωσιν  οι 
Χριστιανοί  προς  άΧΧήΧους'  άΧΧά  μάΧΧον  είναι 
Μυστήριον  της  άποΧυτρώσεως  ημών  Βιά  τού  θανά- 
του τού  Χριστού"  ώστε,  εΙς  τους  Χαμβάνοντας 
αυτό  ορθώς,  άξίως,  και  μετά  πίστεως,  ο  άρτος  τον 
όποιον  κΧώμεν  είναι  Κοινωνία  τού  Σώματος  τού 
594 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕί2Σ. 

Χρίστου"  ομοίως  καΧ  το  ττοτηριον  τη<;  €ύ\ο<γία<; 
βίναί  Κοινωνία  του  Αΐίματο<ί  τον  Χρίστου. 

Ή  Μ€τουσίωσις  του  "Αρτου  καϊ  του  Οϊνου  βίς 
το  Αεΐττνον  του  Κυρίου  δεν  ^μτΓορβΙ  να  άττοΒειγ^θ^ 
€κ  της  Ά^ίας  Γραφής '  άλλ'  αντιφάσκει  με  τους 
βναρ'γεΐς  Χόλους  της  Γραφής,  άνατρέττει  την  φύσιν 
του  Μυστηρίου,  καϊ  εΒωκβν  αΐτιαν  βίς  ττοΧλάς 
8βισι8αιμονίας. 

Το  Σώμα  του  Χριστού  ΒίΒεται,  Χαμβάνβται,  καϊ 
τρώγεται  εις  το  Αεΐττνον,  μόνον  κατά  τίνα  ούρά- 
νιον  καϊ  πνευματικόν  τρόττον.  Μέσον  δε  δί.ά  του 
ότΓοίου  Χαμβάνεται  και  τρώγεται  το  Σώμα  του 
Χριστού  εις  το  Δεΐττνον,  είναι  η  ττίστις. 

Το  Μυστήριον  του  Κυριακού  Αείττνου,  εκ  Βιατα- 
^ής  τού  Χριστού,  δεν  εφυΧάττετο,  ούΒε  ττεριεφέ- 
ρετο,  ού8ε  ύ•ψόνετο,  ούΚ  εΧατρενετο. 

Κθ  .  "Οτί  οί  άσΐβίΐς  δε»»  τρώγουν  το  Σώμα  τον  Χρίστου, 
Χαμβάνοντα  το  Κνριακον  Α€ΐπνον. 

ΓΛΙ  ασεβείς,  και  οί  μην  εγοντες  ζώσαν  ττίστιν,  μ 
οΧον  ότι  συμτΓΐέζουν  σωματικώς  καΐ  όρατώς  με 
τους  οΒόντας  των  ( ως  Χε-γει  ό  "Α^ιος  Αυγουστίνος)  το 
Μνστηριον  τού  Σώματος  καΙ'Άιματος  τού  Χριστού, 
μ  όΧον  τούτο  κατ  ού8ένα  τρόπον  δεν  <γίνονταί 
κοινωνοί  τού  Χριστού"  άΧΧά  μάΧΧον  ττρός  κατα- 
Βίκην  εαυτών  τρώ'^ουν  και  ττίνουν  το  σημεΐον,  η  το 
Μνστηριον,  τόσον  ύψηΧού  ττρά'^ματος. 

Α  .  Περί  άμφοτίρων  των  Έΐ8ώρ. 

'Τ'Ο  ΓΙοτήριον  τού  Κυρίου  δεν  πρεττει  να  άτταγο- 
ρεύεται  εις  τους  Ααϊκούς"  Βιότι  αμφότερα  τα 
μέρη  τού  Κυριακού  Μυστηρίου,  εκ  Βιατα'^ής  και 
τταρα'^'^εΧίας  τού  Χριστού,  ητρεττει  να  μετα8ί8ων- 
ται  εις  οΧονς  τους  Χριστιανούς  εξίσου. 

ΛΑ  .  "Οτι   μία    (Ιναι   η    Ώροσφορα.   τοΰ    Χρίστου    τελειωσείσα 
ίΤΓί  τοΰ  Σταύρου. 

Ή  ΠΡΟΣΦΟΡΑ  τού  Χριστού,  ατταξ  <^€νομενη,  €4- 
ναι  η  τεΧεία  Χύτρωσις,  εξιΧεωσις,  και  ικανο- 

595 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 

ΤΓοίησις  δια  ιτάσας  τάς  αμαρτίας  6\ον  του  κό- 
σμου, καΐ  ττροττατορικάς  καΐ  βρ^ω  <γινομένας•  καΐ 
δβν  βϊναι  αλΧη  ίκανοττοίησις  δια  τάς  αμαρτίας, 
Ίταρά  €κείνη  μόνη.  "Οθβν  αϊ  8ιά  των  Χειτουρ^ίών 
3-υσίαι.{7Γ€ρΙ  των  όττοίων  ελεγετο  κοινώς,  οτι  6 
Ίβρβύς  εττρόσφερβ  τον  άριστον  ύττέρ  ζώντων  καΐ 
νεκρών,  δίά  να  \άβωσο  την  άφβσιν  της  ττοι,νής  η 
της  ενογ9}ς  τών  τταρατττωμάτων,)  ήσαν  βλ,άσφημοί 
μΰθοί,  καΐ  έττίκίνδυνοί  άττάταί. 

ΛΒ  .    Πίρι  τον  Τάμου  τών  'ΐίρίων, 

"ρΤΙΙΣΚΟΠΟΙ,  ΊβρεΙς,  καΐ  Δίάκονοί,  Βεν  προστά- 
ζονται άτΓο  τον  Νόμον  τον  θεού,  ή  να  κάμωσι 
τάζιμον  βίου  μοναγ^ικοΰ,  η  νά  άττεγ^ωσιν  άττό  τον 
<γάμον'  8ιά  τούτο  είναι  νόμιμον  εις  αυτούς,  καθώς 
καΐ  εις  οΧους  τους  Χοιττούς  'Κριστιανονς,  νά  ννμ- 
φβύωνται  κατά  την  ττροαίρεσίν  των,  οττως  ήθεΧαν 
το  κρίνει  ΟΤΙ  συμβάΧλει  μάΧλον  εις  εύσέβειαν. 

ΑΓ  .    Περί    τών  Άφωρισμίνων,  τίνι  τρόπω    πρέπει,    να 
άποφεύγωνται. 

■ρ*  κείνος  όστις  Βιά  δημοσίου  άττα'γ'γεΧίας  της 
^ΕκκΧησίας  άττοκότττεται  δικαίως  άττό  την 
ενότητα  της  ^ΕκκΧησίας,  καΐ  αφορίζεται,  Ίτρεττεν 
να  ^εωρηται  άττό  6\ον  το  ττΧηθος  τών  ττιστών, 
ώς  ό  εθνικός  καΐ  ό  τεΧώνης'  εως  νά  συνδιαΧ- 
Χαγ^θη  δημοσία  διά  της  μετανοίας,  και  νά  είσα'χθη 
εις  την  ^ΕκκΧησίαν,  διά  Κριτού  εγοντος  εξουσίαν 
εις  τούτο. 

ΛΔ  .    Περί  ^Έ,κκΚησίαστίκών  ΤΙαραΒόσίων. 

Λ  ΕΝ  είναι  άνά>γκη,  ώστε  αΐ  ΥΙαραδοσεις  και  αι 
Ύε\ετα\  νά  ηναι  εΙς  οΧους  τους  τόπους  αι 
αύταΙ  καΐ  άτταράλΧακτοΐ'  διότι  καθ'  ο\ους  τους 
καιρούς  έστάθησαν  διάφοροι,  και  δύνανται  νά  μετα- 
βάΧΚωνται,  κατά  τάς  διαφοράς  τών  τόττων,  τών 
καιρών,  καΐ  τών  εθίμων  τών  ανθρώπων  φθάνει 
μόνον  νά  μη  διατάττεται  τίποτε  εναντίον  εις  τον 
Λόγον  του  θεού.  "Οστις  δε  διά  Ιδικής  του  μερικής 
596 


ΑΡΘΡΑ  ΠΙΣΤΕΩΣ. 

κρίσ€ως,  αύτο!^€Χητως,  και  μβ  σκοττον  κατάλύστ] 
φανερά  τάς  ΠαραΒόσ€ί<ζ  και  τάς  ΎεΧετάς  της 
^ΕκκΧησίας,  αϊ  όττοΐαι  δεν  αντιβαίνουν  βις  τον 
Λό'γον  τον  θβου,  καΐ  ^Ιναι  διατβτα'γμέναι  καν 
τταραΒβΒβ^μέναι  άττό  την  κοινην  Έξουσίαν,  ττρέττβο 
νά  €λ€7χ6τα4  8ημοσία  (8ιά  να  φοβώνται  οι  ΧοιττοΙ 
νά  κάμωσί  τι  τοιούτον),  ως  άμαρτάνων  εναντίον 
€19  την  κοινην  τάξιν  της  ^ΕκκΧησίας,  και  έ'τττ/ρεά- 
ζων  την  βξουσίαν  της  ^Α,ργτις,  και  βΧάπτων  τάς 
συν€ΐΒήσ€ΐς  των  ασθενών  άδβΧφών. 

Πάσα  ΈκκΧησία,  μερική  ή  εθνική,  έ'χεί  την 
έζουσίαν  νά  Βιατάττη,  νά  μβταβάΧΧη,  και  νά 
άκυρόνη  3^€σμούς  η  τβΧετάς  ^ΕκκΧησιαστικάς,  8ια• 
ταγθβίσας  μόνον  άιτο  άνθρωττίνην  εζουσίαν 
φθάνει  'όΧα  νά  'γίνωνται  ττρος  οίκοΒομήν. 

ΛΕ  .    Περί  των    Ομιλιώρ. 

ΠΓΟ  Β'.  ΒιβΧίον  των  ΌμιΧιών,  των  οττοίων  τους 
τίτΧονς  βτΓίΤΓροσθβτομεν  εις  τοΰτο  το  "Αρθρον, 
7Γεριέ•χει  ευσεβή  καΐ  ύ^ιή  ΒώασκαΧίαν,  και  άναη- 
κάιαν  εις  τούτους  τους  καιρούς"  ώς  καΐ  το  ττρώτον 
ΒιβΧίον  των  ΌμιΧιών,  αϊ  όττοΐαι  εξεδόθησαν  εττΐ 
^ΕΒουάρΒου  "Εκτου•  όθεν  εκρίναμεν  ιτρεττον  νά 
άνα^/ινώσκωνται  εις  τάς  ^ΕκκΧησίας  ύττό  των 
Αειτουρ'γών,  εττιμεΧώς  και  καθαρώς,  ώστε  νά  εν- 
νοώνται  άττό  τον  Ααόν. 

Έπιγραφάί  των   ΟμιΧιων. 

1  Περί  της  όρθί}ς  Χρήσεως  6  Κατά  τής'Ύττερβολης  τον 
της  Εκκλησίας.  στολισμού. 

2  Κατά    τοϋ   κινδύνου   της  7  Περί  ΙΙροσενχ7ις. 
ΕίίωΧολατρείας.  8  ΏερΊ  τοϋ  Ύόιτον  και   της 

3  ΠερΊ  Έπισκίυ^ς  και  Κα-  "Ωρας  της  Προσευχής, 
θαριότητος  των  Εκκλί/σίών.  9  Πίρί  τον  'ότι  α'ι  δημόσιαι 

4  ΠερΊ  των  Καλύν'Εργων  Προσενχαι  και  τα  Μυστήρια 
πρώτον  περΊ  "ίίηστείας.  ττρίττει     νά     ϊίρονργωνται     εις 

5  Κατά  της  Ααψαργίας  και  -γΧώσσαν  γνωστήν. 

Μίθης.  10  Περί  τοϋ  σίβας,  το  οποίον 

597 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 

χρεωστοΰμεν  εις  τον  Λόγον  τον  βάνειν  το  Μυστίφιον  τοΐι  "Σώμα- 

Βεον.  τος  και  Κ'ιματος  του  Χρίστου. 

11  ΙΙερι'ΈΧεημοσννης.  16  ΙΙερΙ  των  Καρισμάτων  τοΰ 

12  Περί  τήζ  Τιννησιως   του  Αγίου  Τϊνείιματος. 

Χρίστου.  17  Περί  των  £(ς  Λιτανείας  Οί- 

13  Περί  τοΐι  Πάθους  του  Χρι-        ωρισμίνων  ημίρων. 

στοϋ.  18   Περί  του  Ταμικοϋ  Βίου. 

14  Περί  της  Αναστάσεως  του  19  Περί  ΜεΓανοίας. 
Χρίστου.  20  Κατά  τϊ\ς  "Οκνηρίας. 

15  Περί  Γοϋ  άξίως  μεταλαμ•  21  Κατά  τής Επαναστάσεως• 

Λς*  .    Πίρι  Καθκρώσεωί  Επισκόπων  κα\  Αειτουργών. 

'Τ'Ο  βίβΧίον  ύ6  τΓβρΙ  Καθΐ€ρώσ€ως  ^Αρχιεττίσκό- 
ττων  καΐ  ^Έ^τησκόττων,  καΐ  Χβιροτονίας  'Ιβρέων 
καΧ  διακόνων,  ττρο  οΧί^ου  δημοσιευθέν  €ιγι  Εδου- 
άρδοι; "ΈιΚτου,  και  εττικυρωθέν  εις  τον  αυτόν  καιρόν 
άτΓΟ  την  ΒονΧην,  ττεριέ-χ^ει  οΚ,α  τα  ανα'^καΐα  ττρος 
τοιαύτην  Καθιέρωσιν  καΐ  Χβιροτονίαν  καΐ  δεν  έ'χεί 
τι,  το  οτΓοΐον  άφ'  εαυτού  να  ηναι  ΒεισιΒαιμονικον 
η  άνόσιον.  "Οθεν  όσοι  καθιερώθησαν  η  εγ^ειροτο- 
νηθησαν  κατά  του<;  ^εσμού<;  του  ΒιβΧίου  εκείνου, 
άτΓο  το  δεύτερον  έτος  του  ττροειρημένου  Βασιλέως 
Έδθι;άρδοι;  μ^χρι  του  τταρόντος  καιρού,  εϊτε  άκο- 
Χούθως  ηθεΧαν  καθιερωθή  ή  "χειροτονηθη,  κατά 
τους  αυτούς  δεσμούς,  ημείς  Βιακηρύττομεν  οτι  οΚοι 
οι  τοιούτοι  είναι  ορθώς,  τακτικώς,  και  νομίμως 
καθιερωμένοι  και  'χ^ειροτονημένοι. 

ΛΖ  .    Π^ρί  των  Πολιτικώϊ'  Άρχων. 

'ΤΤ  ΒΑΣΙΛΙΚΗ  Με7αλειότ7;9  έ'%εί  τ^ν  ύττερτάτην 
εζουσίαν  εις  τούτο  το  ΒασίΧειον  της  Ά'γ^\ίας, 
και  τάς  αλΧας  εττικρατείας  αυτού '  και  εις  αύτην 
ανήκει  η  ύττερτάτη  Ζιοίκησις  οΧων  τών  τάξεων 
τούτου  τού  Βασιλείου,  εϊτε  ^Εκκλησιαστικών  εϊτε 
•πολιτικών,  εις  ολας  τάς  ύττοθεσεις'  και  δεν  είναι, 
ουδέ  ττρέττει  νά  ηναι,  ύττοκειμενη  εις  ξένην  τινά 
^Έ,ξουσίαν, 

^ΑτΓονέμοντες   όμως  τοιουτοτρόττως   εις  την  Βα 
598 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 

σιΧίκην  Μ.ζ'γαλβιότητα  την  ΰττβρτάτην  Ζιοίκη- 
σιν,  άτΓΟ  τού<;  οποίους  τίτΧους  μανθάνομεν  οτι 
τά  ττνβύματα  τινών  συκοφαντών  σκανΒαΧίζονται, 
δέν  άτΓοΒίΒομ^ν  6ΐ?  τους  ΒασίΧεΐς  μας  την  8ίακο- 
νίαν  οΰτ€  του  Αό^ου  του  ΘεοΟ,  οΰτ€  τών  Μυστη- 
ρίων το  ότΓοΐον  καΐ  τά  Βιατά^ματα  τά  εσ-χάτως 
€κ8οθεντα  ύττο  της  ΒασιΧίσσης  ημών  ^ΕΧισάβετ 
μαρτυρούν  καθαρά"  άλλα  το  ττρονόμίον  βκβίνο  μό- 
νον, το  υτΓοΐον  βΧβττομεν  οτι  βόόθη  ττάντοτβ  βίς 
οΧους  τους  βύσβββΐς  Ήγε/χόναί  βις  τά9  Ά'^/ίας  Τρα- 
ψάς  άττο  αυτόν  τον  Θεόν  τουτεστι,  νά  κυβερνώσιν 
οΧας  τάς  τάξεις  καΐ  βαθμούς  τους  εμττιστευθεντας 
εις  αυτούς  άττο  τον  θεον,  εϊτε  ΈκκΧησιαστικούς 
είτε  κοσμίΗ^ούς,  τούς  δε  Ύτροττετεις  καΐ  κακοποιούς 
νά  συστεΧΧωσι  με  το  ττοΧιτικον  ξίφος. 

Ό  ΈττίσκοΊΓος  της  ' Ρώμης  Βεν  έχει  καμμίαν 
εξουσίαν  εις  τούτο  το  ΒασίΧειον  της  Αγγλια9. 

Οί  Νόμοι  του  Βασιλείου  τούτου  εμττορούν  νά 
καταΒικάζωσιν  εις  !^άνατον  Χριστιανούς  Βιά  κεφα^ 
λί/ϊά  και  βαρέα  άνομήματα. 

Είναι  νόμιμον  εις  τούς  Χριστιανούς,  όταν  ττροσ- 
τάζη  η  Άρχ^η,  νά  φέρωσιν  οττΧα,  καΐ  νά  ύττά^ωσιν 
εις  ΤΓοΧεμους. 

ΑΗ  .    Πίρι  τον  ΟΤΙ  τα  Αγαθά   τών  Χριστιανών  5(ν  (ίναι  κοινά. 

ΠΓΑ  ττΧούτη  και  τά  ά'^αθά  τών  Χριστιανών  Βεν 
είναι  κοινά  ώς  προς  το  Βικαίωμα,  τον  τίτΧον, 
κα\  την  κυριότητα  αυτών  {ώς  καυχώνται  ψευΒώς 
τίνες  \ναβαπτισταί).  Μ' όλον  τυϋτο,  πάς  τις  χρε- 
ωστεΐ  νά  ΒίΒη  εΧεημοσύνας  εις  τούς  πτωχούς  εΧευ- 
θερίως,  από  τά  όσα  έχει,  κατά  την  Βύναμίν  του. 

Λθ  .    Τΐίρί  τοΰ    Ορκου  τοϋ  Χριστιανού. 

ΙΓ  ΑΘί2Σ  όμοΧο^ούμεν  ότι  τό  ματαίως  καΐ  τοΧμη, 
ρώς  όμνύειν  άπα'γορεύεται  εις  τούς  Χριστιανούς 
άπό  τον  Κύριον  ημών  Ίησούν  Χριστόν,  καΐ  από 
τόνΆποστοΧον  αυτού  ^Ιάκωβον  ούτω  κρίνο  μεν  ότι, 
η  Χριστιανική  Θρησκεία  Βεν  απαγορεύει  νά  όμνύη 

599 


ΑΡΘΡΑ   ΠΙΣΤΕΩΣ. 


τις  όταν  το  άτταιτήστ]  η  Άρχ^,  6^9  υττόθεσιν  ττί- 
στβως  και  ά'^άττης'  έάν  μόνον  ιγίνίται  κατά  την 
ΒιΒασκαΧίαν  του  ΐΐροφητον,  έν  Βικαιοσνντ),  κρίσβι, 
καΐ  αΧ,ηθβία. 


ΈΠΙΚΥΡΩΣΙΣ. 

Το  ΒίβλιΌι/  τοΰτο  των  προΐ',ρη^ίνων  "Αρθρων  άνΐκρίθη  (Κ 
νίον,  και  απεφασίσθη  να.  φνλάττ€ται  και  να  (νερ-γηται  (ντοί  τοΰ 
ΒασϊΚΐίον  τούτον,  με  την  -γνώμην  κα\  σνγκατάθεσι,ν  τηί  νττερ- 
τάτης  ημών  Αεσποίνηί  Ελισάβετ,  τηί  (ε'λίω  θ(ον,)  Αγγλίας, 
Γαλλίαί,  και  Ίρλαι^διαί  Βασιλίσσϊ^ί,  ΤΙβοστάτιΒος  της  Τΐίστίως, 
κ,  λ.  Τα  όττοΐα  "λρθρα,  άναγνωσθέντα  ΐσκεμμίνως,  ΐττφφαιω- 
θησαν  ιτοίΚιν  δι'  ιδιοχείρων  υπογραφών  των  Αρχιεπισκόπων  και 
^Επισκόπων  της  ανω  '  Εκκλησιαστική  ς  Βουλής,  κα\  8ια.  της  υπο- 
γραφής παντός  τον  Κλήρου  της  κάτω  'Έκκλησιαστικης  Βουλ^Γ,  επ\ 
Συνελεύσεως  αυτών  το  1571  Σωτήρων  έτος. 


600 


ΠΙΝΑΞ  Τί2Ν  'ΑΡΘΡίΙΝ.' 


1.  Περί  Πίστεως  εις  την  Άγίαν  Τριάία. 

2.  ΐίερ'ί  Χριστού  τοϋ  Ύϊον  τοϋ  θεοϋ. 

3.  ΙΙίρί  της  Καταβάσεως  αΰτον  εις  τον"Α.ζην. 

4.  ΙΙερι  της  Αναστάσεως  αΰτον. 

5.  ΏερΙ  του  Άγιου  ΐΐνενματος. 

6.  ΤΙερΊ  της  'ΐκα7>ότητος  των  Άγιων  Τραψων. 

7.  Πίρϊ  της  Παλαιάς  Δ^ιαθήκης. 

8.  ΤΙερΙ  των  Ύριών  "Συμβόλων. 

9.  Περί  της  Προπατορικής,  η  της  εκ  γενετής,  Αμαρτίας. 

10.  Περί  της  Έλευθίρας  θεΧησεως. 

11.  Περί  της  Αικαιώσεως. 

12.  Περί  των  Καλών  "Εργων. 

13.  Περί  "Εργων  γινομένων  προ  της  Αικαιώσεως. 

14.  Περί  'Εργωί'  Ύπερτχικτων. 

15.  Περί  τοϋ  Χρίστου  μόνου  άναμαρτητου. 
10.   Περί  της  Αμαρτίας  μετά  το  Βάπτισμα. 

17.  Περί  τοϋ   ΐΐροορισμοϋ  κα'ι  της  Έκλογί^ς. 

18.  Περί  άπολαύσεως  "Σωτηρίας  ίιά  Χρίστου. 

19.  Περί  της  Εκκλησίας. 

20.  ΤΙερι  της  Έζουσίας  της  Εκκλησίας. 

21.  Περί  της  Εξουσίας  των  Γενικών  Συνόδων. 

22.  Περί  τοϋ  Καθαρτηρίου  Πυρός. 

23.  Περί  της  εν  Έκκλησίφ  Διακονίας. 

24.  Περί  τοϋ  λαλείν  εις  την  Έκκλησίαν. 

25.  Περί  των  Μυστηρίων. 

26.  Περί  της  Κακίας  των  Ιερουργών. 

27.  .Περί  τοϋ  Βαπτίσματος. 

28.  Περί  τοϋ  Κυριάκου  Αείπνον. 

29.  Περί  τοϋ  'ότι  οΊ  ασεβείς  £εν  τρώγουν  το  Σώμα  τοϋ  Χριστού. 

ΌΌ 


ΠΙΝΑΕ  ΤΩΝ  ΑΡΘΡΩΝ. 

30,  Πίρι  αμφοτέρων  των  Έί^ων. 

31.  Περί  της  μιας  και  μόνης  Προσφοράς  τον  Χριστον. 
33.   Πίρΐ  τον  Γά]αου  των  'ίερίων. 

33.  Πίρί  των  Άφωρισμίνων. 

34.  Πίρί  Εκκλησιαστικών  Τ1αρα8όσ(ων. 

35.  Περί  των  'ΟμιΧιών. 

36.  Περί  Καθιερώσεως  λειτουργών. 

37.  Περί  των  ΤΙοΧιτικών  Άρχων. 

38.  Περί  των  Αγαθών  τών  Χριστιανών. 

39.  Περί  τον'Όρκου  του  Χριστιανού. 


ΤΕΛΟΣ. 


602 


ΒΙΝΟϋνΠ  Ρ^^'-τ   ςρρ  2 1 1964 


ΒΧ  ΟΐιαΓοΙι  οΐ  Εη^ΐβϋά.     ΒοοΚ  οΐ 

5145  οοιηπιοη  ρΓ&γβΓ.      ΟγθθΙ^ 
Α607  Ειιο1ιο1ο§ίοη  1^β3  Ηβηδιηβηβδ 

1839  Εΐζ1ί1β3ίβ3  Αη^ΐίβδ 


ΡίΕΑ$Ε  ΟΟ  ΝΟΤ  βΕΜΟΥΕ 
0Αβ0$  ΟΚ  δυΡ$  ΡβΟΜ  ΤΗΙ5  ΡΟΟΚΕΤ 

υΝΐΥΕκειτγ  ορ  τοροντο  μβραρυ